- Το βιομεθάνιο που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του παρόντος προέρχεται από την αναβάθμιση και τον καθαρισμό του βιοαερίου που παράγεται από βιομάζα ή από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αστικών ή βιομηχανικών αποβλήτων.
- Το χωνεμένο υπόλειμμα των μονάδων βιομεθανίου υπόκειται σε επεξεργασία τουλάχιστον μηχανικού διαχωρισμού για την παραγωγή εδαφοβελτιωτικού/λιπάσματος σε στερεή και υγρή μορφή, το οποίο διατίθεται σύμφωνα με α)
την υπ’ αρ. 166640/3.3.2013 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Β’ 554), περί μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας με χρήση βιοαερίου, αν δεν έχει χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη, ιλύς, προερχόμενη από εγκαταστάσεις επεξεργασίας αστικών λυμάτων και οργανικό κλάσμα σύμμεικτων στερεών αστικών απορριμμάτων της, β) την υπ’ αρ. 41828/630/18.4.2023 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β’ 2692), περί χρησιμοποίησης επεξεργασμένης ιλύος στη γεωργία, αν στις πρώτες ύλες περιλαμβάνεται και ιλύς που προέρχεται από εγκαταστάσεις επεξεργασίας αστικών λυμάτων, ενώ δεν περιλαμβάνεται οργανικό κλάσμα σύμμεικτων στερεών αστικών απορριμμάτων, και γ) την υπ’ αρ. 56366/4351/4.12.2014 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Β’ 3339), περί μηχανικής – βιολογικής επεξεργασίας σύμμεικτων αστικών αποβλήτων, αν στις πρώτες ύλες περιλαμβάνεται και οργανικό κλάσμα σύμμεικτων στερεών αστικών απορριμμάτων. - Για τις θερμικές ανάγκες της μονάδας παραγωγής βιομεθανίου σε κανονική λειτουργία χρησιμοποιείται μέρος του παραγόμενου βιοαερίου, είτε σε λέβητα καύσης, είτε σε μονάδα συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας με ιδιοκατανάλωση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Οι εγκαταστάσεις αυτές θεωρούνται μέρος της μονάδας παραγωγής βιομεθανίου.
Άρθρο 4 Παρ. 3 – Ιδιοκατανάλωση Βιοαερίου
Οι θερμικές ανάγκες μιας τυπικής μονάδας παραγωγής βιομεθανίου αντιστοιχούν περίπου στο 18%-20% της συνολικής θερμικής ενέργειας που παράγεται. Συνεπώς, όταν επιβάλλεται υποχρεωτικά η ιδιοκατανάλωση, η διαθέσιμη ποσότητα βιομεθανίου που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί εμπορικά μειώνεται αναλογικά.
Η επιβολή μιας τέτοιας υποχρέωσης συνεπάγεται ότι ο παραγωγός είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει για τις εσωτερικές του ανάγκες ένα καύσιμο υψηλής αξίας και κόστους, δεδομένου ότι πρόκειται συχνά για καύσιμο με ουδέτερο ή ακόμα και αρνητικό ανθρακικό αποτύπωμα. Αυτό οδηγεί σε απώλεια της δυνατότητας εμπορικής αξιοποίησης των αντίστοιχων ποσοτήτων ενέργειας, με άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική αποδοτικότητα της παραγωγής. Ενδεικτικά η θέρμανση μπορεί να γίνει με χρήση αντλιών θερμότητας με πολύ μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση από την καύση του βιοαερίου.
Επιπρόσθετα, σε καμία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η υποχρεωτική ιδιοκατανάλωση βιοαερίου για θερμική ενέργεια δεν αποτελεί καθιερωμένη πρακτική. Ο περιορισμός των δυνατοτήτων επιλογής και ευελιξίας των παραγωγών καθιστά λιγότερο ελκυστικό έναν κλάδo, ο οποίος ήδη αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας που συνδέεται με όλη τη διαδικασία παραγωγής και εμπορίας του βιοαερίου.
Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η κατάργηση της υποχρεωτικής ιδιοκατανάλωσης βιοαερίου, ώστε οι παραγωγοί να έχουν πλήρη ελευθερία να αποφασίζουν οι ίδιοι τον τρόπο κάλυψης των θερμικών τους αναγκών.
Ως Ελληνική Εταιρεία Ανάπτυξης Βιομάζας (ΕΛΕΑΒΙΟΜ), σύνδεσμος ΑΠΕ που στοχεύει στη βιώσιμη αξιοποίηση της στερεής κυρίως βιομάζας προς βιοενέργεια και βιοπροϊόντα, προτείνουμε να υπάρξει πρόβλεψη για μελλοντική δυνατότητα παραγωγής βιομεθανίου μέσω της αξιοποίησης στερεής λιγνοκυτταρινούχας βιομάζας ειδικότερα.
Η αεριοποίηση φυτικής λιγνοκυτταρινούχας βιομάζας εξελίσσεται και μπορεί να αποτελέσει σταδιακά μία συμπληρωματική και αξιόπιστη τεχνολογία παραγωγής ανανεώσιμων αερίων και να αξιοποιηθεί παράλληλα προς την τεχνολογία της αναερόβιας χώνευσης σε περιοχές της χώρας με πλούσιο δυναμικό σε στερεά αγρωστώδη και ξυλώδη υπολείμματα, όπως άχυρο σιτηρών, κλαδέματα. Μόνο το θεωρητικό δυναμικό άχυρου σιτηρών εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 1 mi ton/yr ή 2,3 TWh/yr. Αντίστοιχη εικόνα υπάρχει για κλαδέματα και εκριζώσεις δενδροκαλλιεργειών. Ήδη στη χώρα μας υφίσταται ένας πολύ περιορισμένος αριθμός μονάδων ηλεκτροπαραγωγής μέσω αεριοποίησης στερεής λιγνοκυτταρινούχας βιομάζας.
Σε περιοχές όπου παρατηρείται ταυτόχρονα αξιόλογο δυναμικό οργανικής ύλης από την κτηνοτροφία, αγροτοβιομηχανία και αγροδιατροφικό κλάδο αφενός, και στερεής αγρωστώδους και ξυλώδους βιομάζας αφετέρου, θα μπορούσαν να συνδυαστούν σε ενιαίες μονάδες ΑΧ και Αεριοποίησης, λαμβάνοντας τα οφέλη και από τις δύο τεχνολογίες, τόσο στο ενεργειακό σκέλος (ανανεώσιμα αέρια Syngas, Βιομεθάνιο προς το δίκτυο ή BioLNG όπου δεν υπάρχει δίκτυο και ανανεώσιμη θερμότητα για τις ανάγκες των διεργασιών), όσο και στο αγροτικό και κλιματικό σκέλος με χρήση συνδυασμένου χωνεμένου οργανικού υπολείμματος και βιοεξανθρακώματος/βιάνθρακα (biochar) ως εδαφοβελτιωτικό και μέσο μόνιμης δέσμευσης άνθρακα.
Θεωρούμε σημαντική/απαραίτητη τη διαγραφή της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.
Η απαίτηση η μονάδα παραγωγής βιομεθανίου να ιδιοκαταναλώνει το προϊόν της αυξάνει κατακόρυφα το ενεργειακό κόστος της εν λόγω μονάδας, μειώνει τη διαθεσιμότητα του εμπορεύσιμου βιομεθανίου και συνεπώς αυξάνει την τιμή πώλησης του παραγόμενου βιομεθανίου.
Αφενός με γνώμονα τη λογική, αφετέρου αναγνωρίζοντας πως δεν υπάρχει καμμία αντίστοιχη απαίτηση σε εθνικά πλαίσια βιομεθανίου άλλων ευρωπαϊκών κρατών, η συγκεκριμένη παράγραφος θα πρέπει να διαγραφεί.
Άρθρο 4 – Παράγραφος 3
Η παράγραφος 3 προτείνεται να απαλειφθεί. Ο παραγωγός πρέπει να έχει την ευελιξία να χρησιμοποιεί για την παραγωγή θερμικής ενέργειας όποια πηγή ενέργειας μπορεί να επιλέξει (μηχανή συμπαραγωγής, φωτοβολταϊκό, φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια από το δίκτυο κλπ.).
Άρθρο 4, Παράγραφος 3 – Κάλυψη Θερμικών Αναγκών Μονάδας Παραγωγής Βιομεθανίου
Προτείνεται η άρση της υποχρεωτικότητας στην ιδιοκατανάλωση βιοαερίου για την κάλυψη θερμικών αναγκών της μονάδας παραγωγής βιομεθανίου, δίνοντας στον παραγωγό την ευελιξία να επιλέγει τον τρόπο κάλυψης των θερμικών του αναγκών.
Μια τυπική μονάδα παραγωγής βιομεθανίου εκτιμάται ότι οι ανάγκες θερμικής ενέργειας της ανέρχονται σε ποσοστό 18%–20% της συνολικής παραγόμενης θερμικής ενέργειας. Κατ’ επέκταση, σε περίπτωση ιδιοκατανάλωσης, μειώνεται κατά το ίδιο ποσοστό η ποσότητα διαθέσιμου και εμπορεύσιμου βιομεθανίου.
Η επιβολή υποχρεωτικής ιδιοκατανάλωσης θα συνεπάγεται με υποχρέωση του παραγωγού να καταναλώνει για ιδίες ανάγκες ένα Premium και κατ’ επέκταση ακριβό καύσιμο (δεδομένου ότι στις περισσότερες περιπτώσεις μιλάμε για καύσιμο είτε με αρνητικό είτε με ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα), χάνοντας παράλληλα την δυνατότητα εμπορικής διάθεσης των συγκεκριμένων ποσοτήτων ενέργειας.
Επιπλέον, η υποχρεωτική ιδιοκατανάλωση βιοαερίου για κάλυψη θερμικών αναγκών δεν αποτελεί καθιερωμένη πρακτική σε καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για όλους τους παραπάνω λόγους. Ο περιορισμός των διαθέσιμων επιλογών και ευελιξίας κατά την επένδυση, συμβάλλει στην περαιτέρω αποδυνάμωση της ελκυστικότητας ενός κλάδου ήδη ιδιαίτερα επιβαρυμένου λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας που εντοπίζει κάποιος σε όλο το φάσμα της δραστηριότητας και του κύκλου παραγωγής του καυσίμου.
Συμφωνώντας με το σκεπτικό του σχολίου από CBS της 6-6-25, προτείνω την τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 4 ως εξής:
3. Για τις θερμικές ανάγκες της μονάδας παραγωγής βιομεθανίου σε κανονική λειτουργία χρησιμοποιείται οποιαδήποτε μορφή ανανεώσιμης πηγής (ηλιακή, γεωθερμία, βιομάζα κλπ.), μέρος του παραγόμενου βιοαερίου με απευθείας καύση ή συμπαραγόμενη θερμότητα από ηλεκτροπαραγωγή με χρήση του παραγόμενου βιοαερίου.
Το εν λόγω άρθρο παρουσιάζει ένα σοβαρό ενεργειακό και στρατηγικό παράδοξο. Ενώ η εθνική ενεργειακή στρατηγική στοχεύει αφενός στη δραστική μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου (ΦΑ) και αφετέρου στην αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας ιδίως κατά τις ώρες υψηλής παραγωγής από ΑΠΕ, εντούτοις προτείνεται η κατανάλωση του πολύτιμου βιοαερίου για ίδιες θερμικές ανάγκες των μονάδων βιομεθανίου, ακόμη και μέσω ΣΗΘ.
Αυτό είναι αντιπαραγωγικό για τους εξής λόγους:
Αντίφαση με τον στόχο του εξηλεκτρισμού: Η χρήση του βιοαερίου για παραγωγή θερμότητας ή ηλεκτρισμού προς ιδιοκατανάλωση υπονομεύει τον βασικό στόχο της πλήρους μετάβασης των μονάδων σε καθαρό βιομεθάνιο για διοχέτευση στο δίκτυο, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει άμεσα εισαγόμενο ΦΑ.
Σπατάλη ηλεκτρικού χώρου: Η διατήρηση ή εγκατάσταση μονάδων ΣΗΘ εντός των μονάδων βιομεθανίου δεσμεύει πολύτιμο ηλεκτρικό χώρο στο δίκτυο, που διαφορετικά θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από φωτοβολταϊκά αυτοκατανάλωσης ή άλλες ΑΠΕ με εξυπνότερη διαχείριση φορτίων. Η πλήρης ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ και αποθήκευση αποτελεί προτεραιότητα.
Διπλή επιβάρυνση για το σύστημα: Αντί να ενισχύεται η καθαρή διοχέτευση βιομεθανίου στο δίκτυο, η κατανάλωσή του επιτόπου όχι μόνο δεν υποκαθιστά εισαγόμενο ΦΑ, αλλά επιπλέον δημιουργεί νέες ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια, που θα μπορούσαν να καλυφθούν από το δίκτυο ειδικά σε ώρες υπερπαραγωγής από ΑΠΕ — και όχι από ΣΗΘ με βιοαέριο.
Κίνδυνος νομιμοποίησης τεχνητής αυτοκατανάλωσης: Το να θεωρούνται αυτές οι μονάδες εγγενές μέρος της παραγωγής βιομεθανίου, ενδέχεται να οδηγήσει σε διασταλτική χρήση του όρου, επιτρέποντας στο μέλλον την υποβάθμιση της αξίας του βιομεθανίου ως προϊόντος δικτύου και υποκατάστατου ΦΑ.
Πρόταση: Αντί να καίγεται το βιοαέριο τοπικά, πρέπει να ενθαρρύνεται η πλήρης αναβάθμισή του σε βιομεθάνιο και διοχέτευση στο δίκτυο, με κάλυψη των θερμικών και ηλεκτρικών αναγκών της μονάδας από ΑΠΕ και δίκτυο. Επιπλέον, η εξοικονόμηση ηλεκτρικού χώρου από την απομάκρυνση των ΣΗΘ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για φωτοβολταϊκά συστήματα αυτοκατανάλωσης σε συνδυασμό με αποθήκευση, ενισχύοντας περαιτέρω την ενεργειακή αυτονομία και την αποσυμφόρηση του δικτύου.