Άρθρο 140
Αποζημίωση δικαστικών υπαλλήλων Συμβουλίου της Επικρατείας που συμμετέχουν στις Επιτροπές του Δικαστηρίου και επικουρούν τα Ειδικά Δικαστήρια της παρ. 2 του άρθρου 88 και του άρθρου 99 του Συντάγματος, τα Ανώτατα Δικαστικά, Πειθαρχικά και Υπηρεσιακά Συμβούλια
1. Στους δικαστικούς υπαλλήλους που συμμετέχουν στις Επιτροπές του Συμβουλίου της Επικρατείας και επικουρούν τα Ειδικά Δικαστήρια της παρ. 2 του άρθρου 88 και του άρθρου 99 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της Διοικητικής Δικαιοσύνης και τα λοιπά Πειθαρχικά και Υπηρεσιακά Συμβούλια καταβάλλεται αποζημίωση, κατά παρέκκλιση του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α’ 176).
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται το ύψος της αποζημίωσης, οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά για την καταβολή της.
Άρθρο 141
Σύσταση θέσεων δικαστικών υπαλλήλων στο Συμβούλιο της Επικρατείας και πλήρωσή τους με διαγωνισμό
1. Συστήνονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας πενήντα (50) θέσεις δικαστικών υπαλλήλων, και συγκεκριμένα τριάντα επτά (37) θέσεις του κλάδου ΠΕ Γραμματέων, πέντε (5) θέσεις του κλάδου ΠΕ Διοικητικού -Οικονομικού με ειδικότητα ΠΕ Οικονομολόγων, δύο (2) θέσεις του κλάδου ΠΕ Μεταφραστών – Διερμηνέων με ειδικότητα ΠΕ Μεταφραστών- Διερμηνέων, δύο (2) θέσεις του κλάδου ΠΕ Αρχειονόμων και Βιβλιοθηκονόμων με ειδικότητα ΠΕ Βιβλιοθηκονόμων, δύο (2) θέσεις του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με ειδικότητα ΠΕ Ηλεκτρολόγων -Μηχανικών ή ΠΕ Ηλεκτρονικών Μηχανικών ή ΠΕ Μηχανολόγων- Μηχανικών ή ΠΕ Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Ανάπτυξης ή ΠΕ Μηχανικών Οικονομίας και Διοίκησης ή ΠΕ Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης ή ΠΕ Μηχανικών Περιβάλλοντος ή ΠΕ Πολιτικών Μηχανικών και δυο (2) θέσεις του κλάδου ΠΕ Παιδαγωγών Πρώιμης Ηλικίας με ειδικότητα ΠΕ Παιδαγωγών Πρώιμης Ηλικίας.
2. Η πλήρωση των θέσεων δικαστικών υπαλλήλων της παρ. 1 γίνεται, σύμφωνα με τον ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων του άρθρου 51 του ν. 4622/2019 (Α’ 133), με διαγωνισμό που διενεργείται από το Συμβούλιο της Επικρατείας και περιλαμβάνει γραπτή και προφορική δοκιμασία. Σε περίπτωση μη κάλυψης των θέσεων της παρ. 1 ο διαγωνισμός δύναται να επαναληφθεί ακόμη μία (1) φορά.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που προσλαμβάνονται με τον διαγωνισμό της παρ. 2 παρακολουθούν θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση στο Συμβούλιο της Επικρατείας διάρκειας δύο (2) μηνών.
4. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που προσλαμβάνονται με τον διαγωνισμό της παρ. 2 δεν μπορούν να μεταταγούν ή να αποσπαστούν πριν από την πάροδο επταετίας από τον διορισμό τους.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προκηρύσσεται ο διαγωνισμός της παρ. 2, ορίζονται η εξεταστέα ύλη για κάθε κλάδο δικαστικών υπαλλήλων και οι εξεταστές, καθορίζεται η αποζημίωσή τους και θεσπίζεται κάθε αναγκαία ρύθμιση για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προσδιορίζεται το περιεχόμενο της εκπαίδευσης της παρ. 3, ορίζονται οι εκπαιδευτές και η αποζημίωσή τους και θεσπίζεται κάθε αναγκαία ρύθμιση για τη διεξαγωγή της εκπαίδευσης.
Άρθρο 142
Δυνατότητα μετάταξης υπαλλήλων φορέων του δημοσίου τομέα που έχουν αποσπαστεί ή διατεθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Το προσωπικό που υπηρετεί με απόσπαση ή διάθεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας από άλλους φορείς του δημοσίου τομέα της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143) δύναται να μεταταχθεί, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης και απόφασης του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε κενές οργανικές θέσεις των κλάδων του τομέα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την ίδια σχέση εργασίας. Η αίτηση υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση λήξης της διάρκειας απόσπασης ή διάθεσης πριν από την έκδοση της πράξης μετάταξης, η απόσπαση ή διάθεση παρατείνεται αυτοδικαίως έως την έκδοση της πράξης μετάταξης.
Άρθρο 143
Στελέχωση Επιτροπής Εποπτείας Δικαστικών Στατιστικών του Γραφείου Συλλογής και Επεξεργασίας Δικαστικών Στατιστικών Στοιχείων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και από επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και επίτιμους δικαστικούς λειτουργούς – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 3 π.δ. 47/2022
Στην παρ. 2 του άρθρου 3 του π.δ. 47/2022 (Α΄ 114), περί της Επιτροπής Εποπτείας Δικαστικών Στατιστικών του Γραφείου Συλλογής και Επεξεργασίας Δικαστικών Στατιστικών Στοιχείων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο πριν από τη λέξη «αντεπίτροπο» προστίθενται οι λέξεις «επίτροπο ή», β) προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η Ε.Ε.Δι.Σ. συγκροτείται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ορίζονται από τους προέδρους των οικείων ανώτατων δικαστηρίων, έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή εισαγγελέα εφετών, που ορίζεται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έναν επίτροπο ή αντεπίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων, που ορίζεται από τον Γενικό Επίτροπο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, έναν πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας που ορίζεται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ένα μέλος της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, έναν δικηγόρο που ορίζεται από την Ολομέλεια των δικηγορικών συλλόγων, τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τον Προϊστάμενο του Γραφείου Συλλογής και Επεξεργασίας Δικαστικών Στατιστικών Στοιχείων και τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Τομεακών Στατιστικών της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Οι δικαστικοί λειτουργοί του πρώτου εδαφίου δύνανται να είναι και επί τιμή. Στην περίπτωση αυτή ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.».
Άρθρο 144
Στελέχωση Ομάδας Διοίκησης Έργου του έργου «Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης – Ο.Σ.Δ.Δ.Υ.Π.Π.» και από δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 29 ν. 4587/2018
Στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4587/2018 (Α’ 218), περί συγκρότησης Ομάδας Διοίκησης Έργου (Ο.Δ.Ε.) του έργου «Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης – Ο.Σ.Δ.Δ.Υ.Π.Π.», προστίθεται πέμπτο εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η Κεντρική Ομάδα και οι Ομάδες εργασίας απαρτίζονται από δικαστικούς υπαλλήλους που διαθέτουν τις κατά περίπτωση απαιτούμενες ειδικές ή τεχνικές γνώσεις ή εμπειρία, από δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς που συμμετέχουν σε αυτές, σύμφωνα με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών και από υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Στην Κεντρική Ομάδα συμμετέχουν και ένας εκπρόσωπος του Γραφείου του Υπουργού Δικαιοσύνης, ένας εκπρόσωπος του γραφείου του Γενικού Γραμματέα Δικαιοσύνης και ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Μέλη των υποομάδων εργασίας, τακτικά και αναπληρωματικά, ορίζονται πρόσωπα που διαθέτουν τις κατά περίπτωση απαιτούμενες ειδικές νομικές ή τεχνικές γνώσεις ή εμπειρία και ιδίως, μέλη ΔΕΠ, δικηγόροι, ειδικοί πληροφορικής και ηλεκτρονικών υπολογιστών με ειδίκευση στη νομική πληροφορική ή σε συναφές αντικείμενο, υπηρεσιακοί παράγοντες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ή άλλων συναφών με το αντικείμενο υπηρεσιών, καθώς και δικαστικοί ή εισαγγελικοί λειτουργοί και υπάλληλοι. Τη γενική διεύθυνση και τον συντονισμό της Κεντρικής Ομάδας, των Ομάδων και Υποομάδων εργασίας έχει ο διευθύνων την Κεντρική Ομάδα εργασίας που είναι ο Γενικός Γραμματέας Δικαιοσύνης. Η Κεντρική Ομάδα, οι ομάδες και οι υποομάδες εργασίας δύνανται να στελεχώνονται και από δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς επί τιμή, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.».
Άρθρο 145
Παράταση της θητείας των Συμβουλίων Διοίκησης Πολιτικών Δικαστηρίων και των διευθυνόντων Προέδρων δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας
1. Η προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 5108/2024 (Α’ 65), περί παράτασης της θητείας των τριμελών συμβουλίων διοίκησης των πολιτικών πρωτοδικείων Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά της περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), παρατείνεται έως τη 15ή Σεπτεμβρίου 2026.
2. Η προθεσμία της παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 5130/2024 (Α’ 127), περί παράτασης της θητείας των διευθυνόντων Προέδρων δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας δικαστηρίων, στα οποία πραγματοποιείται ανακατασκευή και τμηματική μετεγκατάσταση υπηρεσιών του Δικαστικού τους Μεγάρου, παρατείνεται για ένα (1) έτος από τη λήξη της.
Άρθρο 146
Αύξηση των οργανικών θέσεων Αρεοπαγιτών
Οι θέσεις των Αρεοπαγιτών αυξάνονται κατά πέντε (5).
Άρθρο 147
Ανώτατα όρια χρέωσης υποθέσεων σε δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς – Τροποποίηση περ. β) παρ. 5 άρθρου 19 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην περ. β) της παρ. 5 του άρθρου 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας, προστίθενται νέα εδάφια, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο και η περ. β) διαμορφώνεται ως εξής:
«β) Οι ρυθμίσεις του κανονισμού ως προς τον τρόπο χρέωσης των υποθέσεων διασφαλίζουν την ποιοτική και αποδοτική άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας και της στελέχωσης αυτών. Στον κανονισμό προβλέπεται κατώτατος και ανώτατος αριθμός υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό. O αριθμός αυτός, σε περίπτωση ύπαρξης πλειόνων τμημάτων στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, διαφοροποιείται με βάση τη σοβαρότητα και τη δυσχέρεια των υποθέσεων εκάστου τμήματος. Ο κανονισμός διασφαλίζει ότι κατά τη χρέωση των υποθέσεων λαμβάνεται μέριμνα, ώστε αυτή να είναι καταρχήν ίση κατ’ αριθμό, σοβαρότητα και δυσχέρεια ως προς όλους τους υπηρετούντες στο τμήμα δικαστές ή εισαγγελικούς λειτουργούς και δύναται να προβλέπει κατ’ εξαίρεση μειωμένη χρέωση, όπου ο νόμος το επιβάλλει ή ενόψει της ανάθεσης σε δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό και άλλων καθηκόντων. Δεν επιτρέπεται η υπέρβαση του ανώτατου αριθμού υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σε ποσοστό μεγαλύτερο του είκοσι τοις εκατό (20%) του προβλεπόμενου στους οικείους κανονισμούς ορίου. Με την επιφύλαξη έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών, για τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης ο ανώτατος αριθμός αναλογούσας χρέωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά δικαστικό έτος, τις εκατόν πενήντα (150) δικογραφίες σε υποθέσεις Πρωτοδικείου και τις εβδομήντα (70) δικογραφίες σε υποθέσεις Εφετείου. Στα αριθμητικά όρια του προαναφερόμενου εδαφίου δεν συνυπολογίζονται υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκούσιας δικαιοδοσίας και μικροδιαφορών. Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης ή ο διευθύνων το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν το ως άνω ανώτατο όριο κατά την κατάρτιση των πινακίων. Σε περίπτωση έκτακτης υπηρεσιακής επιβάρυνσης δικαστικού σχηματισμού, ενημερώνει έγκαιρα τον επικεφαλής του αντίστοιχου Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε να λαμβάνονται άμεσα κατάλληλα μέτρα ενίσχυσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, προς τήρηση της πρόβλεψης των προηγούμενων εδαφίων. Προς τον σκοπό της ισομερούς κατανομής υποθέσεων, με τον κανονισμό θεσπίζεται σύστημα με το οποίο κατατάσσονται οι υποθέσεις, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα (1) που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το πέντε (5) που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική. Αντιστοίχως στον κανονισμό των εισαγγελιών θεσπίζεται σύστημα με το οποίο αυτός που διενεργεί τη χρέωση των υποθέσεων σε κάθε εισαγγελέα τις κατατάσσει κατά τη χρέωση ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα (1) που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το πέντε (5) που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική. Προκειμένου να εισαχθεί για πρώτη φορά το σύστημα του προηγουμένου εδαφίου, οι κανονισμοί των δικαστηρίων τροποποιούνται αναλόγως πριν από την έναρξη του δικαστικού έτους 2023-2024.».
Άρθρο 148
Εξαιρέσεις από την έννοια της αδικαιολόγητης καθυστέρησης δημοσίευσης αποφάσεων – Τροποποίηση παρ. 9 άρθρου 59 και περ. ε) παρ. 1 άρθρου 109 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
1. Στην παρ. 9 του άρθρου 59 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, A’ 109), περί των τοποθετήσεων και των προαγωγών δικαστικών λειτουργών, προστίθεται τρίτο εδάφιο και η παρ. 9 διαμορφώνεται ως εξής:
«9. Δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό δικαστής, ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων που εκδίδει, καθώς και εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα την επεξεργασία των δικογραφιών που του ανατίθενται, εκτός αν το οικείο συμβούλιο αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους της κατά παρέκκλιση προαγωγής. Αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση όταν: α) οι αποφάσεις δεν δημοσιεύονται μέσα σε διάστημα οκτώ (8) μηνών από τη συζήτηση ή μέσα στις ειδικότερες προθεσμίες που ορίζει ο ΚΠολΔ, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ή οι οικείες ειδικές διατάξεις για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, β) προκειμένου για υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν οι αποφάσεις δεν εκδίδονται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, γ) προκειμένου για θεωρήσεις, όταν αυτές γίνονται πέρα από τριάντα (30) ημέρες, δ) προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς, όταν η επεξεργασία και η επιστροφή των δικογραφιών καθυστερεί πέρα από τέσσερις (4) μήνες. Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στον νόμο ή στον κανονισμό των οικείων δικαστηρίου ή εισαγγελίας.».
2. Στην περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 109 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, περί των πειθαρχικών παραπτωμάτων, προστίθεται πέμπτο εδάφιο και η περ. ε) διαμορφώνεται ως εξής:
«ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η δυσχέρεια της υπόθεσης σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 19, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι αδικαιολόγητη η έκδοση απόφασης πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν πρόκειται για υποθέσεις στις οποίες ορίζονται ειδικότερες προθεσμίες στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και η σύνταξη σκεπτικού επί απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παράδοση της δικογραφίας από τον γραμματέα της έδρας. Θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση όταν αφαιρείται ή επιστρέφεται η δικογραφία από τον δικαστή που τη χειρίζεται λόγω μη έκδοσης απόφασης μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση πολιτικής ή διοικητικής υπόθεσης. Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στον νόμο ή στον κανονισμό των οικείων δικαστηρίου ή εισαγγελίας.».
Άρθρο 149
Απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου – Προσθήκη παρ. 9Α στο άρθρο 156 του Κώδικα δικαστικών υπαλλήλων
Στο άρθρο 156 του Κώδικα δικαστικών υπαλλήλων (ν. 4798/2021, Α’ 68), περί απόσπασης, προστίθεται παρ. 9Α ως εξής:
«9Α. Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που φέρει εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ύστερα από αίτηση, κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου για την κάλυψη συγκεκριμένης και επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με άλλο τρόπο, ιδίως των δικαστηρίων που εδρεύουν στη νησιωτική χώρα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος.».
Άρθρο 150
Ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας – Τροποποίηση άρθρου 66 ν. 2121/1993
Στο άρθρο 66 του ν. 2121/1993 (Α’ 25), περί ποινικών κυρώσεων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, οι αριθμοί «2.900 – 15.000» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τουλάχιστον δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900)», β) στην παρ. 2, βα) στην περ. Γ), i) μετά τη λέξη «άδεια» προστίθενται οι λέξεις «ή καθ΄ υπέρβαση του περιεχομένου της αδείας», ii) στις υποπερ. α) και δ) οι λέξεις «ταινιών τους» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ως άνω έργων», iii) προστίθενται υποπερ. ζ) και η), ββ) στην περ. Δ), i) οι λέξεις «των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών,» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ή καθ΄ υπέρβαση του περιεχομένου της αδείας των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, των παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και των παρόχων μέσων επικοινωνίας», ii) προστίθενται υποπερ. η) και θ), γ) στην παρ. 3, γα) οι λέξεις «έξι χιλιάδων (6.000) έως τριάντα χιλιάδων (30.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τουλάχιστον έξι χιλιάδων (6.000)», γβ) οι λέξεις «δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) έως εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ αντικαθίστανται από τις λέξεις «τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ», γγ) διαγράφεται το τελευταίο εδάφιο, δ) προστίθεται παρ. 3Α, ε) στην παρ. 8, οι λέξεις «τριών χιλιάδων (3.000) έως δεκαπέντε χιλιάδων (15.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τουλάχιστον τριών χιλιάδων (3.000)», στ) στην παρ. 9, οι λέξεις «τριών χιλιάδων (3.000) έως δεκαπέντε χιλιάδων (15.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τουλάχιστον τριών χιλιάδων (3.000)» και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 66 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 66
Ποινικές κυρώσεις
1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) ευρώ όποιος χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την Προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας εγγράφει έργα ή αντίτυπα, αναπαράγει αυτά άμεσα ή έμμεσα, προσωρινά ή μόνιμα, με οποιαδήποτε μορφή, εν όλω ή εν μέρει, μεταφράζει, διασκευάζει, προσαρμόζει ή μετατρέπει αυτά, προβαίνει σε διανομή αυτών στο κοινό με πώληση ή με άλλους τρόπους ή κατέχει με σκοπό διανομής, εκμισθώνει, εκτελεί δημόσια, μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικά κατά οποιονδήποτε τρόπο, παρουσιάζει στο κοινό έργα ή αντίτυπα με οποιονδήποτε τρόπο, εισάγει αντίτυπα του έργου που παρήχθησαν παράνομα στο εξωτερικό χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού και γενικά εκμεταλλεύεται έργα, αντίγραφα ή αντίτυπα που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας ή προσβάλλει το ηθικό δικαίωμα του πνευματικού δημιουργού να αποφασίζει για τη δημοσίευση του έργου στο κοινό, καθώς και να παρουσιάζει αυτό αναλλοίωτο χωρίς προσθήκες ή περικοπές (άρθρο 8 παρ. 1 Οδηγίας 2001/29).
2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο διεθνών συμβάσεων για την προστασία συγγενικών δικαιωμάτων προβαίνει στις ακόλουθες πράξεις:
Α) Χωρίς την άδεια των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών: α) εγγράφει σε υλικό φορέα την ερμηνεία ή εκτέλεση, β) αναπαράγει άμεσα ή έμμεσα, προσωρινά ή μόνιμα με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτέλεσής τους σε υλικό φορέα, γ) προβαίνει σε διανομή στο κοινό του υλικού φορέα με την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτέλεσης ή κατέχει με σκοπό διανομής, δ) εκμισθώνει τον υλικό φορέα με την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτέλεσης, ε) μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικά με οποιονδήποτε τρόπο τη ζωντανή ερμηνεία ή εκτέλεση, εκτός αν η μετάδοση αυτή αποτελεί αναμετάδοση νόμιμης μετάδοσης, στ) παρουσιάζει στο κοινό τη ζωντανή ερμηνεία ή εκτέλεση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτός από ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, ζ) διαθέτει στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση, όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος, στην εγγραφή σε υλικό φορέα της ερμηνείας ή της εκτέλεσής τους.
Β) Χωρίς την άδεια των παραγωγών φωνογραφημάτων (παραγωγών υλικών φορέων ήχου): α) αναπαράγει άμεσα ή έμμεσα, προσωρινά ή μόνιμα με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, τα φωνογραφήματά τους, β) προβαίνει σε διανομή στο κοινό των ως άνω υλικών φορέων ή κατέχει με σκοπό διανομής, γ) εκμισθώνει τους ως άνω υλικούς φορείς, δ) διαθέτει στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση, όπου και όταν ο ίδιος επιλέγει, στα φωνογραφήματά τους, ε) εισάγει τους ως άνω υλικούς φορείς που παρήχθησαν στο εξωτερικό χωρίς τη συναίνεσή του.
Γ) Χωρίς την άδεια ή καθ΄ υπέρβαση του περιεχομένου της αδείας των παραγωγών οπτικοακουστικών έργων (παραγωγών υλικών φορέων εικόνας ή ήχου και εικόνας): α) αναπαράγει άμεσα ή έμμεσα, προσωρινά ή μόνιμα με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, το πρωτότυπο και τα αντίτυπα των ως άνω έργων, β) προβαίνει σε διανομή στο κοινό των ως άνω υλικών φορέων συμπεριλαμβανομένων και των αντιγράφων τους ή κατέχει με σκοπό διανομής, γ) εκμισθώνει τους ως άνω υλικούς φορείς, δ) διαθέτει στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση στο πρωτότυπο και τα αντίτυπα των ως άνω έργων, όπου και όταν ο ίδιος επιλέγει, ε) εισάγει τους ως υλικούς φορείς που παρήχθησαν στο εξωτερικό χωρίς τη συναίνεσή του, στ) μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικά τους ως άνω υλικούς φορείς με οποιονδήποτε τρόπο συμπεριλαμβανομένης και της δορυφορικής μετάδοσης ή καλωδιακής αναμετάδοσης, καθώς και της παρουσίασης στο κοινό, ζ) αποκτά, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, πρόσβαση, για εμπορική χρήση, σε περιεχόμενο οπτικοακουστικού έργου ή εν γένει οποιουδήποτε οπτικοακουστικού προϊόντος του παραγωγού αυτών, η) διαφημίζει ή προωθεί εμπορικά, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, την πρόσβαση σε περιεχόμενο οπτικοακουστικού έργου ή εν γένει οποιουδήποτε οπτικοακουστικού προϊόντος του παραγωγού αυτών.
Δ) Χωρίς την άδεια ή καθ΄ υπέρβαση του περιεχομένου της αδείας των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, των παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και των παρόχων μέσων επικοινωνίας: α) αναμεταδίδει τις εκπομπές τους με οποιονδήποτε τρόπο, β) παρουσιάζει στο κοινό τις εκπομπές τους σε χώρους όπου η είσοδος επιτρέπεται με εισιτήριο, γ) εγγράφει τις εκπομπές τους σε υλικούς φορείς ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, είτε οι εκπομπές αυτές μεταδίδονται ενσυρμάτως είτε ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης, δ) προβαίνει σε άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, της υλικής ενσωμάτωσης των εκπομπών τους, ε) προβαίνει σε διανομή στο κοινό των υλικών φορέων με την εγγραφή των εκπομπών τους, στ) εκμισθώνει τον υλικό φορέα με την εγγραφή των εκπομπών τους, ζ) διαθέτει στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση, όπου και όταν ο ίδιος επιλέγει, στην υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, (άρθρο 8 παρ.1 οδηγίας 2001/29), η) αποκτά πρόσβαση, με οποιονδήποτε τρόπο, για εμπορική χρήση, στις εκπομπές αυτές, θ) διαφημίζει ή προωθεί εμπορικά, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, προϊόντα ή υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, οι οποίες δεν έχουν λάβει τη σχετική έγκριση ή άδεια από τον δικαιούχο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό (άρθρο 8 παρ. 1 οδηγίας 2001/29).
3. Αν το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημιά που απειλήθηκε από τις πράξεις των παρ. 1 και 2 είναι ιδιαίτερα μεγάλα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ. Αν ο υπαίτιος τελεί τις παραπάνω πράξεις κατ` επάγγελμα ή σε εμπορική κλίμακα ή αν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ καθώς και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης στα πλαίσια της οποίας εκτελέσθηκε η πράξη.
Θεωρείται ότι η πράξη έχει τελεσθεί κατ’ επάγγελμα και όταν ο δράστης έχει καταδικασθεί για αδικήματα του παρόντος άρθρου ή για παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας που ίσχυαν πριν απ’ αυτό με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή στερητική της ελευθερίας.
3Α. Όποιος για ιδιωτική χρήση αποκτά παράνομη πρόσβαση σε οπτικοακουστικά έργα ή εκπομπές ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών ή γεγονότα εθνικής ή διεθνούς τηλεθέασης που μεταδίδονται στο διαδίκτυο ταυτόχρονα με τη διενέργειά τους, συμπεριλαμβανομένων αυτών που η δυνατότητα παρακολούθησης παρέχεται μέσω παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και παρόχων υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 4779/2021 (Α’ 27) τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ένα (1) έτος και χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) ευρώ. Για την εφαρμογή των παρ. 2 και 3Α, παράνομη πρόσβαση είναι (α) η χωρίς την άδεια των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών ή των παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ή των παρόχων μέσων επικοινωνίας πρόσβαση με παράνομη συσκευή (εξοπλισμού ή λογισμικού) που βρίσκεται στην κατοχή του αποκτώντος πρόσβαση και (β) η καθ΄ υπέρβαση του περιεχομένου της άδειας των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών ή των παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ή των παρόχων μέσων επικοινωνίας πρόσβαση με νόμιμη συσκευή (εξοπλισμού ή λογισμικού) που βρίσκεται στην κατοχή του αποκτώντος πρόσβαση.
Για την άσκηση της ποινικής δίωξης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ακολουθείται η ειδική διαδικασία της αίτησης έκδοσης ποινικής διαταγής των άρθρων 409 έως 416 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις.
Το αξιόποινο εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος καταβάλλει ολοσχερώς το διπλάσιο του επιβαλλόμενου σύμφωνα με την παρ. 2Β του άρθρου 65Α διοικητικού προστίμου.
4. Με την ποινή των παρ. 1,2 και 3 τιμωρείται όποιος δεν κατέβαλε σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης την αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρο 18 του παρόντος νόμου Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο οφειλέτης ο οποίος μετά την έκδοση της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν υποβάλλει την υπεύθυνη δήλωση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 18 του παρόντος νόμου.
5. Με την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος : α) χρησιμοποιεί ή διανέμει ή κατέχει με σκοπό θέσης σε κυκλοφορία συστήματα ή μέσα που έχουν ως μοναδικό σκοπό να διευκολύνουν τη χωρίς άδεια αφαίρεση ή εξουδετέρωση τεχνικού συστήματος που προστατεύει ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή β) κατασκευάζει ή εισάγει ή χρησιμοποιεί ή διανέμει ή κατέχει με σκοπό θέσης σε κυκλοφορία συσκευές ή άλλο υλικό αναπαραγωγής έργου που δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές που θα έχουν καθοριστεί κατά το άρθρο 59 του παρόντος νόμου γ) κατασκευάζει, εισάγει ή χρησιμοποιεί ή διανέμει ή κατέχει με σκοπό θέσης σε κυκλοφορία αντικείμενα ή ενεργεί πράξεις που μπορούν να ματαιώσουν το αποτέλεσμα των παραπάνω προδιαγραφών δ) αναπαράγει ή χρησιμοποιεί έργα χωρίς χρησιμοποίηση των συσκευών ή χωρίς εφαρμογή των συστημάτων που θα έχουν καθοριστεί κατά το άρθρο 60 του παρόντος νόμου ε) διανέμει ή κατέχει με σκοπό να θέσει σε κυκλοφορία υλικούς φορείς ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας χωρίς το ειδικό επίσημα ή την ταινία ελέγχου που θα έχει προβλεφθεί κατά το άρθρο 61 του παρόντος νόμου.
6. Κατ’ εξαίρεση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 82 του ΠΚ, σε περίπτωση μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής, το ποσό μετατροπής ορίζεται στο πενταπλάσιο των ορίων του ποσού μετατροπής που προβλέπεται κάθε φορά στον Ποινικό Κώδικα.
7. Αν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από το ήμισυ του ελάχιστου ορίου που προβλέπεται κατά περίπτωση στον παρόντα νόμο.
8. Όποιος χωρίς δικαίωμα προβαίνει σε προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων, σε μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της βάσης δεδομένων, σε διανομή της βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της, σε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάση δεδομένων στο κοινό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
9. Όποιος προβαίνει σε εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων χωρίς άδεια του κατασκευαστή τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
10. Όταν το αντικείμενο της προσβολής αφορά σε προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή, η, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 65Α και υπό τους προβλεπόμενους όρους, ανεπιφύλακτη καταβολή του διοικητικού προστίμου από τον δράστη συνεπάγεται τη μη άσκηση της ποινικής δίωξης και την κατάργηση της τυχόν αρξαμένης, όταν η προσβολή αφορά σε ποσότητα μέχρι πενήντα (50) προγράμματα.
11. Όταν το αντικείμενο της προσβολής αφορά σε υλικούς φορείς ήχου, στους οποίους έχει εγγραφεί έργο που αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, η, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 65Α και υπό τους προβλεπόμενους όρους, ανεπιφύλακτη καταβολή του διοικητικού προστίμου από τον δράστη συνεπάγεται τη μη άσκηση της ποινικής δίωξης και την κατάργηση της τυχόν αρξαμένης όταν η προσβολή αφορά σε ποσότητα μέχρι πεντακόσιους (500) παράνομους υλικούς φορείς ήχου.
11Α. Όταν το αντικείμενο της προσβολής αφορά φωνογραφήματα (μουσικές συνθέσεις) αποθηκευμένα σε οποιοδήποτε τεχνικό μέσο αποθήκευσης ή ηλεκτρονικό υπολογιστή, η κατά την παρ. 2 του άρθρου 65Α και υπό τους προβλεπόμενους όρους ανεπιφύλακτη καταβολή του διοικητικού προστίμου από το δράστη συνεπάγεται τη μη άσκηση της ποινικής δίωξης και την κατάργηση της τυχόν αρξάμενης, όταν αντικείμενο προσβολής είναι μέχρι χίλιες (1.000) μουσικές συνθέσεις.
12. Η καταβολή του προστίμου, καθώς και η μη άσκηση ή η κατάργηση της ποινικής δίωξης, δεν απαλλάσσουν τους δράστες από την υποχρέωση καταβολής των αναλογούντων πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, αποζημιώσεων και λοιπών επιβαρύνσεων στους δικαιούχους αυτών κατά τις διατάξεις των σχετικών νόμων.
13. Σε περίπτωση υποτροπής εντός του αυτού οικονομικού έτους το διοικητικό πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 65Α διπλασιάζεται.».
Άρθρο 151
Γραμματεία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα – Τροποποίηση άρθρου 18 ν. 4624/2019
Στο άρθρο 18 του ν. 4624/2019 (Α’ 137), περί της Γραμματείας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 3, αα) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Υπουργού Εσωτερικών, ύστερα από γνώμη της Αρχής, εγκρίνεται» αντικαθίστανται από τις λέξεις «απόφαση της Αρχής εγκρίνεται, αντικαθίσταται ή τροποποιείται», αβ) το δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο διαγράφονται, γ) προστίθεται παρ. 9, και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 18 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 18
Γραμματεία της Αρχής
1. Το προσωπικό της Αρχής διορίζεται με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε θέσεις που προβλέπονται στον Οργανισμό της και επιλέγεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3051/2002 (Α’ 220).
2. Υπάλληλοι του Κλάδου Ελεγκτών δεν επιτρέπεται να παρίστανται ενώπιον της Αρχής επί δύο (2) έτη μετά τη λύση της υπηρεσιακής τους σχέσης με την Αρχή.
3. Με απόφαση της Αρχής εγκρίνεται, αντικαθίσταται ή τροποποιείται ο Οργανισμός της, με τον οποίο καθορίζονται το επίπεδο λειτουργίας της Γραμματείας, η διάρθρωση των οργανικών μονάδων σε Διευθύνσεις, Τμήματα και Γραφεία, τα προσόντα του προσωπικού, ο αριθμός των θέσεων του προσωπικού, η κατανομή αυτών σε Κλάδους και Ειδικότητες, η σύσταση νέων θέσεων και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα. Με τον Οργανισμό επιτρέπεται να προβλέπονται αποκλίσεις από τις ισχύουσες διατάξεις προκειμένου οι σχετικές ρυθμίσεις να είναι σύμφωνες με τον ΓΚΠΔ.
4. Με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του παρόντος, του Οργανισμού της Αρχής και του Κανονισμού Λειτουργίας της, η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Αρχής, διέπεται από τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως και 7 του άρθρου 4 του ν. 3051/2002, όπως ισχύει, ανεξαρτήτως κατηγορίας, κλάδου και επιστημονικής ειδίκευσης.
5. Στο προσωπικό της Αρχής εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 6 του άρθρου 11.
6. [Καταργείται].
7. Είναι δυνατή η απόσπαση προσωπικού της Γραμματείας για διάστημα έως έξι (6) μηνών, με απόφαση της Αρχής, σε εποπτικές αρχές κρατών – μελών ή της ΜΕΑ ή αρχών τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών με εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τις αποσπάσεις σε όργανα της Ε.Ε.. Επίσης, είναι δυνατή η υποδοχή από την Αρχή προσωπικού ομόλογων αρχών ως αποσπασμένων για διάστημα έως έξι (6) μηνών.
8. Οι οργανικές θέσεις πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΠΕ) του κλάδου επικοινωνίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα μετατρέπονται σε αντίστοιχες θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Οι ήδη υπηρετούντες, οι οποίοι κατέχουν τα απαιτούμενα κατά το π.δ. 50/2001 (Α΄39) «Καθορισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις φορέων του δημοσίου τομέα» και την εν γένει νομοθεσία τυπικά προσόντα για την πλήρωση θέσης ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δηλώνουν εντός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εάν αποδέχονται να υπηρετήσουν στη θέση αυτή. Οι αποδεχόμενοι να υπηρετήσουν με σχέση ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι καταλαμβάνουν μία από τις μετατρεπόμενες θέσεις, διατηρούν το ασφαλιστικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται και προσμετρούν για τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξη και τον χρόνο προηγούμενης σχετικής απασχόλησης σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176). Σε περίπτωση αρνητικής δήλωσης ή παράλειψης υποβολής δήλωσης, ο υπάλληλος εξακολουθεί να υπηρετεί ως μόνιμος υπάλληλος σε προσωποπαγή θέση κατηγορίας ΠΕ Επικοινωνίας. Κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι υπάλληλοι υπηρετούν σε προσωποπαγείς θέσεις σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν καλύπτονται αντίστοιχες θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
9. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, ύστερα από γνώμη της Αρχής, καθορίζονται οι προϋποθέσεις, τα όργανα και η διαδικασία επιλογής του Προϊσταμένου Γραμματείας και των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων της Αρχής.».
Άρθρο 152
Αποχή από την άσκηση ποινικής δίωξης ανηλίκου – Αντικατάσταση άρθρου 46 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Το άρθρο 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί αποχής από την ποινική δίωξη ανηλίκου, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 46
Αποχή από την ποινική δίωξη ανηλίκου
1. Αν ο ανήλικος τελέσει αξιόποινη πράξη, η οποία είναι πλημμέλημα, ο εισαγγελέας, αφού ερευνήσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και όλη την προσωπικότητά του, με διάταξή του απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης, εκτός αν από τα χαρακτηριστικά της πράξης, την ακρόαση του ανηλίκου ή και των ασκούντων τη γονική του μέριμνα και την εκτίμηση της έκθεσης του αρμοδίου επιμελητή ανηλίκων, την κρίνει απολύτως αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
2. Στον ανήλικο επιβάλλονται με τη σχετική διάταξη του εισαγγελέα, στην οποία ορίζεται και η προθεσμία συμμόρφωσης, ως όροι της αποχής, ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στις περ. α) έως και ια) της παρ. 1 του άρθρου 122 του Ποινικού Κώδικα ή και επιπλέον μέτρα ή υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του, εκτός αν από τα στοιχεία της παρ. 1 κρίνει πως η επιβολή τους δεν είναι αναγκαία για τη διαπαιδαγώγηση του ανηλίκου.
Αν ο ανήλικος συμμορφωθεί με τα μέτρα και τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν, ο εισαγγελέας ενεργεί σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 43. Σε αντίθετη περίπτωση ο εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 43.».
Αν και είναι, κατά τη γνώμη μου, θεμιτό να υπάρχει ρύθμιση ως προς τα ανώτατα όρια χρέωσης, εντούτοις, η ρύθμιση που εισάγεται εν προκειμένω παραγνωρίζει, δυστυχώς, τον όγκο και την δυσκολία των υποθέσεων των Ασφαλιστικών Μέτρων, των Μικροδιαφορών και της Εκουσίας Δικαιοδοσίας και νομιμοποιεί την ανισοκατανομή των υποθέσεων αυτών μεταξύ των Δικαστικών Λειτουργών δεδομένου ότι πολλές από τις παραπάνω υποθέσεις τις επιβαρύνεται μερίδα μόνο αυτών (λ.χ. τα Ασφαλιστικά Μέτρα κατά κύριο λόγο οι Πρόεδροι Πρωτοδικών, τις Μικροδιαφορές το Τμήμα Τακτικής / Μικροδιαφορών). Ειδικά για την Εκουσία Δικαιοδοσία, εφόσον δεν γίνεται διάκριση μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας, οδηγούμαστε στο παράλογο να μην υπολογίζονται στην ανώτατη χρέωση υποθέσεις Κτηματολογίου, Πτωχευτικού Δικαίου και Υπερχρεωμένων (με τις οποίες θα επιβαρύνονται δυσανάλογα τα αντίστοιχα Τμήματα, όπου υπάρχουν τέτοια), ενώ δεν πρέπει να υποβαθμίζεται και η δυσκολία αρκετών από τις υποθέσεις της γνήσιας Εκουσίας. Οι, δε, Μικροδιαφορές αποτελούν υποθέσεις τακτικής διαδικασίας (άλλωστε ειδικές διατάξεις αυτής είναι), ήσσονος οικονομικής αξίας (;) αλλά όχι ήσσονος νομικής σημασίας. Καμία υπόθεση καμίας διαδικασίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να εξαιρείται από τα όρια ανώτατης χρέωσης, καθώς όλες οι υποθέσεις πρέπει να μελετηθούν και να γραφτούν και για όλες τις υποθέσεις ο Δικαστής ελέγχεται ως προς την απόδοσή του. Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη θέτοντας την «επιφύλαξη έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών», αυτόματα καταργεί και αυτόν ακόμη τον περιορισμό των 150 υποθέσεων που θέτει, διότι οι υπηρεσιακές ανάγκες στην Δικαιοσύνη είναι εδώ και χρόνια μονίμως έκτακτες. Τουλάχιστον προβλέπεται, ορθά, στο άρ. 148, ότι η καθυστέρηση των υπεράριθμων υποθέσεων πέραν των προβλεπομένων προθεσμιών, δεν θεωρείται αδικαιολόγητη.
Σχόλια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων επί του άρθρου 151 του ΣχΝ
—–
Στο άρθρο 151 του ΣχΝ περιλαμβάνεται διάταξη με την οποία προβλέπεται ότι ο Οργανισμός της Αρχής εγκρίνεται, αντικαθίσταται ή τροποποιείται με Απόφαση της Αρχής και όχι πλέον με Προεδρικό Διάταγμα. Η εν λόγω τροποποίηση κρίνεται απαραίτητη και αποτελεί τμήμα των προτάσεων της Αρχής, οι οποίες έχουν υποβληθεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τόσο με το αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΞΕ/1433/17-05-2024 έγγραφο του Προέδρου της, όσο και πρόσφατα, με το αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΞΕ/1049/24-03-2025 έγγραφο του Προέδρου της, με το οποίο διαβιβάστηκαν εκ νέου στα συναρμόδια υπουργεία προτάσεις της Αρχής για νομοθετικές τροποποιήσεις. Σχετική αναφορά γίνεται και στην ετήσια έκθεση της Αρχής για το έτος 2024 (βλ. σελ. 128-132 και 178-189 – https://www.dpa.gr/el/enimerwtiko/etisies-ektheseis/etisia-ekthesi-2024).
Διαπιστώνεται όμως ότι μόνο ένα ελάχιστο τμήμα των προτάσεων αυτών έχει ενταχθεί στο ΣχΝ, ενώ έχουν παραλειφθεί διατάξεις οι οποίες, όπως έχει επισημάνει η Αρχή, όχι μόνο είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία της, αλλά είναι απαραίτητο να τροποποιηθούν ώστε να μην τίθεται ζήτημα παράβασης του Ενωσιακού δικαίου, όπως άλλωστε έχει επισημανθεί προς τη χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά την τελευταία αξιολόγηση του κεκτημένου της συνθήκης Σένγκεν. Επισημαίνεται ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με την με αριθμ. 6955/24 Εκτελεστική του Απόφαση (20-02-2024), έχει απευθύνει είκοσι μία συστάσεις προς την Ελλάδα για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που εντοπίστηκαν στην αξιολόγηση, τέσσερις (4) εκ των οποίων αφορούν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Αρχής, για τις οποίες πρέπει να αναληφθεί σχετική πρωτοβουλία από τα αρμόδια Υπουργεία, ενώ άλλες επτά (7) συστάσεις αφορούν την Αρχή και σχετίζονται με τους περιορισμένους ανθρώπινους και υλικούς πόρους της, οι οποίοι δυσχεραίνουν το ελεγκτικό της έργο.
Η Αρχή υπενθυμίζει τα ανωτέρω δύο αιτήματά της και ευελπιστεί ότι τα συναρμόδια Υπουργεία θα προωθήσουν άμεσα τη νομοθέτηση του συνόλου των διατάξεων που έχει προτείνει, ιδίως δε όσον αφορά το άρθρο 18 του ν. 4624/2019, το οποίο έχει επισημανθεί ειδικά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Άρθρο 147 ΣχΝ : Ανώτατες χρεώσεις
Με το ως άνω νομοσχέδιο, εισάγεται ρύθμιση περί ανωτάτων χρεώσεων τόσο στο Πρωτοδικείο, όσο και στο Εφετείο. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, που ως σύλληψη έχει σαφή θετικά χαρακτηριστικά, καθώς αποτέλεσε πρόταση της Ένωσής μας, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι χρεώσεις των δικαστών δε θα εκτιναχθούν ραγδαία σε μη διαχειρίσιμα μεγέθη, καθιστώντας πειθαρχικά ελεγχόμενο ολόκληρο το δικαστικό σώμα και μειώνοντας την ποιότητα του δικαστικού έργου, εν τέλει δεν ικανοποιεί καθόλου ως προς το αποτέλεσμα, καθώς με τη μορφή με την οποία εισάγεται, εν τέλει οι προστατευτικές της δυνατότητες συρρικνώνονται δραστικά. Ειδικότερα:
Ενώ η πρόταση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ήταν η ανώτατη χρέωση να είναι 130 δικογραφίες στο Πρωτοδικείο και 50 στο Εφετείο, αριθμοί που κατά τη συνάντηση που είχε η Ένωση με τον υπουργό και τον υφυπουργό, είχαν χαρακτηρισθεί ρεαλιστικοί, εν τέλει στο νομοσχέδιο εισάγεται πρόβλεψη για χρέωση 150 δικογραφιών στο Πρωτοδικείο και 70 στο εφετείο, ενώ ρητά εξαιρούνται του πλαφόν οι υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκουσίας δικαιοδοσίας και μικροδιαφορών.
Μόνο ως ομολογία διάθεσης για υπερχρέωση μπορεί να γίνει αντιληπτή αυτή η μορφή ρύθμισης, καθώς ακυρώνει στην πράξη, τον προστατευτικό χαρακτήρα της σύλληψής της, δεδομένου ότι 150 δικογραφίες τακτικής ή ειδικών διαδικασιών, αποτελούν αφ εαυτού τους πλήρη και βαριά ετήσια χρέωση. Η δε πρόβλεψη ότι δεν λαμβάνονται υπόψιν τα ασφαλιστικά μέτρα, ουσιαστικά εκμηδενίζει το δικαστικό έργο ενός ολόκληρου δικαστικού βαθμού, ήτοι των προέδρων πρωτοδικών, ενώ φαίνεται να αντιμετωπίζει ενιαία ολόκληρη την εκούσια δικαιοδοσία, είτε αφορά ακούσιες νοσηλείες, είτε πτωχευτικό και εταιρικό δίκαιο, που είναι υποθέσεις με σοβαρά και δυσχερή νομικά ζητήματα. Τέλος, είναι κατανοητή η μη ενιαία προσμέτρηση των μικροδιαφορών, που λόγω της ευκολίας που παρουσιάζουν ως αντικείμενο, δικαιολογημένα δεν θα μπορούσαν να προσμετρώνται ενιαία, αυτό όμως δεν οδηγεί στον εκμηδενισμό τους ως δικαστικό έργο, αλλά μόνο στον διαφορετικό υπολογισμό τους, σε σχέση με τις λοιπές υποθέσεις.
Η ρύθμιση θα πρέπει να λάβει τη μορφή που είχε η πρόταση της ΕΝΔΕ κατά την οποία: «Δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η υπέρβαση του ανώτατου αριθμού υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% του προβλεπόμενου στους οικείους κανονισμούς ορίου. Για τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης ο ανώτατος αριθμός αναλογούσας χρέωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 130 δικογραφίες κατ΄ έτος στον πρώτο βαθμό και τις 50 δικογραφίες στον δεύτερο βαθμό».
Άρθρο 145 ΣχΝ: Παράταση θητείας συμβουλίων διοίκησης
Με την παραπάνω ρύθμιση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, παρατείνεται για άλλο ένα χρόνο η θητεία των Τριμελών Συμβουλίων Διοίκησης των Πρωτοδικείων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς, καθώς και των Προϊσταμένων των δικαστηρίων του δευτέρου βαθμού στα οποία πραγματοποιείται ανακατασκευή και τμηματική μετεγκατάσταση υπηρεσιών του Δικαστικού τους Μεγάρου.
Η διάταξη, αποτελεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά παραβίαση του θεσμού του αυτοδιοίκητου των μεγάλων δικαστηρίων της χώρας. Σύμφωνα με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών λειτουργών, οι διοικήσεις των ως άνω τριών δικαστικών σχηματισμών προκύπτουν μετά από δημοκρατική εκλογική διαδικασία επιλογής από τις Ολομέλειες. Πέρυσι, με αιτιολογία αναγόμενη στην υλοποίηση της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, το Υπουργείο παρέκαμψε νομοθετικά τη λήξη της θητείας των συμβουλίων και αποφάσισε την παράτασή τους. Η φετινή επανάληψη όμως, που είναι επίσης αδικαιολόγητη, καταδεικνύει την εμμονή του νομοθέτη να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της οργάνωσης της Δικαιοσύνης καθώς και την έλλειψη εμπιστοσύνης του στην κρίση των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι στερούνται το δικαίωμά τους τόσο στο εκλέγειν, όσο και στο εκλέγεσθαι της διοίκησης των δικαστηρίων. Πρόκειται για μια σοβαρή εκτροπή, που πλέον λαμβάνει επικίνδυνα χαρακτηριστικά μονιμότητας. Καλούμε το υπουργείο να υπαναχωρήσει ως προς την επιλογή αυτή και να μην εισάγει τη συγκεκριμένη ρύθμιση προς ψήφιση.
H χρέωση των 150 δικογραφιών τακτικής διαδικασίας, πλέον υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας και ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι περί των 200 υποθέσεων κατά δικαστικό έτος προφανώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί διαχειρίσιμη. Τούτο δε σε συνδυασμό με την πρόβλεψη προθεσμίας έκδοσης απόφασης στην τακτική διαδικασία εντός 6 μηνών, στην εκούσια εντός 4 μηνών και στα ασφαλιστικά μέτρα εντός 1 μηνός από τη συζήτηση, πλέον του χρόνου που θα απαιτείται να διαθέτει ο κάθε δικαστής για τη μελέτη των δικογραφιών προ της συζήτησης για τη διαπίστωση της ανάγκης ή μη έκδοσης διάταξης. Πραγματικά, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ο λόγος εξαίρεσης των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας και ασφαλιστικών μέτρων από τα ανώτατα όρια χρέωσης. Είναι γνωστό σε όλους τους νομικούς ότι οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας δεν είναι πάντοτε απλές. Αντιθέτως, ιδίως υποθέσεις εμπορικού δικαίου, που δικάζονται με την εκούσια δικαιοδοσία, συνήθως συνοδεύονται από ογκώδεις δικογραφίες, πόσο μάλλον αυτές που δικάζονται από πολυμελείς συνθέσεις, όπως πτωχεύσεις μεγάλου αντικειμένου, αιτήσεις εξυγίανσης κ.λπ. Συνεπώς, δεν συντρέχει κανένας απολύτως λόγος οι σχετικές υποθέσεις να εξαιρούνται από το ανώτατο όριο χρέωσης.
Όλοι μας, όταν καταφεύγουμε στα δικαστήρια, χρειαζόμαστε μία ικανοποιητική και, ει δυνατόν σύντομη απόφαση. Όμως, το ερώτημα είναι αν η απόφαση είναι αληθινά δίκαιη και σωστά τεκμηριωμένη.
Οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι δυνατόν να εκδίδονται από λογισμικά τεχνητής νοημοσύνης, και οι συνέπειές τους είναι αληθινά σοβαρές, καθώς ακόμα και ένα κόμμα ή μία τελεία διαφοροποιεί τη σημασία τους, και δημιουργεί πρότερο δεδικασμένο, και δυνητικά αφορούν όλο το κοινωνικό σύνολο.
Θα πρέπει να δίδεται χρόνος στους δικαστές ώστε να αποφασίζουν σωστά και να γίνουν ικανοποιητικές προσλήψεις, καθώς αποδεικνύεται ότι οι ασκούντες αυτό το έργο είναι λιγότεροι από τους απαραίτητους.
Εχουν γινει σχετικες προτασεις για την επισπευση επιτάχυνση και αποσυμφόρηση δικαστηριων, προς την ηγεσια του υπουργειου δικαιοσυνης .
Mεχρι σημερα υποβληθηκαν οι εξης προτασεις.
1.Tην 26-02-2025 , οπου οι προτασεις ελαβαν αρ πρωτ 13667/11-03-2025 θεμα <>απο Διευ. Οργανωσης και λειτουργιας Δικαιοσυνης, τμημα λειτουργιας και επιθεωρησης δικαστηριων, της γεν. διευθυν. δικαιοσυνης, Υπουργειου Δικαιοσυνης.
2.Την 26-06-2025 με αρ πρωτ. πρωτ, αρ 2871/26-06-2025 θεμα <> προς το γραφειο του Υπουργου Δικαιοσυνης, και οι οποιες προωθήθηκαν στην Νομικη Υπηρεσια του Υπουργειου.
Ως πρωην συμβουλος Δικαστηριων-πραγματογνώμονας, Αστυνομιας. και ευρυτερου Δημ.Τομεα,(πρωην καθηγητης Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (εκδδα). οικονομολογος -πληροφορικος εφαρμογων-αναλυτης, επι τριαντα (30) ετη, με κατατεθειμενες τουλαχιστον πεντακοσιες (500) εκθεσεις ελεγχου( ποινικα-πολιτικα), επιμενω σε κατι πολυ απλο.
Η καθε αγωγη υποχρεωτικα απο εναρξη, περα απο το απλο κειμενο το οποιο οι δικηγοροι ονομαζουν, αγωγη, συνοδευεται, και επισυναπτονται στοιχεια υποχρεωτικα, εγκυρα και νομιμα.
Τα στοιχεια αυτα μελετώνται και επεξεργαζονται απο ειδικο εμπειρο επιστημονα, ως προς την εγκυρότητα, νομιμότητα, και την αξια της οικονομικης εννοιας της αξιας.Και τουτο διοτι διοτι σημερα τα παντα λειτουργουν μεσα απο Ολοκληρωμενα Πληροφοριακα Συστηματα των νεων τεχνολογιων, και οι αξιες επισης αποτυπώνονται μεσω ψηφιακων ηλεκτρονικων αρχειων.
Οι εννοιες προελεγχος αγωγης ειναι πολυ θετικα στοιχεια, αλλα πρεπει να ολοκληρωθούν σωστα, και με ειδικη επιστημονικη γνωση.
Επισης προταση αποτελει και η υποχρεωση των οσων υποθεσεων αγωγων δεν εκδικαστηκαν, να υποχρεωθούν οι εναγοντες να καταθεσουν στοιχεια.
Η καταθεση στοιχειων εκ των προτερων, αυτοματα οδηγει σε αποσυμφορηση, και πολλες φορες σε επιλυση συμβιβαστικη, χωρις να χρειαστει να εκδικαστεί η υποθεση.
Ολες οι προτασεις που εχουν κατατεθει, αποτελουν προιον εμπειριας, και συσωρευμενης γνωσης, απο ειδικο επιστημονα της ψηφιακης διακυβερνησης και δημοσιας διοικησης.
ΚΑΤΣΟΥΛΙΔΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ —
http://akatsou.atspace.com
Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό να μπλοκάρονται για άλλη μία φορά οι εκλογές για την ανάδειξη των τριμελών συμβουλίων διοίκησης των Πρωτοδικείων Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά. Είναι επικίνδυνο να μπαίνουν στον πάγο οι δημοκρατικές διαδικασίες. Η διάταξη του άρθρου 145 πρέπει να αποσυρθεί άμεσα. Οι εκλογές πρέπει να διεξαχθούν φέτος κανονικά. Άλλως, ως ένδειξη σεβασμού στη δημοκρατία και ως κίνηση περιφρούρησης αυτής, οι υπάρχουσες διοικήσεις οφείλουν να μην αποδεχθούν την παράταση της θητείας τους και να υποβάλλουν την παραίτησή τους. Δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές αντιδημοκρατικές διατάξεις νομοσχεδίων.
Είναι επίσης αδήριτη ανάγκη να τροποποιηθούν άμεσα οι κανονισμοί εσωτερικής υπηρεσίας των μεγάλων Πρωτοδικείων της χώρας, ενόψει τόσο των αλλαγών που επέφερε ο δικαστικός χάρτης όσο και των αλλαγών που θα επιφέρει το παρόν νομοσχέδιο. Οι κανονισμοί εσωτερικής υπηρεσίας αποτελούν την κατεξοχήν έκφραση του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων και θωρακίζουν την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του δικαστή.
Να επισημανθεί τέλος και το εξής: Κατά τις κρίσεις των μεταθέσεων του τρέχοντος δικαστικού έτους, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αρνήθηκε να πραγματοποίησε ουσιαστικά μεταθέσεις για τους πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας. Ένας ολόκληρος κλάδος δικαστικών λειτουργών στερήθηκε ενός στοιχειώδους δικαιώματός του: αυτού της μετάθεσης. Η εμφάνιση τέτοιων φαινομένων δεν περιποιεί τιμή για τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Πρέπει να σταματήσει να προωθείται εντός της Δικαιοσύνης η εμπέδωση μίας φασίζουσας και αυταρχικής νοοτροπίας.
Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις περί ανωτάτων ορίων χρέωσης υποθέσεων (άρθρο 147) δεν αποτελούν ασφαλιστική δικλείδα για τους δικαστές, αλλά πλήρης αναίρεση του ήδη αποψιλωμένου αυτοδιοίκητου.
Συναφώς, η ρύθμιση (άρθρο 145) περί περαιτέρω παράτασης της θητείας των Διοικήσεων των μεγάλων Πρωτοδικείων της χώρας, χωρίς την ύπαρξη εμφανών σοβαρών λόγων, προκαλεί επιπλέον ανησυχία για τον θεσμό του αυτοδιοίκητου. Επισημαίνουμε ότι η παρούσα τοποθέτηση ουδεμία σχέση έχει με υπαινιγμό για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων των συγκεκριμένων προσώπων (που άλλωστε δεν γνωρίζουμε εκ των πραγμάτων), αλλά αφορά την ουσία του θεσμού του αυτοδιοίκητου.
Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Νάγια Χαραλαμπίδου, Πρωτοδίκης ΔΔ, Ταμίας της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Φανή Σωτηριάδου, Πρωτοδίκης ΔΔ, Μέλος του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Οι συνεχείς παρατάσεις θητείας των συμβουλίων διοίκησης πληγώνουν βαθύτατα τις δημοκρατικές διαδικασίες εντός του δικαστικού σώματος. Γιατί άραγε δεν μπορούν να λειτουργήσουν οι δημοκρατικές διαδικασίες ανάδειξης νέων διοικήσεων; Ποιος ο λόγος του παγώματος των διαδικασιών αυτών; Γιατί φιμώνετε το δικαστικό σώμα;
Η παράταση της θητείας των διοικήσεων των μεγάλων Πρωτοδικείων της χώρας, Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, μοιάζει με το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Όλοι το συζητούσαμε, σχεδόν όλοι το περιμέναμε με μια βεβαιότητα τέτοια, ώστε μετατρέψαμε άθελά μας την εξαιρετική περίπτωση σε μια κανονικότητα. Διότι και οι δικές μας συμπάθειες στα πρόσωπα ή στα πεπραγμένα τους θα δικαιολογούσε ενδεχομένως στο τέλος, έστω κι εν μέρει, αυτή την κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι ούτε ο ίδιος ο νομοθέτης αποτυπώνει δύο κουβέντες να υπερασπίσει αυτή του την επιλογή. Οι επικαλούμενες δε στις συνέπειες ρύθμισης «ανάγκες του δικαστικού χάρτη της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης», πέραν της προσχηματικότητας τους, αφού οι συνέπειες της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας θα αναδύονται διαρκώς και για τα επόμενα έτη, η γενικότητα της περιγραφής τους ανοίγουν περίεργους ατραπούς για την κατάλυση του ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, που κατακτήθηκε με αγώνες και δεν παραχωρήθηκε. Γι’ αυτό το λόγο η παράκαμψη του για δύο συνεχόμενες χρονιές δεν εξαρτάται ούτε από τα πρόσωπα, ούτε από την αξιοσύνη τους. Αυτή άλλωστε κρίνεται μόνο μέσα από δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες και όχι με νομοθετικές ρυθμίσεις. Εξάλλου, τα κύρια καθήκοντα του Έλληνα Δικαστή είναι τα δικαιοδοτικά και όχι τα διοικητικά ή συμβουλευτικά μακράς διαρκείας. Καλούμε συνεπώς, το υπουργείο να αποσύρει τη σχετική διάταξη, να μην παρεμβαίνει στα εσωτερικά της οργάνωσης των Δικαστηρίων και να σεβαστεί το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των δικαστικών λειτουργών.
Σε μια δυστοπική όμως για το δικαστικό σώμα εποχή, με την εισαγωγή προς ψήφιση ενός σχεδίου νόμου, που καταρρακώνει την προσωπική και υπηρεσιακή αξιοπρέπεια του Έλληνα Πολιτικού και Ποινικού Δικαστή, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιες είναι οι θέσεις των Διοικήσεων των μεγάλων Πρωτοδικείων της χώρας, όπως αυτές προκύπτουν από την τριετή έως σήμερα θητεία τους, και ειδικότερα πόσο ρεαλιστικές και επιτεύξιμες σε σχέση με τη δικαστηριακή πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται από τις ήδη προσδιορισθείσες υποθέσεις, το ρυθμό εισαγωγής νέων υποθέσεων, τη συνολική ετήσια κατά κεφαλή χρέωση των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών και την κατά μέσο όρο παρουσία τους στα δικαστήρια προς εκτέλεση υπηρεσιών, είναι οι κάτωθι προβλέψεις του προς ψήφιση νομοσχεδίου και δη: α) η σύντμηση των προθεσμιών έκδοσης απόφασης, β) η σύνδεση της αδυναμίας τήρησης των προθεσμιών αυτών με άμεσο πειθαρχικό έλεγχο, γ) ο οριζόμενος ως εύλογος κατά κεφαλήν ετήσιος αριθμός χρέωσης δικογραφιών σε 150, χωρίς να προσμετρώνται υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκουσίας δικαιοδοσίας και μικροδιαφορών και δ) ο προβλεπόμενος μηχανισμός επαναπροσδιορισμού υποθέσεων ανακοπών που έχουν προσδιοριστεί μετά την 01.01.2026 και ο υποχρεωτικός ορισμός δικασίμου εντός 6μηνου έως 7μηνου από την κατάθεση της αγωγής για όλες τις υποθέσεις, που οδηγεί νομοτελειακά σε άνοιγμα πολλών επιπλέον πινακίων εκδίκασης. Είναι αναγκαίο όσο ποτέ οι διοικήσεις να λάβουν ΔΗΜΟΣΙΑ ΘΕΣΗ επί των προτεινόμενων ρυθμίσεων, καθώς είναι εκείνες που καλούνται να τις υλοποιήσουν.
Τέλος, θεωρώ ότι υπέχουν θεμελιώδη υποχρέωση να προετοιμάσουν άμεσα σχέδιο προσδιορισμού ανώτατου και κατώτατου ετήσιου αριθμού χρέωσης υποθέσεων ανά δικαστικό λειτουργό, ανά διαδικασία και δυσκολία φύσης αυτών, να συγκαλέσουν δε εντός Σεπτεμβρίου Ολομέλειες Δικαστηρίων περί τροποποίησης εσωτερικών κανονισμών, χάριν της διασφάλισης, κατ’ επιταγήν του άρθρου 147 ΚΟΔΔΛ, της ποιοτικής και αποδοτικής άσκησης του δικαιοδοτικού έργου. Κι αυτό γιατί οι προτεινόμενες αλλαγές, αναμένεται με μαθηματική ακρίβεια να δημιουργήσουν έμφραγμα υπερχρέωσης σε ένα Σώμα που έχει προ πολλού ξεπεράσει τα όρια της φυσικής του αντοχής.
Σχετικά με το άρθρο 147
Επειδή οι αριθμητικοί υπολογισμοί σχετικά με το ΠΟΣΕΣ ΗΜΕΡΕΣ αντιστοιχούν σε κάθε δικαστή για την έκδοση μίας απόφασης (περίπου με πρόχειρους υπολογισμούς στο Εφετείο ΤΡΕΙΣ (3) ημέρες, αν εργαστείς δέκα (10) ώρες τουλάχιστον, σε χρονικό διάστημα έτους, πλην Κυριακών και αφαιρουμένων και 2 τουλάχιστον εβδομαδιαίως εδρών ή άλλων υπηρεσιακών καθηκόντων {Πρόεδρος Υπηρεσίας, αναπληρώσεις, βουλεύματα} {ενώ το ποσό που αντιστοιχεί σε καθένα δικαστή για την έκδοσης μίας απόφασης, με βάση το μισθολόγιό του κυμαίνεται σε 15 ευρώ έκαστη απόφαση), τους οποίους υπολογισμούς θα παραθέσω σε σύντομο χρόνο, θα καταδείξουν το ΑΝΕΦΙΚΤΟ και ανθρωπίνως αδύνατον έκδοσης αποφάσεων εντός των προθεσμιών [χωρίς, μάλιστα, τον συνυπολογισμό των υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων, εκουσίας και μικροδιαφορών οι οποίες και αναρίθμητες είναι και σε όγκο σχετικών παχιές και χρόνο απαιτούν). Γιατί το δικαστικό έργο, το οποίο δεν απέχει από τα μαθηματικά αφού επιλύουμε (νομικά και διαπροσωπικά προβλήματα και διαμοιράζουμε το δίκιο στα διάδικα μέρη), είναι γνωστό, τουλάχιστον στους νομικούς κύκλους, αλλά και με απλή σκέψη και ενσυναίσθηση, ότι απαιτεί επίπονη εργασία περίσκεψης, μελέτης σε βάθος, έρευνας, κατάληξης σε συμπέρασμα με βάση το νόμο και τα πραγματικά περιστατικά και εν τέλει συγγραφής διακστικής απόφασης, με ό,τι συνεπάγονται όλα αυτά. Δεδομένου, δε, και του ΟΓΚΩΔΕΣΤΑΤΟΥ των δικογραφιών που μεταφέρουμε με βαλίτσες και καρότσια του σούπερ μάρκετ τα οποία σε κάθε δικογραφία καλούμαστε να ΜΕΛΕΤΗΣΟΥΜΕ και όχι απλά να διαβάσουμε, τίθεται το εύλογο και ανθρώπινο ερώτημα: Πώς θα διεκπεραιώνουμε ορθά, σωστά (δηλαδή σωτήρια για τους πολίτες) έναν τέτοιο όγκο υποθέσεων? Για τα ρομπότ της τεχνητής νοημοσύνης φαντάζομαι θα ήταν εύκολο. Εδώ όμως πρόκειται για ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ το οποίο έχει συγκεκριμένα ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΟΡΙΑ. Ίσως μία από τις πολλές λύσεις για μια ταχεία κατά το ανθρωπίνως δυνατόν απονομή ορθής δικαιοσύνης θα ήταν να ληφθούν μέτρα, μιας που δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή και ο βοηθός δικαστή, μεταξύ των οποίων να τεθούν όρια στον όγκο των δικογραφιών, πρωτίστως στα εισαγωγικά δικόγραφα, στις προτάσεις, τις προσθήκες, τις αντικρούσεις και βέβαια και στα σχετικά που προσκομίζονται. Το λακωνίζειν (για όλους μας) εστί φιλοσοφείν. Ας δράσουμε με την αρχή αυτή και με μείωση του αριθμού χρέωσης των υποθέσεων ανά δικαστή, ώστε τα αδύνατα που ζητούνται να καταστούν εφικτά, με γνώμονα τον σεβασμό στον ανθρώπινο μόχθο του δικαστή, στον κόπο που καταβάλει τον πνευματικό και σωματικό, στην προσωπικότητά του, στον πολύτιμο χρόνο του και στο γεγονός ότι αγωνίζεται μόνος του. Ο αριθμός θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι 80 για το Πρωτοδικείο και 40 για το Εφετείο. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε, επίσης ότι το Σύνταγμα δεν προβλέπει, ούτε επιθυμεί, ομοίως πιστεύω και η Πολιτεία, εξουθενωμένους δικαστές, οι οποίοι θα οφείλουν να είναι συνεχώς και αέναα σε εκτέλεση καθηκόντων, με την ελπίδα να ανταποκριθούν, ούτε απονομή δικαιοσύνης από αυτούς με τον φόβο πειθαρχικών, περικοπών μισθού, απολογούμενους σε αναρμόδια πρόσωπα κλπ, διότι έτσι ακυρώνεται αυτόματα η λειτουργική, προσωπική και οικονομική ανεξαρτησία του Δικαστή. Τέλος, δε, ας αναλογιστούμε, ενδεικτικά πάντα, και το κόστος τού να ζητούνται από τους δικαστές τα αδύνατα, σε κοινωνικό επίπεδο (μη ορθή απονομή δικαιοσύνης εκ των πραγμάτων και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς της υπό ψήφιση διάταξης), σε προσωπικό επίπεδο, αφού και οι δικαστές είναι άνθρωποι, έχουν παιδιά, με τα οποία επιβάλλεται να ασχοληθούν και πολλοί είναι και μονογονεϊκές οικογένειες και στα ανθρώπινα δικαιώματα που ισχύουν για όλους. Επομένως,
μείωση όγκου δικογραφιών, μείωση ανώτατης ετήσιας χρέωσης σε επίπεδα ανθρωπίνως εφικτά, όπως προανέφερα, με βάση και τα στατιστικά στοιχεία που διατίθενται και άμεση λειτουργία του θεσμού του βοηθού δικαστή.
Άρθρο 141
Εαν η συσταση στο Συμβούλιο της Επικρατείας 2 θεσεων δικαστικών υπαλληλων του κλάδου ΠΕ Παιδαγωγών Πρώιμης Ηλικίας προβλέπεται με στόχο τη δημιουργία προγράμματος παιδικής φύλαξης, προκειμένου να διευκολυνθουν οι Δικαστικοί Λειτουργοί του στην εξισορρόπηση επαγγελματικης-οικογενειακης ζωής, συγχαρητήρια για την πρόβλεψη.
Ερώτηση: γιατί δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη και για τα λοιπά Δικαστήρια, ιδιως στα μεγάλα Πρωτοδικεία, όλων των δικαιοδοσιών, οι Λειτουργοί των οποίων αντιμετωπίζουν αντίστοιχες δυσκολίες;;
Σχετικά με το προτεινόμενο άρθρο 147:
1) Το ταβάνι των 150 υποθέσεων ανά δικαστικό έτος είναι υψηλό. Σε έτος 365 ημερών, προκύπτει ένας ρυθμός εκκαθάρισης περίπου μίας υπόθεσης ανά δύο ημέρες. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η εργασία του δικαστή δεν είναι διεκπεραιωτική και μηχανική. Σε κάθε δικογραφία που τίθεται ενώπιόν του, ο δικαστής αναζητά την αλήθεια και αυτό είναι κάτι επίπονο και χρονοβόρο. Αλλά και εκεί ακριβώς έγκειται η ουσία της Δικαιοσύνης: Στην εκφορά πρωτίστως δίκαιης κρίσης και όχι στην έκδοση βιαστικών και πρόχειρων αποφάσεων. Θεωρώ ότι το ταβάνι θα πρέπει να περιοριστεί στις 100 υποθέσεις ανά δικαστικό έτος. Επίσης, ο μη συνυπολογισμός υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων, εκουσίας και μικροδιαφορών δεν έχει κανένα λογικό έρεισμα και μαρτυρά ότι οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν έχουν επαφή με τη δικαστική πραγματικότητα. Θεωρείται απλή δηλαδή μία υπόθεση π.χ. ασφαλιστικών νομής ή εκουσίας Ν. 3869/2010, όπου η δικογραφία είναι συνηθώς ογκωδέστατη ή ακόμα περισσότερο υποθέσεις μικροδιαφορών, που στην ουσία τίθενται νομικά ζητήματα όμοια με αυτά υποθέσεων τακτικής διαδικασίας και απλά διαφέρει το αιτούμενο ποσό; Η διεκπεραίωση όλων αυτών των υποθέσεων συνιστά σαφώς υπηρεσιακή επιβάρυνση του δικαστή και θα πρέπει άνευ ετέρου να συνυπολογίζονται στη χρέωσή του.
Η πρόβλεψη του άρθρου 147 περί ανώτατου αριθμού αναλογούσας χρέωσης κάθε δικαστή μαρτυρά παντελή άγνοια των απαιτήσεων άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος. Οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας είναι σε ένα ποσοστό απλές, βλ. πρώην υποθέσεις ειρηνοδικείων, σε ένα ποσοστό μέτριας δυσκολίας ως προς την επεξεργασία, βλ. αφαιρέσεις γονικής μέριμνας και σε ένα ποσοστό μεγάλης δυσκολίας, αντίστοιχης με την τακτική διαδικασία, βλ. εταιρικά. Επί παραδείγματι, στην εκούσια υπάγονται υποθέσεις λύσης εταιρειών, σφοδρής αντιδικίας εταίρων, εξυγίανσης εταιριών. Προσωπικά πρόσφατα ασχολήθηκα με την τελευταία περίπτωση, ήτοι με αίτηση εξυγίανσης Α.Ε. και ο χρόνος που απαιτήθηκε ώστε να κατανοήσω τον ιδιαίτερα τεχνικό νόμο και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ώστε με αξιοπρέπεια και αίσθηση καθήκοντος να εκδώσω απόφαση, ήταν 1 εβδομάδα, κατά την οποία εργαζόμουν αδιάκοπα και εξαντλητικά. Αντίστοιχα, στις υποθέσεις των ασφαλιστικών υπάγονται όλες, κυριολεκτικά όλες, οι διαφορές. Ναι μεν η απόφαση των ασφαλιστικών μπορεί και πρέπει να είναι σύντομη, τούτο όμως δεν απαλλάσσει τον δικαστή από το καθήκον μελέτης του νόμου, της σχετικής νομολογίας και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Με τα δεδομένα αυτά, η εξαίρεση των συγκεκριμένων υποθέσεων (εκούσιας και ασφαλιστικών) από τον ανώτατο αριθμό συνολικής χρέωσης καθιστά την αξιοπρεπή εκδίκασή τους πραγματικά ανέφικτη. Επιπλέον, οι 150 αποφάσεις αποτελούν έναν αριθμό εφικτό όταν, για παράδειγμα, είναι στο σύνολό τους ανακοπές ή αυτοκίνητα, αποτελούν όμως αριθμό εξωπραγματικό όταν αφορούν σε υποθέσεις τακτικής πολυμελούς, οι οποίες αποτελούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία υποθέσεις ιδιαίτερα δυσχερείς, πολύπλοκες, υψηλού οικονομικού αντικειμένου και σφοδρής αντιδικίας. Η ύλη του ενοχικού είναι ανεξάντλητή και είναι αδύνατον στο συγκεκριμένο αντικείμενο να εκδίδονται αποφάσεις με βάση προηγούμενα σχέδια, μέθοδος που εξοικονομεί χρόνο σε άλλα αντικείμενα, καθώς σχεδόν κάθε υπόθεση είναι μοναδική, με τις απολύτως ατομικές της ιδιαιτερότητες.
Επίσης από την προσωπική μου εμπειρία, ο μέσος δικαστής δεν μπορεί να επεξεργαστεί περισσότερες από 5 υποθέσεις τακτικής πολυμελούς το μήνα, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι απασχολείται αποκλειστικά στο συγκεκριμένα αντικείμενο, όπως συμβαίνει π.χ. στο Πρωτοδικείο Αθήνας. Σε περίπτωση εμμονής στην υιοθέτηση της συγκεκριμένης πρότασης περί του ανώτατου αριθμού χρέωσης, είτε οι υποθέσεις θα διεκπεραιώνονται από τους δικαστές χωρίς ουσιαστική μελέτη, με τρόπο που δεν αρμόζει στο ασκούμενο λειτούργημα και με σκανδαλώδη υποβάθμιση της ποιότητας της αποδιδόμενης δικαιοσύνης είτε θα οδηγηθούν πληθώρα δικαστών, που επιμένουν να εκδίδουν αποφάσεις με ευσυνειδησία και αξιοπρέπεια, σε απόλυση.
Κατά τη γνώμη μου δεν θα έπρεπε να εξαιρούνται από το συνυπολογισμό των χρεώσεων ανά δικαστή οι υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και μικροδιαφορών,καθώς σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν υποθέσεις με περίπλοκα νομικά ζητήματα που απαιτούν ικανό χρόνο νομικής μελέτης και έρευνας εκ μέρους του φυσικού δικαστή τους.
Κωνσταντίνα Βέργου, Πρωτοδίκης ΕΕ
Είναι πραγματικά άδικο και πρέπει να αλλάξει οι μικροδιαφορές και τα ασφαλιστικά να μη μετράνε στη συνολική χρέωση. Πρόκειται πολλές φορές για δύσκολες υποθέσεις οι οποίες απαιτούν χρόνο για να διεκπεραιωθούν.
Δημήτριος Δημητριάδης Πρωτόδικης Ειδικής επετηρίδας
Στις διατάξεις των άρ. 32 και 147 του Σχεδίου Νόμου, αποτυπώνεται η κεντρική φιλοσοφία της σχεδιαζόμενης ρύθμισης για την επιτάχυνση στην πολιτική δίκη. Ως βασική μέθοδος για την επίτευξη του εύλογου στόχου επιλέγεται α) η περαιτέρω μείωση του χρονικού διαστήματος, εντός του οποίου προβλέπεται η υποχρέωση έκδοσης απόφασης ανά διαδικασία (6 μήνες στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες, αντί 8 μηνών, και 4 μήνες, αντί 8 μηνών στην εκουσία δικαιοδοσία), αλλά και β) η σύνδεση της αδυναμίας τήρησης των νέων κατά τα ως άνω ορίων με άμεσο και έτι δραστικότερο πειθαρχικό έλεγχο του Δικαστή από τα αρμόδια για την άσκηση του οικείου ελέγχου όργανα κατά τον ΚΟΔΚΔΛ. Η υπηρεσιακή εξέλιξη του Δικαστή τονίζεται εμφατικά ότι διέρχεται από και συναρτάται με την τήρηση των τιθεμένων ορίων (πχ αδυναμία προαγωγής, αν δεν δημοσιεύονται οι αποφάσεις επί υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων σε τριάντα ημέρες από τη συζήτηση). Ταυτόχρονα γ) επιλέγεται οριζόντια, ανεξαρτήτως διαδικασίας, ως αριθμός, που λογίζεται εύλογος για την έκδοση αποφάσεων εντός των ως άνω χρονικών διαστημάτων, αυτός των 150 αποφάσεων επί πολιτικών δικογραφιών ετησίως, με τη σημείωση, μάλιστα, ότι σε αυτόν (τον δυσθεώρητο ούτως ή άλλως σε κάποιες περιπτώσεις) αριθμό δεν συνυπολογίζονται οι υποθέσεις, μεταξύ άλλων, ασφαλιστικών μέτρων και εκουσίας δικαιοδοσίας. Μολονότι, μάλιστα, δεν αναφέρεται ρητά, πρόδηλο είναι ότι δεν συνυπολογίζεται και η επιβάρυνση από την άσκηση των καθηκόντων του ποινικού Δικαστή. Με εξαίρεση, δηλαδή, το Πρωτοδικείο Αθηνών, που το πρώτον κατά το τρέχον δικαστικό έτος δοκιμάστηκε ο χωρισμός πολιτικών και ποινικών υποθέσεων και υπηρετούντων στα οικεία τμήματα Δικαστών, στα λοιπά Πρωτοδικεία, αλλά και σε άπαντα τα Εφετεία της Χώρας, ο Δικαστής δεν είναι μόνον πολιτικός, αλλά και ποινικός Δικαστής. Προετοιμάζεται για τις υποθέσεις, που θα δικάσει, χωρίς να γνωρίζει, αν και ποιες θα αναβληθούν, εκδικάζει τις υποθέσεις αυτές και στη συνέχεια συντάσσει τα σκεπτικά επί των ποινικών αποφάσεων. Στις ποινικές υποθέσεις υπενθυμίζεται πως ο Δικαστής έχει την εκ του νόμου εξουσία να καταγνώσει ενοχή ή να κηρύξει την αθωότητα, να επιβάλλει ποινές ή και να στερήσει ακόμα την ελευθερία. Δεν είναι πάρεργο. Είναι καθήκον ιερό και δυσχερές. Στις ποινικές αποφάσεις, όμως, αναφορά δεν γίνεται, ως να ήταν η ενασχόληση αυτές μια επουσιώδης απασχόληση του Δικαστή.
Η ρύθμιση δεν είναι ρεαλιστική, δεν συνιστά πρωτότυπη και ρηξικέλευθη αντιμετώπιση του υφισταμένου προβλήματος, αλλά, κυρίως, είναι βαθιά προσβλητική για τους δικαστικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και θα οδηγήσει μετά βεβαιότητας σε υπονόμευση του Κράτους Δικαίου, δηλαδή θα λειτουργήσει σε βάρος των πολιτών, προς όφελος των οποίων υιοθετούνται οι σχετικές ρυθμίσεις.
Το ότι η ρύθμιση δεν είναι ρεαλιστική καταδεικνύεται με ένα απλό παράδειγμα από την υπηρεσιακή ζωή ενός νεοπροαχθέντος Προέδρου Πρωτοδικών, που επιλέγεται ως ενδεικτικό και τυχαίο παράδειγμα : Με χρέωση 150 πολιτικών δικογραφιών στην ειδική διαδικασία, που θα τοποθετηθεί σε ένα μεγάλο Πρωτοδικείο, όπως το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αλλά και 70 ασφαλιστικών μέτρων, ο συνολικός αριθμός αποφάσεων που θα πρέπει να εκδοθεί ανέρχεται σε 220. Το ότι μπορεί να χρεωθεί 130 δικογραφίες ειδικής διαδικασίες και 90 υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί ασφαλώς λεπτομέρεια και όχι ουσιαστικό ζήτημα. Αν σε αυτές προστεθεί και ένα πινάκιο εκουσίας δικαιοδοσίας για τον ορισμό προσωρινών διοικήσεων επί εταιριών, όπως συμβαίνει άπαξ ετησίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ο συνολικός αριθμός μπορεί να ανέλθει σε 240 δικογραφίες. Ταυτόχρονα, ο Δικαστής αυτός πρέπει να μελετήσει περί τις 25 ποινικές δικογραφίες ανά δικάσιμο Τριμελούς ή Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και να προεδρεύσει σε κατά μέσο όρο δύο δικασίμους τέτοιου δικαστηρίου μηνιαίως. Άπαξ ή και δις ετησίως και πάντως πολύ περισσότερο στα επαρχιακά δικαστήρια, θα πρέπει να προεδρεύσει στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Κάθε βαθμός έχει τις ιδιαιτερότητές του ασφαλώς, το παράδειγμα, όμως, είναι ρεαλιστικό και εύγλωττο. Το έτος έχει 365 ημέρες. Μολονότι σπανίως περισσεύει στον πολιτικό και ποινικό Δικαστή μία ημέρα εβδομαδιαίως για την αναγκαία σε όλους τους ανθρώπους ανασυγκρότηση – ανάπαυση, ας υποθέσουμε ότι τούτο δεν παρίσταται ως προπετής αξίωση και ότι οι διαθέσιμες ημέρες ετησίως είναι (365-52=) 313 ημέρες και αφαιρουμένων 13 ημερών για Πάσχα – Χριστούγεννα και θερινές διακοπές (: με την ελπίδα ότι ούτε αυτός ο αριθμός παρίσταται ως θρασεία εκδήλωση), τότε απομένουν 300 ημέρες. Για την προετοιμασία των προαναφερθεισών ποινικών δικών σε ένα περιβάλλον – ας μη λησμονούμε- χαοτικής πολυνομίας και πολυπλοκότητας, ο Δικαστής είναι αδύνατον να μην αφιερώσει ετησίως περί τις 20 ημέρες. Αν δεν το πράξει, θα είναι απροετοίμαστος, με εικόνα επιζήμια για τη Δικαιοσύνη και τους πολίτες. Χρειάζεται ασφαλώς και 15 ημέρες κατ’ ελάχιστον για να συντάξει τα ποινικά σκεπτικά. Απομένουν, συνεπώς, 265 ημέρες. Επιπλέον, κατ’ ελάχιστον, 5-6 ημέρες μηνιαίως ο Δικαστής αυτός θα πρέπει να ευρίσκεται στο Δικαστήριο για την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Στον δεύτερο βαθμό, λόγω της σοβαρότητας των ποινικών υποθέσεων και της διάρκειας των δικών αυτών, ο Δικαστής καλείται να ευρίσκεται στην Υπηρεσία σημειωτέον πολλές περισσότερες ημέρες μηνιαίως. Αυτές τις ημέρες, εργαζόμενος και τα απογεύματα, δεν μπορεί να είναι εκ των πραγμάτων ιδιαίτερα παραγωγικός, αφού η εκδίκαση των υποθέσεων στα σχετικά ακροατήρια, με υπερένταση της προσοχής, όπως αναγκαία απαιτείται, είναι συχνά εξαντλητική διαδικασία. Εκ των πραγμάτων, δηλαδή, κατά μέσο όρο, στους 10 μήνες πλήρους λειτουργίας των δικαστηρίων ετησίως (αφαιρουμένου του χρόνου των θερινών τμημάτων δηλαδή) απομένουν διαθέσιμες στον Δικαστή περί τις 215 ημέρες. Και εγείρεται το ερώτημα : Μπορεί σε αυτές τις 215 ημέρες (με ετήσια ανάπαυση για Χριστούγεννα – Πάσχα και καλοκαίρι 13 ημέρες και με εβδομαδιαία ανάπαυση μίας ημέρας) να μελετήσει αγωγές, προτάσεις, προσθήκες και αποδεικτικό υλικό, να μελετήσει τα νομικά ζητήματα, αλλά και να επιλύσει τις αποδεικτικές δυσχέρειες επί 150 ή 220 ή 240 υποθέσεων ; Μπορεί να μελετά και ταυτόχρονα να συντάσσει απόφαση για τέτοιο αριθμό υποθέσεων σε 215 ημέρες ; Η απάντηση είναι γνωστή σε όλους τους παροικούντες τη δικαστική Ιερουσαλήμ. Και είναι απερίφραστα και ανενδοίαστα αρνητική.
Ειδικότερα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις : 1. Κομίζει γλαύκα εις Αθήνας ο υπομιμνήσκων ότι ζούμε σε μια εποχή με πολύ περισσότερες προκλήσεις έναντι του παρελθόντος. Μια πρόχειρη σύγκριση ανάμεσα σε δυο τεύχη ενός νομικού περιοδικού με απόσταση μεταξύ τους εικοσαετίας επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Η νομική επιστήμη παρακολουθεί τις έννομες σχέσεις και όσο πολυπλοκότερες αυτές, νομικά ή και ηθικά, τόσο πιο δυσχερές και το νομικό περιβάλλον, που ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας τους. Η πολυπλοκότητα και η δυσχέρεια μιας υπόθεσης, όμως, προκαλεί με τη σειρά της την αναγκαιότητα αφιέρωσης πλείονος χρόνου για την επεξεργασία της σχετικής με αυτήν δικογραφίας. 2. Η πολυνομία, η αντιφατικότητα πολλών ρυθμίσεων, η συχνά παρατηρούμενη προχειρότητα κατά τη νομοθέτηση, αλλά και οι αλλεπάλληλες, χωρίς μακρόπνοο όραμα και σχεδιασμό αλλαγές σωρεύουν δεινά κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή. Η επίλυση, όμως, των αναφυομένων ζητημάτων απαιτεί χρόνο. 3. Τα δικόγραφα, επί των οποίων καλείται πλέον να κρίνει ο Δικαστής στην ελληνική πραγματικότητα, αριθμούν συχνά σελίδες επί σελίδων. Αρκεί η επισκόπηση μιας συνήθους ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής ή κατά της εκτέλεσης, αλλά και ενός δικογράφου επί οικογενειακής διαφοράς, για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος του ζητήματος, παρά το γεγονός ότι οι ως άνω μνημονευόμενες κατηγορίες υποθέσεων δεν δικαιολογούν συχνά την παρατηρούμενη έκταση στα δικόγραφα. Ο Δικαστής, όμως, δεν έχει άλλη επιλογή από την επιμέλεια. Πρέπει, δηλαδή, να μελετήσει την κάθε σελίδα, τον κάθε ρητά εκπεφρασμένο ή υπονοούμενο ισχυρισμό και να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, αφού η ακρόαση καθίσταται άλλως μια νομική φενάκη. Πρέπει εν τέλει να αποδώσει δίκαιο. Σε αυτό έδωσε όρκο. Όχι στον πίνακα εκκρεμότητάς του. 4. Δεν συναριθμούνται οι υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και εκουσίας δικαιοδοσίας, αναγράφεται στο σχέδιο νόμου, προκειμένου να διαγνωσθεί, αν υπήρξε υπέρβαση του ανώτατου ορίου υποθέσεων, μέχρις εξάντλησης του οποίου στοιχειοθετειται σχεδόν πάντα πειθαρχική ευθύνη κατά το μάλλον ή ήττον. Θα έπρεπε, ωστόσο, να είναι γνωστό ότι στις μεν υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων η παροχή προσωρινής έννομης προστασίας, έστω σε επίπεδο πιθανολόγησης, διέρχεται από την αξιολόγηση της ύπαρξης ασφαλιστέου δικαιώματος. Αυτό λογίζεται ως κάτι υποδεέστερο ή όλως ευχερές, ώστε να μην υπολογίζεται στη χρέωση ; Και δεν είναι γνωστό στον νομοθέτη ότι για λόγους ευελιξίας της διαδικασίας σειρά υποθέσεων, ων ουκ έστι αριθμός, παραπέμπονται προς εκδίκαση με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, παρότι είναι μη γνήσιες υποθέσεις αυτής, που υποκρύπτουν και αντιδικία ; Το εταιρικό δίκαιο, ένα δίκαιο δυσχερές και σημαντικό για την επένδυση κεφαλαίου ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ενώ στην ίδια λογική εντάσσεται και πλήθος υποθέσεων του πτωχευτικού δικαίου. Η εποχή της εκουσίας των συναινετικών διαζυγίων έχει παρέλθει προ πολλού με απόφαση του ίδιου του νομοθέτη. Δεν εξομοιώνεται εξ απόψεως δυσκολίας μια υπόθεση δικαστικής συμπαράστασης με μια υπόθεση αποκλεισμού εταίρου πχ ούτε και με μια δίκη περί τον διορισμό προσωρινής διοίκησης σε ΑΕ. Με ποια λογική, συνεπώς, οι υποθέσεις αυτές δεν συνυπολογίζονται ; Αν υπολαμβάνεται ότι τούτο οφείλεται στην ευχέρεια του αντικειμένου, τότε ή κάποια πλάνη έχει εμφιλοχωρήσει ή κάποια αδικαιολόγητη άγνοια για τα τεκταινόμενα στη δικαστική καθημερινότητα. 5. Στην ίδια λογική λογίζεται ως ήσσονος αντικειμένου η απόδοση της ποινικής δικαιοσύνης ; Δεν είναι γνωστό ότι υποθέσεις διακόπτονται και δίκες διαρκούν συχνά επί μακρόν λόγω του πολυπρόσωπου χαρακτήρα τους ή της βαρύτητας του αντικειμένου τους ; Θεωρεί κάποιος ότι η μελέτη και εκδίκαση αυτών των υποθέσεων συμβαίνει σε κάποιο κενό χρόνου και αν ναι, δεν θα πρέπει να το πει με ειλικρίνεια και ευθύτητα στην κοινωνία, για να κριθεί η αποτελεσματικότητα της κυοφορούμενης ρύθμισης ; 6. Καλώς ή κακώς, αποτελεί σύμφυτη με το λειτούργημα ιδιαιτερότητα η αδυναμία της εκ των προτέρων αξιολόγησης της δυσχέρειας μιας υπόθεσης. Μια υπόθεση παρίσταται prima facie ως δυσχερής, κατά τη μελέτη της, όμως, προκύπτει ένα ανυπέρβλητο ζήτημα απαραδέκτου, αλλά και, αντιθέτως, μια υπόθεση φαίνεται εκ πρώτης όψεως ευχερής και αποδεικνύεται στο τέλος ότι είχε ιδιαιτερότητες, που την καθιστούσαν πολύ περισσότερο δυσχερή από το αναμενόμενο. Χρειάζεται, συνεπώς, εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία. Έναν κλάδο ετησίως επιθεωρούμενο και με πλήρη εγρήγορση στην αυτοκάθαρσή του, που επιδεικνύει τη μέγιστη αυστηρότητα σε φαινόμενα ραθυμίας, συχνά εσχάτως και καθ’ υπερβολή, στο μέτρο που ως σημαντικότερο κριτήριο αξιολόγησης προβάλλεται η ταχύτητα της επεξεργασίας των υποθέσεων. 7. Είναι γεγονός πως μια δικογραφία μπορεί να χρειάζεται για την επίλυσή της και δύο ή τρεις εβδομάδες και μια άλλη δικογραφία μία ημέρα. Ούτε μέσος όρος είναι εύκολο να εξαχθεί ούτε γενικεύσεις επιτρέπονται. Χειρισμός πάντως υπόθεσης του εταιρικού δικαίου ή του δικαίου των διακριτικών γνωρισμάτων ή του ανταγωνισμού ή συχνά και του ενοχικού δικαίου σε μια και δύο ημέρες είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αδύνατος. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι το παραδεκτό (πχ η αοριστία) θα πρέπει κατά τις προτεινόμενες ρυθμίσεις να θεραπεύεται με υπόδειξη του Δικαστή σε προκαταρτικό στάδιο, η κατάσταση θα εξελιχθεί επί τα χείρω, αφού ο αριθμός των επί της ουσίας κρίσεων θα αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό στο σύνολο των περιπτώσεων.
Η σύνδεση με το πειθαρχικό δίκαιο, ωστόσο, αυτή η διαρκής απειλή της πειθαρχικής κύρωσης για κάθε υπέρβαση δυνατού ή αδύνατου, είναι το πλέον λυπηρό· Γιατί προδίδει την προαντίληψη των συντακτών του σχεδίου νόμου για τους πολιτικούς και ποινικούς Δικαστές, οι οποίοι λογίζονται ως κατ’ αρχάς ράθυμοι· Ως δυνάμενοι να επιτελέσουν τα ως άνω τεκμηριωμένα αδύνατα, αλλά την ίδια στιγμή αρνούμενοι να το πράξουν για λόγους, που ανάγονται σε κάποιου είδους οκνηρία τους, για την οποία, μάλιστα, αξίζουν τη σχεδόν αυτοματοποιημένη και αδιάκριτη τιμωρία. Υποδεικνύονται στην κοινωνία ως το αίτιο του προβλήματος, ενώ δεν είναι αυτοί που νομοθετούν, και ενώ στις πλείστες των περιπτώσεων είναι γνωστό πως υπερβάλλουν εαυτούς, προκειμένου να διασώσουν το κύρος της Δικαιοσύνης, που τιτρώσκεται από άλλους με κάθε ευκαιρία. Προβάλλονται ως (κατά μαχητό τουλάχιστον κριτήριο) οι κατ’ αρχάς υπεύθυνοι του προβλήματος.
Τι επιτυγχάνεται με κάθε τέτοια ρύθμιση λοιπόν ; Ο Δικαστής θα ευρεθεί μοιραίως προ μιας προδιαγεγραμμένης κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων. Το ηθικής χροιάς αίσθημα καθήκοντος, που διατηρείται σε πολλούς υψηλό, θα επιτάσσει την επιμελή και ενδελεχή επεξεργασία της δικογραφίας. Η ομοίως σεβαστή ανάγκη βιοπορισμού, όμως, θα επιτάσσει τη βιαστική επεξεργασία, χάριν αποφυγής της πειθαρχικής ευθύνης. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως η ταχύτητα ελέγχεται ευχερώς και διαρκώς μέσω των ούτω καλουμένων πινάκων εκκρεμότητας, που αποστέλλονται μηνιαίως στον Άρειο Πάγο, ενώ η ποιότητα της απόφασης, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται, σπανιότερα αξιολογείται επί της ουσίας, ιδία αν ο επιθεωρούμενος δεν έχει υπάρξει τοσούτον ταχύς, όσο το επιθυμητόν στο πρώτο επίπεδο κρίσης και αξιολόγησής του. Και είναι ομοίως γνωστό ότι όσο μεγαλύτερη η ευσυνειδησία, τόσο επιμελέστερη και άρα και χρονικά διευρυμένη η επεξεργασία της δικογραφίας, με τα εντεύθεν αποτελέσματα. Καθώς, όμως, πολλοί (και ενδεχομένως στο σύνολό τους αποδεκτοί) δρόμοι ανοίγονται κάθε φορά για την επεξεργασία μιας δικογραφίας, είναι αδιανόητο ο Δικαστής να εμβάλλεται στον πειρασμό της επιλογής εκείνης της λύσης, που είναι η βολική εξ απόψεως αναγκαίου χρόνου επεξεργασίας της δικογραφίας. Γιατί σε εκείνο το χρονικό σημείο, που αναφύεται το δίλημμα, στο ίδιο χρονικό σημείο έχει κιόλας καταλυθεί η δικαστική Ανεξαρτησία· Ανεξάρτητη και αδέσμευτη κρίση, εξαιρουμένων ασφαλώς των περιπτώσεων αβελτηρίας, σκόπιμης καθυστερήσεως ή ραθυμίας, είναι εκείνη η κρίση, που οριοθετείται αποκλειστικά και μόνο από τον Νόμο και τη συνείδηση. Όχι από το ενδεχόμενο πειθαρχικής ευθύνης, επειδή ο Δικαστής υπήρξε επιμελής και για τον λόγο αυτό καθυστέρησε. Αυτό είναι μια παγκόσμια πρωτοτυπία, που είναι δυσχερές ακόμα και να εξηγηθεί στους συναδέλφους μας στην αλλοδαπή.
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις κάθε επιμελής Δικαστής θα είναι δυνητικά πειθαρχικά ελεγκτέος σε κάποιο χρονικό σημείο της σταδιοδρομίας του ή σε πλείονα τέτοια σημεία. Αυτή είναι, όμως, τελικά η επιδιωκόμενη εικόνα ; Του περιδεούς Δικαστή ; Του έμφοβου ; Του διαρκώς δυνητικά εγκαλούμενου ; Του πλήρως αποκλεισμένου από τα τεκταινόμενα στην κοινωνία απολογούμενου ; Αυτή είναι η συνειδητή επιλογή των άλλων δύο εξουσιών για την τρίτη εξουσία ; Αν ναι, τότε θα πρέπει κάποιος με ειλικρίνεια και ευθύτητα να το πει στην κοινωνία χωρίς περιστροφές και η θέση του να αξιολογηθεί.
Ως πολιτικός και ποινικός Δικαστής, επιτελώ τα καθήκοντά μου με αφοσίωση στο δικαστικό λειτούργημα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου. Το γνωρίζουμε όλοι, όσοι κοιμόμαστε και ξυπνούμε με το επίμονο πρόβλημα του άλλου στο μαξιλάρι μας να επιζητεί από εμάς μια νομικά ορθή, μα και ουσιαστικά δίκαιη επίλυση σε έναν δεσμό συχνά γόρδιο. Το γνωρίζουμε και όλοι, όσοι στερηθήκαμε αυτονόητες απολαύσεις του βίου κάθε φορά που παρέστη ανάγκη. Ο κατάλογος, μακρύς και επώδυνος, θα θέσει κάποτε σε κάποιον φιλοσοφικό καθρέπτη δυσχερή στην απάντησή τους ερωτήματα σε ατομικό επίπεδο. Το γνωρίζουμε και όλοι, όσοι δεν θελήσαμε να καθυστερήσουμε στην έκδοση μιας απόφασης, αλλά ευρεθέντες στη δύσκολη θέση, μία ή και περισσότερες φορές, προκρίναμε και πάλι την επιμελή επεξεργασία. Και επιτύχαμε στο τέλος -με στερήσεις- και τις καθυστερήσεις, που δεν αποφύγαμε, να δαμάσουμε, και τη Δικαιοσύνη να μην πληγώσουμε. Υπήρξαμε οι ίδιοι. Και όταν καθυστερήσαμε και όταν όχι ! Και δεν αισθανθήκαμε τη ζωή μας να εξαρτάται από μία συγκυρία.
Αυτό που δεν φανταζόμασταν είναι ότι θα διαβιούσαμε κάποτε υπό τη δαμόκλειο σπάθη της δίωξης και υπό το καθημερινό άχθος της τιμωρητικής απειλής. Δεν υφίσταται αναγκαιότητα σύστασης Επιτροπής ΚΠολΔ ή άλλου Κώδικα, που να το εισηγείται επισήμως κατά τρόπο θεσμικό. Ο Δικαστής απαιτείται να είναι νηφάλιος. Και είναι αδιανόητο τη μια στιγμή περιδεής να ασκεί τα καθήκοντά του, και την άλλη στιγμή να ενδύεται την τήβεννο της θαρρετής ανεξαρτησίας· Να αγωνιά, μήπως διωχθεί, μήπως στερηθεί τον μισθό του, μήπως στιγματιστεί, χωρίς οιαδήποτε ουσιαστική εγγύηση, επειδή εργάζεται υπεύθυνα με αντίπαλο το πολλές φορές ανέφικτο, και την ίδια στιγμή θαρραλέος να λαμβάνει αποφάσεις κατά συνείδηση. Δεν είναι, άλλωστε, εγγενές στο λειτούργημα η καφκική διαμόρφωση της πραγματικότητας. Δεν είναι καλός Δικαστής ο εξαθλιωμένος από τις συνθήκες εργασίας. Καλός Δικαστής είναι ο κραταιός και ενημερωμένος περί τα νομικά, που με ευφυία και βαθιά κοινωνική αντίληψη και γνώση κρίνει δίκαια, δίδοντας τη λύση εκείνη, που είναι προσήκουσα στη συγκεκριμένη διαφορά, χωρίς να φοβάται το κόστος ή να σφυγμομετρά προηγουμένως την συχνά ανενημέρωτη κοινή γνώμη, πάντα δε ταύτα, στον εύλογο, με βάση τις συνθήκες, χρόνο. Είναι, δηλαδή, η περήφανη, εμπνευσμένη και άοκνη ανταπόκριση στις προκλήσεις της καθημερινότητας. Πώς μπορεί να τα πράξει αυτά ο Έλληνας πολιτικός και ποινικός Δικαστής με βάση την ως άνω πραγματικότητα ;
Λύσεις υπάρχουν. Ενδεικτικά : α) Η αντικατάσταση των ασφαλιστικών μέτρων από έναν μηχανισμό παρόμοιο της προσωρινής διαταγής για την παροχή προστασίας σε προσωρινό επίπεδο για μικρό χρονικό διάστημα, εφόσον είναι αναγκαίο. β) Η απλοποίηση της πολιτικής δικονομίας, με ενοποίηση των διαδικασιών και διαμόρφωση ενός συστήματος, που θα αντικατροπτρίζει εμπιστοσύνη στον Δικαστή. Με κατάλληλη τροποποίηση και της σχετικής Συνταγματικής πρόβλεψης περί αιτιολογίας, επί απλούστερων υποθέσεων (πχ αυτοκινητικών διαφορών), θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα σύστημα, όπως το ακόλουθο : Ο Δικαστής να μελετά ενδελεχώς τον φάκελο. Κατά την ημέρα της δικασίμου να εκθέτει μια συνοπτική εισήγησή του στους διαδίκους, καθώς έχει την εμπειρία να το πράξει. Να καταλήγει σε μια πρόταση και να καταλείπει ένα μικρό χρονικό περιθώριο στους διαδίκους, για να αποφασίσουν, αν την αποδέχονται. Αν τούτο συμβεί, θα αρκεί μια Διάταξη, που θα εκδίδεται άμεσα και ο διάδικος θα έχει αποκτήσει συντομότατα έναν εκτελεστό τίτλο, χωρίς ανάγκη σύνταξης πολυσέλιδης απόφασης. Αν υπάρχει διαφωνία με τη θέση του Δικαστή, τότε θα πρέπει να υπάρχει ένα σημαντικό παράβολο για την προσφυγή σε δικαστικό σχηματισμό και την εξασφάλιση της δυνατότητας σύνταξης μιας πολυσέλιδης απόφασης. γ) Για τεχνικά ζητήματα, που απαιτούνται γνώσεις φυσικής ή ιατρικής ή μηχανικής κλπ. θα μπορούσε να υπάρχει εντός Δικαστηρίων ειδικό επιστημονικό προσωπικό, στο οποίο να μπορεί να προσφεύγει άμεσα ο Δικαστής, όταν είναι αναγκαίο. Το αυτό και για μαθηματικούς υπολογισμούς κονδυλίων, όταν ο Δικαστής έχει αποφασίσει για τα κρίσιμα, όπως πχ την ύπαρξη υπερεργασίας ή υπερωρίας στη συγκεκριμένη πχ εργατική διαφορά κλπ. δ) Να αξιοποιηθούν τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για την κατηγοριοποίηση των υποθέσεων, ώστε σε κάθε πινάκιο να διαμορφώνεται ένα σώμα υποθέσεων με κοινά ζητήματα. Αυτό θα διευκολύνει τον Δικαστή, μέσω της επανάληψης των αναφυομένων ζητημάτων. Θα πρέπει, επίσης, να εξασφαλιστεί άμεση πρόσβαση σε όλους σε νομικές βάσεις δεδομένων. Να αξιοποιηθούν τα ηλεκτρονικά αρχεία αποφάσεων των δικαστηρίων και να επιβληθεί η τήρησή τους, όπου έχει ατονήσει, ώστε με τη βοήθεια και πάλι τεχνητής νοημοσύνης, να εντοπίζεται ευχερέστερα μια σχετική απόφαση ή ένα σχετικό σχέδιο προς υποβοήθηση του Δικαστή. Η πιθανότητα επικουρίας του Δικαστή από εξειδικευμένο προσωπικό θα πρέπει ομοίως να μην αποκλεισθεί ως πρόταση. ε) Θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ευρύτερων δικαστικών σχηματισμών στην περιφέρεια, με μετάβαση των Δικαστών του κεντρικού σχηματισμού στα κατά τόπους επαρχιακά Πρωτοδικεία. Η συγκέντρωση αυτή θα επιτρέψει την εξειδίκευση (πχ οικογενειακοί Δικαστές της Περιφέρειας) με δυνατότητα αλλαγής τμήματος ανά 3ετία ή 4ετία. στ) Θα πρέπει να υπάρχει χώρος εντός Δικαστηρίου, όπου ο κάθε Δικαστής σε κλιματολογικά ανεκτές συνθήκες, με αξιοπρέπεια, θα μπορεί να εργάζεται σε κάποιον χώρο (- γραφείο), που σήμερα στις πλείστες των περιπτώσεων δεν διαθέτει. Με καλόπιστο διάλογο, αν το ζητούμενο είναι η βελτιστοποίηση του τρόπου λειτουργίας της Δικαιοσύνης, προτάσεις μπορούν να εισφερθούν και να αποδώσουν. ζ) Θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες, που θα δείχνουν στην πράξη ότι στη Χώρα μας υφίσταται ισονομία και εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Οι σχετικοί με την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης προσφάτως θεσπισθέντες κανόνες είναι στη σωστή κατεύθυνση, αρκεί και η Πολιτεία να επιδεικνύει ουσιαστικό σεβασμό στους κανόνες, που η ίδια θέσπισε.
Απευθύνομαι με ειλικρινή αγωνία προς την Πολιτεία. Ας υπαναχωρήσει σε διατάξεις, όπως οι υπό σχολιασμό. Αντί ρυθμίσεων, όπως οι προκείμενες, ας επιλέξει τη δύσκολη ατραπό της εκ θεμελίων μεταβολής, με σχεδιασμό μακρόπνοο. Δεν είναι εχθροί της Δικαιοσύνης οι υπηρετούντες αυτήν καθημερινώς. Παρατηρείται τον τελευταίο καιρό ένα διαρκές σφυροκόπημα στη Δικαιοσύνη και τους Δικαστές, με τη συνδρομή, βέβαια, και μερίδας του τύπου, που θα απολήξει στο να παρίσταται η απονομή Δικαιοσύνης από τα Δικαστήρια ως τοσούτον αποκρουστική, ώστε να μην είναι επιθυμητή ή ελκυστική η προσφυγή σε αυτήν, αλλά να παρίσταται ως προτιμητέα η προσφυγή σε εναλλακτικούς μηχανισμούς απονομής, αν όχι και σε αυτήν την αυτοδικία. Η άδικη κριτική θα πρέπει να είναι σαφές ότι στρέφεται εν τέλει κατά του Κράτους Δικαίου. Διότι η Δικαιοσύνη είναι μια πηγή κρυστάλλινη, το νερό της οποίας κοινωνούμε άπαντες. Αν αυτό στερέψει ή δηλητηριαστεί, θα είναι κιόλας ανώφελη η διαπίστωση πως κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Αν και η έως τώρα εμπειρία δείχνει ότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα ληφθεί υπόψη το παρόν σχόλιο, επισημαίνω ότι η συμμετοχή δικαστών σε κάθε είδους συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας δεν συμβάλλει στην ταχεία και ορθή άσκηση των κύριων καθηκόντων τους. Πώς μπορεί να επιβάλλονται κυρώσεις και λοιπές δυσμενείς υπηρεσιακές συνέπειες για καθυστερήσεις δικαστών στην λήψη και δημοσίευση αποφάσεων, όταν συγχρόνως τους έχουν ανατεθεί και παράλληλα λοιπά καθήκοντα που καταλαμβάνουν αρκετό χρόνο και είναι συχνά αντικείμενα εκτός του γνωστικού τους πεδίου (πληροφοριακά συστήματα, σχεδιασμός διαγωνισμών, επιτροπές παραλαβής έργων, προμηθειών, υπηρεσιών δημοσίων συμβάσεων, στατιστικά δικαιοσύνης κ.λπ.); Καθιστά επίσης δυσχερή την λογοδοσία αυτή η πολυδιάσπαση. Εκεί αναδεικνύεται η τόλμη για αποτελεσματικές αλλαγές, κατά την γνώμη μου, και όχι στο να τίθενται απλώς προθεσμίες επ’ απειλή κυρώσεων.