Άρθρο 37 Πειθαρχικά παραπτώματα – Πειθαρχικά όργανα – Πειθαρχική διαδικασία

1. Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του εκπαιδευόμενου που μπορεί να του καταλογισθεί και αφορά στη συμπεριφορά, η οποία δεν συνάδει με την ιδιότητα του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού.
2. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους εκπαιδευόμενους είναι: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές έξι (6) μηνών και γ) η διαγραφή από τη Σχολή. Η τελευταία πειθαρχική ποινή μπορεί να επιβληθεί είτε για αδικαιολόγητες απουσίες που υπερβαίνουν τις τριάντα (30) σε κάθε εκπαιδευτικό στάδιο, εφόσον τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 26, είτε για άλλες πράξεις ή παραλείψεις που συνιστούν ιδιαιτέρως αναξιοπρεπή συμπεριφορά ή υποδηλώνουν ότι ο εκπαιδευόμενος δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του που καθορίζονται από τις ειδικότερες ρυθμίσεις του παρόντος και προκύπτουν από την ιδιότητα του σπουδαστή της Σχολής.
3. Πειθαρχική εξουσία στους εκπαιδευόμενους ασκούν: α) ο Γενικός Διευθυντής, β) οι Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης, γ) τα Συμβούλια Σπουδών, δ) το Διοικητικό Εφετείο και ε) το Συμβούλιο της Επικρατείας.
4. Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης είναι ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της κατεύθυνσης στην οποία ανήκει ο εκπαιδευόμενος. Πριν από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης διεξάγεται άτυπη προκαταρκτική εξέταση, η οποία μπορεί να ανατεθεί σε διδάσκοντα, ο οποίος έχει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Εκείνος που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση έχει το δικαίωμα να εξετάσει ανωμοτί μάρτυρες και να προβεί σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, συντάσσει δε πόρισμα ύστερα από την κλήση για παροχή εξηγήσεων του εκπαιδευόμενου, του οποίου διερευνώνται οι πράξεις ή οι παραλείψεις. Το πόρισμα παραδίδεται στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, ο οποίος αποφαίνεται, αν πρέπει να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο.
5. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την κλήση του εγκαλούμενου εκπαιδευόμενου σε απολογία. Στην κλήση αυτή τάσσεται εύλογη προθεσμία, η οποία μπορεί να παραταθεί για διπλάσιο χρόνο ύστερα από αίτηση του εγκαλούμενου. Ο τελευταίος δικαιούται να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου και να ζητήσει αντίγραφα των σχετικών εγγράφων πριν να απολογηθεί. Αν τα στοιχεία, ύστερα από την απολογία του εγκαλούμενου, κριθούν επαρκή, ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης παύει την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης. Αν όμως τα στοιχεία κριθούν ανεπαρκή, ο ασκών την πειθαρχική δίωξη διενεργεί διοικητική ανάκριση, ή την αναθέτει σε διδάσκοντα, ο οποίος έχει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, διαφορετικό εκείνου που είχε διενεργήσει την άτυπη προκαταρκτική εξέταση. Κατά τη διοικητική ανάκριση οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως. Είναι δυνατόν να εξεταστεί και ο εγκαλούμενος, κατά τη διοικητική ανάκριση, ο οποίος στην περίπτωση αυτή καταθέτει ανωμοτί. Ο διενεργών τη διοικητική ανάκριση προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται η αναζήτηση εγγράφων και η διενέργεια αυτοψίας. Μετά από την ολοκλήρωση συγκέντρωσης των αποδεικτικών στοιχείων, η διοικητική ανάκριση περατώνεται με την κλήση σε απολογία του εγκαλούμενου, ο οποίος δικαιούται να λάβει γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου και να ζητήσει αντίγραφα των σχετικών εγγράφων πριν να απολογηθεί. Για την απολογία του εγκαλούμενου τίθεται στη σχετική κλήση εύλογη προθεσμία, η οποία μπορεί να παραταθεί για διπλάσιο χρόνο ύστερα από αίτηση του εγκαλούμενου. Μετά από το πέρας της διοικητικής ανάκρισης ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης υποβάλλει την πρότασή του για τον εγκαλούμενο στον Γενικό Διευθυντή μαζί με τον πειθαρχικό φάκελο της υπόθεσης. Αν προτείνεται να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της διαγραφής από τη Σχολή, η υπόθεση εισάγεται από τον Γενικό Διευθυντή απευθείας προς κρίση ενώπιον του αρμόδιου Συμβουλίου Σπουδών.
6. Ο Γενικός Διευθυντής, ύστερα από την εξέταση του πειθαρχικού φακέλου του εγκαλούμενου αποφασίζει: α) Την απαλλαγή του εγκαλούμενου, β) την παραγγελία για συμπληρωματική διοικητική ανάκριση, αν κρίνει ότι απαιτείται η διευκρίνιση ορισμένων ζητημάτων, από τον οικείο Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης, την οποία, στην περίπτωση αυτή, διενεργεί ο τελευταίος και γ) την επιβολή στον εγκαλούμενο, με αιτιολογημένη απόφαση, της πειθαρχικής ποινής της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου έως τις αποδοχές έξι (6) μηνών. Αν αποφασίστηκε η διενέργεια συμπληρωματικής διοικητικής ανάκρισης, μετά από το πέρας αυτής, ο πειθαρχικός φάκελος του εγκαλούμενου υποβάλλεται εκ νέου στον Γενικό Διευθυντή, ο οποίος αποφασίζει είτε την απαλλαγή του εγκαλούμενου είτε την επιβολή σε αυτόν, με αιτιολογημένη απόφαση, της πειθαρχικής ποινής της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου. Αν όμως ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης προτείνει να επιβληθεί στον εγκαλούμενο η πειθαρχική ποινή της διαγραφής από τη Σχολή, η πειθαρχική υπόθεση εισάγεται από τον Γενικό Διευθυντή απευθείας προς κρίση ενώπιον του αρμόδιου Συμβουλίου Σπουδών, το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, συγκροτείται χωρίς τη συμμετοχή του οικείου Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης, αλλά μετέχει σε αυτό Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης άλλης κατεύθυνσης, ο οποίος ορίζεται κατόπιν κληρώσεως με τον νόμιμο αναπληρωτή του από τους λοιπούς Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης. Το Συμβούλιο Σπουδών είναι αρμόδιο είτε με αιτιολογημένη απόφαση να επιβάλει οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή είτε να απαλλάξει τον εγκαλούμενο.
7. Η απόφαση, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή σε εκπαιδευόμενο, τίθεται στον ατομικό του φάκελο.
8. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26).