Σχέδιο Δράσης OGP OGP

Άρθρο 16:

Το άρθρο 8 ν. 3448/2001 αντικαθίσταται ως εξής (άρθρο 1 παρ. 6 οδηγίας 37/2013):

«Άρθρο 8
Αρχές που διέπουν τη χρέωση
1. Εφόσον χρεώνονται τέλη για την περαιτέρω χρήση εγγράφων, πληροφοριών ή δεδομένων, τα εν λόγω τέλη περιορίζονται στο οριακό κόστος για την αναπαραγωγή, την παροχή και τη διάδοσή τους.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα :
α ) στους φορείς του δημόσιου τομέα για τους οποίους προβλέπονται έσοδα για την κάλυψη ενός ουσιώδους μέρους του κόστους εκτέλεσης της δημόσιας αποστολής τους·
β ) κατ’ εξαίρεση, στα έγγραφα, πληροφορίες ή δεδομένα για τα οποία ο οικείος φορέας του δημόσιου τομέα παράγει έσοδα για την κάλυψη ενός ουσιώδους μέρους του κόστους συλλογής, παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης τους σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις·
γ) σε βιβλιοθήκες, συμπεριλαμβανομένων βιβλιοθηκών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, μουσεία και αρχεία.
3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α ) και β ), οι φορείς του οικείου δημόσιου τομέα υπολογίζουν τα συνολικά τέλη σύμφωνα με αντικειμενικά, διαφανή και επαληθεύσιμα κριτήρια. Τα συνολικά έσοδα των φορέων αυτών από την παροχή και την άδεια περαιτέρω χρήσης των εν λόγω εγγράφων, πληροφοριών ή δεδομένων εντός της εκάστοτε λογιστικής περιόδου δεν υπερβαίνουν το κόστος συλλογής, παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσής τους, συμπεριλαμβανομένης μιας εύλογης απόδοσης της επένδυσης. Τα τέλη υπολογίζονται με βάση το κόστος που προκύπτει κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης λογιστικής περιόδου και σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές που εφαρμόζονται στους οικείους φορείς του δημόσιου τομέα.
4. Όταν οι φορείς του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) επιβάλλουν τέλη, τα συνολικά έσοδα από την παροχή και την άδεια περαιτέρω χρήσης των εγγράφων, πληροφοριών ή δεδομένων εντός της εκάστοτε λογιστικής περιόδου δεν υπερβαίνουν το κόστος συλλογής, παραγωγής, αναπαραγωγής, διάδοσης και συντήρησής τους και το κόστος εκκαθάρισης δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης μιας εύλογης απόδοσης της επένδυσης. Τα τέλη υπολογίζονται με βάση το κόστος που προκύπτει κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης λογιστικής περιόδου και σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές που εφαρμόζονται στους οικείους φορείς του δημόσιου τομέα.».

  • 20 Ιουνίου 2014, 10:38 | Δίκτυο Ευρωπαϊκών Οργανισμών Μουσείων (ΝΕΜΟ)

    Συμφωνούμε με τα σχόλια του ΟΠΙ

  • 20 Ιουνίου 2014, 10:10 | ΕΕΛ/ΛΑΚ

    Η ρύθμιση απηχεί τις αρχές χρέωσης της ΕΚ και πρέπει να παραμείνει ως έχει.

  • Συμφωνούμε με τα σχόλια του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας.
    Επιπλέον, κατ’ αντιστοιχία με τα άρθρα 19 και 20, προτείνεται η παράγραφος 2γ να αναδιατυπωθεί ως εξής:
    «γ) σε βιβλιοθήκες, συμπεριλαμβανομένων βιβλιοθηκών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, μουσεία και αρχεία, και εν γένει σε έγγραφα, πληροφορίες ή δεδομένα που αφορούν σε πολιτιστικούς πόρους».
    Επισημαίνεται ότι η πολιτιστική κληρονομιά και το πολιτιστικό υλικό που διαθέτει ο δημόσιος τομέας δεν περιορίζεται στις συλλογές μουσείων και αρχείων, αλλά περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αρχαιολογικούς χώρους και ακίνητα μνημεία (βάσει του ν 3028/2002). Η συλλογή και ανάλυση στοιχείων, οι διαδικασίες ψηφιοποίησης, η εξασφάλιση της επιστημονικής εγκυρότητας των μεταδεδομένων που τα συνοδεύουν και η διαρκής επικαιροποίηση των σχετικών πληροφοριών αποτελούν εξίσου εξειδικευμένες, κοστοβόρες και χρονοβόρες διαδικασίες με αυτές που ακολουθούνται στα μουσεία και στα αρχεία. Κατά συνέπεια η υπαγωγή στο άρθρο 1 των σχετικών με πολιτιστικούς πόρους εγγράφων, πληροφοριών και δεδομένων των φορέων του δημοσίου που διαχειρίζονται την πολιτιστική κληρονομιά παρεμποδίζει την κανονική τους λειτουργία (βλ. σκεπτικό της Αιτιολογικής Έκθεσης).

  • Α. 8 παρ. 2 β΄:
    Η μη επιβολή οριακού κόστους αλλά κάτι περισσότερο, όταν ο οικείος φορέας του δημόσιου τομέα παράγει έσοδα για την κάλυψη ενός ουσιώδους μέρους του κόστους συλλογής, παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις είναι περισσότερο περιοριστική από τις διατάξεις της Οδηγίας, καθώς σύμφωνα με αυτήν δεν απαιτείται να αποτελεί απαίτηση του νόμου αλλά μπορεί να απορρέει από τη διοικητική πρακτική των κρατών μελών (α. 1 παρ. 6 και Προοίμιο αρ. 22 Οδηγίας 2013/37).