Άρθρο 49
Κωλύματα διορισμού – Τροποποίηση άρθρου 16 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 16 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί ποινικής καταδίκης, στερητικής ή επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «, ανάκληση διορισμού», β) η παρ. 1 αντικαθίσταται, γ) προστίθεται παρ. 1α, και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 16 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 16
Ποινική καταδίκη, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση, ανάκληση διορισμού
- Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
α) Όσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, απάτη με υπολογιστή, εκβίαση, πλαστογραφία, πλαστογραφία πιστοποιητικών, απιστία δικηγόρου, απιστία, δωροληψία, δωροδοκία, παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου, παράβαση καθήκοντος, ψευδή βεβαίωση, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφων, οποιοδήποτε άλλο έγκλημα σχετικά με την υπηρεσία, οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, οποιοδήποτε έγκλημα του Τέταρτου και Πέμπτου Κεφαλαίου του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί εγκλημάτων κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής, της Κυβέρνησης και οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και περί προσβολών κατά της πολιτειακής εξουσίας, αντίστοιχα, οποιοδήποτε έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις – τρομοκρατική οργάνωση, αξιόποινη υποστήριξη, παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, λαθρεμπορίας, όπλων, πυρομαχικών και τυχερών παιχνιδιών, τουλάχιστον δύο (2) φορές για συκοφαντική δυσφήμηση, τουλάχιστον δύο (2) φορές για ψευδή καταμήνυση,
β) όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή με απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα της περ. α’ έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί,
γ) αυτοί στους οποίους έχει επιβληθεί η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης δημόσιας θέσης ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος, που κατέχουν, και όσοι έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή,
δ) όσοι τελούν υπό δικαστική συµπαράσταση, στερητική ή επικουρική, πλήρη ή μερική,
ε) αυτοί των οποίων έχει ανακληθεί ο διορισμός, εφόσον προκλήθηκε με δόλο ή παρανομία από τους ίδιους σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 27 ή άλλη αντίστοιχη διάταξη, αν δεν παρέλθει δεκαετία από την ανάκληση. Για τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17.
1α. Το κώλυμα των περ. α) και β) της παρ. 1 αφορά και σε περιπτώσεις καταδίκης ή παραπομπής για απόπειρα τέλεσης ή για συμμετοχή στην τέλεση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1.
- Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση του διατάγματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος, που αίρει τις συνέπειες της ποινής.».
Άρθρο 50
Τροποποίηση της χρονικής περιόδου για διορισμό σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικούς λόγους – Τροποποίηση άρθρου 17 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 17 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί απόλυσης από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) μετά τις λέξεις «δημόσιου τομέα» προστίθενται οι λέξεις «, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), καθώς και από τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνονται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο», β) η λέξη «πενταετία» αντικαθίσταται από τη λέξη «δεκαετία» και το άρθρο 17 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 17
Απόλυση από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους
Δεν διορίζονται υπάλληλοι όσοι απολύθηκαν από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζομένου, αν δεν παρέλθει δεκαετία από την απόλυση.
Για τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος διορισμού υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από την αρμόδια υπηρεσία διορισμού με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο Απογραφής Ελληνικού Δημοσίου.».
Άρθρο 51
Προθεσμία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 27 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 27 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί ανάκλησης διορισμού, προστίθεται παρ. 5 και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 27 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 27
Ανάκληση διορισμού
- Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικά, εάν ο διοριζόμενος δεν αποδέχτηκε τον διορισμό ρητώς ή σιωπηρώς ή δεν εκπλήρωσε άλλες νόμιμες πρόσθετες υποχρεώσεις πριν από την ανάληψη υπηρεσίας.
- Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 12 και 16.
- Ο υπάλληλος, του οποίου η πράξη διορισμού ανακλήθηκε κατά την παρ. 2, υπέχει τις ευθύνες των δημοσίων υπαλλήλων για τον χρόνο κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντα του και οι πράξεις του είναι έγκυρες.
- Οι διατάξεις της παρ. 2 για απαγόρευση ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας δεν εφαρμόζονται, όταν η πράξη διορισμού ακυρώνεται δικαστικώς.
- Η διάρκεια της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού από το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες.».
Άρθρο 52
Χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων μη υπολογιζόμενος για προαγωγή – Τροποποίηση άρθρου 91 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 91 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί χρόνου που δεν υπολογίζεται για προαγωγή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. β), αα) πριν από τη λέξη «αργίας» προστίθενται οι λέξεις «αναστολής άσκησης καθηκόντων ή/και της», αβ) η λέξη «επήλθε» αντικαθίσταται από τη λέξη «επιβλήθηκε», αγ) μετά τη λέξη «κατέληξε» προστίθεται η λέξη «αμετάκλητα», β) η περ. στ), περί του χρόνου αναστολής άσκησης καθηκόντων, καταργείται και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 91 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 91
Χρόνος μη υπολογιζόμενος για προαγωγή
Στον χρόνο για προαγωγή δεν υπολογίζεται: α) ο χρόνος της διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος της αναστολής άσκησης καθηκόντων ή/και της αργίας που επιβλήθηκε είτε εξαιτίας ποινικής δίωξης που κατέληξε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε αμετάκλητα σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3) μηνών, γ) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της προσωρινής παύσης, και ε) ο χρόνος της άδειας άνευ αποδοχών που δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας.».
Άρθρο 53
Αύξηση των περιπτώσεων θέσης υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 107 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων ν. 3584/2007, Α’ 143), περί απαρίθμησης πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1 αα) στην περ. α), (i) μετά τις λέξεις «προσωρινής κράτησης» προστίθενται οι λέξεις «σύλληψης ή βούλευμα ή», (ii) μετά τις λέξεις «με εγγύηση» προστίθενται οι λέξεις «ή ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής ή της απόφασης ή ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης της ποινής ή της απόφασης ή επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης», αβ) προστίθεται περ. δ), β) στην παρ. 2 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 107 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 107
Αυτοδίκαιη αργία
- Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:
α) Ο υπάλληλος, ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή σύλληψης ή βούλευμα ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση ή ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής ή της απόφασης ή ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης,
β) ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή,
γ) ο υπάλληλος, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής,
- Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Υπάλληλος, ο οποίος τέθηκε σε αργία σύμφωνα με τις περ. γ’ και δ’ της παρ. 1 επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
- Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο.».
Άρθρο 54
Άρση αναστολής άσκησης καθηκόντων, αρμόδιο όργανο έκδοσης πράξης δυνητικής αργίας ή επαναφοράς στα καθήκοντα υπαλλήλου – Δυνατότητα υποχρεωτικής μετακίνησης υπαλλήλου ως διοικητικού μέτρου –
Τροποποίηση άρθρου 108 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 108 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί δυνητικής θέσης σε αργία και αναστολής άσκησης καθηκόντων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «- Μετακίνηση υπαλλήλου», β) στην παρ. 1, βα) στο εισαγωγικό εδάφιο, μετά τη λέξη «αργία» προστίθενται οι λέξεις «, κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου,», γ) στην παρ. 2, γα) το δεύτερο εδάφιο, περί του χρόνου γνωμοδότησης από το πειθαρχικό συμβούλιο για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία, καταργείται, γβ) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, δ) το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαθίσταται, ε) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 πριν από τις λέξεις «πειθαρχικής απόφασης» προστίθενται οι λέξεις «την κοινοποίηση», στ) προστίθεται παρ. 6, και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 108 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 108
Δυνητική θέση σε αργία – Αναστολή άσκησης καθηκόντων – Μετακίνηση υπαλλήλου
- Αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία, κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου, ο υπάλληλος, κατά του οποίου:
α) Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα, το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό,
β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή
γ) υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή.
- Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και πριν γνωμοδοτήσει το πειθαρχικό συμβούλιο, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο από το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης του φορέα, όπου υπηρετεί, το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του. Η αναστολή άσκησης καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως, εάν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του μέτρου της αναστολής δεν του κοινοποιηθεί η πράξη της παρ. 3 κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου.
- Η πράξη, με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης ύστερα από γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία απαιτείται προηγούμενη ακρόαση αυτού από το πειθαρχικό συμβούλιο.
- Εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει, ύστερα από ερώτημα του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για τη συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά από την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.
- Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της σχετικής πράξης. Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς ή αυτοδίκαια από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης που δεν συνεπάγεται έκπτωση ή την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης, η οποία δεν επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή από τη συμπλήρωση της διετίας κατά την παρ. 4.
- Σε περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, ο υπάλληλος δύναται, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, να μετακινείται υποχρεωτικά από την οργανική μονάδα, όπου υπηρετεί, για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της διαδικασίας διερεύνησης διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος ή ποινικού αδικήματος και της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας.».
Άρθρο 55
Δυνατότητα επιστροφής στην οργανική μονάδα σε περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης – Τροποποίηση άρθρου 109 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 109 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί συνεπειών της αργίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «, αναστολής άσκησης καθηκόντων – υποχρεωτικής μετακίνησης», β) στην παρ. 1, μετά τις λέξεις «ο οποίος» προστίθενται οι λέξεις «έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων ή», γ) στην παρ. 2, γα) στο δεύτερο εδάφιο, i) η λέξη «τελεσίδικη» αντικαθίσταται από τη λέξη «αμετάκλητη», ii) οι λέξεις «με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αμετάκλητα με πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών», γβ) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «από κάθε πειθαρχική ευθύνη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αμετάκλητα από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή», δ) στην παρ. 3, δα) μετά τη λέξη «επιβλήθηκε» προστίθενται οι λέξεις «από το πειθαρχικό συμβούλιο», δβ) οι λέξεις «για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παύει να», ε) η παρ. 4 αντικαθίσταται, στ) προστίθεται παρ. 5 και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 109 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 109
Συνέπειες αργίας, αναστολής άσκησης καθηκόντων – υποχρεωτικής μετακίνησης
- Ο υπάλληλος, ο οποίος έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων ή τελεί σε κατάσταση αργίας, απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.
- Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή αναστολής άσκησης καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί αμετάκλητα με πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί αμετάκλητα από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε. Ειδικά στην περίπτωση αναστολής άσκησης καθηκόντων το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής επιστρέφεται σε περίπτωση που ο υπάλληλος δεν τεθεί σε δυνητική αργία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 108.
- Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, παύει να δικαιούται αποδοχές αργίας.
- Κατά τη διάρκεια της αργίας και της αναστολής άσκησης καθηκόντων εφαρμόζονται τα άρθρα 38 έως 42 και δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή του υπαλλήλου.
- Σε περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 108, ο υπάλληλος δύναται να επανέλθει κατόπιν αίτησής του στην οργανική μονάδα, από την οποία μετακινήθηκε, εφόσον απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ή ποινική ευθύνη ή δεν του επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή του επιβληθεί πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών.».
Άρθρο 56
Αντικατάσταση των υφιστάμενων πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων και Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα ως πειθαρχικό όργανο – Τροποποίηση άρθρου 120 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Το άρθρο 120 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί πειθαρχικών οργάνων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 120
Πειθαρχικά όργανα
Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν:
α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους,
β) το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα,
γ) ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας,
δ) το διοικητικό εφετείο, και
ε) το Συμβούλιο της Επικρατείας.».
Άρθρο 57
Αύξηση ορίου προστίμου αποδοχών που μπορούν να επιβάλλουν οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι – Τροποποίηση άρθρου 122 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 122 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί αρμοδιότητας πειθαρχικώς προϊσταμένων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «με τους παρακάτω περιορισμούς» διαγράφονται, αβ) στην περ. α) η λέξη και ο αριθμός «τριών (3)» αντικαθίστανται από τη λέξη και τον αριθμό «πέντε (5)», αγ) στην περ. β) οι λέξεις και ο αριθμός «ενός (1) μηνός» αντικαθίστανται από τις λέξεις και τον αριθμό «τεσσάρων (4) μηνών», β) στην παρ. 3 προστίθεται τρίτο εδάφιο, γ) στην παρ. 4 διαγράφονται οι λέξεις «και το διοικητικό συμβούλιο του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων», δ) το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 αντικαθίσταται, ε) στην παρ. 6, εα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «το διοικητικό συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τον Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου», εβ) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται, εγ) προστίθεται τρίτο εδάφιο και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 122 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 122
Αρμοδιότητα πειθαρχικώς Προϊσταμένων
- Όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης. Την ποινή του προστίμου μπορούν να επιβάλουν οι εξής:
α. ο Δήμαρχος, έως και τις αποδοχές πέντε (5) μηνών,
β. ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων, έως και τις αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών,
γ. ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, έως και τα δύο τρίτα (2/3) των μηνιαίων αποδοχών,
δ. ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης, έως και το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών.
- Η αρμοδιότητα των πειθαρχικώς Πποϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη, εκτός αν από ειδική διάταξη προβλέπεται διαφορετικά.
- Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος στον οποίο υπάγεται οργανικά ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος. Αν ο υπάλληλος υπηρετεί σε άλλη υπηρεσία από αυτή της οργανικής του θέσης, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα σχετίζεται με την άσκηση καθηκόντων του στην υπηρεσία αυτή. Αν ο υπάλληλος κατά την τέλεση του παραπτώματος δεν υπηρετεί στην οργανική του θέση, αλλά σε άλλη υπηρεσία που δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο επικεφαλής του φορέα της οργανικής θέσης, ο οποίος επιλαμβάνεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτημα του επικεφαλής της υπηρεσίας, όπου τελέστηκε το παράπτωμα.
- Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.
- Αν έχουν επιληφθεί αρμοδίως περισσότεροι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται μόνο από εκείνον που κάλεσε πρώτος σε απολογία τον υπάλληλο. Ο ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος έχει, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα να ζητήσει την παραπομπή της πειθαρχικής υπόθεσης σε αυτόν, εφόσον δεν έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση.
- Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος που έχει επιληφθεί, κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση σε οποιονδήποτε ανώτερο αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενο μέχρι και τον δήμαρχο ή τον Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων, αν πρόκειται για υπάλληλο του Νομικού Προσώπου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου. Αν τα παραπάνω όργανα κρίνουν ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής τους αρμοδιότητας, παραπέμπουν την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 117 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν. 3528/2007, Α’ 26) η παραπομπή γίνεται από τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.».
Άρθρο 58
Δυνατότητα διενέργειας συμπληρωματικής ένορκης διοικητικής εξέτασης –
Τροποποίηση άρθρου 130 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 130 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί ένορκης διοικητικής εξέτασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 2 αντικαθίσταται, β) στην παρ. 4, στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ασκεί υποχρεωτικώς την πειθαρχική δίωξη αμελλητί και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της έκθεσης», γ) προστίθενται παρ. 4α και 4β, δ) προστίθεται παρ. 7 και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 130 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 130
Ένορκη διοικητική εξέταση
- Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεσθεί. Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης.
- Η Ε.Δ.Ε. διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α’ του ίδιου Ο.Τ.Α.
Κατ’ εξαίρεση, η ενέργεια της Ε.Δ.Ε. μπορεί να ανατίθεται σε μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α’ άλλου Ο.Τ.Α., για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι οι οποίοι παρατίθενται στην πράξη ανάθεσης. Η πράξη ανάθεσης εκδίδεται από τον οικείο Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου.
Η Ε.Δ.Ε. περατώνεται εντός της προθεσμίας που τίθεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο στην απόφαση ανάθεσης και το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση ανάθεσης της διεξαγωγής της. Ο υπάλληλος, ο οποίος διεξάγει την Ε.Δ.Ε., μπορεί να ζητήσει, με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής έως έναν (1) μήνα, άπαξ. Για τη χορήγηση της παράτασης εκδίδεται απόφαση του πειθαρχικώς προϊστάμενου που ανέθεσε την ένορκη διοικητική εξέταση.
Αν ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος, είναι προϊστάμενος οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου, η εντολή για διενέργεια Ε.Δ.Ε. ανατίθεται σε προϊστάμενο τουλάχιστον ίδιου επιπέδου οργανικής μονάδας. Αν δεν υπάρχει, η εντολή για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης ανατίθεται σε προϊστάμενο τουλάχιστον ίδιου επιπέδου οργανικής μονάδας άλλου Ο.Τ.Α. Η πράξη ανάθεσης εκδίδεται από τον οικείο Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου.
- Κατά την εξέταση του υπαλλήλου στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, εφαρμόζονται αναλόγως η παρ. 3 του άρθρου 134 και το άρθρο 136.
- Η ένορκη διοικητική εξέταση ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης.
Εφόσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος ασκεί υποχρεωτικώς την πειθαρχική δίωξη αμελλητί και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της έκθεσης.
4Α. Αποκλειστικά σε περίπτωση που μετά την υποβολή της αιτιολογημένης έκθεσης και πριν από την άσκηση πειθαρχικής δίωξης προκύψουν νέα στοιχεία που κατά την κρίση του πειθαρχικώς προϊστάμενου που διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη διαπίστωση ή μη της διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος δύναται να αναθέσει τη διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης στον υπάλληλο που διεξήγαγε την αρχική εξέταση και κατ’ εξαίρεση, αν προκύπτει αντικειμενική αδυναμία, σε άλλον υπάλληλο, τηρουμένης της παρ. 2. Η συμπληρωματική εξέταση ολοκληρώνεται το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης.
4Β. Η παρ. 4 του άρθρου 125 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί προστασίας της ανωνυμίας, εφαρμόζεται και κατά τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης.
4Γ. Η Ε.Δ.Ε. είναι μυστική. Εάν, μετά την ολοκλήρωσή της, ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, ο διωκόμενος δύναται να λάβει γνώση του περιεχομένου της έκθεσης αυτής και των εγγράφων που τη συνοδεύουν στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Αν δεν ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, πρόσβαση στην έκθεση και στα έγγραφα που τη συνοδεύουν μπορεί να χορηγηθεί, μόνο εφόσον ο ενδιαφερόμενος επικαλείται και αποδεικνύει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
- Διατάξεις που προβλέπουν τη διενέργεια ένορκων διοικητικών εξετάσεων, οποιασδήποτε μορφής, από ειδικά όργανα δεν θίγονται.
- Οι παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 131, καθώς και τα άρθρα 133 και 135, εφαρμόζονται αναλόγως.».
Άρθρο 59
Δυνατότητα υποβολής παραίτησης κατά τη διάρκεια πειθαρχικής δίωξης –
Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 152 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Η παρ. 2 του άρθρου 152 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί παραίτησης, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του υπαλλήλου δεν εμποδίζει την υποβολή παραίτησης. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, η πειθαρχική διαδικασία δεν παύει σύμφωνα με το άρθρο 117.».
Άρθρο 60
Παρεπόμενη ποινή αποστέρησης δημόσιας θέσης ή αυτοδιοικητικού αξιώματος ως λόγος αυτοδίκαιης έκπτωσης – Τροποποίηση άρθρου 153 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 153 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), περί αυτοδίκαιης έκπτωσης λόγω ποινικής καταδίκης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α’ η λέξη «πλημμέλημα» αντικαθίσταται με τη λέξη «αδίκημα», β) η περ. β) αντικαθίσταται, και,, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 153 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 153
Αυτοδίκαιη έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης
Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση:
α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για αδίκημα από τα αναφερόμενα στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 16 ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία,
β) του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ή η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης δημόσιας θέσης ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος, που κατέχει,
Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».