ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ – ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ (άρθρα 40 έως 125)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ, ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Άρθρο 40
Πεδίο εφαρμογής

Το τμήμα αυτό εφαρμόζεται:
α) Στον Πρόεδρο, στους αντιπροέδρους, συμβούλους, παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,
β) στον Πρόεδρο, στον Εισαγγελέα, στους αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, στους αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, στους πρόεδρους και εισαγγελείς εφετών, στους εφέτες και αντεισαγγελείς εφετών, στους προέδρους και εισαγγελείς πρωτοδικών, στους πρωτοδίκες και αντεισαγγελείς πρωτοδικών, στους παρέδρους πρωτοδικείων και παρέδρους εισαγγελίας, στους ειρηνοδίκες, πταισματοδίκες και δόκιμους ειρηνοδίκες,
γ) στον Πρόεδρο, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, στους αντιπροέδρους, στον Επίτροπο της Επικρατείας, στους συμβούλους, αντεπιτρόπους, παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο,
δ) στον Γενικό Επίτροπο, στον Επίτροπο και στους αντεπιτρόπους της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στους προέδρους εφετών, εφέτες, προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες και παρέδρους πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Άρθρο 41
Διορισμός δικαστικών λειτουργών

1. Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται αφού προηγηθούν ο έλεγχος των προσόντων των υποψηφίων και η διαδικασία επιλογής κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον παρόντα Κώδικα.
2. Το προεδρικό διάταγμα του διορισμού δημοσιεύεται περιληπτικά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η περίληψη περιλαμβάνει:
α) τη χρονολογία του διατάγματος,
β) όλα τα στοιχεία του διοριζόμενου (το όνομα, το επώνυμο, το όνομα του πατέρα και της μητέρας, τον τόπο και το έτος γέννησης),
γ) το δικαστήριο στο οποίο τοποθετείται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου και
δ) τον βαθμό.
3. Ο διορισμός ανακοινώνεται στον διοριζόμενο με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, το οποίο επιδίδεται από δικαστικό επιμελητή μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος. Στο έγγραφο αναφέρονται και ο αριθμός και η χρονολογία του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όπου δημοσιεύτηκε η περίληψη του διατάγματος διορισμού και ορίζεται εύλογη προθεσμία, μέχρι τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση, για την ορκωμοσία και την ανάληψη υπηρεσίας από τον διοριζόμενο. Αν δεν ορίζεται προθεσμία, αυτή είναι τριάντα (30) ημερών. Ύστερα από αίτηση του διοριζόμενου είναι δυνατό να παραταθεί η προθεσμία της παρούσας για τριάντα (30) ημέρες ακόμη.
4. Η δημόσια υπηρεσιακή σχέση του δικαστικού λειτουργού ιδρύεται με τον διορισμό και την αποδοχή του.
5. Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία, για την οποία συντάσσεται πρακτικό. Πριν από την ορκωμοσία δεν επιτρέπεται ανάληψη υπηρεσίας.
6. Ο διοριζόμενος δικαστικός λειτουργός ορκίζεται ενώπιον του δικαστηρίου, στο οποίο τοποθετείται ως δόκιμος, σε δημόσια συνεδρίασή του. Οι αντεπίτροποι της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ορκίζονται ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι δικαστικοί λειτουργοί που διορίζονται στον βαθμό του αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με το άρθρο 84 ορκίζονται ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ορκίζονται ενώπιον της ολομελείας των δικαστηρίων αυτών. Οι δικαστικοί λειτουργοί που διορίζονται σε ειρηνοδικεία ή πταισματοδικεία ορκίζονται ενώπιον του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια αυτά.
7. Ο τύπος του όρκου είναι: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, να υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου».
8. Η ανάληψη των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού βεβαιώνεται με έκθεση, η οποία συντάσσεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας όπου τοποθετήθηκε και υπογράφεται και από τον διοριζόμενο.

Άρθρο 42
Ανάκληση του διορισμού δικαστικών λειτουργών

1. Το προεδρικό διάταγμα του διορισμού ανακαλείται, αν ο διοριζόμενος δεν τον αποδεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς. Σιωπηρή μη αποδοχή υπάρχει όταν, από υπαιτιότητα του διοριζόμενου, παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ορκωμοσίας και ανάληψης καθηκόντων.
2. Διορισμός που έγινε χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις του παρόντος, δύναται να ανακληθεί μέχρι το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας. Αν τον παράνομο διορισμό προκάλεσε ή υποβοήθησε ο ενδιαφερόμενος, η ανάκληση χωρεί και μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας. Στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου το συνολικό ποσό των καθαρών αποδοχών, που του καταβλήθηκαν μέχρι την ανάκληση του διορισμού του, καταλογίζεται σε βάρος του.
3. Παρά την ανάκληση:
α) εκείνος που διορίστηκε παράνομα έχει τις ευθύνες του δικαστικού λειτουργού για όσο χρονικό διάστημα άσκησε τα καθήκοντά του,
β) οι πράξεις και αποφάσεις του είναι έγκυρες.

Άρθρο 43
Προσόντα δικαστικών λειτουργών

1. Δικαστικός λειτουργός διορίζεται όποιος έχει ελληνική ιθαγένεια.
2. Έλληνας το γένος που δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια είναι δυνατό να διοριστεί δικαστικός λειτουργός σύμφωνα με τις εξαιρετικές διατάξεις, που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους.
3. Αλλογενείς δεν μπορούν να διοριστούν δικαστικοί λειτουργοί προτού παρέλθουν πέντε (5) έτη από την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.
4. Δικαστικός λειτουργός διορίζεται εκείνος που έχει την ηλικία που ορίζεται στην παρ. 1β του άρθρου 17 του ν. 4871/2021 (Α΄ 246), προκειμένου να γίνει δεκτός στον εισαγωγικό διαγωνισμό της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι).
5. Για την εφαρμογή της παρ. 4, ως ημέρα γέννησης λογίζεται εκείνη που αποδεικνύεται από ληξιαρχική πράξη, η οποία έχει συνταχθεί μέσα σε ενενήντα (90), το πολύ, ημέρες από την ημέρα της γέννησης.
6. Αν δεν έχει συνταχθεί τέτοια ληξιαρχική πράξη, ως ημέρα γέννησης λογίζεται η 30η Ιουνίου του έτους γέννησης. Στην περίπτωση αυτή, το έτος γέννησης αποδεικνύεται για τους άνδρες από τα μητρώα αρρένων και για τις γυναίκες από τα γενικά μητρώα δημοτών. Αν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στα μητρώα, επικρατεί η χρονικά προγενέστερη.
7. Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διόρθωση των σχετικών εγγραφών δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των παρ. 5 και 6.
8. Για τον διορισμό σε θέση δικαστικού λειτουργού απαιτείται πτυχίο νομικού τμήματος ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος και, αποφοίτηση από την ΕΣΔι, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 17 του ν. 4871/2021.
9. Τα απαιτούμενα προσόντα για τον διορισμό σε θέση δικαστικού λειτουργού συντρέχουν κατά τον χρόνο της έναρξης του διαγωνισμού και κατά τον χρόνο του διορισμού. Ειδικά, το προσόν της ηλικίας αρκεί να υπάρχει κατά τον χρόνο έναρξης του διαγωνισμού.
10. Διατάξεις που θεσπίζουν ευνοϊκό καθεστώς για την κατά προτίμηση κατάληψη θέσεων δεν έχουν εφαρμογή για τον διορισμό σε θέση δικαστικού λειτουργού.

Άρθρο 44
Κωλύματα διορισμού δικαστικών λειτουργών

1. Δεν διορίζεται δικαστικός λειτουργός:
α) Εκείνος που δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή δεν έχει απαλλαγεί απ’ αυτές νόμιμα, καθώς και εκείνος που είναι ανυπότακτος ή έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για λιποταξία,
β) εκείνος που δεν είναι γραμμένος στα μητρώα αρρένων, προκειμένου για άνδρα ή στα γενικά μητρώα των δημοτών, προκειμένου για γυναίκα,
γ) εκείνος που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα με αμετάκλητη καταδίκη, και μετά τη λήξη του χρόνου στέρησης,
δ) εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη από τρεις (3) μήνες για αδίκημα που τελέστηκε με δόλο,
ε) εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε ποινή, για κλοπή (άρθρα 372-374 ΠΚ), απάτη (άρθρο 386 ΠΚ), υπεξαίρεση κοινή ή στην υπηρεσία κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ (άρθρα 375, 258 ΠΚ) ή υπεξαίρεση (άρθρο 375 ΠΚ) κατά τον ισχύοντα ΠΚ, εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), πλαστογραφία (άρθρο 216 ΠΚ), πλαστογραφία πιστοποιητικών (άρθρο 217 ΠΚ), πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων (άρθρο 218 κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ), ψευδή βεβαίωση (άρθρο 242 ΠΚ), ψευδορκία και ψευδή ανώμοτη κατάθεση κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ (άρθρα 224-225 ΠΚ) ή ψευδή κατάθεση κατά τον ισχύοντα ΠΚ (άρθρο 224 ΠΚ), ψευδή καταμήνυση (άρθρο 229 ΠΚ), απιστία δικηγόρου (άρθρο 233 ΠΚ), απιστία περί την υπηρεσία κατά τον προϊσχύσαντα ποινικό κώδικα (άρθρο 256 ΠΚ) ή απιστία κατά τον ισχύοντα ΠΚ (άρθρο 390 ΠΚ), δωροληψία υπαλλήλου (235), δωροδοκία υπαλλήλου (άρθρο 236 ΠΚ), δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών (άρθρο 237 ΠΚ)(άρθρα 235 – 237 ΠΚ), παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου (άρθρο 244 ΠΚ), παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ), συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρο 363 ΠΚ), παραβίαση δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 169Α ΠΚ), παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής (άρθρο 358 ΠΚ), υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 ΠΚ), υπεξαγωγή εγγράφου (άρθρο 222 ΠΚ), παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρο 252 ΠΚ), εμπορία ανθρώπων (άρθρο 322Α ΠΚ), αρπαγή ανηλίκων (άρθρο 324 ΠΚ), παράνομη κατακράτηση (άρθρο 325 ΠΚ), έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρα 336-353 ΠΚ), εγκλήματα με ρατσιστικό υπόβαθρο, έκδοση ακάλυπτης επιταγής, καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, αλλοδαπών, τυχερών παιγνίων, λαθρεμπορίας, αθλητικής ή ενδοοικογενειακής βίας ή περί προστασίας δάσους, περιβάλλοντος, αιγιαλού, αρχαιοτήτων ή ζώων συντροφιάς,
στ) εκείνος που έχει τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση,
ζ) εκείνος που έχει παυθεί, ύστερα από δικαστική απόφαση, από θέση δικαστικού λειτουργού, δημόσιου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου λόγω ποινικής καταδίκης,
η) εκείνος που έχει απολυθεί από θέση δικαστικού λειτουργού, δημόσιου υπαλλήλου ή υπαλλήλου ν.π.δ.δ. ή από θέση δικηγόρου ή συμβολαιογράφου, με αμετάκλητη απόφαση του οικείου δικαστηρίου ή του αρμόδιου συμβουλίου για πειθαρχικούς λόγους ή για ανεπάρκεια,
θ) εκείνος που δεν έχει το ήθος και τον χαρακτήρα που αρμόζουν σε δικαστικό λειτουργό. Για το ήθος και τον χαρακτήρα του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού αποφαίνεται, με αιτιολογημένη απόφασή του, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου που υποβάλλεται δύο (2) μήνες τουλάχιστον πριν από την ημέρα έναρξης του διαγωνισμού για την ΕΣΔι, το δικαστικό συμβούλιο του οικείου πρωτοδικείου του τόπου της κατοικίας του.
Σε περίπτωση που η απόφαση του συμβουλίου δεν είναι θετική ή ομόφωνη, το θέμα του ήθους των συγκεκριμένων υποψήφιων δικαστικών λειτουργών παραπέμπεται από το συμβούλιο υποχρεωτικά στην ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου,
ι) εκείνος που έχει παραπεμφθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα από εκείνα που αναφέρονται στην περ. ε΄, καθώς και εκείνος που έχει καταδικαστεί με οριστική απλώς απόφαση για ένα από αυτά τα αδικήματα. Το κώλυμα αυτό ισχύει μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή αμετάκλητη αθωωτική απόφαση,
ια) εκείνος που δεν είναι υγιής σωματικά ή ψυχικά. Η εξέταση της υγείας των υποψήφιων δικαστικών λειτουργών γίνεται από επιτροπή στην οποία μετέχει υποχρεωτικώς ένας ψυχολόγος και ένας ψυχίατρος, διευθυντής κλινικής κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι παθήσεις και βλάβες που εμποδίζουν την είσοδο στη δικαστική υπηρεσία, ο τρόπος εξέτασης της υγείας των υποψηφίων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
2. Τα παραπάνω κωλύματα πρέπει να μην υπάρχουν κατά τον χρόνο του διαγωνισμού και κατά τον χρόνο του διορισμού.

Άρθρο 45
Άρση κωλυμάτων δικαστικών λειτουργών

1. Η παραγραφή κακουργήματος ή πλημμελήματος από εκείνα που αναφέρονται στην περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 δεν αίρει το κώλυμα.
Επίσης δεν αίρουν το κώλυμα η αποκατάσταση, η χάρη και η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, ακόμα και αν παρήλθε ο χρόνος της αναστολής.
2. Η παραγραφή της ποινής, που έχει επιβληθεί με την καταδικαστική απόφαση, ή η άρση των συνεπειών της απόφασης για ένα από τα εγκλήματα της περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 δεν αίρει το κώλυμα.
Άρθρο 46
Αναδιορισμός δικαστικών λειτουργών
1. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός του δικαστικού λειτουργού που παραιτήθηκε για οποιονδήποτε λόγο ή απολύθηκε λόγω σωματικής ανικανότητας μέχρι και τον βαθμό του παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, του εφέτη και του αντεισαγγελέα εφετών, του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων και του ειρηνοδίκη Α` τάξης σε κενή θέση, ομοιόβαθμη με εκείνη από την οποία έχει αποχωρήσει. Εκείνος που παραιτήθηκε ή απολύθηκε πρέπει:
α) να ζητήσει τον αναδιορισμό του μέσα σε τρία (3) χρόνια από την έξοδό του από την υπηρεσία,
β) να έχει όλα τα προσόντα που απαιτούνται για τον διορισμό δικαστικού λειτουργού πλην της ηλικίας,
γ) να μην καταλαμβάνεται από τα κωλύματα διορισμού του άρθρου 44 και
δ) να έχει τριετή τουλάχιστον προϋπηρεσία.
2. Ο αναδιορισμός εκείνου που απολύθηκε λόγω σωματικής ανικανότητας γίνεται ύστερα από διαπίστωση της πλήρους αποκατάστασης της σωματικής του ικανότητας για την άσκηση των καθηκόντων του. Η διαπίστωση αυτή γίνεται από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή που προβλέπεται για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους, στην οποία υποχρεωτικώς συμμετέχουν ένας (1) ψυχολόγος και ένας (2) ψυχίατρος, διευθυντής κλινικής κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Για τον αναδιορισμό αποφαίνεται το αρμόδιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο καθορίζει και την αρχαιότητα του αναδιοριζομένου, λαμβάνοντας υπόψη τη σειρά αποφοίτησής του από την ΕΣΔι ή του διορισμού του.
4. Τα άρθρα 41, 42 και η παρ. 2 του άρθρου 43 εφαρμόζονται και στην περίπτωση του αναδιορισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ, ΚΩΛΥΜΑΤΑ

Άρθρο 47
Θεμελιώδη καθήκοντα του δικαστικού λειτουργού

1. Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Είναι υποχρεωμένος να μη συμμορφώνεται με διατάξεις που έχουν θεσπιστεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.
2. Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για τα απόρρητα που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και για γεγονότα ή πληροφορίες που γνωρίζει από την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του. Έχει θεμελιώδες καθήκον να τηρεί το απόρρητο των διασκέψεων.
3. Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να διαμένει στην πόλη, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ή σε προάστιό της. Η Αθήνα και ο Πειραιάς με τα προάστιά τους θεωρούνται από την άποψη αυτή ως μια πόλη.
4. Επιτρέπεται η απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του κατά τις ημέρες στις οποίες δεν έχει υπηρεσιακή απασχόληση.
5. Η απεργία, με οποιαδήποτε μορφή, απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς.
6. Απαγορεύονται στους δικαστικούς λειτουργούς κάθε είδους εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων.
7. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού σε ιδρύματα ή ενώσεις και γενικά σε οργανώσεις που έχουν κρυφούς σκοπούς ή δραστηριότητες ή που επιβάλλουν στα μέλη τους μυστικότητα.

Άρθρο 48
Ασυμβίβαστα δικαστικών λειτουργών

1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία, καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.
2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές, που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους προβλέπεται ειδικά από τον νόμο. Ο δικαστικός λειτουργός που μετέχει υποδεικνύεται από το δικαστή ή τον εισαγγελέα ή το τριμελές συμβούλιο που διευθύνει το πολιτικό ή το διοικητικό δικαστήριο ή την εισαγγελία, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο δικαστικός λειτουργός προεδρεύει στα ως άνω συμβούλια ή τις επιτροπές, εκτός εάν μετέχει επίσης υπουργός, υφυπουργός ή γενικός γραμματέας υπουργείου.
Εφόσον, στις ανωτέρω επιτροπές, δεν συμμετέχει δικαστικός λειτουργός με το βαθμό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ή αντίστοιχο, ως Πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να ορίζεται μέλος το οποίο δεν έχει τη δικαστική ιδιότητα.
3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά.
Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων σύμφωνα με τα άρθρα 871Α, 882Α και 902 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τις σχετικές διατάξεις των ν. 2331/1995 (Α΄ 173) και 1816/1988 (Α΄ 251).
4. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην Κυβέρνηση, εκτός της περίπτωσης της παρ. 3 του άρθρου 37 του Συντάγματος.

5. Η συμμετοχή δικαστικών ή εισαγγελικών λειτουργών στην υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων με αντικείμενο την ανάπτυξη, την προώθηση και τη βελτίωση της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, συνιστά δικαστικό έργο, το οποίο παρέχεται στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων τους. Η επιλογή του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού που μετέχει σε ομάδες εργασίας για την υλοποίηση των ως άνω προγραμμάτων και δράσεων, γίνεται με πράξη του οργάνου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, στην οργάνωση του οποίου ή της οποίας αποσκοπούν οι προς υλοποίηση δράσεις και στο οποίο υπηρετεί ο επιλεγόμενος λειτουργός.

Άρθρο 49
Κωλύματα εντοπιότητας δικαστικών λειτουργών

1. Οι πρόεδροι εφετών, οι εφέτες ποινικών-πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, εισαγγελείς και οι αντεισαγγελείς εφετών δεν επιτρέπεται να υπηρετούν στην πόλη, όπου βρίσκεται η έδρα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και όπου ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι κατά την τελευταία δεκαετία πριν από τον διορισμό τους επί μία τουλάχιστον τριετία, ή ήταν ή εξακολουθούν να είναι εγκαταστημένοι αυτοί ή οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης.
2. Οι πρόεδροι πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες και οι πάρεδροι πρωτοδικείου των πολιτικών-ποινικών και των διοικητικών δικαστηρίων, οι εισαγγελείς, οι αντεισαγγελείς και οι πάρεδροι εισαγγελίας, καθώς και οι ειρηνοδίκες και οι πταισματοδίκες δεν επιτρέπεται να υπηρετούν σε δικαστήρια ή εισαγγελίες, στην περιφέρεια των οποίων αυτοί ή οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι κατά τα πέντε (5) τελευταία έτη πριν από τον διορισμό τους επί μία τουλάχιστον τριετία ή ήταν ή εξακολουθούν να είναι εγκαταστημένοι αυτοί ή οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης. Για τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες τα κωλύματα αυτά ισχύουν για ολόκληρη την περιφέρεια του πρωτοδικείου, στο οποίο υπάγεται το ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο.
3. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους αναφερόμενους στις παρ. 1 και 2 δικαστικούς λειτουργούς να υπηρετούν σε δικαστήρια ή εισαγγελίες, στην περιφέρεια των οποίων οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης υπηρετούσαν ή υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις ή στα σώματα ασφαλείας.
4. Δεν επιτρέπεται η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο ή εισαγγελία, στην περιφέρεια του οποίου ήταν διορισμένος ως δικηγόρος, πριν περάσουν δέκα (10) έτη από τον διορισμό του ως δικαστικού λειτουργού.
5. Από τις διατάξεις των παρ. 1 έως και 4 εξαιρούνται οι δικαστικοί λειτουργοί που υπηρετούν σε δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πατρών, Λάρισας, Βόλου, Ηρακλείου, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Χαλκίδας, Σερρών, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης, Κατερίνης, Καλαμάτας, Καβάλας, Χανίων, Λαμίας, Αγρινίου, Κομοτηνής και Ρόδου.
6. Δεν επιτρέπεται η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο ή εισαγγελία στην περιφέρεια του οποίου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης. Το κώλυμα αυτό δεν ισχύει για τα δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Λάρισας, Ηρακλείου, Βόλου, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Χαλκίδας, Σερρών, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης, Κατερίνης, Καλαμάτας, Καβάλας, Χανίων, Λαμίας, Αγρινίου, Κομοτηνής και Ρόδου.
7. Δικαστικός λειτουργός, που τοποθετήθηκε ή μετατέθηκε σε δικαστήρια ή εισαγγελία όπου κωλύεται να υπηρετήσει, οφείλει να υποβάλει δήλωση για το κώλυμα αμέσως μόλις λάβει γνώση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Άρθρο 50
Μισθός – Ημερήσια αποζημίωση – Οδοιπορικά έξοδα δικαστικών λειτουργών

1. Η αξίωση του δικαστικού λειτουργού για τη λήψη του μισθού αρχίζει, σε περίπτωση διορισμού, από την ανάληψη των καθηκόντων, η οποία βεβαιώνεται με την έκθεση εμφάνισης της παρ. 8 του άρθρου 41, και, σε περίπτωση προαγωγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 59.
2. Σε περίπτωση ανάκλησης δικαστικού λειτουργού από τη διαθεσιμότητα ή από την αργία, η αξίωση για την καταβολή του μισθού αρχίζει από την ανάληψη των καθηκόντων, η οποία βεβαιώνεται με έκθεση του αρμόδιου γραμματέα.
3. Δεν οφείλεται μισθός για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική του υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία. Ως μη παροχή υπηρεσίας νοείται και η, κατά την κρίση των οργάνων, που αναφέρονται στην παρ. 4, κατ’ επανάληψη αδικαιολόγητη καθυστέρηση παράδοσης σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που του ανατίθενται προς επεξεργασία, καθώς και η αδικαιολόγητη μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η αδικαιολόγητη μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως.
4. Στην περίπτωση της παρ. 3, ο μισθός περικόπτεται με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστικού λειτουργού, που διευθύνει το αμέσως ανώτερο δικαστήριο ή εισαγγελία, με την οποία ορίζεται, αναλόγως με τη μη παροχή υπηρεσίας, το χρονικό διάστημα για το οποίο περικόπτεται ο μισθός. Για την περικοπή του μισθού του εκκαθαριστή – δικαστικού λειτουργού, αρμόδιος είναι ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το αμέσως ανώτερο δικαστήριο ή εισαγγελία. Ο αρμόδιος για την περικοπή του μισθού καλεί, πριν από την έκδοση της πράξης, εγγράφως τον δικαστικό λειτουργό να εκφράσει τις απόψεις του. Η εκτέλεση της πράξης δεν αναστέλλεται για οποιονδήποτε λόγο. Ο δικαστικός λειτουργός στον οποίο αφορά η πράξη μπορεί, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της πράξης σε αυτόν, να ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτής ενώπιον του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα. Σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής, το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο εξαφανίζει την πράξη της περικοπής, ενώ διατάσσεται η απόδοση σε αυτόν του μισθού που περικόπηκε.
5. Σε περίπτωση απόλυσης δικαστικού λειτουργού λόγω νόσου που δεν θεραπεύεται, συνεχίζεται να καταβάλλεται ο μισθός ενέργειας ή διαθεσιμότητας καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η διαδικασία της απόλυσης του δικαστικού λειτουργού μέχρι να λυθεί η υπηρεσιακή σχέση.
6. Η αξίωση καταβολής του μισθού παύει από τη λύση της δημόσιας υπηρεσιακής σχέσης.
7. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, που προβλέπουν την καταβολή αποδοχών μετά τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης, αντί για σύνταξη, δεν θίγονται από την παρ. 6 .
8. Οι μετακινούμενοι εκτός έδρας για εκτέλεση υπηρεσίας δικαστικοί λειτουργοί δικαιούνται, εκτός από τα οδοιπορικά έξοδα, και ημερήσια αποζημίωση, που καθορίζεται σε ποσοστό των μηνιαίων ακαθάριστων αποδοχών τους με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών. Τα οδοιπορικά έξοδα και η ημερήσια αποζημίωση καταβάλλονται εντός μηνός από την εκτέλεση της υπηρεσίας.

Άρθρο 51
Ειδικές εγγυήσεις δικαστικών λειτουργών

1. Δεν εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία των άρθρων 275 και 417 έως 426. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κατά δικαστικού λειτουργού για πλημμελήματα που φέρεται να έχει διαπράξει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών.
2. Σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας, σε ποσοστό τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%), δικαστικού λειτουργού συνεπεία τρομοκρατικής ή οιασδήποτε άλλης εγκληματικής ενέργειας κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού του καθήκοντος και ένεκα αυτού, ο/η σύζυγος ή ο/η συνδεόμενος-η με σύμφωνο συμβίωσης ή ένα τέκνο αυτού προσλαμβάνεται υποχρεωτικά, κατόπιν αιτήσεως του, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ή σε οποιαδήποτε δικαστική υπηρεσία, ως μόνιμος ή με σύμβαση αορίστου χρόνου διοικητικός ή δικαστικός υπάλληλος, αναλόγως των προσόντων του, κατ’ εξαίρεση των ισχυουσών διατάξεων περί προσλήψεων και ανεξαρτήτως ύπαρξης κενής οργανικής θέσης, επιφυλασσομένων των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί κωλυμάτων διορισμού. Η αίτηση για πρόσληψη των δικαιουμένων προσώπων υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόκτηση των απαραιτήτων προσόντων διορισμού τους σε οποιαδήποτε θέση.

Άρθρο 52
Κανονική άδεια δικαστικών λειτουργών

1. Στον δικαστικό λειτουργό, ύστερα από αίτησή του και εφόσον το επιτρέπουν οι ανάγκες της υπηρεσίας, είναι δυνατό να χορηγηθεί άδεια α) μέχρι έναν (1) μήνα, αν έχει δημόσια υπηρεσία τουλάχιστον ενός (1) έτους, και β) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες, αν έχει δημόσια υπηρεσία τουλάχιστον δύο (2) μηνών. Η άδεια αυτή χορηγείται, ολόκληρη ή τμηματικά, κάθε ημερολογιακό έτος.
2. Δεν έχει δικαίωμα κανονικής άδειας, πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στη νέα του θέση, ο δικαστικός λειτουργός στον οποίο έχει κοινοποιηθεί πράξη μετάθεσης ή προαγωγής ή εκείνος που βρίσκεται υπό υπηρεσιακή μετακίνηση.
3. Από τον χρόνο της κανονικής άδειας αφαιρείται ο χρόνος αδικαιολόγητης απουσίας μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος, που βεβαιώνεται με πράξη του προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
4. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον το επιτρέπουν οι ανάγκες της υπηρεσίας, είναι δυνατό να χορηγηθεί στον δικαστικό λειτουργό, ύστερα από αίτησή του, κανονική άδεια χωρίς αποδοχές μέχρι έναν (1) μήνα κάθε ημερολογιακό έτος πέρα από την άδεια που προβλέπεται στην παρ. 1.
5. Κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων δεν χορηγείται κανονική άδεια στον δικαστικό λειτουργό . Επίσης δεν χορηγείται τέτοια άδεια τριάντα (30) ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου των θερινών τμημάτων και τριάντα (30) ημέρες μετά τη λήξη τους, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.
6. Η κανονική άδεια χορηγείται με απόφαση του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ύστερα από αίτηση του δικαστικού λειτουργού. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν πρόκειται για δικαστή που υπηρετεί σε μονομελές πρωτοδικείο, η άδεια χορηγείται με απόφαση του δικαστή που διευθύνει το πολυμελές πρωτοδικείο. Στους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες η άδεια χορηγείται: α) από τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου για το Ειρηνοδικείο Αθηνών, β) από τον διευθύνοντα το δικαστήριο, αν υπηρετούν πέντε (5) τουλάχιστον ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες σ’ αυτό, και γ) από τον πρόεδρο του οικείου πρωτοδικείου στις λοιπές περιπτώσεις.
7. Η κανονική άδεια ανακοινώνεται στον δικαστικό λειτουργό με επίδοση του σχετικού εγγράφου, το αργότερο μέσα σε έναν (1) μήνα από την έγκρισή της.
8. Αυτός που έλαβε κανονική άδεια είναι υποχρεωμένος να κάνει χρήση της μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ανακοίνωση της παρ. 7, εκτός αν στο έγγραφο της άδειας ορίζεται ρητά η ημέρα έναρξής της. Αν δεν κάνει χρήση της άδειας μέσα στην προθεσμία αυτή, η άδεια ακυρώνεται αυτοδικαίως.
9. Ο διευθύνων το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι δυνατό να αναβάλει την έναρξη της άδειας το πολύ επί δέκα (10) ημέρες, αν συντρέχει περίπτωση εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης ή ύστερα από αίτηση του δικαστικού λειτουργού.
10. Για την έναρξη, τη λήξη ή την τυχόν διακοπή της άδειας συντάσσονται εκθέσεις ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας. Αντίγραφα των εκθέσεων αυτών αποστέλλονται χωρίς καθυστέρηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
11. Η κανονική άδεια είναι δυνατό να ανακληθεί από εκείνον που τη χορήγησε, πριν από τη λήξη της, εφόσον συντρέχει περίπτωση εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης.
12. Δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση κανονικής αδείας, εφόσον, κατά την κρίση του οικείου προϊσταμένου, υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων ή βουλευμάτων σε επείγουσες υποθέσεις, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικά σοβαροί λόγοι υγείας.
13. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να ζητήσει από τον αρμόδιο προϊστάμενο την ανάκληση της κανονικής άδειας δικαστικού λειτουργού λόγω εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης.
14. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να ζητήσει από τον αρμόδιο προϊστάμενο να απαγορεύσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τη χορήγηση κανονικών αδειών δικαστικών λειτουργών για ορισμένο χρονικό διάστημα.
15. Αν ο δικαστικός λειτουργός υπερβεί αδικαιολόγητα την άδεια που του χορηγήθηκε, στερείται τις αποδοχές του για τις αντίστοιχες ημέρες, ανεξάρτητα από την πειθαρχική του ευθύνη.

Άρθρο 53
Άδειες κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου δικαστικών λειτουργών

1. Στη δικαστική λειτουργό που κυοφορεί χορηγείται άδεια μητρότητας δύο (2) μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26).
2. Στον γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, ύστερα από αίτησή του, με απόφαση του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου, που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του προέδρου του οικείου πρωτοδικείου για τα δικαστήρια στα οποία υπηρετούν μέχρι τέσσερις ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες, η οποία κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή τέκνου. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης, η παραπάνω άδεια των εννέα (9) μηνών για ανατροφή τέκνου με αποδοχές προσαυξάνεται, κατά έξι (6) μήνες για κάθε τέκνο πέραν του ενός. Η ημερομηνία έναρξης της άδειας προσδιορίζεται, όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από μητέρα δικαστική λειτουργό, το συντομότερο δυνατόν, οπωσδήποτε όμως μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας μητρότητας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός. Η αίτηση για τη χορήγηση της παραπάνω άδειας σε πατέρα δικαστικό λειτουργό, για την ανατροφή του τέκνου του, υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν, δηλαδή μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας που έχει χορηγηθεί στην εργαζομένη μητέρα του παιδιού του. Αν η σύζυγος ή το πρόσωπο, με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ο δικαστικός λειτουργός δεν έχει λάβει άδεια μητρότητας, η αίτηση υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κατά την οποία έληγε η άδεια μητρότητας, την οποία, με βάση τον χρόνο τοκετού, θα ελάμβανε μητέρα δικαστική λειτουργός.
3. Αν και οι δύο γονείς είναι δικαστικοί λειτουργοί, με κοινή τους δήλωση που κατατίθεται στις υπηρεσίες τους καθορίζουν ποιος από τους δύο κάνει χρήση άδειας ανατροφής τέκνου.
4. Αν ο σύζυγος δικαστικού λειτουργού ή το πρόσωπο που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης μ’ αυτόν εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και δικαιούται άδεια ανατροφής τέκνου μετά ή άνευ αποδοχών αντίστοιχη της παρ. 2, ο δικαστικός λειτουργός δικαιούται να κάνει χρήση της άδειας ανατροφής τέκνου κατά το μέρος που ο σύζυγος αυτού ή το πρόσωπο που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης μ’ αυτόν δεν κάνει χρήση των δικών του δικαιωμάτων ή κατά το μέρος που αυτά υπολείπονται της άδειας ανατροφής τέκνου.
5. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης των γονέων του, την παραπάνω άδεια ανατροφής τέκνου δικαιούται ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια του τέκνου.

Άρθρο 54
Αναρρωτική άδεια – Περίθαλψη δικαστικών λειτουργών

1. Στους δικαστικούς λειτουργούς που ασθενούν ή έχουν ανάγκη ανάρρωσης χορηγείται από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή τον πρόεδρο του οικείου πρωτοδικείου, για τα δικαστήρια στα οποία υπηρετούν μέχρι τέσσερις (4) ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες, αναρρωτική άδεια με πλήρεις αποδοχές. Η σχετική απόφαση κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
2. Για τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία, τον τρόπο χορήγησης και τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας, καθώς και για τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους. Εάν η αναρρωτική άδεια ή η απουσία λόγω ασθενείας εκτείνεται σε δύο διαδοχικές δικασίμους, ο δικαστικός λειτουργός παραπέμπεται υποχρεωτικά για εξέταση στην οικεία υγειονομική επιτροπή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανίατων ασθενειών, η άδεια μπορεί να παρατείνεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απολύτως απαραίτητο.

Άρθρο 55
Εκπαιδευτικές άδειες δικαστικών λειτουργών στην αλλοδαπή και την ημεδαπή

1. Επιτρέπεται η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απουσίας στην αλλοδαπή:
α) στους εισηγητές και παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
β) στους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων από τον βαθμό του ειρηνοδίκη, του πρωτοδίκη και του αντεισαγγελέα πρωτοδικών μέχρι του εφέτη και του αντεισαγγελέα εφετών,
γ) στους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από τον βαθμό του πρωτοδίκη μέχρι του εφέτη.
Εκπαιδευτική άδεια δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (55ου) έτους της ηλικίας. Για να χορηγηθεί εκπαιδευτική άδεια απαιτείται ο δικαστικός λειτουργός να έχει πολύ καλή γνώση της γλώσσας της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβεί για εκπαίδευση και να έχει γίνει δεκτός σε αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε πανεπιστήμιο της αλλοδαπής, είτε ως πλήρους φοίτησης είτε ως ακαδημαϊκός επισκέπτης.
2. Ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών που αποστέλλονται στην αλλοδαπή με εκπαιδευτική άδεια κάθε εκπαιδευτικό έτος ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, και δεν μπορεί να είναι μικρότερος από δύο (2) για το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τις εισαγγελίες, τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και το Ελεγκτικό Συνέδριο (σύνολο δέκα).
3. Οι άδειες χορηγούνται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης το αργότερο έως το τέλος Μαρτίου του έτους έναρξης της άδειας, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου δικαστικού λειτουργού και απόφαση του αρμόδιου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης και μόνο μέχρι τον αριθμό των αναφερόμενων σε αυτό θέσεων. Στην αίτηση πρέπει να προσδιορίζονται τα θέματα με τα οποία πρόκειται να ασχοληθεί ο δικαστικός λειτουργός και να επισυνάπτονται τα σχετικά δικαιολογητικά.
4. Η εκπαιδευτική άδεια χορηγείται για ένα (1) έτος και είναι δυνατόν να παραταθεί, με την ίδια διαδικασία, για ένα (1) ακόμη έτος, αν υπάρχει σπουδαίος λόγος και εφόσον ο δικαστικός λειτουργός καταθέτει βεβαίωση του πανεπιστημίου ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή και ότι μπορεί ακόμη, εξαιρουμένης της περίπτωσης των ακαδημαϊκών επισκεπτών, να ολοκληρώσει το πρόγραμμα των μεταπτυχιακών του σπουδών με τη λήψη του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης. Στην περίπτωση αδικαιολόγητης υπέρβασης της εκπαιδευτικής άδειας εφαρμόζεται η παρ. 15 του άρθρου 52.
5. Ο δικαστικός λειτουργός που έλαβε εκπαιδευτική άδεια οφείλει να αναφέρει με δήλωσή του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης την ημερομηνία αναχώρησης και εγκατάστασής του στην αλλοδαπή, την έναρξη της εκπαίδευσής του, καθώς και τον τόπο και τη διεύθυνση της διαμονής του. Στο τέλος κάθε εξαμήνου, οφείλει να υποβάλει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου λεπτομερή έκθεση για τη συντελεσθείσα εργασία και για την πορεία της εκπαίδευσής του, με τα αποδεικτικά των σπουδών του. Προκειμένου περί ακαδημαϊκών επισκεπτών η έκθεση υποβάλλεται ανά τρίμηνο, μαζί με βεβαιώσεις παρακολούθησης από τα αρμόδια όργανα του πανεπιστημίου. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής είναι δυνατόν να επιφέρει την ανάκληση του υπολοίπου της εκπαιδευτικής άδειας, με απόφαση του αρμόδιου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, και συνεπάγεται την πειθαρχική ευθύνη του δικαστικού λειτουργού.
6. Στον δικαστικό λειτουργό που μεταβαίνει στην αλλοδαπή με εκπαιδευτική άδεια παρέχεται επιπλέον το πενήντα τοις εκατό (50%) των συνολικών αποδοχών της οργανικής του θέσης, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής.
7. Η εκπαιδευτική άδεια διακόπτεται ύστερα από απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιβάλλουν ή αν ο δικαστικός λειτουργός υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα.
8. Οι δικαστικοί λειτουργοί που έλαβαν εκπαιδευτική άδεια είναι υποχρεωμένοι, μετά την επιστροφή τους, να υπηρετήσουν επί χρόνο τετραπλάσιο του χρόνου της άδειάς τους.
9. Σε περίπτωση κατά την οποία οι δικαστικοί λειτουργοί δεν τηρήσουν τις υποχρεώσεις των παρ. 5 και 8, οφείλουν να επιστρέψουν στο Δημόσιο, μέσα σε έξι (6) μήνες, τις επιπλέον αποδοχές που έλαβαν κατά τον χρόνο της άδειας, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής, με τον νόμιμο τόκο από τη λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90).
10. Εκπαιδευτική άδεια απουσίας στην ημεδαπή μπορεί να χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς που αναφέρονται στην παρ. 1 είτε για την παρακολούθηση μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών, ετήσιας διάρκειας, στις σχολές νομικών, πολιτικών και οικονομικών επιστημών είτε για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, ο δικαστικός λειτουργός έχει ολοκληρώσει δύο (2) ακαδημαϊκά έτη και έχει υποβάλει προς τον/τους επιβλέποντα/ες ολοκληρωμένο και λεπτομερή πίνακα περιεχομένων της διατριβής, σύμφωνα με βεβαίωση της τριμελούς εισηγητικής επιτροπής, όπου αναφέρεται και ο εκτιμώμενος χρόνος για την ολοκλήρωσή της. Η εκπαιδευτική άδεια χορηγείται υπό τις προϋποθέσεις των παρ. 1 έως και 9, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Στον δικαστικό λειτουργό δεν χορηγούνται άλλες αποδοχές ή παντός είδους επιμίσθιο ή έξοδα.

Άρθρο 56
Συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε προγράμματα κατάρτισης διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών δικαστικής εκπαίδευσης

1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ύστερα από πρόταση του προέδρου του οικείου ανώτατου δικαστηρίου του κλάδου στον οποίο ανήκει ο δικαστικός λειτουργός ή, αν πρόκειται για μέλη της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του οικείου Γενικού Επιτρόπου, μπορεί να επιτρέπει την αποστολή στην αλλοδαπή δικαστικών λειτουργών όλων των βαθμών, ανεξαρτήτως ηλικίας, για συμμετοχή σε συνέδρια ή παρακολούθηση βραχυχρόνιων σεμιναρίων ή της οργάνωσης και λειτουργίας ξένων δικαστηρίων. Η απουσία του δικαστικού λειτουργού από τα καθήκοντα του δεν μπορεί να υπερβεί τον έναν (1) μήνα. Κατά λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 48 του ν. 4871/2021 (Α΄246).
2. Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι), ως μέλος διεθνών δικτύων και οργανισμών, κοινοποιεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς και στα δικαστήρια τα προγράμματα επιμόρφωσης που οργανώνουν, με δική τους χρηματοδότηση, τα εν λόγω δίκτυα ή οργανισμοί, προκειμένου να εκδηλώσουν ενδιαφέρον οι δικαστικοί λειτουργοί της παρ. 1 του άρθρου 55. Οι σχετικές αιτήσεις υποβάλλονται στα δικαστήρια. Ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία εκτιμά τις υπηρεσιακές ανάγκες, καθώς και τις εκκρεμείς υποχρεώσεις των ενδιαφερόμενων δικαστικών λειτουργών και εν συνεχεία διαβιβάζει τις αιτήσεις που εγκρίνει στην ΕΣΔι. Η ΕΣΔι αποστέλλει αρμοδίως τις σχετικές αιτήσεις στο σύνολό τους. Σε περίπτωση περιορισμένου αριθμού συμμετεχόντων και υποβολής περισσότερων αιτήσεων, η ΕΣΔι προκρίνει αιτιολογημένα ορισμένους εξ αυτών. Τα κριτήρια επιλογής είναι, ιδίως, η πολύ καλή γνώση της ξένης γλώσσας στην οποία διεξάγεται το πρόγραμμα επιμόρφωσης, η αρχαιότητα, μεταξύ ομοιοβάθμων, η συμμετοχή σε προηγούμενο πρόγραμμα, καθώς και ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών που παρακολουθούν ή πρόκειται να παρακολουθήσουν επιμορφωτικά προγράμματα κατά την ίδια χρονική περίοδο. Σε κάθε περίπτωση οι άδειες κατανέμονται αναλόγως μεταξύ όλων των βαθμών. Στον δικαστικό λειτουργό που μεταβαίνει στην αλλοδαπή, στο πλαίσιο των ως άνω χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, δεν χορηγούνται άλλες αποδοχές ή παντός είδους επιμίσθιο ή έξοδα, ενώ εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 5 και 8 του άρθρου 55. Ο δικαστικός λειτουργός που μεταβαίνει στην αλλοδαπή ενημερώνει την ΕΣΔι για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα, υποβάλλοντας σχετική έκθεση μετά την ολοκλήρωσή του. Η ΕΣΔι μπορεί να αναθέσει στον δικαστικό λειτουργό τη μελέτη ζητημάτων, που σχετίζονται με τη δικαστική εκπαίδευση σε σχέση με το αντικείμενο στο οποίο επιμορφώνεται καθώς και την εν γένει εκπροσώπηση της σχολής στις συναντήσεις, που λαμβάνουν χώρα κατά το χρονικό διάστημα της επιμόρφωσης στον τόπο πραγματοποίησής της. Στην περίπτωση μακροχρόνιων προγραμμάτων επιμόρφωσης απαιτείται προηγούμενη άδεια, η ισχύς της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος και η οποία χορηγείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου δικαστικού λειτουργού και απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου.
3. Η ΕΣΔι κοινοποιεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς και στα δικαστήρια προγράμματα επιμόρφωσης που οργανώνουν, με δική τους χρηματοδότηση, διεθνείς, ευρωπαϊκοί ή εθνικοί φορείς άλλων κρατών, προκειμένου να εκδηλώσουν ενδιαφέρον οι αναφερόμενοι στην παρ. 1 του άρθρου 55 δικαστικοί λειτουργοί.
4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται το αργότερο έως την 30ή Ιουνίου κάθε έτους, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου δικαστικού λειτουργού και απόφαση του αρμόδιου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, μπορεί να χορηγείται ειδική άδεια απουσίας έως πέντε (5) μηνών στην αλλοδαπή σε: α) δύο (2) κατ’ έτος παρέδρους και εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) δύο (2) κατ’ έτος παρέδρους και εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γ) τρεις (3) κατ’ έτος δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων από τον βαθμό του πρωτοδίκη μέχρι και του εφέτη και δ) τρεις (3) κατ’ έτος δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από τον βαθμό του πρωτοδίκη μέχρι και του εφέτη, προκειμένου να ασκηθούν για επιμορφωτικούς λόγους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε εθνικά αλλοδαπά δικαστήρια. Οι παρ. 5 και 6 του άρθρου 55 εφαρμόζονται αναλόγως, οι δε επιπλέον των τακτικών αποδοχές καταβάλλονται μειωμένες κατά το ποσό της αμοιβής που οι ανωτέρω δικαστικοί λειτουργοί λαμβάνουν από τα ευρωπαϊκά και αλλοδαπά εθνικά δικαστήρια για τη συμμετοχή τους στο ανωτέρω πρόγραμμα. Οι ανωτέρω δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να γνωρίζουν άριστα μία (1) εκ των επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορούν να ζητήσουν από τους ανωτέρω δικαστικούς λειτουργούς να συντάξουν έκθεση για τα προγράμματα που παρακολούθησαν και να τα παρουσιάσουν στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να χορηγείται άδεια σε δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέχρι έξι (6) ετησίως, οι οποίοι γνωρίζουν καλά μια (1) από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να επιμορφωθούν στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Κατά τη διάρκεια της άδειας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους πέντε (5) μήνες, καταβάλλονται στους επιμορφουμένους οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές της οργανικής τους θέσης.
6. Οι δικαστικοί λειτουργοί μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους ενημερώνουν την ΕΣΔι, προκειμένου η σχολή να αξιοποιήσει, κατά τον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων της, την επιστημονική και επαγγελματική εμπειρία που απέκτησαν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΑΤΟΜΙΚΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΚΑΙ ΜΗΤΡΩΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Άρθρο 57
Ατομικοί φάκελοι δικαστικών λειτουργών

1. Για κάθε δικαστικό λειτουργό τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ατομικός φάκελος, στον οποίο περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται στον διορισμό και στην προσωπική και υπηρεσιακή του κατάσταση, οι εκθέσεις των επιθεωρητών, οι πειθαρχικές και ποινικές διώξεις και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν επ’ αυτών.
2. Με τα στοιχεία της παρ. 1 τηρούνται, επίσης, ατομικοί φάκελοι:
α) στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης, για τους δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
β) στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, για τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών,
γ) στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τους δικαστικούς λειτουργούς του και για τους δικαστικούς λειτουργούς της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και
δ) στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τους δικαστικούς λειτουργούς της Γενικής Επιτροπείας και των δικαστηρίων αυτών.
3. Έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση του ατομικού φακέλου δικαστικού λειτουργού:
α) ο Υπουργός Δικαιοσύνης,
β) τα μέλη του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου,
γ) τα μέλη του οικείου πειθαρχικού συμβουλίου ή πειθαρχικού δικαστηρίου,
δ) οι επιθεωρητές και τα οικεία συμβούλια επιθεώρησης,
ε) τα μέλη της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για τους δικαστικούς λειτουργούς των δικαστηρίων αυτών και
στ) ο ίδιος ο δικαστικός λειτουργός, ο οποίος έχει δικαίωμα λήψης αντιγράφων.
Ανακοίνωση στοιχείων του ατομικού φακέλου δικαστικού λειτουργού σε άλλα, πλην των ανωτέρω ειδικώς αναφερομένων, πρόσωπα απαγορεύεται.
4. Οι λεπτομέρειες τήρησης των ατομικών φακέλων, που μπορεί να είναι σε ηλεκτρονική μορφή, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

5. Ειδικά στους ατομικούς φακέλους των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου περιλαμβάνονται ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με την υπηρεσιακή τους απόδοση, καθώς και με τα πρόσθετα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί, τα οποία συγκεντρώνουν τα οικεία αρμόδια τμήματα της γραμματείας των ανωτάτων δικαστηρίων.

Άρθρο 58
Μητρώο δικαστικών λειτουργών

1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τηρείται μητρώο των δικαστικών λειτουργών.
2. Στο μητρώο αυτό, σε ξεχωριστό φύλλο για κάθε δικαστικό λειτουργό, αναγράφονται η οικογενειακή του κατάσταση, τα προσόντα του, τα στοιχεία του διορισμού του, οι μεταβολές της υπηρεσιακής του κατάστασης, οι ηθικές αμοιβές, οι πειθαρχικές ποινές και κάθε άλλο στοιχείο που αφορά στην υπηρεσιακή του δραστηριότητα.
3. Οι λεπτομέρειες του τύπου του μητρώου, που μπορεί να τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή, καθορίζονται με την απόφαση της παρ. 4 του άρθρου 57.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ

Άρθρο 59
Τοποθετήσεις – Προαγωγές δικαστικών λειτουργών

1. Οι τοποθετήσεις των διοριζόμενων ή προαγόμενων δικαστικών λειτουργών, οι μεταθέσεις, μετατάξεις και αποσπάσεις τους ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Έως την επίδοση του σχετικού με την υπηρεσιακή μεταβολή εγγράφου οι δικαστικοί λειτουργοί εγκύρως ασκούν τα καθήκοντα της θέσης και του βαθμού που κατέχουν.
2. Οι προαγωγές των δικαστικών λειτουργών μέχρι τον βαθμό του συμβούλου της Επικρατείας, του αρεοπαγίτη και του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Επιτρόπου και του αντεπιτρόπου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και ο διορισμός σε θέση αντεπιτρόπου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και αντεπιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Η απόφαση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου προκαλείται με ερώτημα του Υπουργού το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την κένωση ή την κατανομή νέων θέσεων στα οικεία δικαστήρια ή εισαγγελίες ή, προκειμένου περί ειρηνοδικών, από τη συμπλήρωση των απαιτουμένων ετών υπηρεσίας, και η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού ανατρέχει στον χρόνο κατανομής ή κένωσης της θέσης, ή προκειμένου ειδικά για προαγωγή ειρηνοδικών, στον χρόνο συμπλήρωσης των απαιτούμενων ετών υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 90. Ειδικά για την πλήρωση των κενών που προβλέπεται ότι προκύπτουν στις 30 Ιουνίου κάθε έτους το ερώτημα αποστέλλεται το αργότερο εντός του Απριλίου.
3. Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου, του Εισαγγελέα και των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και των αντιπροέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, επιλέγει τους προακτέους μεταξύ εκείνων που έχουν τα νόμιμα προσόντα κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 74, την παρ. 7 του άρθρου 75, τις παρ. 7 και 8 του άρθρου 83, την παρ. 7 του άρθρου 84 και τις παρ. 10, 11 και 12 του άρθρου 89. Για τις προαγωγές στις θέσεις των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου η επιλογή γίνεται μεταξύ των δέκα (10) αρχαιοτέρων από τους δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν τα τυπικά προσόντα, όταν η προς πλήρωση θέση είναι μία (1). Για κάθε μία επιπλέον θέση, ο αριθμός των υποψηφίων προς επιλογή αυξάνεται κατά τέσσερις (4). Για την πλήρωση των θέσεων, οι οποίες κενώνονται στις 30 Ιουνίου κάθε έτους, ο Υπουργός κινεί τις διαδικασίες που ορίζονται στην παρούσα το αργότερο ως το τέλος Απριλίου. Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο κενωθεί κάποια από τις παραπάνω θέσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, η διαδικασία κινείται μέσα σε δύο (2) μήνες από την κένωση της θέσης. Οι ανωτέρω προαγωγές ανατρέχουν στον χρόνο κένωσης της θέσης.
4. Για την προαγωγή δικαστικού λειτουργού σε ανώτερο βαθμό απαιτούνται:
α) Η ύπαρξη κενής θέσης ανώτερου βαθμού, εφόσον οι θέσεις είναι οργανικά διακεκριμένες.
β) Η συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό. Στον χρόνο αυτόν δεν υπολογίζεται ο χρόνος διαθεσιμότητας, προσωρινής παύσης, αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα λόγω της οποίας επιβλήθηκε τελεσίδικα πειθαρχική ποινή και ο χρόνος αργίας.
γ) Η συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων που απαιτούνται για τον ανώτερο βαθμό.
5. Η προαγωγή στους βαθμούς του συμβούλου της Επικρατείας, του αρεοπαγίτη, του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Επιτρόπου και αντεπιτρόπου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, του Επιτρόπου και αντεπιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του προέδρου και εισαγγελέα εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και του προέδρου εφετών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή και προϋποθέτει την ύπαρξη εξαιρετικών ουσιαστικών προσόντων στο πρόσωπο των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών που έχουν τα τυπικά προσόντα. Ως ουσιαστικά προσόντα αξιολογούνται ιδίως, το ήθος, το σθένος, η κρίση και αντίληψη, η ποσοτική και ποιοτική απόδοση, η ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρεια των υποθέσεων, η επιστημονική κατάρτιση και η κοινωνική παράσταση.
6. Κατ’ απόλυτη εκλογή κρίνονται και οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στην παρ. 5, οι οποίοι συγκεντρώνουν σε ιδιαίτερα ικανό βαθμό τα απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα και μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού.
7. Για την εκτίμηση των ουσιαστικών προσόντων των κρινόμενων λαμβάνονται υπόψη οι εκθέσεις επιθεώρησης, οι ατομικοί φάκελοι, τα στατιστικά στοιχεία της απόδοσής τους και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο.
8. Οι αποφάσεις του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και της οικείας ολομέλειας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι πλήρως αιτιολογημένες. Τα μέλη τους μπορούν να στηρίζουν αιτιολογημένα την κρίση τους και στην προσωπική τους αντίληψη ως προς την ικανότητα των κρινόμενων για την απονομή της δικαιοσύνης και τα εν γένει προσόντα τους.
9. Δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό δικαστής, ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων που εκδίδει, καθώς και εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα την επεξεργασία των δικογραφιών που του ανατίθενται, εκτός αν το οικείο συμβούλιο αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους της κατά παρέκκλιση προαγωγής.
Αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση όταν: α) οι αποφάσεις δεν δημοσιεύονται μέσα σε διάστημα οκτώ (8) μηνών από τη συζήτηση ή μέσα στις ειδικότερες προθεσμίες που ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ή οι οικείες ειδικές διατάξεις για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, β) προκειμένου για υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν οι αποφάσεις δεν εκδίδονται μέσα σε ένα (1) μήνα, γ) προκειμένου για θεωρήσεις, όταν αυτές γίνονται πέρα από δεκαπέντε (15) ημέρες, δ) προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς, όταν η επεξεργασία και η επιστροφή των δικογραφιών καθυστερεί πέρα από τέσσερις (4) μήνες.
10. Μη προακτέος κρίνεται ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά σε οποιαδήποτε ποινή για καθυστέρηση στην εν γένει εκτέλεση των καθηκόντων του, τουλάχιστον δύο (2) φορές την τελευταία δεκαετία.

Άρθρο 60
Μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών

1. Τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια για τις προαγωγές και μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών συνεδριάζουν κατά το χρονικό διάστημα από τις 10 Μαΐου έως τις 10 Ιουνίου. Οι προαγόμενοι και μετατιθέμενοι δικαστικοί λειτουργοί είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν στις θέσεις τους έως τις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, εκτός αν υπηρεσιακές ανάγκες επιβάλλουν να εμφανιστούν νωρίτερα. Κατ’ εξαίρεση, για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, το οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο συνεδριάζει για προαγωγές και μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών και κατά τους μήνες Οκτώβριο και Ιανουάριο. Οι δικαστικοί λειτουργοί που προάγονται και μετατίθενται κατά το προηγούμενο εδάφιο είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν στις θέσεις τους εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος περί προαγωγής ή μετάθεσης. Αν εμφανισθεί απρόβλεπτη υπηρεσιακή ανάγκη ή σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, επιτρέπεται απόσπαση δικαστικού λειτουργού, σύμφωνα με το άρθρο 61.
2. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού δεν επιτρέπεται πριν από τη συμπλήρωση υπηρεσίας ενός (1) δικαστικού έτους στον τόπο όπου τοποθετήθηκε, λόγω διορισμού. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται μετάθεση και πριν την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, για υπηρεσιακούς ή σοβαρούς προσωπικούς λόγους, οι οποίοι βεβαιώνονται ειδικά στην απόφαση ή εάν υποβληθούν αιτήσεις αμοιβαίας μετάθεσης ή εάν υπάρχει κώλυμα εντοπιότητας. Οι αμοιβαίες μεταθέσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους υλοποιούνται μετά τη λήξη αυτού.
3. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού μπορεί να γίνει είτε ύστερα από αίτηση αυτού είτε αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να αντιμετωπισθεί υπηρεσιακή ανάγκη, η οποία πρέπει να εκτίθεται αναλυτικά στην απόφαση. Απαγορεύεται η μετάθεση που έχει σχέση με την άσκηση των δικαιοδοτικών και εν γένει υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού.
4. Η μετάθεση είναι υποχρεωτική αν ο δικαστικός λειτουργός: α) υπέπεσε σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, β) εμφανίζει αδικαιολόγητη και σοβαρή, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
5. Δικαστικός λειτουργός σύζυγος δικαστικού λειτουργού μετατίθεται ύστερα από αίτηση του στην περιφέρεια που υπηρετεί ο άλλος σύζυγος, εφόσον δεν υπάρχει κώλυμα συνυπηρέτησης. Δημόσιος υπάλληλος και υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου σύζυγος δικαστικού λειτουργού μπορεί να μετατίθεται ύστερα από αίτηση του στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγος του, εφόσον υπάρχει κενή θέση σε αντίστοιχη υπηρεσία.

Άρθρο 61
Αποσπάσεις δικαστικών λειτουργών

1. Επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικών λειτουργών, αν υπάρχει υπηρεσιακή ανάγκη. Η διάρκεια της απόσπασης δεν είναι δυνατό να υπερβεί το ένα (1) έτος.
2. Η διαπίστωση της υπηρεσιακής ανάγκης γίνεται με αιτιολογημένη έκθεση:
α) του Προέδρου του Αρείου Πάγου, προκειμένου για δικαστές των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,
β) του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς.
γ) του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προκειμένου για τακτικούς διοικητικούς δικαστικούς λειτουργούς,
δ) του προέδρου πρωτοδικών, προκειμένου για ειρηνοδίκες.
Στην έκθεση περιλαμβάνεται και πρόταση για το δικαστήριο ή την εισαγγελία από την οποία είναι δυνατό να αποσπαστεί ο δικαστικός λειτουργός.
3. Χωρίς να αναστέλλεται η εκτέλεση της σχετικής απόφασης ο αποσπώμενος μπορεί να ζητήσει για σπουδαίο λόγο την ανάκληση της απόσπασης.
4. Νέα απόσπαση του ίδιου δικαστικού λειτουργού δεν επιτρέπεται πριν περάσουν τρία (3) χρόνια από την πρώτη, ανεξάρτητα από το βαθμό που είχε όταν αποσπάστηκε.
5. Μετά τη λήξη ή την ανάκληση της απόσπασης ο δικαστικός λειτουργός επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση.
6. Δικαστικοί λειτουργοί με βαθμό: προέδρου πρωτοδικών και εφέτη των πολιτικών και ποινικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας αυτού, εισαγγελέα πρωτοδικών και αντεισαγγελέα εφετών και ανωτέρων, καθώς και δικαστικοί λειτουργοί της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι δυνατόν να αποσπαστούν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου.
Η απόσπαση αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομοπαρασκευαστικών έργων, καθώς και καθηκόντων σχετικών με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, και διαρκεί για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, με δυνατότητα ισόχρονης παράτασης μέχρι τη συμπλήρωση τριετίας.
7. Τα έξοδα του δικαστικού λειτουργού για την εγκατάσταση και τις μετακινήσεις του στο δικαστήριο ή στην εισαγγελία που αποσπάται, καθώς και στις περιπτώσεις μετάβασής του σε μεταβατικές έδρες ή για επιθεωρήσεις στα δικαστήρια, καταβάλλονται από το Δημόσιο τον επόμενο μήνα της πραγματοποίησής τους.

8. Δικαστικοί λειτουργοί, γονείς ανήλικου τέκνου, των οποίων οι σύζυγοι έχουν μετατεθεί σε κενή οργανική θέση και υπηρετούν ως μόνιμοι υπάλληλοι στον διπλωματικό κλάδο ή εξομοιούμενο με αυτόν, του Υπουργείου Εξωτερικών, σε αρχή της Εξωτερικής Υπηρεσίας, επιτρέπεται να αποσπώνται στην ίδια πόλη με την αρχή όπου υπηρετεί ο ή η σύζυγός τους ή το πρόσωπο με το οποίο έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, είτε στην ίδια την αρχή είτε σε άλλη αρχή, και για όσο διάστημα διαρκεί η τοποθέτησή του ή της συζύγου τους ή του προσώπου με το οποίο έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και ιδίως στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή σε όργανα, σε οργανισμούς, μονάδες και επιτροπές της Ε.Ε., του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και οποιουδήποτε άλλου διεθνούς οργανισμού. Η απόσπαση πραγματοποιείται με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων των Υπουργείων Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Οι αποσπώμενοι δικαστικοί λειτουργοί λαμβάνουν, αποκλειστικά, τις αποδοχές εσωτερικού, οι οποίες καταβάλλονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και δεν δικαιούνται επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Η απόσπαση γίνεται αποκλειστικά για εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας σε αντικείμενα συναφή με τη δικαστική ιδιότητα.

Άρθρο 62
Διορισμός δικαστικών λειτουργών σε ευρωπαϊκά και διεθνή δικαστήρια – Ανάθεση καθηκόντων εκπροσώπησης της χώρας σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς

1. Στους δικαστικούς λειτουργούς που επιλέγονται και διορίζονται σε θέση δικαστή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), στο Γενικό Δικαστήριο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) ή ως μέλη άλλων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, σε θέση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, χορηγείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, ειδική άδεια χωρίς αποδοχές, για χρονικό διάστημα ίσο με τη διάρκεια της θητείας τους. Η άδεια αυτή μπορεί να παραταθεί για μία (1) ακόμη θητεία. Ο χρόνος της άδειας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας σε κάθε περίπτωση. Κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής, ο δικαστικός λειτουργός α) διατηρείται στην υπηρεσία ως υπεράριθμος, β) η θέση του θεωρείται κενή και συμπληρώνεται, γ) υποχρεούται να καταβάλει όλες τις κρατήσεις και τις εισφορές για τα ασφαλιστικά ταμεία με βάση τις αποδοχές που αντιστοιχούν κάθε φορά στον βαθμό της οργανικής του θέσης, σύμφωνα με το άρθρο 141 του ν. 4808/2021 (Α΄ 101).
2. Στους δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται, ενώ διατηρούν την κύρια θέση τους, να επιλέγονται και να καταλαμβάνουν θέση δικαστή μερικής απασχόλησης σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει η Ελληνική Δημοκρατία, μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Στους δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται, ενώ διατηρούν την κύρια θέση τους, να επιλέγονται και να καταλαμβάνουν άμισθη θέση, με μερική απασχόληση, σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς προς άσκηση ειδικών καθηκόντων συναφών προς τη δικαιοσύνη, μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
4. Για τη συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών στις συνεδριάσεις και λοιπές δραστηριότητες των οργανισμών των παρ. 2 και 3 χορηγείται ειδική άδεια απουσίας, η οποία δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να υπερβαίνει τις τριάντα (30), συνολικά, εργάσιμες ημέρες ετησίως, από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τους δικαστικούς λειτουργούς που υπάγονται σ’ αυτές.
5. Στους δικαστικούς λειτουργούς μπορεί, ύστερα από αίτησή τους, να χορηγείται, μετά από απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και σύμφωνη γνώμη του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, ειδική άδεια χωρίς αποδοχές και για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, προκειμένου να αναλάβουν θέση έμμισθη ή άμισθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς ή σε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων διεθνών οργανισμών, για παροχή υπηρεσιών συναφών με την άσκηση δικαστικών καθηκόντων με οποιαδήποτε σχέση. Ο χρόνος της άδειας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας σε κάθε περίπτωση. Κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής, ο δικαστικός λειτουργός α) διατηρείται στην υπηρεσία ως υπεράριθμος, β) η θέση του θεωρείται κενή και συμπληρώνεται, γ) υποχρεούται να καταβάλει όλες τις κρατήσεις και τις εισφορές για τα ασφαλιστικά ταμεία με βάση τις αποδοχές που αντιστοιχούν κάθε φορά στον βαθμό της οργανικής του θέσης σύμφωνα με το άρθρο 141 του ν. 4808/2021.
6. Δικαστικοί λειτουργοί ορίζονται ως εκπρόσωποι της χώρας σε ευρωπαϊκούς ή διεθνείς οργανισμούς με αντικείμενο σχετικό με τη δικαιοσύνη, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από σύμφωνη γνώμη του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τους δικαστικούς λειτουργούς που υπάγονται σ’ αυτές.
7. Οι δικαστικοί λειτουργοί που επιλέγονται από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, προκειμένου να συμμετάσχουν σε επιτροπές ή ομάδες εργασίας των οργανισμών αυτών με αντικείμενο συναφές προς τη δικαιοσύνη, ενημερώνουν τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τους δικαστικούς λειτουργούς που υπάγονται σ’ αυτές, ο οποίος χορηγεί ειδική άδεια για συμμετοχή στις συνεδριάσεις των ως άνω οργάνων, την οποία κοινοποιεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Η ειδική άδεια για συμμετοχή στα ως άνω όργανα δεν μπορεί να υπερβαίνει, συνολικά, τις δέκα (10) εργάσιμες ημέρες ετησίως.
8. Δικαστικοί λειτουργοί μπορεί να αποσπώνται και να αναλαμβάνουν καθήκοντα στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες ή σε άλλα όργανα, οργανισμούς, μονάδες και επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και οποιουδήποτε άλλου διεθνούς οργανισμού, με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων των Υπουργείων Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου. Η απόσπαση γίνεται για εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας σε αντικείμενα συναφή με τη δικαστική ιδιότητα για χρόνο, που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο χρόνος απόσπασης δύναται να παραταθεί με τις ίδιες προϋποθέσεις για τρία (3) ακόμα έτη.

Άρθρο 63
Εμφάνιση δικαστικών λειτουργών

1. Κάθε προαγόμενος, μετατιθέμενος, αποσπώμενος ή επανερχόμενος δικαστικός λειτουργός οφείλει, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου ή τη λήξη της απόσπασής του, να βρίσκεται στη θέση του. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να συντέμνει την προθεσμία αυτή μέχρι και πέντε (5) ημέρες.
2. Ο δικαστικός λειτουργός που δεν εμφανίζεται στη θέση του αδικαιολόγητα εντός των προθεσμιών της παρ. 1 στερείται τις αποδοχές του, ανεξάρτητα από την πειθαρχική του ευθύνη. Η παρ. 4 του άρθρου 50 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.
3. Η εμφάνιση του δικαστικού λειτουργού στη θέση του βεβαιώνεται με σχετική έκθεση που συντάσσεται ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα. Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή, κατά περίπτωση, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΑ, ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, ΒΑΘΜΟΙ, ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑ

Άρθρο 64
Ισοβιότητα δικαστικών λειτουργών

Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ισόβιοι. Πριν από τον διορισμό τους ως τακτικών δικαστικών λειτουργών διανύουν εκπαιδευτική και δοκιμαστική περίοδο με τις προϋποθέσεις και τους όρους που ορίζονται στις επόμενες διατάξεις.

Άρθρο 65
Αρχαιότητα δικαστικών λειτουργών

1. Η αρχαιότητα των δικαστικών λειτουργών σε κάθε βαθμό της ιεραρχίας καθορίζεται από τη χρονολογία υπογραφής του προεδρικού διατάγματος διορισμού ή προαγωγής τους. Μεταξύ περισσοτέρων, που διορίζονται ή προάγονται με το ίδιο προεδρικό διάταγμα, αρχαιότερος θεωρείται αυτός που προηγείται στο διάταγμα. Στο διάταγμα αυτό τηρείται υποχρεωτικά η σειρά που έχει τεθεί στην περί προαγωγής Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ή της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου ή του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Αν πρόκειται για διορισμό τηρείται υποχρεωτικά η σειρά επιλογής ή επιτυχίας στο διαγωνισμό με την επιφύλαξη του άρθρου 32 του ν. 4871/2021 (Α’ 246).
2. Σε περίπτωση διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ως προς την παράλειψη δικαστικού λειτουργού ή προσφυγής του τελευταίου, αν η ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου αποφανθεί υπέρ της προαγωγής, η απόφασή της θεωρείται σύγχρονη με την απόφαση του συμβουλίου που τον παρέλειψε. Η ολομέλεια αποκαθιστά τον προαγόμενο στη σειρά αρχαιότητάς του.
3. Αν υπάρχουν περισσότερα προεδρικά διατάγματα, με την ίδια ή διαφορετική χρονολογία, λαμβάνεται υπόψη η χρονολογία και η σειρά των σχετικών Πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου ή της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου ή του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου.
4. Κάθε Ιανουάριο συντάσσονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες της σειράς αρχαιότητας όλων των δικαστικών λειτουργών, που υπηρετούν την 1η Ιανουαρίου. Στους πίνακες αυτούς σημειώνεται η χρονολογία υπογραφής των διαταγμάτων του αρχικού διορισμού και της τελευταίας προαγωγής του δικαστικού λειτουργού, καθώς και το έτος γέννησης. Οι πίνακες αυτοί μπορούν να συντάσσονται και σε ηλεκτρονική μορφή.
5. Τους πίνακες της παρ. 4 κυρώνει ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης αποστέλλει μέχρι το τέλος Μαρτίου κάθε έτους αντίτυπα των πινάκων αυτών στους διευθύνοντες τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αντίστοιχα, για να κοινοποιηθούν στους δικαστικούς λειτουργούς. Οι πίνακες αυτοί μπορούν να κοινοποιούνται στους δικαστικούς λειτουργούς και ηλεκτρονικά.
6. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ένσταση κατά των πινάκων αρχαιότητας μέσα σε ένα (1) μήνα αφότου έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους. Η ένσταση ασκείται με κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ο ενιστάμενος, διαβιβάζεται μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο και κοινοποιείται στους θιγομένους από αυτή. Σε περίπτωση αποδοχής της ένστασης, τροποποιείται ο πίνακας με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, που ανακοινώνεται στο οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, στον ενιστάμενο και στους θιγομένους. Κατά της απόφασης του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου χωρεί προσφυγή σε κάθε περίπτωση από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, ενώπιον της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση ή γνώση της απόφασης του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου.

Άρθρο 66
Βαθμοί ιεραρχίας – Αντιστοιχία – Προβάδισμα δικαστικών λειτουργών

1. Οι βαθμοί της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών είναι οι εξής:
α) Του Συμβουλίου της Επικρατείας:
Πρόεδρος, αντιπρόεδρος, σύμβουλος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
β) Των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων:
βα) Πρόεδρος, Εισαγγελέας, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, αρεοπαγίτης, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου,
ββ) πρόεδρος, εισαγγελέας εφετών, εφέτης, αντεισαγγελέας εφετών,
βγ) πρόεδρος, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας,
βδ) ειρηνοδίκης Α’, Β’, Γ’, Δ’ τάξης.
γ) Του Ελεγκτικού Συνεδρίου:
Πρόεδρος, αντιπρόεδρος, σύμβουλος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
δ) Της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο:
Γενικός Επίτροπος, Επίτροπος, αντεπίτροπος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
ε) Της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων:
Γενικός Επίτροπος, επίτροπος, αντεπίτροπος.
στ) Των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων:
Πρόεδρος εφετών, εφέτης, πρόεδρος πρωτοδικών, πρωτοδίκης και πάρεδρος πρωτοδικείου διοικητικών δικαστηρίων.
2. Εξομοιώνονται βαθμολογικά:
α) ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
β) οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
γ) οι σύμβουλοι της Επικρατείας, οι αρεοπαγίτες, οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αντεπίτροποι της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και οι αντεπίτροποι Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
δ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων,
ε) οι πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι εφέτες, οι αντεισαγγελείς εφετών, οι πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και οι εφέτες των διοικητικών δικαστηρίων,
στ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρόεδροι πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων και οι ειρηνοδίκες Α’ τάξης,
ζ) οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πρωτοδίκες, οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων και οι ειρηνοδίκες Β’ τάξης,
η) οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πάρεδροι πρωτοδικείου, οι πάρεδροι εισαγγελείς, οι πάρεδροι πρωτοδικείου των διοικητικών δικαστηρίων και οι ειρηνοδίκες Γ` τάξης.
3. Μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που ανήκουν στην ίδια βαθμίδα εξομοίωσης, προβαδίζει ο αρχαιότερος στον βαθμό με την εξής σειρά:
α) δικαστές, πλην ειρηνοδικών,
β) εισαγγελείς,
γ) επίτροποι,
δ) ειρηνοδίκες.
4. Στις επίσημες τελετές ή εορτές καλούνται, ως εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας:
α) στην Αθήνα, ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας και οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος και ο Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος και ο Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
β) στις πόλεις έδρες εφετείων, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας των εφετών και ο πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων,
γ) στις πόλεις έδρες πρωτοδικείων, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας πρωτοδικών και ο πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων,
δ) στις έδρες ειρηνοδικείων, έξω από την έδρα του πρωτοδικείου, ο ειρηνοδίκης που υπηρετεί εκεί.
5. Οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων εξομοιώνονται μισθολογικά με τους δικαστικούς λειτουργούς, που αναφέρονται στην περ. γ’ της παρ. 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΡΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Άρθρο 67
Θέση δικαστικών λειτουργών σε διαθεσιμότητα

1. Ο δικαστικός λειτουργός που έχει τρία (3) χρόνια τουλάχιστον πραγματική δημόσια υπηρεσία τίθεται, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω νόσου, η οποία είναι δυνατό να θεραπευτεί, παρατείνεται όμως και μετά τον χρόνο της αναρρωτικής άδειας του άρθρου 54.
2. Η θέση σε διαθεσιμότητα και η επάνοδος στην υπηρεσία γίνονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου.
3. Η διαθεσιμότητα λόγω νόσου, κατά τη γνώμη της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, δεν είναι δυνατό να υπερβεί το ένα (1) έτος και, αν η νόσος δεν θεραπεύεται εύκολα, τα δύο (2) έτη. Αρχίζει μόλις λήξει η αναρρωτική άδεια. Μετά την πάροδο του ενός (1) έτους ή των δύο (2) ετών αντιστοίχως, η προβλεπόμενη από τον Υπαλληλικό Κώδικα επιτροπή, στην οποία υποχρεωτικώς συμμετέχουν ένας (1) ψυχολόγος και ένας (1) ψυχίατρος διευθυντής κλινικής κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αποφαίνεται, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, αν ο δικαστικός λειτουργός είναι ή όχι ικανός να επανέλθει αμέσως στα καθήκοντά του. Σε περίπτωση αρνητικής γνωμάτευσης, ο δικαστικός λειτουργός παύεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 72.
4. Ο δικαστικός λειτουργός είναι δυνατό να παραπεμφθεί για εξέταση στην επιτροπή της παρ. 3 και πριν λήξει ο χρόνος της διαθεσιμότητας. Αν η επιτροπή γνωματεύσει ότι δεν είναι ικανός να αναλάβει αμέσως καθήκοντα, η διαθεσιμότητα διατηρείται μέχρι τη λήξη της.
5. Η επιτροπή αυτή είναι δυνατό να εξετάσει και δικαστικό λειτουργό που διαμένει εκτός της έδρας της, μέσω της πλησιέστερης υγειονομικής επιτροπής.
6. Ο δικαστικός λειτουργός που τέθηκε σε διαθεσιμότητα λόγω νόσου λαμβάνει τα τρία τέταρτα (3/4) του συνόλου των αποδοχών του.

Άρθρο 68
Θέση δικαστικών λειτουργών σε αργία
1. Ο δικαστικός λειτουργός που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία με ένταλμα προσωρινής κράτησης, με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε προσωρινά από τις φυλακές, τίθεται αυτοδίκαια σε κατάσταση αργίας. Αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός τέθηκε σε αργία, επανέρχεται αυτοδίκαια στην υπηρεσία. Αν έχουν μεσολαβήσει προαγωγές, κρίνεται και μπορεί να προαχθεί στον ανώτερο βαθμό εάν υπάρχει κενή οργανική θέση, διαφορετικά, προαγόμενος, παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται. Αν αθωωθεί αμετάκλητα από την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, καταλαμβάνει τη σειρά αρχαιότητας που κατείχε στον προηγούμενο βαθμό, διαφορετικά η αρχαιότητα του καθορίζεται με απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου.
2. Ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να τεθεί σε προσωρινή αργία, αν ασκήθηκε εναντίον του:
α) ποινική δίωξη για έγκλημα που αποτελεί κώλυμα διορισμού σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος, με εξαίρεση τα εγκλήματα της ψευδούς κατάθεσης (άρθρο 224 Ποινικού Κώδικα, Π.Κ., ν. 4619/2019, Α’ 95), της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.), της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 Π. Κ.) και της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής,
β) πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.
3. Η θέση σε προσωρινή αργία γίνεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μετά από πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου. Μετά από την πάροδο έξι (6) μηνών από τη θέση σε προσωρινή αργία, το ίδιο συμβούλιο υποχρεούται να αποφανθεί αιτιολογημένα για τη συνέχιση ή μη της αργίας. Η προσωρινή αργία αίρεται αυτοδίκαια μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την έκδοση του προεδρικού διατάγματος περί θέσεως του δικαστικού λειτουργού σε αργία, εφόσον δεν έχει εκδοθεί παραπεμπτικό βούλευμα ή καταδικαστική απόφαση και εφαρμόζονται αναλόγως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1. Το μέτρο μπορεί να ληφθεί εκ νέου στην περίπτωση της υποβολής αίτησης επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας κατά το άρθρο 123 ή της, μετά την άρση της προσωρινής αργίας, έκδοσης παραπεμπτικού βουλεύματος ή καταδικαστικής απόφασης.
4. Για τον δικαστικό λειτουργό που τελεί σε κατάσταση αργίας ή προσωρινής αργίας, αναβάλλεται η κρίση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου περί προαγωγής μέχρι να εκλείψει ο λόγος για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός τέθηκε σε αργία ή μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα ή τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση, αντίστοιχα.
5. Η προσωρινή αργία της παρ. 2 αρχίζει και λήγει, αντίστοιχα, από την ανακοίνωση στον δικαστικό λειτουργό του σχετικού προεδρικού διατάγματος. Δεν απαιτείται έκδοση προεδρικού διατάγματος για τη λήξη της αργίας, αν εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή τελεσίδικη απαλλακτική πειθαρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές ο δικαστικός λειτουργός επανέρχεται, αυτοδίκαια στην υπηρεσία και εφαρμόζονται αναλόγως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1. Επανέρχεται, επίσης, αυτοδίκαια στην υπηρεσία, μετά την έκδοση σχετικού διαπιστωτικού προεδρικού διατάγματος, ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος καταδικάστηκε αμετάκλητα για έγκλημα ή τιμωρήθηκε τελεσίδικα για πειθαρχικό παράπτωμα, που δεν συνεπάγονται οριστική παύση και εφαρμόζονται αναλόγως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1.

6. Από τις αποδοχές του δικαστικού λειτουργού που έχει τεθεί σε αργία παρακρατείται το ένα τρίτο (1/3). Το ποσό που παρακρατήθηκε αποδίδεται, με πράξη του εκκαθαριστή αποδοχών της υπηρεσίας, αν ο δικαστικός λειτουργός αθωωθεί αμετάκλητα από την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική και πειθαρχική δίωξη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, εκτός από εκείνη της οριστικής παύσης, μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, να διαταχθεί η απόδοση, εν όλω ή εν μέρει, του ποσού που παρακρατήθηκε.

Άρθρο 69
Θέση δικαστικών λειτουργών εκτός υπηρεσίας

Ο δικαστικός λειτουργός, σε βάρος του οποίου έχει διαταχθεί πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση για αδίκημα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, μπορεί, να τεθεί προσωρινά εκτός υπηρεσίας, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, μέχρι το πέρας της εξέτασης αυτής. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός λειτουργός διατηρεί τις αποδοχές του. Αν, στη συνέχεια, ασκηθεί κατ’ αυτού πειθαρχική δίωξη εφαρμόζεται το άρθρο 68. Αν η υπόθεση τεθεί στο αρχείο, ο δικαστικός λειτουργός επανέρχεται αυτοδίκαια στην υπηρεσία. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 3 έως 5 του άρθρου 68.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

Άρθρο 70
Παραίτηση δικαστικών λειτουργών

1. Ο δικαστικός λειτουργός έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία, που τέθηκαν στο έγγραφο της παραίτησης, θεωρείται ότι δεν έχουν γραφεί.
2. Η αποδοχή της παραίτησης γίνεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της. Μέσα στην ίδια προθεσμία αυτός που παραιτήθηκε δικαιούται να ανακαλέσει εγγράφως την παραίτησή του, εφόσον το προεδρικό διάταγμα της αποδοχής δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.
3. Δεν είναι υποχρεωτική για τον Υπουργό Δικαιοσύνης η αποδοχή της παραίτησης και δεν έχει εφαρμογή η παρ. 5, αν κατά τον χρόνο υποβολής της παραίτησης είναι εκκρεμής σε βάρος του παραιτουμένου:
α) ποινική δίωξη για κακούργημα ή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 44 ή,
β) πειθαρχική δίωξη.
4. Η λύση της υπηρεσιακής σχέσης επέρχεται από τη στιγμή που ανακοινώνεται σ’ αυτόν που παραιτήθηκε το προεδρικό διάταγμα αποδοχής της παραίτησης.
5. Θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή η παραίτηση και λύεται αυτοδικαίως η υπηρεσιακή σχέση ενενήντα (90) ημέρες μετά την υποβολή της, εφόσον μέχρι την ημέρα αυτή δεν έχει δημοσιευθεί και ανακοινωθεί το προεδρικό διάταγμα της αποδοχής της παραίτησης.

Άρθρο 71
Αποχώρηση δικαστικών λειτουργών λόγω ορίου ηλικίας

1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέχρι και τον βαθμό του εφέτη ή αντεισαγγελέα εφετών και των αντίστοιχων βαθμών αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος της ηλικίας τους. Όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί των ανώτερων βαθμών αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο (67ο) έτος της ηλικίας τους. Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης ως ημέρα συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας θεωρείται η 30η Ιουνίου του έτους αποχώρησης, κατά την οποία λύνεται η υπηρεσιακή σχέση.
2. Για την εφαρμογή της παρ. 1 η ηλικία των δικαστικών λειτουργών αποδεικνύεται κατά τις παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 43.
3. Το προεδρικό διάταγμα που βεβαιώνει την αποχώρηση από την υπηρεσία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ανακοινώνεται στον δικαστικό λειτουργό που αποχωρεί έως την 20ή Ιουλίου του έτους αποχώρησης.
4. Ο δικαστικός λειτουργός, που συμπλήρωσε τριάντα (30) χρόνια πραγματική υπηρεσία δικαστικού λειτουργού ή αποχωρεί λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, διατηρεί τιμητικά τον τίτλο της θέσης που κατείχε και μετά τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης. Αυτό μνημονεύεται στο προεδρικό διάταγμα αποχώρησης από την υπηρεσία.
5. Ο δικαστικός λειτουργός, που παύεται οριστικά λόγω πειθαρχικού παραπτώματος ή κατά την παρ. 1 και την περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 72, στερείται τον τίτλο της παρ. 4. Επίσης στερείται τον τίτλο αυτός που τιμωρήθηκε στον βαθμό εξόδου από την υπηρεσία με πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσης.
6. Από τον τίτλο αυτόν εκπίπτει αυτοδικαίως εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα σύμφωνα με την περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 44.

Άρθρο 72
Οριστική παύση δικαστικών λειτουργών

1. Εκτός από την περίπτωση της επιβολής πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσης λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, ο δικαστικός λειτουργός παύεται οριστικά :
α) αν στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα λόγω αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης,
β) αν καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των τριών (3) μηνών για αδίκημα που τελέστηκε με δόλο,
γ) αν καταδικάστηκε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε ποινή, για αδίκημα της περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 44.
2. Είναι δυνατό να παυθεί οριστικά ο δικαστικός λειτουργός:
α) για ανικανότητα εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, λόγω νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής, εφόσον η ανικανότητα αυτή διαρκεί και πέρα από τον χρόνο που ορίζεται από τις κείμενες διατάξεις για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους,
β) για υπηρεσιακή ανεπάρκεια.
3. Για την οριστική παύση του δικαστικού λειτουργού σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 αποφασίζει το δικαστήριο που είναι κατά περίπτωση αρμόδιο για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης.
4. Η διαδικασία για την οριστική παύση του δικαστικού λειτουργού, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, κινείται σε κάθε περίπτωση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, τον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, ή τον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης.
5. Αν κινηθεί η διαδικασία για την οριστική παύση δικαστικού λειτουργού, ο πρόεδρος του αρμόδιου δικαστηρίου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του ορίζει ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ως εισηγητή. Ο εισηγητής συλλέγει τα αναγκαία στοιχεία τα σχετικά με το λόγο της οριστικής παύσης και δύναται να εξετάσει μάρτυρες και να διατάξει διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ορισμένες από τις πράξεις αυτές μπορεί να τις αναθέσει και σε άλλο δικαστικό λειτουργό αν υπάρχει λόγος. Ο εισηγητής καλεί τον δικαστικό λειτουργό που παραπέμπεται για οριστική παύση να δώσει εξηγήσεις, συντάσσει και υποβάλλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου έκθεση που περιέχει και τη γνώμη του ως προς την ουσία της υπόθεσης. Ο δικαστικός λειτουργός που εισάγεται για οριστική παύση έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου οποτεδήποτε το αιτηθεί.
6. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο στην οποία καλείται ο δικαστικός λειτουργός με κλήση που περιέχει τον λόγο της παραπομπής του για οριστική παύση, καθώς και λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον λόγο αυτό. Η κλήση επιδίδεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Η συζήτηση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να παρίσταται και δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου.
7. Το δικαστήριο εκτιμά τη συνολική υπηρεσία του δικαστικού λειτουργού και τη χρησιμότητα ή όχι της παραμονής του στην υπηρεσία. Η απόφαση του δικαστηρίου επιδίδεται στον παυθέντα και υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν με την απόφαση απαγγέλλεται οριστική παύση, εκδίδεται προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύεται περιληπτικά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
8. Η λύση της υπηρεσιακής σχέσης λόγω οριστικής παύσης επέρχεται από την επίδοση στον δικαστικό λειτουργό της απόφασης οριστικής παύσης. Αν δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση, αυτή λογίζεται ότι έγινε την 30ή ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Άρθρο 73
Διορισμός-Προαγωγή δόκιμων εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας
1. Σε θέση δοκίμων εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας διορίζονται απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36 του ν. 4871/2021 (Α’ 247). Οι δόκιμοι εισηγητές διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία δέκα (10) μηνών, στη διάρκεια της οποίας έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τακτικού δικαστικού λειτουργού.
2. Μετά από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για την προαγωγή τους σε θέσεις εισηγητών. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη το ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, τη φιλοπονία που επέδειξαν, καθώς και την ικανότητα και καταλληλότητα τους για το δικαστικό λειτούργημα. Αν, αντίθετα, το Συμβούλιο κρίνει ότι ο δόκιμος εισηγητής δεν πρέπει να προαχθεί σε θέση εισηγητή, λόγω ανεπάρκειας ή έλλειψης ήθους, αποφασίζει με αιτιολογημένη απόφαση την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση, να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία του δόκιμου εισηγητή για έξι (6) ακόμη μήνες, αν κρίνει ότι δεν είναι ακόμα ώριμος να προαχθεί σε θέση εισηγητή. Αν όμως και μετά την πάροδο του πρόσθετου χρόνου το συμβούλιο κρίνει ότι δεν πρέπει να προαχθεί σε εισηγητή, αποφασίζει ταυτόχρονα, με αιτιολογημένη απόφαση, την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
4. Οι δόκιμοι εισηγητές, που κρίνονται ικανοί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, προάγονται σε εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τη σειρά που κατείχαν κατά την αποφοίτησή τους από την ΕΣΔι Η προαγωγή γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω λήψης από τον δικαστικό λειτουργό άδειας ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων προαγωγή του σε θέση εισηγητή ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 σειράς αρχαιότητας και ο δικαστικός λειτουργός αναγράφεται στους συντασσόμενους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες αρχαιότητας με τη σειρά που κατείχε κατά την αποφοίτησή του από την ΕΣΔι.

Άρθρο 74
Προαγωγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας

1. Σε πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται κατ’ εκλογή εισηγητής με επτά (7) έτη υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του ως δόκιμου εισηγητή. Μετά από τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών υπηρεσίας στον βαθμό και εφόσον δεν υφίσταται κενή θέση παρέδρου, ο εισηγητής κρίνεται προς προαγωγή. Εάν κριθεί ικανός, προάγεται σε προσωποπαγή θέση, που δημιουργείται με το προεδρικό διάταγμα της προαγωγής, η οποία καταργείται μετά από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο κένωση θέσης παρέδρου. Οι προσωποπαγείς αυτές θέσεις δεν μπορεί κάθε φορά να υπερβαίνουν τον αριθμό των τριών (3).
2. Σε σύμβουλο της Επικρατείας προάγεται κατ’ απόλυτη εκλογή πάρεδρος με πέντε (5) έτη υπηρεσίας στον βαθμό του παρέδρου.
3. Οι προαγωγές των παρ. 1 και 2 διενεργούνται μόνο εφόσον οι υπό προαγωγή δικαστικοί λειτουργοί έχουν ολοκληρώσει την παρακολούθηση των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4871/2021 (Α’ 247).
4. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 59, σε αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται σύμβουλος με τρία (3) έτη υπηρεσίας στον βαθμό του συμβούλου. Η τριετία πρέπει να έχει συμπληρωθεί την 1η Ιουλίου του έτους κατά το οποίο κενώνεται η θέση που πρόκειται να καταληφθεί.
5. Σε Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται αντιπρόεδρος ή σύμβουλος που μπορεί να προαχθεί σε αντιπρόεδρο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 59.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 75
Δικαστικοί λειτουργοί της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

1. Σε θέση αντεπιτρόπου διορίζεται, εφόσον έχει είκοσι (20) έτη δικαστικής υπηρεσίας:
α) πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων με διετή υπηρεσία στον βαθμό αυτό ή με πενταετή συνολική υπηρεσία στον βαθμό του και στον βαθμό του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων και
β) εφέτης διοικητικών δικαστηρίων με εξαετή υπηρεσία στο βαθμό του.
2. Μέσα σε ένα (1) μήνα από τότε που δημιουργείται κενή θέση εισαγωγικού βαθμού αντεπιτρόπου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, με ανακοίνωσή του, που αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προσκαλεί τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης αίτηση διορισμού, η οποία συνοδεύεται με τα κατά την κρίση τους δικαιολογητικά των προσόντων τους. Για την ανάρτηση αυτή ενημερώνονται αμελλητί όλα τα διοικητικά εφετεία της χώρας. Ειδικά για την πλήρωση των κενών θέσεων αντεπιτρόπων, οι οποίες προβλέπεται ότι θα προκύψουν την 30ή Ιουνίου, λόγω συνταξιοδοτήσεως αντεπιτρόπων ένεκα συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας, η ανακοίνωση αναρτάται εντός του μηνός Ιανουαρίου του αντίστοιχου έτους.
3. Η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται μέσα σε ένα (1) μήνα από την ανάρτηση που αναφέρεται στην παρ. 2.
4. Οι αιτήσεις με τα δικαιολογητικά τους, καθώς και οι ατομικοί υπηρεσιακοί φάκελοι διαβιβάζονται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης, το οποίο ύστερα από σύγκριση των υποψηφίων, προτείνει, με αιτιολογημένη απόφασή του, τον καταλληλότερο για διορισμό. Η αρχαιότητα στον βαθμό δεν αποτελεί, μόνη αυτή, στοιχείο υπεροχής.
5. Ο διοριζόμενος δίνει τον νόμιμο όρκο σε δημόσια συνεδρίαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τη δόση του όρκου ο δικαστικός λειτουργός θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από τη θέση που κατείχε και επέρχεται αυτοδικαίως λύση της υπηρεσιακής σχέσης χωρίς καμία άλλη διατύπωση.
6. Στον βαθμό του επιτρόπου προάγεται ο αντεπίτροπος, εφόσον έχει:
α) υπηρεσία ενός (1) έτους στον βαθμό αυτό ή
β) προϋπηρεσία τριών (3) ετών στον βαθμό του προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων ή
γ) προϋπηρεσία έξι (6) ετών συνολικά στους βαθμούς του προέδρου εφετών και εφέτη διοικητικών δικαστηρίων.
7. Η προαγωγή στον βαθμό του Γενικού Επιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ενεργείται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης με επιλογή μεταξύ των μελών της Γενικής Επιτροπείας που έχουν συνολική τριετή υπηρεσία στους βαθμούς του επιτρόπου, του αντεπιτρόπου και του προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων ή μεταξύ των προέδρων εφετών με τριετή υπηρεσία στον βαθμό αυτόν.
Άρθρο 76
Πάρεδροι πρωτοδικείου διοικητικών δικαστηρίων και προαγωγή τους σε θέση πρωτοδίκη

1. Σε θέση παρέδρων πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων διορίζονται απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36 του ν. 4871/2021 (Α’ 246). Οι πάρεδροι πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων διανύουν δεκάμηνη δοκιμαστική υπηρεσία, στη διάρκεια της οποίας, αν και δεν αποκτούν την ιδιότητα του τακτικού δικαστικού λειτουργού, την οποία αποκτούν με την προαγωγή τους ως πρωτοδικών, έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τακτικού δικαστικού λειτουργού.
2. Στη διάρκεια της δοκιμαστικής υπηρεσίας οι πάρεδροι ασκούν καθήκοντα τακτικού δικαστή και μετέχουν στη σύνθεση του διοικητικού πρωτοδικείου, κατά τους ειδικότερους ορισμούς του παρόντος.
3. Ο πρόεδρος του διοικητικού πρωτοδικείου ή τμήματος του διοικητικού πρωτοδικείου, στο οποίο λειτουργούν περισσότερα τμήματα, παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τους παρέδρους, που υπηρετούν υπό την εποπτεία του, σε ό,τι αφορά στην επιμέλεια, την εργατικότητα και την ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις του δικαστικού λειτουργήματος, τους καθοδηγεί στην τεχνική της εργασίας και στην ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Για το χρονικό διάστημα της δοκιμαστικής υπηρεσίας του παρέδρου ο πρόεδρος συντάσσει ειδική έκθεση, στην οποία γίνονται ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση της απόδοσής του και ειδική αναφορά στο ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την κρίση και αντίληψη και τη συμπεριφορά του. Στο τέλος της έκθεσης διατυπώνεται και κρίση για την καταλληλότητα του παρέδρου να προαχθεί σε θέση πρωτοδίκη διοικητικών δικαστηρίων. Ο πρόεδρος που μετακινείται πριν συμπληρωθεί η δοκιμαστική υπηρεσία από την τοποθέτηση του παρέδρου στο δικαστήριο συντάσσει υποχρεωτικά έκθεση πριν από την μετακίνησή του, αν έχει την εποπτεία του παρέδρου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Στις εκθέσεις που συντάσσουν οι πρόεδροι των τμημάτων εκφέρει τη γνώμη του και ο διευθύνων το δικαστήριο.
4. Οι εκθέσεις των παρέδρων, τα στατιστικά στοιχεία της απόδοσής τους και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο ή πληροφορία για την απόδοση ή την καταλληλότητά τους τοποθετούνται σε ειδικό για κάθε πάρεδρο φάκελο, ο οποίος στο τέλος της δοκιμαστικής υπηρεσίας υποβάλλεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης δια του Υπουργού Δικαιοσύνης και στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
5. Μετά από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης, αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για την προαγωγή των παρέδρων σε θέσεις πρωτοδικών. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη την έκθεση του συμβουλίου των εφετών σύμφωνα με την παρ. 6, τις σχετικές με αυτούς εκθέσεις των προέδρων και επιθεωρητών, όπως και κάθε στοιχείο σχετικό με το ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας τους και την επίδοσή τους γενικά.
Αντίθετα, αν το συμβούλιο κρίνει ότι ο πάρεδρος δεν πρέπει να προαχθεί στον βαθμό του πρωτοδίκη, λόγω έλλειψης ήθους ή λόγω ανεπάρκειας, αποφασίζει αιτιολογημένα, μετά από ακρόασή του παρέδρου, την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα.
Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω λήψης από τον δικαστικό λειτουργό άδειας ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων προαγωγή του στον βαθμό του πρωτοδίκη ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 σειράς αρχαιότητας και ο δικαστικός λειτουργός αναγράφεται στους συντασσόμενους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες αρχαιότητας με τη σειρά που κατείχε κατά την αποφοίτηση του από την ΕΣΔι.
6. Για την καταλληλότητα των παρέδρων να προαχθούν στον βαθμό του πρωτοδίκη αποφαίνεται με αιτιολογημένη έκθεσή του τριμελές συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το οικείο διοικητικό εφετείο και δύο (2) εφέτες. Το συμβούλιο καταρτίζει την έκθεσή του, αφού ακούσει τον εισηγητή εφέτη, που πρέπει να έχει σχηματίσει προσωπική αντίληψη για το ήθος και την εργατικότητα του παρέδρου και την επιστημονική του κατάρτιση.
7. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, μετά από ακρόαση του παρέδρου, να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία του για έξι (6) μήνες, αν κρίνει ότι αυτός δεν είναι ακόμα ώριμος να προαχθεί στον βαθμό του πρωτοδίκη. Αν και μετά την πάροδο του πρόσθετου αυτού χρόνου το συμβούλιο κρίνει, μετά από ακρόαση του παρέδρου, ότι αυτός δεν πρέπει να προαχθεί στον βαθμό του πρωτοδίκη, αποφασίζει ταυτόχρονα, με αιτιολογημένη απόφασή του, την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα.
8. Οι πάρεδροι διορίζονται για την πλήρωση κενών θέσεων πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τη σειρά αποφοίτησης από την ΕΣΔι. Ως κενές θέσεις πρωτοδικών θεωρούνται και οι κενές θέσεις των ανώτερων βαθμών. Οι πάρεδροι που κρίθηκαν προακτέοι από το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο προάγονται υποχρεωτικά σε πρωτοδίκες.

Άρθρο 77
Προαγωγές λοιπών δικαστών τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

1. Σε πρόεδρο πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων προάγεται πρωτοδίκης με πέντε (5) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας πρωτοδίκη, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου πρωτοδικείου.
2. Σε εφέτη διοικητικών δικαστηρίων προάγεται πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων που έχει δύο (2) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως πρόεδρος ή οκτώ (8) έτη υπηρεσίας συνολικά ως πρόεδρος και πρωτοδίκης.
3. Σε πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων προάγεται εφέτης διοικητικών δικαστηρίων που έχει τρία (3) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εφέτης ή επτά (7) έτη υπηρεσίας συνολικά ως εφέτης και πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων.
4. Οι προαγωγές των παρ. 1 έως 3 διενεργούνται μόνο εφόσον οι υπό προαγωγή δικαστικοί λειτουργοί έχουν ολοκληρώσει την παρακολούθηση των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4871/2021 (Α’ 246).
5. Η προαγωγή στον βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων γίνεται κατ’ εκλογή.
6. Η προαγωγή στον βαθμό του προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων γίνεται μόνο κατ’ απόλυτη εκλογή.
7. Αυτοί που προάγονται με την ίδια απόφαση διατηρούν τη μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας.

Άρθρο 78
Προαγωγή διοικητικών δικαστών στο Συμβούλιο της Επικρατείας

1. Οι θέσεις των Συμβούλων της Επικρατείας καλύπτονται κατά το ένα πέμπτο (1/5) με προαγωγή δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του παρόντος και στο άρθρο 79.
2. Σε Σύμβουλο της Επικρατείας προάγεται, ύστερα από αίτηση του και εφόσον δεν συμπληρώνει το εξηκοστό τρίτο (63ο) έτος της ηλικίας του έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους κενώσεως ή συστάσεως της θέσεως, πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων ή εφέτης διοικητικών δικαστηρίων, με επτά (7) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό του εφέτη και συνολική πραγματική δικαστική υπηρεσία είκοσι έξι (26) τουλάχιστον ετών στα διοικητικά δικαστήρια. Δεν κρίνεται προς προαγωγή εφέτης τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον: α) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του στους βαθμούς του προέδρου πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων και του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων είναι μικρότερος ή ίσος από τον αντίστοιχο χρόνο υπηρεσίας του αρχαιότερου παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας στον βαθμό αυτό και β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του είναι μικρότερος ή ίσος του συνολικού χρόνου υπηρεσίας του αρχαιότερου παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας.
3. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της Διοικητικής Δικαιοσύνης, εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να κρίνει ως προακτέο δικαστικό λειτουργό που έχει τα νόμιμα προσόντα και χωρίς αίτησή του.

Άρθρο 79
Διαδικασία προαγωγής διοικητικών δικαστών στο βαθμό του Συμβούλου Επικρατείας

1. Η διαδικασία πλήρωσης θέσης Συμβούλου της Επικρατείας με προαγωγή δικαστή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κινείται με ανακοίνωση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η ανακοίνωση αποστέλλεται στα διοικητικά εφετεία της χώρας και αναρτάται αμέσως από τον γραμματέα κάθε εφετείου στο οικείο δικαστικό κατάστημα. Για την ανάρτηση συντάσσεται έκθεση που διαβιβάζεται στον Γενικό Επίτροπο. Η ανακοίνωση αποστέλλεται, το ταχύτερο δυνατόν, μετά την κένωση της θέσης ή τη σύσταση νέας θέσης. Ειδικά για την πλήρωση των κενών θέσεων οι οποίες προβλέπεται ότι θα προκύψουν την 30ή Ιουνίου κάθε έτους, η ανακοίνωση αποστέλλεται το αργότερο εντός του μηνός Φεβρουαρίου. Με την ανακοίνωση καλούνται οι ενδιαφερόμενοι που έχουν τα νόμιμα προσόντα να υποβάλουν αίτηση στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επομένη της ανάρτησης της ανακοίνωσης.
2. Μετά τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 1, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών δικαστηρίων αποστέλλει στον Υπουργό Δικαιοσύνης τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν σύμφωνα με την παρ. 1. Ο Υπουργός υποβάλλει ερώτημα για την πλήρωση των ανωτέρω θέσεων στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου της Διοικητικής Δικαιοσύνης, διαβιβάζοντας και τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί. Το ερώτημα προκαλείται μέσα σε δύο (2) μήνες από την κένωση της θέσης ή τη σύσταση νέας θέσης. Για την πλήρωση των θέσεων οι οποίες προβλέπεται ότι θα κενωθούν την 30ή Ιουνίου κάθε έτους, το ερώτημα αποστέλλεται εντός του μηνός Απριλίου.
3. Η προαγωγή γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 59.
4. Ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου της Διοικητικής Δικαιοσύνης ορίζει έναν (1) αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή σύμβουλο της Επικρατείας από τα μέλη αυτού ως εισηγητή, ο οποίος συντάσσει για τους κρινόμενους αιτιολογημένη εισήγηση και την αναπτύσσει προφορικά στη συνεδρίαση. Ο εισηγητής λαμβάνει υπόψη για την εκτίμηση των ουσιαστικών προσόντων των κρινόμενων τις εκθέσεις επιθεώρησης, τους ατομικούς φακέλους και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο. Μπορεί να σχηματίσει και προσωπική αντίληψη ως προς την ικανότητα των κρινόμενων για την απονομή της δικαιοσύνης και τα εν γένει προσόντα τους. Σε περίπτωση εισηγήσεως ή κρίσεως περί μη προαγωγής του αιτούντος, εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 22 του ν. 2172/1993 (Α’ 207).
5. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου της Διοικητικής Δικαιοσύνης κοινοποιείται στους κριθέντες δικαστικούς λειτουργούς και διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στους διευθύνοντες τα διοικητικά εφετεία όπου υπηρετούν οι κριθέντες δικαστικοί λειτουργοί. Ο δικαστικός λειτουργός που δεν κρίθηκε προακτέος έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 81.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Άρθρο 80
Αρμοδιότητα – Συγκρότηση – Λειτουργία Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης

1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης αποφασίζει για τις προαγωγές των δοκίμων εισηγητών, εισηγητών και παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Επίσης αποφασίζει, γνωμοδοτεί ή προτείνει και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από τον νόμο.
2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης εδρεύει στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συγκροτείται από έντεκα (11) μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στον βαθμό του Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του συμβούλου επικρατείας ή του προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων ή για διορισμό αντεπιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οπότε συγκροτείται από δεκαπέντε (15) μέλη.
Τακτικά μέλη είναι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που προεδρεύει, και άλλα δέκα (10) ή δεκατέσσερα (14) κατά περίπτωση μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ορίζονται κάθε χρόνο με κλήρωση.
Στην κλήρωση αυτή μετέχουν οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι σύμβουλοι, που έχουν δύο (2) έτη υπηρεσίας στο βαθμό του συμβούλου, κατά την έναρξη της θητείας τους ως μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
3. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης γίνεται από το Α’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του μήνα Δεκεμβρίου.
Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το Α’ Τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα των μελών του δικαστηρίου που έχουν τα προσόντα συμμετοχής στην κλήρωση. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα είκοσι (20) σφαιρίδια. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες οι δέκα (10) πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου.
Όταν για τη συγκρότηση του συμβουλίου απαιτείται συμμετοχή δεκατεσσάρων (14) μελών, τακτικά μέλη είναι οι δεκατέσσερις (14) πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης και αναπληρωματικά οι λοιποί έξι (6). Τα τακτικά μέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωματικά κατά τη σειρά της κλήρωσής τους. Για τα δύο (2) στάδια της κλήρωσης, συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
4. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωσή τους έτους.
5. Για την αντικατάσταση τακτικών ή αναπληρωματικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία γίνεται συμπληρωματική κλήρωση σε δημόσια συνεδρίαση του Α` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του θερινού τμήματος, αν η ανάγκη συμπληρωματικής κλήρωσης ανακύψει κατά τη διάρκεια της περιόδου των θερινών τμημάτων. Σε αυτή μετέχουν οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι σύμβουλοι Επικρατείας με διετή τουλάχιστον υπηρεσία στον βαθμό, οι οποίοι δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη διαδικασία της κλήρωσης εφαρμόζεται η παρ. 3. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια, όσα είναι τα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη που αντικαθίστανται. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
6. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει, κωλύεται ή απουσιάζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθήκοντα προέδρου του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για τη συγκεκριμένη περίπτωση εκτελεί ο νόμιμος αναπληρωτής του, ο οποίος, αν είναι τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου, αναπληρώνεται από αναπληρωματικό μέλος.
7. Όσα ισχύουν για την εξαίρεση των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας ισχύουν αναλόγως και για την εξαίρεση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
8. Στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Διοικητικής Δικαιοσύνης για τα θέματα που αφορούν στους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχει και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας που υπηρετεί σε αυτά, οπότε και αποχωρεί το τελευταίο κατά τη σειρά της κλήρωσης μέλος του. Στις περιπτώσεις υπηρεσιακών μεταβολών δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο (2) πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας με βαθμό κατώτερο του συμβούλου, ή δύο (2) πρόεδροι εφετών, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές προέδρων εφετών και εφετών, ή δύο (2) εφέτες, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη.
Αυτοί ορίζονται με κλήρωση μεταξύ των δεκαπέντε (15) αρχαιοτέρων παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, προέδρων εφετών και εφετών των διοικητικών εφετείων Αθηνών και Πειραιώς, οι οποίοι δεν έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή εκτός από την επίπληξη ή δεν έχουν κριθεί μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχουν.
Η κλήρωση γίνεται κατά την παρ. 3 μετά την κλήρωση των εχόντων δικαίωμα ψήφου μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης. Από την κληρωτίδα με τους παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ο πρόεδρος εξάγει έξι (6) σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι δύο (2) πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Ακολουθεί η κλήρωση από τις οικείες κληρωτίδες έξι (6) προέδρων εφετών και έξι (6) εφετών διοικητικών δικαστηρίων, από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Οι ίδιοι κληρωθέντες μετέχουν και στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εάν η κρίση αφορά τους κληρωθέντες, γίνεται συμπληρωματική κλήρωση μεταξύ εκείνων που δεν πρόκειται να κριθούν.
Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο καλούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα και αποχωρούν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι παρ. 3, 4, 5 και 7.
9. Καθήκοντα γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί ο γραμματέας του Συμβουλίου της Επικρατείας και, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο νόμιμος αναπληρωτής του. Κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου καθήκοντα γραμματέα εκτελεί ο οριζόμενος από τον πρόεδρο υπάλληλος της γραμματείας.

10. Για τη συμμετοχή του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων (European Network of Councils for the Judiciary), που εδρεύει στις Βρυξέλλες, καταβάλλεται κατ’ έτος εισφορά που ορίζεται σύμφωνα με το καταστατικό του και καλύπτονται οι δαπάνες που σχετίζονται με τις εργασίες του.

Άρθρο 81
Αποφάσεις Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης, διαφωνία, προσφυγή

1. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης εκδίδονται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου.
2. Οι αιτήσεις των δικαστικών λειτουργών, οι γνωμοδοτήσεις, οι εκθέσεις δικαστικών αρχών, όπως και κάθε έγγραφο άλλης αρχής που απευθύνεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, υποβάλλονται σε αυτό διά του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Για να σχηματίσει πληρέστερη γνώμη, το Συμβούλιο δύναται να ζητήσει πληροφορίες και στοιχεία από τους γενικούς επιθεωρητές συμβούλους Επικρατείας και από όσους διατελούν ή διετέλεσαν προϊστάμενοι του κρινόμενου δικαστικού λειτουργού. Μπορεί επίσης να καλεί τον δικαστικό λειτουργό για την παροχή εξηγήσεων και να ενεργεί ειδική εξέταση ή επιθεώρηση, την οποία αναθέτει σε μέλος του ή γενικό επιθεωρητή σύμβουλο Επικρατείας. Οι επιθεωρητές σύμβουλοι Επικρατείας, που δεν είναι μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, δύναται να καλούνται από τον πρόεδρο και προφορικά ακόμα για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων στο Συμβούλιο.
4. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία, ύστερα από ψηφοφορία που είναι πάντοτε φανερή.
Αν κατά την ψηφοφορία διατυπωθούν περισσότερες από δύο γνώμες, εφαρμόζονται ανάλογα οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 34 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8).
5. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου εκδίδονται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος και διαβιβάζονται από τον πρόεδρό του στον Υπουργό Δικαιοσύνης μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την έκδοσή τους, μαζί με κυρωμένο αντίγραφο του πρακτικού συνεδρίασης.
6. Στον κρινόμενο δίνεται, ύστερα από αίτησή του, απόσπασμα του πρακτικού το οποίο εκδίδει ο γραμματέας του συμβουλίου.
7. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών αφότου περιέλθει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, μπορεί, με τους περιορισμούς της παρ. 8, να διαφωνήσει προς την απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκθέτοντας τους λόγους της διαφωνίας.
Η Ολομέλεια δεν δεσμεύεται από τους λόγους της διαφωνίας, αλλά υποχρεούται να εξετάσει στο σύνολό της την υπόθεση που παραπέμφθηκε σ’ αυτή.
8. Προσφυγή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση και απόσπαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο δικαστικός λειτουργός τον οποίο αφορά η απόφαση αυτή, εφόσον όμως έλαβε ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής, περιπτώσεις, τρεις (3) τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές συμβούλιο και δύο (2) στο ενδεκαμελές. Η προσφυγή κατατίθεται στον πρόεδρο του συμβουλίου ή στον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός λειτουργός, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ημερών από τότε που του γνωστοποιήθηκε εγγράφως η απόφαση από τον πρόεδρο. Η προσφυγή διαβιβάζεται αμέσως στην ολομέλεια δια του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
9. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται στις περιπτώσεις της παρ. 8. σε συμβούλιο και μετέχουν σ’ αυτήν όλα τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση κωλυμάτων η ολομέλεια συγκροτείται νόμιμα και με λιγότερο αριθμό μελών, σε κάθε όμως περίπτωση τα παρόντα μέλη πρέπει να είναι περισσότερα από το ήμισυ των μελών που υπηρετούν. Αν ο αριθμός αυτών που μετέχουν στην ολομέλεια είναι άρτιος, αποχωρεί ο νεότερος σύμβουλος, εφόσον δεν είναι εισηγητής.
Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως δευτεροβάθμιο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης για τα θέματα που αφορούν στους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας, μετέχει και ο Γενικός Επίτροπος αυτών.
10. Ο δικαστικός λειτουργός που έχει ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή καλείται, ύστερα από αίτησή του, υποχρεωτικά στην ολομέλεια, για την παροχή προφορικών εξηγήσεων και την προσκόμιση στοιχείων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι παρ. 3 έως 6.
11. Η διαφωνία του Υπουργού και η προσφυγή του δικαστικού λειτουργού αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά το μέρος που αυτή θίγει τον πίνακα αρχαιότητας, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της ολομέλειας. Η εκτέλεση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου αναστέλλεται και κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης προσφυγής από τον ενδιαφερόμενο δικαστικό λειτουργό.
12. Η εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου κατά των οποίων δεν ασκήθηκε διαφωνία ή προσφυγή είναι υποχρεωτική για τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
13. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας επιλύει το ζήτημα που φέρεται ενώπιόν της και τα περαιτέρω ζητήματα που δημιουργούνται από την ολική ή μερική αποδοχή της διαφωνίας του Υπουργού ή της προσφυγής δικαστικού λειτουργού. Οποιαδήποτε αναπομπή στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποκλείεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Άρθρο 82
Διορισμός δόκιμων εισηγητών Ελεγκτικού Συνεδρίου

Σε θέσεις δόκιμων εισηγητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου διορίζονται απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36 του ν. 4871/2021 (Α’ 246). Η σειρά αρχαιότητας μεταξύ των διοριζομένων καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 4871/2021. Οι δόκιμοι εισηγητές διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία δέκα (10) μηνών, στη διάρκεια της οποίας έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τακτικού δικαστικού λειτουργού.

Άρθρο 83
Προαγωγές δικαστικών λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου

1. Μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για την προαγωγή των δόκιμων εισηγητών σε εισηγητές. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, ενώ λαμβάνονται υπόψη το ήθος, η επιστημονική κατάρτιση, η ποιοτική και ποσοτική απόδοση, η φιλοπονία που επέδειξαν, καθώς και η ικανότητα και καταλληλότητά τους για το δικαστικό λειτούργημα. Αν το Συμβούλιο κρίνει ότι ο δόκιμος εισηγητής δεν πρέπει να προαχθεί σε εισηγητή, λόγω έλλειψης ήθους ή λόγω ανεπάρκειας, αποφασίζει αιτιολογημένα την οριστική απόλυσή του από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται, λόγω λήψης από τον δικαστικό λειτουργό άδειας ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων προαγωγή του σε εισηγητή ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 σειράς αρχαιότητας και ο δικαστικός λειτουργός αναγράφεται στους συντασσόμενους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, πίνακες αρχαιότητας με τη σειρά που κατείχε κατά την αποφοίτησή του από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.
2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία του δόκιμου εισηγητή για έξι (6) ακόμα μήνες, αν κρίνει ότι δεν είναι ώριμος να προαχθεί σε εισηγητή. Αν και μετά την πάροδο του πρόσθετου χρόνου το Συμβούλιο κρίνει ότι ο δόκιμος εισηγητής δεν πρέπει να προαχθεί σε εισηγητή, αποφασίζει ταυτόχρονα, με αιτιολογημένη απόφαση, την οριστική απόλυσή του από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Οι δόκιμοι εισηγητές που κρίθηκαν ικανοί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προάγονται σε εισηγητές με τη σειρά αρχαιότητας που είχαν κατά τον διορισμό τους. Η προαγωγή τους γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
4. Σε πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προάγεται κατ’ εκλογή εισηγητής του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έχει επτά (7) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό αυτό, στην οποία υπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας του ως δόκιμου εισηγητή.
5. Σε σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προάγεται κατ’ απόλυτη εκλογή πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έχει πέντε (5) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό αυτό.
6. Οι προαγωγές των παρ. 4 και 5 διενεργούνται μόνο εφόσον οι υπό προαγωγή δικαστικοί λειτουργοί έχουν ολοκληρώσει την παρακολούθηση των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4871/2021 (Α’ 246).
7. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 59, σε αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προάγεται σύμβουλος που έχει τρία (3) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό αυτό. Η τριετία πρέπει να έχει συμπληρωθεί την 1η Ιουλίου του έτους κατά το οποίο κενώνεται η θέση που πρόκειται να καταληφθεί.
8. Σε Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προάγεται αντιπρόεδρος ή σύμβουλος που μπορεί να προαχθεί σε αντιπρόεδρο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 59.

Άρθρο 84
Διορισμός- Προαγωγές δικαστικών λειτουργών στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο

1. Σε θέσεις δόκιμων εισηγητών της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο διορίζονται απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Εφαρμόζονται αναλόγως το άρθρο 82 και οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 83.
2. Σε πάρεδρο της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας προάγεται κατ’ εκλογή εισηγητής αυτής που έχει επτά (7) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό αυτό, στην οποία υπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας του ως δόκιμου εισηγητή.
3. Σε αντεπίτροπο Επικρατείας προάγεται κατ’ απόλυτη εκλογή πάρεδρος της Γενικής Επιτροπείας που έχει πέντε (5) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό αυτό.
4. Μέχρι την κάλυψη των οργανικών θέσεων των παρέδρων και αντεπιτρόπων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας:
α) δύο (2) κενές θέσεις παρέδρων πληρούνται με διορισμό από τους υπηρετούντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο παρέδρους ή εισηγητές, οι οποίοι έχουν επτά (7) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό του εισηγητή, με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 5 και οι λοιπές ανάγκες της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας για παρέδρους καλύπτονται με απόσπαση ισάριθμων παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον δύο (2) έτη πραγματικής υπηρεσίας σε αυτό, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το οποίο μπορεί να παραταθεί,
β) oι κενές θέσεις αντεπιτρόπων Επικρατείας πληρούνται με διορισμό από τους υπηρετούντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο συμβούλους ή παρέδρους οι οποίοι έχουν πέντε (5) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό του παρέδρου, με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 5,
γ) εξακολουθούν να ισχύουν η παρ. 2 του άρθρου 42 του ν. 4820/2021 (Α’ 130) και η παρ. 7 του άρθρου 58 του ν. 3160/2003 (Α΄ 165). Πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που έχει αποσπασθεί, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας και για οποιονδήποτε λόγο λαμβάνει άδεια απουσίας από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αντικαθίσταται υποχρεωτικά με την ίδια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που εγκρίνει την άδεια.
5. Η κατά την παρ.4 διαδικασία πλήρωσης των κενών θέσεων δύο (2) παρέδρων και των αντεπιτρόπων Επικρατείας κινείται με ανακοίνωση του Υπουργού Δικαιοσύνης η οποία αποστέλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο εντός ενός (1) μηνός από την κένωση της θέσης και αναρτάται στο κατάστημα αυτού. Για την ανάρτηση συντάσσεται έκθεση που υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Με την ανακοίνωση καλούνται οι ενδιαφερόμενοι, που έχουν τα νόμιμα προσόντα, να υποβάλουν αίτηση στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επομένη της ανάρτησης της ανακοίνωσης. Μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας αποστέλλει στον Υπουργό Δικαιοσύνης τις υποβληθείσες αιτήσεις. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης υποβάλλει προς τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου σχετικό ερώτημα, διαβιβάζοντας και τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν. Το ερώτημα προκαλείται εντός δύο (2) μηνών από την κένωση της θέσης του παρέδρου ή αντεπιτρόπου. Για την πλήρωση των κενών θέσεων που προβλέπεται ότι θα προκύψουν την 30ή Ιουνίου κάθε έτους, το ερώτημα υποβάλλεται το αργότερο εντός του μηνός Μαΐου.
6. Σε Επίτροπο της Επικρατείας προάγεται αντεπίτροπος της Επικρατείας που έχει τρία (3) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό αυτόν.
7. Σε Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας προάγεται: α) αντιπρόεδρος ή Επίτροπος της Επικρατείας ή β) σύμβουλος ή αντεπίτροπος της Επικρατείας, που έχει τέσσερα (4) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό του συμβούλου ή του αντεπιτρόπου της Επικρατείας, αντίστοιχα. Η τετραετία πρέπει να έχει συμπληρωθεί την 1η Ιουλίου του έτους κατά το οποίο κενώνεται η θέση που πρόκειται να καταληφθεί.

Άρθρο 85
Συγκρότηση, αρμοδιότητα, λειτουργία Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει για τις προαγωγές και αποσπάσεις των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τους διορισμούς, τις προαγωγές και αποσπάσεις των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς και για κάθε άλλο θέμα που ορίζεται από τον νόμο.
2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εδρεύει στο κατάστημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και συγκροτείται από εννέα (9) μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στον βαθμό του Επιτρόπου της Επικρατείας ή του συμβούλου ή για διορισμό ή προαγωγή στον βαθμό του αντεπιτρόπου της Επικρατείας, οπότε συγκροτείται από έντεκα (11) μέλη. Τακτικά μέλη είναι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του και άλλα επτά (7) ή εννέα (9) μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ορίζονται κάθε έτος με κλήρωση. Στην κλήρωση μετέχουν οι αντιπρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι σύμβουλοι που έχουν δύο (2) έτη υπηρεσίας στον βαθμό του συμβούλου, κατά το χρόνο έναρξης της θητείας τους ως μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Αν υπάρχουν κενές θέσεις συμβούλων με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η συγκρότηση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, το εννεαμελές συγκροτείται από επτά (7) και το ενδεκαμελές από εννέα (9) μέλη. Στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του συμβούλου, μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο εισηγητές ή πάρεδροι, αναλόγως αν η υπηρεσιακή μεταβολή αφορά εισηγητή ή πάρεδρο, που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ αυτών που έχουν τουλάχιστον δύο (2) έτη υπηρεσίας στον βαθμό του εισηγητή ή παρέδρου, αντίστοιχα.
3. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Συμβουλίου γίνεται από το Πρώτο Τμήμα στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του μήνα Δεκεμβρίου. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα των μελών του δικαστηρίου που έχουν τα προσόντα συμμετοχής στην κλήρωση. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα δεκαέξι (16) σφαιρίδια. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου, ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος, το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες οι επτά (7) πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Όταν για τη συγκρότηση του συμβουλίου απαιτείται συμμετοχή ένδεκα (11) μελών, τακτικά μέλη είναι οι εννέα (9) πρώτοι και αναπληρωματικοί οι υπόλοιποι. Τα τακτικά μέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωματικά κατά τη σειρά της κλήρωσής τους. Στην ίδια συνεδρίαση γίνεται η κλήρωση για τους παρέδρους που μετέχουν στο συμβούλιο χωρίς ψήφο, μεταξύ των δεκαπέντε (15) αρχαιότερων παρέδρων, οι οποίοι δεν έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, πλην της επίπληξης ή δεν έχουν κριθεί μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχουν. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα έξι (6) σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι δύο (2) πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Οι ίδιοι κληρωθέντες μετέχουν και στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο καλούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα και οφείλουν να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, εφαρμοζομένων αναλόγως των οριζομένων στην παρούσα, καθώς και στις παρ. 4, 7 και 9. Για τα δύο (2) στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
4. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωσή τους έτους.
5. Όταν δεν υπάρχει, κωλύεται ή απουσιάζει ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προεδρεύει ο Γενικός Επίτροπος. Αν όμως και αυτός δεν υπάρχει, κωλύεται ή απουσιάζει, καθήκοντα προέδρου για τη συγκεκριμένη περίπτωση ασκεί ο νόμιμος αναπληρωτής του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος, αν είναι τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του συμβουλίου, αναπληρώνεται από αναπληρωματικό μέλος.
6. Όταν δεν υπάρχει, κωλύεται ή απουσιάζει ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, αναπληρώνεται διαδοχικά από τον Επίτροπο ή τον αρχαιότερο αντεπίτροπο ή, σε περίπτωση ανυπαρξίας, κωλύματος ή απουσίας των τελευταίων, από τον αρχαιότερο σύμβουλο. Οι τελευταίοι γίνονται μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου για τη συγκεκριμένη περίπτωση και, αν ο σύμβουλος είναι τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου, αναπληρώνεται από αναπληρωματικό μέλος
7. Όσα ισχύουν για την εξαίρεση μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχύουν αναλόγως και για την εξαίρεση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
8. Καθήκοντα γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί ο γραμματέας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο νόμιμος αναπληρωτής του. Κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου καθήκοντα γραμματέα εκτελεί ο οριζόμενος από τον πρόεδρο υπάλληλος της γραμματείας.
9. Για την αντικατάσταση τακτικών ή αναπληρωματικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία γίνεται συμπληρωματική κλήρωση σε δημόσια συνεδρίαση του Πρώτου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, η συμπληρωματική κλήρωση δεν έγινε μέχρι τέλους Ιουνίου, αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί από το Α΄ Τμήμα Διακοπών κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου. Σε αυτήν μετέχουν οι αντιπρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι σύμβουλοι με διετή τουλάχιστον υπηρεσία στον βαθμό, οι οποίοι δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη διαδικασία της κλήρωσης εφαρμόζεται η παρ. 3. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια, όσα είναι τα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη που αντικαθίστανται. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. H παρούσα εφαρμόζεται αναλόγως και στα μέλη που μετέχουν στο συμβούλιο χωρίς ψήφο.

Άρθρο 86
Αποφάσεις Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διαφωνία, προσφυγή
Προσφυγή στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά στις υπηρεσιακές μεταβολές της παρ. 1 του άρθρου 85 έχει δικαίωμα να ασκήσει και αυτός τον οποίο αφορά η κρίση, εφόσον όμως έλαβε ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής ή του διορισμού της περ. β΄ της παρ. 4 του άρθρου 84, περιπτώσεις δύο (2) τουλάχιστον ψήφους. Στην Ολομέλεια ως δευτεροβάθμιο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μετέχει ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. Για την ύπαρξη απαρτίας εφαρμόζεται το άρθρο 18 του ν. 4820/2021 (Α’ 130). Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 81, όπου δε στην παρ. 4 αυτού γίνεται παραπομπή στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 34 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) νοείται παραπομπή στην παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 4820/2021.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ-ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ

Άρθρο 87
Διορισμός παρέδρων πρωτοδικείων και εισαγγελίας
1. Σε θέση παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων διορίζονται απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36 του ν. 4871/2021 (Α’ 246). Οι αποφοιτούντες από τις κατευθύνσεις πολιτικών – ποινικών δικαστών και εισαγγελέων της ΕΣΔι διορίζονται κατά τη σειρά που έχουν στους σχετικούς πίνακες και τοποθετούνται κατά προτίμηση, αντίστοιχα, στα Πρωτοδικεία και στις Εισαγγελίες Αθηνών, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Πατρών, Ηρακλείου και Λάρισας.
2. Οι πάρεδροι πρωτοδικείου και εισαγγελίας διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία δέκα (10) μηνών, στη διάρκεια της οποίας έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τακτικού δικαστικού λειτουργού και επιθεωρούνται όπως οι τακτικοί δικαστές.
3. Οι εκθέσεις των παρέδρων πρωτοδικείου για την επίδοση, τα στατιστικά στοιχεία της απόδοσής τους και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο ή πληροφορία για την επίδοση ή την καταλληλότητά τους φυλάσσονται σε ειδικό ατομικό φάκελο, ο οποίος, μετά το τέλος της δοκιμαστικής υπηρεσίας, υποβάλλεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης.
4. Στη διάρκεια της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας οι πάρεδροι πρωτοδικείου:
α) μετέχουν στη σύνθεση του πολυμελούς πρωτοδικείου και του τριμελούς πλημμελειοδικείου,
β) μετέχουν στη σύνθεση του δικαστικού συμβουλίου,
γ) ορίζονται εισηγητές για τη διεξαγωγή αποδείξεων,
δ) μετέχουν στην ολομέλεια του δικαστηρίου και
ε) κατά την κρίση του προέδρου πρωτοδικών ή του διευθύνοντος το πρωτοδικείο, ασκούν τα λοιπά καθήκοντα του πρωτοδίκη, εκτός από τα καθήκοντα του ανακριτή.
5. Οι πάρεδροι εισαγγελίας κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας ασκούν τα καθήκοντα του εισαγγελέα, αναλόγως της προόδου τους, κατά την κρίση του διευθύνοντος την εισαγγελία.

Άρθρο 88
Προαγωγή παρέδρων πρωτοδικείων και εισαγγελίας

1. Μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για την προαγωγή των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων αντίστοιχα. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και λαμβάνεται υπόψη η κατά την παρ. 2 έκθεση του συμβουλίου των εφετών, οι εκθέσεις των προϊσταμένων και επιθεωρητών, καθώς και το ήθος, η επιστημονική κατάρτιση, η ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και η επίδοσή τους γενικά. Αν το συμβούλιο κρίνει ότι ο πάρεδρος δεν πρέπει να προαχθεί σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα, λόγω έλλειψης ήθους ή λόγω ανεπάρκειας, αποφασίζει αιτιολογημένα την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία διενεργείται με προεδρικό διάταγμα. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω λήψης από τον δικαστικό λειτουργό άδειας ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων προαγωγή του σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα πρωτοδικών ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 σειράς αρχαιότητας και ο δικαστικός λειτουργός αναγράφεται στους συντασσόμενους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες αρχαιότητας με τη σειρά που κατείχε κατά την αποφοίτησή του από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι).
2. Για την καταλληλότητα των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας της περιφέρειάς του, προκειμένου να προαχθούν σε θέση πρωτοδίκη και αντεισαγγελέα αντίστοιχα, αποφαίνεται με αιτιολογημένη έκθεσή του το συμβούλιο των εφετών, που συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών, τον εισαγγελέα εφετών και τρείς (3) εφέτες. Το συμβούλιο αποφαίνεται, αφού ακούσει τον εισηγητή εφέτη, ο οποίος πρέπει να έχει σχηματίσει προσωπική αντίληψη για το ήθος και την εργατικότητα των παρέδρων, καθώς και για την επιστημονική τους κατάρτιση.
3. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί επίσης, με αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία παρέδρου πρωτοδικείου ή εισαγγελίας για έξι (6) μήνες, αν κρίνει ότι αυτός δεν είναι ακόμα ώριμος να προαχθεί σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα. Αν και μετά τη πάροδο του πρόσθετου χρόνου το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν πρέπει να προαχθεί σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα, αποφασίζει ταυτόχρονα, με αιτιολογημένη απόφαση, την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία διενεργείται με προεδρικό διάταγμα.
4. Οι πάρεδροι πρωτοδικείου ή εισαγγελίας προάγονται για την πλήρωση κενών θέσεων πρωτοδικών και αντεισαγγελέων σύμφωνα με τη σειρά αποφοίτησής τους από την ΕΣΔι. Ως κενές θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων θεωρούνται και οι κενές θέσεις των ανωτέρων βαθμών. Οι πάρεδροι πρωτοδικείου και εισαγγελίας που κρίνονται προακτέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προάγονται σε θέση πρωτοδίκη και αντεισαγγελέα αντίστοιχα.
5. Σε περίπτωση υπηρεσιακής ανάγκης, μπορεί να ασκήσει προσωρινώς καθήκοντα σε πρωτοδικείο ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης που ορίζεται από τον πρόεδρο πρωτοδικών της περιφέρειάς του.

Άρθρο 89
Προαγωγές λοιπών δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης

1. Σε πρόεδρο πρωτοδικών προάγεται πρωτοδίκης με πέντε (5) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας πρωτοδίκη, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου πρωτοδικείου.
2. Σε εισαγγελέα πρωτοδικών προάγεται αντεισαγγελέας πρωτοδικών με πέντε (5) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας αντεισαγγελέα, στην οποία υπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου εισαγγελίας.
3. Σε εφέτη προάγεται πρόεδρος πρωτοδικών που έχει δύο (2) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως πρόεδρος ή οκτώ (8) έτη υπηρεσίας συνολικά ως πρόεδρος και πρωτοδίκης.
4. Σε αντεισαγγελέα εφετών προάγεται εισαγγελέας πρωτοδικών που έχει δύο (2) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εισαγγελέας πρωτοδικών ή οκτώ (8) έτη υπηρεσίας συνολικά ως εισαγγελέας και αντεισαγγελέας πρωτοδικών.
5. Σε πρόεδρο εφετών προάγεται εφέτης που έχει τρία (3) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εφέτης ή επτά (7) έτη υπηρεσίας συνολικά ως εφέτης και πρόεδρος πρωτοδικών.
6. Σε εισαγγελέα εφετών προάγεται αντεισαγγελέας εφετών που έχει τρία (3) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως αντεισαγγελέας εφετών ή επτά (7) έτη υπηρεσίας συνολικά ως αντεισαγγελέας εφετών και εισαγγελέας πρωτοδικών.
7. Οι προαγωγές των παρ. 1 έως 6 διενεργούνται μόνο εφόσον οι υπό προαγωγή δικαστικοί λειτουργοί έχουν ολοκληρώσει την παρακολούθηση των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4871/2021 (Α’ 246).
8. Σε αρεοπαγίτη προάγεται πρόεδρος εφετών ή εφέτης, με επτά (7) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό του εφέτη και συνολική πραγματική δικαστική υπηρεσία είκοσι έξι (26) τουλάχιστον ετών, ύστερα από αίτησή του.
9. Σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται εισαγγελέας εφετών ή αντεισαγγελέας εφετών, με επτά (7) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό του αντεισαγγελέα εφετών και συνολική πραγματική δικαστική υπηρεσία είκοσι έξι (26) τουλάχιστον ετών, ύστερα από αίτηση του.
10. Με την επιφύλαξη της παρ.3 του άρθρου 59, σε αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου προάγεται αρεοπαγίτης με δύο (2) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτό. Η διετία πρέπει να έχει συμπληρωθεί την 1η Ιουλίου του έτους, κατά το οποίο κενώνεται η θέση που πρόκειται να καταληφθεί.
11. Σε Πρόεδρο του Αρείου Πάγου προάγεται αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ή αρεοπαγίτης που μπορεί να προαχθεί σε αντιπρόεδρο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρο 59.
12. Σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και αρεοπαγίτης που μπορεί να προαχθεί σε αντιπρόεδρο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 59 ή αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με δύο (2) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό αυτό, τα οποία έχουν συμπληρωθεί την 1η Ιουλίου του έτους, κατά το οποίο κενώνεται η θέση.
13. Η προαγωγή στους βαθμούς του προέδρου και εισαγγελέα πρωτοδικών, του εφέτη και αντεισαγγελέα εφετών γίνεται κατ’ εκλογή.
14. Η προαγωγή στους βαθμούς του αρεοπαγίτη, του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του προέδρου και εισαγγελέα εφετών γίνεται μόνο κατ’ απόλυτη εκλογή.
15. Αυτοί που προάγονται με την ίδια απόφαση διατηρούν τη μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας.

Άρθρο 90
Διορισμός και προαγωγές Ειρηνοδικών
1. Σε θέσεις δοκίμων ειρηνοδικών διορίζονται οι απόφοιτοι της κατεύθυνσης ειρηνοδικών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών κατά την σειρά που έχουν στους σχετικούς πίνακες.
2. Οι διοριζόμενοι δόκιμοι ειρηνοδίκες διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία δέκα (10) μηνών στο ειρηνοδικείο της έδρας του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο ή το πταισματοδικείο, που έχουν διοριστεί, στη διάρκεια της οποίας έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ειρηνοδίκη και επιθεωρούνται όπως οι ειρηνοδίκες.
3. Οι εκθέσεις των δοκίμων ειρηνοδικών για την επίδοση, τα στατιστικά στοιχεία της απόδοσής τους και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο ή πληροφορία για την καταλληλότητά τους φυλάσσονται σε ειδικό ατομικό φάκελο, ο οποίος, μετά το τέλος της δοκιμαστικής υπηρεσίας, υποβάλλεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δια του Υπουργού Δικαιοσύνης.
4. Στη διάρκεια της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας οι δόκιμοι ειρηνοδίκες τελούν υπό την άμεση ευθύνη και εποπτεία του προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης ή του διευθύνοντος το ειρηνοδικείο της έδρας ή του προέδρου πρωτοδικών στην περίπτωση που το ειρηνοδικείο της έδρας είναι μονοεδρικό. Τοποθετούνται διαδοχικά σε όλα τα τμήματα του δικαστηρίου, υπηρετούν ως β΄ ανακριτικοί υπάλληλοι και ενημερώνονται ως προς όλες τις αρμοδιότητες του δικαστηρίου και ως προς τη διάρθρωση και λειτουργία της γραμματείας του.
5. Κατά τους τελευταίους πέντε (5) μήνες της δοκιμαστικής υπηρεσίας ο πρόεδρος πρωτοδικών μπορεί να αναθέτει στον δόκιμο ειρηνοδίκη με ειδική κάθε φορά παραγγελία την εκτέλεση καθηκόντων ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη στα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας του πρωτοδικείου.
6. Μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για την προαγωγή των δοκίμων ειρηνοδικών σε θέσεις ειρηνοδικών Δ΄ τάξης. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και λαμβάνονται υπόψη η κατά την παρ. 6 έκθεση του συμβουλίου πρωτοδικών, οι εκθέσεις των προϊσταμένων και επιθεωρητών, καθώς και το ήθος, η επιστημονική κατάρτιση, η ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και η επίδοσή τους γενικά. Αν το συμβούλιο κρίνει ότι ο δόκιμος ειρηνοδίκης δεν πρέπει να προαχθεί σε θέση ειρηνοδίκη, λόγω έλλειψης ήθους ή λόγω ανεπάρκειας, αποφασίζει αιτιολογημένα την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία διενεργείται με προεδρικό διάταγμα. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω λήψης από τον δόκιμο ειρηνοδίκη άδειας ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων προαγωγή του σε θέση ειρηνοδίκη ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 σειράς αρχαιότητας και ο δικαστικός λειτουργός αναγράφεται στους συντασσόμενους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες αρχαιότητας με τη σειρά που κατείχε κατά την αποφοίτησή του από την ΕΣΔι.
7. Για την καταλληλότητα των δοκίμων ειρηνοδικών της περιφέρειάς του, προκειμένου να προαχθούν σε θέσεις ειρηνοδικών, αποφαίνεται, με αιτιολογημένη έκθεσή του, το συμβούλιο πρωτοδικών, που συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών και δύο (2) πρωτοδίκες. Το συμβούλιο αποφαίνεται, αφού ακούσει τον εισηγητή πρωτοδίκη, ο οποίος έχει σχηματίσει προσωπική αντίληψη για το ήθος και την εργατικότητα των δοκίμων ειρηνοδικών, καθώς και για την επιστημονική τους κατάρτιση.
8. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία ειρηνοδίκη για έξι (6) μήνες, αν κρίνει ότι αυτός δεν είναι ακόμα ώριμος να προαχθεί σε θέση ειρηνοδίκη. Αν και μετά τη πάροδο του πρόσθετου χρόνου το συμβούλιο κρίνει ότι δεν πρέπει να προαχθεί σε θέση ειρηνοδίκη, αποφασίζει ταυτόχρονα, με αιτιολογημένη απόφαση, την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία διενεργείται με προεδρικό διάταγμα.
9. Οι δόκιμοι ειρηνοδίκες λαμβάνουν τις αποδοχές του ειρηνοδίκη Δ’ τάξης.
10. Οι οργανικές θέσεις των ειρηνοδικών Δ’,Γ’, Β’ και Α’ τάξης είναι ενιαίες. Οι ειρηνοδίκες προάγονται από την προηγούμενη στην αμέσως επόμενη τάξη ως ακολούθως:
α. Οι Δ’ τάξης στη Γ’ τάξη, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του δόκιμου ειρηνοδίκη,
β. Oι Γ’ τάξης στη Β’ τάξη, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών υπηρεσίας στη Γ’ τάξη,
γ. Οι Β’ τάξης στην Α’ τάξη, μετά τη συμπλήρωση οκτώ (8) ετών υπηρεσίας στη Β’ τάξη.
Η προαγωγή από την αμέσως προηγούμενη στην επόμενη τάξη γίνεται μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που ανατρέχει στον χρόνο συμπλήρωσης των κατά τα ανωτέρω χρονικών προϋποθέσεων. Οι ως άνω προαγωγές διενεργούνται μόνο εφόσον οι υπό προαγωγή ειρηνοδίκες έχουν ολοκληρώσει την παρακολούθηση των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4871/2021 (Α’ 246).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ’
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Άρθρο 91
Συγκρότηση Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, αρμοδιότητα, λειτουργία

1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης αποφασίζει για τον διορισμό των πρωτοδικών και αντεισαγγελέων πρωτοδικών και ειρηνοδικών και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης αποφασίζει, γνωμοδοτεί ή προτείνει και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από τον νόμο.
2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης εδρεύει στο κατάστημα του Αρείου Πάγου. Αποτελείται από ένδεκα (11) μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στον βαθμό του αρεοπαγίτη, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προέδρου και εισαγγελέα εφετών, οπότε αποτελείται από δεκαπέντε (15) μέλη. Τακτικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είναι ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και, κατά περίπτωση, εννέα (9) ή δεκατρία (13) μέλη που ορίζονται με κλήρωση. Δύο (2) μέλη του συμβουλίου είναι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στο συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο δύο (2) πρόεδροι εφετών ή δύο (2) εισαγγελείς εφετών, αν πρόκειται για θέματα υπηρεσιακών μεταβολών προέδρων εφετών και εφετών ή εισαγγελέων και αντεισαγγελέων εφετών αντίστοιχα ή δύο (2) εφέτες ή δύο (2) αντεισαγγελείς εφετών, αν πρόκειται για θέματα υπηρεσιακών μεταβολών δικαστών ή εισαγγελέων με βαθμό κατώτερο του εφέτη ή αντεισαγγελέα εφετών, που ορίζονται με κλήρωση. Αυτοί που μετέχουν χωρίς ψήφο καλούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα.
3. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης γίνεται από το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του Δεκεμβρίου μεταξύ των αντιπροέδρων, των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου που έχουν τουλάχιστον δύο (2) έτη υπηρεσίας στον βαθμό του αρεοπαγίτη ή του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά τον χρόνο έναρξης της θητείας τους ως μελών του Συμβουλίου. Στην ίδια συνεδρίαση γίνεται η κλήρωση των χωρίς ψήφο προέδρων και εισαγγελέων εφετών και των εφετών και αντεισαγγελέων εφετών, μεταξύ των δεκαπέντε (15) αρχαιότερων προέδρων και εισαγγελέων εφετών και μεταξύ των τριάντα (30) αρχαιότερων εφετών και αντεισαγγελέων εφετών, των εφετείων και εισαγγελιών εφετών, από το ενιαίο σύνολο των υπηρετούντων στα εφετεία και τις εισαγγελίες εφετών Αθηνών και Πειραιώς, οι οποίοι δεν έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός από την επίπληξη, ή δεν έχουν κριθεί μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχουν.
4. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα των μελών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών που έχουν τα απαιτούμενα προσόντα συμμετοχής στην κλήρωση και ακολούθως τα σφαιρίδια τοποθετούνται στις οικείες κληρωτίδες. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση η κλήρωση διεξάγεται σε έξι (6) στάδια και από ισάριθμες κληρωτίδες. Κατά το πρώτο στάδιο ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα με τους αντιπροέδρους και τους αρεοπαγίτες δεκαέξι (16) σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι επτά (7) και ένδεκα (11) πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν κατά περίπτωση τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Κατά το δεύτερο στάδιο ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα με τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου τέσσερα (4) σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων από τους οποίους οι δύο (2) πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Με τον ίδιο τρόπο γίνεται ακολούθως η κλήρωση από τις οικείες κληρωτίδες έξι (6) προέδρων εφετών, έξι (6) εισαγγελέων εφετών, έξι (6) εφετών και έξι (6) αντεισαγγελέων εφετών, από τους οποίους οι δύο (2) πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν κατά περίπτωση τακτικά χωρίς ψήφο μέλη του συμβουλίου και οι υπόλοιποι αναπληρωματικά χωρίς ψήφο μέλη του συμβουλίου. Τα τακτικά μέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωματικά κατά τη σειρά της κλήρωσης. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος το οποίο επιδεικνύει στα λοιπά μέλη του τμήματος. Ο αριθμός των υπηρετούντων στο Εφετείο και στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιώς προέδρων εφετών, εισαγγελέων εφετών, εφετών και αντεισαγγελέων εφετών που κληρώνονται δεν πρέπει να υπερβαίνει τους δύο (2) προέδρους εφετών, εισαγγελείς εφετών, εφέτες και αντεισαγγελείς εφετών. Αν μετά την εξαγωγή από την οικεία κληρωτίδα του ονόματος του πρώτου προέδρου εφετών, εισαγγελέα εφετών, εφέτη και αντεισαγγελέα εφετών που υπηρετεί στο Εφετείο ή την Εισαγγελία Εφετών Πειραιώς, εξαχθεί και άλλο όνομα προέδρου εφετών, εισαγγελέα εφετών, εφέτη και αντεισαγγελέα εφετών από το Εφετείο ή την Εισαγγελία Εφετών Πειραιώς, αυτό εξαιρείται. Για όλα τα στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
5. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση. Η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωση έτους.
6. Για την αντικατάσταση τακτικών ή αναπληρωματικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία γίνεται συμπληρωματική κλήρωση. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, η συμπληρωματική κλήρωση δεν έγινε μέχρι τέλους Ιουνίου, αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί από το Α΄ τμήμα διακοπών κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου.
7. Η κλήρωση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου. Σε αυτή μετέχουν ομοιόβαθμοι των αντικαθισταμένων κατά τα οριζόμενα στις παρ. 2 και 3, οι οποίοι δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη διαδικασία και την κλήρωση εφαρμόζεται η παρ. 4. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια όσα είναι τα τακτικά ή τα αναπληρωματικά μέλη που αντικαθίστανται. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμία άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών.
8. Όταν απουσιάζουν, κωλύονται ή ελλείπουν ο Πρόεδρος ή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, καλούνται ως μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Αν οι αναπληρωτές είναι τακτικά μέλη του Συμβουλίου, αναπληρώνονται από αντίστοιχα αναπληρωματικά.
9. Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου προεδρεύει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Αν απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει, προεδρεύει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Αν και αυτός απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει, προεδρεύει ο αναπληρωτής του Προέδρου.
10. Όσα ισχύουν για την εξαίρεση των μελών του Αρείου Πάγου εφαρμόζονται και για την εξαίρεση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
11. Καθήκοντα γραμματέα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου εκτελεί ο γραμματέας του Αρείου Πάγου και, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο νόμιμος αναπληρωτής του. Κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου καθήκοντα γραμματέα εκτελεί ο οριζόμενος από τον πρόεδρο υπάλληλος της γραμματείας.
12. Ως προς τη λειτουργία και τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, τη διαφωνία του Υπουργού, την προσφυγή του ενδιαφερόμενου, και όλα τα λοιπά θέματα, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 81, με τις εξής διαφοροποιήσεις:
α) Στην παρ. 4, η παραπομπή, αντί στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 34 του π.δ 18/1989 (Α’ 8), γίνεται στην παρ. 2 του άρθρου 302 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
β) Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως δευτεροβάθμιο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, μετέχουν ο Εισαγγελέας και οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στην ίδια ολομέλεια, όταν πρόκειται για προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση, μετάταξη ή απόσπαση δικαστικών λειτουργών, μετέχουν χωρίς ψήφο οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών και οι εφέτες και αντεισαγγελείς εφετών που μετέχουν κατά περίπτωση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι καλούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα.

13. Για τη συμμετοχή του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων (European Network of Councils for the Judiciary), που εδρεύει στις Βρυξέλλες, καταβάλλεται κατ’ έτος εισφορά που ορίζεται σύμφωνα με το καταστατικό του και καλύπτονται οι δαπάνες που σχετίζονται με τις εργασίες του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ’
ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Άρθρο 92
Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών

Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών είναι αρμόδια για την επιλογή, κατάρτιση και αξιολόγηση των εκπαιδευόμενων, οι οποίοι πρόκειται να διοριστούν σε θέσεις δοκίμων δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τη διαρκή επιμόρφωση των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, για την εκπόνηση και εφαρμογή των ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης ή επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών που προέρχονται από τα άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από τρίτες χώρες και για τις διεθνείς εκπαιδευτικές ανταλλαγές, κατά τα οριζόμενα στον ν. 4871/2021 (Α΄246).

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ’
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Άρθρο 93
Συμβούλιο, όργανα και διαδικασία επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών

1. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών αποτελείται από έναν (1) αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως πρόεδρο, έναν (1) αρεοπαγίτη και έναν (1) αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο αντιπρόεδρος, ως τακτικό μέλος της επιθεώρησης, απαλλάσσεται από κάθε άλλη υπηρεσία κατά το χρονικό διάστημα που μετέχει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, με εξαίρεση τη συμμετοχή του στη μείζονα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
2. Την επιθεώρηση ενεργούν:
α) στα εφετεία, στα πρωτοδικεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου,
β) στα ειρηνοδικεία και στα ειδικά πταισματοδικεία, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας εφετών αντίστοιχα της οικείας περιφέρειας ή οι οριζόμενοι από αυτούς πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών,
γ) στις γραμματείες των παραπάνω δικαστηρίων και εισαγγελιών, οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών της οικείας περιφέρειας και οι πρόεδροι και εισαγγελείς πρωτοδικών, αντίστοιχα.
3. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ορίζονται με τους αναπληρωματικούς τους με κλήρωση, από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία συνέρχεται ανά δύο (2) έτη σε συμβούλιο μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου. Για την επιλογή του προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης τοποθετούνται στην κληρωτίδα τα ονόματα των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου. Για την επιλογή των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών τοποθετούνται στην κληρωτίδα τα ονόματα των αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων, τους οποίους η ίδια Ολομέλεια ορίζει σε αριθμό διπλάσιο του απαιτουμένου για το σύνολο των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών από αυτούς που έχουν διετή υπηρεσία. Αν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός μελών του Αρείου Πάγου με διετή υπηρεσία, ο αριθμός συμπληρώνεται και από αυτούς που έχουν υπηρεσία ενός (1) έτους.
4. Η κλήρωση της παρ. 3 διενεργείται χωριστά για τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, τους επιθεωρητές των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και τους επιθεωρητές εισαγγελιών, ανάλογα με τον κλάδο από τον οποίο προέρχονται τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές.
5. Δεν μπορούν να ορισθούν επιθεωρητές όσοι άσκησαν καθήκοντα επιθεωρητή την προηγούμενη διετία.
6. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται αδιαφανή σφαιρίδια, στα οποία τοποθετούνται οι κλήροι με τα ονόματα των αντιπροέδρων, των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη της ολομέλειας. Στη συνέχεια ο πρόεδρος εξάγει δύο (2) σφαιρίδια από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντιπροέδρων, ένδεκα (11) σφαιρίδια από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αρεοπαγιτών, και επτά (7) σφαιρίδια από την τρίτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντεισαγγελέων. Μετά την εξαγωγή του κλήρου από κάθε σφαιρίδιο ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος και επιδεικνύει τον κλήρο με το όνομα του κληρωθέντος στα λοιπά μέλη της ολομέλειας.
Από τους κληρωθέντες της πρώτης κληρωτίδας ο πρώτος αντιπρόεδρος κατά σειρά κλήρωσης αποτελεί το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Από τους κληρωθέντες της δεύτερης κληρωτίδας οι δύο (2) αρχαιότεροι αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου, ο πρώτος το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό, οι υπόλοιποι έξι (6), κατά σειρά κληρώσεως, αποτελούν τους επιθεωρητές των περιφερειών της επιθεώρησης και οι επόμενοι τέσσερις (4) είναι αναπληρωματικοί τους.
Από τους κληρωθέντες της τρίτης κληρωτίδας ο πρώτος από τους αρχαιότερους αποτελεί το τακτικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης, ο δεύτερος τον αναπληρωτή του, οι επόμενοι τρεις (3) κατά σειρά κληρώσεως αποτελούν τους επιθεωρητές της Γ΄, Δ΄, και Η΄ περιφέρειας επιθεώρησης αντίστοιχα και οι επόμενοι δύο είναι οι αναπληρωματικοί τους.
Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
7. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου είναι διετής. Αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου του ορισμού τους έτους. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης του προέδρου ή μέλους του συμβουλίου, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωτής του και μόνο για το υπόλοιπο της θητείας του.
8. Οι επιθεωρητές, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τη συμμετοχή των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου στη μείζονα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και των υπολοίπων στις οικείες ολομέλειες των δικαστηρίων και εισαγγελιών.
9. Κάθε επιθεωρητής κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων του επικουρείται από έναν δικαστικό υπάλληλο του κλάδου ΠΕ επικουρίας και τεκμηρίωσης δικαστικού έργου, τον οποίο ορίζει, με απόφασή της, η ολομέλεια.
10. Οι πρόεδροι εφετών ενεργούν ετήσια επιθεώρηση των πρωτοδικείων, ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων και οι εισαγγελείς εφετών ετήσια επιθεώρηση των εισαγγελιών της περιφέρειάς τους και των πταισματοδικείων ως προς το προανακριτικό τους έργο, παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Σε όσα δικαστήρια και εισαγγελίες υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ή εισαγγελείς εφετών, ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή εκείνος που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει από τους ομοιόβαθμούς του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν.
11. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης, προαγωγής ή κωλύματος του επιθεωρητή αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την επιθεώρηση διενεργούν ή συνεχίζουν οι αναπληρωματικοί τους, κατά τη σειρά ορισμού τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους.
12. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και τον βαθμό του προέδρου εφετών ή του εισαγγελέα εφετών. Οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Κατά την εξέταση προσφυγής κατά έκθεσης ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης δεν μετέχει στο συμβούλιο, εάν έχει συντάξει ο ίδιος την εν λόγω έκθεση, αλλά ο αναπληρωματικός του.

Άρθρο 94
Περιφέρειες επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων
1. Οι περιφέρειες της επιθεώρησης ορίζονται σε εννέα (9) και καθεμία από αυτές περιλαμβάνει αντιστοίχως:
Η πρώτη (Α’), τα Εφετεία Αθηνών, Λαμίας και Ευβοίας, τα Πρωτοδικεία και τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών των Εφετείων Αθηνών, Λαμίας και Ευβοίας, πλην του Πρωτοδικείου Αθηνών και των Εισαγγελιών Πρωτοδικών Αθηνών, Λαμίας και Χαλκίδας.
Η δεύτερη (Β’), το Πρωτοδικείο Αθηνών.
Η τρίτη (Γ’), τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών Αθηνών και Λαμίας, την Εισαγγελία Εφετών Ευβοίας και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας. Ως επιθεωρητής ορίζεται αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η τέταρτη (Δ’), τις Εισαγγελίες Εφετών Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Θράκης και Δυτικής Μακεδονίας και τις υπαγόμενες σε αυτές Εισαγγελίες Πρωτοδικών. Ως επιθεωρητής ορίζεται αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η πέμπτη (Ε’), τα Εφετεία Πειραιώς, Ναυπλίου και Καλαμάτας, τα υπαγόμενα σε αυτά Πρωτοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες Εισαγγελίες Εφετών, με τις υπαγόμενες σε αυτές Εισαγγελίες Πρωτοδικών, πλην των Εισαγγελιών Εφετών και Πρωτοδικών Πειραιά.
Η έκτη (ΣΤ’), τα Εφετεία Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Δωδεκανήσου, Αιγαίου και Βορείου Αιγαίου, τα υπαγόμενα σε αυτά Πρωτοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες Εισαγγελίες Εφετών, με τις υπαγόμενες σε αυτές Εισαγγελίες Πρωτοδικών.
Η έβδομη (Ζ’), τα Εφετεία Λάρισας, Ιωαννίνων, Πατρών, Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και Κέρκυρας και τα υπαγόμενα σε αυτά Πρωτοδικεία.
Η όγδοη (Η’), τις Εισαγγελίες Εφετών Λάρισας, Ιωαννίνων, Πατρών, Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και Κέρκυρας, με τις υπαγόμενες σε αυτές Εισαγγελίες Πρωτοδικών. Ως επιθεωρητής ορίζεται αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η ένατη (Θ’), τα Εφετεία Θεσσαλονίκης, Θράκης και Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και τα υπαγόμενα σε αυτά Πρωτοδικεία.
2. Οι περιφέρειες επιθεώρησης δύνανται να μεταβάλλονται μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και ισχύει από τη 16η Σεπτεμβρίου του επόμενου από τη δημοσίευσή της δικαστικού έτους.
3. Στην έδρα του μεγαλύτερου από τα εφετεία κάθε περιφέρειας, καθώς και στην έδρα του πρωτοδικείου Αθηνών, ιδρύεται Γραφείο Γραμματείας Επιθεώρησης, στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, με αποκλειστική απασχόληση, ένας ή περισσότεροι γραμματείς από το προσωπικό των δικαστηρίων της έδρας του εφετείου ή του πρωτοδικείου. Το γραφείο επικουρεί τον επιθεωρητή στο έργο του και ιδίως συγκεντρώνει τα απαιτούμενα για τη διενέργεια της επιθεώρησης δικαστηρίων και δικαστικών λειτουργών στατιστικά στοιχεία, καθώς και τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με την πορεία των αποφάσεων των επιθεωρούμενων κατά την παρ. 8 του άρθρου 100.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ’
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Άρθρο 95
Όργανα και διαδικασία επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας
1. Το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελείται από έναν (1) αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, και δύο (2) συμβούλους Επικρατείας με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στον βαθμό, ως μέλη. Οι ανωτέρω, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικά τμήματα, ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές με απόφαση της Ολομέλειας σε συμβούλιο, η οποία εκδίδεται τον μήνα Ιούνιο του προηγούμενου της ενάρξεως της θητείας τους δικαστικού έτους. Η θητεία του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου ημερολογιακού έτους.
2. Οι πάρεδροι, οι εισηγητές και οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται σε επιθεώρηση, η οποία διενεργείται κάθε δύο (2) δικαστικά έτη. Έκτακτες ή συμπληρωματικές επιθεωρήσεις ενεργούνται οποτεδήποτε. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Συμβουλίου Επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορούν να παραγγέλλουν έκτακτη επιθεώρηση παρέδρου ή εισηγητή, η οποία ενεργείται από τον Πρόεδρο του Τμήματος στο οποίο υπηρετεί ο Πάρεδρος ή από τον αρχαιότερο από τους Προέδρους των Τμημάτων στα οποία υπηρετεί ο Εισηγητής. Αντίγραφο της έκθεσης διαβιβάζεται στον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης.
3. Οι αντιπρόεδροι, που προεδρεύουν στα τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, συντάσσουν τον μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παρ. 1 εκθέσεις επιθεώρησης για τους παρέδρους που υπηρέτησαν στο τμήμα τους. Οι αντιπρόεδροι και οι σύμβουλοι Επικρατείας, οι οποίοι άσκησαν καθήκοντα προεδρεύοντος σε πέντε (5) τουλάχιστον συνεδριάσεις κατά τα δύο (2) δικαστικά έτη στα οποία ανάγεται η επιθεώρηση, συντάσσουν τον μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παρ. 1 εκθέσεις επιθεώρησης για την απόδοση των παρέδρων που υπηρέτησαν στο ίδιο με αυτούς τμήμα, με ρητή μνεία του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος.
4. Σύμβουλοι της Επικρατείας που έχουν εισηγηθεί στο δικαστήριο προς συζήτηση, κατά τη διάρκεια των δύο (2) δικαστικών ετών στα οποία ανάγεται η επιθεώρηση, δύο (2) τουλάχιστον διαφορετικές υποθέσεις με προεισήγηση του αυτού εισηγητή ή μία (1) υπόθεση στην ολομέλεια με προεισήγηση, συντάσσουν τον μήνα Ιούνιο του δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παρ. 1 εκθέσεις επιθεώρησης για τον εν λόγω εισηγητή. Εφόσον πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει εισηγηθεί με, κατ’ εξαίρεση, προεισήγηση του αυτού εισηγητή δύο (2) τουλάχιστον υποθέσεις, ο πρόεδρος του οικείου τμήματος συντάσσει και υποβάλλει στο Συμβούλιο της παρ. 1 έκθεση επιθεώρησης για τον εισηγητή, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του παρέδρου.
5. Ο κατάλογος των, κατά τις παρ. 3 και 4, επιθεωρητών κοινοποιείται στον επιθεωρούμενο δικαστή προς διόρθωση σφαλμάτων τον μήνα Μάιο του δεύτερου από τα δύο (2) δικαστικά έτη στα οποία ανάγεται η επιθεώρηση.
6. Για την αξιολόγηση των παρέδρων λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται η ικανότητα και η ταχύτητα σύνταξης σχεδίων αποφάσεων, καθώς και ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν εισηγήσεις σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας, με ανάλογη εφαρμογή της περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 19, η συμβολή τους κατά τη διάσκεψη, η επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράστασή τους, η συμπεριφορά τους στο ακροατήριο και το ήθος τους. Για την αξιολόγηση των εισηγητών λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν προεισηγήσεις, σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας, με ανάλογη εφαρμογή της περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 19, η ικανότητα και η ταχύτητα σύνταξης προεισηγήσεων, η επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση και το ήθος τους. Οι κρίσεις είναι ειδικά αιτιολογημένες και έχουν υποχρεωτικά και αποκλειστικά την εξής κλίμακα: 1. εξαίρετος, 2. πολύ καλός, 3. καλός, 4. ανεπαρκής, για κάθε κριτήριο ξεχωριστά και συνολικά.
7. Στο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης υποβάλλονται οι ειδικά αιτιολογημένες εκθέσεις επιθεώρησης που συντάσσονται σύμφωνα με τις παρ. 3, 4 και 6 τον μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους, τα τηρούμενα στο δικαστήριο στατιστικά στοιχεία για την ποσοτική απόδοση των παρέδρων και εισηγητών και για τη δυσχέρεια των υποθέσεων που χειρίστηκαν κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας, με ανάλογη εφαρμογή της περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 19, καθώς και στοιχεία σχετικά με την απόδοση των ανωτέρω σε όλα τα λοιπά καθήκοντα, τα οποία τους έχουν ανατεθεί από το δικαστήριο. Το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης συντάσσει, επί τη βάσει των ως άνω στοιχείων, ανά διετία τον μήνα Σεπτέμβριο τελικές ειδικά αιτιολογημένες εκθέσεις επιθεώρησης για καθέναν από τους παρέδρους και εισηγητές. Οι κρίσεις του Συμβουλίου Επιθεώρησης κατά την αξιολόγηση έχουν υποχρεωτικά και αποκλειστικά την εξής κλίμακα: 1. εξαίρετος, 2. πολύ καλός, 3. καλός, 4. ανεπαρκής. Οι εκθέσεις κοινοποιούνται αμελλητί στους προαναφερθέντες δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι μπορούν να λαμβάνουν γνώση των στοιχείων του ατομικού τους φακέλου. Το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητες των παρ. 1, 2 και 7 του άρθρου 100, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.
8. Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, δύο (2) αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και δύο (2) συμβούλους Επικρατείας με τετραετή υπηρεσία στον βαθμό, ως μέλη. Οι δύο (2) αντιπρόεδροι και οι δύο (2) σύμβουλοι με ισάριθμους αναπληρωματικούς ορίζονται με απόφαση της ολομέλειας σε συμβούλιο που εκδίδεται τον μήνα Ιούνιο του προηγούμενου της ενάρξεως της θητείας τους δικαστικού έτους. Η θητεία των ως άνω αντιπροέδρων και συμβούλων αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου ημερολογιακού έτους. Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 103 και 105, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως.
9. Πάρεδρος ή εισηγητής του Συμβουλίου της Επικρατείας ο οποίος θεωρεί ότι η τελική έκθεση επιθεωρήσεως του περιέχει δυσμενείς κρίσεις ή ανακριβή περιστατικά σε βάρος του μπορεί να προσφύγει στο Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της εν λόγω εκθέσεως σε αυτόν. Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, αφού λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία και καλέσει τον προσφεύγοντα προς ακρόαση, μπορεί είτε να κάνει δεκτή την προσφυγή και να διορθώσει την τελική έκθεση επιθεώρησης, εν όλω ή εν μέρει, είτε να την απορρίψει.
10. Με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται εσωτερικός κανονισμός, με τον οποίο ρυθμίζονται τα υπηρεσιακά καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με όμοια απόφαση τροποποιείται ή κωδικοποιείται ο ισχύων κανονισμός.

Άρθρο 96
Όργανα και διαδικασία επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου
1. Οι πάρεδροι, οι εισηγητές και οι δόκιμοι εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο υπόκεινται σε επιθεώρηση, η οποία διενεργείται κάθε δύο (2) δικαστικά έτη.
2. Την επιθεώρηση διενεργούν στους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου ένας από τους αρχαιότερους συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στη Γενική Επιτροπεία του Δικαστηρίου ο ορισθείς αντεπίτροπος Επικρατείας. Ο σύμβουλος ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, με απόφαση της Ολομέλειας σε συμβούλιο, η οποία εκδίδεται τον μήνα Μάιο. Η θητεία αυτή αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο γίνεται ο ορισμός και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου ημερολογιακού έτους.
3. Ο ανωτέρω σύμβουλος και ο ορισθείς αντεπίτροπος Επικρατείας συντάσσουν, τον μήνα Μάιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους, ειδικά αιτιολογημένες εκθέσεις επιθεώρησης για τους ανωτέρω δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας του Δικαστηρίου, αντίστοιχα. Για να σχηματίσει πληρέστερη γνώμη ο επιθεωρητής ζητεί πληροφορίες και στοιχεία από τους προέδρους των δικαστικών σχηματισμών, στους οποίους ο δικαστικός λειτουργός υπηρέτησε κατά το επιθεωρούμενο διάστημα και ειδικά για τους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στη Γενική Επιτροπεία του Δικαστηρίου από τον Γενικό Επίτροπο.
4. Για την αξιολόγηση των παρέδρων λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται το ήθος και το σθένος τους, η ικανότητά τους προς σύνταξη σχεδίων αποφάσεων και πράξεων, σχεδίων υπομνημάτων και εκθέσεων ελέγχου, σχεδίων μελετών και γνωμοδοτήσεων, ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες εισηγήθηκαν ή συνέταξαν πράξεις ή αποφάσεις ή υπομνήματα ή εκθέσεις ελέγχου ή μελέτες και γνωμοδοτήσεις, σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με ανάλογη εφαρμογή της περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19, η συμβολή τους κατά τη διάσκεψη, η επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, η συμπεριφορά τους στο ακροατήριο, καθώς και τα τηρούμενα στο Δικαστήριο στατιστικά στοιχεία για την ποσοτική απόδοσή τους με έμφαση στον χρόνο παράδοσης των σχεδίων πράξεων, αποφάσεων, υπομνημάτων, εκθέσεων ελέγχου, μελετών και γνωμοδοτήσεων που συντάσσουν επί των υποθέσεων, ελέγχων και εντολών για εκπόνηση μελετών ή γνωμοδοτήσεων που έχουν χρεωθεί, σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, κατά τα οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19.
5. Για την αξιολόγηση των εισηγητών και των δόκιμων εισηγητών λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται το ήθος και το σθένος τους, ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν εισηγήσεις, σχέδια πράξεων ή προσχέδια αποφάσεων, σχέδια υπομνημάτων και εκθέσεων ελέγχου, σχέδια μελετών και γνωμοδοτήσεων, η ικανότητά τους προς σύνταξη εισηγήσεων, σχεδίων πράξεων ή προσχεδίων αποφάσεων, σχεδίων υπομνημάτων και εκθέσεων ελέγχου, σχεδίων μελετών και γνωμοδοτήσεων, σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με ανάλογη εφαρμογή της περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19, η συμβολή τους κατά τη διάσκεψη, η επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και τα τηρούμενα στο Δικαστήριο στατιστικά στοιχεία για την ποσοτική απόδοσή τους με έμφαση στον χρόνο παράδοσης των εισηγήσεων, των σχεδίων πράξεων και προσχεδίων αποφάσεων, των σχεδίων υπομνημάτων και εκθέσεων ελέγχου, των σχεδίων μελετών και γνωμοδοτήσεων, που συντάσσουν επί των υποθέσεων, ελέγχων και εντολών για εκπόνηση μελετών ή γνωμοδοτήσεων που έχουν χρεωθεί, σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, κατά τα οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19.
6. Κατά την αξιολόγηση των παρέδρων και εισηγητών συνεκτιμάται και η τυχόν επιβάρυνσή τους με παράλληλα καθήκοντα πάσης φύσεως που τους ανατίθενται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και τον κανονισμό λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Για την αξιολόγηση του δικαστικού λειτουργού ως προς τα ανωτέρω προσόντα, ο επιθεωρητής χρησιμοποιεί αποκλειστικά και μόνο την εξής κλίμακα: 1. εξαίρετος, 2. πολύ καλός, 3. καλός, 4. ανεπαρκής, για κάθε κριτήριο ξεχωριστά και συνολικά. Ο επιθεωρητής ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στις παρ. 1, 2 και 7 του άρθρου 100, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.
7. Οι εκθέσεις επιθεώρησης κοινοποιούνται αμελλητί στους προαναφερθέντες δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι μπορούν να λαμβάνουν γνώση των στοιχείων του ατομικού τους φακέλου.
8. Στο Ελεγκτικό Συνέδριο λειτουργεί Συμβούλιο Επιθεώρησης, το οποίο αποτελείται από τρεις (3) αντιπροέδρους, από τους οποίους οι δύο (2), με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται με κλήρωση, η οποία διενεργείται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 97, ενώ ο τρίτος είναι ο πρόεδρος, ή ο αναπληρωτής του, του τμήματος στο οποίο υπηρετεί ο επιθεωρούμενος δικαστικός λειτουργός. Ειδικά για τους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στη Γενική Επιτροπεία του Δικαστηρίου, καθώς και για τους δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έχουν αποσπαστεί και υπηρετούν στη Γενική Επιτροπεία του Δικαστηρίου, το τρίτο μέλος του εν λόγω Συμβουλίου Επιθεώρησης είναι ο Γενικός Επίτροπος ή ο αναπληρωτής του. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου που κληρώθηκαν αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο γίνεται η κλήρωση και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου ημερολογιακού έτους. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 103 και 105, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως.
9. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, διορισμού στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, απόσπασης ή κωλύματος του επιθεωρητή, την επιθεώρηση ενεργεί ή συνεχίζει ο αναπληρωτής του και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του.
10. Με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται εσωτερικός κανονισμός, με τον οποίο ρυθμίζονται τα υπηρεσιακά καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με όμοια απόφαση τροποποιείται ή κωδικοποιείται ο ισχύων κανονισμός.

Άρθρο 97
Όργανα και διαδικασία επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών

1. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών τους είναι το Συμβούλιο Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές.
2. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης αποτελείται από έναν (1) αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, και δύο (2) συμβούλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης του προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωματικός του μόνο για το υπόλοιπο της θητείας του.
3. Την επιθεώρηση διενεργούν:
α. Στα διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία, σύμβουλοι επικρατείας.
β. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και πρόεδροι εφετών.
γ. Στις γραμματείες των ως άνω δικαστηρίων, ο Γενικός Επίτροπος ή μέλη της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των δικαστηρίων αυτών, οι πρόεδροι εφετών της οικείας περιφέρειας και οι πρόεδροι πρωτοδικών, αντιστοίχως.
4. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές σύμβουλοι της Επικρατείας ορίζονται, με τους αναπληρωματικούς τους, με κλήρωση, από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία συνέρχεται ανά δύο (2) έτη σε συμβούλιο μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου. Για καθεμία από τις κατά την παρ. 1 του άρθρου 83 περιφέρειες, ορίζεται ένας (1) επιθεωρητής. Για την επιλογή του προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης τοποθετούνται σε μία κληρωτίδα τα ονόματα των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για την επιλογή των μελών του Συμβουλίου επιθεώρησης και των επιθεωρητών τοποθετούνται στην κληρωτίδα τα ονόματα των συμβούλων Επικρατείας, τους οποίους η ίδια Ολομέλεια ορίζει σε αριθμό διπλάσιο του απαιτουμένου για το σύνολο των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών από αυτούς που έχουν διετή υπηρεσία. Αν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός μελών του Συμβουλίου Επικρατείας με διετή υπηρεσία, ο αριθμός συμπληρώνεται και από αυτούς που έχουν υπηρεσία ενός έτους. Δεν μπορούν να ορισθούν επιθεωρητές όσοι άσκησαν καθήκοντα στις αντίστοιχες θέσεις κατά την προηγούμενη διετία. Οι επιθεωρητές προέρχονται από διαφορετικά τμήματα.
5. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν οι κλήροι στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου οι κλήροι με τα ονόματα των αντιπροέδρων και των συμβούλων Επικρατείας. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, ο πρόεδρος εξάγει δύο (2) σφαιρίδια από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντιπροέδρων, και εννέα (9) σφαιρίδια από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των συμβούλων. Μετά την εξαγωγή του κλήρου από κάθε σφαιρίδιο, ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος και επιδεικνύει τον κλήρο με το όνομα του κληρωθέντος στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες της πρώτης κληρωτίδας, ο πρώτος αντιπρόεδρος κατά τη σειρά κλήρωσης αποτελεί το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Από τους κληρωθέντες της δεύτερης κληρωτίδας, οι τρεις (3) αρχαιότεροι αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, οι δύο (2) πρώτοι τα τακτικά και ο τρίτος το αναπληρωματικό μέλος, οι υπόλοιποι τέσσερις (4), κατά τη σειρά κληρώσεως, αποτελούν τους επιθεωρητές των περιφερειών της επιθεώρησης και οι τελευταίοι δύο (2) είναι οι αναπληρωτές των επιθεωρητών. Αν κατά την κλήρωση των τεσσάρων (4) επιθεωρητών εξαχθεί το όνομα δεύτερου ή περισσότερων συμβούλων από το ίδιο τμήμα, η κλήρωση συνεχίζεται μέχρις ότου εξαχθεί το όνομα συμβούλου από άλλο τμήμα. Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό, που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
6. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών συμβούλων επικρατείας είναι διετής. Αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η κλήρωση και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου του ορισμού τους έτους.
7. Οι επιθεωρητές σύμβουλοι, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τη συμμετοχή των συμβούλων στη μείζονα Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
8. Κάθε επιθεωρητής σύμβουλος κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων του επικουρείται από έναν δικαστικό υπάλληλο του κλάδου ΠΕ επικουρίας και τεκμηρίωσης δικαστικού έργου, τον οποίο ορίζει με απόφασή της η ολομέλεια.
9. Οι πρόεδροι εφετών διενεργούν ετήσια επιθεώρηση των διοικητικών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους, παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών συμβούλων επικρατείας. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει εκ των ομοιοβάθμων του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν.
10. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του επιθεωρητή συμβούλου της επικρατείας την επιθεώρηση ενεργούν ή συνεχίζουν οι αναπληρωτές τους κατά τη σειρά ορισμού τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους.
11. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και τον βαθμό του προέδρου εφετών. Οι πρόεδροι εφετών επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Κατά την εξέταση προσφυγής κατά έκθεσης ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης δεν μετέχει στο συμβούλιο, εάν έχει συντάξει ο ίδιος την εν λόγω έκθεση, αλλά ο αναπληρωματικός του.

Άρθρο 98
Περιφέρειες επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
1. Οι περιφέρειες της επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι τέσσερις (4) και καθεμία από αυτές περιλαμβάνει αντιστοίχως: η Α’ το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το Διοικητικό Εφετείο Χανίων και τα υπαγόμενα στο τελευταίο πρωτοδικεία, η Β’ το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, η Γ’ τα Διοικητικά Εφετεία Πειραιώς, Πατρών και Τρίπολης και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία και η Δ’ τα Διοικητικά Εφετεία Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Λάρισας και Κομοτηνής και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία.
2. Οι περιφέρειες επιθεώρησης δύνανται να μεταβάλλονται, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από το επόμενο μετά τη δημοσίευσή της δικαστικό έτος.
3. Στην έδρα του μεγαλύτερου από τα διοικητικά εφετεία κάθε περιφέρειας και του διοικητικού πρωτοδικείου Αθηνών, ιδρύεται Γραφείο Γραμματείας Επιθεώρησης, στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, με αποκλειστική απασχόληση, ένας ή περισσότεροι γραμματείς από το προσωπικό των δικαστηρίων της έδρας του διοικητικού εφετείου ή του διοικητικού πρωτοδικείου. Το γραφείο επικουρεί τον επιθεωρητή στο έργο του και ιδίως συλλέγει τα απαιτούμενα για τη διενέργεια της επιθεώρησης των δικαστηρίων και δικαστικών λειτουργών στατιστικά στοιχεία και συγκεντρώνει τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με την πορεία των αποφάσεων των επιθεωρούμενων κατά την παρ. 8 του άρθρου 100.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ’
ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 99
Επιμόρφωση επιθεωρητών
Πριν από την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, τα μέλη των Συμβουλίων Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές παρακολουθούν υποχρεωτικά έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης που διοργανώνονται από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι). Τα προγράμματα του προηγούμενου εδαφίου διενεργούνται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή της ΕΣΔι και χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως η περ. δ’ του άρθρου 7, η περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 12 και τα άρθρα 44 έως 46 του ν. 4871/2021 (Α΄ 246).

Άρθρο 100
Αρμοδιότητες επιθεωρητών

1. Οι επιθεωρητές:
α) επιθεωρούν όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των δικαστηρίων της περιφέρειάς τους και οι αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου και τους δικαστικούς λειτουργούς των αντιστοίχων εισαγγελιών,
β) σύμβουλοι επικρατείας, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου επιθεωρούν όλα τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες της περιφέρειάς τους,
γ) διενεργούν στην περιφέρειά τους, με παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης ή του προϊσταμένου της επιθεώρησης, έκτακτη ή συμπληρωματική επιθεώρηση κάθε δικαστηρίου, εισαγγελίας και δικαστικού λειτουργού.
δ) προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρουμένου, σύμφωνα με το Δ΄ Μέρος,
ε) εξετάζουν έγγραφες αναφορές του διοικητικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου και μπορούν να προβούν στη διενέργεια σχετικής έκτακτης επιθεώρησης. Καλούν, επίσης, στο πλαίσιο της επιθεώρησης, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, δια του προέδρου του και ζητούν τη γνώμη τους σε κάθε θέμα σχετικό με την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.
2. Έκτακτες ή συμπληρωματικές επιθεωρήσεις ενεργούνται οποτεδήποτε. Ο πρόεδρος του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, καθώς και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορούν να παραγγέλλουν έκτακτη επιθεώρηση όλων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών καταστημάτων, η οποία ενεργείται από τον οικείο επιθεωρητή. Αντίγραφο της έκθεσης διαβιβάζεται στον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης.
3. Οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου οφείλουν να μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων και εισαγγελιών της περιφέρειάς τους για τη διενέργεια επιθεώρησης την 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή τους. Η μετάβαση στην έδρα των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων εκτός έδρας πρωτοδικείου ανήκει στην κρίση του επιθεωρητή. Οι σύμβουλοι Eπικρατείας οφείλουν να μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων της περιφέρειάς τους για τη διενέργεια επιθεώρησης κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
4. Η επιθεώρηση των περ α) και β) της παρ. 1 αφορά στην εργασία των δικαστικών λειτουργών και των δικαστηρίων και εισαγγελιών κατά το χρονικό διάστημα από τη 16η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους ορισμού του επιθεωρητή έως τη 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου του ορισμού έτους.
5. Οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων και εισαγγελιών που επιθεωρούν από τη 16η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου. Οι ανωτέρω επιθεωρητές συντάσσουν ξεχωριστή έκθεση επιθεώρησης για κάθε ένα δικαστικό έτος του επιθεωρούμενου χρονικού διαστήματος. Η περ. γ) της παρ. 1 εφαρμόζεται και ως προς αυτούς.
6. Οι επιθεωρητές εξετάζουν, με τη βοήθεια των διαθέσιμων στατιστικών δεδομένων, το σύνολο της εργασίας των επιθεωρούμενων δικαστικών λειτουργών με βάση το ενιαίο πλαίσιο οδηγιών, πρακτικών και κατευθύνσεων του άρθρου 104. Επίσης, προκειμένου να διαμορφώσουν ασφαλή γνώμη ως προς τα αξιολογούμενα, σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 4 του άρθρου 102, κριτήρια, διεξάγουν λεπτομερώς κάθε χρήσιμη έρευνα, χωρίς να αρκούνται στις αποφάσεις και τα στοιχεία που υποδεικνύονται από τους επιθεωρούμενους δικαστικούς λειτουργούς. Περαιτέρω, μελετούν τα σχετικά με την εργασία των επιθεωρούμενων στατιστικά στοιχεία, ζητούν τη γνώμη του διευθύνοντος του δικαστηρίου ή την εισαγγελία για αυτούς, λαμβάνουν υπόψη τους γραπτές γνώμες, τις οποίες συντάσσουν υποχρεωτικά οι πρόεδροι ή οι προεδρεύοντες των τμημάτων που υπηρετούν οι επιθεωρούμενοι για όλα τα αξιολογούμενα σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 102 κριτήρια, παρακολουθούν συνεδριάσεις στις οποίες μετέχουν οι επιθεωρούμενοι, διαπιστώνουν τη συμμετοχή τους στα υποχρεωτικά επιμορφωτικά σεμινάρια της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και έχουν απαραιτήτως προσωπική επαφή με τους επιθεωρούμενους, οι οποίοι εκφράζουν τις απόψεις τους για όλα τα ανωτέρω. Οι επιθεωρητές αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου μπορούν να ελέγχουν την ποινική εργασία των δικαστών της περιφέρειας τους, χωρίς να συντάσσουν σχετική έκθεση. Υποχρεούνται, όμως, να διαβιβάζουν τα αξιόλογα στοιχεία που προκύπτουν από τον έλεγχο, στον αρμόδιο αρεοπαγίτη επιθεωρητή, προκειμένου να συνεκτιμηθούν κατά τη σύνταξη από αυτόν της σχετικής έκθεσής του. Οι επιθεωρητές, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ελέγχουν υποχρεωτικά τις αποφάσεις περί αναβολών, που χορήγησαν τα δικαστήρια στα οποία μετείχαν οι επιθεωρούμενοι δικαστικοί λειτουργοί και κρίνουν περαιτέρω αν συντρέχει εξ αυτού του λόγου περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου τους.
7. Οι επιθεωρητές σύμβουλοι επικρατείας, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου εξετάζουν, λαμβάνοντας υπόψη διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα, τον τρόπο κατά τον οποίο διεξάγεται η υπηρεσία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και την εργασία που έχει συντελεσθεί κατά το επιθεωρούμενο χρονικό διάστημα με βάση το ενιαίο πλαίσιο οδηγιών, πρακτικών και κατευθύνσεων του άρθρου 104 και συντάσσουν, κατά τα οριζόμενα στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 101, έκθεση επιθεώρησης σύμφωνα με τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 102.

8. Οι γραμματείες των ανώτατων δικαστηρίων, των εφετείων και των διοικητικών εφετείων μεριμνούν για τη γνωστοποίηση, που μπορεί να γίνεται και ηλεκτρονικά, αντιγράφων των αποφάσεων που αναιρούν ή εξαφανίζουν άλλες αποφάσεις, κατά παραδοχή του αντίστοιχου ένδικου μέσου, στα μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή εξαφανίστηκε, καθώς και στη γραμματεία του κάθε Γραφείου Γραμματείας Επιθεώρησης σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 94 και την παρ. 3 του άρθρου 98.

Άρθρο 101
Εκθέσεις επιθεώρησης
1. Οι επιθεωρητές συντάσσουν τις ακόλουθες ιδιαίτερες, λεπτομερείς και ειδικά αιτιολογημένες εκθέσεις:
α. Έκθεση με την οποία αξιολογείται η λειτουργία κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας της περιφέρειάς τους για το επιθεωρούμενο χρονικό διάστημα και περιγράφονται τα απαιτούμενα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους.
β. Έκθεση με την οποία αξιολογούνται οι διευθύνοντες τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες σε σχέση με τη διεξαγωγή της υπηρεσίας αυτών, υπό τη διεύθυνσή τους σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 17.
γ. Έκθεση με την οποία αξιολογούνται οι πρόεδροι και προεδρεύοντες τμημάτων και δικαστικών σχηματισμών κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας.
δ. Έκθεση με την οποία αξιολογούνται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας.
2. Αν στο πρόσωπο του επιθεωρούμενου δικαστικού λειτουργού συντρέχουν περισσότερες από μία από τις ιδιότητες των περ. β’ , γ’ και δ’ της παρ. 1, οι επιθεωρητές συντάσσουν για αυτόν ενιαία έκθεση.
3. Στις εκθέσεις των περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 ο επιθεωρητής αναφέρει ακόμη, αν θεωρεί προακτέους στον επόμενο βαθμό τους πρωτοδίκες και αντεισαγγελείς πρωτοδικών που έχουν συμπληρώσει πενταετία στον βαθμό, καθώς και τους δικαστές και εισαγγελείς από τον βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και εισαγγελέα πρωτοδικών και άνω, μετά τη συμπλήρωση ενός (1) έτους στον κατεχόμενο βαθμό.
4. Οι επιθεωρητές σημειώνουν στις εκθέσεις κάθε άλλη παρατήρηση που θεωρούν χρήσιμη.
5. Οι εκθέσεις των επιθεωρητών υποβάλλονται στον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας του επιθεωρούμενου χρονικού διαστήματος. Σε περίπτωση έκτακτης ή συμπληρωματικής επιθεώρησης, η έκθεση υποβάλλεται αμέσως μετά τη διενέργειά της. Οι εκθέσεις μπορούν να υποβάλλονται και ηλεκτρονικά. Αντίγραφο κάθε έκθεσης υποβάλλεται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης στον Υπουργό Δικαιοσύνης και, κατά περίπτωση, στον Πρόεδρο και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στον Γενικό Επίτροπο Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης τίθεται στον ατομικό φάκελο του επιθεωρουμένου που μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά. Επίσης, αντίγραφό της επιδίδεται εντός μηνός στον επιθεωρούμενο με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η επίδοση αυτή μπορεί να γίνεται και ηλεκτρονικά.
Άρθρο 102
Κριτήρια επιθεώρησης
1. Προς τον σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 101, ο διευθύνων το δικαστήριο ή την εισαγγελία υποβάλλει στον αρμόδιο επιθεωρητή (σύμβουλο Επικρατείας, αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου) έκθεση απολογισμού του έργου του κατά το επιθεωρούμενο χρονικό διάστημα, η οποία κοινοποιείται και στο Συμβούλιο Επιθεώρησης. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει, ιδίως, τεκμηριωμένη αναφορά:
α) στα κριτήρια με βάση τα οποία συγκροτούνται τα τμήματα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και κατανέμονται οι υποθέσεις και τα λοιπά καθήκοντα κατά τμήμα, δικαστές και εισαγγελείς και υπαλλήλους της γραμματείας,
β) στην ενημερότητα της υπηρεσίας ως προς τη διεκπεραίωση των υποθέσεων και, ιδίως, ως προς τους μέσους χρόνους των διαδικασιών ανά φάση (προσδιορισμό, εκδίκαση, έκδοση απόφασης) και κατηγορία,
γ) προκειμένου περί εισαγγελέων, στις αυτεπάγγελτες παραγγελίες για τη διενέργεια προανακριτικών εξετάσεων επί ζητημάτων ευρέος ποινικού ενδιαφέροντος,
δ) στον τρόπο διεξαγωγής των συνεδριάσεων,
ε) στην ψηφιοποίηση και τη χρήση των νέων τεχνολογιών από δικαστικούς λειτουργούς, εισαγγελείς και υπαλλήλους της γραμματείας και
στ) στην καταλληλότητα, ασφάλεια και καθαριότητα των κτιρίων.
Με βάση την ανωτέρω έκθεση απολογισμού, τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα καθώς και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, ο επιθεωρητής συντάσσει έκθεση αξιολόγησης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας.
2. Προς τον σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία κατά την περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 101 αξιολογούνται:
α) το ήθος και το σθένος,
β) η κρίση και η αντίληψη,
γ) η γενική ικανότητα διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και, ειδικότερα, ο τρόπος συγκρότησης των τμημάτων του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, η κατανομή των υποθέσεων και των λοιπών καθηκόντων κατά τμήμα, δικαστές και εισαγγελείς και υπαλλήλους της γραμματείας, η ενημερότητα της υπηρεσίας ως προς τη διεκπεραίωση των υποθέσεων και, ιδίως, ως προς τους μέσους χρόνους των διαδικασιών ανά φάση (προσδιορισμό, εκδίκαση, έκδοση απόφασης) και κατηγορία, και προκειμένου περί εισαγγελέων, περί αυτεπάγγελτων παραγγελιών για τη διενέργεια προανακριτικών εξετάσεων επί ζητημάτων ευρέος ποινικού ενδιαφέροντος,
δ) ο τρόπος διεξαγωγής των συνεδριάσεων,
ε) η λήψη μέτρων για την ψηφιοποίηση των δικαστηρίων και των εισαγγελιών,
στ) η παρακολούθηση της συμμετοχής των δικαστικών λειτουργών και υπάλληλων της γραμματείας σε επιμορφωτικά σεμινάρια,
ζ) η ικανότητα συνεργασίας,
η) η συμπεριφορά προς τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους αυτών,
θ) η συμμόρφωσή με παρατηρήσεις προηγουμένων εκθέσεων επιθεώρησης.
3. Προς τον σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης των πρόεδρων και προεδρευόντων τμημάτων και δικαστικών σχηματισμών της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 101 αξιολογούνται:
α) η ικανότητά τους στην απονομή της δικαιοσύνης,
β) η διεύθυνση της διαδικασίας,
γ) η λειτουργία του τμήματος ή του δικαστικού σχηματισμού που προΐστανται,
δ) ο τρόπος κατανομής των υποθέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών του τμήματος ή του σχηματισμού που προΐστανται,
ε) ο τρόπος αξιολόγησης των υποθέσεων ως προς την σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους κατά τα οριζόμενα στην περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 19,
στ) οι αναβολές και ο χρόνος διεκπεραίωσης των υποθέσεων,
ζ) η διατύπωση των δικαστικών αποφάσεων και βουλευμάτων του τμήματός/σχηματισμού τους,
η) ο χρόνος δημοσίευσης των σχεδίων που τους παραδίδονται υποχρεωτικώς μέσω των οικείων πληροφοριακών συστημάτων, ή όταν αυτά δεν υπάρχουν, με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο και
θ) η συμμόρφωσή τους με παρατηρήσεις προηγουμένων εκθέσεων επιθεώρησης.
4. Προς τον σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης όλων των δικαστικών λειτουργών της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 101 αξιολογούνται:
α) το ήθος και το σθένος,
β) η επιστημονική κατάρτιση,
γ) η προσαρμοστικότητα σε νέα καθήκοντα και αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων των νέων τεχνολογιών,
δ) η κρίση και η αντίληψη,
ε) η υπηρεσιακή απόδοση, δηλαδή:
εα) η ποιότητα του έργου τους (επεξεργασία του νομικού και πραγματικού μέρους κάθε υποθέσεως),
εβ) η διατύπωση της αποφάσεως και προκειμένου για τους εισαγγελικούς λειτουργούς η απόδοση τόσο στην προδικασία όσο και στη διαδικασία του ακροατηρίου, καθώς και η ικανότητα στη διατύπωση των προτάσεων, των διατάξεων που εκδίδουν και στον χειρισμό του προφορικού λόγου και
εγ) η παραγωγικότητα και η ταχύτητα διεκπεραίωσης των υποθέσεων σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους κατά τα οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19,
στ) η ικανότητα στη διεύθυνση της διαδικασίας,
ζ) η αναίρεση ή εξαφάνιση των αποφάσεων που συνέταξαν οι επιθεωρούμενοι κατά παραδοχή του αντίστοιχου ένδικου μέσου, εκτιμωμένων αυτοτελώς με βάση τις περιεχόμενες σε αυτές σκέψεις

η) η ικανότητα συνεργασίας,
θ) η συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού γενικά και ιδιαίτερα στο ακροατήριο, καθώς και η κοινωνική του παράσταση,
ι) η επιβάρυνση από τυχόν πρόσθετα καθήκοντα και η ανταπόκριση σε αυτά και
ια) η συμμόρφωσή του με παρατηρήσεις προηγουμένων εκθέσεων επιθεώρησης.
5. Για την αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών, οι επιθεωρητές χρησιμοποιούν αποκλειστικά την εξής κλίμακα: 1. εξαίρετος, 2. πολύ καλός ως εξαίρετος, 3. πολύ καλός, 4. περισσότερο από καλός, 5. καλός και 6. ανεπαρκής, για κάθε κριτήριο ξεχωριστά και συνολικά. Για το ήθος και το σθένος οφείλουν να χρησιμοποιούν τους χαρακτηρισμούς: 1. προσήκον και 2. μη προσήκον.

Άρθρο 103
Αρμοδιότητες Συμβουλίου Επιθεώρησης
1. Τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, δεν απαλλάσσονται από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία.
2. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης:
α) παραγγέλλει έκτακτη επιθεώρηση, που ενεργείται από τον τακτικό επιθεωρητή ή επανάληψη ή συμπλήρωση προηγούμενης, εφόσον συντρέχει λόγος,
β) αποφαίνεται επί προσφυγής επιθεωρουμένου κατά της έκθεσης τακτικής επιθεώρησης,
γ) συντονίζει τη διαδικασία της επιθεώρησης, καθοδηγεί και επικουρεί τους επιθεωρητές στο έργο τους,
δ) μεριμνά για την έγκαιρη συγκέντρωση των εκθέσεων επιθεώρησης του κάθε επιθεωρητή, ελέγχει την πληρότητά τους και διατυπώνει σε ιδιαίτερη έκθεσή του ενδεχόμενες παρατηρήσεις του σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της επιθεώρησης από αυτόν και,
ε) με γενική έκθεσή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία γνωστοποιείται ηλεκτρονικά στους δικαστικούς λειτουργούς του οικείου κλάδου, παρουσιάζει, μετά από συγκριτική μελέτη των νέων και των παλαιότερων στοιχείων, την κατάσταση των δικαστηρίων, των εισαγγελιών και της γραμματείας τους και υποδεικνύει τα αναγκαία μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Για κάθε άλλη ενέργεια μόνος αρμόδιος είναι ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή το οριζόμενο από αυτόν μέλος του Συμβουλίου.
Αντίγραφα των σχετικών με τις ανωτέρω ενέργειες εγγράφων του Συμβουλίου Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κοινοποιούνται στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Άρθρο 104
Ενιαίο πλαίσιο οδηγιών, πρακτικών και κατευθύνσεων επιθεώρησης
Οι ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, προκειμένου να διασφαλίσουν το ενιαίο μέτρο και την αποτελεσματικότητα της επιθεώρησης των δικαστηρίων και εισαγγελιών, των διευθυνόντων τους και των λοιπών δικαστικών λειτουργών, καταρτίζουν με απόφασή τους ενιαίο πλαίσιο οδηγιών, πρακτικών και κατευθύνσεων τους προς το οικείο Συμβούλιο Επιθεώρησης και τους επιθεωρητές για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Με την ίδια απόφαση καταρτίζεται ενιαίο έντυπο για τις εκθέσεις επιθεώρησης των δικαστηρίων, εισαγγελιών και δικαστικών λειτουργών βάσει των κριτηρίων του άρθρου 102.

Άρθρο 105
Προσφυγή επιθεωρούμενου
1. Η επίδοση των εκθέσεων της επιθεώρησης στους επιθεωρούμενους γίνεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο επιθεωρούμενος, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου λάβει την έκθεση της τακτικής ή έκτακτης επιθεώρησης, έχει δικαίωμα να προσφύγει υπηρεσιακώς ή με συστημένη επιστολή στο Συμβούλιο Επιθεώρησης ή τον προϊστάμενο σύμβουλο κατά περίπτωση και να ζητήσει διόρθωση της έκθεσης ή επανάκριση, μόνο αν η έκθεση περιέχει ανακριβείς ή ανεπαρκείς αιτιολογίες ή ανακριβή περιστατικά ή δυσμενείς κρίσεις, που δεν δικαιολογούνται από το περιεχόμενο της εκθέσεως ή τη συμπληρωματική έρευνα της εργασίας του επιθεωρουμένου από μέλος του Συμβουλίου. Στο Συμβούλιο της Επιθεώρησης δεν μετέχει ο επιθεωρητής που έχει συντάξει την έκθεση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή του επιθεωρούμενου και στη θέση του καλείται ο επόμενος κατά σειρά αρχαιότητας επιθεωρητής.
Ενώπιον του Συμβουλίου Επιθεώρησης δικαιούται να παραστεί, εφόσον το επιθυμεί, ο προσφεύγων.
2. Αν οι αιτιάσεις κριθούν βάσιμες, το Συμβούλιο Επιθεώρησης με αιτιολογημένη απόφασή του, η οποία εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών, προβαίνει στη διόρθωση της έκθεσης, εκτός αν κρίνει αναγκαία την επανάληψη της επιθεώρησης, οπότε διατάσσει επανάκριση σχετικά με τους λόγους της προσφυγής από τον αρχαιότερο αναπληρωτή επιθεωρητή.
Η απόφαση του Συμβουλίου Επιθεώρησης, με την οποία διατάσσεται η διόρθωση της έκθεσης, τίθεται στο φάκελο του επιθεωρουμένου. Η έκθεση που συντάσσεται ύστερα από επανάκριση, εφόσον η επανάκριση είναι γενική, αντικαθιστά την προηγούμενη έκθεση, η οποία αποσύρεται από το φάκελο του επιθεωρουμένου.
Αν οι αιτιάσεις κριθούν αβάσιμες, το Συμβούλιο Επιθεώρησης με αιτιολογημένη απόφασή του, απορρίπτει την προσφυγή και η απόφαση τίθεται στο φάκελο του επιθεωρουμένου. Η έκθεση που συντάσσεται ύστερα από επανάκριση δεν υπόκειται σε προσφυγή.
3. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επιθεώρησης και η νέα έκθεση υποβάλλονται και επιδίδονται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 101 .
4. Όπου στον παρόντα Κώδικα αναγράφεται «προϊστάμενος επιθεώρησης», νοείται το Συμβούλιο Επιθεώρησης.

Άρθρο 106
Έκθεση για οριστική παύση
Αν κατά την επιθεώρηση διαπιστωθεί ανικανότητα κατά την παρ. 2 του άρθρου 72 ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια δικαστικού λειτουργού, ο επιθεωρητής συντάσσει ιδιαίτερη έκθεση και την υποβάλλει στον προϊστάμενο της επιθεώρησης, ο οποίος τη διαβιβάζει με τις παρατηρήσεις του στα αρμόδια, κατά τις κείμενες διατάξεις, όργανα προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία της οριστικής παύσης.

Άρθρο 107
Επιθεώρηση της γραμματείας των δικαστηρίων
1. Η επιθεώρηση της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών, γίνεται κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 100.
2. Η επιθεώρηση των υπαλλήλων της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 4798/2021 (Α’ 68). Ο επιθεωρητής ελέγχει, ιδίως, την τήρηση της υποχρέωσης σύνταξης των εκθέσεων αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων.
3. Ο επιθεωρητής εξετάζει την ενημερότητα της γραμματείας και την εύρυθμη λειτουργία της. Για κάθε γραμματεία συντάσσει ιδιαίτερη έκθεση.
4. Ειδικά ως προς τη βεβαίωση ποινών και την είσπραξη δικαστικών εξόδων (απολήψιμα) η επιθεώρηση της γραμματείας από τον οικείο πρόεδρο γίνεται μία φορά κατά το χρονικό διάστημα της παρ. 1 και μία φορά κατά τον μήνα Μάιο κάθε έτους και συντάσσεται ειδική έκθεση. Κατά την επιθεώρηση εξετάζεται επιπλέον η τήρηση των διατάξεων του Κώδικα για την είσπραξη τελών χαρτοσήμου, την επικόλληση και διαγραφή των ενσήμων, καθώς και των διατάξεων που αφορούν τα παραστατικά των πόρων των διάφορων ταμείων για τις παραστάσεις των δικηγόρων. Για τις γραμματείες των ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών εξετάζεται, αν γίνεται σωστά και έγκαιρα η εκκαθάριση, είσπραξη και βεβαίωση των χρηματικών ποινών, προστίμων και δικαστικών εξόδων, καθώς και των ποσών που προέρχονται από μετατροπή ποινών, και αν κατατίθενται εγκαίρως τα ποσά που εισπράττονται στο δημόσιο ταμείο.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ’
ΕΥΘΥΝΗ

Άρθρο 108
Γενικές αρχές πειθαρχικής ευθύνης

1. Οι δικαστικοί λειτουργοί διέπονται ως προς την πειθαρχική τους ευθύνη από τις διατάξεις του παρόντος και όταν λόγω της ιδιότητάς τους μετέχουν σε δικαστήρια, συμβούλια και επιτροπές ή ασκούν διοικητικά καθήκοντα βάσει ειδικών διατάξεων.
2. Κανείς δεν διώκεται για δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Νέα πειθαρχική αγωγή για το ίδιο παράπτωμα είναι απαράδεκτη. Εφόσον έχει εκδοθεί απόφαση για την πρώτη πειθαρχική αγωγή, τα στοιχεία που διαβιβάζονται για τη δεύτερη συμπληρώνουν τον φάκελο της υπόθεσης.
3. Για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα μία μόνο πειθαρχική ποινή μπορεί να επιβληθεί.
4. Αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται ο νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον διωκόμενο διατάξεις.
5. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη.
6. Η πειθαρχική δίκη δεν επηρεάζεται από την προαγωγή ή άλλη μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση του διωκομένου, εκτός αν επιφέρει και μεταβολή στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πειθαρχικού δικαστηρίου ή συμβουλίου, οπότε η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, δικαστήριο ή συμβούλιο.
7. Η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού δεν αίρει τον πειθαρχικό κολασμό για παράπτωμα που διέπραξε πριν από την προαγωγή του.
8. Η χάρη, η αποκατάσταση, καθώς και η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο άρση του ποινικώς κολασίμου της πράξης ή η άρση, εν όλω ή εν μέρει, των συνεπειών της ποινικής καταδίκης δεν αίρουν το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης.
9. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής δίκης ωσότου περατωθεί η ποινική.
10. Οι διαπιστώσεις που περιέχονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο βούλευμα για την ύπαρξη ή μη ορισμένων γεγονότων γίνονται δεκτές και στην πειθαρχική δίκη.

Άρθρο 109
Πειθαρχικά παραπτώματα

1. Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή ενέργεια ή παράλειψη του δικαστικού λειτουργού, εντός ή εκτός υπηρεσίας, η οποία αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης.
2. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού είναι:
α) πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη πίστης και αφοσίωσης προς την πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας,
β) κάθε παράβαση διατάξεως που αναφέρεται στην απονομή της δικαιοσύνης, την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και την κατάσταση του ως δικαστικού λειτουργού,
γ) η χρησιμοποίηση της ιδιότητάς του για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών,
δ) η αναξιοπρεπής ή απρεπής εντός ή εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά,
ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η δυσχέρεια της υπόθεσης κατά τα οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι αδικαιολόγητη η έκδοση απόφασης πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν πρόκειται για υποθέσεις στις οποίες ορίζονται ειδικότερες προθεσμίες στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και η σύνταξη σκεπτικού επί αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παράδοση της δικογραφίας από τον γραμματέα της έδρας. Θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση όταν αφαιρείται ή επιστρέφεται η δικογραφία από τον δικαστή που τη χειρίζεται λόγω μη έκδοσης απόφασης μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση πολιτικής ή διοικητικής υπόθεσης,
στ) η παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας,
ζ) η αποσιώπηση νόμιμου λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης,
η) η συμμετοχή του σε οργάνωση της οποίας οι σκοποί είναι κρυφοί ή η οποία επιβάλλει στα μέλη της μυστικότητα.
3. Περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου παραπτώματος θεωρούνται ως ενιαίο σύνολο, η βαρύτητα του οποίου λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της ποινής.
4. Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για τον δικαστικό λειτουργό:
α) η άρνησή του να εφαρμόσει διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος ή είναι αντίθετες σε αυτό,
β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του,
γ) η έκφραση γνώμης δημόσια, εκτός αν γίνεται με προφανή σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή υπέρ ή κατά ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης,
δ) η συμμετοχή και η ανάπτυξη δραστηριότητας στις αναγνωρισμένες ενώσεις δικαστών ή άλλα σωματεία και η έκφραση γνώμης και κριτικής άποψης που γίνεται στο πλαίσιο της συμμετοχής σε ένωση δικαστικών λειτουργών.

Άρθρο 110
Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων δικαστικών λειτουργών

1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των δικαστικών λειτουργών παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη από την τέλεσή τους.
2. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται προτού παρέλθει ο χρόνος που ορίζεται για την παραγραφή του τελευταίου. Όσο διαρκεί η ποινική διαδικασία και έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, αναστέλλεται η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος.
3. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται από την επίδοση της πειθαρχικής αγωγής, ο χρόνος όμως της αναστολής δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη.
4. Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται με την τέλεση άλλου πειθαρχικού παραπτώματος που αποσκοπεί στη συγκάλυψη του πρώτου ή στη ματαίωση έγερσης πειθαρχικής αγωγής γι` αυτό.

Άρθρο 111
Πειθαρχικές ποινές σε δικαστικούς λειτουργούς
1. Οι πειθαρχικές ποινές που μπορούν να επιβληθούν στον δικαστικό λειτουργό είναι: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο από καθαρές αποδοχές δύο (2) ημερών έως τις συνολικές καθαρές αποδοχές τριών (3) μηνών, γ) η προσωρινή παύση από δέκα (10) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες και δ) η οριστική παύση.
2. Η οριστική παύση επιβάλλεται σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, ανεξάρτητα από την άσκηση πειθαρχικών αγωγών και τον χρόνο υπηρεσίας του δικαστικού λειτουργού, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκομένου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικαστικού λειτουργού ή θίγουν σοβαρά το κύρος της δικαιοσύνης.
3. Το είδος της ποινής που επιβάλλεται και η επιμέτρησή της προσδιορίζονται από τη βαρύτητα του παραπτώματος, τον βαθμό και την πείρα του δικαστικού λειτουργού, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε το παράπτωμα, την ένταση του δόλου ή τον βαθμό της αμέλειας του διωκομένου και τις προηγούμενες πειθαρχικές καταδίκες αυτού.
4. Όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, ο πειθαρχικός δικαστής δύναται, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεστεί και την προσωπικότητα του διωκομένου, να μην επιβάλει ποινή.
5. Όταν συνεκδικάζονται περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, εφόσον οι πειθαρχικές ποινές που έχουν επιβληθεί για καθένα από αυτά είναι του αυτού είδους, επιβάλλεται μια συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από την πιο βαριά ή, αν οι ποινές είναι ίσες, από μια από αυτές, που προσαυξάνεται μέχρι το ανώτερο όριό της. Η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα τρία τέταρτα (3/4) του αθροίσματος των άλλων πειθαρχικών ποινών.

Άρθρο 112
Έναρξη και λήξη πειθαρχικής ευθύνης δικαστικών λειτουργών

1. Η πειθαρχική ευθύνη του δικαστικού λειτουργού αρχίζει από την αποδοχή του διορισμού του και λήγει με τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης. Η πειθαρχική διαδικασία που άρχισε πριν από τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης συνεχίζεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εκτός αν ο δικαστικός λειτουργός απεβίωσε. Στην περίπτωση αυτή το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο κατά το άρθρο 113 μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές. Αν επιβλητέα, κατά την κρίση του συμβουλίου, πειθαρχική ποινή είναι η προσωρινή ή οριστική παύση, το πειθαρχικό συμβούλιο επιβάλλει, ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος, ποινή προστίμου ίσου προς τις καθαρές αποδοχές έως εννέα (9) μηνών που ο δικαστικός λειτουργός ελάμβανε κατά τον χρόνο εξόδου του από την υπηρεσία.
2. Πράξεις που τελέστηκαν κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του δικαστικού λειτουργού στον δημόσιο τομέα ή υπό την ιδιότητα του δικηγόρου τιμωρούνται πειθαρχικώς, εφόσον δεν παρήλθε ο χρόνος παραγραφής που ορίζεται γι’ αυτές. Στην περίπτωση αυτή ο εκτός υπηρεσίας χρόνος, εφόσον δεν υπερβαίνει την πενταετία, δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής.
3. Η τέλεση κατά τη διαδικασία επιλογής η κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού και έως την αποδοχή του διορισμού παράνομης πράξης σχετικής με τη συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής ή στον διαγωνισμό ή τις προϋποθέσεις διορισμού, συνιστά για τον δικαστικό λειτουργό, πειθαρχικό παράπτωμα. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την αποδοχή του διορισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ’
ΟΡΓΑΝΑ

Άρθρο 113
Όργανα άσκησης πειθαρχικής δικαιοδοσίας σε δικαστικούς λειτουργούς
1. Η πειθαρχική δικαιοδοσία στους δικαστικούς λειτουργούς ασκείται από δικαστήρια και πειθαρχικά συμβούλια.
2. Αρμόδια δικαστήρια για την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης είναι:
α) η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στα μέλη του Αρείου Πάγου και της εισαγγελίας του, στα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον Γενικό Επίτροπο, Επίτροπο και στους αντεπιτρόπους της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, στον Γενικό Επίτροπο, Επίτροπο και αντεπιτρόπους της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
β) η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και σε όλους τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης,
γ) η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
3. Τα δικαστήρια της παρ. 2, συγκροτούμενα, όπως ορίζουν οι οργανικοί τους νόμοι, κρίνουν αυτούς που διέπραξαν πειθαρχικά παραπτώματα ύστερα από παραπομπή τους από τα πειθαρχικά συμβούλια. Εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να τιμωρηθεί με ποινή κατώτερη από την οριστική παύση, επιβάλλει την ποινή αυτή χωρίς να δεσμεύεται από την παραπεμπτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου.
4. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που προβλέπεται από το άρθρο 91 του Συντάγματος, είναι αρμόδιο να κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, στον Εισαγγελέα και τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, στα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον Γενικό Επίτροπο, Επίτροπο και στους αντεπιτρόπους της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και στον Γενικό Επίτροπο, στον Επίτροπο και τους αντεπιτρόπους της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
5. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αρμόδιο:
α. Σε πρώτο βαθμό, να κρίνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές εκτός από την οριστική παύση:
αα. στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,
αβ. στους προέδρους εφετών, στους εφέτες και στους προέδρους πρωτοδικών των διοικητικών δικαστηρίων.
β. Σε δεύτερο βαθμό να κρίνει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων των διοικητικών εφετείων.
6. Το εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αρμόδιο να κρίνει τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό από το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας.
7. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιο:
α. Σε πρώτο βαθμό, να κρίνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στους προέδρους και εισαγγελείς εφετών, εφέτες και αντεισαγγελείς εφετών, προέδρους και εισαγγελείς πρωτοδικών.
β. Σε δεύτερο βαθμό, να κρίνει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων των εφετείων.
8. Το εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιο να κρίνει τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό από το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου.
9. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αρμόδιο σε πρώτο βαθμό να κρίνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
10. Το εννεαμελές πειθαρχικά συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αρμόδιο να κρίνει τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων που εκδίδονται από το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
11. Τα πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια των εφετείων (πολιτικών και διοικητικών) είναι αρμόδια σε πρώτο βαθμό να κρίνουν τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλουν όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στους δικαστικούς λειτουργούς του αντίστοιχου σώματος μέχρι και τον βαθμό του πρωτοδίκη και αντεισαγγελέα πρωτοδικών.

Συγκρούσεις αρμοδιότητας μεταξύ πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων αίρονται με απόφαση του οικείου επταμελούς συμβουλίου, ύστερα από αίτηση του πειθαρχικώς διωκόμενου ή εκείνου που ασκεί την πειθαρχική δίωξη.

Άρθρο 114
Συγκρότηση και λειτουργία του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου
1. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο που προβλέπεται στο άρθρο 91 του Συντάγματος αποτελείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως πρόεδρό του, από δύο (2) αντιπροέδρους ή συμβούλους της Επικρατείας, δύο (2) αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου ή αρεοπαγίτες, δύο (2) αντιπροέδρους ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο (2) καθηγητές (α’ βαθμίδας) νομικών μαθημάτων των νομικών τμημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας, ως μέλη. Τα μέλη του συμβουλίου ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στο οικείο ανώτατο δικαστήριο ή σε νομική σχολή ως καθηγητές. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχουν μέλη που ανήκουν στο σώμα εκείνο, για την ενέργεια μέλους του οποίου καλείται να κρίνει το συμβούλιο. Όταν το συμβούλιο κρίνει πειθαρχικό παράπτωμα μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, προεδρεύει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Τα μέλη που ανήκουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μετέχουν στη σύνθεση του συμβουλίου και όταν κρίνεται πειθαρχικό παράπτωμα του Γενικού Επιτρόπου, του Επιτρόπου και των αντεπιτρόπων της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Επίσης δεν μετέχουν στο συμβούλιο τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όταν κρίνει πειθαρχικό παράπτωμα του Γενικού Επιτρόπου, του Επιτρόπου και των αντεπιτρόπων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
2. Για να συγκροτηθεί το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο ο Υπουργός Δικαιοσύνης αποστέλλει, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας καταλόγους των αντιπροέδρων και συμβούλων Επικρατείας, των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και των αρεοπαγιτών, των αντιπροέδρων και συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και των καθηγητών (α` βαθμίδας) των νομικών μαθημάτων των νομικών τμημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας. Καθηγητές που είναι και μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των καθηγητών.
3. Η κατά την παρ. 1 κλήρωση γίνεται κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου σε δημόσια συνεδρίαση του Α` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με βάση τους καταλόγους της παρ. 2 ο πρόεδρος θέτει στην οικεία κληρωτίδα τους κλήρους με τα ονόματα εκείνων που έχουν συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στο οικείο δικαστήριο ή νομική σχολή και εξάγει από κάθε κληρωτίδα τέσσερις (4) κλήρους. Οι δύο (2) πρώτοι κληρούμενοι είναι τακτικά μέλη και οι δύο (2) άλλοι αναπληρωματικά. Για τη διαδικασία της κλήρωσης εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 345/1976 (Α’ 141). Ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδίδει πράξη με τα ονόματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών που κληρώθηκαν, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και τα μέλη που κληρώθηκαν, συγκροτούν το συμβούλιο κατά το επόμενο έτος.
4. Τα αναπληρωματικά μέλη αναπληρώνουν τα τακτικά που απουσιάζουν ή κωλύονται, με τη σειρά της κλήρωσής τους. Το ίδιο ισχύει και αν ελλείπει τακτικό μέλος έως ότου γίνει συμπληρωματική κλήρωση.
5. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη συμμετοχή όλων των κατά την παρ. 1 μελών του και οι αποφάσεις του λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία. Καθήκοντα γραμματέα του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτελεί ο γραμματέας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος, αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται από γραμματέα τμήματος, που ορίζεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Αν κατά τη διάρκεια του έτους αποχωρήσει από την υπηρεσία ή αποβιώσει τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου, γίνεται συμπληρωματική κλήρωση από τα μέλη του σώματος στο οποίο ανήκε. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 2 και 3. Η θητεία των μελών αυτών διαρκεί έως τη λήξη του ημερολογιακού έτους.
7. Η θητεία του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου παρατείνεται αυτοδικαίως και μετά την 31η Δεκεμβρίου, εφόσον εκκρεμεί η έκδοση οριστικής απόφασης σε υπόθεση που έχει συζητηθεί ενώπιόν του πριν από την ημερομηνία αυτή. Η παράταση αυτή δεν εμποδίζει την ανάδειξη των νέων μελών για το επόμενο έτος και ισχύει μόνο για την εκκρεμή υπόθεση, έως ότου δημοσιευθεί η οριστική απόφαση.

Άρθρο 115
Συγκρότηση και λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου

1. Τα επταμελή και τα εννεαμελή πειθαρχικά συμβούλια του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτούνται από αντίστοιχο αριθμό τακτικών δικαστών, που ορίζονται κάθε έτος με κλήρωση. Η κλήρωση γίνεται το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους σε δημόσια συνεδρίαση του Α` τμήματος των δικαστηρίων αυτών.
Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα του προέδρου, των αντιπροέδρων και των λοιπών μελών του οικείου δικαστηρίου.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα είκοσι δύο (22) σφαιρίδια. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος, το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες, οι εννέα (9) πρώτοι κατά σειρά κληρούμενοι αποτελούν τα μέλη του εννεαμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, οι επόμενοι επτά (7) τα μέλη του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, οι επόμενοι τέσσερις (4) τα αναπληρωματικά μέλη του εννεαμελούς πειθαρχικού συμβουλίου και οι τελευταίοι δύο (2) τα αναπληρωματικά μέλη του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου. Δεν μπορούν να κληρωθούν ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη των εννεαμελών συμβουλίων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσοι είχαν κληρωθεί ως μέλη των επταμελών συμβουλίων των δικαστηρίων αυτών κατά το αμέσως προηγούμενο έτος. Για τα δύο (2) στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Τα αναπληρωματικά μέλη κατά τη σειρά κλήρωσής τους αναπληρώνουν τα τακτικά μέλη που απουσιάζουν ή κωλύονται. Το ίδιο ισχύει όταν ελλείπει τακτικό μέλος, έως ότου γίνει συμπληρωματική κλήρωση.
2. Η θητεία των μελών των πειθαρχικών συμβουλίων αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωσή τους έτους. Αν κατά τη διάρκεια της θητείας αποχωρήσει από την υπηρεσία ή αποβιώσει τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του συμβουλίου, γίνεται συμπληρωματική κλήρωση για την οποία εφαρμόζεται η διαδικασία της παρ. 1.
Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών του πειθαρχικού συμβουλίου.
3. Η θητεία των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου παρατείνεται αυτοδικαίως και μετά την 31η Δεκεμβρίου, εφόσον εκκρεμεί η έκδοση οριστικής απόφασης σε υπόθεση που έχει συζητηθεί ενώπιόν του πριν από την ημερομηνία αυτή. Η παράταση αυτή δεν εμποδίζει την ανάδειξη των νέων μελών για το επόμενο έτος και ισχύει μόνο για την εκκρεμή υπόθεση, έως ότου εκδοθεί απόφαση.
4. Στα πειθαρχικά συμβούλια προεδρεύει ο ανώτερος στον βαθμό και, αν όλα τα μέλη είναι ισόβαθμα, ο αρχαιότερος. Καθήκοντα γραμματέα ασκεί ο δικαστικός υπάλληλος που ορίζεται από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου.
5. Τα πειθαρχικά συμβούλια των εφετείων πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης λειτουργούν στα εφετεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πατρών και Λάρισας και των διοικητικών εφετείων στα διοικητικά εφετεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Πατρών, και συγκροτούνται από έναν (1) πρόεδρο εφετών και τέσσερις (4) εφέτες, που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που υπηρετούν στο ίδιο εφετείο και έχουν τουλάχιστον τριετή υπηρεσία ως εφέτες. Η κλήρωση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση του εφετείου με τριμελή σύνθεση και με δύο (2) κληρωτίδες. Από την πρώτη, που περιέχει σφαιρίδια με τα ονόματα των προέδρων εφετών, εξάγονται δύο (2) σφαιρίδια. Από τους κληρωθέντες ο πρώτος είναι ο πρόεδρος του πενταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου και ο δεύτερος αναπληρωτής του. Από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει σφαιρίδια με τα ονόματα των εφετών που έχουν τριετή υπηρεσία ως εφέτες, εξάγονται έξι (6) σφαιρίδια. Από τους κληρωθέντες οι τέσσερις (4) πρώτοι είναι τα τακτικά και οι επόμενοι δύο (2) τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Τα αναπληρωματικά μέλη αναπληρώνουν τα τακτικά, όταν απουσιάζουν ή κωλύονται. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων. Πειθαρχικά παραπτώματα αρμοδιότητας πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων, εφόσον διαπράχθηκαν από δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε περιφέρεια εφετείου, στο οποίο δεν λειτουργεί πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο, εκδικάζονται από το πειθαρχικό συμβούλιο του πλησιέστερου εφετείου.
Ως πλησιέστερα εφετεία θεωρούνται: για το Εφετείο Ευβοίας το Εφετείο Αθηνών, για το Εφετείο Λαμίας το Εφετείο Λάρισας, για τα Εφετεία Κέρκυρας, Ιωαννίνων, Καλαμάτας και Ναυπλίου το Εφετείο Πατρών, για τα Εφετεία Κρήτης, Αιγαίου, Βορείου Αιγαίου και Δωδεκανήσου το Εφετείο Πειραιώς, για τα Εφετεία Θράκης και Δυτικής Μακεδονίας το Εφετείο Θεσσαλονίκης.
Ως πλησιέστερα διοικητικά εφετεία θεωρούνται: για το Διοικητικό Εφετείο Χανίων, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, για τα Διοικητικά Εφετεία Λάρισας και Κομοτηνής, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης και για τα Διοικητικά Εφετεία Τρίπολης και Ιωαννίνων το Διοικητικό Εφετείο Πατρών.
Σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης του πειθαρχικού συμβουλίου του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, οι ενώπιον αυτού εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις παραπέμπονται προς εκδίκαση στο πειθαρχικό συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
6. Δεν μετέχουν σε πειθαρχικό συμβούλιο ή δικαστήριο για την εκδίκαση ορισμένης πειθαρχικής υπόθεσης: α) οι δικαστικοί λειτουργοί κατά των οποίων φέρεται ότι τελέστηκε το πειθαρχικό παράπτωμα, β) οι συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριορίστως ή σε πλάγια γραμμή έως και τον τέταρτο (4ο) βαθμό ή εξ αγχιστείας έως και τον πρώτο (1ο) βαθμό, καθώς και ο σύζυγος ή συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης είτε του διωκομένου είτε του δικαστικού λειτουργού κατά του οποίου στρέφεται το πειθαρχικό παράπτωμα, γ) εκείνοι που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη ή έχουν διατάξει ή ενεργήσει ανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση στην ίδια πειθαρχική υπόθεση, δ) όσοι έχουν εξεταστεί ως μάρτυρες στην ίδια υπόθεση, ε) οι δικαστές που έχουν μετάσχει σε ποινική δίκη για την ίδια πράξη, στ) όσοι συνδέονται με ιδιαίτερη φιλία ή βρίσκονται σε οξεία αντίθεση με τον διωκόμενο ή έχουν ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία τους. Ο δικαστικός λειτουργός που κωλύεται κατά τα παραπάνω έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου 23 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που εφαρμόζεται αναλόγως.
7. Όσοι έχουν μετάσχει στο πρωτοβάθμιο συμβούλιο δεν μπορούν να μετάσχουν στο δευτεροβάθμιο.
8. Δεν επιτρέπεται η εξαίρεση τόσων μελών, ώστε να μην είναι δυνατή η σύνθεση του συμβουλίου από τα λοιπά.

9. Δεν μπορούν να ορισθούν τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη των Πειθαρχικών Συμβουλίων, όσοι άσκησαν καθήκοντα στις αντίστοιχες θέσεις κατά τα αμέσως δύο (2) προηγούμενα έτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ’
ΔΙΩΞΗ

Άρθρο 116
Διαδικασία πειθαρχικής δίωξης
1. Η δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων γίνεται αυτεπαγγέλτως με βάση τα στοιχεία που περιέρχονται σε αυτόν που είναι αρμόδιος να την ασκήσει. Ανώνυμες αναφορές δεν λαμβάνονται υπόψη και τίθενται αμέσως στο αρχείο, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε κοινοποίηση της πράξης αρχειοθέτησης.
2. Η προδικασία ενώπιον των πειθαρχικών δικαστηρίων και συμβουλίων είναι μυστική. Η κύρια διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών δικαστηρίων είναι δημόσια και η απόφασή τους απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Η κύρια διαδικασία στα άλλα πειθαρχικά συμβούλια είναι μυστική.
3. Η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ατελώς. Έξοδα δεν επιδικάζονται ούτε υπέρ ούτε σε βάρος του διωκομένου. Αναφορές ιδιωτών, με τις οποίες ζητείται να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη σε βάρος δικαστικού λειτουργού, είναι απαράδεκτες, αν δεν συνοδεύονται από ηλεκτρονικό παράβολο πενήντα (50) ευρώ υπέρ του Δημοσίου, το οποίο επιστρέφεται, αν γίνουν ολικά ή μερικά δεκτές με την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης. Το ύψος του ποσού του ανωτέρω παραβόλου αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
4. Κατά τη διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων επιτρέπεται συμπαράσταση με δικηγόρο.
5. Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, που φέρονται ότι έχουν διαπραχθεί από τον ίδιο δικαστικό λειτουργό μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πειθαρχικής δίωξης με την άσκηση μιας μόνον πειθαρχικής αγωγής. Αν, όμως, ο πειθαρχικός δικαστής κρίνει ότι η συνεκδίκαση προξενεί βλάβη, διατάσσει τον χωρισμό. Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία ασκήθηκαν χωριστές πειθαρχικές αγωγές, μπορούν να συνεκδικασθούν από τον πειθαρχικό δικαστή εφόσον αυτό δεν προκαλεί βλάβη.
6. Όταν διώκονται περισσότεροι ως συμμέτοχοι για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, η πειθαρχική δίκη γίνεται ενιαία για όλους, εφόσον ανήκουν στην ίδια κατηγορία δικαστηρίων και αρμόδιο είναι το ανώτερο κατά βαθμό συμβούλιο, αλλιώς η δίκη χωρίζεται για αυτούς που υπάγονται σε συμβούλιο ή δικαστήριο άλλης κατηγορίας.
7. Για την επίδοση κλήσεων κατά την πειθαρχική διαδικασία και την κοινοποίηση εγγράφων που προβλέπονται από τον παρόντα συντάσσεται έκθεση. Τα έγγραφα που επιδίδονται στον διωκόμενο διαβιβάζονται με εμπιστευτική αλληλογραφία στον προϊστάμενο της υπηρεσίας του, ο οποίος τα επιδίδει αυτοπροσώπως, εκτός αν ο διωκόμενος αδυνατεί ή αρνείται να τα παραλάβει, οπότε εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 143 έως 153 και 155 έως 163 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Άρθρο 117
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης
1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι:
α) ο Υπουργός Δικαιοσύνης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς,
β) ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά το άρθρο 99, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης αντιπροέδρους (τακτικούς και αναπληρωματικούς), για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,
γ) ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο αντιπρόεδρος που προεδρεύει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τους δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών δικαστηρίων,
δ) ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο προϊστάμενος της επιθεώρησης, για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, εκτός από τα μέλη του Αρείου Πάγου,
ε) ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά το άρθρο 99, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, αντιπροέδρους (τακτικούς και αναπληρωματικούς), για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές της Γενικής Επιτροπείας,
στ) ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο πρόεδρος του εφετείου (πολιτικού ή διοικητικού) για τους προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες, παρέδρους, ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες,
ζ) ο εισαγγελέας εφετών ή ο προϊστάμενος της εισαγγελίας εφετών για τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς πρωτοδικών και παρέδρους της εισαγγελίας.
2. Ο αρμόδιος να ασκήσει τη δίωξη, όταν λάβει με οποιοδήποτε τρόπο γνώση ότι τελέστηκε από δικαστικό λειτουργό πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πειθαρχικό παράπτωμα, υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική αγωγή, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 4. Στην περίπτωση της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εκτέλεση καθηκόντων, η πειθαρχική αγωγή ασκείται μέσα σε δύο (2) μήνες από τότε που περιήλθε σε γνώση του αρμόδιου για την άσκηση της δίωξης η καθυστέρηση αυτή.
3. Αν τα στοιχεία που περιέρχονται στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και όσα συλλέγει ο ίδιος δεν πιθανολογούν τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ή αν τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται δεν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή δεν επισύρουν πειθαρχική κύρωση λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
4. Αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και την όλη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός και εκτός της υπηρεσίας.
5. Επιθεωρητές και διευθύνοντες δικαστήρια ή εισαγγελίες, μόλις λάβουν γνώση ότι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο δικαστήριο ή στην εισαγγελία της οποίας προΐστανται, διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο δεν έχουν αρμοδιότητα δίωξης, οφείλουν να το ανακοινώσουν στο αρμόδιο όργανο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης και να διαβιβάσουν τα σχετικά στοιχεία.
6. Εκθέσεις επιθεωρητών που περιέχουν πρόταση για πειθαρχική δίωξη δικαστικού λειτουργού διαβιβάζονται στο αρμόδιο όργανο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης με τα σχετικά στοιχεία.
7. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών υποχρεούται να γνωστοποιεί αμέσως στο αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο κάθε ποινική δίωξη που ασκεί κατά δικαστικού λειτουργού.
8. Αν κατά τη διάρκεια ποινικής ή πειθαρχικής ανάκρισης προκύπτουν πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, ο ανακριτής συντάσσει σχετική έκθεση και τη στέλνει αμέσως στον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο για να ασκήσει την πειθαρχική δίωξη.
9. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης ενεργεί αμέσως προκαταρκτική εξέταση. Η προκαταρκτική εξέταση είναι άτυπη και ενεργείται είτε από τον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής αγωγής είτε, με εντολή του, από άλλο δικαστικό λειτουργό ανώτερο κατά βαθμό από εκείνον που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.
10. Εκείνος που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση:
α) οφείλει να ζητήσει προφορικές ή έγγραφες εξηγήσεις από αυτόν που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα με γραπτή κλήση, στην οποία περιέχεται ακριβής περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, που στοιχειοθετούν το ερευνώμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τις διατάξεις, που το προβλέπουν,
β) δικαιούται να ζητήσει πληροφορίες ή τη διαβίβαση συναφών στοιχείων από κάθε άλλη αρχή,
γ) μεριμνά για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων και,
δ) εξετάζει μάρτυρες, αν το κρίνει αναγκαίο.
Ο καλούμενος να δώσει εξηγήσεις έχει δικαίωμα να λάβει προηγουμένως γνώση όλων των στοιχείων που τον αφορούν. Για την προκαταρκτική εξέταση συντάσσεται έκθεση, της οποίας το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο.
11. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, αν από την προκαταρκτική εξέταση καταλήξει στην κρίση ότι δεν συντρέχει λόγος να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη που κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Η σχετική πράξη δεν αναγράφεται στο μητρώο δικαστικών λειτουργών, τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας και δεν επιτρέπεται να αποτελεί στοιχείο κρίσης του.
12. Αν για την ίδια περίπτωση έχουν επιληφθεί περισσότεροι από τους κατά την παρ. 1 συναρμοδίους δικαστικούς λειτουργούς, η διαδικασία για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης συνεχίζεται μόνο από αυτόν, που σύμφωνα με το άρθρο 55 είναι κατά βαθμό ανώτερος και ο οποίος καθίσταται αποκλειστικά αρμόδιος. Στην περίπτωση αυτήν ο ιεραρχικά κατώτερος σε βαθμό υποβάλλει όλα τα σχετικά έγγραφα στον ανώτερο. Σε περίπτωση ομοιοβάθμων, αρμόδιος καθίσταται ο το πρώτον επιληφθείς. Αν η υπόθεση τεθεί στο αρχείο, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στην παρ. 11 , δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτήν άλλος αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης εκτός από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

Άρθρο 118
Έναρξη και λήξη πειθαρχικής διαδικασίας

1. Η πειθαρχική διαδικασία αρχίζει με την έγερση πειθαρχικής αγωγής και τελειώνει με την έκδοση, σε σύντομο χρονικό διάστημα, οριστικής και τελεσίδικης απόφασης.
2. Η πειθαρχική αγωγή περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκομένου και β) τον καθορισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στοιχειοθετούν το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε και τις διατάξεις που το προβλέπουν.
3. Η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο αρμόδιο συμβούλιο και συνοδεύεται από τον πειθαρχικό φάκελο. Η αρμοδιότητα του συμβουλίου κρίνεται από την ιδιότητα και τον βαθμό του διωκομένου κατά τον χρόνο άσκησης της πειθαρχικής αγωγής, με την επιφύλαξη της παρ. 6 του άρθρου 107. Αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής, όταν δεν ασκείται από τον Υπουργό, αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η πειθαρχική αγωγή κοινοποιείται επίσης στον διευθύνοντα το δικαστήριο ή την εισαγγελία, όπου υπηρετεί ο διωκόμενος δικαστικός λειτουργός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ’
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρθρο 119
Προδικασία πειθαρχικής δίωξης

1. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου ορίζει ένα (1) από τα μέλη του ως εισηγητή. Η σχετική πράξη με αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής επιδίδεται στον διωκόμενο. Ο εισηγητής αντικαθίσταται, αν κωλύεται ή αν ο διωκόμενος, μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την έκδοση της πράξης, ζητήσει την εξαίρεσή του και το πειθαρχικό συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του εισηγητή, δεχθεί το αίτημα. Αίτημα εξαίρεσης και άλλου εισηγητή δεν επιτρέπεται.
2. Ο εισηγητής καλεί τον διωκόμενο σε απολογία. Στην κλήση τάσσεται εύλογη προθεσμία, όχι βραχύτερη από πέντε (5) ημέρες, η οποία με αίτηση του διωκομένου μπορεί να παραταθεί έως το τριπλάσιο. Κατά το χρονικό διάστημα από την επίδοση της κλήσης έως τη συζήτηση της υπόθεσης, ο διωκόμενος λογίζεται ότι είναι σε άδεια επί ένα δεκαήμερο, αν το δηλώσει εγγράφως στον διευθύνοντα το δικαστήριο ή την εισαγγελία.
3. Ο διωκόμενος λαμβάνει γνώση του πειθαρχικού φακέλου και δύναται να ζητήσει αντίγραφα των εγγράφων, οπότε συντάσσεται ειδική έκθεση. Η απολογία του είναι έγγραφη και εγχειρίζεται στον εισηγητή, ο οποίος χορηγεί έγγραφη απόδειξη παραλαβής, ή κατατίθεται στον διευθύνοντα το δικαστήριο ή την εισαγγελία, ο οποίος τη διαβιβάζει αμέσως στο αρμόδιο συμβούλιο ή υποβάλλεται στον εισηγητή με συστημένη επιστολή. Στην απολογία επισυνάπτονται όσα στοιχεία έχει στη διάθεσή του ο διωκόμενος, ο οποίος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή εύλογη προθεσμία για να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία. Στην απολογία ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να προτείνει την εξέταση ως πέντε (5) το πολύ μαρτύρων και να επισημάνει ότι υπάρχουν συγκεκριμένα κρίσιμα έγγραφα ή άλλα στοιχεία σε οποιαδήποτε αρχή, με τα οποία πρέπει να συμπληρωθεί ο πειθαρχικός φάκελος, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 120.

Άρθρο 120
Ανάκριση σε περίπτωση πειθαρχικής δίωξης
1. Αν μετά την απολογία του διωκομένου τα στοιχεία του φακέλου κριθούν από τον εισηγητή και τον πρόεδρο επαρκή για να εισαχθεί η υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, ενεργούνται όσα ορίζονται στο άρθρο 121. Αν κριθούν ανεπαρκή από τον εισηγητή ή τον πρόεδρο, ο τελευταίος ορίζει ως ανακριτή άλλο μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου, τακτικό ή αναπληρωματικό, για να ενεργήσει ανάκριση. Η σχετική πράξη επιδίδεται στον διωκόμενο, που μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση του ανακριτή κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 119.
2. Η ανάκριση αποβλέπει στη συλλογή κάθε πρόσφορου αποδεικτικού στοιχείου και στη διερεύνηση όλων των πραγματικών περιστατικών για τον σχηματισμό της κρίσης του πειθαρχικού συμβουλίου.
Ανακριτικές πράξεις είναι: α) η εξέταση μαρτύρων, β) η εξέταση του διωκομένου, γ) η αυτοψία, δ) η πραγματογνωμοσύνη, και ε) η αναζήτηση εγγράφων.
Για τις τέσσερις (4) πρώτες συντάσσεται έκθεση. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανακριτικής πράξης υπηρεσιακό απόρρητο, εφόσον δεν συναινεί στην ανακοίνωσή του η αρμόδια αρχή, καθώς και κάθε επαγγελματικό κατά τον νόμο απόρρητο.
3. Ο ανακριτής ενεργεί αυτοπροσώπως τις ανακριτικές πράξεις στην έδρα του. Αν πρόκειται να ενεργηθεί ανακριτική πράξη έξω από την έδρα του, ο ανακριτής μπορεί, εφόσον δεν κρίνει αναγκαία τη μετακίνησή του, να παραγγείλει την ενέργειά της από δικαστικό λειτουργό ανώτερο κατά βαθμό ή αρχαιότερο από τον διωκόμενο, ο οποίος υπηρετεί στην περιφέρεια όπου πρόκειται να ενεργηθεί η ανακριτική πράξη.
4. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής τους, εκτός αν δηλώσουν ότι επιθυμούν να εξεταστούν στην έδρα του ανακριτή. Πριν από την εξέτασή τους οι μάρτυρες ορκίζονται κατά τον τύπο που προβλέπει το άρθρο 219 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η μη εμφάνιση ή άρνηση κατάθεσης μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του μάρτυρα με τον διωκόμενο σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο (3ο) βαθμό. Η εξέταση μαρτύρων πέρα από αυτούς που προτείνει ο διωκόμενος απόκειται στην κρίση του ανακριτή.
5. Κατά την ανάκριση εξετάζεται ανωμοτί ο διωκόμενος, ο οποίος δικαιούται πριν από την απολογία του να λάβει γνώση των εγγράφων του φακέλου. Η μη προσέλευση ή η άρνηση του διωκομένου να εξετασθεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης.
6. Η αυτοψία ενεργείται είτε από τον ανακριτή είτε, αν αυτός το προτείνει, από ολόκληρο το πειθαρχικό συμβούλιο, για να διαπιστωθούν οι πραγματικές συνθήκες τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος ή άλλων συναφών με αυτό στοιχείων. Η εξέταση δημόσιων εγγράφων ή ιδιωτικών εγγράφων που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή ενεργείται στο γραφείο που αυτά φυλάσσονται. Ως πραγματογνώμονες ορίζονται δικαστικοί λειτουργοί ή δημόσιοι πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπάλληλοι ή επιστήμονες ή τεχνικοί από τον πίνακα του άρθρου 185 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Όταν γίνει η πραγματογνωμοσύνη, οι αμοιβές των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου και καταβάλλονται από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις που αφορούν το δημόσιο λογιστικό. Κατά τα λοιπά στην αυτοψία και στην πραγματογνωμοσύνη εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
7. Ο ανακριτής δικαιούται να ζητήσει από κάθε δημόσια αρχή την παροχή στοιχείων ή την αποστολή πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων για θέματα που ανάγονται στην αρμοδιότητά της ή αντιγράφων των εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή της.
8. Έγγραφα τα οποία κατέχει ιδιώτης μπορούν να ζητηθούν από τον ανακριτή και επιστρέφονται υποχρεωτικά μετά το τέλος της πειθαρχικής δίκης. Ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος, ύστερα από αίτηση του ιδιώτη, να χορηγήσει ατελώς, εκτός από απόδειξη παραλαβής, και επίσημο αντίγραφο ή απόσπασμα των εγγράφων που παρέλαβε. Αν πρόκειται για έγγραφα αναγκαία στον ιδιώτη για την εξυπηρέτηση συμφέροντός του, εξετάζονται στον τόπο όπου βρίσκονται. Η άρνηση της παράδοσης ή ανακοίνωσης τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 121
Προδικασία συζήτησης πειθαρχικού συμβουλίου – Κλήση του διωκομένου
1. Μετά το τέλος της ανάκρισης και τη σύνταξη του σχετικού πορίσματος, ο πρόεδρος του συμβουλίου, αφού λάβει τη δικογραφία, ορίζει με πράξη του ημερομηνία για τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Η πράξη αυτή κοινοποιείται σε όλα τα μέλη του συμβουλίου. Η ημερομηνία της συζήτησης δεν επιτρέπεται να απέχει λιγότερο από δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης.
Η πράξη κοινοποιείται και στον διωκόμενο με κλήση να προσέλθει και να λάβει γνώση, αν επιθυμεί, του φακέλου και να παραστεί κατά τη συζήτηση. Η κλήση επιδίδεται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης. Η μη προσέλευση του διωκόμενου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του διωκομένου, να καλέσει ενώπιον του συμβουλίου μάρτυρες.

Άρθρο 122
Κύρια διαδικασία στα πειθαρχικά συμβούλια

1. Αν ο διωκόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση και δεν έχει κλητευθεί νομίμως ή εμπροθέσμως ή δεν προσήλθε από ανυπέρβλητο κώλυμα, ορίζεται νέα ημερομηνία για συζήτηση. Το συμβούλιο μπορεί, και αν δεν συντρέχουν οι παραπάνω όροι, να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση λόγω της μη προσέλευσης του διωκομένου ή μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση κρίνεται αναγκαία, ή για άλλον σπουδαίο λόγο. Σχετικά με την προσαγωγή μαρτύρων εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής, το συμβούλιο προχωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του διωκομένου.
2. Ο διωκόμενος μπορεί να ζητήσει εγγράφως πριν από την έναρξη της συνεδρίασης την εξαίρεση δύο (2) το πολύ μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, αναφέροντας τους λόγους εξαίρεσης. Για την αίτηση αποφασίζει το συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση, με αιτιολογημένη απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Τα μέλη, την εξαίρεση των οποίων αποφάσισε το συμβούλιο, αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά.
3. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εισηγητής διαβιβάζει την πειθαρχική αγωγή και το πόρισμα της ανάκρισης, αν έχει ενεργηθεί. Στη συνέχεια καλούνται για εξέταση οι μάρτυρες και δίνεται ο λόγος στον διωκόμενο να αναπτύξει προφορικά την απολογία του και να απαντήσει στα ερωτήματα των μελών του συμβουλίου. Ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει υπόμνημα μέσα σε εύλογη προθεσμία, που ορίζει ο πρόεδρος. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διευθύνει τη συζήτηση, απευθύνει ερωτήσεις και δίνει την άδεια στα μέλη του συμβουλίου και στον διωκόμενο να υποβάλλουν ερωτήσεις. Για τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου συντάσσεται από τον γραμματέα πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο. Το πρακτικό περιέχει συνοπτικά τις καταθέσεις των μαρτύρων, την προφορική απολογία του διωκομένου, καθώς και έκθεση για κάθε αξιόλογο γεγονός, που συνέβη κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει την αυτολεξεί καταχώριση ουσιωδών μερών των καταθέσεων ή δηλώσεων που γίνονται κατά τη συνεδρίαση, επιτρέποντας ενδεχομένως την υπαγόρευσή τους.
4. Το συμβούλιο εκτιμά ελευθέρως τα αποδεικτικά στοιχεία. Αν τα κρίνει ανεπαρκή, μπορεί, με απόφασή του, να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις. Αν αποφασιστεί η διενέργεια αυτοψίας, διενεργείται από το συμβούλιο. Η προδικαστική απόφαση επιδίδεται στον διωκόμενο και όταν ενεργηθούν όσα διατάσσονται με αυτήν επαναλαμβάνεται η κύρια διαδικασία.
Αν κατά τη διάσκεψη διατυπώνονται σε κάποιο ζήτημα περισσότερες από δύο (2) γνώμες με αποτέλεσμα να μην σχηματίζεται πλειοψηφία, αυτοί που ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης για τον διωκόμενο γνώμης ή υπέρ της βαρύτερης ποινής προσχωρούν στην αμέσως ευνοϊκότερη.
Το σχέδιο της απόφασης συντάσσεται από τον εισηγητή και υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο. Το πρωτότυπο της απόφασης υπογράφεται από τον πρόεδρο και το γραμματέα και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο. Η απόφαση περιέχει τη σύνθεση του συμβουλίου, το ονοματεπώνυμο και τον βαθμό του διωκομένου, μνεία της παράστασής του ή της νόμιμης κλήτευσής του, συνεπτυγμένη περίληψη της κατηγορίας και της απολογίας με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του διωκομένου, αιτιολογικό τόσο ως προς τη διαπίστωση ή μη της ενοχής όσο και ως προς την επιμέτρηση της ποινής και διατακτικό.
5. Η οριστική απόφαση επιδίδεται με επιμέλεια του γραμματέα στο διωκόμενο, στον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της αρχής όπου υπηρετεί ο διωκόμενος και σε όσους έχουν δικαίωμα έφεσης.

Άρθρο 123
Ένδικα μέσα κατά αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων

1. Οι οριστικές αποφάσεις των συμβουλίων που αναφέρονται στις παρ. 5, 7, 9 και 11 του άρθρου 113 υπόκεινται σε έφεση όταν έχουν εκδοθεί σε πρώτο βαθμό.
2. Δικαίωμα έφεσης κατά καταδικαστικής ή απαλλακτικής απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου έχει:
α) Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο. Η έφεση στην περίπτωση αυτή ασκείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτούς, και πάντως όχι πέρα από τρεις (3) μήνες από την έκδοση της απόφασης.
β) Αυτός που τιμωρήθηκε, καθώς και εκείνος που απαλλάχθηκε με μειωτική αιτιολογία, μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από την επίδοση σε αυτόν της απόφασης.
3. Η έφεση ασκείται με κατάθεση στον γραμματέα του συμβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή με αποστολή του εγγράφου της έφεσης στον ίδιο γραμματέα, οπότε ως ημερομηνία άσκησης λαμβάνεται η χρονολογία πρωτοκόλλησης του εγγράφου. Η έφεση μπορεί να ασκηθεί από αυτόν που διώχθηκε και με κατάθεσή της στον γραμματέα του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί, ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής στην αλλοδαπή, οι οποίοι την αποστέλλουν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον γραμματέα του συμβουλίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο, το οποίο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του διωκομένου, αν αυτός μόνο έχει ασκήσει έφεση.
Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκηση της αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.
4. Ως προς τη διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων, τα δικαιώματα του διωκομένου, την έκδοση και επίδοση της απόφασης σ’ αυτόν, ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται παραπάνω για τα πρωτοβάθμια συμβούλια.
5. Τελεσίδικη απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου υπόκειται μόνο σε επανάληψη της πειθαρχικής δίκης:
α) αν μετά την καταδικαστική πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε για την ίδια πράξη αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα,
β) αν μετά την αθωωτική πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση για την ίδια πράξη σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος και,
γ) αν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης αποκαλύφθηκαν νέα αποδεικτικά στοιχεία ή ανατράπηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση η αποδεικτική δύναμη στοιχείων που είχαν ληφθεί υπόψη.
Την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης ζητεί στις περ. α) και γ) αυτός που διώχθηκε πειθαρχικά και στην περ. β) ο Υπουργός Δικαιοσύνης ή το κατά περίπτωση αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο. Η αίτηση απευθύνεται προς το συμβούλιο που είχε εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση.
Η αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής δίκης ασκείται, όπως η έφεση, μέσα σε ένα (1) έτος από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η δικαστική απόφαση στην οποία στηρίζεται ή αφότου αποκαλύφθηκαν τα νέα αποδεικτικά στοιχεία. Μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης αυτού που τιμωρήθηκε δεν επιδρά στην αρμοδιότητα του συμβουλίου που είχε εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση. Κατά την επανάληψη της δίκης τηρείται η διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 120 έως 122. Η απόφαση που εκδίδεται, αν α) είναι αθωωτική ή επιβάλλει ελαφρότερη ποινή διότι έγινε δεκτή η αίτηση αυτού που τιμωρήθηκε ή β) είναι καταδικαστική διότι έγινε δεκτή η αίτηση του Υπουργού, εξαφανίζει την αρχική απόφαση.
6. Εκτός από τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στο παρόν, οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων δεν υπόκεινται σε κανένα άλλο ένδικο μέσο ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ούτε σε προσφυγή ενώπιον οποιασδήποτε αρχής.

Άρθρο 124
Συνέπειες αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων
1. Όταν η απόφαση γίνει τελεσίδικη, είναι εκτελεστή και ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου διατάσσει να επιδοθεί κυρωμένο αντίγραφό της σ’ αυτόν που διώχθηκε πειθαρχικά. Ακολούθως διαβιβάζει όλο τον φάκελο, με το αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο φροντίζει για τις ενέργειες εκτέλεσης.
Οι πειθαρχικές αποφάσεις καταχωρίζονται στο μητρώο αυτού που διώχθηκε και αντίγραφό τους τίθεται στον ατομικό φάκελό του, όπου και αν τηρείται. Οι πειθαρχικοί φάκελοι φυλάσσονται στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Απαλλακτική πειθαρχική απόφαση δεν αναγράφεται στο μητρώο του δικαστικού λειτουργού, τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας, όπως και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο που περιλήφθηκε στον φάκελο της πειθαρχικής διαδικασίας και δεν επιτρέπεται να αποτελούν στοιχείο κρίσης του.
2. Η εκτέλεση της απόφασης που επιβάλλει πρόστιμο γίνεται από τον οικείο εκκαθαριστή των αποδοχών.
Το ποσό του προστίμου παρακρατείται από τις αποδοχές του πρώτου μήνα από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης στον εκκαθαριστή. Αν το ποσό αυτό είναι ανώτερο από το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών του τιμωρημένου, η παρακράτηση γίνεται σε περισσότερες μηνιαίες δόσεις, που ορίζονται από την απόφαση. Καμιά δόση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο των μηνιαίων αποδοχών. Αν ο τιμωρημένος αποχωρήσει από την υπηρεσία, τα οφειλόμενα ποσά εισπράττονται κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. Τα εισπραττόμενα ποσά προστίμου περιέρχονται στο δημόσιο ταμείο. Αν ο τιμωρημένος αποβιώσει, η οφειλή κατά το ποσό που δεν έχει εισπραχθεί διαγράφεται.
3. Η εκτέλεση της ποινής προσωρινής παύσης αρχίζει την επόμενη ημέρα από την επίδοση της απόφασης στον τιμωρημένο ή τη επόμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία η απόφαση που υπόκειται σε έφεση έγινε τελεσίδικη.
Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της ποινής προσωρινής παύσης ο τιμωρημένος:
α) δεν μπορεί να ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα ούτε άλλη αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί σ’ αυτόν με την ιδιότητά του ως δικαστικού λειτουργού και,
β) στερείται το μισό των αποδοχών του κάθε μήνα. Η παρακράτηση γίνεται από τον εκκαθαριστή των αποδοχών του και το ποσό που παρακρατείται περιέρχεται στο δημόσιο ταμείο.
4. Διαγράφονται από το μητρώο του δικαστικού λειτουργού και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις του οι ποινές της επίπληξης μετά ένα έτος, του προστίμου μετά διετία και της προσωρινής παύσης μετά πενταετία, αν κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν έχει επιβληθεί σε αυτόν οποιαδήποτε νέα πειθαρχική ποινή. Αν μέσα στον άνω χρόνο επιβληθεί νέα πειθαρχική ποινή, η διαγραφή επέρχεται μετά την πάροδο του χρόνου που προβλέπεται γι’ αυτήν, ο οποίος υπολογίζεται από τη λήξη του χρόνου που προβλέπεται για την πρώτη.

Άρθρο 125
Διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών δικαστηρίων

1. Εφόσον το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει ότι ο δικαστικός λειτουργός είναι υπαίτιος του πειθαρχικού παραπτώματος και πρέπει να τιμωρηθεί με την ποινή της οριστικής παύσης, παραπέμπει, με αιτιολογημένη απόφαση, την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Η απόφαση αυτή δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, κοινοποιείται στον διωκόμενο και διαβιβάζεται αμέσως με όλο τον φάκελο στον πρόεδρο του παραπάνω δικαστηρίου, ο οποίος ορίζει ένα (1) από τα μέλη του ως εισηγητή. Η πράξη ορισμού του εισηγητή επιδίδεται στον διωκόμενο.
2. Κατά την προδικασία δεν απαιτείται επανάληψη αυτών που ορίζονται στα άρθρα 117 και 118. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως αυτά που ορίζονται στο άρθρο 119. Η συνεδρίαση του δικαστηρίου διέπεται από τις οικείες διατάξεις. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στο άρθρο 120. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου παρίσταται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και ο οικείος εισαγγελέας ή επίτροπος. Ο διωκόμενος μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως μόνος ή μετά ή δια δικηγόρου.
3. Η πειθαρχική δίκη ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί να επαναληφθεί κατά τους όρους της παρ. 5 του άρθρου 123.
4. Η δικαστική απόφαση που επιβάλλει ποινή οριστικής παύσης διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης για την έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος. Αν το δικαστήριο επιβάλει ελαφρότερη ποινή ή κηρύξει αθώο το διωκόμενο, εφαρμόζεται το άρθρο 122.
5. Αν ο διωκόμενος κηρυχθεί αθώος ή τιμωρηθεί με ελαφρότερη ποινή ύστερα από επανάληψη της δίκης, η δικαστική απόφαση διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης για να εκδοθεί προεδρικό διάταγμα, εφόσον είναι αναγκαίο.
6. Ο δικαστικός λειτουργός που αποκαθίσταται με την ακύρωση ή επιβολή ελαφρότερης πειθαρχικής ποινής καταλαμβάνει την κενή θέση του βαθμού του, εφόσον υπάρχει, διαφορετικά παραμένει ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει τη θέση που κενώνεται. Ο απαλλασσόμενος ως αθώος ανακτά τη σειρά αρχαιότητάς του.

  • 4 Μαΐου 2022, 15:11 | ΔΗΜΗΤΡΑ

  • 4 Μαΐου 2022, 14:55 | Ιάκωβος Απέργης

    Στο άρθρο 61, που αναφέρεται στις αποσπάσεις Δικαστικών Λειτουργών, πρέπει, κατά την γνώμη μου, να προβλεφθεί ότι θα τηρείται πιστά η Επετηρίδα αναφορικά με τον προς απόσπαση Δικαστικό Λειτουργό, ώστε να γίνεται η επιλογή για την απόσπαση μεταξύ των νεότερων από τους υπηρετούντες στην Πρωτοδικειακή Περιφέρεια που καλείται να συνδράμει. Επιπλέον, προκειμένου να διενεργηθεί η απόσπαση, θα πρέπει να παρέχεται, προτού αυτή αποφασιστεί, η δυνατότητα έγγραφης έκθεσης των απόψεων και των Διευθύνσεων των Δικαστηρίων, οι Δικαστές των οποίων καλούνται προς απόσπαση. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρξει ρητή πρόβλεψη ο αποσπώμενος Δικαστικός Λειτουργός να είναι ίδιου ή κατώτερου βαθμού με αυτόν το κενό του οποίου υπάρχει υπηρεσιακή ανάγκη να καλυφθεί. Τούτο είναι, κατά την προσωπική μου άποψη, απολύτως αναγκαίο, καθώς ειδικά σε εμάς τους Ειρηνοδίκες παρατηρείται διαχρονικά το φαινόμενο σε μονοεδρικά ή ολιγομελή Δικαστήρια των νησιών ή της ακριτικής Ελλάδας, λόγω ύπαρξης υπηρεσιακών αναγκών, εξ αιτίας κενών που οφείλονται σε εγκυμοσύνες ή λόγους υγείας, να καλούνται προς απόσπαση Ειρηνοδίκες Β’ ή Α’ τάξης, ηλικίας ακόμη και 60 ετών, προκειμένου να καλύψουν κενά και να ασκήσουν καθήκοντα αρμοδιότητας Δόκιμου ή, σε κάθε περίπτωση, νεοδιόριστου Ειρηνοδίκη.

  • 4 Μαΐου 2022, 11:45 | Γ. Κατσένης

    Συμπληρωματικά σε όσα έχουν ορθώς εντοπιστεί από τις δικαστικές ενώσεις και άλλους σχολιαστές:

    1. Στα άρθρα 93 παρ. 7 και 97 παρ. 6 η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών να παραμείνει ετήσια, προκειμένου να υπάρχουν εκθέσεις επιθεώρησης (και επομένως κρίσεις) από περισσότερους επιθεωρητές στην υπηρεσιακή διαδρομή του δικαστικού λειτουργού.

    2. Στο άρθρο 101 παρ. 5 θα ήταν σκόπιμο να απαλειφθεί η πρόβλεψη για ηλεκτρονική επίδοση της έκθεσης επιθεώρησης, δεδομένου ότι, όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη, δημιουργείται ανασφάλεια ως προς το χρονικό σημείο επίδοσης και, επομένως, έναρξης της κατ’ άρθρο 105 προθεσμίας για την προσβολή της έκθεσης επιθεώρησης από τον δικαστικό λειτουργό.

    3. Στο άρθρο 102 παρ. 3 περ. ε΄ αξιολογείται από τον επιθεωρητή ο τρόπος αξιολόγησης των υποθέσεων ως προς τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους κατά τα οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19 (σημειωτέον ότι περ. β΄ δεν υπάρχει στο οικείο άρθρο, όπως είναι αναρτημένο, αν και είναι προφανές ότι γίνεται παραπομπή στις διατάξεις που ορίζουν την κατάταξη των υποθέσεων κατά βαθμό δυσκολίας από 1 έως 5 και την ισομερή κατανομή τους από τους προέδρους). Πέραν του ότι το σύστημα αξιολόγησης των υποθέσεων πάσχει σοβαρά, όπως έχουν ήδη εκθέσει οι δικαστικές ενώσεις και σχολιαστές της δημόσιας διαβούλευσης, δεν αποκλείεται ο επιθεωρητής να δέχεται παράπονα από τους δικαστικούς λειτουργούς για εσφαλμένη εκτίμηση του βαθμού δυσκολίας από τον πρόεδρο που διενήργησε τη χρέωση, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό και με την προβληματική πρόβλεψη σύνταξης γραπτής γνώμης από τον πρόεδρο του τμήματος (άρθρο 100 παρ. 6), θα διαταράξει την εύρυθμη λειτουργία του οικείου τμήματος ή δικαστηρίου και της δικαιοσύνης γενικότερα.

    4. Η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 4, σύμφωνα με την οποία είναι υποχρεωτική η μετάθεση δικαστικού λειτουργού που εμφανίζει αδικαιολόγητη και σοβαρή καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του (ομοίου περιεχομένου η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 50 παρ. 4 του ν. 1756/1988), είναι ορθή, δεδομένου ότι συντελεί στην αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας του οικείου δικαστηρίου και στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Θα ήταν όμως σκόπιμο να προβλεφθεί ρητά ότι η καθυστέρηση αυτή δεν αποτελεί λόγο απόρριψης αίτησης μετάθεσης, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διάταξη δεν θα τύχει αντίθετης ερμηνείας (να κωλύει δηλαδή η ύπαρξη σοβαρής καθυστέρησης τη μετάθεση), με αποτέλεσμα να μην αποκαθίσταται η εύρυθμη λειτουργία δικαστηρίου στο οποίο παρατηρείται καθυστέρηση από δικαστικό λειτουργό.

    5. Τέλος, σχετικά με την πρόβλεψη του άρθρου 60 παρ. 2, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται μετάθεση δικαστικού λειτουργού πριν από τη συμπλήρωση υπηρεσίας ενός δικαστικού έτους στον τόπο όπου τοποθετήθηκε, επισημαίνεται ότι η ομοίου περιεχομένου διάταξη του ισχύοντος άρθρου 50 παρ. 2 του ν. 1756/1988 έχει κριθεί αντισυνταγματική με πρακτικά του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης και της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Συμβούλιο, με τα οποία έχει θεωρηθεί ως ελάχιστος χρόνος η διετής υπηρεσία στον τόπο όπου έχει γίνει η τοποθέτηση.

  • 3 Μαΐου 2022, 21:15 | AChildNeeds2Parents ΑΜKE ΓΕΜΗ 163404007000

    Άρθρο 93
    Επιθεώρηση δικαστικών αποφάσεων για την ορθή εφαρμογή του νόμου 4800/21. Δειγματοληπτικός έλεγχος αποφάσεων ανά δικαστικό λειτουργό. Έλεγχος καταγγελιών αποφάσεων από πολίτες που αφορούν στην εφαρμογή του νόμου 4800/21.

  • 3 Μαΐου 2022, 21:22 | AChildNeeds2Parents ΑΜKE ΓΕΜΗ 163404007000

    Άρθρο 89
    Αναστολή προαγωγών δικαστικών λειτουργών που αρνούνται να εφαρμόσουν τον νόμο 4800/21, έως ότου κριθεί από αρμόδια επιτροπή μετά από καταγγελία πολίτη.

  • 3 Μαΐου 2022, 21:48 | AChildNeeds2Parents ΑΜKE ΓΕΜΗ 163404007000

    Άρθρο 72
    Υπηρεσιακή παύση δικαστικού λειτουργού σε περιπτώσεις άρνησης εφαρμογής του νόμου 4800/21. Το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου είναι ορισμένο (παύει να είναι έννοια ασαφής) και έκαστος δικαστικός λειτουργός οφείλει να διασφαλίζει το δικαίωμα των παιδιών στην εξίσου ανατροφή του από αμφότερους τους γονείς του.
    Παύση καθηκόντων δικαστικού λειτουργού οφείλει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις καταδίκης της Ελλάδας από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια για αποφάσεις που έπληξαν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ενηλίκων και ανηλίκων στο δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή.

  • 3 Μαΐου 2022, 21:01 | AChildNeeds2Parents ΑΜKE ΓΕΜΗ 163404007000

    Άρθρο 43
    Στα προσόντα των δικαστικών λειτουργών οφείλουν να προστεθούν οι γνώσεις ορθής εφαρμογής του νόμου 4800/21. Να διοργανωθούν ειδικά σεμινάρια από κλινικούς παιδοψυχολόγους και άλλους ειδικούς, έτσι ώστε κάθε δικαστικός λειτουργός να έχει στη διάθεση του τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να διακρίνει τακτικές γονεϊκής αποξένωσης και να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα αποτροπής αυτής.

  • 3 Μαΐου 2022, 09:30 | ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΛΛΙΚΑΚΗ, ΕΦΕΤΗΣ ΔΔ

    102 § 4 στοιχ. ζ
    Προς αποφυγή επαναλήψεων, συμπληρωματικά σε όσα έχουν αναφερθεί από τις δικαστικές ενώσεις και άλλους σχολιαστές, θα πρότεινα, σε περίπτωση που δεν απαλειφθεί η συγκεκριμένη ρύθμιση, αντί της αόριστης έκφρασης: «εκτιμωμένων αυτοτελώς με βάση τις περιεχόμενες σε αυτές σκέψεις», να ορισθούν συγκεκριμένοι σοβαροί λόγοι εξαφάνισης αποφάσεων, όπως: «λόγω άγνοιας πάγιας νομολογίας ανώτατου Δικαστηρίου, ή λόγω μη λήψης υπόψη ουσιώδους αποδεικτικού μέσου».

  • 2 Μαΐου 2022, 23:31 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

    Άρθρο 93 παρ. 12
    Δεν συντρέχει κάποιος λόγος για την καθιέρωση τακτικής επιθεώρησης του Προέδρου Εφετών. Ειδικότερα, η επιθεώρηση – αξιολόγηση εν γένει συνδέεται, κυρίως, με την περαιτέρω βαθμολογική εξέλιξη του επιθεωρούμενου, όμως, ενόψει του ότι η προαγωγή στο βαθμό του Αρεοπαγίτη διενεργείται μόνον κατόπιν σχετικής αίτησης του κατέχοντος το βαθμό του Προέδρου Εφετών, για σημαντικό μέρος αυτών (Προέδρων Εφετών), ο βαθμός αυτός είναι ο τελικός πριν την αποχώρηση τους (λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας), δηλαδή ως προς το εν λόγω ζήτημα ο Προέδρος Εφετών βρίσκεται σε αντίστοιχη κατάσταση με τον Αεροπαγίτη, για τον οποίο δεν προβλέπεται επιθεώρηση. Μάλιστα, με την εν λόγω ρύθμιση, θα υπόκειται σε επιθεώρηση ο Πρόεδρος Εφετών, ακόμη και κατά το τελευταίο έτος πριν την αποχώρησή του, χωρίς, όμως, να συντρέχει κάποιος λόγος προς τούτο. Επομένως, θα μπορούσε να προβλέπεται μόνον η δυνατότητα επιθεώρησης του Προέδρου Εφετών, αποκλειστικώς όταν συντρέχει αποχρών λόγος, κατά τη σχετική κρίση του Επιθεωρητή Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Εξάλλου, το έργο της διενέργειας της επιθεώρησης όλων των Προέδρων Εφετών, οι οργανικές θέσεις των οποίων, ήδη, ανέρχονται στο σημαντικό συνολικό αριθμό των 201 Δικαστικών Λειτουργών (άρθρο 38 του ν. 4640/2019), από ένα μόνον πρόσωπο, δηλαδή τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης (Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου) θα είναι ιδιαιτέρως δυσχερές, ενόψει του ότι ο τελευταίος ασκεί παράλληλα και διάφορα άλλα καθήκοντα που συνδέονται με τη θέση αυτού.

  • 2 Μαΐου 2022, 20:07 | Α. Σκλίας

    Στο άρθρο 53 παρ. 1 πρέπει να προστεθεί και η άδεια πατρότητας. Η άδεια αυτή προβλέπεται στην οδηγία ΕΕ 2019/1158, ισχύει για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους (ν. 4808/21 αρ. 27), ισχύει και για τους δημόσιους υπαλλήλους ( ν. 3528/2007, άρθρο 50 παρ. 1 εδ. γ΄, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 54 Ν.4830/2021) και δεν υφίσταται κανένας λόγος εξαίρεσης των δικαστικών λειτουργών. Είναι πράγματι αναγκαία η χορήγηση της εν λόγω άδειας προκειμένου ο πατέρας δικαστικός λειτουργός να απαλλάσσεται από τις άμεσες υπηρεσιακές του υποχρεώσεις μετά τη γέννηση του τέκνου του, ώστε να μπορεί να ασχοληθεί ισότιμα με τις ανάγκες αυτού, αλλά και για να δημιουργηθεί από νωρίς δεσμός μεταξύ τους.

  • 2 Μαΐου 2022, 18:19 | Αφροδίτη Σακελλαροπούλου

    Το άρθρο 59 παρ.2 σε συνδυασμό με το άρθρο 90 παρ.10 ΚΟΔΚΚΔΛ προβλέπει για πρώτη φορά επιτυχώς ότι οι προαγωγές των ειρηνοδικών ανατρέχουν στο χρόνο κατά τον οποίο συμπληρώνουν τα απαιτούμενα έτη υπηρεσίας για την προαγωγή τους στο επόμενο βαθμό. Πλην όμως, ενόψει του ενιαιαοποίησης των οργανικών τάξεων των ειρηνοδικών που ίσχυσε με βάση το ΝΟΜΟ 3258/2004 ΦΕΚ 144/Α/ 29.7.2004, από 1.1.2005, προτείνεται η παρούσα διάταξη να ισχύσει αναδρομικά από 1.1.2005 καταλαμβάνουσα τις έκτοτε προαγωγές ούτως ώστε να εφαρμοστεί η συνταγματική αρχή της ισότητας ως προς όλους τους Ειρηνοδίκες οι οποίοι απώλεσαν ποσά από την χρονική διαφορά στον χρόνο αναδρομής των μισθολογικών τους προαγωγών.

  • 2 Μαΐου 2022, 17:24 | Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών.

    Ο αποκλεισμός της συνυπηρέτησης με συζύγους ή συνδεόμενους με σύμφωνο συμβίωσης δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, που εργάζονται στο Δημόσιο και στα ΝΠΔΔ, κατ’ αναλογία όσων ισχύουν και σε άλλους κλάδους εργαζομένων στο Δημόσιο, όπως ουσιαστικά επιχειρείται με το άρθρο 60 παρ. 5, δημιουργεί χωρίς προφανή λόγο ένα ιδιαίτερο καθεστώς για τους πρώτους αναφορικά με τη ρύθμιση του οικογενειακού τους βίου. Η διάταξη αυτή είναι αναχρονιστική και η αναμόρφωσή της δεν προκαλεί ιδιαίτερη δυσλειτουργία στην διοικητική οργάνωση του κράτους, καθώς αφορά μερικές δεκάδες συναδέλφων. Πρέπει δε να επανέλθει η αντίστοιχη διάταξη του Αρχικού Σχεδίου και να επεκταθεί η πρόβλεψη και για όσους υπηρετούν στα Σώματα Ασφαλείας, στο Λιμενικό Σώμα και στις Ένοπλες Δυνάμεις και με τη διευκρίνιση ότι στα νπδδ περιλαμβάνονται και οι ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού. Το αίτημα αυτό δε αποκτά μεγαλύτερη αξία, όταν στο παρόν σχέδιο με το άρθρο 61 παρ. 8, περιέχεται φωτογραφική διάταξη, που δίνει τη δυνατότητα απόσπασης στο εξωτερικό Δικαστικού Λειτουργού, γονέα ανήλικου τέκνου και συζύγου μονίμου υπαλλήλου στον διπλωματικό κλάδο ή εξομοιούμενο με αυτόν, και μάλιστα διευρυμένη ως προς τις υπηρεσίες, στις οποίες μπορεί να αποσπαστεί και με μεγάλη χρονική διάρκεια.

  • 2 Μαΐου 2022, 10:16 | Αφροδίτη Σακελλαροπούλου

    Το άρθρο 59 παρ.9 ΚΟΔΚΚΔΛ που αφορά στην παράλειψη από προαγωγή λόγω καθυστέρησης στην δημοσίευση και θεώρηση αποφάσεων παραβιάζει την αρχή ne bis in idem, αφού με αυτόν τον τρόπο θα έχει επιβληθεί στον Δικαστικό Λειτουργό τρεις φορές ποινή για το ίδιο αδίκημα, μία πρώτη ποινή αφού δυνάμει του παρόντος άρθρου θα έχει παραλειφθεί, κατόπιν μία δεύτερη ποινή δυνάμει της πειθαρχικής αγωγής που θα του έχει ασκηθεί και τέλος μία τρίτη ποινή που θα είναι άλλη μία παράλειψη προαγωγής που θα ακολουθήσει την δεύτερη πειθαρχική ποινή. Επομένως η διάταξη αυτή πρέπει να απαλειφθεί και η στέρηση προαγωγής να ακολουθήσει την ήδη επιβληθείσα πειθαρχική ποινή που θα έχει επιβληθεί από τα αρμόδια και μόνο πειθαρχικά όργανα.

  • 2 Μαΐου 2022, 00:21 | Ξ.Κ.

    ΑΡΘΡΟ 99 – Προτείνεται η απόσυρση της σχετικής διάταξης περί υποχρεωτικής παρακολούθησης προγραμμάτων επιμόρφωσης για τους επιθεωρητές, διότι δεν μπορεί να νοηθεί ως έννοια η πρόσθετη μόρφωση (επιμόρφωση) των επιθεωρητών με σκοπό την ανάπτυξη των γνώσεων και των ικανοτήτων τους, ούτε και μπορεί να διακριθεί κάποιος ιδιαίτερος σκοπός για την εφαρμογή των έκτακτων αυτών προγραμμάτων. Η διάταξη υποβαθμίζει το κύρος της Δικαιοσύνης. Σχετικώς, κρίνεται επαρκής η διάταξη του άρ. 104

  • 2 Μαΐου 2022, 00:28 | Ξ.Κ.

    ΑΡΘΡΟ 93 παρ.2α – Προτείνεται να απαλειφθεί η πρόβλεψη περί επιθεώρησης των εισαγγελιών από αρεοπαγίτες και αυτή να ανατίθεται αποκλειστικά σε αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου

  • 1 Μαΐου 2022, 14:58 | Στέργιος Κοφίνης

    Το άρθρο 44 παρ. 1 περ. ιε του Σχεδίου προβλέπει ότι δεν διορίζεται ως δικαστικός λειτουργός εκείνος που δεν είναι υγιής σωματικά ή ψυχικά. Η διάταξη παραπέμπει σε προεδρικό διάταγμα που θα καθορίσει ποιες ασθένειες συνιστούν κώλυμα, τη διαδικασία εξέτασης κλπ. Πρόκειται για μεταφορά της διάταξης της παρ. 1 περ. ια του άρθρου 37 του ισχύοντος Κώδικα, που όμως παρέπεμπε στα ισχύοντα για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους ως προς τον τρόπο εξέτασης.
    Η συγκεκριμένη διάταξη δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στα σύγχρονα στάνταρ για την αντιμετώπιση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας. Για την ακρίβεια δείχνει να αντανακλά παλαιότερες αντιλήψεις που προέκριναν τον αποκλεισμό των ατόμων με αναπηρία από το εργατικό δυναμικό (πλην ειδικών θέσεων που προβλέπονταν για αυτά), έναντι της σημερινής τάσης για συμπερίληψη επί ίσοις όροις (βλ. ειδικά για το δικαστικό σώμα, UN Special Rapporteur on the rights of persons with disabilities, «International Principles and Guidelines on Access to Justice for Persons with Disabilities», August 2020, Principle 7 και EU Commission, «Union of Equality – Strategy for the Rights of Persons with Disabilities 2021-2030», σ. 16-17).
    Ήδη ο ν. 4871/2021 για την ΕΣΔΙ ορίζει στο άρθρο 17 παρ. 3 ότι πρέπει να εξετάζεται από τον παθολόγο αν η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων του υποψηφίου εμποδίζει την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων και ότι πρέπει να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για τη συμμετοχή στις εξετάσεις. Ομοίως, ο ν. 3528/2007 (Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων) προβλέπει στο άρθρο 7 παρ. 1 ότι «Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει το διορισμό, εφόσον ο υπάλληλος, με την κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική υποστήριξη, μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης».
    Είναι, νομίζω, αναγκαίο να διαμορφωθεί το κείμενο του σχεδίου νόμου κατά τρόπο που να αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 3528/2007 (μολονότι θα ήταν προτιμότερο να μην αναφέρεται μόνο σε φυσικές σωματικές δεξιότητες), ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Οδηγίας 2000/78 (για την ίση μεταχείριση στην εργασία) και του ν. 4443/2016 που τη μεταφέρει στην ελληνική έννομη τάξη.Άλλωστε και η πρακτική των τελευταίων ετών ανταποκρίνεται στα στάνταρ αυτά, ανεξαρτήτως νομοθετικής διατύπωσης. Ορθό είναι όμως να αποτυπωθεί η εξέλιξη αυτή στον νόμο και ειδικότερα να προβλεφθεί περαιτέρω ότι κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν δικαστές με αναπηρία υποχρεούται να προβαίνει στη λήψη όλων των ενδεδειγμένων και εύλογων κατά περίπτωση μέτρων, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης των καθηκόντων της θέσης τους, καθώς και ότι η υποστήριξη των δικαστών με αναπηρία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο κατά τις τοποθετήσεις/μεταθέσεις όσο και κατά τον σχεδιασμό των ηλεκτρονικών συστημάτων υποβοήθησης του δικαστικού έργου (ΟΣΔΔΥ, συστήματα τηλεσυνεδριάσεων).

  • 30 Απριλίου 2022, 23:55 | Ναστας Χρήστος

    Άρθρο 89 παρ. 8: Σήμερα υπάρχουν στο Σώμα 200 πρόεδροι εφετών και για τον Άρειο Πάγο χρειάζονται κάθε χρόνο 15 – 20 εξ αυτών, οι οποίο έχουν προαχθεί στο βαθμό του Προέδρου Εφετών κατ΄απόλυτη εκλογή. Όσοι από αυτούς προαχθούν στο βαθμό του αρεοπαγίτη θα παραμείνουν τα επόμενα χρόνια πάνω από 4-5 χρόνια ο καθένας( βλ.πίνακα αρχαιότητας δικαστικών λειτουργών). Επομένως δεν χρειάζεται η ως άνω διάταξη που προβλέπει προαγωγή στο βαθμό του αρεοπαγίτη Εφετών με επταετή υπηρεσία στο βαθμό του Εφέτη ή συνολική υπηρεσία στο βαθμό του εφέτη 26 χρόνια.
    Άρθρο 93 παρ. 12: Η επιθεώρηση των Προέδρων Εφετών, οι οποίοι μάλιστα προήχθησαν κατ΄απόλυτη εκλογή, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην μέχρι σήμερα δομή της δικαιοσύνης,όπως έχει γράψει και άλλος συνάδελφος, όπου ο βαθμός του Προέδρου Εφετών θεωρείται ανώτατος βαθμός και για το λόγο αυτό εξομοιώνεται (και μισθολογικά) σε πολλά σημεία με το βαθμό του αρεοπαγίτη.
    Άρθρο 100 παρ. 6: Δεν χρειάζεται προφορική και γραπτή γνώμη του διευθύνοντος το δικαστήριο ή του προέδρου ή του προεδρεύοντος του Τμήματος που υπηρετεί ο επιθεωρούμενος για όλα τα αξιολογούμενα σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 102 κριτήρια. Αρκεί η προφορική γνώμη αυτών, όταν ζητηθεί από τον επιθεωρητή.

  • 30 Απριλίου 2022, 19:30 | Ξ.Κ.

    ΑΡΘΡΟ 89 παρ. 7 – Προτείνεται η τροποποίηση της σχετικής διάταξης, αφού κριτήριο μη προαγωγής δεν μπορεί να αποτελεί η μη παρακολούθηση προγραμμάτων επιμόρφωσης. Τα κριτήρια αξιολόγησης για την προαγωγή των δικαστικών λειτουργών θα πρέπει να είναι αντικειμενικά και κατά βάση να αφορούν τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους. Η παρακολούθηση των προγραμμάτων επιμόρφωσης θα πρέπει απλώς να συνεκτιμάται. Επιπροσθέτως δε, η διατήρηση της διάταξης αυτής εγκυμονεί υπέρτατους κινδύνους ανάσχεσης της υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών χωρίς υπαιτιότητα τους, σε περίπτωση που υπηρεσιακοί λόγοι (πχ δίκες με μεγάλη διάρκεια) ή άλλοι λόγοι (πχ αδυναμία της Σχολής Δικαστών να καλύψει τις ανάγκες επιμόρφωσης) τους στερήσουν τη δυνατότητα παρακολούθησης.

  • 30 Απριλίου 2022, 18:09 | Ξ.Κ.

    ΆΡΘΡΟ 59 παρ. 7 – Προτείνεται η απάλειψη του κριτηρίου των στατιστικών στοιχείων απόδοσης, αφού η χαμηλή παραγωγικότητα μπορεί να είναι αποτέλεσμα είτε της χαμηλής ροής υποθέσεων που εισάγονται για εκδίκαση σε ένα συγκεκριμένο δικαστήριο και αντίστοιχα του μικρού αριθμού των υπηρετούντων, είτε της δυσχέρειας – πολυπλοκότητας της κάθε υπόθεσης, που μπορεί εξίσου να οδηγήσει σε παραπλανητικά στατιστικά στοιχεία. Τα κριτήρια που θα πρέπει να αξιολογούνται για κάθε υποψήφιο προς προαγωγή δικαστή είναι: α) το ήθος, το σθένος και ο χαρακτήρας του, β) οι νομικές του γνώσεις και η ικανότητα εφαρμογής τους (επιστημονική κατάρτιση, κρίση και αντίληψη), γ) η αποτελεσματικότητα και οι οργανωτικές ικανότητές του, δ) ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας του με τους συναδέλφους του, ε) η ικανότητά του προς πλήρη αξιοποίηση του δικαστικού του χρόνου (ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης), στ) ο τρόπος προσέγγισης των συνηγόρων και διαδίκων και γενικά ο όλος τρόπος συμπεριφοράς του κατά την εκτέλεση των δικαστικών του καθηκόντων (κοινωνική παράσταση).

  • 30 Απριλίου 2022, 10:42 | Σ. ΜΠΛΕΤΑ

    Άρθρο 100 παρ. 6: Είναι λανθασμένο να επιθεωρούνται οι δικαστικοί λειτουργοί με τη βοήθεια των διαθέσιμων στατιστικών δεδομένων, χωρίς καμία εξειδίκευση του τρόπου αξιολόγησης των εν λόγω στοιχείων. Επίσης, είναι λανθασμένο το να διενεργείται υποχρεωτικός έλεγχος των αποφάσεων περί αναβολών, που χορήγησαν τα δικαστήρια στα οποία μετείχαν οι επιθεωρούμενοι δικαστικοί λειτουργοί προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης (ωράριο, κωλύματα δικηγόρων, αποχές, κ.λπ.).
    Άρθρο 89 παρ. 8: Η προαγωγή στο βαθμό του αρεοπαγίτη Εφετών με επταετή υπηρεσία στο βαθμό του Εφέτη κατ΄απόλυτη εκλογή καταργεί την αρχαιότητα, βασικό στοιχείο της υπηρεσιακής κατάστασης του δικαστικού λειτουργού, προκαλεί ανατροπή στην επετηρίδα και απόλυτο έμφραγμα στον Άρειο Πάγο, όπου προάγονται σε αρεοπαγίτες νεώτεροι Εφέτες, οι οποίοι και παραμένουν στον βαθμό αυτό μέχρι τα 67 τους, εμποδίζοντας πλέον την προαγωγή των αρχαιότερων στην επετηρίδα και στην ηλικία Προέδρων Εφετών. Το κυριότερο, ενδέχεται να υπάρξει στον Άρειο Πάγο ένα σώμα αρεοπαγιτών αμετακίνητο για πολλά έτη χωρίς ανανέωση, στοιχείο εν δυνάμει επικίνδυνο για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς αυτοί θα έχουν προαχθεί κατ’ απόλυτη εκλογή και χωρίς τήρηση της επετηρίδας. Επισημαίνεται ότι αντίστοιχα η θητεία του Προέδρου του ΑΠ είναι τετραετής.
    Άρθρο 93 παρ. 12: Η επιθεώρηση των Προέδρων Εφετών δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην μέχρι σήμερα δομή της δικαιοσύνης, όπου ο βαθμός του Προέδρου Εφετών θεωρείται ανώτατος βαθμός και για το λόγο αυτό εξομοιώνεται (και μισθολογικά) σε πολλά σημεία με το βαθμό του αρεοπαγίτη. Συγκεκριμένα στο άρθρο 59 παρ. 5 (προαγωγή στο βαθμό του Προέδρου Εφετών κατ’ απόλυτη εκλογή), στο άρθρο 71 παρ. 1 (αποχώρηση στο 67ο έτος από το βαθμό του Προέδρου Εφετών και πάνω), στο άρθρο 91 παρ. 2 (η προαγωγή στο βαθμό του Προέδρου Εφετών γίνεται από 15μελές συμβούλιο), στο άρθρο 93 παρ. 2 εδ.β, 10 (οι Πρόεδροι Εφετών διενεργούν επιθεώρηση). Παραβλέποντας όλα τα παραπάνω θεσπίζεται επιθεώρηση στους Προέδρους Εφετών, η οποία δεν έχει κανένα σκοπό και καμιά δικαιολογία εκτός από την απαξίωση του βαθμού αυτού και την ανατροπή των μέχρι τώρα ισχυόντων (και γνωστών στους κατέχοντες τον βαθμό του Προέδρου Εφετών κατά την εισαγωγή τους στο σώμα). Τέλος, πώς θα επιθεωρούνται οι Πρόεδροι Εφετών που προεδρεύουν σε πολιτικό τμήμα; Θα δίνουν αποφάσεις των εισηγητών του τμήματός τους ή μήπως θα γράφουν οι ίδιοι αποφάσεις για να έχουν να επιδείξουν στον επιθεωρητή;

  • 30 Απριλίου 2022, 01:28 | Αφροδίτη Σακελλαροπούλου

    Σύμφωνα με το άρθρο 55 ΚΟΔΚΚΔΛ, προβλέπεται η δυνατότητα εκπαιδευτικής άδειας σε δικαστικό λειτουργό που δεν έχει υπερβεί το 55ο έτος της ηλικίας του. Το όριο αυτό ηλικίας αντισυνταγματικό και αποτελεί διάκριση στο δικαίωμα πρόσβασης στην επαγγελματική εκπαίδευση λόγω ηλικίας, αφού τα πανεπιστημιακά πτυχία εμπίπτουν στην έννοια της «επαγγελματικής εκπαιδεύσεως» ακόμη και όταν
    το τελικό πτυχίο που απονέμεται στο τέλος του προγράμματος σπουδών δεν
    παρέχει αυτομάτως τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για συγκεκριμένο
    επάγγελμα ή απασχόληση. Αρκεί απλώς το υπό εξέταση πρόγραμμα σπουδών να παρέχει τις γνώσεις και τις ικανότητες που απαιτούνται για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις στις οποίες
    δεν απαιτούνται επίσημοι τίτλοι για την άσκηση συγκεκριμένων επαγγελμά
    των ή στις περιπτώσεις στις οποίες το πανεπιστημιακό πτυχίο δεν συνιστά
    από μόνο του τυπικό προαπαιτούμενο για την άσκηση επαγγέλματος, το πρόγραμμα σπουδών μπορεί κάλλιστα να θεωρείται «επαγγελματική εκπαίδευ ση» (βλ.ΔΕΚ, Blaizot και λοιποί κατά Πανεπιστημίου της Λιέγης και λοιπών, υπόθεση 24/86).

  • 30 Απριλίου 2022, 01:07 | Αφροδίτη Σακελλαροπούλου

    Κατά άρθρο 52 παρ.12 ΚΟΔΚΚΔΛ προβλέπεται η δυνατότητας στέρησης του δικαιώματος του δικαστικού λειτουργού να κάνει χρήση των δικαστικών διακοπών ή κανονικής άδειας, εφόσον κατά την κρίση του διευθύνοντος το δικαστήριο υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων ή βουλευμάτων σε επείγουσες υποθέσεις. Η διάταξη πρέπει να απαλειφθεί ως αντισυνταγματική, αφού υποκρύπτει στην πραγματικότητα επιβολή πειθαρχικής ποινής και μάλιστα από έτερο από τα καθορισμένα στο άρθρο 91 Σ πειθαρχικά συμβούλια.

  • 30 Απριλίου 2022, 00:32 | Αφροδίτη Σακελλαροπούλου

    Σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ.3 και 4 ΚΟΔΚΚΔΛ προβλέπεται περικοπή του μισθού από τον Προιστάμενο προς Δικαστικό Λειτουργό σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης παράδοσης σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που ανατίθενται προς επεξεργασία, καθώς και η αδικαιολόγητη μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η αδικαιολόγητη μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως. Η διάταξη αυτή συνιστά άσκηση οιονεί πειθαρχικής εξουσίας, παραβιάζει το άρθρο 91 Συντάγματος κατά το οποίο η πειθαρχική εξουσία ασκείται από πειθαρχικά συμβούλια, αφού παρακάμπτονται τα συμβούλια αυτά τα οποία έχουν όχι μόνο την συνταγματική εξουσία αλλά και την επιμόρφωση και την εμπειρία και το κύρος του βαθμού ιεραρχίας, από τον εκάστοτε Προιστάμενο που ευρίσκεται ιεραρχικώς στον ίδιο βαθμό με τον ελεγχόμενο.

  • 29 Απριλίου 2022, 19:36 | ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

    Η διάταξη της παρ.1β΄ του αρ.116 συμβαδίζει, έστω και καθυστερημένα, με το άρθρο 152 παρ. 4 Ν. 4194/2013, Κώδικας Δικηγόρων [:ανώνυμες καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται αμέσως], έτσι ώστε η ανώνυμη αναφορά να τίθεται αμέσως στο αρχείο, μη δυνάμενη να αποτελέσει θεσμικό εργαλείο για οιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία. Σημειώνεται ότι με ανώνυμες αναφορές καταγγέλλεται και χαρακτηρίζεται ενώπιον πειθαρχικού οργάνου ο τρόπος ζωής ενός δικαστή και όχι το έργο του. Επομένως με την εισαγόμενη διάταξη προστατεύεται ένας δικαστής, που έχει τη γνώμη ότι οι δικαστές έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις αλλά και τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους πολίτες που ζούν στην Ελληνική επικράτεια, απέναντι σε ανώνυμες συκοφαντίες που, παρά και τις θεσμικές προβλέψεις (πρβλ. άρθρο 152 Ν.4194/2013), δεν τίθενται στο αρχείο και χρησιμοποιούνται για να τον αναγκάσουν να μετατεθεί από τον τόπο που υπηρετεί. Η διάταξη κατοχυρώνει την δικαστική ανεξαρτησία, σε τρόπο ώστε ανώνυμες αναφορές (βλ. συκοφαντίες) σε βάρος δικαστικών λειτουργών να αρχειοθετούνται αμέσως, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής σε ανάλογη (ερμηνευτικά) εφαρμογή της σχετικής διάταξης του άρθρου 152 Ν. 4194/2013, προστατεύοντας έτσι πάνω απ’ όλα τον τρόπο (αλλά και τον τόπο) της ζωής τους.
    Μήπως πρόκειται για ζητήματα δημοκρατίας;

  • 29 Απριλίου 2022, 16:50 | Καραντζίκη

    Στο άρθρο 59 παρ. 7 αναφέρεται μεταξύ των άλλων κριτηρίων «τα στατιστικά στοιχεία απόδοσης», ποια ακριβώς είναι αυτά τα στοιχεία. Θα δικάζουμε με αριθμούς; να διευκρινιστεί.
    Επίσης στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου ο χρόνος δημοσίευσης των ασφαλιστικών να ορισθεί στους δύο μήνες ενόψει των λοιπών υπηρεσιακών υποχρεώσεων και του γεγονότος ότι πλέον τα σχετικά των ασφαλιστικών έχουν καταντήσει όπως αυτά της τακτικής διαδικασίας. Τέλος στην ίδια παράγραφο αν η θεώρηση εντός 15ημέρου αναφέρεται στις ποινικές αποφάσεις να ληφθεί υπόψη το είδος των πρακτικών που παραδίδονται από τους γραμματείς, μερικοί εκ των οποίων μετά την «επιτυχή» απομαγνητοφώνηση αυτών που δεν γίνεται από τους ίδιους, δεν ελέγχουν ούτε τα βασικά, με αποτέλεσμα να δαπανάται πολύτιμος χρόνος στη διόρθωση των ποινικών πρακτικών, μη περιοριζόμενοι οι δικαστές μόνο στη σύνταξη του σκεπτικού.

  • 29 Απριλίου 2022, 15:24 | Ανέστης

    Στο αρθρο 60 παρ. 5 εδ. β’ αναφέρεται ότι: « … Δημόσιος υπάλληλος … σύζυγος δικαστικού λειτουργού μπορεί να μετατίθεται … στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγος του ….».Ξερετε τι σημαίνει περιφέρεια; Ότι ο ένας μπορεί να τοποθετηθεί στην Καλαμάτα και ο άλλος στην Κόρινθο.Ωραια συνυπηρετηση.Μας δουλεύετε; Η λέξη περιφέρεια πρεπει να αντικατασταθεί με την περιφερειακη ενότητα και σε περίπτωση μη ύπαρξης θέσης σε όμορφη περιφερειακή ενότητα. Ακολουθήστε τον νόμο συνυπηρετησης του 2001.Δεν είναι κακό, ούτε ντροπή,εκσυχρονισμος λέγεται με γνωμονα την οικογένειά και την οικογενειακή γαλήνη των δικαστικών λειτουργών. Αλλιώς μην το κάνετε καθόλου. Περισσότερα προβλήματα δημιουργουνται έτσι πάρα λύνονται.

  • 29 Απριλίου 2022, 12:57 | Γιώργος

    Στο α. 60 παρ. 5 εδ. β’ αναφέρεται ότι: « … Δημόσιος υπάλληλος … σύζυγος δικαστικού λειτουργού ΜΠΟΡΕΙ να μετατίθεται … στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγος του ….». Το ερώτημα είναι τι νέο προσφέρει αυτή η διάταξη; Δηλαδή εάν δεν υπήρχε η διάταξη δεν θα μπορούσε να μετατεθεί; Θα απαγορεύονταν; Ή μήπως δεν το ξέρετε ότι όλα τα υπηρεσιακά συμβούλια δημοσίων υπαλλήλων πατάνε στο «μπορεί» και απορρίπτουν μονίμως τις σχετικές αιτήσεις μετάθεσης; Το καταλαβαίνετε ότι ο μόνος τρόπος πλέον είναι οι δικαστές να συνωστίζονται έξω από τα γραφεία των υπουργών και να παρακαλούν για μια ρουσφετομετάθεση, για να μην διαλύσουν την οικογένεια τους; Και κάπως έτσι μπορεί να αρχίσει μια απευκταία σχέση εξάρτησης, εκτός και εάν αυτό είναι τελικά το ζητούμενο. Το μπορεί πρέπει να απαληφθεί πλήρως και ακόμα καλύτερα να προστεθεί η λέξη υποχρεωτικά. Αλλιώς σβήστε εντελώς την διάταξη γιατί είναι απλά μια κοροϊδία.

  • 29 Απριλίου 2022, 11:03 | Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ

    Άρθρο 59 παρ. 9: Υπάρχει σύγκρουση με το άρθρο 109 παρ. 2 περ. ε περί πειθοαρχικών. Ενώ δηλ. η καθυστέρηση στη δημοσίευση των αποφάσεων μπορεί να συγχωρηθεί (ή να δικαιολογηθεί) στα πλαίσια του πειθαρχικού παραπτώματος, αποκλείει σε κάθε περίπτωση την προαγωγή. Εφόσον είναι δικαιολογημένη η καθυστέρηση, θα έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα στο Δικαστικό Συμβούλιο να την παραβλέψει.

  • 29 Απριλίου 2022, 01:18 | Αφροδίτη Σακελλαροπούλου

    3. Σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.7 «Οι επιθεωρητές, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ελέγχουν υποχρεωτικά τις αποφάσεις περί αναβολών, που χορήγησαν τα δικαστήρια στα οποία μετείχαν οι επιθεωρούμενοι δικαστικοί λειτουργοί και κρίνουν περαιτέρω αν συντρέχει εξ αυτού του λόγου περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου τους». Η ως άνω διάταξη που δεν υπάρχει στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων ως ισχύει πρέπει να απαλειφθεί, διότι προκαλεί υπόνοιες προσπάθειας κάμψης του ανεξάρτητου δικαστικού φρονήματος και ελέγχου της κρίσης του Δικαστή, αφού για οι αναβλητικές αποφάσεις δεν συντάσσεται σκεπτικό εγγράφως επομένως δεν υπάρχει καταγεγραμμένη αιτιολογία που να αποδεικνυει την ορθότητα της κρίσης περί λήψεως της απόφασης αυτής. Η διάταξη αυτή θα συνεισφέρει μόνο στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης, αφού πλέον οι δικαστικοί λειτουργοί θα σπαταλούν χρόνο που θα αφιέρωναν στην μελέτη των συζητηθεισών υποθέσεων προκειμένου να εγγράψουν σκεπτικά αναβολής επί των υποθέσεων που αναβλήθηκαν.

  • 29 Απριλίου 2022, 01:42 | Αφροδίτη Σακελλαροπούλου

    Tο άρθρο 88 παρ.5 ορίζει ότι: «Σε περίπτωση υπηρεσιακής ανάγκης μπορεί να ασκήσει προσωρινώς καθήκοντα σε πρωτοδικείο ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης οριζόμενος από τον πρόεδρο πρωτοδικών της περιφέρειάς του». Επίσης, Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1δ και ε, αναπληρώνονται «Στα πολιτικά-ποινικά δικαστήρια: ένας μόνο πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του.
    ε. ο ειρηνοδίκης που υπηρετεί στο ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο από άλλο ειρηνοδίκη οριζόμενο από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια στα οποία ανέκυψε η ανάγκη αναπλήρωσης».
    Επειδή η ανάθεση αυτή στην πράξη έχει αποδειχθεί μόνιμη και καταχρηστική εις βάρος των ήδη βεβαρημένων από την συνεχή μεταφόρτωση ύλης Ειρηνοδικών, πρέπει να συμπληρωθεί ότι το άρθρο αυτό πρέπει θα ισχυει μόνο υπό την προϋπόθεση της έλλειψης ΜΙΑΣ σύνθεσης τριμελούς Πλημμελειοδικείου λόγω οργανικών κενών. Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που αναγνωρίζεται τόσο στο δίκαιο της ΕΕ όσο και στο δίκαιο του Συμβουλίου της Ευρώπης απαγορεύει αφενός
    τη διαφορετική μεταχείριση προσώπων
    ή ομάδων προσώπων που βρίσκονται
    στην ίδια κατάσταση και, αφετέρου,
    την ίδια μεταχείριση προσώπων
    ή ομάδων προσώπων που βρίσκονται
    σε διαφορετικές καταστάσεις. Η αναπλήρωση Ειρηνοδίκη σε καθήκοντα Πρωτοδίκη ή Πλημμελειοδίκη και μάλιστα σε υποθέσεις οι οποίες δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων (ποινικές, οικογενειακού κλπ), στην παρούσα φάση, όπου δεν έχει επιτευχθεί εισέτι η υπηρεσιακή και μισθολογική τους εξομοίωση και αφομοίωση στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, παραβιάζει το δικαίωμα της χρηστής διοίκησης (άρθρο 41) του Χαρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, την 2000/78/ΕΚ οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση, το άρθρο 2 ΣΕΕ, άρθρο 9 παρ.3 ΣΛΕΕ, την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη, άρθρο 14 της ΕΣΔΑ καθώς και το άρθρο 2 του Ευρωπαικού Κοινωνικού Χάρτη (δικαίωμα για δίκαιες συνθήκες εργασίας) αφού είναι πλέον αναγκασμένοι να παρέχουν την ίδια και περισσότερη εργασία με τους άλλους δικαστές του πρώτου βαθμού άνευ υπηρεσιακής και βαθμολογικής εξομοίωσης με αυτούς. Τα παραπάνω επιρρωνύει το γεγονός ότι εκ των υποχρεωτικών σεμναρίων της ΕΣΔΙ σε ορισμένα μόνο εξ αυτών έχουν δικαίωμα πρόσβασης οι Ειρηνοδίκες, οι οποίοι αποκλείονται από αυτά που δεν άπτονται της αρμοδιότητάς τους παραβιαζομένου ταυτόχρονα και του δικαιώματος ίσης πρόσβασης στην επαγγελματική κατάρτιση. Ως εκ τούτου, η ανάθεση καθηκόντων στα οποία η Πολιτεία αρνείται να τους επιμορφώσει και με δεδομένο ότι η νομικη επιστήμη εξελισσεται συνεχώς, επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις και στην ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης αφού συγκεκριμένες δικαστικές υποθέσεις δικάζονται από λειτουργούς οι οποίοι δεν έχουν εξειδικευθεί και επιμορφωθεί ούτε στο πλαίσιο φοίτησής τους στην ΕΣΔΙ ούτε κατόπιν σε αντίστοιχα σεμινάρια.
    Τέλος για τον παρόν άρθρο δεν κλήθηκαν εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Ειρηνοδικών στην ΕΝΔΕ προς διαβούλευση, επομένως, παραβιάζεται το δικαίωμα των εργαζομένων στην
    ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της
    επιχείρησης (άρθρο 27) του Χαρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ.

  • 29 Απριλίου 2022, 01:52 | Αφροδίτη Σακελλαροπούλου

    1. Το άρθρο 123 παρ.6 του νέου ΚΟΔΚΚΔΛ ορίζει «Εκτός από τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων δεν υπόκεινται σε κανένα άλλο ένδικο μέσο ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ούτε σε προσφυγή ενώπιον οποιασδήποτε αρχής» και αποτελεί επανάληψη του άρθρου 105 παρ.6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988 (ΦΕΚ Α’ 35/16.09.1988) ως ισχύει. Ο αποκλεισμός των δικαστικών λειτουργών από τα ένδικα βοηθήματα, θίγει τον πυρήνα των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ και στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (βλ.79 ΕΔΔΑ, Papon κατά Γαλλίας (Αριθ. 2), Αριθ. 54210/00, 25 Ιουλίου 2002, σκέψη 100), αφού πρόκειται περί περιορισμού που δεν έχει θεμιτό σκοπό, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και θίγει την ουσία του δικαιώματος της προσφυγής των ίδιων των δικαστικών λειτουργών στην Δικαιοσύνη, οι οποίοι υπόκεινται στον περιορισμό της εκδίκασης των υπηρεσιακών τους υποθέσεων μόνο από τα πειθαρχικά τους συμβούλια. Ως εκ τούτου σε συνδυασμό με το άρθρο 91 παρ.4 του Συντάγματος κατά το οποίο οι πειθαρχικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται στο ΣτΕ, προτείνεται η δυνατότητα άσκησης του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των δικαστικών λειτουργών στην Εθνική Επιτροπή για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (ν.4780/2021).

  • 28 Απριλίου 2022, 13:36 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΙΔΗΣ – ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

    Συμπληρωματικά στο παραπάνω σχόλιό μου, που αφορά την διάταξη του άρθρου 102 § 4 στοιχ. ζ’, έχω να παρατηρήσω και το εξής: Στο προς διαβούλευση νομοσχέδιο, η ως άνω σχολιαζόμενη διάταξη έχει την εξής διατύπωση: «ζ) η αναίρεση ή εξαφάνιση των αποφάσεων που συνέταξαν οι επιθεωρούμενοι κατά παραδοχή του αντίστοιχου ένδικου μέσου, εκτιμωμένων αυτοτελώς με βάση τις περιεχόμενες σε αυτές σκέψεις». Ομολογώ ότι δεν είχα προσέξει ότι είχε προστεθεί και η φράση «εκτιμωμένων αυτοτελώς με βάση τις περιεχόμενες σε αυτές σκέψεις», η οποία δεν υπήρχε στο σχέδιο που αρχικώς είχε δοθεί στην δημοσιότητα. Δεν είμαι σε θέση να πω αν με την προσθήκη αυτή μετριάζονται τα παραπάνω παράδοξα κλπ. που επεσήμανα, καθώς χρήζει ερμηνείας. Εάν κάποιος σχολιαστής αντιλαμβάνεται και μπορεί να εξηγήσει τι σημαίνει η «αυτοτελής εκτίμηση» των (αναιρεθέντων η εξαφανισθέντων) αποφάσεων με βάση τις περιεχόμενες σε αυτές (αποφάσεις) σκέψεις, ας το πράξει.

  • 28 Απριλίου 2022, 11:07 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΙΔΗΣ – ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

    Το σχόλιό μου αφορά την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 102 § 4 και ειδικά το στοιχείο ζ’: «Προς το σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης όλων των δικαστικών λειτουργών της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 101 αξιολογούνται: … ζ) η αναίρεση ή εξαφάνιση των αποφάσεων που συνέταξαν οι επιθεωρούμενοι κατά παραδοχή του αντίστοιχου ένδικου μέσου».
    Για την παραπάνω ρύθμιση έχει ήδη επισημανθεί, σε διάφορα άρθρα και παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου, ότι με αυτήν δημιουργείται μια ιδιόμορφη «πίεση» προς τον δικαστή, να ακολουθεί πάντοτε την διαμορφωθείσα στην νομολογία κρατούσα άποψη επί οποιουδήποτε νομικού ζητήματος αντιμετωπίζει, ακόμη και αν ο ίδιος δεν συμφωνεί με αυτήν και έχει διαφορετική άποψη και ακόμη και αν η άποψή του αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη και επιστηρίζεται νομολογιακά (αλλά δεν είναι η κρατούσα), προκειμένου να αποφύγει (ή να ελαχιστοποιήσει) τον κίνδυνο να εξαφανισθεί ή να αναιρεθεί η απόφασή του. Επιπλέον, αν και δεν διευκρινίζεται στην διάταξη, είναι μάλλον προφανές ότι η τελευταία δεν μπορεί να αφορά τις ποινικές αποφάσεις, καθώς όλες οι πρωτοβάθμιες εξαφανίζονται με την άσκηση απλώς τυπικά παραδεκτής εφέσεως.
    Πέρα από τα παραπάνω, θέλω να επισημάνω τα εξής: Στο πεδίο των πολιτικών αποφάσεων, η σχολιαζόμενη ρύθμιση, εφόσον δεν διευκρινισθεί περαιτέρω ή δεν συμπληρωθεί με συγκεκριμένους περιορισμούς κατά την εφαρμογή της, αλλά ερμηνευθεί όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας, ειδικά στις περιπτώσεις της εξαφανίσεως αποφάσεως μετά από παραδοχή εφέσεως (ότι, δηλαδή, η εξαφάνιση της αποφάσεως του επιθεωρούμενου δικαστή, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, έχει ως συνέπεια την αρνητική αξιολόγηση του τελευταίου), μπορεί να οδηγήσει σε παράδοξα και άδικα για τους επιθεωρούμενους αποτελέσματα. Για να γίνει τούτο κατανοητό, αναφέρω τα παρακάτω παραδείγματα (υποθετικές περιπτώσεις, που, όμως – όχι σπάνια – συναντώνται στην δικαστηριακή πρακτική):

    1) Σε μια υπόθεση με ένα δύσκολο νομικό ζήτημα, για το οποίο έχουν διατυπωθεί στην νομολογία και την θεωρία διαφορετικές απόψεις (θα μπορούσε π.χ. να είναι μια υπόθεση με αίτημα την «μονιμοποίηση» στον δημόσιο τομέα «συμβασιούχου» εργαζομένου που επί σειρά ετών καλύπτει «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» ή υπόθεση του Ν. 3869/2010 με κρίσιμο ζήτημα την ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη), ο επιθεωρούμενος δικαστής του α’ βαθμού, ακολουθώντας μια άποψη (είτε την «κρατούσα» είτε αυτήν που ο ίδιος κρίνει ορθότερη), έχει καταλήξει σε μια συγκεκριμένη απόφαση, που δικαιώνει – ας πούμε – τον εναγόμενο/καθ’ ου η αίτηση. Μετά από έφεση κατά της εν λόγω πρωτόδικης αποφάσεως, το Εφετείο, ακολουθώντας την άλλη άποψη ως προς το ίδιο δύσκολο νομικό ζήτημα (που, ενδεχομένως, να έχει ήδη καταστεί κρατούσα κατόπιν μεταβολής της νομολογίας), εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και δικαιώνει τον ενάγοντα (αιτούντα). Βάσει της ανωτέρω σχολιαζόμενης διατάξεως του νομοσχεδίου, τούτο θα έχει ως συνέπεια την αρνητική αξιολόγηση του επιθεωρούμενου δικαστή που εξέδωσε την πρωτοβάθμια απόφαση. Όμως, ο ηττημένος στην κατ’ έφεση δίκη διάδικος ασκεί αναίρεση, η οποία κάποια στιγμή θα εκδικαστεί (θα σχολιάσουμε παρακάτω το ζήτημα του χρόνου εκδικάσεως) και επί της οποίας εκδίδεται απόφαση που δέχεται την αναίρεση και δικαιώνει ως προς το ως άνω νομικό ζήτημα τον εναγόμενο/καθ’ ου η αίτηση (όπως είχε κάνει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Με βάση και πάλι την ανωτέρω σχολιαζόμενη διάταξη του νομοσχεδίου, τούτο θα έχει ως συνέπεια την αρνητική αξιολόγηση του επιθεωρούμενου δευτεροβάθμιου δικαστή (ή εισηγητή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου). Παράλληλα, δεν προβλέπεται κάποια «αποκατάσταση» της (αρνητικής, κατά τα ανωτέρω) αξιολογήσεως του δικαστή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Εάν προσθέσουμε και την παράμετρο της μεταστροφής της νομολογίας επί του συγκεκριμένου δύσκολου νομικού ζητήματος, κατόπιν εκδόσεως αποφάσεως της Ολομέλειας του ΑΠ ή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομίζω ότι ακόμη πιο εύκολα γίνεται κατανοητό το άτοπο στο οποίο άγει η σχολιαζόμενη διάταξη του νομοσχεδίου…

    2) Σε μια υπόθεση θανατηφόρου αυτοκινητικού δυστυχήματος, με εμπλοκή περισσοτέρων των δύο οχημάτων, αγωγές κύριες και παρεμπίπτουσες, πάμπολλες ενστάσεις, πληθώρα ζητημάτων νομικών και ουσιαστικών (συνυπαιτιότητας κλπ.), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίδει μια πολυσέλιδη απόφαση, στο σκεπτικό της οποίας αντιμετωπίζει όλα τα ζητήματα και απαντά σε όλους τους ισχυρισμούς και ενστάσεις και καταλήγει να κάνει εν μέρει δεκτές κάποιες αγωγές και να επιδικάσει ό,τι κρίνει επιδικαστέο. Ασκείται έφεση (ή εφέσεις) και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίπτει όλους τους λόγους και τις επί μέρους αιτιάσεις που αφορούν τα νομικά ζητήματα, τους ισχυρισμούς και τις δικονομικές και ουσιαστικές ενστάσεις, κρίνοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο «δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ορθώς εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις» κλπ., πλην ενός συγκεκριμένου σημείου, για το οποίο η κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είναι διαφορετική, έστω και ελαφρώς. Το σημείο αυτό, στο υποθετικό παράδειγμά μας, θα μπορούσε να είναι το ποσοστό συνυπαιτιότητας των εμπλεκομένων οδηγών στο δυστύχημα (π.χ. να είχε κρίνει το πρωτοβάθμιο 50-50 και το δευτεροβάθμιο να κρίνει 60-40), χωρίς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να διαφοροποιηθεί ως προς την διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, ή θα μπορούσε να είναι το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως σε κάποιους δικαιούχους (π.χ. να επιδικάσει το δευτεροβάθμιο ποσά κατά ποσοστό 10% ή 20% μικρότερα σε σχέση με αυτά που είχε επιδικάσει το πρωτοβάθμιο) ή η εκτίμηση του ύψους της αποζημιώσεως για την μείωση της αγοραστικής αξίας του βλαβέντος από την σύγκρουση οχήματος. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η απόφαση του πρωτοβαθμίου θα εξαφανισθεί. Συνεπώς, με βάση την ανωτέρω σχολιαζόμενη διάταξη του νομοσχεδίου, τούτο θα έχει ως συνέπεια την αρνητική αξιολόγηση του επιθεωρούμενου δικαστή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Δηλαδή, ο τελευταίος μπορεί να εξέδωσε μία άριστη (ή, έστω, πολύ καλή) απόφαση επί μιας ιδιαίτερα δύσκολης υποθέσεως, να αντιμετώπισε εύστοχα όλους τους ισχυρισμούς και ενστάσεις, να έκρινε «ορθώς» ως προς τα βασικά ουσιαστικά αποδεικτικά ζητήματα, αλλά να «έσφαλε» ως προς κάποια από τις ως άνω εκτιμήσεις, που θεωρώ ότι εν πολλοίς είναι υποκειμενικές για κάθε δικαστή. Είναι λογικό να του «χρεώνεται» μια τέτοια απόφαση ως αρνητικό στοιχείο για την αξιολόγησή του?

    3) Μια πρωτόδικη απόφαση μπορεί να εξαφανισθεί, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, επειδή θα προβληθεί (παραδεκτώς) και θα γίνει δεκτός κάποιος ισχυρισμός το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ (π.χ. κάποιος «οψιγενής» ή «οψιφανής» ή αποδεικνυόμενος με έγγραφο ή ομολογία ισχυρισμός), ή επειδή θα αξιολογηθούν νέα αποδεικτικά μέσα, που θα προσκομισθούν παραδεκτώς από κάποιον διάδικο το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 529 ΚΠολΔ, και τα οποία δεν είχαν τεθεί υπ’ όψη του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά θα επηρεάσουν την έκβαση της δίκης. Έτσι, χωρίς ο δικαστής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου να έχει υποπέσει σε κάποιο σφάλμα με την εκκαλουμένη απόφασή του, υπάρχει ο κίνδυνος, εάν εφαρμοστεί η σχολιαζόμενη διάταξη, η εξαφάνιση της απόφασης αυτής να αξιολογηθεί αρνητικά σε βάρος του, κάτι που είναι άδικο γι’ αυτόν.

    4) Και ένα πρακτικό ζήτημα, που καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την εφαρμογή της σχολιαζόμενης διατάξεως (προσωπικά, θα έλεγα ότι την καθιστά μη εφαρμόσιμη). Η επιθεώρηση γίνεται κατ’ έτος, πραγματοποιείται δε το αμέσως επόμενο δικαστικό έτος από το επιθεωρούμενο. Συνεπώς, κατά τον χρόνο που πραγματοποιείται, ελάχιστες θα είναι οι περιπτώσεις (το πιθανότερο καμία) που θα έχει προλάβει να προσδιορισθεί και εκδικαστεί το ένδικο μέσο (έφεση ή αναίρεση) που θα ασκηθεί εναντίον αποφάσεως που εξέδωσε ο επιθεωρούμενος δικαστής κατά το επιθεωρούμενο δικαστικό έτος, και θα έχει εκδοθεί απόφαση επ’ αυτού (ενδίκου μέσου). Άρα, ο επιθεωρητής δεν θα έχει στην διάθεσή του επαρκή αριθμό αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά το επιθεωρούμενο δικαστικό έτος, ασκήθηκε ένδικο μέσο κατ’ αυτών και εκδόθηκαν οι αποφάσεις του ανωτέρου δικαστηρίου που τελικά επιλήφθηκε. Δεν γνωρίζω εάν η λογική του νομοθέτη είναι να αξιολογούνται μελλοντικώς, σε μεταγενέστερες επιθεωρήσεις ή όταν θα τεθεί ζήτημα προαγωγής του επιθεωρούμενου, το σύνολο των αποφάσεών του που εξαφανίσθηκαν ή αναιρέθηκαν. Δεν νομίζω ότι προκύπτει κάτι τέτοιο, με βάση τον σκοπό της εν λόγω αξιολογήσεως, όπως ρητώς αναφέρεται στην σχολιαζόμενη διάταξη («Προς το σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης»), σε κάθε δε περίπτωση ισχύουν τα παραπάνω ως προς τα παράδοξα και τις αδικίες που δημιουργούνται.

    Για τους παραπάνω λόγους, αλλά και για άλλους, που έχουν διατυπωθεί στα σχετικά υπομνήματα των δικαστικών ενώσεων, θεωρώ η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να αποσυρθεί.

  • 28 Απριλίου 2022, 10:04 | Παπαδοπούλου

    Στο άρθρο 102 για την ικανότητα διεύθυνσης της διαδικασίας, η παρακολούθηση συνεδριάσεων από τον επιθεωρητή θα πρέπει να είναι ρητά υποχρεωτική. Ο επιθεωρητής θα αξιολογεί την ικανότητα διεύθυνσης της διαδικασίας με σαφή κριτήρια όπως (ενδεικτικά) α) η διαχείριση του χρόνου, β) η γνώση των υποθέσεων (εξαρτώμενη από τυχόν αναπλήρωση), γ) η συμπεριφορά του διευθύνοντος έναντι των λοιπών συμμετεχόντων της δίκης (διαδίκων, μαρτύρων, νομικών παραστατών), δ) η τήρηση της τάξης, ε) η τήρηση των δικονομικών κανόνων και η αναγκαία ευελιξία. Η γνώμη του διευθύνοντος του δικαστηρίου πρέπει να είναι αιτιολογημένη και γραπτή. Επίσης έκθεση πρέπει πάντοτε να συντάσσεται και για την ποινική εργασία των δικαστών.

  • 28 Απριλίου 2022, 09:48 | Dim.

    Όσον αφορά το άρθρο 60 στην παρ. 5, προφανώς και δεν ενδιαφέρει κανέναν εάν θα πρέπει οι οικογένειες των δικαστών να διαμελίζονται προκειμένου να εξυπηρετηθούν μόνο οι υπηρεσιακές ανάγκες. Ο αναχρονισμός του Υπουργείου στο μεγαλείο του.

  • 27 Απριλίου 2022, 22:39 | Ανδρέας Καραφλός

    Να καταργηθεί το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων. Να ορίζεται ο προϊστάμενος από την ολομέλεια του Αρείου Πάγου για τρία έτη, άπαξ.
    Να οριστούν με περισσότερη δυνατή σαφήνεια τα πειθαρχικά παραπτώματα. Ειδικά η ανάρμοστη εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά.
    Να θεσπιστεί κώδικας δεοντολογίας δικαστικών λειτουργών η παραβίαση του οποίου να αποτελεί, ρητά, πειθαρχικό παράπτωμα.
    Η παράγραφος 6 του άρθρου 47 να καταργηθεί εντελώς, άλλως, να προβλεφθεί μόνο κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων. Οι τυχόν κομματικές εκδηλώσεις του δικαστή θα πρέπει νοούνται μόνο οι επίσημα δημόσιες, υπεύθυνες, με πανηγυρικότητα και με χρησιμοποίηση της δικαστικής του ιδιότητας (π.χ συνέντευξη σε ραδιόφωνο, τηλεόραση, αρθρογραφία σε ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα ). Κατά τούτο πρέπει να να συμπλεύσει η διάταξη με σχετική ερμηνευτική δήλωση στο Σύνταγμα ( άρθρ. 29 παρ. 3 ).

  • 27 Απριλίου 2022, 21:22 | Ανδρέας Καραφλός

    Να οριστεί με σαφήνεια και ορισμένα η έννοια της «υπηρεσιακής ανεπάρκειας». Είναι εντελώς αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπαχθεί η εντελώς ασαφής, δυσαπόδεικτη και πλατυάζουσα έννοια της » έλλειψης δικαστικού ήθους» στην έννοια της υπηρεσιακής ανεπάρκειας. Η τελευταία ορίζεται μόνο από την ανυπαίτια μη παραγωγή ποιοτικού και ποσοτικού δικαστικού έργου, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο και πρέπει να οριστεί, πχ για πάνω από δύο έτη. Σχετική είναι η νομολογία του ΣτΕ και η αρθρογραφία Γεωργίλη, Ραϊκου.
    Αποφάσεις με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων δεν εκδίδονται πια οπότε η σχετική διάταξη για παύση δικαστικού λειτουργού, για το λόγο πρέπει να απαλειφθεί.
    Το ποινικό όριο για παύση δικαστικού λειτουργού πρέπει να αυξηθεί σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Να εξαιρεθούν, εντελώς, τα αδικήματα της εξύβρισης και της δυσφήμησης εν γένει.
    Η ποινή παύσης να απαλείφεται-αποσύρεται από το πειθαρχικό μητρώο-φάκελο του δικαστικού λειτουργού μετά τριετία από τη τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος. Οι λοιπές πειθαρχικές ποινές μετά ένα έτος, από την τέλεση του.
    Να προβλεφθεί ρητά ως ειδικός λόγος επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας η θετική απόφαση του ΕΣΔΑ για τον πειθαρχικά διωχθέντα και αμετάκλητα καταδικασθέντα, για τον οποίο και να προβλεφθεί διαδικασία πλήρους υπηρεσιακής αποκατάστασης ως ηθικής και υλικής.

  • 27 Απριλίου 2022, 16:34 | ΙΩΑΝΝΗΣ Δ.

    Εν μέσω της εορτής του Πάσχα και ενόψει των επικείμενων εκλογών στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όπου η προσοχή των συνδικαλιστών του δικαστικού σώματος είναι στραμμένη στον προεκλογικό τους αγώνα, έρχεται προς δημόσια διαβούλευση το σημαντικότερο για τον Έλληνα δικαστή νομοθέτημα. Η σκοπιμότητα που υποκρύπτεται ως προς τη χρονική επιλογή είναι προφανής: να περάσει το παρόν νομοσχέδιο όσο το δυνατόν απαρατήρητο. Και η σκοπιμότητα αυτή φαίνεται να επιτυγχάνεται, αφού εδώ και μία εβδομάδα που το νομοσχέδιο είναι σε δημόσια διαβούλευση έχουν διατυπωθεί μόλις λίγα παραπάνω από είκοσι σχόλια.
    Γιατί όμως να επιθυμεί το Υπουργείο να περάσει το παρόν νομοσχέδιο απαρατήρητο; Ασφαλώς γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι τούτο βρίθει αντισυνταγματικών και αναχρονιστικών διατάξεων και διαπνέεται από μια διάθεση άκρως επιθετική προς τον Έλληνα δικαστή, τη θέση του οποίου υποτίθεται ότι έρχεται να περιφρουρήσει. Ο Έλληνας δικαστής πρέπει εντέλει να είναι φοβισμένος, ώστε να επιτυγχάνεται και το τελικώς ζητούμενο που είναι να είναι ελεγχόμενος.
    Γιατί δεν καταργήθηκε η αισχρή και φασιστική διάταξη που υποχρεώνει τον Έλληνα δικαστή να διαμένει στον τόπο όπου υπηρετεί; Γιατί ο Έλληνας δικαστής να είναι υπόλογος και πειθαρχικά ελεγκτέος για μια απολύτως προσωπική του κατάσταση που είναι το που θα επιλέξει να ζήσει; Είναι δυνατόν σε μια δημοκρατική και ευρωπαϊκή χώρα να ψηφίζονται νόμοι που να επιβάλλουν σε μία κοινωνική ομάδα συγκεκριμένο τόπο κατοικίας; Είναι δυνατόν το 2022 το που θα βρίσκεται το σπίτι σου να ελέγχεται από την υπηρεσία σου; Τέτοιες διατάξεις είναι καθρέφτης των διαθέσεων και των σκοπιμοτήτων αυτών που τις εισηγούνται. Και ασφαλώς ο λόγος που η διάταξη δεν καταργείται είναι ένας και μόνο: να μην ανοίξει ο δρόμος για διεκδίκηση οδοιπορικών εξόδων και ατελειών μετακίνησης για τους δικαστές.

  • 27 Απριλίου 2022, 11:54 | Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ

    Άρθρο 97 παρ. 3: Η διενέργεια παράλληλης επιθεώρησης στον α’ βαθμό τόσο από Προέδρους Εφετών όσο και από Συμβούλους Επικρατείας είναι ανεξήγητη και προκαλεί τεράστια σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού. Η ανάθεση της επιθεώρησης του α’ βαθμού αποκλειστικά στους Προέδρους Εφετών θα απάλλασσε τους Συμβούλους Επικρατείας από μεγάλο φόρτο εργασίας και θα τους επέτρεπε να διενεργήσουν την επιθεώρηση του β’ βαθμού με μεγαλύτερη άνεση. Αρκεί να δει κανείς τον συνολικό αριθμό των δικαστών α’ βαθμού που πρέπει να επιθεωρηθούν και μάλιστα από περιορισμένο αριθμό επιθεωρητών. Αντίθετα η διενέργεια της επιθεώρησης από τους Προέδρους Εφετών είναι πολύ πιο άνετη και επομένως αποτελεσματική, δεδομένου ότι ο αριθμός των επιθεωρούμενων δικαστών ανά επιθεωρητή είναι κατά πολύ μικρότερος. Άλλωστε δεν προβλέπεται τι θα γίνει σε περίπτωση διαφορετικής κρίσης των δύο επιθεωρητών.
    Άρθρο 102 παρ. 3 περ. στ: Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι το κριτήριο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε μονομελείς συνθέσεις, δεδομένου ότι, σε περίπτωση πολυμελούς σύνθεσης, η απόφαση της αναβολής δεν είναι αποτέλεσμα της γνώμης μόνο του προεδρεύοντος αλλά ολόκληρης της σύνθεσης.
    Άρθρο 102 παρ. 4 περ. ζ: Πέραν των προβλημάτων που δημιουργούνται ως προς την επιθεώρηση της ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου , είναι προφανές ότι, λόγω της καθυστέρησης εκδίκασης των εφέσεων και των αιτήσεων αναιρέσεων, η διαπίστωση του εσφαλμένου της απόφασης θα είναι ανεπίκαιρη κατά τον χρόνο διενέργειας της επιθεώρησης με συνέπεια να μην αποτελεί αξιόπιστο στοιχείο εκτίμησης του επιθεωρούμενου.

  • 26 Απριλίου 2022, 22:29 | ΧΡΗΣΤΟΣ

    Το άρθρο 60 στην παρ. 5 έχει το ίδιο περιεχόμενο με το ισχύον άρθρο 50 παρ. 5 για τη συνυπηρέτηση δικαστικού λειτουργού με σύζυγο δημόσιο υπάλληλο, ενώ στο σχέδιο νόμου είχε διαφορετικό περιεχόμενο το οποίο καθιστούσε ευχερέστερη τη συνυπηρέτηση.

  • 26 Απριλίου 2022, 22:14 | ΧΡΗΣΤΟΣ

    Το άρθρο 60 στην παρ. 5 έχει το ίδιο περιεχόμενο με το ισχύον άρθρο 50 παρ. 5 για τη συνυπηρέτηση δικαστικού λειτουργού με σύζυγο δημόσιο υπάλληλο, ενώ στο σχέδιο νόμου είχε διαφορετικό περιεχόμενο το οποίο καθιστούσε ευχερέστερη τη συνυπηρέτηση.

  • 26 Απριλίου 2022, 21:44 | Κωνσταντίνος

    Άρθρο 60,παρ.2.Γιατί τελικά δεν περάστηκε στο σχέδιο νόμου η διάταξη που να επιτρέπει την συνυπηρετηση δικαστικου λειτουργού με στέλεχος των Ενόπλων Δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, ενώ το είχε υποσχεθεί ότι θα γίνει ο υπουργός στην συνάντηση που είχε με τα προεδρία των δικαστικών ενώσεων. Η τελευταία ευκαιρία να διορθωθεί η αδικία. Οι δικαστές είναι άνθρωποι κατώτερου Θεού ή δεν επιτρέπεται να ζουν μαζί με την οικογένειά τους;

  • 23 Απριλίου 2022, 19:59 | ΑΛΕΞΙΟΥ Κ.

    Στη διάταξη του άρθρου 59 παρ.7 το «κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο» πάσχει αοριστίας, αδιαφάνειας και αντικειμενικότητας του σχετικού κριτηρίου ως προς την πηγή και την αξιοπιστία της.
    Στη διάταξη του άρθρου 60 παρ.2 με την υποχρέωση παραμονής ενός έτους στην υπηρεσία που έχει μετατεθεί ο Δικαστής εισάγεται στοιχείο κάμψης και υπερκέρασης του πλέον αντικειμενικού και γενικώς αποδεκτού κριτήριου της αρχαιότητας ως προς τις μεταθέσεις, καθόσον θα εμφανισθεί το φαινόμενο νεότεροι κατά διορισμό Δικαστές να μετατίθενται σε εγγύτερα στον τόπο κατοικίας τους Δικαστήρια καθόσον οι αρχαιότεροι Δικαστές θα έχουν οιονεί «απαγόρευση» μετάθεσης.

  • 22 Απριλίου 2022, 21:05 | ένας Ειρηνοδίκης

    Άρθρο 66, Βαθμοί ιεραρχίας – Αντιστοιχία:
    Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, στο άρθρο που αφορά την αντιστοιχία των βαθμών των δικαστικών λειτουργών, απουσιάζει ο βαθμός του Ειρηνοδίκη Δ’ τάξης, ενώ ο Ειρηνοδίκης Γ’ τάξης (δηλαδή ένας Ειρηνοδίκης με συνολική προϋπηρεσία ανώτερη των 4 ετών στο δικαστικό σώμα) εξομοιώνεται κατ’ανεπίτρεπτο τρόπο με τον Πάρεδρο Πρωτοδικείου ο οποίος έχει μόλις αποφοιτήσει από την ΕΣΔΙ. Αφού πλέον οι Ειρηνοδίκες εισάγονται και αποφοιτούν από την ΕΣΔΙ, πρέπει να διορθωθεί η προαναφερθείσα αστοχία και να «αναβαθμιστεί» η αντιστοιχία των Ειρηνοδικών με τους λοιπούς δικαστές κατά μία κλίμακα, ώστε ο Ειρηνοδίκης Δ’ τάξης να εξομοιώνεται ιεραρχικά με τον Πάρεδρο Πρωτοδικείου κ.ο.κ.

  • 22 Απριλίου 2022, 14:57 | ΜΑΝΩΛΗΣ

    Ως προς τα κωλύματα εντοπιότητας γιατί οι εξαιρέσεις περιορίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά και μόνο σε πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας; Δεν γνωρίζει άραγε το Υπουργείο ότι η Ελλάδα είναι μία κατεξοχήν νησιωτική χώρα, ότι ο πληθυσμός πολλών μεγάλων νησιών είναι ίδιος ή και μεγαλύτερος με τον πληθυσμό πολλών ηπειρωτικών πόλεων, ότι το οξύτερο πρόβλημα λειτουργίας το αντιμετωπίζουν τα δικαστήρια στα νησιά, γιατί κανένας δικαστικός λειτουργός δεν επιθυμεί να υπηρετήσει εκεί και ότι τις μεγαλύτερες δυσκολίες επικοινωνίας με τις οικογένειές τους, αλλά και τη μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση τις βιώνουν οι δικαστικοί λειτουργοί που προέρχονται ή υπηρετούν στα νησιά της ελληνικής επικράτειας; Πλην της Ρόδου, που ορθά εξαιρέθηκε, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος είχε ζητήσει και την εξαίρεση της Μυτιλήνης, ενός νησιού με πληθυσμό 109.000 κατοίκων, μεγάλου σε έκταση, ταλαιπωρημένου και απομακρυσμένου, που εκτός των άλλων αποτελεί και έδρα εφετείου. Γιατί αγνοήθηκε η πρόταση αυτή; Ορθά επισημάνθηκε και σε προηγούμενο σχόλιο ότι δεν υπάρχει καμία λογική να εξαιρούνται ηπειρωτικές πόλεις με πληθυσμό 50.000 κατοίκων και να αγνοούνται τα νησιά πολλά από τα οποία έχουν διπλάσιο πληθυσμό από τις πόλεις αυτές.

  • 21 Απριλίου 2022, 16:47 | Ιωάννης Βαλμαντώνης

    Άρθρο 91: Στη χώρα μας η σταδιοδρομία και η υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών κρίνεται από υπηρεσιακά συμβούλια που συγκροτούνται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, η σύνθεση των οποίων ρυθμίζεται από τον παράγοντα της τύχης, δηλαδή με κλήρωση (90 παρ.1 Συντ.). Στο ευρωπαϊκό πεδίο, το μοντέλο της διοίκησης της δικαιοσύνης αποτελείται από τα Συμβούλια για τη Δικαιοσύνη (Councils for the Judiciary), που έχουν αναγνωριστεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεσμική κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Ειδικότερα, τα Συμβούλια αυτά μεταμόρφωσαν ριζικά την παραδοσιακή μορφή των γραφειοκρατικών δικαστικών συστημάτων, κυρίως λόγω του ότι συγκροτούνται κατά μεγάλο μέρος από δικαστές που εκλέγονται από συναδέλφους τους. Υποβαθμίζεται έτσι ο εκ παραδόσεως ισχυρός ρόλος των ανώτατων δικαστικών λειτουργών στο εσωτερικό της δικαιοσύνης και ενισχύεται η εσωτερική διάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας μέσω της εκπροσώπησης όλων των δικαστικών βαθμίδων. Χαρακτηριστικά η σύσταση CM/Rec (2010) 12 της Επιτροπής Υπουργών για τους δικαστές με τίτλο: «ανεξαρτησία, αποτελεσματικότητα, ευθύνες», αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο (IV) στη λειτουργία και δομή των Συμβουλίων για τη Δικαιοσύνη, και επισημαίνει ότι πρέπει να αποτελούνται τουλάχιστον κατά το ήμισυ από δικαστές επιλεγμένους από τους συναδέλφους, όλων των βαθμίδων του δικαστικού σώματος και με σεβασμό του πλουραλισμού στο εσωτερικό του (άρθρο 27). Επιπλέον τα Συμβούλια πρέπει να επιδεικνύουν το μέγιστο βαθμό διαφάνειας προς τους δικαστές και την κοινωνία, με την υιοθέτηση προκαθορισμένων διαδικασιών και την αιτιολογία των αποφάσεων τους (άρθρο 28). Ομοίως, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE), υιοθέτησε στις 11-7-2010 τον καταστατικό χάρτη (magna carta) των ευρωπαίων δικαστών, σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο για τη Δικαιοσύνη, πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά ή σε συντριπτική πλειοψηφία από δικαστές, που επιλέγονται από ομοιόβαθμούς τους (Βαλμαντώνης, Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και ευρωπαϊκά πρότυπα, ΘΠΔΔ 2020. 193). Επιπλέον, σύμφωνα με πορίσματα μελών του Ερευνητικού Ιδρύματος των Δικαστικών Συστημάτων που έχει έδρα τη Μπολόνια της Ιταλίας, το σύστημα αυτό επικρίνεται ότι είναι τυπικό των δικαστικών συστημάτων των αυταρχικών καθεστώτων. Ειδικότερα η οργάνωση της δικαιοσύνης της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι δεν απείχε πολύ από εκείνο των αυταρχικών καθεστώτων της Ισπανίας και Πορτογαλίας, των δικτατόρων της Ιβηρικής Χερσονήσου Φράνκο και Σαλαζάρ αντίστοιχα, στα οποία η δικαιοσύνη απολάμβανε περιορισμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Πράγματι, συνήθως το καθεστώς περιορίζεται να επηρεάσει την επιλογή των δικαστών που βρίσκονται στον ανώτατο βαθμό, στους οποίους στη συνέχεια αναθέτει τη διαχείριση του δικαστικού σώματος (Guarneri/Pederzoli, La magistratura nelle democrazie contemporanee, 2002.138). Τέλος, η ιεραρχική δομή του ΑΔΣ αλλά και της δικαιοσύνης γενικότερα είναι συναφής με το ρόλο του δικαστή «υπηρέτη του νόμου», αλλά δύσκολα προσαρμόζεται με το σύγχρονο ρόλο του «εγγυητή των συνταγματικών δικαιωμάτων» (Μανιτάκης, Ο δικαστής υπηρέτης του νόμου ή εγγυητής των συνταγματικών δικαιωμάτων και μεσολαβητής διαφορών;, ΝοΒ 1999.177επ.).

  • 21 Απριλίου 2022, 15:51 | Δ

    Είμαι ειρηνοδίκης και θα σταθώ ειδικότερα στη ρύθμιση του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 49. Η ρύθμιση αυτή αφορά τους ειρηνοδίκες και επεκτείνει το κώλυμά τους σε ολόκληρη την περιφέρεια του πρωτοδικείου, στο οποίο υπάγεται το ειρηνοδικείο. Ας πάρουμε π.χ. την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Σάμου, η οποία καταλαμβάνει δύο νησιά (τη Σάμο και τη Ικαρία). Επομένως, σύμφωνα με την υπό διαβούλευση ρύθμιση, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στη Σάμο κωλύεται να υπηρετήσει στο ειρηνοδικείο της Ικαρίας (και αντιστρόφως ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στην Ικαρία κωλύεται να υπηρετήσει σε ειρηνοδικείο της Σάμου), ενός άλλου δηλαδή νησιού, με το οποίο δεν έχει καμία απολύτως σχέση και στο οποίο πιθανώς να μην έχει βρεθεί ποτέ στη ζωή του. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με περιφέρειες άλλων νησιωτικών Πρωτοδικείων, οι οποίες εκτείνονται σε περισσότερα τους ενός νησιά. Έτσι ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στη Λέσβο δεν μπορεί να βρεθεί στο ειρηνοδικείο Λήμνου, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στη Σύρο δεν μπορεί να βρεθεί στο ειρηνοδικείο Μυκόνου, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στην Κω δεν μπορεί να βρεθεί στο ειρηνοδικείο Λέρου κ.ο.κ. Είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές έχουμε μια υπερβολική διεύρυνση του κωλύματος, η οποία δεν δικαιολογείται με βάση την κοινή λογική και η οποία το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί δυσχέρειες στη ζωή του δικαστικού λειτουργού, ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να υπηρετήσει πλησιέστερα στον τόπο της μόνιμης εγκατάστασής του.
    Περαιτέρω, αν η ρύθμιση αυτή συνδυαστεί με τις εξαιρέσεις της παρ. 5, τότε πραγματικά καταλήγουμε σε παραλογισμούς. Ας πάρουμε π.χ. την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία εξαιρείται του κωλύματος. Στην περιφέρεια αυτή υπάγεται και το ειρηνοδικείο Αλμυρού, μιας επαρχιακής πόλης μερικών χιλιάδων κατοίκων. Εδώ, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στον Αλμυρό μπορεί χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα να τοποθετηθεί και να υπηρετήσει στο ειρηνοδικείο Αλμυρού. Ομοίως, για την περιφέρεια π.χ. του Πρωτοδικείου Ηρακλείου στην οποία μεταξύ άλλων υπάγεται και το ειρηνοδικείο Μοιρών, μιας μικρής επίσης πληθυσμιακά πόλης της επαρχίας, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυτή μπορεί ακώλυτα να υπηρετήσει στο ειρηνοδικείο της. Και παρόμοια ισχύουν και για τις περιφέρειες και των υπολοίπων Πρωτοδικείων που εξαιρούνται του κωλύματος εντοπιότητας.
    Επομένως καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι όσον αφορά τους ειρηνοδίκες και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η περιφέρεια του οικείου Πρωτοδικείου εκτείνεται σε περισσότερα του ενός νησιά, το κώλυμα εντοπιότητας διευρύνεται υπερβολικά και δεν υφίστανται πραγματικοί λόγοι που να δικαιολογούν μια τέτοια διεύρυνσή του.
    Τέλος, πιστεύω ότι θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η προβληματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται από πλευράς στελέχωσης και εύρυθμης λειτουργίας τα περισσότερα ειρηνοδικεία που εδρεύουν σε ακριτικά νησιά. Όπως είναι γνωστό, τα ειρηνοδικεία αυτά αποτελούν κέντρα «διερχομένων δικαστών», αφού κανείς δεν επιθυμεί να υπηρετήσει εκεί και όσοι τοποθετούνται εκεί έχουν σαν μόνο στόχο τη μετάθεσή τους σε κάποιο πιο «κεντρικό» ειρηνοδικείο. Δεν είναι επομένως σπάνιο τέτοια ειρηνοδικεία να βρίσκονται ακέφαλα για πολλούς μήνες μέσα στο δικαστικό έτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα του παρεχόμενου δικαστικού έργου και την επιβάρυνση των άλλων δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στην περιφέρεια του οικείου Πρωτοδικείου. Αντί λοιπόν να δημιουργούνται εμπόδια με τη θέσπιση κωλυμάτων εντοπιότητας, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για την αρτιότερη στελέχωση των ειρηνοδικείων αυτών και την όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη λειτουργία τους.
    Θεωρώ επομένως ότι αν υπάρχει πνεύμα ορθολογικότερης αντιμετώπισης των κωλυμάτων εντοπιότητας, το εδ. β΄ της παρ. 2 του υπό διαβούλευση άρθρου 49 θα έπρεπε τουλάχιστον να αναδιατυπωθεί προς την κατεύθυνση του περιορισμού του κωλύματος εντοπιότητας των ειρηνοδικών μόνο στην περιφέρεια του οικείου ειρηνοδικείου.

  • 20 Απριλίου 2022, 21:52 | ΘΕΟΔΩΡΑ

    Άρθρο 49: Πέραν του ότι τα κωλύματα εντοπιότητας είναι εντελώς αναχρονιστικά, αν πρέπει για κάποιο λόγο να παραμείνουν, καλό είναι να υπηρετείται μια στοιχειώδης λογική. Με ποια λογική λοιπόν δεν υφίσταται κώλυμα εντοπιότητας πχ για τη Λαμία ή την Καλαμάτα ή την Κομοτηνή των 50.000 κατοίκων, ενώ υφίσταται για την Κέρκυρα των 105.000 κατοίκων; Η μόνη λογική επιλογή είναι η θέσπιση ενός οριζόντιου πληθυσμιακού ορίου, όπως αυτό θα αποφασιστεί και θα αναπροσαρμόζεται κατά καιρούς με βάση τα δημογραφικά δεδομένα της πλέον πρόσφατης επίσημης απογραφής του πληθυσμού, και όχι η ονομαστική αναφορά εξαιρετέων πόλεων, καθώς στην τελευταία περίπτωση αντιφάσεις όπως αυτή που προαναφέρθηκε εγείρουν εύλογα ερωτήματα ως προς ενδεχόμενη σκοπιμότητα πίσω από αυτές.

  • 20 Απριλίου 2022, 18:00 | ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΡΕΠΟΥΡΗ

    Ενόψει αγωγών που ήδη έχουν κατατεθεί και για αποφυγή αυτών στο μέλλον το άρθρο 90 παρ 10 θα έπρεπε να διατυπωθεί : Οι Ειρηνοδίκες προάγονται από την προηγούμενη στην αμέσως επόμενη τάξη ως ακολούθως: α. Οι Δ’ τάξης στη Γ τάξη, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του δόκιμου Ειρηνοδίκη, β. Oι Γ τάξης στη Β’ τάξη, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών υπηρεσίας στη Γ τάξη, γ. Οι Β’ τάξης στην Α’ τάξη, μετά τη συμπλήρωση οκτώ (8) ετών υπηρεσίας στη Β’ τάξη. Η προαγωγή από την αμέσως προηγούμενη στην επόμενη τάξη γίνεται μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που ανατρέχει στο χρόνο συμπλήρωσης των κατά τα ανωτέρω χρονικών προϋποθέσεων. {[ Ειδικώς για όσους προήχθησαν πριν τη δημοσίευση του παρόντος από τη Δ’ τάξη στη Γ΄τάξη και από τη Γ΄ τάξη στη Β’ τάξη ως χρόνος για τη συμπλήρωση των απαιτούμενων χρονικών ορίων για την προαγωγή τους στην επόμενη τάξη, ήτοι τη Β’ τάξη και Α’ τάξη αντίστοιχα, συνυπολογίζεται ο χρόνος που είχαν συμπληρώσει τη χρονική προϋπόθεση για την προαγωγή στην τάξη που κατέχουν έως και τη δημοσίευση στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Προεδρικού Διατάγματος περί της προαγωγής τους στην τάξη αυτή]}.

  • 20 Απριλίου 2022, 18:44 | Γιώργος

    Άρθρο 49 παρ. 2: «…ή ήταν ή εξακολουθούν να είναι εγκαταστημένοι αυτοί ή οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωση». Η πρόταση αυτή θα πρέπει να απαληφθεί από το κείμενο, διότι απαγορεύεται με βάση αυτήν ο δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός να υπηρετήσει στο πρωτοδικείο ή την εισαγγελία της περιφέρειας όπου διαμένει ο ίδιος ή η σύζυγός του ή ο/η σύντροφός του, με το τον οποίο/-α έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης μετάθεσης ή τοποθέτησης, με τις εξαιρέσεις που τίθενται για τις μεγαλύτερες πόλεις, ακόμα και αν δεν έχει κανένα δεσμό με το συγκεκριμένο τόπο αυτός ή η σύζυγός του. Δηλαδή για παράδειγμα δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός επιλέγει να διαμείνει στη διπλανή επαρχιακή πόλη από εκείνη που υπηρετεί και να μετακινείται καθημερινά με το όχημά του στην υπηρεσία του, χωρίς να το συνδέει απολύτως τον ίδιο ή την οικογένειά του κάτι με το συγκεκριμένο τόπο. Ωστόσο για οικογενειακούς λόγους την επόμενη χρονιά αποφασίζει να μετατεθεί στον τόπο διαμονής του. Η διάταξη αυτή με την παραπάνω διατύπωση δεν του το επιτρέπει εν προκειμένω, χωρίς να σαφή αιτιολογία. Γιατί άραγε ο δικαστής η ο εισαγγελέας να μην μπορεί να υπηρετήσει στον τόπο όπου διαμένει αυτός ή η σύζυγός του, μολονότι κανείς από τους δύο έχει γεννηθεί εκεί, έχει ασκήσει εκεί δικηγορία, έχει συγγενείς εκεί ή έχει οποιοδήποτε δεσμό.