Άρθρο 4 Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής (άρθρα 2 και 3 της Οδηγίας)

Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται για την προστασία προσώπων που αναφέρουν ή αποκαλύπτουν:
α) παραβιάσεις ενωσιακού δικαίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο μέρος Ι του Παραρτήματος, στους τομείς:
αα) των δημόσιων συμβάσεων,
αβ) των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, προϊόντων και αγορών, καθώς και της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
αγ) της ασφάλειας και της συμμόρφωσης των προϊόντων,
αδ) της ασφάλειας των μεταφορών,
αε) της προστασίας του περιβάλλοντος,
αστ) της προστασίας από την ακτινοβολία και της πυρηνικής ασφάλειας,
αζ) της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών, καθώς και της υγείας και της καλής μεταχείρισης των ζώων,
αη) της δημόσιας υγείας,
αθ) της προστασίας των καταναλωτών,
αι) της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της ασφάλειας των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών,
β) παραβάσεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης του άρθρου 325 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.) και τα ειδικότερα οριζόμενα στα σχετικά ενωσιακά μέτρα,
γ) παραβιάσεις που σχετίζονται με την εσωτερική αγορά, όπως αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 26 της Σ.Λ.Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων των παραβιάσεων των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, καθώς και παραβιάσεων που αφορούν στην εσωτερική αγορά σχετικά με πράξεις που παραβαίνουν τους κανόνες για τη φορολογία των εταιρειών ή διακανονισμούς, σκοπός των οποίων είναι η διασφάλιση φορολογικού πλεονεκτήματος που ματαιώνει το αντικείμενο ή τον σκοπό της εφαρμοστέας νομοθεσίας περί φορολογίας εταιριών.

  • 13 Οκτωβρίου 2022, 21:34 | Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς

    Το μεγάλο πρόβλημα το οποίο διατρέχει το σύνολο του σχεδίου νόμου (βλ. ενδ. άρ. 1, 2 και άρ. 3 αρ. 11 του ΣχΝ) είναι ότι με το Σχέδιο Νόμου δεν αξιοποιείται η δυνατότητα που δίνεται στα Κράτη-Μέλη σύμφωνα με το άρ. 2 παρ. 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 “ να επεκτείνουν την προστασία βάσει του εθνικού δικαίου όσον αφορά τομείς ή πράξεις που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1 [του άρ. 2 της Οδηγίας, το οποίο αναπαράγεται σχεδόν αυτολεξεί στο άρ. 4 του ΣχΝ]”. Η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή είναι αντίθετη στην βέλτιστη πρακτική και θα προκαλέσει πλείστα προβλήματα στην πρακτική εφαρμογή του νομοθετήματος.
    Ένα υποθετικό παράδειγμα: έστω ότι κάποιος υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου θέλει, ενώ το ΣχΝ έχει πλέον γίνει νόμος του κράτους στη σημερινή μορφή του, να υποβάλλει αναφορά για απάτη που αφορά σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, το οποίο χρηματοδοτείται εξ ημισείας από ενωσιακούς και εθνικούς πόρους. Η απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων υπάγεται στον καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου (βάσει της αναφοράς στο άρ. 325 ΣΛΕΕ, που εντοπίζεται στην περ. β΄ του άρ. 4 του ΣχΝ), στο μέτρο όμως που από την αξιόποινη αυτή πράξη θίγεται και η ελληνική δημόσια περιουσία, η εν λόγω απάτη δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου. Επομένως, ο υπάλληλος του υποθετικού παραδείγματος θα απολαμβάνει και ταυτόχρονα δεν θα απολαμβάνει την προστασία του σχεδίου νόμου, μένοντας πιθανότατα εκτεθειμένος. Πολλά αντίστοιχα παραδείγματα άνισης μεταχείρισης παρόμοιων συμπεριφορών μπορούν να εντοπιστούν, και πιθανότατα θα προκύψουν στην πράξη.
    Περαιτέρω, δεν μπορεί να παροραθεί ότι η επιλογή να παραμείνει το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ΣχΝ προσδεδεμένο στις αρχικές προβλέψεις της Οδηγίας 2019/1937 έρχεται σε αντίθεση με νομοθετικές επιλογές άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών. Έτσι, λ.χ. ο γαλλικός νόμος ενσωμάτωσης της Οδηγίας, ο οποίος θεωρείται αρκούντως προστατευτικός για τα δικαιώματα των αναφερόντων προσώπων, ακολουθεί την επιλογή υπαγωγής σε αυτόν κάθε αναφοράς παραβίασης ή εγκλήματος, εσωτερικού ή ενωσιακού δικαίου. Παρόμοια επιλογή ακολουθήθηκε και στην ενσωμάτωση της Οδηγίας από την Κυπριακή Δημοκρατία (Νόμος 6(Ι)/2022 – νομός που προβλέπει για την προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβάσεις του ενωσιακού και εθνικού δίκαιου [ΦΕΚ 4872], Μέρος ΙΙΙ, άρ. 31-38), ενώ και το Κυβερνητικό Σχέδιο Ενσωμάτωσης της Οδηγίας που δημοσιεύτηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προβλέπει την εφαρμογή των προβλέψεων της Οδηγίας για κάθε (τουλάχιστον ποινικό) αδίκημα.
    Από την άποψη των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, η στενή προσέγγιση του ΣχΝ, δημιουργεί τον κίνδυνο να μην καλυφθούν επαρκώς εκκρεμείς συστάσεις της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ για την Δωροδοκία (OECD Working Group on Bribery) και της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς που λειτουργεί υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO).
    Συγκεκριμένα, στην Έκθεση που της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ για την Δωροδοκία που αφορά την χώρας και δημοσιεύτηκε, στο πλαίσιο της φάσης 4 των περιοδικών αξιολογήσεων που διεξάγει η εν λόγω Ομάδα Εργασίας, τον Μάρτιο του 2022, απευθύνεται προς την Ελλάδα η σύσταση «να θεσπίσει επειγόντως νομοθεσία που να παρέχει ισχυρές και αποτελεσματικές μορφές προστασίας από αντίποινα για πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα που αναφέρουν πράξεις που εγείρουν υποψίες τέλεσης αλλοδαπής δωροδοκίας» [σημ.: πρόκειται για την δωροδοκία αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών που δωροδοκούνται στο πλαίσιο διεθνών επιχειρηματικών συναλλαγών]. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με την έκθεση, οι εκπρόσωποι των Ελληνικών Αρχών είχαν αναφέρει ότι το ΣχΝ που είχαν τότε υπόψιν τους οι Αρχές, κάλυπτε ρητά τις περιπτώσεις αλλοδαπής δωροδοκίας, πράγμα που δεν ισχύει σύμφ. με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο. Για το θέμα βλ. την έκθεση με τίτλο Implementing the OECD Anti-Bribery Convention, Phase 4 Report Greece [2022], σελ. 20, προσπελάσιμη στον ιστότοπο: https://www.oecd.org/daf/anti-bribery/Greece-Phase-4-Report-EN.pdf )
    Ακόμη, στην έκθεση της GRECO, η οποία συνετάγη στο πλαίσιο του 5ου κύκλου αξιολόγησης του εν λόγω Διεθνούς Οργάνου και δημοσιεύτηκε επίσης τον Μάρτιο του 2022, περιλαμβάνεται σύσταση για την ενίσχυση των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) εντός της Αστυνομίας και την λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για την διευκόλυνση των αναφορών που σχετίζονται με την διαφθορά, στα οποία (μέτρα) περιλαμβάνεται η προσήκουσα εγγύηση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται για την σύσταση xvi. της εν λόγω έκθεσης (βλ. την Έκθεση Αξιολόγησης της Ελλάδας που εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της GRECO κατά την 89η Σύνοδό της και συντάχθηκε στο πλαίσιο του 5ου κύκλου αξιολόγησης, αρ. περ. 177, προσπελάσιμη [και στα ελληνικά] στον ιστότοπο: https://www.coe.int/en/web/greco/evaluations/greece ). Είναι προφανές ότι η έννοια της διαφθοράς δεν περιορίζεται στα στενά όρια του άρ. 4 του ΣχΝ, οπότε είναι απαραίτητη, και εξ αυτού του λόγου, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του, ώστε να καλύπτει το σύνολο των παραβιάσεων, ενωσιακού και ελληνικού δικαίου.

  • 6 Οκτωβρίου 2022, 13:44 | ARIS DANIKAS

    The Directive does not specifically refer to sexual harassment as a concern that can be raised by whistleblowers. However, the Directive states that EU countries can decide for themselves whether interpersonal workplace grievances (which could include sexual harassment claims) fall within the scope of the whistleblowing protection. Therefore, as the Directive only sets the minimum standards for whistleblowing laws, EU countries may go beyond the Directive and allow such issues to be covered in their own national whistleblowing law.
    Recommendation:
    According to the Directive, «EU countries may go beyond the Directive and allow such issues to be covered in their own national whistleblowing law» ,so what stopes Greece to implement, current laws regarding sexual harassments at the place of work within the scope of the Whistleblowing protection act?.

    Greece has a large documented problem with sexual harassment at the place of work.It is thus essential to include sexual harassment, and sexual discrimination within the scope of the whistleblower protection act.

  • 4 Οκτωβρίου 2022, 10:37 | Alex Tzanakakis

    Προτείνω να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των επισπευδόμενων διατάξεων, με σκοπό να προστατεύονται και οι καλόπιστοι whistleblowers που αναφέρουν σημαντικές παραβάσεις διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας. Δεν νομίζω ότι χρησιμεύει κάπου να γίνεται διάκριση μεταξύ ελληνικού και ευρωπαϊκού δικαίου. Αντίθετα, οι διατάξεις εάν ψηφιστούν ως έχουν θα προκαλέσουν ασάφεια και θα αποθαρρύνουν πολυάριθμους εν δυνάμει αναφέροντες, αν και ο σκοπός της Οδηγίας είναι ακριβώς ο αντίθετος.

  • 3 Οκτωβρίου 2022, 11:55 | ΔΗΜΗΤΡΗΣ Τ

    Σχετικά με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής αυτό περιορίζεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ μόνο σε παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου και όχι σε παραβιάσεις ακεραιότητας και διαφθοράς σε θέματα που άπτονται το εθνικό δίκαιο. Η εύλογη απορία είναι ότι θα υπάρχουν διαφορετικά μέτρα προστασίας σε αυτούς που καταγγέλλουν παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου σε σχέση με αυτούς που αναφέρουν παραβιάσεις του εθνικού δικαίου; είναι δίκαιη αυτή η διάκριση;