Άρθρο 13: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.  Οι συνεδριάσεις των Ανεξάρτητων Διοικητικών Επιτροπών δεν είναι δημόσιες. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο προσφεύγων μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο και το Δημόσιο, εφόσον παρίσταται, εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ειδικώς δε επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών από την αρχή που εξέδωσε τη σχετική (αρχική) πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της, ενώ τα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, εφόσον παρίστανται, εκπροσωπούνται από τους νομίμους εκπροσώπους τους.

Οι παραπάνω μπορούν να υποβάλλουν υπομνήματα.

Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση χωρεί και χωρίς την παρουσία των μερών.

2.  Η Ανεξάρτητη Διοικητική Επιτροπή αποφαίνεται με αιτιολογημένη απόφασή της, μετά από εισήγηση ενός μέλους της, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής˙ υποχρεούται δε να επιλύει οριστικά, κατά το νόμο και την ουσία, τη διαφορά που άγεται, κάθε φορά, ενώπιόν της. Οι ορισθέντες ως εισηγητές, οφείλουν να προσκομίζουν στον πρόεδρο της Επιτροπής, το σχέδιο απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, σε ηλεκτρονική μορφή το αργότερο, μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο του τρίτου μήνα από την άσκηση αυτής.

3.  Ο Πρόεδρος της Επιτροπής μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να καλεί, έξι (6) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση, τρίτο ο οποίος έχει έννομο συμφέρον να παρίσταται κατά  τη συζήτηση. Δύναται, επίσης, να απορρίπτει, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφασή του, ενδικοφανείς προσφυγές που είναι προφανώς αβάσιμες ή απαράδεκτες.

4.  Οι Επιτροπές ερευνούν ελευθέρως τα πραγματικά και νομικά ζητήματα των υποθέσεων. Μπορούν να καλούν οποιονδήποτε για να τους παρέχει πληροφορίες, να ενεργούν αυτοψία, να ζητούν τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ή πρόσθετων επαληθεύσεων και ελέγχων καθώς και την προσκομιδή οποιουδήποτε εγγράφου και να προκαλούν γνωμοδοτήσεις ή γνωματεύσεις αρμοδίων οργάνων.

5.  Η διακίνηση του όγκου των εγγραφών κάθε Περιφερειακού Γραφείου Ενδικοφανών Προσφυγών, γίνεται με ηλεκτρονικό τρόπο, όπως και η παρακολούθηση και η αρχειοθέτηση των υποθέσεων, κατά κατηγορία.

6.  Οι πρόεδροι και τα μέλη των Ανεξάρτητων Διοικητικών Επιτροπών του ίδιου και των άλλων Περιφερειακών Γραφείων, ανταλλάσουν πληροφορίες για την ενότητα της αντιμετώπισης των ομοειδών υποθέσεων.

7.  Είναι απαράδεκτη η άσκηση οποιασδήποτε άλλης διοικητικής προσφυγής, κατά των υποκειμένων στην ενδικοφανή προσφυγή, κατά τη διαδικασία του παρόντος νόμου, πράξεων ή παραλείψεων.

8.  Μετά την έκδοση της αποφάσεως, ο φάκελος επιστρέφει στην αρχή, από πράξη ή παράλειψη της οποίας δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά, η διαφορά. Η αρχή αυτή μεριμνά για την επίδοση της αποφάσεως στους ενδιαφερόμενους καθώς και για την άμεση εκτέλεσή της.

9.  Οι αποφάσεις των Ανεξάρτητων Διοικητικών Επιτροπών, δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε διοικητική προσφυγή, ασκούμενη από οποιονδήποτε, είτε αυτός είναι άμεσα ενδιαφερόμενος είτε τρίτος. Οι αποφάσεις αυτές υπόκεινται στα κατά νόμο ένδικα βοηθήματα, η εκδίκαση των οποίων ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο.

            Κατ΄ εξαίρεση η εκδίκαση:

     α) των φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000), αλλά υπολείπεται του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές διοικητικό εφετείο.

     β) των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179) και των περιπτώσεων γ΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), όπως ισχύουν, ανήκει στον πρόεδρο πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου ο οποίος αποφαίνεται ανεκκλήτως. Για την εκδίκαση των προσφυγών αυτών, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 13 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν.

 10. Οι λόγοι που περιέχονται στο ένδικο βοήθημα που ασκείται κατά των πράξεων της Επιτροπής, δεν επιτρέπεται, με ποινή το απαράδεκτο, να είναι διαφορετικοί από τις αιτιάσεις της ενδικοφανούς προσφυγής, εκτός αν αναφέρονται σε αυτοτελείς πλημμέλειες της απόφασης της Επιτροπής. 

11. Αν την προσβληθείσα, με την ενδικοφανή προσφυγή, πράξη, έχει εκδώσει κρατική αρχή, το Δημόσιο, με το ένδικο βοήθημα, κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, μπορεί να προβάλλει μόνο λόγους παράβασης νόμου ή πλάνης περί τα πράγματα.

  • 21 Αυγούστου 2013, 15:42 | Στέργιος Μαρτίνοβιτς

    Εάν το Ελληνικό Δημόσιο συνεχίσει διά των δικαστικών αντιπροσώπων του να προσβάλλει «ό,τι κινείται» με ένδικα βοηθήματα και μέσα, όπως κατά κόρον συμβαίνει μέχρι σήμερα, το όλο εγχείρημα θα πέσει στο κενό. Και δυστυχώς στο προτεινόμενο σ/ν δεν περιλαμβάνεται ουσιαστικά κανένα σχετικό φίλτρο.
    Η αναφορά σε λόγους «παράβασης νόμου ή πλάνης περί τα πράγματα» είναι τόσο ευρεία που μπορεί να περιλάβει σχεδόν τα πάντα, χωρίς κανένα κόστος ή έλεγχο για το Δημόσιο.
    Τι να την κάνω την δικαίωσή μου από την Ανεξάρτητη Διοικητική Επιτροπή, εάν είναι να με τρέχει το ηττημένο Δημόσιο στα Δικαστήρια, ενδεχομένως ασκώντας και αιτήσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας. Και κυρίως, τι θα επιτευχθεί τελικά από καθαρά λειτουργική άποψη. Θα μειωθεί ή μήπως θα αυξηθεί η εισροή διοικητικών διαφορών στα Δικαστήρια?

    Με δυό λόγια, αν δεν αλλάξει η νοοτροπία εντός της Διοίκησης και ιδίως εντός του ΝΣΚ, δύσκολα θα επιτευχθεί αποσυμφόρηση των Διοικ. Δικαστηρίων και ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης, παρά τις διαφαινόμενες προθέσεις του νομοθέτη.

    Υ.Γ. Επίσης, ένα κεφαλαιώδες ζήτημα που θα αναφανεί οπωσδήποτε στην πράξη – και με το οποίο, αν δεν κάνω λάθος δεν καταπιάνεται το σ/ν – είναι η δεσμευτικότητα της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής. Ίσως θα έπρεπε να διευκρινισθούν στο προτεινόμενο σ/ν οι όροι υπό τους οποίους η αποφασίζουσα διοικητική αρχή ενδεχομένως δύναται να επανεξετάσει μια διοικητική υπόθεση, εκδίδοντας επ’ αυτής νεώτερη απόφαση με αντίθετο περιεχόμενο σε σχέση με όσα έγιναν δεκτά από την Επιτροπή, καθώς επίσης και η δεσμευτικότητα της κρίσης Επιτροπής έναντι της ίδιας. Ακόμη θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο η Επιτροπή να επιφορτισθεί με την αρμοδιότητα ελέγχου της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις της. Διότι, δίχως έναν τέτοιο επικουρικό μηχανισμό, ο οποίος έχει άλλωστε αποδώσει τα μέγιστα στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης, είναι πολύ πιθανόν αρκετοί ιδιώτες να βρεθούν στην ουσία απροστάτευτοι, παρότι πέτυχαν την ακύρωση μιας δυσμενούς για εκείνους πράξης ή παράλειψης. Διαπλαστικό ένδικο βοήθημα δεν θα μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς, αλλά ούτε και την ουσιαστική διευθέτηση ντα.της υπόθεσής τους θα μπορούν αποτελεσματικά να επιδιώξουν, βρισκόμενοι ενδεχομένως αντιμέτωποι με μία ανίκανη/αδιάφορη/παρελκυστική κτλ διοικητική αρχή, η οποία παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα ενδικοφανώς κριθέντα.

  • 17 Αυγούστου 2013, 23:46 | Δ.Δ.

    Δεν πρέπει να προβληματίσει το νομικό κόσμο ότι καταργείται ο δεύτερος βαθμός στις περισσότερες διοικητικές διαφορές? Δεδομένου δε ότι έχει περιοριστεί σημαντικά και το δικαίωμα άσκησης αίτησης αναίρεσης, η εξέταση των υποθέσεων από ένα μόνο δικαστήριο (στις περισσότερες περιπτώσεις πρωτοδικείο) δημιουργεί ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας.
    Θα έπρεπε να έχει ζητηθεί από τους διοικητικούς δικαστές, ως κατ’εξοχήν γνώστες των αιτίων της καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης, να προτείνουν τρόπους για την επιτάχυνση των δικών, άλλους από την επιχειρούμενη έτσι συρρίκνωση της δικαστικής προστασίας.

  • 4 Αυγούστου 2013, 13:53 | Α.Ν.Ε.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20§§5, 6 Ν. 3086/2002 όπως η πρώτη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 326 παρ. 4 του ν. 4072/2012 ΦΕΚ Α 86/11.4.2012. και η δεύτερη με το άρθρο 47 του ν. 4170/2013 ΦΕΚ Α 163/12.7.2013. » «5. Κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των προσφυγών: α) της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 2224/1994 (Α’ 112), β) της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 (Α’ 205) και γ) της παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011(Α’ 170) το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη επιβολής προστίμου ή υπάλληλο νομίμως εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Για την εκπροσώπηση ενημερώνεται η Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η αρμόδια Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει αιτιολογημένα σε συγκεκριμένη υπόθεση τον ορισμό ως εκπροσώπου μέλους του Ν.Σ.Κ. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται ασκείται έφεση από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ύστερα από αιτιολογημένο έγγραφο της Διοίκησης, στο οποίο επισυνάπτεται ο φάκελος της υποθέσεως. 6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση της Διοικητικής Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., η ρύθμιση της παραγράφου 5 μπορεί να επεκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες υποθέσεων.».
    Με την προτεινόμενη ρύθμιση, λογικά, η εκπροσώπηση του Δημοσίου θα γίνεται από το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ. Όμως, από τις προαναφερόμενες διατάξεις, προκύπτει η προσπάθεια η δικαστική εκπροσώπηση του Δημοσίου λιγοτέρων ουσιωδών υποθέσεων να πραγματοποιείται από υπαλλήλους των Υπηρεσιών κατά πράξεων των οποίων έχει ασκηθεί η διοικητική προσφυγή και συνακόλουθα να περιορίζεται ο φόρτος εργασίας του προσωπικού του Ν.Σ.Κ.
    Με το άρθρο 13§1 του υπό διαβούλευση η εκπροσώπηση του Δημοσίου γίνεται από τον Υπουργό Οικονομικών (άρα το Ν.Σ.Κ.), εφόσον παρίσταται.
    Το ζήτημα που θέτω είναι εάν θα πρέπει να υπάρχει εφαρμογή του άρθρου 20§§ 5,6 Ν. 3086/2002 και στην διαδικασία συζήτησης της ενδικοφανούς προσφυγής.
    Επίσης, θέτω το ζήτημα εάν θα πρέπει να προβλέπεται κάποια προθεσμία υποβολής υπομνημάτων από τους παριστάμενους. Π.χ. η προθεσμία να είναι μία (1) ημέρα πριν τη συζήτηση ή την αυτή ημέρα της συζήτησης και το αργότερο πριν την έναρξη της συνεδρίασης ή οποιαδήποτε άλλη προθεσμία.
    Τέλος, θέτω το ζήτημα εάν θα πρέπει η εκπροσώπηση του προσφεύγοντος από δικηγόρο να αποδεικνύεται με τον τρόπο που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις του ΚΔΔμίας