Άρθρο 18 – Αρμοδιότητα για υποθέσεις προ του 2013

Εκκρεμή ένδικα βοηθήματα επί υποθέσεων των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αρμοδιότητας μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, τα οποία ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2012, χωρίς να έχει ορισθεί δικάσιμος, εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από πρόεδρο πρωτοδικών, εξαιρουμένων των προέδρων τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης διοικητικών πρωτοδικείων, και σε δεύτερο βαθμό από εφέτη μονομελούς διοικητικού εφετείου. Οι διατάξεις του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εφαρμόζονται και για την εκδίκαση των υποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου.

  • 22 Οκτωβρίου 2016, 21:49 | Κ. Καρλής

    Διάταξη που φαίνεται να αποσκοπεί στην ταχεία εκδίκαση συσσωρευμένων παλαιών υποθέσεων. Αγνοεί όμως τις ανθρώπινες δυνατότητες των ανθρώπων που θα κληθούν να τις δικάσουν. Αποτελεί ομολογία αποτυχίας του συστήματος απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης αφού υποθέσεις προ της 31.12.2012 δεν έχουν καν προσδιορισθεί. Αναλόγως του δικαστηρίου η σε πρώτο βαθμό συζήτηση προσδιορίζεται μετά 2 -6 έτη. Με την μεταφορά της αρμοδιότητας εκδίκασης σε πρόεδρο επιχειρείται να δοθεί μεγαλύτερο κύρος στην απόφαση. Αρκούν άραγε στα επί μέρους πρωτοδικεία οι πρόεδροι για να δικάσουν τόσες υποθέσεις; Αν και δεν φαίνεται δυνατό να εφαρμοσθεί στην πράξη η εφαρμογή μόνον σε χρηματικού αντικειμένου διαφορές (φορολογικές, τελωνειακές ή άλλες) εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση με τις άλλες διαφορές, αν και οι περισσότερες μη χρηματικές ανήκουν στην αρμοδιότητα του τριμελούς.
    πρόσθετο ερώτημα: αρμοδιότητας μονομελούς κατά τον χρόνο που ασκήθηκαν ή όπως η αρμοδιότητα προσδιορίζεται με το παρόν σχέδιο; Οι περ. β’ και γ’ της παρ. 2 του άρθρου 6 του ΚΔΔ αρχικά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και στην συνέχεια με το άρθρο 47 παρ.1 του Ν. 4055/2012. ποιες ακριβώς καταλαμβάνει;

  • 21 Οκτωβρίου 2016, 10:05 | Θεόδωρος Ασημακόπουλος Πρόεδρος Εφετών ΔΔ, Ηλίας Κοντοζαμάνης Πρόεδρος Εφετών ΔΔ, Μαρία Κόκοτα Πρόεδρος Εφετών ΔΔ, Δημήτριος Νικολόπουλος Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ, Σεβαστή Μελετλίδου Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ, Μαρία Λαζαρίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ.

    Η κατά χρόνο αρμοδιότητα για τις υποθέσεις που ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2012 ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, πέρα από τα πιθανά ζητήματα συνταγματικότητας που μπορεί να τεθούν, καθώς μεταπίπτουν μαζικά ως προεδρικές υποθέσεις με βάση μόνο το χρόνο κατάθεσής τους και όχι τη σπουδαιότητά τους, θα πρέπει να οριστεί ως συντρέχουσα με αυτήν του Πρωτοδίκη και όχι ως αποκλειστική για τον Πρόεδρο Πρωτοδικών και αυτό διότι κατ’ αρχήν η αναλογία οργανικών θέσεων των Προέδρων προς αυτές των Πρωτοδικών είναι σα περισσότερα Πρωτοδικεία 1:4 ή 1:5 δεν επιτρέπει για αριθμητικούς λόγους την ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων αυτών. Συνεπώς, σε όλα τα Πρωτοδικεία, – ιδιαίτερα δε στα επαρχιακά, όπου υπηρετεί μικρός αριθμός Προέδρων ή και ένας Πρόεδρος που εκτελεί και διοικητικά καθήκοντα προϊσταμένου- θα καθυστερήσει υπερβολικά η εκδίκαση των παλαιότερων υποθέσεων (προ του 2013) συγκρικτικά με τις νεότερες (μετά το 2013), δημιουργώντας υποθέσεις δύο ταχυτήτων, σε ορισμένα δε δικαστήρια οι υποθέσεις αυτές ουσιαστικά εγκαταλείπονται με αρνητικό αντίκτυπο για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Είναι προφανές ότι οι Πρόεδροι που ασκούν διοικητικά καθήκοντα και παράλληλα έχουν και την ευθύνη του Τμήματος δεν μπορούν να χρεωθούν υποθέσεις, χωρίς αυτό να έχει άμεση επίπτωση στην εύρυθμη λειτουργία του δικαστηρίου τους. Περαιτέρω, η καθυστέρηση αυτή εκδίκασης των υποθέσεων αυτών θα εγείρει δικαίωμα σε δίκαιη ικανοποίηση του διαδίκου λόγω υπέρβασης του εύλογου χρόνου της δίκης, που θα προκύπτει από τον ίδιο το νομοθετικό περιορισμό της δυνατότητας προσδιορισμού των υποθέσεων αυτών πριν από τις αντίστοιχες νεότερές τους. Επιπλέον, στα δικαστήρια που δικάζουν ακόμη και σε μεταβατικές έδρες (λίγες φορές το χρόνο, σύμφωνα με τους οικείους Κανονισμούς), η συζήτηση των ήδη παλαιών αυτών υποθέσεων θα καταστεί πρακτικά ανέφικτη.

    Οι Πρόεδροι των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης:

    του Διοικητικού Εφετείου Αθήνας Θεόδωρος Ασημακόπουλος,Πρόεδρος Εφετών ΔΔ

    του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης Ηλίας Κοντοζαμάνης,Πρόεδρος Εφετών ΔΔ

    του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά Μαρία Κόκοτα, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ

    του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας Δημήτριος Νικολόπουλος, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ

    του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Σεβαστή Μελετλίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ

    του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά Μαρία Λαζαρίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ

  • 11 Οκτωβρίου 2016, 12:59 | ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΔΔ

    Όπως όλοι σχεδόν οι προηγούμενοι σχολιαστές, να επισημάνουμε ότι η μικρότερη «δεξαμενή» εισηγητών (η αναλογία Πρωτοδικών σε σχέση με τους Προέδρους Πρωτοδικών είναι 5 προς 1) δίνει το στίγμα ότι για τις προ 2013 υποθέσεις, έχει ληφθεί «στρατηγική» απόφαση εγκατάλειψης στην τύχη τους, αφού στις οριακές περιπτώσεις θα αντιμετωπίσουν χρόνο αναμονής για προσδιορισμό σχεδόν στη 10ετία (για τον πρώτο βαθμό). Το γεγονός αυτό δημιουργεί νέους προβληματισμούς για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τον ακραίο περιορισμό του τα χρόνια της κρίσης, όταν και είναι περισσότερο κρίσιμο (μετά και την επιβάρυνση του παραδεκτού με αύξηση των παραβόλων κλπ, αλλά και τον δραστικό περιορισμό της προσωρινής δικαστικής προστασίας, οποιοσδήποτε πολίτης έχει προσφύγει στη Διοικητική Δικαιοσύνη μέχρι και το έτος 2012, θα έχει να σκαρφαλώσει κάθετο και ολισθηρο τοίχο -πλέον θα απαιτείται και υπερβολική υπομονή- προκειμένου να δικαιωθεί, αν επιβιώσει της διαδικασίας, δεδομένου ότι υπάρχουν και οι συνταξιοδοτικές διαφορές).

    Η επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ να επιχειρείται με απόρριψη στον Καιάδα της αρνησιδικίας, μικρότερου ή μεγαλύτερου μέρους των εκκρεμών υποθέσεων, με βάση το τυχαίο κριτήριο του χρόνου της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος. Η προμετωπίδα των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν πρέπει να γίνει το σύνθημα «Δικαιοσύνη για όσους προσέφυγαν από το 2013 και μετά». Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε έκπτωση στο σκοπό της.

    Περαιτέρω, η συγκεκριμένη διάταξη δύσκολα συνδυάζεται με το κακοπαθημένο άρθρο 8 του ΚΔΔ (αφού έχει πολλάκις παρακαμφθεί τα τελευταία χρόνια γιατί δεν καταργείται να τελειώνουμε;).

    Οπωσδήποτε η διάταξη θα υποστεί τη βάσανο του ελέγχου συμβατότητας με τη συνταγματική διάταξη περί φυσικού δικαστή με το μεγάλο ρίσκο να κριθεί ασύμβατη και να ακολουθήσει σειρά παραπεμπτικών αποφάσεων από μια σύνθεση στην άλλη, με ολέθριο αποτέλεσμα στην οργάνωση των εργασιών οποιουδήποτε Δικαστηρίου και, φυσικά, στην αναμονή των «αιχμαλώτων» διαδίκων…

    Ας μην επιμείνουμε και στο πολλαπλώς τυχαίο της αρμοδιότητας (ανάλογα με το πότε ασκήθηκαν τα ένδικα βοηθήματα και το μέχρι πότε έχουν προσδιοριστεί προς εκδίκαση οι υποθέσεις από το κάθε δικαστήριο μέχρι το χρονικό «κατώφλι» της έναρξης ισχύος του νόμου, κάθε Δικαστήριο της Ελλάδος θα έχει τη δική του εκδοχή αρμόδιας σύνθεσης για την εκδίκαση του ίδιου είδους υποθέσεων), το οποίο, ας σημειωθεί, επηρεάζει και τα σχετικά ένδικα μέσα κατά την αρμοδιότητα. Αυτά και για την ισότητα. Τέλος, λυπάμαι αυτούς που πρέπει να συντάξουν πρόβλεψη για το φόρτο εργασίας των Διοικητικών Εφετείων σε βάθος πενταετίας… Πρέπει να αρχίσουν από την εξέταση του μέχρι πότε έχει προσδιορίσει υποθέσεις το κάθε Πρωτοδικείο της αντίστοιχης Περιφέρειας. Αυτά και για το «χάρτη» της αρμοδιότητας κατά βαθμό. Τώρα δεν θα μεταφέρονται κατηγορίες υποθέσεων μεταξύ Πρωτοδικείων και Εφετείων, αλλά ημερομηνίες…

    Συνολικά, διότι υπάρχουν άπειρα επιχειρήματα αλλά από ένα σημείο και μετά το σχόλιο θα πάρει μορφή διηγήματος, θα πρέπει να επισημανθεί το εξής:
    η λειτουργία της Δικαιοσύνης έχει προβλήματα, μεταξύ των οποίων αυτό της εκκρεμότητας και της καθυστέρησης απονομής και, ως εκεί, πρέπει όλοι να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί και να δεχθούν την ανάγκη για λύσεις που ίσως αλλάξουν τον τρόπο εργασίας των Δικαστικών Λειτουργών που την υπηρετούν.
    Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι το να λαμβάνουν μορφή νόμου σπασμωδικές διατάξεις που αντιστρατεύονται τον ίδιο τους το σκοπό («επιτάχυνση») και να δημιουργείται σοβαρός κίνδυνος για συνέπειες που θα επιβραδύνουν ακόμα περισσότερο τους ταλαιπωρημένους διαδίκους (παραπομπές λόγω αρμοδιότητας κλπ) και το αργοπορημένο ήδη σύστημα, η απόσταση είναι μεγάλη…
    Αν συνυπολογίσει, δε, κανείς, και το κόστος που αναλαμβάνεται από τη διολίσθηση της Διοκαιοσύνης (χώρος που πρέπει να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και ασφάλεια δικαίου) στο χώρο του «τυχαίου», αυτό (το κόστος) για τη Χώρα ως κράτος δικαίου θα είναι ανεπανόρθωτο, κάθως η διάταξη αυτή θα εγγραφεί στη μακρά δέλτο του «ράβε-ξήλωνε» της τελευταίας 8ετίας (αρχής γενομένης με το ν.3658-9/2008).

    Εκτός αν -ακριβώς- σκοπείται η απαξίωση της δικαστικής εξουσίας προκειμένου να θεσμοθετηθούν άλλες μορφές επίλυσης των διαφορών…

  • 6 Οκτωβρίου 2016, 22:07 | Γ. Γιαννόπουλος

    Το σχέδιο είναι παντελώς ατελές, κυριολεκτικά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του δημοσίου, και δε διαφοροποιεί παρά ελάχιστα κατ’ ουσίαν το ήδη υφιστάμενο.
    1. Η παντελώς προσβλητική για τα δικαιώματα του ιδιώτη διαδίκου παραβίαση κάθε αρχής ισότητας μένει στο ακέραιο από τη διατήρηση των διατάξεων περί προσωρινής δικαστικής προστασίας ως έχουν. Είναι κυριολεκτικά αδιανόητο το πλαίσιο αυτό και συντείνει απολύτως στην αδυναμία λήψης προσωρινής δικαστικής προστασίας μόνο προς όφελος του όποιου ταμειακού συμφέροντος του δημοσίου. Θα πρέπει σε ακραίες περιπτώσεις και εφόσον αποδεικνύεται πράγματι ανεπανόρθωτη βλάβη να επιτρέπεται και η αναστολή ταμειακής βεβαίωσης άλλως είσπραξης. Τονίζω ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες δικαιολογείτο η αλλαγή με τη θέσπιση της λήψης μέτρων του Ν. 3900 έχουν πλήρως διαφοροποιηθεί επί τα χείρω μετά από 7 έτη. Θα πρέπει έστω να απελευθερώνεται έτι περισσότερο ο δικαστής με ρητή παράθεση εξουσιών που δεν απεμπολεί στην προσωρινή προστασία και μάλιστα ανά στάδιο αυτής. Αν βέβαια θέλουμε να υπάρχει προσωρινή προστασία.Με κορωνίδα φυσικά την πλήρη επί της ουσίας κατάργηση της προσωρινής προστασίας στον β΄ βαθμό ( όπως σήμερα ισχύει).

    2. Ελπίζω φυσικά τα ζητήματα παραβόλου και του 50% για το παραδεκτό της έφεσης να ρυθμιστούν εντέλει διότι πρόκειται περί σκανδαλωδών για τα σημερινά δεδομένα καταστάσεων. ειδικά το 50% εκτός τόπου και χρόνου, ούτε καν το συμφέρον του δημοσίου δεν εξυπηρετεί στην πράξη.Θα πρέπει να καταργηθεί άλλως να αλλάξει στο 10%. Δηλαδή σε μία εποχή που ο πολίτης επιβαρύνεται με απίθανα βάρη που προσπαθούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο για να τα δικαιολογήσουμε και πληρώνει συνέχεια έχει καμία ιδιάζουσα σημασία αν κληθεί να πληρώσει και το 50% για να δικαστεί η έφεσή του. Αφού πληρώνει συνέχεια, η μη πληρωμή του 50% δε θα τον αφήσει στο απυρόβλητο. Ας μην ανησυχεί η Γ.Γ.Δ.Ε

    3. Ανεπίτρεπτο να μην διαφυλάσσεται η κατά το Π.Δ. 18/1989 υποχρέωση εξέτασης και της αιτιολογίας της απόφασης του Εφετείου ή του δικάσαντος σε α και β βαθμό, ως παράβασης ουσιώδους τύπου (παρότι υφίσταται σχετικώς στο Π.Δ.), χωρίς να υφίσταται η προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης ή της αναίρεσης. Προς την ορθή κατεύθυνση – το μη χείρω βέλτιστο – η διαφοροποίηση της υφιστάμενης διάταξης ώστε να θεραπεύεται το απαράδεκτο, ωστόσο τραγική κυριολεκτικά η μη εξέταση της αιτιολογίας όπως και αν έχει διαμορφωθεί. θα πρέπει να υπάρξει εκ νέου διατύπωση εν σχέση με την παράβαση ουσιώδους τυπου ώστε η αιτιολογία να αποτελεί ρητό και άνευ ετέρου λόγο αναίρεσης ή έφεσης ( με το παράδοξο να προβλέπεται η παράβαση ουσιώδους τύπου ως λόγος, άρα και τη αιτιολογία, και να μην εμπίπτει κατά τη νομολογία του ΣτΕ στο πλαίσιο παραδεκτού του 53 ή του 58).

    4. Ωραιότατη νέα σύλληψη η επιβολή πρόσθετης δαπάνης σε περίπτωση υπέρβασης του αναγκαίου μέτρου; ποιό το επόμενο στάδιο; η επιβολή διοικητικής κύρωσης εάν το δικόγραφο ξεπερνά κάποιο προσδιορισμένο αριθμό σελίδων; διατάξεις που το μόνο που εξυπηρετούν είναι να βάζουν περιορισμούς στους διαδίκους με σκοπό να μην » ταλαιπωρούνται» οι δικαστές και να βεβαιώνονται έσοδα. Και με ποία κριτήρια θα ορίζεται το αναγκαίο μέτρο; μήπως θα εκδίδεται και υπουργική απόφαση; διάταξη – ντροπή που συρρικνώνει ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα του πολίτη και κινείται στα όρια της λογοκρισίας.

    5. Ορθότατες αν και επιβεβλημένες – και βέβαια επιβαλλόμενες από τις ενωσιακές διατάξεις – οι αλλαγές του 5 του Κ.Δ.Δ και η υποχρέωση επανάληψης σε περίπτωση απόφασης του ΕΔΔΑ ή του ΔΕΚ στο Π.Δ. 18/89. Πιστεύω πως θα έπρεπε να προβλεφθεί και κάτι σχετικά με τη μη επιβολή διακοσίων κυρώσεων ( διοικητικών, ποινικών, πειθαρχικών κλπ ουκ έστιν μέτρον) για παραβάσεις που προβλέπουν δυσανάλογο αριθμό κυρώσεων.

    6. Ορθότατη η αναφορά σε εξαίρεση της Προεδρικής διαδικασίας ως ειδικής από την υποχρέωση ενδικοφανούς, κάτι που έβγαζε μάτι χρόνια και έστω αργά οδηγεί σε άρση ερμηνειών ασύμβατων με τη δικονομία.

    7. Υποχρεωτικά πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα σταδίου προσθέτων λόγων στην ενδικοφανή διαδικασία. Άλλως αν φυσικά – αν και αυτό μάλλον πρέπει να γίνει με πρόβλεψη στο άρθρο 63 του Φορολογικού Κώδικα – μείνει ως έχει θα πρέπει να αλλάξει το άρθρο 79 εν σχέση με την εξουσία του δικαστή. Αδιανόητο να προστατεύεται με σιωπηρές αρνήσεις η ΓΓΔΕ και ο διάδικος να μη μπορεί παρά να αρκεστεί σε ένα δικόγραφο ενδικοφανούς εντός 30 ημερών χρόνο μέσα στον οποίο δεν μπορεί να συλλέξει παρά ελάχιστα, ενόψει δε του άρθρου 79 δεσμεύεται καταλυτικά. Κατάφωρα αντισυνταγματικό, παραβιάζον κάθε αρχή δίκαιης δίκης και ισότητας. Ιδίως η φορολογική δίκη με το βάρος απόδειξης να ανήκει στον πολίτη που πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας, και ενώ οι αρχές έχουν γρηγορότερη, αμεσότερη και ανέξοδη πρόσβαση σε κάθε δεδομένο αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου. και σε όλα αυτό το πλαίσιο να μην μπορείς να βάλεις οτιδήποτε με πρόσθετους λόγους, αν δεν το έχεις βάλει στην ενδικοφανή…οκ, sudoku για τον πολίτη…

    8. Ο θεσμός του εισηγητή στην ουσιαστική δίκη έχει θετικά αλλά μπορεί να τη μετατρέψει σε ακυρωτική σταδιακά αλλοιώνοντας τη φύση της, θέλει προσοχή.

    Συμπερασματικά όποιο καλό (που υπάρχουν και ορθές αλλαγές και ήδη εντόπισα κάποιες) αποδυναμώνεται μπροστά στη διατήρηση επί της ουσίας των διατάξεων που καθιστούν την πρόσβαση δυσκολότερη και την προσπάθεια του πολίτη να τύχει δικαιοσύνης δαιδαλώδη…καμία φαντασία, καμία ρηξικέλευθη προσπάθεια προστασίας δικαιωμάτων, παρά όπου απαραίτητη και υπαγορευόμενη από άλλους λόγους ( ΕΔΔΑ, ΔΕΚ… διεκπεραίωση συμβατή με το μνημονιακό περίγραμμα της εποχής μας. Επιβεβαίωση της συρρίκνωσης του κράτους δικαίου, με μία ακόμα διολίσθηση. Από όλους διαπιστώνεται αλλά δυστυχώς όλα για το καλό της διεκπεραίωσης. Ελπίζω σε μεγαλύτερη τόλμη και μεγαλύτερη ελευθερία…

  • 6 Οκτωβρίου 2016, 12:14 | Πρωτοδίκης Δ.Δ.

    Ξαναδιαβάζοντας το σχόλιο μου στις 5-10-2016, ώρα 15:44 και προς αποφυγή παρερμηνειών θα ήθελα να τονίσω ότι πρόθεσή μου ήταν να καταδείξω ότι δεν θα πρέπει οι εκκρεμείς υποθέσεις προ του 2013 να ανατεθούν στους ολιγάριθμους και ήδη βεβαρημένους με καθήκοντα που προσιδιάζουν στη θέση τους Προέδρους, αλλά να παραμείνουν, πάση θυσία, στην αρμοδιότητα των μονομελών και τριμελών Πρωτοδικείων, τα οποία, λόγω του μεγαλύτερου αριθμού Πρωτοδικών θα αντιμετωπίσουν ταχύτερα τον όγκο της εκκρεμότητας. Κατόπιν τούτου η αναφορά μου σε τυχόν «εσπευσμένο προσδιορισμό» είναι μάλλον ατυχής, στο βαθμό που μπορεί να δημιουργήσει αρνητικές υπόνοιες που δεν στηρίζονται στη μέχρι τώρα εμπειρία, και για το λόγο αυτό την ανακαλώ, ζητώντας παράλληλα από τους συμμετέχοντες στη διαβούλευση να την παραβλέψουν.

  • 6 Οκτωβρίου 2016, 12:00 | Ζήνων, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

    Σε ένα Δικαστήριο με 2.000 απροσδιόριστες υποθέσεις των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό υποθέσεων (έως 31.12.2012) και δύο Προέδρους Πρωτοδικών και με χρέωση π.χ. 200 υποθέσεις ανά Πρόεδρο ανά έτος και άρα 200 χ 2 = 400 οπότε 5 χρόνια για να δικαστούν σε πρώτο βαθμό? Δηλαδή το 2020 θα εκδικαστούν οι τελευταίες υποθέσεις του 2012 και ήδη θα έχουν εκδικαστεί υποθέσεις με χρονολογία κατάθεσης 2013-2016? Υπάρχει κάποια λογική σε αυτό? Που ακριβώς βλέπεται την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης?

  • 5 Οκτωβρίου 2016, 22:03 | ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ ΕΦΕΤΗΣ Δ.Δ.

    Αυτή η ρύθμιση αντίκειται στην αρχή του φυσικού δικαστή που προβλέπεται στο Σύνταγμα. Δεν μπορεί να συγκροτείται πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με κριτήριο ΜΟΝΟ τον βαθμό του δικάζοντος δικαστή (Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.) και όχι το είδος ή την βαρύτητα των υποθέσεων, με αποτέλεσμα την εκ των προτέρων δεδομένη κατάληξη των συγκεκριμένων υποθέσεων, ανάλογα με την (γνωστή) νομολογιακή άποψη του Προέδρου. Πιο πρόσφορο θα ήταν, ο Πρόεδρος του οικείου Δ.Πρωτοδικείου που δεν έχει χρεωθεί υποθέσεις Προεδρικής Διαδικασίας να χρεώνεται, κατά την κρίση του, υποθέσεις Μονομελούς, από τις παλαιότερες στο Δικαστήριό του, σε αριθμό που δεν παρεμποδίζει την άσκηση των κυρίων καθηκόντων του, που δεν είναι λίγα, καθώς και το κύρος του έναντι των Δικαστών του και της Γραμματείας και των διαδίκων. Τον έλεγχο αυτό των Προέδρων τον ασκούν ούτως ή άλλως οι οικείοι επιθεωρητές.

  • 5 Οκτωβρίου 2016, 17:06 | Βασίλειος Κ., Πρωτοδίκης ΔΔ

    Συμφωνώ με το πρώτο σχόλιο.

  • 5 Οκτωβρίου 2016, 15:44 | Πρωτοδίκης Δ.Δ.

    Με αυτόν τον τρόπο όμως το μεγαλύτερο μέρος της εκκρεμότητας των επαρχιακών, τουλάχιστον, πρωτοδικείων μεταφέρεται στους Προέδρους Πρωτοδικών. Τούτο θα οδηγήσει σε δύο καταστάσεις: είτε στον εσπευσμένο προσδιορισμό από τους Προϊσταμένους των δικαστηρίων του μεγαλύτερου μέρους της εκκρεμότητας προ του 2013, ώστε να παραμείνει στην αρμοδιότητα των μονομελών και τριμελών πρωτοδικείων, είτε στην χρέωση του τεράστιου όγκου των υποθέσεων αυτών στους αριθμητικά λίγους προέδρους πρωτοδικών. Στην πρώτη περίπτωση οι ρυθμοί εκδίκασης παραμένουν οι ίδιοι και καθίσταται προβληματική η διαχείριση του όγκου χρέωσης καθώς θα γίνει προσδιορισμός σε βάθος 5-6 χρόνων δίχως να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία υπηρεσιακής κατάστασης δικαστών (υπηρετούντες, άδειες, πάρεδροι κλπ). Στη δεύτερη περίπτωση η εκδίκαση των υποθέσεων θα καθυστερήσει πολλαπλάσιο χρόνο σε σχέση με το παρελθόν.