Άρθρο 15 – Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης

1. Ο αρμόδιος ανακριτής αρνείται την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης μόνο εάν:
α) το προβλεπόμενο στο άρθρο Δωδέκατο παρ. 2 πιστοποιητικό δεν προσκομισθεί, είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση δέσμευσης,
β) βάσει του Ελληνικού δικαίου υφίσταται ασυλία ή επαγγελματικό απόρρητο, που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης,
γ) από τις πληροφορίες που παρέχονται με το πιστοποιητικό καθίσταται αμέσως σαφές, ότι η δήμευση κατά το άρθρο Εικοστό πρώτο του Κεφαλαίου Γ΄, για το αδίκημα σε σχέση με το οποίο εκδόθηκε η απόφαση δέσμευσης και η παροχή δικαστικής συνδρομής σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου Δέκατου έκτου, θα παραβίαζαν την αρχή ne bis in idem, ή
δ) σε μια από τις αναφερόμενες στο άρθρο Δέκατο παράγραφος 1 περιπτώσεις, η πράξη επί της οποίας βασίζεται η απόφαση δέσμευσης δεν συνιστά αδίκημα κατά το Ελληνικό δίκαιο. Εντούτοις, ειδικώς σε ό,τι αφορά τα φορολογικά και τελωνειακά αδικήματα και τα αδικήματα περί τους δασμούς και περί το συνάλλαγμα, η εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης δεν μπορεί να απορρίπτεται με την επίκληση του λόγου ότι το Ελληνικό δίκαιο δεν επιβάλλει τον ίδιο τύπο φόρων ή δασμών ή δεν περιέχει τον ίδιο τύπο ρυθμίσεων περί φόρων, δασμών, τελωνείων και συναλλάγματος με αυτόν που προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους έκδοσης.

2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 στοιχείο α΄, ο αρμόδιος ανακριτής δύναται:
α) να τάσσει προθεσμία για την προσκόμιση, συμπλήρωση ή διόρθωση του πιστοποιητικού,
β) να δέχεται ισοδύναμο έγγραφο, ή
γ) εάν κρίνει ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία είναι επαρκή, να απαλλάσσει την δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης από την σχετική υποχρέωση.

3. Κάθε απόφαση άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης πρέπει να λαμβάνεται και να κοινοποιείται αμελητί στην αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη.

4. Εάν η απόφαση δέσμευσης είναι πρακτικά αδύνατον να εκτελεσθεί, επειδή τα περιουσιακά ή τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν εξαφανισθεί ή καταστραφεί ή δεν ανευρίσκονται στον τόπο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό ή ο τόπος των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων δεν προσδιορίζεται επακριβώς, ακόμη και μετά από διαβούλευση με το κράτος έκδοσης, ο αρμόδιος ανακριτής ενημερώνει αμελητί για τούτο την αρμόδια δικαστική αρχή του τελευταίου.