Άρθρο 10 Διαδικασία εσωτερικής υποβολής, παραλαβής και παρακολούθησης αναφοράς και αρμοδιότητες του Υ.Π.Π.Α. (παρ. 3 άρθρου 7 και άρθρο 9 της Οδηγίας)

1. Η εσωτερική αναφορά υποβάλλεται γραπτώς, ή προφορικώς, ή μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία λειτουργεί στον διαδικτυακό τόπο του δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα. Η προφορική αναφορά είναι δυνατό να γίνει μέσω τηλεφώνου ή άλλων συστημάτων φωνητικών μηνυμάτων, καθώς και μέσω προσωπικής συνάντησης με τον Υ.Π.Π.Α. εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κατόπιν αίτησης του αναφέροντος.
2. Οι Υ.Π.Π.Α. έχουν τις εξής αρμοδιότητες:
α) παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής αναφοράς εντός του φορέα και κοινοποιούν τις σχετικές πληροφορίες σε εμφανές σημείο του φορέα,
β) παραλαμβάνουν αναφορές σχετικά με παραβιάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος,
γ) βεβαιώνουν την παραλαβή της αναφοράς στον αναφέροντα εντός προθεσμίας επτά (7) εργάσιμων ημερών από την ημέρα παραλαβής,
δ) προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να επιληφθούν της αναφοράς τα αρμόδια όργανα του φορέα ή οι αρμόδιοι κατά περίπτωση φορείς, ή περατώνουν τη διαδικασία, αν η αναφορά δεν περιέχει περιστατικά τα οποία να στοιχειοθετούν παραβίαση του ενωσιακού δικαίου, ή να αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για τέτοια παραβίαση,
ε) διασφαλίζουν την προστασία της εμπιστευτικότητας της ταυτότητας του αναφέροντος και κάθε τρίτου που κατονομάζεται στην αναφορά, εμποδίζοντας την πρόσβαση σε αυτή σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα,
στ) παρακολουθούν τις αναφορές και διατηρούν επικοινωνία με τον αναφέροντα και, εφόσον απαιτείται, ζητούν περαιτέρω πληροφορίες από αυτόν,
ζ) παρέχουν ενημέρωση στον αναφέροντα για τις ενέργειες που αναλαμβάνονται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από τη βεβαίωση παραλαβής, ή εάν δεν έχει αποσταλεί βεβαίωση στον αναφέροντα, τους τρεις (3) μήνες από το πέρας των επτά (7) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αναφοράς,
η) παρέχουν σαφείς και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες για τις διαδικασίες υπό τις οποίες οι αναφορές μπορούν να υποβληθούν στην Ε.Α.Δ. και, κατά περίπτωση, σε δημόσιους φορείς ή θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
θ) σχεδιάζουν και συντονίζουν επιμορφωτικές δράσεις σχετικά με τη δεοντολογία και την ακεραιότητα, συμμετέχουν στη χάραξη εσωτερικών πολιτικών για την ενίσχυση της ακεραιότητας και της διαφάνειας στον φορέα.
3. Αν οι Υ.Π.Π.Α. εκτελούν και άλλα καθήκοντα, διασφαλίζεται ότι η άσκηση των καθηκόντων αυτών δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία τους και δεν οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντα της παρ. 2.

  • Η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.), που αποτελεί την τριτοβάθμια κοινωνική και συνδικαλιστική οργάνωση των ατόμων με αναπηρία, χρόνιες παθήσεις και των οικογενειών τους στη χώρα, με το παρόν έγγραφό της σας υποβάλλει τις προτάσεις της στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης επί του σχεδίου νόμου με τίτλο: «Προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις ενωσιακού δικαίου – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2019 (L 305)» στον διαδικτυακό τόπο της ανοιχτής διακυβέρνησης http://www.opengov.gr στις 13.10.2022
    Η Ε.Σ.Α.μεΑ. λαμβάνοντας υπόψη:
    α) την παρ. 6 του Άρθρου 21 του Συντάγματος της χώρας, σύμφωνα με την οποία «τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας»,
    β) τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ) για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, η οποία κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον ν. 4074/2012, ιδιαιτέρως δε το άρθρο 9 «Προσβασιμότητα» αυτής και ειδικότερα: i) την παρ. 1 του άρθρου 9 όπου προβλέπονται τα εξής: «1. Προκειμένου να επιτρέψουν στα άτομα με αναπηρίες να ζουν ανεξάρτητα και να συμμετέχουν πλήρως σε όλες τις πτυχές της ζωής, τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν στα άτομα με αναπηρίες την πρόσβαση, σε ίση βάση με τους άλλους, στο φυσικό περιβάλλον, τα μέσα μεταφοράς, την πληροφορία και τις επικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων και των τεχνολογιών και συστημάτων πληροφορίας και επικοινωνιών και σε άλλες εγκαταστάσεις και υπηρεσίες που είναι ανοικτές ή παρέχονται στο κοινό, τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές. Τα μέτρα αυτά, που θα συμπεριλαμβάνουν τον προσδιορισμό και την εξάλειψη των εμποδίων και κωλυμάτων προσβασιμότητας, θα ισχύουν, μεταξύ άλλων, για: α. […], β. τις πληροφορίες, τις επικοινωνίες και λοιπές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης»,
    γ) τα άρθρα 61-66 του ν.4488/2017, ο οποίος περιλαμβάνει τις κατευθυντήριες και οργανωτικές διατάξεις υλοποίησης της Σύμβασης, ιδίως δε την παρ. 1 του άρθρου 61 στην οποία αναφέρεται ότι: «1. Κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υποχρεούται να διασφαλίζει την ισότιμη άσκηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία στο πεδίο των αρμοδιοτήτων ή δραστηριοτήτων του, λαμβάνοντας κάθε πρόσφορο μέτρο και απέχοντας από οποιαδήποτε ενέργεια ή πρακτική που ενδέχεται να θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία. Ιδίως υποχρεούται: α) να αφαιρεί υφιστάμενα εμπόδια κάθε είδους, β) να τηρεί τις αρχές καθολικού σχεδιασμού σε κάθε τομέα της αρμοδιότητάς του ή της δραστηριοποίησής του, προκειμένου να διασφαλίζει για τα άτομα με αναπηρία την προσβασιμότητα των υποδομών, των υπηρεσιών ή των αγαθών που προσφέρει, γ) να παρέχει, όπου απαιτείται σε συγκεκριμένη περίπτωση, εύλογες προσαρμογές υπό τη μορφή εξατομικευμένων και κατάλληλων τροποποιήσεων, ρυθμίσεων και ενδεδειγμένων μέτρων, χωρίς την επιβολή δυσανάλογου ή αδικαιολόγητου βάρους, δ) να απέχει από πρακτικές, κριτήρια, συνήθειες και συμπεριφορές που συνεπάγονται διακρίσεις σε βάρος των ατόμων με αναπηρία, ε) να προάγει με θετικά μέτρα την ισότιμη συμμετοχή και άσκηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία στον τομέα της αρμοδιότητας ή δραστηριότητάς του»,
    δ) το Κεφάλαιο Η΄ του ν.4727/2020, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική μας νομοθεσία η Οδηγία (ΕΕ) 2016/2102 για την προσβασιμότητα των ιστότοπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα και το οποίο θεσπίζει τους κανόνες, όρους, προϋποθέσεις και απαιτήσεις για την κατασκευή, το περιεχόμενο και τη λειτουργία των ιστότοπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα προκειμένου να καταστούν προσβάσιμοι/ες στους χρήστες με αναπηρία, και την ΥΑΠ/Φ.40.4/1/989 «Κύρωση Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης», όπου στο Παράρτημα Ι (στην ενότητα 7 «Προσβασιμότητα», ΚΥ. 49 -Βλ. επίσης ΚΠ.27), στην οποία ορί-ζεται ότι οι δημόσιοι διαδικτυακοί τόποι πρέπει να συμμορφώνονται με το πρότυπο «Οδηγίες για την Προσβασιμότητα του Περιεχομένου του Ιστού» (WCAG) έκδοση 2.0, επίπεδο προσβασιμότη-τας τουλάχιστον «ΑΑ», το οποίο αποτελεί το de facto πρότυπο ηλεκτρονικής προσβασιμότητας,
    ε) τον ν.4443/2016, με τον οποίο ενσωματώθηκε εκ νέου στην εθνική μας νομοθεσία η Οδηγία 2000/78 που αφορά στην ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία, στον οποίο προβλέπεται η παροχή εύλογων προσαρμογών σε εργαζόμενους με αναπηρία ή/και χρόνια πάθηση (βλ. άρθρα 2 και 5).
    προτείνει τα εξής:
    Α. Η παρ. 1 του άρθρου 10 «Διαδικασία εσωτερικής υποβολής, παραλαβής και παρακολούθησης αναφοράς και αρμοδιότητες του Υ.Π.Π.Α.» (παρ. 3 άρθρου 7 και άρθρο 9 της Οδηγίας)» να συμπληρωθεί ως ακολούθως:
    «1. Η εσωτερική αναφορά υποβάλλεται γραπτώς, ή προφορικώς, ή μέσω πλήρους προσβάσιμης σε όλους ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία λειτουργεί στον διαδικτυακό τόπο του δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα. Η προφορική αναφορά είναι δυνατό να γίνει μέσω τηλεφώνου ή άλλων συστημάτων φωνητικών μηνυμάτων, καθώς και μέσω προσωπικής συνάντησης με τον Υ.Π.Π.Α. εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κατόπιν αίτησης του αναφέροντος […]».
    Αιτιολόγηση: η προαναφερθείσα πρότασή μας βασίζεται στις προβλέψεις της εθνικής νομοθεσίας (ν.4074/2012-άρθρο 9, ν. 4488/2017-άρθρο 61, ν.4727/2020 – Κεφάλαιο Η’)

  • 11 Οκτωβρίου 2022, 16:31 | ΜΑΡΙΑ ΠΕΤΣΑΛΑΚΗ

    Με τι κριτήρια θα αποφαίνεται ο ΥΠΠΑ /Σύμβουλος Ακεραιότητας, ώστε να είναι επαρκώς αιτιολογημένη η κρίση του, ότι τα περιστατικά που περιέχει η αναφορά ¨»στοιχειοθετούν παραβίαση του ενωσιακού δικαίου » ,ή δε στοιχειοθετούν, ή αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για τέτοια παραβίαση ; Δεδομένου του όγκου και της πολυπλοκότητας της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που διέπει το ενωσιακό δίκαιο το σχετικό με τις υποθέσεις του άρθρου 4 του παρόντος νομοσχεδίου, θα έπρεπε να υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια ώστε να μην κινδυνεύει ο ΥΠΠΑ /Σύμβουλος Ακεραιότητας για παραβίαση/ κακή άσκηση των καθηκόντων του, ποινικά , αστικά , πειθαρχικά (άρθ. 25 παρ. 3 ν. 4795/2021 -υπαίτια πράξη η παράλειψη είναι πειθαρχικό αδίκημα κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα , ακόμα κι από απλή αμέλεια , εφόσον αυτή δεν εξαιρείται ρητά -Δείτε και σχόλιό μου για το άρθρο 8 του παρόντος νομοσχεδίου ) . Παρακαλώ πολύ στηρίξτε το θεσμό και του θεσμό του Συμβούλου Ακεραιότητας , ώστε να μην κινδυνεύουν υπερβολικά ή και ανυπαίτια οι υπάλληλοι που αναλαμβάνουν, και κατ επέκταση και οι ίδιοι οι θεσμοί (μιλάω ως τοποθετημένη ήδη Σύμβουλος Ακεραιότητας).

    Επίσης :Κατά τη γνώμη μου χρειάζεται να δοθεί εξουσιοδοτική διάταξη για τη συγκεκριμενοποίηση της διαδικασίας διαβίβασης της αναφοράς στους αρμόδιους κατά περίπτωση φορείς. Ανάλογη εξουσιοδοτική διάταξη τέθηκε μόνο για την διαβίβαση στους αρμόδιους φορείς των αναφορών που παραλαμβάνει η ΕΑΔ (βλ. άρθρο 24 παρ. 5 του παρόντος νομοσχεδίου, σε αντιδιαστολή με την παρ. 4 όπου δε γίνεται αναφορά στους «διαδικασία διαβίβασης » εκ μέρους του Δημοσίου ) χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος.

  • 5 Οκτωβρίου 2022, 09:47 | ΑΘΗΝΑ ΜΠΙΡΜΠΑΚΟΥ

    Κατηγοριοποίηση Μαρτύρων Δημοσίου Συμφέροντος.
    Οι μάρτυρες στην ποινική διαδικασία χωρίζονται σε κατηγορίες.
    Σύμφωνα με τον Κ.Π.Δ. 82 ,αυτός που δηλώνει ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας ,αποκτά την ιδιότητα του διάδικου αμέσως μετα την δήλωση του κατά της διατυπώσεις του άρθρου 83.
    Σύμφωνα όμως με την διάταξη 87 του Κ.Π.Δ η δήλωση για την υποστήριξη της κατηγορίας μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της προδικασίας να κηρυχθεί απαράδεκτη από το συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτάπαγκελτα.
    Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της υποστήριξης της κατηγορίας σε αδικήματα διαφθοράς,(για Εισαγγελικούς Λειτουργούς, Δικαστικούς Υπαλλήλους, Ανακριτικούς Υπαλλήλους, Αιρετούς , Πολιτικά Πρόσωπα, όπου υπηρετούν σε δημόσιες υπηρεσίες) ειδικότερα δε μεταγενέστερα της Κοινής Δήλωσης των ηγετών της G20 όπου οι ηγέτες επισήμαναν εκ νέου την αναγνώριση της ευθηνής των νομικών προσώπων, καθότι είναι κρίσιμη για την παγκόσμια μάχη κατά της διαφθοράς.
    Ωστόσο κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η δίωξη ή η καταδίκη κάποιου φυσικού προσώπου (το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει απροστάτευτο, από πράξεις αντεκδίκησης) για αδικήματα σε σχέση με την λειτουργεία της δικαστικής εξουσίας (δωροληψίας-δωροδοκίας) δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι υπηρετούν σε μικρές επαρχιακές πόλης, όπου η διαφθορά και ο επηρεασμός δικαστικών λειτουργών αναπτύσσετε εύκολα εξαιτίας των ιδιάζουσων σχέσεων που αναπτύσσονται σε κλειστούς εργασιακούς κύκλους.
    Η δικαστική ανεξαρτησία πάρα ταύτα, τα τελευταία χρόνια έχει κλονισθεί καθότι αποφάσεις που απαλλάσσουν ποινικών κυρώσεων, ιδίως πολιτικών αξιωματούχων, έχει αρχίσει να κλονίζει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, καθότι δεν είναι λίγα τα παραδείγματα όπου ενώ συνίσταται στην δικαιοδοσία του πολιτικού προσωπικού της χώρας η πρωτοβουλία ανάθεσης νομοθετικών διατάξεων κατά της διαφθοράς, μέχρι σήμερα η ιδιωτική διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται ποινικά, ενώ δεν υπάρχει ειδική περί της διάταξης νομοθεσία περί αθέμιτου ανταγωνισμού.(146/1914). Η ανάθεση ως εκ τούτου προστασίας του έργου των δικαστικών λειτουργών από επεμβάσεις οργάνων των άλλων λειτουργιών, προστάζει την προστασία μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, όπου καταγγέλλουν αδικήματα διαφθοράς και διαπλοκής μεταξύ πολιτικών δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι είτε από παράλειψη είτε από αμέλεια καταχράζονται την θέση εξουσίας προς όφελος πολιτικών προσώπων με σκοπώ την προσωπική τους ανάδειξη στο δικαστικό σώμα και την διατήρηση των πρώτων στην εξουσία.(τρόπος εξέλιξης δικαστικών λειτουργών) Η αρχή της διάκρισης των λειτουργειών αποτελεί εγγυητής της θεμελιώδους αρχής του Κράτους Δικαίου, της λαϊκής κυριαρχίας η οποία θεμελιώνεται συνταγματικά στο άρθρο 26 .
    Ως εκ τούτου η αρμοδιότητα του οργάνου όπου θα εκδίδει την πράξη χαρακτηρισμού της ιδιότητας του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να γίνεται από ανεξάρτητους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι δεν υπηρετούν στο Εθνικό Δίκαιο.