Άρθρο 18 – Οικονομικές υποχρεώσεις ΕΚΑΖ

1. Το Ελληνικό Δημόσιο συμμετέχει στα ακαθάριστα έσοδα των τυχερών παιγνίων των ΕΚΑΖ, ως τοιούτων νοουμένων των εταιριών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, μέχρι ποσού εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ με ενιαίο συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%).
2. Στα ακαθάριστα έσοδα άνω των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ και μέχρι των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) ευρώ το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου είναι δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
3. Στα ακαθάριστα έσοδα άνω των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) ευρώ και μέχρι των πεντακοσιων εκατομμυρίων (500.000.000) ευρώ το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου είναι δεκαπέντε τοις εκατό (12%).
4. Στα ακαθάριστα έσοδα άνω των πεντακοσιων εκατομμυρίων (500.000.000) ευρώ το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου είναι οχτώ τοις εκατό (8%)
5. Οι συντελεστές συμμετοχής του Δημοσίου στα ακαθάριστα έσοδα των τυχερών παιγνίων των ΕΚΑΖ των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από 1.1.2020. Για ΕΚΑΖ που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με διατάξεις του παρόντος νόμου για τη λειτουργία νέων καζίνο, ύστερα από πλειοδοτικό διαγωνισμό, οι συντελεστές αυτοί εφαρμόζονται από την έναρξη λειτουργίας τους.
6. Οι ΕΚΑΖ καταβάλλουν ειδικό ετήσιο τέλος για την κατοχή άδειας λειτουργίας καζίνο, το ύψος του οποίου θα καθορίζεται με την προκήρυξη του διαγωνισμού.
7. Οι ΕΚΑΖ βαρύνονται με φόρους, τέλη και δικαιώματα που προβλέπονται από τους νόμους που αφορούν τη λειτουργία, τη διανομή μερισμάτων στο πλαίσιο αυτής, καθώς και τη δραστηριότητα ανωνύμων εταιριών στην Ελλάδα.
8. Εταιρείες καζίνο που λειτουργούσαν και ειπάχθηκαν στον παρόντα νόμο βαρύνονται με τα ποσοστά συμμετοχής του παρόντος άρθρου από την 1/1/2020
9. Με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζονται ειδικά θέματα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

  • 11 Δεκεμβρίου 2017, 12:07 | αριστείδης κοντοάγγελος

    Από την ανάγνωση του νομοσχεδίου φαίνεται να δημιουργείται ένα διαφορετικό ανισομερές καθεστώς μεταξύ αφενός των παλαιών επιχειρήσεων καζίνο και αφετέρου όσων θα αδειοδοτηθούν βάσει των προβλέψεων του νομοσχεδίου. Οι πρώτες θα συνεχίσουν να λειτουργούν με ένα ιδιαίτερα επαχθές καθεστώς ως προς το GGR «tax», αλλά πιο ανέλεγκτες ως προς την εποπτεία της Επιτροπής Ελέγχου και Εποπτείας Παιγνίων. Οι δεύτερες – παρότι με νέες άδειες στην αγορά – θα είναι φορολογικά λιγότερο επιβαρυμένες (χωρίς κάποιο εμφανή λόγο περί αυτού) αλλά τουλάχιστον θα ελέγχονται πληρέστερα από την ΕΕΕΠ.
    Αν βάλουμε όμως στην ανάλυση και τους υπόλοιπους φορείς τυχερών παιγνίων της ευρύτερης αγοράς (βλ. Όμιλο ΟΠΑΠ και τους 24 που προσφέρουν παίγνια online μεταβατικά, επίσημα από το 2011), η πλάστιγγα γέρνει θεαματικά υπέρ των νέων αδειούχων καζίνο. Δεν είναι αμελητέες οι επιβαρύνσεις στους μεν, που δύνανται να είναι τέσσερις φορές υψηλότερες από αυτές που ισχύουν στους δε (βλ. αντιπαραβολή 8-20% προς 30-35%). Το 8% δίνει μάλιστα την εντύπωση ότι πρόκειται γεννά πολλά ερωτηματικά για το μοναδικό καζίνο που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ξεπεράσει το κατώφλι των 500 εκατ. ευρώ GGR: το υπό ίδρυση καζίνο του Ελληνικού. Συνολικά, η θετική διάκριση υπέρ των νέων αδειούχων καζίνο φαίνεται να έχει προβλήματα συμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο (αρχή της ίσης μεταχείρισης, κρατικές ενισχύσεις κλπ.).

  • 11 Δεκεμβρίου 2017, 11:15 | ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ

    8. Εταιρείες καζίνο που λειτουργούσαν και ειπάχθηκαν στον παρόντα νόμο βαρύνονται με τα ποσοστά συμμετοχής του παρόντος άρθρου από την έκδοση της νέας άδειας.

  • 11 Δεκεμβρίου 2017, 11:44 | ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ

    6. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται για όλες τις επιχειρήσεις καζίνο (υφιστάμενες ή ΕΚΑΖ) η υποχρέωση έκδοσης εισιτηρίου.

  • 11 Δεκεμβρίου 2017, 11:02 | ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ

    5. Οι συντελεστές συμμετοχής του Δημοσίου στα ακαθάριστα έσοδα των τυχερών παιγνίων των ΕΚΑΖ των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

  • 11 Δεκεμβρίου 2017, 11:07 | Στέλιος Παπαδημητρίου

    Η αισθητά μειωμένη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα ακαθάριστα έσοδα των Καζίνο που θα λειτουργούν με τις νέες άδειες, όπως προβλέπεται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο (1-11 Δεκεμβρίου) περί Αδειοδότησης και Λειτουργίας Επιχειρήσεων Καζίνο, εν συγκρίσει με τους λοιπούς ανταγωνιστικούς παρόχους τυχερών παιγνίων, δημιουργεί ζητήματα ασυμβατότητας με το Πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα τη Σ.Λ.Ε.Ε.
    Καταρχάς, η έλλειψη/απουσία σύνδεσης της συμμετοχής του Δημοσίου στα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων παροχής τυχερών παιγνίων, με συγκεκριμένη αντιπαροχή προς τους φορείς που βαρύνονται με αυτή, προσδίδει αναμφιβόλως στην εν λόγω συμμετοχή τα χαρακτηριστικά φόρου.
    Η εν λόγω, κατ’ ουσία γνήσια, φορολογική επιβάρυνση διαμορφώνεται με βάση τους εξής συντελεστές στα ακαθάριστα έσοδα (Gaming Gross Revenues / GGR) των καζίνο που θα λειτουργούν με τις νέες άδειες: 20% για GGR 500M, βαίνοντας μειούμενη αναλόγως της αυξήσεως των ακαθαρίστων εσόδων. Ωστόσο οι αντίστοιχοι συντελεστές για τους υπόλοιπους φορείς τυχερών παιγνίων, που τελούν σε ανταγωνιστική σχέση με τα Καζίνο τα οποία εξαρχής θα λειτουργήσουν με τις νέες άδειες είναι οι εξής:
    → ΟΠΑΠ για τα αριθμολαχεία και τον στοιχηματισμό (αθλητικό και προκαθορισμένο ιπποδρομιακό στοίχημα): 35% από 1.01.2016 (πριν: 30%)
    → ΟΠΑΠ για τα VLT: 30-35%
    → Ιπποδρομίες ΑΕ για το αμοιβαίο ιπποδρομιακό στοίχημα: 30%
    → Ελληνικά Λαχεία ΑΕ για τα κρατικά λαχεία και το ΣΚΡΑΤΣ: 30%
    → 24 πάροχοι του «προσωρινού» καθεστώτος για τα παιχνίδια που προσφέρουν online: 35% από 1.01.2016 (πριν: 30%)
    → Καζίνο με το σημερινό καθεστώς λειτουργίας σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Ρόδο, Αχαϊα: 30% κατ’ ελάχιστον (για ορισμένα υπό προϋποθέσεις φθάνει έως 35%)
    → Καζίνο στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας: 20% κατ’ ελάχιστον
    Είναι σαφές πως η ανωτέρω διαφοροποίηση, δια της πρόβλεψης μειωμένων συντελεστών συμμετοχής σε επιλεγμένους παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιγνίων, μπορεί να θεωρηθεί και πιθανότατα θα εκληφθεί ως κρατική ενίσχυση φορολογικού χαρακτήρα, αντίθετη στο άρθρο 107(1) ΣΛΕΕ, διότι παρέχει πλεονέκτημα σε επιλεγμένους φορείς παιγνίων δια της αποχής του Κράτους από την είσπραξη μέρους των φόρων αυτών που εισπράττει από άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Η απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με ισόποση κρατική δαπάνη η οποία δίδεται ως πλεονέκτημα στις εν λόγω επιχειρήσεις που επωφελούνται της μειωμένης συμμετοχής.
    Παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει το ισχύον φορολογικό σύστημα και να προβαίνει σε διαφοροποιήσεις στη φορολόγηση οικονομικών φορέων, εντούτοις δεσμεύεται από το Κοινοτικό Δίκαιο και οφείλει να αιτιολογεί τις όποιες διαφοροποιήσεις, με βάση γενικά αλλά αντικειμενικά και συγκεκριμένα κριτήρια σε σχέση με το γενικότερο φορολογικό σύστημα που ισχύει σε ένα Κράτος-Μέλος, σεβόμενος πάντοτε την Αρχή της Ίσης Μεταχείρισης.
    Η διαφοροποίηση όμως που προβλέπει το υπό διαβούλευση άρθρο, δεν φαίνεται να προκύπτει, ούτε και να αιτιολογείται, με βάση αντικειμενικές διαφορές, είναι δε σαφές πως αυτό καθαυτό το γεγονός της λειτουργίας των νέων φορέων Καζίνο (με νέες άδειες) όχι μόνο δεν είναι ικανό να στοιχειοθετήσει τέτοια διαφοροποίηση αλλά κατά βάση έχει ως αποτέλεσμα την ευνοϊκότερη (διακριτική) μεταχείριση των επιχειρήσεων αυτών έναντι αυτών που ήδη λειτουργούν με το σημερινό καθεστώς, τελούν δε σε απολύτως όμοια νομική και πραγματική κατάσταση και βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με αυτές, στοιχείο που οδηγεί (ή θα οδηγήσει) σε νόθευση ή απειλή νόθευσης του ανταγωνισμού και σε διατάραξη του εσωτερικού κοινοτικού εμπορίου στο χώρο που δραστηριοποιούνται.
    Συναφής είναι άλλωστε και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση C-16/2010 που χαρακτήρισε παράνομη φορολογική ενίσχυση τη διαφορετική τιμή των εισιτηρίων εισόδου σε ορισμένα Ελληνικά Καζίνο (βλ. και Κ. Πέρρου, σε Δ.Ε.Ε. 2011/1129 «Η νόθευση του ανταγωνισμού μέσω διακριτικής φορολογικής μεταχείρισης και οι συνέπειές της»).
    Τυχόν διατήρηση της άνω διάταξης ή παράλειψη αναπροσαρμογής σε εξομοιωμένα επίπεδα των συντελεστών συμμετοχής του Δημοσίου που επιβάλλονται στα ακαθάριστα έσοδα ανταγωνιστικών παρόχων ομοίων υπηρεσιών, με βεβαιότητα θα οδηγήσει σε καταγγελίες των θιγομένων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και σε προσφυγές στη Δικαιοσύνη, λόγω παραβίασης της Αρχής της Ισότητας στα φορολογικά βάση καθώς και νόθευσης του ελεύθερου ανταγωνισμού.
    Με βάση όσα εκτέθηκαν φρονούμε πως πρέπει απαραιτήτως να υπάρξει εξομοίωση και όμοια αντιμετώπιση όλων των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων, αναφορικά με τους συντελεστές συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα ακαθάριστά έσοδά τους για να προληφθούν/αποφευχθούν αυτές οι στρεβλώσεις.

  • 11 Δεκεμβρίου 2017, 11:04 | Μαριέττα Βαρβέρη

    Πώς ακριβώς δικαιολογείται διαφορετική φορολογία για επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου (παροχή υπηρεσιών τυχερών παιγνίων); Τη στιγμή που ΟΠΑΠ, Λαχεία και 24 online πάροχοι (πόσο δε μάλλον τα ίδια τα λειτουργούντα καζίνο εφόσον δεν υπαχθούν στους νέους κανόνες) υπάγονται σε καθεστώς συνεισφοράς με τουλάχιστον 30% επί των ακαθάριστων εσόδων τους από τις παικτικές τους δραστηριότητες, η ισχύς ανώτατου ορίου 20% για επιχειρήσεις καζίνο με νέου τύπου άδεια συνιστά εμφανώς διακριτική μεταχείριση. Δεν υπάρχει καθόλου quid pro quo: οι επενδύσεις που αναφέρονται στο νομοσχέδιο ως αντιστάθμισμα σχετίζονται περισσότερο με τη διάρκεια και την αποκλειστικότητα της άδειας, όχι με τη μείωση του συντελεστή.
    Επίσης, η κλιμακωτή μείωση των συντελεστών, οι οποίοι καταλήγουν σε 15%, 12% και εν τέλει σε 8% για επιχειρήσεις με αυξημένους τζίρους φαίνεται έωλη. Είναι αντίθετη στη λογική που ακολουθούν όλες οι κυβερνήσεις σχετικά με την προοδευτική φορολογία για φυσικά και νομικά πρόσωπα. Σύμφωνα με αυτή, τα ανώτερα κλιμάκια φορολογούνται περισσότερο, δεδομένου ότι έχουν περισσότερο «λίπος» να κάψουν. Αντίστοιχα, όμως, και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις δεν έχουν ανώτατο όριο GGR contribution αλλά κατώτατο (πολλές επιχειρήσεις καζίνο αγγίζουν νομίζω το 35% αντί 30%, ενώ και ο ΟΠΑΠ όταν ξεπερνά ένα συγκεκριμένο ποσοστό τζίρου επιβαρύνεται περισσότερο). Στην πράξη μάλιστα, δεν θεσπίζονται εγγυημένα ποσά συμμετοχών αλλά επιβάλλονται μονομερώς αυξήσεις (όπως πρόσφατα και μάλιστα αναδρομικά από τις αρχές του έτους 2016 για τα κλασικά παιχνίδια του ΟΠΑΠ και τους online μεταβατικούς παρόχους).
    Περαιτέρω, τα καζίνο που θα λειτουργούν με νέα άδεια φαίνεται να διαφέρουν από όσα θα συνεχίσουν να λειτουργούν με το παλαιό καθεστώς, και από την έκταση ελέγχου της ΕΕΕΠ (μεγαλύτερη στα μεν, μικρότερη στα δε)… δημιουργώντας πραγματικά ένα καθεστώς δυο ταχυτήτων και από εποπτική άποψη.
    Η αιτιολογική έκθεση δεν αναφέρει τίποτε σχετικά με όλο αυτό το ανομοιογενές καθεστώς (δηλ. ως προς τα έσοδα και την εποπτεία, με διαφορετικές ρυθμίσεις τόσο για τα καζίνο μεταξύ τους όσο και μεταξύ των διάφορων παρόχων τυχερών παιγνίων). Η εντύπωσή μου είναι ότι η διοίκηση θα κληθεί σίγουρα να δώσει σχετικές εξηγήσεις ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή των αρμόδιων δικαστηρίων.

    Μαριέττα Βαρβέρη, Δικηγόρος
    LL.M. Corporate and Financial Law

  • 11 Δεκεμβρίου 2017, 09:27 | Στέλιος Παπαδημητρίου

    Η αισθητά μειωμένη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα ακαθάριστα έσοδα των Καζίνο που θα λειτουργούν με τις νέες άδειες, όπως προβλέπεται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο (1-11 Δεκεμβρίου) περί Αδειοδότησης και Λειτουργίας Επιχειρήσεων Καζίνο, εν συγκρίσει με τους λοιπούς ανταγωνιστικούς παρόχους τυχερών παιγνίων, δημιουργεί ζητήματα ασυμβατότητας με το Πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα τη Σ.Λ.Ε.Ε.
    Καταρχάς, η έλλειψη/απουσία σύνδεσης της συμμετοχής του Δημοσίου στα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων παροχής τυχερών παιγνίων, με συγκεκριμένη αντιπαροχή προς τους φορείς που βαρύνονται με αυτή, προσδίδει αναμφιβόλως στην εν λόγω συμμετοχή τα χαρακτηριστικά φόρου.
    Η εν λόγω, κατ’ ουσία γνήσια, φορολογική επιβάρυνση διαμορφώνεται με βάση τους εξής συντελεστές στα ακαθάριστα έσοδα (Gaming Gross Revenues / GGR) των καζίνο που θα λειτουργούν με τις νέες άδειες: 20% για GGR 500M, βαίνοντας μειούμενη αναλόγως της αυξήσεως των ακαθαρίστων εσόδων. Ωστόσο οι αντίστοιχοι συντελεστές για τους υπόλοιπους φορείς τυχερών παιγνίων, που τελούν σε ανταγωνιστική σχέση με τα Καζίνο τα οποία εξαρχής θα λειτουργήσουν με τις νέες άδειες είναι οι εξής:
    → ΟΠΑΠ για τα αριθμολαχεία και τον στοιχηματισμό (αθλητικό και προκαθορισμένο ιπποδρομιακό στοίχημα): 35% από 1.01.2016 (πριν: 30%)
    → ΟΠΑΠ για τα VLT: 30-35%
    → Ιπποδρομίες ΑΕ για το αμοιβαίο ιπποδρομιακό στοίχημα: 30%
    → Ελληνικά Λαχεία ΑΕ για τα κρατικά λαχεία και το ΣΚΡΑΤΣ: 30%
    → 24 πάροχοι του «προσωρινού» καθεστώτος για τα παιχνίδια που προσφέρουν online: 35% από 1.01.2016 (πριν: 30%)
    → Καζίνο με το σημερινό καθεστώς λειτουργίας σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Ρόδο, Αχαϊα: 30% κατ’ ελάχιστον (για ορισμένα υπό προϋποθέσεις φθάνει έως 35%)
    → Καζίνο στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας: 20% κατ’ ελάχιστον
    Είναι σαφές πως η ανωτέρω διαφοροποίηση, δια της πρόβλεψης μειωμένων συντελεστών συμμετοχής σε επιλεγμένους παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιγνίων, μπορεί να θεωρηθεί και πιθανότατα θα εκληφθεί ως κρατική ενίσχυση φορολογικού χαρακτήρα, αντίθετη στο άρθρο 107(1) ΣΛΕΕ, διότι παρέχει πλεονέκτημα σε επιλεγμένους φορείς παιγνίων δια της αποχής του Κράτους από την είσπραξη μέρους των φόρων αυτών που εισπράττει από άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Η απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με ισόποση κρατική δαπάνη η οποία δίδεται ως πλεονέκτημα στις εν λόγω επιχειρήσεις που επωφελούνται της μειωμένης συμμετοχής.
    Παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει το ισχύον φορολογικό σύστημα και να προβαίνει σε διαφοροποιήσεις στη φορολόγηση οικονομικών φορέων, εντούτοις δεσμεύεται από το Κοινοτικό Δίκαιο και οφείλει να αιτιολογεί τις όποιες διαφοροποιήσεις, με βάση γενικά αλλά αντικειμενικά και συγκεκριμένα κριτήρια σε σχέση με το γενικότερο φορολογικό σύστημα που ισχύει σε ένα Κράτος-Μέλος, σεβόμενος πάντοτε την Αρχή της Ίσης Μεταχείρισης.
    Η διαφοροποίηση όμως που προβλέπει το υπό διαβούλευση άρθρο, δεν φαίνεται να προκύπτει, ούτε και να αιτιολογείται, με βάση αντικειμενικές διαφορές, είναι δε σαφές πως αυτό καθαυτό το γεγονός της λειτουργίας των νέων φορέων Καζίνο (με νέες άδειες) όχι μόνο δεν είναι ικανό να στοιχειοθετήσει τέτοια διαφοροποίηση αλλά κατά βάση έχει ως αποτέλεσμα την ευνοϊκότερη (διακριτική) μεταχείριση των επιχειρήσεων αυτών έναντι αυτών που ήδη λειτουργούν με το σημερινό καθεστώς, τελούν δε σε απολύτως όμοια νομική και πραγματική κατάσταση και βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με αυτές, στοιχείο που οδηγεί (ή θα οδηγήσει) σε νόθευση ή απειλή νόθευσης του ανταγωνισμού και σε διατάραξη του εσωτερικού κοινοτικού εμπορίου στο χώρο που δραστηριοποιούνται.
    Συναφής είναι άλλωστε και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση C-16/2010 που χαρακτήρισε παράνομη φορολογική ενίσχυση τη διαφορετική τιμή των εισιτηρίων εισόδου σε ορισμένα Ελληνικά Καζίνο (βλ. και Κ. Πέρρου, σε Δ.Ε.Ε. 2011/1129 «Η νόθευση του ανταγωνισμού μέσω διακριτικής φορολογικής μεταχείρισης και οι συνέπειές της»).
    Τυχόν διατήρηση της άνω διάταξης ή παράλειψη αναπροσαρμογής σε εξομοιωμένα επίπεδα των συντελεστών συμμετοχής του Δημοσίου που επιβάλλονται στα ακαθάριστα έσοδα ανταγωνιστικών παρόχων ομοίων υπηρεσιών, με βεβαιότητα θα οδηγήσει σε καταγγελίες των θιγομένων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και σε προσφυγές στη Δικαιοσύνη, λόγω παραβίασης της Αρχής της Ισότητας στα φορολογικά βάση καθώς και νόθευσης του ελεύθερου ανταγωνισμού.
    Με βάση όσα εκτέθηκαν φρονούμε πως πρέπει απαραιτήτως να υπάρξει εξομοίωση και όμοια αντιμετώπιση όλων των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων, αναφορικά με τους συντελεστές συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα ακαθάριστά έσοδά τους για να προληφθούν/αποφευχθούν αυτές οι στρεβλώσεις.

  • 10 Δεκεμβρίου 2017, 12:34 | ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΙΑΔΑΣ

    Το προτεινόμενο σύστημα φορολογίας είναι άδικο για τα μικρότερης εμβέλειας καζίνο, τα οποία έχουν και περισσότερη ανάγκη για μεγαλύτερο μικτό κέρδος. Θα ήταν πιο δίκαιο να φορολογήσετε με 20% τα φρουτάκια και γενικά όλα τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και 10% τα παιχνίδια τσόχας, τα οποία είναι και εντάσεως εργασίας.

  • 8 Δεκεμβρίου 2017, 17:09 | Κωνσταντίνος Τσικουράς

    Κάποιοι παίκτες της αγοράς προφανώς είναι πιο “ίσοι” από άλλους.

    Έχεις στο μαγαζί σου VLTs, πουλάς ΤΖΟΚΕΡ ή ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ή προσφέρεις διαδικτυακά παιχνίδια… τότε θα περάσεις από το ταμείο για να πληρώσεις πάνω κάτω το ίδιο χαράτσι: 35%.
    Πού ακούστηκε το 20%, που για τους χοντρά πετσωμένους καζινάδες θα φθάνει ακόμη και 8%;
    Το Δημόσιο καταλήγει δωρητής… για ποιους; Για εταιρίες που πέσαν έξω γιατί κατέληξαν δεινόσαυροι;
    Σα δεν ντρεπόμαστε λιγάκι!
    Όταν καθένας από μας άνοιξε το μαγαζί του με δυο ντουζίνες μηχανάκια VLT, διάβαζε στις φυλλάδες ότι πλημμυρίσαμε μίνι-καζίνο την Ελλάδα και κοιταζόμασταν στον καθρέφτη κι αναρωτιόμασταν “Ρε μπας κι έγινα καζινάς;”.
    Την επομένη συνερχόμασταν, διαβάζοντας για το καζίνο του Μοντ Παρνές να μετακομίζει στο Μαρούσι και να εμφανίζονται σαν μανιτάρια καζίνο για ”τουριστικές ψυχές” και χάριν της πολυπόθητης ανάπτυξης σε Μύκονο, Σαντορίνη και Κρήτη. Άσε δε που θα διαφημίζονται ασταμάτητα με τηλεοπτικά σποτ και γιγαντοαφίσες, ενώ εμείς ούτε καν την πόρτα δεν μπορούμε να έχουμε ανοιχτή, ούτε δε να αφήσουμε ή μοιράσουμε ένα flyer στο διπλανό καφέ για να ξέρει κάποιος ότι έχουμε ανοίξει…!

    Ομάδα Επενδυτών Play ΟΠΑΠ
    Αμοιρίδης Περικλής
    Ιλιάδης Στέφανος
    Μακρίδης Νικόλαος
    Μήτσου Παράσχος
    Μιχαήλ Αθανάσιος
    Τσικουράς Κωνσταντίνος
    Χοκούρογλου Μαγδαληνή

  • 5 Δεκεμβρίου 2017, 16:06 | Πέτρος Σαραντόπουλος

    Δεν παραείναι νεοφιλελευθερο το σύστημα αυτό φορολόγησης με «αντίστροφη προοδευτικότητα», δηλαδή όσο περισσότερα βγάζεις να επιβαρύνεσαι αναλογικά λιγότερο;

    Δεν κάνει διάκριση ευνοώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις;

    Flat Tax και σε αυτόν τον εταιρικό τομέα θα ήταν δικαιότερο π.χ 13% σε όλους

    Αλλιώς γιατί δεν κάνετε το ίδιο και στον φόρο εισοδήματος;