Άρθρο 41 – Απόσπαση – Μετάταξη

1. Η απόσπαση, δηλαδή η απομάκρυνση μόνιμου υπαλλήλου για ορισμένο χρονικό διάστημα από την υπηρεσία στην οποία ανήκει η οργανική θέση που κατέχει και η ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων σε άλλη περιφερειακή υπηρεσία ή στη Διεύθυνση Δικαστικής Αστυνομίας, διενεργείται για τη κάλυψη εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών προσωρινού χαρακτήρα και αφορά στην άσκηση καθηκόντων τομέα για τον οποίο ο υπάλληλος διαθέτει τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Απόσπαση για σοβαρούς προσωπικούς λόγους είναι δυνατή κατ’ εξαίρεση και εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν.

2. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του άρθρου 42, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο υπάλληλος.

3. Η διάρκεια της απόσπασης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος. Παράταση επιτρέπεται μόνο για ένα (1) έτος ακόμη, με την ίδια διαδικασία. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση στην οποία ο υπάλληλος ανήκει οργανικά.

4. Νέα απόσπαση του ίδιου υπαλλήλου δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης.

5. Για την απόσπαση συνεκτιμώνται από το υπηρεσιακό συμβούλιο η αίτηση του υπαλλήλου, ο τόπος της κατοικίας του, η κατάσταση της υγείας του, η προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση και η συνυπηρέτηση με τον ή τη σύζυγο ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης.

6. Μετά τη λήξη της διάρκειας της απόσπασης ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση.

7. Η απόσπαση μπορεί να παύσει οποτεδήποτε πριν από τη λήξη του χρονικού ορίου της παρ. 3 για λόγους που ανάγονται στην υπηρεσία.

8. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλου πριν από τη μονιμοποίησή του.