Άρθρο 3
Κωλύματα διορισμού – Τροποποίηση άρθρου 8 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 8 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της ποινικής καταδίκης και της στερητικής ή επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «, ανάκληση διορισμού», β) στην παρ. 1, βα) οι περ. α) έως δ) αντικαθίστανται, ββ) προστίθεται περ. ε), γ) προστίθεται παρ. 1Α και μετά από λεκτικές βελτιώσεις το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 8
Ποινική καταδίκη, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση, ανάκληση διορισμού
- Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
α) Όσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, απάτη με υπολογιστή, εκβίαση, πλαστογραφία, πλαστογραφία πιστοποιητικών, απιστία δικηγόρου, απιστία, δωροληψία, δωροδοκία, παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου, παράβαση καθήκοντος, ψευδή βεβαίωση, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφων, οποιοδήποτε άλλο έγκλημα σχετικά με την υπηρεσία, οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, οποιοδήποτε έγκλημα του Τέταρτου και Πέμπτου Κεφαλαίου του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί εγκλημάτων κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής, της Κυβέρνησης και οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και περί προσβολών κατά της πολιτειακής εξουσίας, αντίστοιχα, οποιοδήποτε έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις – τρομοκρατική οργάνωση, αξιόποινη υποστήριξη, παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, λαθρεμπορίας, όπλων, πυρομαχικών και τυχερών παιχνιδιών, τουλάχιστον δύο (2) φορές για συκοφαντική δυσφήμηση ή τουλάχιστον δύο (2) φορές για ψευδή καταμήνυση,
β) όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή με απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα της περ. α’ έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί,
γ) αυτοί στους οποίους έχει επιβληθεί η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης δημόσιας θέσης ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος, που κατέχουν, και όσοι έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή,
δ) όσοι τελούν υπό δικαστική συµπαράσταση, στερητική ή επικουρική, πλήρη ή μερική,
ε) αυτοί των οποίων έχει ανακληθεί ο διορισμός, εφόσον προκλήθηκε με δόλο ή παρανομία από τους ίδιους σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 20 ή άλλη αντίστοιχη διάταξη, αν δεν παρέλθει δεκαετία από την ανάκληση. Για τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9.
1Α. Το κώλυμα των περ. α) και β) της παρ. 1 αφορά και σε περιπτώσεις καταδίκης ή παραπομπής για απόπειρα τέλεσης ή για συμμετοχή στην τέλεση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1.
- Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος, που αίρει τις συνέπειες της ποινής.».
Άρθρο 4
Αύξηση της χρονικής περιόδου για διορισμό σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικούς λόγους – Τροποποίηση άρθρου 9 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 9 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της απόλυσης από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) μετά τις λέξεις «δημόσιου τομέα,» προστίθενται οι λέξεις «όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο,», β) η λέξη «πενταετία» αντικαθίσταται από τη λέξη «δεκαετία» και το άρθρο 9 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 9
Απόλυση από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους
Δεν διορίζονται υπάλληλοι όσοι απολύθηκαν από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζομένου, αν δεν παρέλθει δεκαετία από την απόλυση.
Για τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος διορισμού υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από την αρμόδια υπηρεσία διορισμού με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο Απογραφής Ελληνικού Δημοσίου.».
Άρθρο 5
Προθεσμία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 20 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 20 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της ανάκλησης διορισμού, προστίθεται παρ. 5 και μετά από λεκτικές βελτιώσεις το άρθρο 20 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 20
Ανάκληση διορισμού
- Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικά, εάν ο διοριζόμενος δεν αποδέχτηκε το διορισμό ρητώς ή σιωπηρώς ή δεν εκπλήρωσε άλλες νόμιμες πρόσθετες υποχρεώσεις πριν από την ανάληψη υπηρεσίας.
- Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του παρόντος Κώδικα.
- Ο υπάλληλος, του οποίου η πράξη διορισμού ανακλήθηκε κατά την παρ. 2, υπέχει τις ευθύνες των δημοσίων υπαλλήλων για το χρόνο κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντα του και οι πράξεις του είναι έγκυρες.
- Οι διατάξεις της παρ. 2 για απαγόρευση ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας δεν εφαρμόζονται, όταν η πράξη διορισμού ακυρώνεται δικαστικώς.
- Η διάρκεια της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού από το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες.».
Άρθρο 6
Χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων και αργίας μη υπολογιζόμενος για προαγωγή – Τροποποίηση άρθρου 89 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 89 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί του χρόνου που δεν υπολογίζεται για προαγωγή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. β), αα) οι λέξεις «αργίας που επήλθε» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αναστολής άσκησης καθηκόντων ή/και της αργίας που επιβλήθηκε», αβ) μετά τη λέξη «κατέληξε» προστίθεται, σε δύο σημεία, η λέξη «αμετάκλητα», β) η περ. στ), περί του χρόνου αναστολής άσκησης καθηκόντων, καταργείται και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις το άρθρο 89 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 89
Χρόνος μη υπολογιζόμενος για προαγωγή
Στον χρόνο για προαγωγή δεν υπολογίζονται: α) ο χρόνος της διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος της αναστολής άσκησης καθηκόντων ή/και της αργίας που επιβλήθηκε είτε εξαιτίας ποινικής δίωξης που κατέληξε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε αμετάκλητα σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3) μηνών, γ) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της προσωρινής παύσης, και ε) ο χρόνος της άδειας άνευ αποδοχών που δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας.».
Άρθρο 7
Διεύρυνση των περιπτώσεων θέσης υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 103 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 103 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της αυτοδίκαιης αργίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1 αα) στην περ. α), (i) μετά τις λέξεις «προσωρινής κράτησης» προστίθενται οι λέξεις «σύλληψης ή βούλευμα ή», (ii) μετά τις λέξεις «με εγγύηση» προστίθενται οι λέξεις «ή ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής ή της απόφασης ή ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης της ποινής ή της απόφασης ή επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης», αβ) προστίθεται περ. δ), β) στην παρ. 2 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 103 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 103
Αυτοδίκαιη αργία
- Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:
α) Ο υπάλληλος, ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή σύλληψης ή βούλευμα ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση ή ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής ή της απόφασης ή ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης,
β) ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή,
γ) ο υπάλληλος, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής,
- Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Υπάλληλος, ο οποίος τέθηκε σε αργία σύμφωνα με τις περ. γ) και δ) της παρ. 1 επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
- Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο.».
Άρθρο 8
Άρση αναστολής άσκησης καθηκόντων, αρμόδιο όργανο έκδοσης πράξης δυνητικής αργίας ή επαναφοράς στα καθήκοντα υπαλλήλου – Δυνατότητα υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης υπαλλήλου ως διοικητικού μέτρου –
Τροποποίηση άρθρου 104 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 104 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της δυνητικής θέσης σε αργία και της αναστολής άσκησης καθηκόντων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο, προστίθενται οι λέξεις «- Μετακίνηση ή μετάθεση υπαλλήλου», β) στην παρ. 1, βα) στο εισαγωγικό εδάφιο, μετά τις λέξεις «σε αργία» προστίθενται οι λέξεις «,κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου,», γ) στην παρ. 2, γα) το δεύτερο εδάφιο, περί του χρόνου γνωμοδότησης από το πειθαρχικό συμβούλιο για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία, καταργείται και γβ) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, δ) στην παρ. 3, στο πρώτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «οικείο Υπουργό» προστίθενται οι λέξεις «ή τον επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής», ε) στην παρ. 5, στο δεύτερο εδάφιο, πριν από τις λέξεις «της πειθαρχικής απόφασης» προστίθενται οι λέξεις «την κοινοποίηση», στ) προστίθεται παρ. 6 και μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 104 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 104
Δυνητική θέση σε αργία – Αναστολή άσκησης καθηκόντων – Μετακίνηση ή μετάθεση υπαλλήλου
- Αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία, κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου, ο υπάλληλος, κατά του οποίου:
α) Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα, το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό.
β) Έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.
γ) Υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή.
- Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και πριν γνωμοδοτήσει το πειθαρχικό συμβούλιο, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο από το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης του φορέα, όπου υπηρετεί, το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του. Η αναστολή άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδίκαια, εάν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του μέτρου της αναστολής δεν του κοινοποιηθεί η πράξη της παρ. 3 κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου.
- Η πράξη, με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από τον οικείο Υπουργό ή τον επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής ή το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή, αν δεν υπάρχει, από τον Πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ύστερα από γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία απαιτείται προηγούμενη ακρόαση αυτού από το πειθαρχικό συμβούλιο.
- Εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει, ύστερα από ερώτημα του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για τη συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδίκαια μετά από την πάροδο δύο (2) ετών από την έκδοση της απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.
- Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της σχετικής πράξης. Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς ή αυτοδίκαια από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης που δεν συνεπάγεται έκπτωση ή την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης, η οποία δεν επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή από τη συμπλήρωση της διετίας κατά την παρ. 4.
- Σε περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, ο υπάλληλος δύναται, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, να μετακινείται ή να μετατίθεται υποχρεωτικά από την οργανική μονάδα, όπου υπηρετεί, για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της διαδικασίας διερεύνησης διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος ή ποινικού αδικήματος και της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας.».
Άρθρο 9
Προσθήκη της αναστολής καθηκόντων στις περιπτώσεις αποχής υπαλλήλου από τα υπηρεσιακά καθήκοντα – Δυνατότητα επιστροφής στην οργανική μονάδα σε περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης – Τροποποίηση άρθρου 105 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 105 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί των συνεπειών της αργίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο, προστίθενται οι λέξεις «, αναστολής άσκησης καθηκόντων – υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης», β) στην παρ. 1, μετά τις λέξεις «ο οποίος» προστίθενται οι λέξεις «έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων ή», γ) στην παρ. 2, γα) στο δεύτερο εδάφιο, i) η λέξη «τελεσίδικη» αντικαθίσταται από τη λέξη «αμετάκλητη», ii) οι λέξεις «με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αμετάκλητα με πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών», γβ) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «από κάθε πειθαρχική ευθύνη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αμετάκλητα από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή», και γγ) στο τέταρτο εδάφιο, ο αριθμός «2» αντικαθίσταται από τον αριθμό «5», δ) στην παρ. 3, δα) μετά τη λέξη «επιβλήθηκε» προστίθενται οι λέξεις «από το πειθαρχικό συμβούλιο», δβ) οι λέξεις «για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν» αντικαθίστανται από τις λέξεις «, παύει να», ε) η παρ. 4 αντικαθίσταται, στ) προστίθεται παρ. 5 και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 105 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 105
Συνέπειες αργίας, αναστολής άσκησης καθηκόντων – υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης
- Ο υπάλληλος, ο οποίος έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων ή τελεί σε κατάσταση αργίας, απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.
- Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή αναστολής άσκησης καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί αμετάκλητα με πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί αμετάκλητα από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε. Ειδικά στην περίπτωση αναστολής άσκησης καθηκόντων, το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής επιστρέφεται αν ο υπάλληλος δεν τεθεί σε δυνητική αργία σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 104.
- Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, παύει να δικαιούται αποδοχές αργίας.
- Κατά τη διάρκεια της αργίας και της αναστολής άσκησης καθηκόντων εφαρμόζονται τα άρθρα 31 έως 35, περί περιορισμών των υπαλλήλων και ασυμβίβαστων έργων ή ιδιοτήτων, και δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή του υπαλλήλου.
- Σε περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 104, ο υπάλληλος δύναται να επανέλθει κατόπιν αίτησής του, στην οργανική μονάδα, από την οποία μετακινήθηκε ή μετατέθηκε, εφόσον απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ή ποινική ευθύνη ή δεν του επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή του επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή έως το πρόστιμο αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών.».
Άρθρο 10
Διεύρυνση των πειθαρχικών παραπτωμάτων – Τροποποίηση παρ. 1 και 3 άρθρου 107 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της απαρίθμησης των πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στην περ. γ), οι λέξεις «η παράβαση καθήκοντος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία», αβ) στην περ. στ), προστίθενται οι λέξεις «ή η παράλειψη δήλωσης κωλύματος συμφέροντος», αγ) η περ. ζ) αντικαθίσταται, αδ) προστίθεται περ. ζα), αε) στην περ. ιη), οι λέξεις «Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Ανεξάρτητες Αρχές», αστ) προστίθεται περ. ιθα), αζ) στο τέλος της περ. κδ) προστίθενται οι λέξεις «ή η παράλειψη ή καθυστέρηση έκδοσης διαπιστωτικής πράξης έκπτωσης από την υπηρεσία», αη) στο τέλος της περ. κε) προστίθενται οι λέξεις «ή η συμμετοχή σε εταιρείες κατά παράβαση του άρθρου 32 ή η άσκηση έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34», αθ) στην περ. λ), μετά τις λέξεις «πειθαρχικό παράπτωμα» προστίθενται οι λέξεις «της μη εμφάνισης ή της άρνησης κατάθεσης μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία», αι) οι περ. λα) και λβ) αντικαθίστανται, αια) στο τέλος της περ. λγ) προστίθενται οι λέξεις «, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 περί ανάκλησης διορισμού,», και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 107 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 107
Απαρίθμηση πειθαρχικών παραπτωμάτων
- Πειθαρχικά παραπτώματα είναι:
α) πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,
β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες. Το υπαλληλικό καθήκον σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προς τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του παρόντος,
γ) τα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους,
δ) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
ε) η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας.
στ) η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας ή η παράλειψη δήλωσης κωλύματος συμφέροντος,
ζ) η παραβίαση της αρχής της ισότητας, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, σύμφωνα με τον ν. 3896/2010 (Α’ 207), η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σύμφωνα με τον ν. 4443/2016 (Α’ 232, διόρθωση σφάλματος Α’ 23/1.3.2017), η χρήση γλώσσας έμφυλης διάκρισης, κατά την άσκηση των καθηκόντων,
ζα) η εκδήλωση κάθε μορφής βίας και παρενόχλησης στην εργασία, σύμφωνα με τον ν. 4808/2021 (Α’ 101), κατά την άσκηση των καθηκόντων,
η) η παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του παρόντος,
θ) η σοβαρή απείθεια,
ι) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων,
ια) η παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 27 του παρόντος, καθώς και η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων με παραμέληση παλαιότερων,
ιβ) η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες και τις αρχές,
ιγ) η προδήλως αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτηση των πολιτών και η υπαίτια μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
ιδ) η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων,
ιε) η αδικαιολόγητη άρνηση προσέλευσης για ιατρική εξέταση,
ιστ) η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στην αρχή στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί,
ιζ) η κακόβουλη άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώσει εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις,
ιη) η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από Ανεξάρτητες Αρχές και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου.
ιθ) η αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ή η σύνταξη έκθεσης με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων,
ιθα) η άρνηση υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος,
κ) η άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας,
κα) η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή την πρόκληση ή ματαίωση εντολής της υπηρεσίας,
κβ) η σύναψη στενών κοινωνικών σχέσεων με πρόσωπα, με αφορμή τον χειρισμό θεμάτων αρμοδιότητας του υπαλλήλου από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται ουσιώδη συμφέροντα των προσώπων αυτών,
κγ) η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης, η εγκατάλειψη ή η παράνομη χρήση πράγματος το οποίο ανήκει στην υπηρεσία,
κδ) η παράλειψη από τα πειθαρχικά όργανα δίωξης και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 110 του παρόντος ή η παράλειψη ή καθυστέρηση έκδοσης διαπιστωτικής πράξης έκπτωσης από την υπηρεσία,
κε) η άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας ή η συμμετοχή σε εταιρείες κατά παράβαση του άρθρου 32 ή η άσκηση έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34,
κστ) η απλή απείθεια,
κζ) η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του,
κη) η αμέλεια ή ατελής εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος,
κθ) η άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) και η μη εφαρμογή των διατάξεων περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας,
λ) το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα της μη εμφάνισης ή της άρνησης κατάθεσης μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 130,
λα) η μη εκτέλεση τελεσίδικης πειθαρχικής απόφασης σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 144,
λβ) η μη ανάρτηση ή η μη έγκαιρη ανάρτηση στο διαδίκτυο των πράξεων που είναι αναρτητέες σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 77 του ν. 4727/2020 (Α’ 184),
λγ) η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαιώσεως, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 περί ανάκλησης διορισμού,
λδ) οποιαδήποτε πράξη κατά της γενετήσιας ελευθερίας, καθώς και ειδικότερα η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας άλλου προσώπου ή και οποιαδήποτε πράξη οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εντός και εκτός υπηρεσίας. Επιβαρυντική περίσταση αποτελεί η τέλεση των πράξεων αυτών σε βάρος ανηλίκων ή και η τέλεση των πράξεων αυτών από υπαλλήλους κατά κατάχρηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
- Διατάξεις που ορίζουν ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα διατηρούνται σε ισχύ.
- Σε καμία περίπτωση, δεν συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά ή αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή κατά την έννοια της περ. ε) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή κοινωνικής δράσης.».
Άρθρο 11
Εφαρμογή των ευμενέστερων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου στην πειθαρχική διαδικασία – Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 108 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 108 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της εφαρμογής αρχών και κανόνων του ποινικού δικαίου, προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 108
Εφαρμογή αρχών και κανόνων του ποινικού δικαίου
- Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.
- Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:
α) τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό,
β) τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής,
γ) την έμπρακτη μετάνοια,
δ) το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου,
ε) την πραγματική και νομική πλάνη,
στ) το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου,
ζ) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του πειθαρχικώς διωκομένου ή της υπηρεσίας για τη διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου εφόσον δεν στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς.
- Αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι το πέρας της πειθαρχικής διαδικασίας ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον διωκόμενο ουσιαστικού δικαίου διατάξεις.».
Άρθρο 12
Διεύρυνση πειθαρχικών ποινών – Αντικατάσταση παρ. 1, προσθήκη παρ. 1Α και τροποποίηση παρ. 3 και 4 άρθρου 109 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 109 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί των πειθαρχικών ποινών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) προστίθεται παρ. 1Α, γ) στην παρ. 3, γα) στο πρώτο εδάφιο, η παραπομπή στις «περ. γ) έως ζ)» αντικαθίσταται από την παραπομπή στις «περ. ε) έως θ)», γβ) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται, δ) στην παρ. 4, δα) στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της περ. α), προστίθενται οι λέξεις «ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας διετίας», δβ) στην περ. β), i) προστίθεται η παραπομπή στην περ. «κε)» και ii) προστίθεται δεύτερο εδάφιο, δγ) στην περ. γ), η παραπομπή στην «περίπτωση η)» αντικαθίστανται από την παραπομπή στην «περ. ιδ) της παρ. 1Α», δδ) στην περ. δ), προστίθεται παραπομπή στην περ. «λγ)» και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 109 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 109
Πειθαρχικές ποινές
- Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι:
α) η έγγραφη επίπληξη,
β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών,
γ) η στέρηση του δικαιώματος χορήγησης μισθολογικού κλιμακίου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,
δ) η αφαίρεση έως τεσσάρων (4) μισθολογικών κλιμακίων,
ε) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,
στ) η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου και η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου κατ’ αναπλήρωση ή με ειδικές διατάξεις για διάστημα από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,
ζ) η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της και η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου κατ’ αναπλήρωση ή με ειδικές διατάξεις για διάστημα από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,
η) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς,
θ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και
ι) η οριστική παύση.
1Α. Η ποινή της οριστικής παύσης της περ. ι) της παρ. 1 μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα:
α) Των πράξεων, με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,
β) της άσκησης εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας ή της συμμετοχής σε εταιρείες κατά παράβαση του άρθρου 32 ή της άσκησης έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34,
γ) της κατάθεσης, χρήσης, συμπερίληψης και διατήρησης στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης, με την επιφύλαξη του άρθρου 20,
δ) οποιασδήποτε πράξης κατά της γενετήσιας ελευθερίας, και ειδικότερα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας άλλου προσώπου ή και οποιασδήποτε πράξης οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εντός και εκτός υπηρεσίας,
ε) των εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία κατά τον Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95) ή άλλους ειδικούς νόμους,
στ) της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
ζ) της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας,
η) της παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας,
θ) της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας διετίας,
ι) της εξαιρετικώς σοβαρής απείθειας,
ια) της άμεσης ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχής σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στον φορέα, στον οποίο ο υπάλληλος υπηρετεί,
ιβ) της εμμονής σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή,
ιγ) της για δύο (2) συνεχόμενες αξιολογικές περιόδους άρνησης υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος.
ιδ) για οποιοδήποτε παράπτωμα, αν κατά τα τρία (3) προηγούμενα έτη από τη διάπραξή του, είχαν επιβληθεί στον υπάλληλο τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή αν κατά τα δύο (2) προηγούμενα έτη από τη διάπραξή του, ο υπάλληλος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.
- Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
- Όταν επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές των περ. ε) έως θ) της παρ. 1 και συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση από τρεις χιλιάδες (3.000) έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Όταν επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα των περ. γ) περί εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, δ) περί απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, και ε) περί αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας της παρ. 1 του άρθρου 107 που σχετίζονται με οικονομικό αντικείμενο, καθώς και των περ. κε) περί άσκησης εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας ή συμμετοχής σε εταιρείες κατά παράβαση του άρθρου 32 ή άσκησης έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34, και λγ) περί κατάθεσης, χρήσης, συμπερίληψης και διατήρησης στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 περί ανάκλησης διορισμού, της παρ. 1 του άρθρου 107, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση από δέκα χιλιάδες (10.000) έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
- α. Για τα παραπτώματα των περ. α), γ), δ), θ) της παρ. 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού.
Για το παράπτωμα της περ. ι) της παρ. 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού, εφόσον η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων υπερβαίνει τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας διετίας.
β. Για τα παραπτώματα των περ. ιδ), ιε), ιστ), ιη), ιθ), κα), κβ), κδ), κε) της παρ. 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του προστίμου. Για το παράπτωμα της περ. ιθα) της παρ. 1 του άρθρου 107, περί άρνησης υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος, δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του προστίμου, ίσου με τις αποδοχές δύο (2) μηνών.
γ. Για τα λοιπά παραπτώματα μπορεί να επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή με εξαίρεση την οριστική παύση, με την επιφύλαξη της περ. ιδ) της παρ. 1Α.
δ. Για τα παραπτώματα των περ. λγ) και λδ) της παρ. 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη της προσωρινής παύσης.».
Άρθρο 13
Προστασία από πειθαρχική δίωξη προσώπων που αναφέρουν παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4990/2022 – Τροποποίηση άρθρου 110 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 110 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της δίωξης πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, αα) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «τον αμέσως ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τους ανώτερους πειθαρχικώς προϊσταμένους», αβ) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «και τίθεται στο προσωπικό του μητρώο» διαγράφονται, αγ) το τέταρτο εδάφιο περί μη χρησιμοποίησης του αντιγράφου για δυσμενή κρίση του υπαλλήλου καταργείται, β) στην παρ. 3, οι λέξεις «δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πειθαρχική δίωξη για την ίδια πράξη», γ) στην παρ. 5, μετά τις λέξεις «δημόσιου τομέα» προστίθενται οι λέξεις «, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο,», δ) προστίθεται παρ. 7 και το άρθρο 110 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 110
Δίωξη πειθαρχικών παραπτωμάτων
- Η δίωξη και η τιμωρία πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων.
- Κατ’ εξαίρεση, για παραπτώματα που θα επέσυραν την ποινή της έγγραφης επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική εξουσία των πειθαρχικών οργάνων, τα οποία λαμβάνουν υπόψη αφ’ ενός το συμφέρον της υπηρεσίας και αφ’ ετέρου τις συνθήκες διάπραξής τους και την υπηρεσιακή γενικώς διαγωγή του υπαλλήλου. Αν το πειθαρχικό όργανο αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, υποχρεούται να ενημερώσει, με αιτιολογημένη έκθεσή του, τους ανώτερους πειθαρχικώς προϊσταμένους. Αντίγραφο της έκθεσης χορηγείται στον υπάλληλο.
- Δεν επιτρέπεται δεύτερη πειθαρχική δίωξη για την ίδια πράξη.
- Η βαθμολογική ή η μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμο παραπτώματος που διαπράχτηκε πριν από την εξέλιξη αυτή.
- Πράξεις που έχουν τελεστεί από υπάλληλο κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του σε δημόσια υπηρεσία, οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο, τιμωρούνται πειθαρχικά, εάν δεν έχει παρέλθει ο χρόνος παραγραφής τους.
- Αν σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα ασκείται πειθαρχική δίωξη εναντίον υπαλλήλου ο οποίος, με τις πληροφορίες που παρέσχε στις διωκτικές αρχές, συνέβαλε ουσιωδώς στην αποκάλυψη και δίωξή τους, για τη συνέχιση της διαδικασίας το πειθαρχικό όργανο οφείλει να αποδείξει ότι η δίωξη που άσκησε δεν οφείλεται στην προαναφερθείσα ουσιώδη συμβολή του υπαλλήλου.
- Με την επιφύλαξη των παρ. 3 και 4 του άρθρου 18 του ν. 4990/2022 (Α’ 210), περί προστασίας προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις ενωσιακού δικαίου, δεν διώκεται πειθαρχικά υπάλληλος, ο οποίος προέβη σε αναφορά παραβιάσεων, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4990/2022, είτε με εσωτερική ή εξωτερική αναφορά είτε με δημόσια αποκάλυψη, καθώς και με αναφορά στα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4990/2022 περί προϋποθέσεων για την προστασία των αναφερόντων.».
Άρθρο 14
Νέες περιπτώσεις διακοπής και συνέχισης της παραγραφής πειθαρχικών παραπτωμάτων – Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 112 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 112 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της παραγραφής πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο δεύτερο εδάφιο, προστίθενται οι παραπομπές στις περ. «, κε), λγ) και λδ)», αβ) στο τρίτο εδάφιο, προστίθενται οι παραπομπές στις περ. «, κε), λγ) και λδ)», β) στην παρ. 2, προστίθενται εδάφια, τρίτο και τέταρτο, γ) στην παρ. 3, γα) στο πρώτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «πειθαρχικό συμβούλιο» προστίθενται οι λέξεις «με την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου», γβ) στο δεύτερο εδάφιο, προστίθενται οι παραπομπές στις περ. «, κε), λγ) και λδ)» και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 112 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 112
Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων
- Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη από την ημέρα που διαπράχτηκαν. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των περ. α), γ), δ), θ), ι), κε), λγ) και λδ) της παρ. 1 του άρθρου 107 παραγράφονται μετά επτά (7) έτη. Κατ’ εξαίρεση για τα πειθαρχικά παραπτώματα των περ. δ), κε), λγ) και λδ) της παρ. 1 του άρθρου 107, η παραγραφή αρχίζει από την ημερομηνία που ο αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση της τέλεσης της πράξης.
- Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Για τα παραπτώματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος. Η έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος ή αμετάκλητης ποινικής απόφασης, με την οποία παύει η ποινική δίωξη ή κηρύσσεται αθώος ο υπάλληλος, δεν ασκεί επιρροή επί της διακοπείσας παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος. Η παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων με διαρκή χαρακτήρα εκκινεί από την τελευταία πράξη, που συνιστά τέλεση του παραπτώματος.
- Η κλήση σε απολογία ή η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο με την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου διακόπτουν την παραγραφή. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνολικός χρόνος παραγραφής ως την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη και προκειμένου για τα παραπτώματα των περ. α), γ), δ), θ), ι), κε), λγ) και λδ) της παρ. 1 του άρθρου 107, τα δέκα (10) έτη.
- Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται επίσης από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη ή την παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης του πρώτου. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δεύτερου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου.
- Δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό.».
Άρθρο 15
Δυνατότητα μετατροπής της πειθαρχικής ποινής σε περίπτωση λύσης της υπαλληλικής σχέσης – Τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 113 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 113 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, προστίθεται τρίτο εδάφιο, β) προστίθεται παρ. 3 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 113 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 113
Λήξη πειθαρχικής ευθύνης
- Ο υπάλληλος ο οποίος απώλεσε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς, η πειθαρχική όμως διαδικασία η οποία τυχόν έχει αρχίσει, συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.
- Όταν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 1, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές. Αν η επιβλητέα πειθαρχική ποινή είναι ανώτερη του προστίμου, το πειθαρχικό συμβούλιο την μετατρέπει ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, με δυνατότητα επιβολής και διοικητικής κύρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 109. Στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου τα ένδικα βοηθήματα που δύνανται να ασκηθούν κατά της πειθαρχικής απόφασης προσδιορίζονται με βάση την αρχικώς επιβλητέα ποινή.
- Αν η υπαλληλική σχέση του υπαλλήλου, σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου, λυθεί πριν από την έναρξη εκτέλεσης της πειθαρχικής ποινής ή ενόσω αυτή διαρκεί, η πειθαρχική ποινή μπορεί να μετατραπεί σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, κατόπιν παραπομπής σε αυτό από τα όργανα του άρθρου 123.».
Άρθρο 16
Αποσύνδεση της πειθαρχικής διαδικασίας από την ποινική δίκη –
Τροποποίηση παρ. 2, 4 και 6 άρθρου 114 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 114 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της σχέσης της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, τα εδάφια, δεύτερο και τρίτο, καταργούνται, β) στην παρ. 4, στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «παραπτώματος της περίπτωσης α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 109 του παρόντος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των παραπτωμάτων που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης», γ) στην παρ. 6, γα) στα εδάφια πρώτο, δεύτερο και τρίτο, οι λέξεις «προϊσταμένη αρχή» και «αρχή» αντικαθίστανται από τη λέξη «υπηρεσία», γβ) προστίθεται νέο, τέταρτο, εδάφιο, γε) στο νέο πέμπτο εδάφιο, οι λέξεις «είκοσι (20)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «προθεσμίας τριάντα (30)» και το άρθρο 114 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 114
Σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη
- Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.
- Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία.
- Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος.
- Αν μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης με την οποία απαλλάσσεται ο υπάλληλος ή επιβάλλεται ποινή κατώτερη από την οριστική παύση, εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση των παραπτωμάτων που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται με τη διαδικασία του άρθρου 143. Επίσης επαναλαμβάνεται η πειθαρχική διαδικασία, αν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη, για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά ο υπάλληλος.
- Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας επιτρέπεται και όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει λάβει υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση που προηγήθηκε.
- Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών έχει υποχρέωση να ανακοινώνει αμέσως στην υπηρεσία του υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ’ αυτού. Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην ίδια υπηρεσία τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας καθώς και τις εκδιδόμενες σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις κατά του υπαλλήλου. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, ο διευθυντής φυλακών γνωστοποιεί τούτο, χωρίς καθυστέρηση, στην υπηρεσία του υπαλλήλου. Αν δεν προκύπτει η υπηρεσία του υπαλλήλου, η ανακοίνωση των προηγούμενων εδαφίων γίνεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και η αρμόδια υπηρεσία αναζητείται από τα στοιχεία του υπαλλήλου που τηρούνται στο Μητρώο Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου.
Με την επιφύλαξη των καταδικαστικών αποφάσεων όπου η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης είναι υποχρεωτική, τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα οφείλουν εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών μετά την ως άνω ενημέρωσή τους να αποφαίνονται αιτιολογημένα για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του υπαλλήλου.».
Άρθρο 17
Αντικατάσταση των υφιστάμενων πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων και Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα ως πειθαρχικό όργανο – Αντικατάσταση άρθρου 116 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Το άρθρο 116 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί των πειθαρχικών οργάνων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 116
Πειθαρχικά όργανα
Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν:
α) Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους,
β) το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα,
γ) ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας,
δ) το διοικητικό εφετείο και
ε) το Συμβούλιο της Επικρατείας.».
Άρθρο 18
Διεύρυνση πειθαρχικώς προϊσταμένων και πειθαρχική εξουσία Διοικητή Εθνικής Αρχής Διαφάνειας – Αντικατάσταση παρ. 1, τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 117 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 117 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί των πειθαρχικώς προϊσταμένων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) στην περ. ε) της παρ. 2, η λέξη «διοικητικής» διαγράφεται, γ) προστίθεται παρ. 4 και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 117 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 117
Πειθαρχικώς προϊστάμενοι
- Πειθαρχικώς προϊστάμενοι των υπαλλήλων των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών που ανήκουν στην αρμοδιότητά τους είναι:
α) Ο Υπουργός,
β) ο Γενικός Γραμματέας Υπουργείου ή Γενικής Γραμματείας,
γ) ο Υπηρεσιακός Γραμματέας Υπουργείου,
δ) ο Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης,
ε) ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης,
στ) ο Ειδικός Γραμματέας Υπουργείου,
ζ) ο Επόπτης Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
η) ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης,
θ) ο προϊστάμενος διεύθυνσης.
- Επίσης πειθαρχικώς προϊστάμενοι είναι:
α) Ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και οι αρχηγοί του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος για τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς,
β) οι διοικητές μονάδων και σχολών των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος για τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς,
γ) οι διευθυντές καταστημάτων ή οι προϊστάμενοι υπηρεσιών εφόσον είναι ανώτατοι ή ανώτεροι αξιωματικοί, για τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς,
δ) ο Διοικητής του Αγίου Όρους για όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται στην αρμοδιότητά του,
ε) ο πρόεδρος ή ο επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής για τους υπαλλήλους της.
- Πειθαρχικώς προϊστάμενοι για τους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είναι:
α) Ο διοικητής ή ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση, ο υποδιοικητής, ο γενικός γραμματέας ή ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας, για όλους τους υπαλλήλους του νομικού προσώπου,
β) ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών για τους υπαλλήλους της,
γ) ο πρύτανης ΑΕΙ για όλους τους υπαλλήλους αυτού και ο κοσμήτορας σχολής ΑΕΙ για τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτόν,
δ) ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης ή ο προϊστάμενος διεύθυνσης για τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς.
- Πειθαρχική εξουσία μπορεί να ασκεί και ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα και στους υπαλλήλους των ΟΤΑ α’ και β΄ βαθμού κατόπιν έκθεσης της Αρχής, με την οποία διαπιστώνεται ότι, παρά τη δέσμια αρμοδιότητά τους, τα κατά περίπτωση αρμόδια πειθαρχικά όργανα δεν έχουν ασκήσει τις πειθαρχικές τους αρμοδιότητες ή δεν τις έχουν ασκήσει εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, ιδίως όταν επίκειται παραγραφή των παραπτωμάτων. Στην περίπτωση αυτή, ο Διοικητής της Ε.Α.Δ. παραπέμπει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, εφαρμοζόμενου ως προς τη διαδικασία και τις συνέπειες της παραπομπής του άρθρου 124.».
Άρθρο 19
Αύξηση ορίου του προστίμου αποδοχών που μπορούν να επιβάλλουν οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι – Πειθαρχικώς προϊστάμενος υπαλλήλου που δεν υπάγεται στον παρόντα Κώδικα – Παραπομπή πειθαρχικής υπόθεσης από αναρμόδιο όργανο – Τροποποίηση άρθρου 118 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 118 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της αρμοδιότητας των πειθαρχικώς προϊσταμένων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στην περ. α), η λέξη και ο αριθμός «τριών (3)» αντικαθίστανται από τη λέξη και τον αριθμό «πέντε (5)», αβ) η περ. β) αντικαθίσταται, αγ) στην περ. γ), i) οι λέξεις και ο αριθμός «ενός (1) μηνός» αντικαθίστανται από τις λέξεις και τον αριθμό «δύο (2) μηνών» και ii) οι λέξεις «το ένα δεύτερο των μηνιαίων αποδοχών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τις αποδοχές ενός (1) μηνός», αδ) στην περ. δ), οι λέξεις «διοικητής του Αγίου Όρους, ο πρόεδρος ή ο επικεφαλής ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, ο διοικητής ή ο πρόεδρος συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση,» διαγράφονται, β) στην παρ. 3, προστίθεται τρίτο εδάφιο, γ) στην παρ. 4, οι λέξεις «και το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου» διαγράφονται, δ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 5, οι λέξεις «ή το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου» διαγράφονται, ε) η παρ. 6 αντικαθίσταται και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 118 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 118
Αρμοδιότητα πειθαρχικώς προϊσταμένων
- Όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης. Την ποινή του προστίμου μπορούν να επιβάλλουν οι εξής με τις πιο κάτω διακρίσεις:
α) Ο Υπουργός, έως και τις αποδοχές πέντε (5) μηνών,
β) Ο Γενικός Γραμματέας Υπουργείου ή Γενικής Γραμματείας, ο Υπηρεσιακός Γραμματέας Υπουργείου, ο Γραμματέας και ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο Ειδικός Γραμματέας Υπουργείου, ο Επόπτης ΟΤΑ, ο Διοικητής του Αγίου Όρους, ο πρόεδρος ή ο επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής, ο διοικητής ή ο πρόεδρος συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση, ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και οι αρχηγοί του στρατού ξηράς, του ναυτικού και της αεροπορίας, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος έως και τις αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών,
γ) οι διοικητές μονάδων και σχολών των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, οι διευθυντές καταστημάτων και οι προϊστάμενοι στρατιωτικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών των σωμάτων ασφαλείας ή του λιμενικού σώματος, αν είναι ανώτατοι αξιωματικοί, έως και τις αποδοχές δύο (2) μηνών και αν είναι ανώτεροι έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός,
δ) ο υποδιοικητής, ο γενικός γραμματέας ή ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας νομικού προσώπου έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός,
ε) ο πρύτανης ΑΕΙ έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός. Ο κοσμήτορας σχολής ΑΕΙ, έως και τα δύο τρίτα (2/3) των μηνιαίων αποδοχών,
στ) ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης έως και τα δύο τρίτα (2/3) των μηνιαίων αποδοχών,
ζ) ο προϊστάμενος διεύθυνσης έως και το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών.
- Η αρμοδιότητα των πειθαρχικώς προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη, εκτός εάν από διάταξη νόμου προβλέπεται διαφορετικά.
- Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος στον οποίο υπάγεται οργανικά ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος. Αν ο υπάλληλος υπηρετεί σε άλλη υπηρεσία από αυτή της οργανικής του θέσης, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα σχετίζεται με την άσκηση καθηκόντων του στην υπηρεσία αυτή. Αν ο υπάλληλος κατά την τέλεση του παραπτώματος δεν υπηρετεί στην οργανική του θέση, αλλά σε άλλη υπηρεσία που δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο επικεφαλής του φορέα της οργανικής θέσης, ο οποίος επιλαμβάνεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτημα του επικεφαλής της υπηρεσίας, όπου τελέστηκε το παράπτωμα.
- Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.
- Αν έχουν επιληφθεί αρμοδίως περισσότεροι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται μόνο από εκείνον που κάλεσε πρώτος σε απολογία τον υπάλληλο. Ο ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος έχει, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα να ζητήσει την παραπομπή σε αυτόν της πειθαρχικής υπόθεσης, εφόσον δεν έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση.
- Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο οποίος έχει επιληφθεί, κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση σε οποιονδήποτε ανώτερο αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενο μέχρι και τον Υπουργό ή τον επικεφαλής του φορέα. Αν τα ανωτέρω όργανα κρίνουν ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής τους αρμοδιότητας, παραπέμπουν την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο. Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 117 η παραπομπή γίνεται από τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.».
Άρθρο 20
Σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα – Προσθήκη άρθρου 119Α στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), προστίθεται άρθρο 119Α ως εξής:
«Άρθρο 119Α
Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα
- Στο Υπουργείο Εσωτερικών συστήνεται συλλογικό όργανο με την ονομασία «Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα», το οποίο είναι αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 119Γ.
- Το όργανο αποτελείται από πενήντα (50) μέλη, λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), ως εξής:
α) έναν (1) Αντιπρόεδρο του Ν.Σ.Κ., ως Συντονιστή,
β) δεκατρείς (13) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους,
γ) δεκαοκτώ (18) Παρέδρους του Ν.Σ.Κ. και
δ) δεκαοκτώ (18) Δικαστικούς Πληρεξουσίους του Ν.Σ.Κ. με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία.
Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., ορίζονται τα μέλη του και συγκροτείται το όργανο, με διετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μέχρι δύο (2) φορές για ισόχρονη διάρκεια. Μέλη του Συμβουλίου, των οποίων η θητεία έχει ανανεωθεί δύο (2) φορές, μπορούν να ορίζονται εκ νέου, εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα έξι (6) ετών από τη λήξη της τελευταίας θητείας τους. Η αντικατάσταση μέλους πριν από τη λήξη της θητείας του είναι δυνατή μόνο για λόγο που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του, ο οποίος και πρέπει να βεβαιώνεται στη σχετική πράξη. Στην περίπτωση του τετάρτου εδαφίου, καθώς και στην περίπτωση απώλειας της ιδιότητας του λειτουργού του Ν.Σ.Κ. ή στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 119Β, περί περιορισμών στη σύνθεση των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου λόγω πειθαρχικών εκκρεμοτήτων ή ορίου ηλικίας, με απόφαση του Συντονιστή ο Πρόεδρος ή το μέλος που ελλείπει αντικαθίσταται στα Κλιμάκια από άλλο μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου.
- Τα μέλη του Συμβουλίου, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τους Νομικούς Συμβούλους, οι οποίοι συμμετέχουν στα Τμήματα και στην Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ. Για την υπηρεσιακή κατάσταση των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4831/2021 (Α’ 170), περί οργανισμού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
- Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα λειτουργεί και συνεδριάζει σε κλιμάκια τριμελούς και πενταμελούς σύνθεσης.
- Έδρα του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται το κατάστημα στέγασης των υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών στην Αθήνα.».
Άρθρο 21
Λειτουργία των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα – Προσθήκη άρθρου 119Β στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), προστίθεται άρθρο 119Β ως εξής:
«Άρθρο 119Β
Λειτουργία των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα – Εξουσιοδοτική διάταξη
- Με απόφαση του Συντονιστή συγκροτούνται τα Κλιμάκια του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ως εξής: α) τα Τριμελή Κλιμάκια, τα οποία αποτελούνται από έναν (1) Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, έναν (1) Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) και έναν (1) Δικαστικό Πληρεξούσιο του Ν.Σ.Κ. με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους, β) τα Πενταμελή Κλιμάκια, τα οποία αποτελούνται από έναν (1) Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, δύο (2) Παρέδρους του Ν.Σ.Κ. και δύο (2) Δικαστικούς Πληρεξουσίους του Ν.Σ.Κ. με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους και γ) το Ειδικό Πενταμελές Κλιμάκιο, το οποίο αποτελείται από τον Συντονιστή, δύο (2) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους, με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους, έναν (1) Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. και έναν (1) Δικαστικό Πληρεξούσιο του Ν.Σ.Κ., με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους. Στα Κλιμάκια προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό λειτουργός. Με την ίδια απόφαση του Συντονιστή κατανέμονται και οι αρμοδιότητες των Κλιμακίων.
- Οι αποφάσεις των Τριμελών και των Πενταμελών Κλιμακίων κατά την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών, τα οποία διατυπώνουν τη γνώμη τους και ψηφίζουν κατά σειρά αρχαιότητας, αρχίζοντας από το νεότερο μέλος. Σε κάθε Κλιμάκιο ως εισηγητές ορίζονται με πράξη του Προέδρου του μόνο μέλη αυτού, τακτικά ή αναπληρωματικά. Κατ’ εξαίρεση, με απόφαση του Συντονιστή, μετά από αιτιολογημένο αίτημα του Προέδρου του Κλιμακίου, δύναται τακτικά και αναπληρωματικά μέλη άλλων Κλιμακίων να ορίζονται εισηγητές χωρίς δικαίωμα ψήφου. Δεν επιτρέπεται η αποχή από την ψηφοφορία ή η λευκή ψήφος.
- Τα Τριμελή Κλιμάκια βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα όλα τα μέλη τους. Τα Πενταμελή Κλιμάκια βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τρία (3) τουλάχιστον μέλη τους, στα οποία απαραιτήτως περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος του Κλιμακίου ή ο αναπληρωτής του. Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης. Αν υπάρξει ισοψηφία, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Αν κατά τη διάσκεψη διατυπώνονται για κάποιο ζήτημα περισσότερες από δύο (2) γνώμες, με αποτέλεσμα να μην σχηματίζεται πλειοψηφία, όσοι ακολουθούν την ασθενέστερη οφείλουν να ακολουθήσουν μία από τις επικρατέστερες.
- Δεν δύναται να είναι μέλη των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου όσοι έχουν τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή ή εκκρεμεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη ή δεν μπορούν να ασκήσουν καθήκοντα μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου με πλήρη θητεία ενόψει συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας και αποχώρησης από την Υπηρεσία.
- Στα Τριμελή ή Πενταμελή Κλιμάκια δύναται, ύστερα από αίτηση του διωκόμενου υπαλλήλου, να παραστεί, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος τριτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, προκειμένου να τοποθετηθεί είτε εγγράφως είτε προφορικά ενώπιον του Κλιμακίου. Η μη παράσταση του ανωτέρω εκπροσώπου δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας.
- Η λειτουργία των Κλιμακίων διέπεται συμπληρωματικά από τα άρθρα 13 έως 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45) περί συγκρότησης, σύνθεσης, συνεδριάσεων , λειτουργίας και περί αποφάσεων, αντίστοιχα.
- Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Συντονιστή του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εκδίδεται Κανονισμός Λειτουργίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, για τη ρύθμιση επιμέρους θεμάτων εσωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος ή με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Με την ίδια απόφαση δύναται να καθορίζεται ενιαίος τύπος εγγράφων για τις διαδικασίες, που υλοποιούνται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.».
Άρθρο 22
Αρμοδιότητα των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα – Προσθήκη άρθρου 119Γ στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), προστίθεται άρθρο 119Γ ως εξής:
«Άρθρο 119Γ
Αρμοδιότητα των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα
- Τα Τριμελή Κλιμάκια συνεδριάζουν για να:
α) εξετάσουν, κατόπιν παραπομπής, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 123 και 124, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, υποθέσεις που αφορούν σε πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία δεν μπορεί να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, και μπορούν να επιβάλλουν οποιαδήποτε άλλη ποινή. Αν το Τριμελές Κλιμάκιο κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα δύναται να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, παραπέμπει την υπόθεση στο Πενταμελές Κλιμάκιο, το οποίο, εξετάζοντάς την, μπορεί να επιβάλλει οποιαδήποτε ποινή,
β) εξετάσουν, σε δεύτερο βαθμό, ενστάσεις που υποβάλλονται από τον υπάλληλο ή υπέρ του κατά πειθαρχικών αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων, με την επιφύλαξη των περ. γ) και ε) της παρ. 2,
γ) γνωμοδοτήσουν για τη δυνητική θέση υπαλλήλων σε καθεστώς αργίας και τη συνέχιση αυτής κατά το άρθρο 104 και εξετάσουν αιτήματα επιστροφής αποδοχών αργίας ή αναστολής άσκησης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 105.
- Τα Πενταμελή Κλιμάκια συνεδριάζουν για να:
α) εξετάσουν, κατόπιν παραπομπής, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 123 και 124, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, υποθέσεις που αφορούν σε πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία μπορεί να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, και μπορούν να επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή,
β) εξετάσουν, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, τις πειθαρχικές υποθέσεις των προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και άλλων ανώτατων υπαλλήλων του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., συμπεριλαμβανομένων των Υπηρεσιακών Γραμματέων και των Συντονιστών Αποκεντρωμένων Διοικήσεων,
γ) εξετάσουν, σε δεύτερο βαθμό, ενστάσεις που υποβάλλονται από τον υπάλληλο ή υπέρ του κατά πειθαρχικών αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων που επιβάλλουν πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών και άνω,
δ) εξετάσουν, σε δεύτερο βαθμό, ενστάσεις που υποβάλλονται υπέρ της Διοίκησης κατά πειθαρχικών αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων,
ε) εξετάσουν, σε δεύτερο βαθμό, ενστάσεις για την ίδια υπόθεση, οι οποίες έχουν ασκηθεί υπέρ της Διοίκησης και από τον υπάλληλο ή υπέρ του.
- Το Ειδικό Πενταμελές Κλιμάκιο συνεδριάζει για να εξετάσει υποθέσεις που θίγουν σοβαρά το κύρος της Υπηρεσίας και προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα.».
Άρθρο 23
Αρμοδιότητες του Συντονιστή του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα – Προσθήκη άρθρου 119Δ στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), προστίθεται άρθρο 119Δ ως εξής:
«Άρθρο 119Δ
Αρμοδιότητες του Συντονιστή του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα
- Ο Συντονιστής του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα συγκαλεί το Πειθαρχικό Συμβούλιο και μεριμνά για τη λειτουργία των Κλιμακίων του, καθώς και για την εν γένει άσκηση των αρμοδιοτήτων του.
- Ο Συντονιστής, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο των ορισθέντων Νομικών Συμβούλων του Κράτους στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
- Ο Συντονιστής του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Ορίζει με απόφασή του τους Προέδρους, τα μέλη και τους Γραμματείς των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τους αναπληρωτές τους. Ως Πρόεδροι ορίζονται μόνο Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 119Β. Τα αναπληρωματικά μέλη μετέχουν σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος των τακτικών μελών,
β) κατανέμει τις πειθαρχικές υποθέσεις στα επιμέρους αρμόδια Κλιμάκια του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Αν διαπιστωθεί αναρμοδιότητα του Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, στο οποίο κατανεμήθηκε αρχικά η υπόθεση, αναπέμπεται με απόφαση του Κλιμακίου στον Συντονιστή για την εκ νέου κατανομή της.
Συγκρούσεις αρμοδιότητας μεταξύ περισσότερων Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου για την κρίση του ίδιου παραπτώματος αίρονται από τον Συντονιστή.
γ) ορίζει κατ’ εξαίρεση εισηγητή σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 119Β,
δ) θέτει στους Προέδρους των Κλιμακίων τα χρονοδιαγράμματα, εντός των οποίων πρέπει να διεκπεραιώνονται οι πειθαρχικές υποθέσεις που τους ανατίθενται και διασφαλίζει την τήρησή τους,
ε) υποβάλλει ανά εξάμηνο στους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, καθώς και στον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. έκθεση πεπραγμένων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, όπου καταγράφεται συνοπτικός απολογισμός του έργου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ιδίως, ο αριθμός των συνεδριάσεων, ο αριθμός των εισερχόμενων υποθέσεων, η πορεία των εκκρεμών υποθέσεων, ο αριθμός των περαιωμένων υποθέσεων και η έκβασή τους,
στ) δύναται, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτημα του αρμόδιου Υπουργού ή του επικεφαλής του φορέα ή του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας κατά την παρ. 4 του άρθρου 117, να εισάγει, με αιτιολογημένη απόφασή του, ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου πειθαρχική υπόθεση, προκειμένου αυτή να εξετασθεί κατά προτεραιότητα, σε περίπτωση που είτε αφορά σε μείζονος βαρύτητας πειθαρχικό παράπτωμα, ιδίως παράπτωμα, το οποίο, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, είτε επίκειται παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος,
ζ) ορίζει το μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή τον υπάλληλο που θα διεξάγει πειθαρχική ανάκριση,
η) αν διαπιστωθεί από το Κλιμάκιο αναρμοδιότητα του οργάνου που παραπέμπει την πειθαρχική υπόθεση, αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για την εκ νέου παραπομπή της εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από το αρμόδιο όργανο,
θ) συγκαλεί σε ολομέλεια τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση επί θεμάτων που αφορούν στο όργανο,
ι) προεδρεύει στο Πενταμελές Κλιμάκιο, στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 119Β.».
Άρθρο 24
Γραμματειακή υποστήριξη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα – Προσθήκη άρθρου 119Ε στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), προστίθεται άρθρο 119Ε ως εξής:
«Άρθρο 119Ε
Γραμματειακή υποστήριξη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα – Εξουσιοδοτικές διατάξεις
- Η γραμματειακή και εν γένει υποστήριξη του Πειθαρχικού Συμβουλίου παρέχεται από τη Γενική Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών.
- Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του Πειθαρχικού Συμβουλίου αναπτύσσεται η ηλεκτρονική εφαρμογή «Ηλεκτρονική Εφαρμογή Παρακολούθησης Πειθαρχικού Δικαίου».
- Με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4622/2019 (Α’ 133), συστήνεται Διεύθυνση Πειθαρχικών Υποθέσεων Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα. στη Γενική Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών. Αποστολή της Διεύθυνσης είναι η παροχή γραμματειακής υποστήριξης και συνδρομής στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα.
- Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης και του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στην ανάπτυξη και λειτουργία της ηλεκτρονικής εφαρμογής της παρ. 2 και στη διασύνδεσή της με το πληροφοριακό σύστημα «Σύστημα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης» του άρθρου 57 του ν. 5149/2024 (Α’ 169) που τηρείται στο Υπουργείο Εσωτερικών και την ηλεκτρονική βάση δεδομένων του άρθρου 24 του ν. 4807/2021 (Α’ 96), περί παρακολούθησης πειθαρχικών υποθέσεων, που τηρείται στην Ε.Α.Δ., οι έχοντες πρόσβαση στην ηλεκτρονική εφαρμογή, ο τρόπος πρόσβασης, οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ηλεκτρονική εφαρμογή.
- Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα της προβλεπόμενης στην περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 127 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109) διαλειτουργικότητας των Ολοκληρωμένων Πληροφοριακών Συστημάτων Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων («Ο.Σ.Δ.Δ.Υ.») με το πληροφοριακό σύστημα «Σύστημα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης» του άρθρου 57 του ν. 5149/2024 που τηρείται στο Υπουργείο Εσωτερικών και με την ηλεκτρονική εφαρμογή της παρ. 2 του παρόντος, οι έχοντες πρόσβαση σε αυτό, ο τρόπος πρόσβασης, οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.
- Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα διασύνδεσης του πληροφοριακού συστήματος «Σύστημα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης» του άρθρου 57 του ν. 5149/2024 και της ηλεκτρονικής εφαρμογής της παρ. 2 του παρόντος με το πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης της κεντρικής βάσης μοναδικής καταχώρισης των στοιχείων επικοινωνίας όλων των φυσικών προσώπων (Εθνικό Μητρώο Επικοινωνίας-ΕΜΕπ), τα απαραίτητα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ασφαλείας, που οφείλουν να τηρούν οι φορείς, και ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία για την πρόσβαση στα στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί στο ΕΜΕπ.».
Άρθρο 25
Κατάργηση του κανόνα της χρονικής προτεραιότητας μεταξύ των επιλαμβανόμενων πειθαρχικών συμβουλίων -Τροποποίηση άρθρου 121 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 121 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί ενιαίας κρίσης πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1 οι λέξεις «Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου» αντικαθίστανται από τη λέξη «φορέα», β) στην παρ. 3, βα) η περ. β), περί καθορισμού αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου βάσει χρονικής προτεραιότητας ανάληψης της υπόθεσης, καταργείται, ββ) στην περ. γ) διαγράφονται οι λέξεις «διοικητικού συμβουλίου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» και μετά από λεκτικές βελτιώσεις το άρθρο 121 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 121
Ενιαία κρίση πειθαρχικών παραπτωμάτων
- Περισσότερα του ενός πειθαρχικά παραπτώματα του ίδιου υπαλλήλου είναι δυνατόν, κατά την κρίση του πειθαρχικού οργάνου, να κρίνονται ενιαίως, εφόσον σχετίζονται με καθήκοντα υπηρεσιών του ίδιου φορέα.
- Περισσότεροι υπάλληλοι που διώκονται για το ίδιο ή για συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, είναι δυνατόν να κρίνονται ενιαίως, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της παρ. 1.
- Αν στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 τα πειθαρχικά όργανα που είναι αρμόδια να επιληφθούν είναι διαφορετικά, αρμόδιο για την κρίση όργανο είναι:
α) μεταξύ περισσότερων πειθαρχικώς προϊσταμένων ο ιεραρχικώς ανώτερος, και σε περίπτωση προϊσταμένων του αυτού ιεραρχικού επιπέδου, εκείνος που έχει επιληφθεί πρώτος,
β) [Καταργείται],
γ) μεταξύ πειθαρχικώς προϊσταμένου και πειθαρχικού συμβουλίου, το τελευταίο.».
Άρθρο 26
Πειθαρχική ευθύνη μελών Πειθαρχικού Συμβουλίου και προσδιορισμός του χρόνου ολοκλήρωσης της πειθαρχικής διαδικασίας – Τροποποίηση άρθρου 122 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 122 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί άσκησης πειθαρχικής δίωξης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1, αα), η λέξη «δύο» αντικαθίσταται από τη λέξη και τον αριθμό «τεσσάρων (4)», αβ) η λέξη «τεσσάρων» αντικαθίσταται από τη λέξη και τον αριθμό «έξι (6)» και αγ) προστίθενται στο τέλος οι λέξεις «, με την επιφύλαξη της περ. δ) της παρ. 3 του άρθρου 119Δ», β) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, οι λέξεις «μετά από παραπομπή ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 146Α» αντικαθίσταται από τις λέξεις «σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4831/2021 (Α’ 170) για την πειθαρχική ευθύνη των λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 122 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 122
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης
- Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραπομπή εκτός αν απαιτείται η διεξαγωγή ανάκρισης οπότε ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών, με την επιφύλαξη της περ. δ) της παρ. 3 του άρθρου 119Δ.
- Η υπαίτια παράβαση των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 1 αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό, για τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου, εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4831/2021 (Α’ 170) για την πειθαρχική ευθύνη των λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.».
Άρθρο 27
Πειθαρχική συνδιαλλαγή – Προσθήκη άρθρου 122Α στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Μετά το άρθρο 122 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26) προστίθεται άρθρο 122Α ως εξής:
«Άρθρο 122Α
Πειθαρχική συνδιαλλαγή
- Σε περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία δεν επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης και είτε εξ αυτών δεν έχει προκληθεί οικονομική ζημία είτε η προκληθείσα ζημία έχει αποκατασταθεί πλήρως από τον υπάλληλο, το ανώτατο μονομελές πειθαρχικό όργανο του φορέα, μετά από αίτημα του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου, το οποίο μπορεί να υποβληθεί μετά την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης μέχρι και την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης ή την παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο, καλεί τον υπάλληλο να εμφανιστεί ενώπιόν του σε συνδιαλλαγή. Ο πειθαρχικώς προϊστάμενος αξιολογεί βάσει των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου, του είδους του παραπτώματος, των συνθηκών τέλεσης, της προσωπικότητας του διωκόμενου υπαλλήλου και της εν γένει υπηρεσιακής του διαδρομής, εάν δύναται να εκδοθεί πρακτικό συνδιαλλαγής.
- Το πρακτικό συνδιαλλαγής περιέχει κατ’ ελάχιστον: α) τον τόπο και τον χρόνο έκδοσής του, β) το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του πειθαρχικώς προϊσταμένου, γ) το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και τον βαθμό του διωκόμενου υπαλλήλου, δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία, που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο, ε) την υποβολή αιτήματος συνδιαλλαγής εκ μέρους του διωκόμενου υπαλλήλου, στ) πλήρη αιτιολογία για τους λόγους που, κατά την κρίση του πειθαρχικώς προϊσταμένου, επιτρέπουν τη συνδιαλλαγή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ζ) βεβαίωση περί απουσίας οικονομικής ζημίας ή περί πλήρους αποκατάστασης της οικονομικής ζημίας, που προκλήθηκε στον φορέα, και η) ρητή και σαφή δήλωση ομολογίας του πειθαρχικώς διωκομένου περί αποδοχής της πειθαρχικής ευθύνης για τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις.
- Το πρακτικό συνδιαλλαγής υπογράφεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο και από τον διωκόμενο υπάλληλο και δεν ανακαλείται. Εντός πέντε (5) ημερών από την κατάρτισή του, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος διαβιβάζει το πρακτικό συνδιαλλαγής, με το σύνολο του πειθαρχικού φακέλου στο πειθαρχικό συμβούλιο.
- Το πειθαρχικό συμβούλιο, εκτιμώντας το πρακτικό συνδιαλλαγής και τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις συνδιαλλαγής, κηρύσσει ένοχο τον διωκόμενο και επιβάλλει σε αυτόν πειθαρχική ποινή, η οποία δεν μπορεί να είναι ανώτερη του προστίμου αποδοχών πέντε (5) μηνών και, σε περίπτωση συρροής περισσότερων αδικημάτων, του προστίμου αποδοχών δέκα (10) μηνών. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της συνδιαλλαγής, εφαρμόζεται η παρ. 9.
- Αίτημα συνδιαλλαγής δύναται να υποβληθεί και μετά την παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο πριν από την έκδοση πειθαρχικής απόφασης σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 έως 4. Το αίτημα εξετάζεται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του πειθαρχικού συμβουλίου και εφόσον επιτευχθεί συνδιαλλαγή, συντάσσεται πρακτικό συνδιαλλαγής σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 και ακολούθως το πειθαρχικό συμβούλιο κηρύσσει ένοχο τον διωκόμενο και επιβάλλει σε αυτόν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός από την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για το αποδιδόμενο στον διωκόμενο πειθαρχικό παράπτωμα.
- Κατά του πρακτικού συνδιαλλαγής και της απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου, που εκδίδεται κατά την παρούσα διαδικασία, δεν χωρεί κανένα ένδικο μέσο.
- Αν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, πριν από την ολοκλήρωση πειθαρχικής ανάκρισης ή κλήσης σε απολογία, αυτές θεωρούνται περατωμένες.
- Τα αιτήματα πειθαρχικής συνδιαλλαγής εξετάζονται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα κατά απόλυτη προτεραιότητα.
- Αν δεν επιτευχθεί η συνδιαλλαγή, η αίτηση θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται μαζί με το οικείο υλικό, και αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας.».
Άρθρο 28
Διαδικασία παραπομπής από τον Υπουργό Εσωτερικών στο Πειθαρχικό Συμβούλιο – Τροποποίηση άρθρου 123 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 123 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) στην παρ. 2 διαγράφονται οι λέξεις «Γενικός» και «οικείου» και το άρθρο 123 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 123
Παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο
- Αν ο Υπουργός ή ο επικεφαλής του φορέα κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρείται με ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του ή το πειθαρχικό παράπτωμα κρίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το πειθαρχικό συμβούλιο σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 119Γ, παραπέμπει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο. Για τους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου η πειθαρχική υπόθεση παραπέμπεται για τον ίδιο λόγο στο πειθαρχικό συμβούλιο από το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης ή, αν δεν υπάρχει, από τον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης. Η παραπομπή είναι υποχρεωτική όταν υπάρχει αιτιολογημένη πρόταση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, η οποία θέτει συγκεκριμένη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η παραπομπή, με κοινοποίηση αυτής στην Αρχή. Στην περίπτωση του τρίτου εδαφίου, εφόσον το αρμόδιο όργανο δεν προβεί στις απαραίτητες ενέργειες εντός της τεθείσας προθεσμίας, ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας παραπέμπει ο ίδιος την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο κατ’ εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 117.
- Ο Υπουργός ή ο Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, όταν λάβει γνώση πειθαρχικού παραπτώματος που τελέσθηκε από υπάλληλο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο εποπτεύεται από αυτόν, παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου για την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου.
- Δεν επιτρέπεται παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο μετά την έκδοση οριστικής απόφασης για το ίδιο παράπτωμα από οποιοδήποτε πειθαρχικό όργανο.».
Άρθρο 29
Συμπλήρωση φακέλου πειθαρχικής υπόθεσης και συμπληρωματικό παραπεμπτήριο – Τροποποίηση άρθρου 124 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 124 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της διαδικασίας και των συνεπειών παραπομπής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο τέλος της παρ. 3 προστίθενται οι λέξεις «για τις ίδιες πειθαρχικά ελεγκτέες πράξεις», β) προστίθενται παρ. 5, 6 και 7 και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 124 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 124
Διαδικασία και συνέπειες παραπομπής
- Στο έγγραφο, με το οποίο η υπόθεση παραπέμπεται στο πειθαρχικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 123, πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος υπάλληλος.
- Το παραπεμπτήριο έγγραφο κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 138 και αποστέλλεται με το φάκελο της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο. Αν κατά τη διαδικασία ανακύψουν ευθύνες και για άλλους υπαλλήλους που δεν περιλαμβάνονται στο παραπεμπτήριο έγγραφο, το συμβούλιο τους καλεί σε απολογία και συνεχίζει την περαιτέρω διαδικασία χωρίς γνωστοποίηση του παραπεμπτηρίου. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αποφασίζει τη συνεκδίκαση των παραπτωμάτων αυτών με τα παραπτώματα των περιλαμβανομένων στο παραπεμπτήριο.
- Η έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου καταργεί την εκκρεμή πειθαρχική διαδικασία ενώπιον άλλου πειθαρχικού οργάνου για τις ίδιες πειθαρχικά ελεγχόμενες πράξεις.
- Το παραπεμπτήριο έγγραφο δεν ανακαλείται.
- Κατά την εξέταση της πειθαρχικής υπόθεσης από το αρμόδιο Κλιμάκιο, ο εισηγητής μπορεί να ζητεί να προσκομισθούν στοιχεία που λείπουν ή είναι χρήσιμα για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής έχουν υποχρέωση να αποστείλουν αμελλητί τα στοιχεία και τις πληροφορίες που τους ζητεί. Ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, μαζί με τον υπόλοιπο φάκελο της υπόθεσης πριν από την απολογία του, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 135.
- Σε περιπτώσεις εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 117, η έκθεση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας και το διαβιβαστικό έγγραφο του Διοικητή της Αρχής υπέχουν θέση παραπεμπτηρίου εγγράφου κατά την έννοια του παρόντος άρθρου και αναζήτηση συμπληρωματικών στοιχείων πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του παρόντος.
- Συμπληρωματικό παραπεμπτήριο έγγραφο εκδίδεται και κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο, αν από τη διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης για το παράπτωμα, για το οποίο έχει ήδη παραπεμφθεί στο πειθαρχικό συμβούλιο, προκύπτει ότι τέλεσε και άλλο ή άλλα πειθαρχικά παραπτώματα ή προκειμένου να συμπεριληφθούν νέα στοιχεία που τροποποιούν ή συμπληρώνουν ουσιωδώς το αρχικό παραπεμπτήριο έγγραφο.».
Άρθρο 30
Ενέργειες μετά τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης –
Τροποποίηση άρθρου 125 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 125 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί προκαταρκτικής εξέτασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2 προστίθεται τρίτο εδάφιο, β) η παρ. 3 αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 4, γα) στο πρώτο εδάφιο, η παραπομπή στο άρθρο «45Β» αντικαθίσταται από την παραπομπή στο άρθρο «47», γβ) στο τέλος του δεύτερου εδαφίου, προστίθενται οι λέξεις «(Α’ 141), περί προστασίας μαρτύρων, ή στο πεδίο εφαρμογής των παρ. 3 και 4 του άρθρου 18 του ν. 4990/2022 (Α’ 210), περί μέτρων για την προστασία έναντι αντιποίνων,» και μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 125 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 125
Προκαταρκτική εξέταση
- Προκαταρκτική εξέταση είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του.
- Προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργήσει ή να διατάξει κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου. Η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση των περιστατικών, που πιθανόν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή, αν η προκαταρκτική εξέταση διεξάγεται από υπάλληλο ύστερα από εντολή του πειθαρχικώς προϊσταμένου, από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση της ανάθεσής της. Η προκαταρκτική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης.
- Ο υπάλληλος, στον οποίο έχει ανατεθεί η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, αφού συγκεντρώσει τα στοιχεία, τα παραδίδει στον πειθαρχικώς προϊστάμενο και εισηγείται γραπτώς, είτε την άσκηση πειθαρχικής δίωξης, είτε τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, είτε τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο. Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος κρίνει, με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί στην προκαταρκτική εξέταση, ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, περατώνει την εξέταση με αιτιολογημένη έκθεσή του, την οποία κοινοποιεί στον ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο, ο οποίος δύναται να διατάξει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης ή τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο. Αν, αντιθέτως, κρίνει ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με ποινή της αρμοδιότητάς του, καλεί τον ελεγχόμενο υπάλληλο σε απολογία σύμφωνα με το άρθρο 134. Αν κρίνει, είτε πριν από την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία είτε μετά την απολογία του, ότι δικαιολογείται η επιβολή βαρύτερης ποινής, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 118. Αν, τέλος, κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, διατάσσει την ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης.
- Κατά την προκαταρκτική εξέταση που ενεργείται για υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, περί δωροληψίας πολιτικών προσώπων, 159Α, περί δωροδοκίας πολιτικών προσώπων, 235, περί δωροληψίας υπαλλήλου, 236, περί δωροδοκίας υπαλλήλου, 237, περί δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικών λειτουργών, και 237Α, περί εμπορίας επιρροής και μεσαζόντων, του Ποινικού Κώδικα, προστατεύεται πλήρως η ανωνυμία των υπαλλήλων, οι οποίοι, χωρίς να εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην τέλεση των ως άνω πράξεων ή να αποβλέπουν σε ίδιον όφελος, συμβάλλουν ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχουν, στην αποκάλυψη και δίωξή τους, ακόμα και αν αυτοί δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 47 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96), περί αποχής από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης η ανωνυμία του υπαλλήλου προστατεύεται εφόσον αυτός υπάγεται στο καθεστώς της παρ. 7 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 (Α’ 141), περί προστασίας μαρτύρων, ή στο πεδίο εφαρμογής των παρ. 3 και 4 του άρθρου 18 του ν. 4990/2022 (Α’ 210), περί μέτρων για την προστασία έναντι αντιποίνων.».
Άρθρο 31
Πρόσβαση του διωκόμενου στην έκθεση της ένορκης διοικητικής εξέτασης-Δυνατότητα διενέργειας συμπληρωματικής ένορκης διοικητικής εξέτασης – Τροποποίηση άρθρου 126 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 126 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί ένορκης διοικητικής εξέτασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, αα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου» αντικαθίσταται από τη λέξη «φορέα», αβ) στο δεύτερο εδάφιο, i) η λέξη «ενέργεια» αντικαθίσταται από τη λέξη «διενέργεια», ii) προστίθενται στο τέλος οι λέξεις «ή, προκειμένου για ανεξάρτητη αρχή, άλλης ανεξάρτητης αρχής», αγ) στο τρίτο εδάφιο, μετά τη λέξη «περατώνεται» προστίθενται οι λέξεις «εντός της προθεσμίας που τίθεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο στην απόφαση ανάθεσης και το αργότερο», αδ) στο τέταρτο εδάφιο προστίθεται στο τέλος η λέξη «άπαξ», αε) προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο, β) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4, οι λέξεις «την πειθαρχική δίωξη εντός τριών (3) μηνών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «την πειθαρχική δίωξη αμελλητί και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός», γ) προστίθενται παρ. 4α και 4β, δ) στην παρ. 6 διαγράφεται η παραπομπή στην παρ. «5», ε) προστίθεται παρ. 7 και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 126 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 126
Ένορκη διοικητική εξέταση
- Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί. Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης.
- Η ένορκη διοικητική εξέταση διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς Προϊστάμενο και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α’ του ίδιου φορέα. Η διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης μπορεί να ανατίθεται και σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο με βαθμό Α’ άλλου Υπουργείου ή, προκειμένου για νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του Υπουργείου που το εποπτεύει ή, προκειμένου για ανεξάρτητη αρχή, άλλης ανεξάρτητης αρχής.
Η ένορκη διοικητική εξέταση περατώνεται εντός της προθεσμίας που τίθεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο στην απόφαση ανάθεσης και το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση ανάθεσης διεξαγωγής της. Ο υπάλληλος, ο οποίος διεξάγει την ένορκη διοικητική εξέταση, μπορεί να ζητήσει, με πλήρως αιτιολογημένη αίτηση του, παράταση της προθεσμίας αυτής έως ένα μήνα, άπαξ. Για τη χορήγηση της παράτασης εκδίδεται απόφαση του πειθαρχικώς Προϊστάμενου που ανέθεσε την ένορκη διοικητική εξέταση.
Αν ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος, είναι προϊστάμενος οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου, η εντολή για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης ανατίθεται σε προϊστάμενο τουλάχιστον ίδιου επιπέδου οργανικής μονάδας.
- Κατά την εξέταση του υπαλλήλου, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, εφαρμόζονται αναλόγως η παρ. 3 του άρθρου 130 και το άρθρο 132.
- Η ένορκη διοικητική εξέταση ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης. Εφόσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς Προϊστάμενος ασκεί την πειθαρχική δίωξη αμελλητί και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της έκθεσης.
4Α. Αποκλειστικά σε περίπτωση που μετά την υποβολή της αιτιολογημένης έκθεσης και πριν από την άσκηση πειθαρχικής δίωξης προκύψουν νέα στοιχεία που κατά την κρίση του πειθαρχικώς προϊστάμενου που διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη διαπίστωση της διάπραξης ή μη πειθαρχικού παραπτώματος, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος δύναται να αναθέσει τη διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης στον υπάλληλο που διεξήγαγε την αρχική εξέταση και κατ’ εξαίρεση, αν προκύπτει αντικειμενική αδυναμία, σε άλλον υπάλληλο, τηρουμένης της παρ. 2. Η συμπληρωματική εξέταση ολοκληρώνεται το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης.
4Β. Η παρ. 4 του άρθρου 125, περί προστασίας ανωνυμίας, εφαρμόζεται και κατά τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης.
4Γ. Η ένορκη διοικητική εξέταση είναι μυστική. Εάν μετά την ολοκλήρωσή της, ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, ο διωκόμενος δύναται να λάβει γνώση του περιεχομένου της έκθεσης αυτής και των εγγράφων που τη συνοδεύουν στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Αν δεν ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, πρόσβαση στην έκθεση και στα έγγραφα που τη συνοδεύουν μπορεί να χορηγηθεί μόνο εφόσον ο ενδιαφερόμενος επικαλείται και αποδεικνύει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
- Διατάξεις που προβλέπουν τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης οποιασδήποτε μορφής από ειδικά όργανα δεν θίγονται.
- Οι παρ. 7 και 8 του άρθρου 127, καθώς και τα άρθρα 129 και 131, εφαρμόζονται αναλόγως.».
Άρθρο 32
Διεξαγωγή πειθαρχικής ανάκρισης από μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή από μόνιμο υπάλληλο – Χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης – Τροποποίηση άρθρου 127 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 127 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί πειθαρχικής ανάκρισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι παρ. 1, 2 και 3 αντικαθίστανται, β) στην παρ. 6, στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «πειθαρχικού συμβουλίου στον υπάλληλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Συντονιστή στο μέλος του Συμβουλίου ή στον υπάλληλο», γ) προστίθεται παρ. 9 και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις το άρθρο 127 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 127
Πειθαρχική ανάκριση
- Πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται μόνο κατά τη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και είναι υποχρεωτική, με εξαίρεση τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο, μετά από ειδική κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη μη διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης,
β) όταν ο υπάλληλος ομολογεί με την απολογία του κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα,
γ) όταν ο υπάλληλος συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που αποτελεί συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα,
δ) όταν έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση συμφώνως με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα,
ε) όταν έχει διενεργηθεί, πριν από την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου, ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ή άλλη ένορκη εξέταση για την απόδοση πειθαρχικού παραπτώματος σε συγκεκριμένο υπάλληλο, εφόσον αυτός ήταν σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 126. Το ίδιο ισχύει όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της διοίκησης,
στ) όταν έχει προηγηθεί πειθαρχική συνδιαλλαγή, η οποία κατέληξε σε σύνταξη πρακτικού συνδιαλλαγής.
- Η πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται από μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο ορίζεται με απόφαση του Συντονιστή, η οποία εκδίδεται κατόπιν αιτήματος του Προέδρου του Κλιμακίου.
- Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις, με αιτιολογημένη απόφαση του Συντονιστή δύναται να ανατίθεται η διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης σε μόνιμο υπάλληλο τουλάχιστον ομοιόβαθμο του διωκομένου που υπηρετεί σε διαφορετικό φορέα από τον φορέα όπου τελέστηκε το παράπτωμα. Αν σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν υπάρχει επαρκής αριθμός υπαλλήλων που να πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση, η διεξαγωγή της πειθαρχικής ανάκρισης ανατίθεται σε υπάλληλο του εποπτεύοντος Υπουργείου. Δεν ενεργούν πειθαρχική ανάκριση: α) τα μέλη του Κλιμακίου, τακτικά και αναπληρωματικά, στα οποία έχει ανατεθεί η υπόθεση, β) το μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου που έχει οριστεί εισηγητής της υπόθεσης, γ) τα πρόσωπα, στα οποία αποδίδεται το πειθαρχικό παράπτωμα, δ) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι που έχουν εκδώσει την πειθαρχική απόφαση η οποία κρίνεται κατ’ ένσταση, ε) τα πρόσωπα που έχουν ενεργήσει ένορκη διοικητική εξέταση, στ) τα πρόσωπα που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη.
Ο εγκαλούμενος μπορεί να ζητήσει, με έγγραφη αίτηση μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την κλήση του για εξέταση, την εξαίρεση εκείνου που διεξάγει την ανάκριση. Στην αίτηση πρέπει να εκτίθενται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, οι λόγοι της εξαίρεσης και να αναφέρονται τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνονται οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί. Για την αίτηση εξαίρεσης αποφασίζει το Κλιμάκιο. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, οι ανακριτικές πράξεις που διενεργήθηκαν στο μεταξύ, είναι άκυρες και επαναλαμβάνονται εξαρχής.
- Όποιος διεξάγει ανάκριση δικαιούται να ενεργήσει ανακριτικές πράξεις και εκτός της έδρας του. Επίσης, δικαιούται να ζητήσει την ενέργεια ανακριτικών πράξεων και εκτός της έδρας του από οποιαδήποτε διοικητική αρχή.
- Η πειθαρχική ανάκριση είναι μυστική.
- Η πειθαρχική ανάκριση περατώνεται εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης του Συντονιστή στο μέλος του Συμβουλίου ή στον υπάλληλο, που θα τη διενεργήσει, ο οποίος μπορεί να ζητήσει με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής. Η παράταση αυτή δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.
- Η πειθαρχική ανάκριση μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων παραπτωμάτων του ίδιου υπαλλήλου εφόσον προκύπτουν επαρκή στοιχεία.
- Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί υπάλληλος ο οποίος ορίζεται από τον ενεργούντα την ανάκριση.
- Το άρθρο 136Β, περί της δυνατότητας παράστασης του διωκομένου με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης εφαρμόζεται αναλόγως.».
Άρθρο 33
Ελάχιστος αριθμός υποχρεωτικά εξεταζόμενων προτεινόμενων μαρτύρων – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 130 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 130 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί της εξέτασης μαρτύρων, η λέξη «πέντε» αντικαθίσταται από τη λέξη και τον αριθμό «τρεις (3)» και το άρθρο 130 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 130
Μάρτυρες
- Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
- Η μη εμφάνιση ή η άρνηση κατάθεσης του μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία αποτελεί πλημμέλημα και αν είναι υπάλληλος και πειθαρχικό παράπτωμα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του διωκομένου με το μάρτυρα σε ευθεία γραμμή ή έως και το δεύτερο βαθμό σε πλάγια γραμμή.
- Ο διωκόμενος δικαιούται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής ανάκρισης και της ένορκης διοικητικής εξέτασης και μέχρι το τέλος της εξέτασής του να ζητήσει εγγράφως την εξέταση μαρτύρων. Ο ανακριτής υποχρεούται να εξετάσει τρεις (3) τουλάχιστον από τους προτεινόμενους μάρτυρες.
- Αν η ένορκη διοικητική εξέταση δεν στρεφόταν κατά συγκεκριμένου προσώπου, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να διενεργήσει συμπληρωματική ανάκριση, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον διωκόμενο να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση μαρτύρων, εκτός εάν αυτός δηλώσει ενώπιον του συμβουλίου ότι δεν επιθυμεί να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση μαρτύρων.»
Άρθρο 34
Εισαγωγή υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο – Διαδικασία ενώπιον του Κλιμακίου του Συμβουλίου – Αντικατάσταση άρθρου 133 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Το άρθρο 133 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί ενεργειών μετά την ανάκριση, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 133
Εξέταση υπόθεσης
- Ο Συντονιστής του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όταν λάβει το παραπεμπτήριο έγγραφο, αναθέτει την πειθαρχική υπόθεση σε Κλιμάκιο του Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Κλιμακίου ορίζει εισηγητή, με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 119Β.
- Ο εισηγητής εξετάζει τον φάκελο της υπόθεσης, προκειμένου να εισαχθεί η υπόθεση για συζήτηση στο Κλιμάκιο εντός της προθεσμίας που τίθεται από τον Πρόεδρο του Κλιμακίου.
- Ο Πρόεδρος του Κλιμακίου, στο οποίο έχει ανατεθεί μία πειθαρχική υπόθεση, όταν διαβιβαστεί σε αυτόν το πόρισμα της πειθαρχικής ανάκρισης ή, σε περίπτωση μη διενέργειας ανάκρισης κατά την παρ. 1 του άρθρου 127, περί εξαιρέσεων από την υποχρεωτική διενέργεια ανάκρισης, κατόπιν εισήγησης του μέλους που έχει ορισθεί εισηγητής, με πράξη του καλεί τον διωκόμενο σε απολογία, εφόσον απαιτείται. Μετά την υποβολή της απολογίας εντός της προθεσμίας που τάσσεται με την πράξη του Προέδρου ή μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, ο Πρόεδρος ορίζει ημερομηνία κατά την οποία συζητείται η υπόθεση στο Κλιμάκιο.».
Άρθρο 35
Προθεσμία για την κλήση σε απολογία – Τροποποίηση άρθρου 134 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 134 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2: αα) τα εδάφια δεύτερο και τρίτο αντικαθίστανται, αβ) στο τέταρτο εδάφιο οι λέξεις «πριν από την έκδοση της απόφασης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο Κλιμάκιο», β) στην παρ. 3 διαγράφονται οι λέξεις «ή στα όργανα του άρθρου 119 του παρόντος» και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 134 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 134
Κλήση σε Απολογία
- Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.
- Στην κλήση σε απολογία καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσεται εύλογη προθεσμία για απολογία. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά έως δύο (2) εργάσιμες ημέρες με απόφαση του πειθαρχικώς προϊσταμένου ή του Προέδρου του Κλιμακίου του πειθαρχικού συμβουλίου, μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του διωκομένου. Εκπρόθεσμη απολογία λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη, εφόσον υποβάλλεται μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο Κλιμάκιο.
Η παράλειψη της κλήσης σε απολογία καλύπτεται από την υποβολή έγγραφης απολογίας.
- Όταν μετά την κλήση του διωκομένου σε απολογία ακολουθεί παραπομπή σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 118 σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο ή στο πειθαρχικό συμβούλιο, δεν απαιτείται νέα κλήση σε απολογία.
- Μετά την κλήση σε απολογία η υπόθεση περατώνεται με την έκδοση απόφασης.».
Άρθρο 36
Προθεσμία κοινοποίησης της ημέρας συνεδρίασης – Παρουσία διωκόμενου και με ηλεκτρονικά μέσα – Δυνατότητα υποβολής αιτήματος για συμμετοχή εκπροσώπου συνδικαλιστικής οργάνωσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο – Συμπλήρωση ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων – Τροποποίηση τίτλου Κεφαλαίου Δ’ Τμήματος Β’ Μέρους Ε’ και άρθρου 136 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
- Στον τίτλο του Κεφαλαίου Δ’ του Τμήματος Β’ του Μέρους Ε’ του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26) οι λέξεις «ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ» και ο τίτλος του Κεφαλαίου Δ΄ διαμορφώνεται ως εξής: «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ».
- Στο άρθρο 136 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «πειθαρχικού συμβουλίου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κλιμακίου», αβ) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «τέσσερις (4) τουλάχιστον πλήρεις» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έξι (6) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης», β) στην παρ. 2, βα) στο πρώτο εδάφιο, i) μετά τη λέξη «παραστεί» προστίθενται οι λέξεις «ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου είτε με φυσική παρουσία» ii) στο τέλος προστίθενται οι λέξεις «, είτε με ηλεκτρονικά μέσα», ii) οι λέξεις «των πειθαρχικών συμβουλίων και των διοικητικών συμβουλίων των Ν.Π.Δ.Δ.» διαγράφονται, ββ) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «προσέλευση» αντικαθίσταται από τη λέξη «παρουσία», γ) προστίθεται παρ. 2α, δ) στην παρ. 3, δα) οι λέξεις «πειθαρχικό συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου», δβ) προστίθενται στο τέλος οι λέξεις «, προσδιορίζοντας τα επιπλέον στοιχεία που κρίθηκαν ανεπαρκή», ε) στην παρ. 4, οι λέξεις «για να προσέλθει ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «, για να παρασταθεί, είτε με φυσική παρουσία είτε με ηλεκτρονικά μέσα, ενώπιον Κλιμακίου του πειθαρχικού συμβουλίου» και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 136 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 136
Προσδιορισμός ημέρας συνεδρίασης – Παράσταση διωκομένου
- Μετά την υποβολή της απολογίας ή την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της ο Πρόεδρος του Κλιμακίου προσδιορίζει με πράξη του την ημέρα κατά την οποία συζητείται η υπόθεση. Η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης κοινοποιούνται κατά το άρθρο 138 στον διωκόμενο έξι (6) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης.
- Ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παραστεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου είτε με φυσική παρουσία, αυτοπροσώπως ή δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, είτε με ηλεκτρονικά μέσα. Η μη παρουσία του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
2α. Κατόπιν δήλωσης του διωκομένου, η οποία υποβάλλεται στο πειθαρχικό συμβούλιο, στη συνεδρίαση δύναται να παρίσταται και να εκφράσει προφορικά ή εγγράφως τις απόψεις του εκπρόσωπος δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, στην οποία συμμετέχει σωματείο, στο οποίο ανήκει ο υπάλληλος, με την προσκόμιση ή ηλεκτρονική κατάθεση σχετικής απόφασης της οργάνωσης και βεβαίωσης ότι ο υπάλληλος είναι μέλος σωματείου μέλους τους.
- Αν το Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου κρίνει ανεπαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία, αναβάλλει την κρίση της υπόθεσης και διατάσσει συμπληρωματική ανάκριση, προσδιορίζοντας τα επιπλέον στοιχεία που κρίθηκαν ανεπαρκή.
- Η υπηρεσία του διωκομένου υποχρεούται να του χορηγεί ανάλογη άδεια, για να παρασταθεί, είτε με φυσική παρουσία είτε με ηλεκτρονικά μέσα, ενώπιον Κλιμακίου του πειθαρχικού συμβουλίου κατά την κρίση της υπόθεσης του.».
Άρθρο 37
Διεξαγωγή τηλεματικής συνεδρίασης –
Προσθήκη άρθρου 136Α στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26) προστίθεται άρθρο 136Α ως εξής:
«Άρθρο 136Α
Διεξαγωγή τηλεματικής συνεδρίασης και τεχνολογικές προϋποθέσεις – Εξουσιοδοτική διάταξη
- Σε κάθε αποκεντρωμένη διοίκηση δημιουργούνται ένα (1) ή περισσότερα Γραφεία Τηλεματικής, για την εξυπηρέτηση των αναγκών χρήσης τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης των υπαλλήλων που υπηρετούν σε φορείς που εδρεύουν στα όρια της χωρικής αρμοδιότητας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
- Το Γραφείο Τηλεματικής λειτουργεί ως απομακρυσμένη αίθουσα του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, με την οποία συνδέεται με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης, για τη διεξαγωγή τηλεματικών συνεδριάσεων.
- Το Γραφείο Τηλεματικής είναι κατάλληλα διαμορφωμένο, με τον αναγκαίο ηλεκτρονικό και υποστηρικτικό εξοπλισμό. Ο εξοπλισμός καλύπτει τις προϋποθέσεις για τη συνεχή, ταχεία και ασφαλή μετάδοση και λήψη των δεδομένων της διαδικασίας.
- Η τεχνική υποστήριξη ανατίθεται, με απόφαση του οικείου Γραμματέα, σε υπάλληλο της αποκεντρωμένης διοίκησης, η οποία έχει την ευθύνη λειτουργίας του εξοπλισμού.
- Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, δύναται να εξειδικεύονται το πλήθος και η έδρα των Γραφείων Τηλεματικής της παρ. 1 ανά αποκεντρωμένη διοίκηση, το είδος του απαραίτητου για την τηλεματική συνεδρίαση εξοπλισμού, καθώς και διαδικαστικά ζητήματα, ιδίως αναφορικά με τη διεξαγωγή της συζήτησης, την τήρηση πρακτικών, την πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, την υποβολή υπομνήματος, την ακρόαση του διωκομένου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο με τεχνολογικά μέσα, όταν το πρόσωπο αυτό παρίσταται με χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης, καθώς και την προστασία των προσωπικών δεδομένων.».
Άρθρο 38
Δυνατότητα παράστασης με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης – Προσθήκη άρθρου 136Β στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26) προστίθεται άρθρο 136Β ως εξής:
«Άρθρο 136Β
Δυνατότητα παράστασης του διωκομένου με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης
- Ο διωκόμενος με αίτημά του, που υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, τρεις (3) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, μετέχει στη συνεδρίαση με φυσική παρουσία, αυτοπροσώπως ή δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, από τόπο διαφορετικό από αυτόν της συνεδρίασης (Γραφείο Τηλεματικής), με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης. Από το αίτημα του πρώτου εδαφίου μπορεί να παραιτηθεί έως και δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η παρούσα ισχύει και για την παράσταση του εκπροσώπου δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
- Ο Πρόεδρος του Κλιμακίου, εάν διαπιστώσει ότι δεν είναι εφικτή η σταθερή σύνδεση με το Γραφείο Τηλεματικής, δύναται να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης ή τη διενέργεια κάθε άλλης διαδικαστικής πράξης, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης του διωκομένου.».
Άρθρο 39
Εξαίρεση μελών Κλιμακίων Πειθαρχικού Συμβουλίου – Τροποποίηση άρθρου 137 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 137 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί κωλυμάτων και εξαίρεσης μελών πειθαρχικού συμβουλίου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «Κλιμακίων του», β) στην παρ. 1, βα) διαγράφονται οι λέξεις «δεν δικαιούνται να διεξάγουν ανάκριση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 127 του παρόντος ή», ββ) μετά τις λέξεις «στη σύνθεση του» προστίθεται η λέξη «Κλιμακίου», γ) η παρ. 2 αντικαθίσταται και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 137 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 137
Κωλύματα και εξαίρεση μελών Κλιμακίων του πειθαρχικού συμβουλίου
- Μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου, που έχουν διενεργήσει πειθαρχική ανάκριση στην κρινόμενη υπόθεση, κωλύονται να μετάσχουν στη σύνθεση του Κλιμακίου κατά την κρίση της υπόθεσης αυτής.
- Ο διωκόμενος μπορεί με έγγραφη αίτησή του να ζητήσει την εξαίρεση μελών Κλιμακίων του πειθαρχικού συμβουλίου, με την προϋπόθεση ότι με τα υπόλοιπα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, υπάρχει απαρτία. Αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβάλλει ο διωκόμενος και για τον εισηγητή που δεν είναι μέλος του Κλιμακίου. Εξαίρεση μπορεί να ζητηθεί για τους λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 14, περί λόγων αποκλεισμού, και 15, περί λόγων εξαίρεσης, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), που εφαρμόζονται αναλόγως. Η αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους της εξαίρεσης και να συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αυτοί αποδεικνύονται. Αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε, εφόσον οι λόγοι που τη δικαιολογούν περιήλθαν αποδεδειγμένα σε γνώση του πειθαρχικά διωκομένου σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την έκδοση απόφασης επί της πειθαρχικής υπόθεσης. Για την αίτηση εξαίρεσης μέλους το Κλιμάκιο του πειθαρχικού συμβουλίου αποφασίζει αιτιολογημένα με συμμετοχή των νόμιμων αναπληρωτών των μελών των οποίων ζητείται η εξαίρεση. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός ή περισσοτέρων μελών του Κλιμακίου ή του εισηγητή κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμησης ή ασκείται καταχρηστικά, απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του Κλιμακίου, στο οποίο υποβάλλεται. Τα μέλη που εξαιρούνται αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά τους. Αν εξαιρεθούν το τακτικό και το αναπληρωματικό του μέλος, το Κλιμάκιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη του, εφόσον έχει απαρτία. Η εξαίρεση αναπληρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα της συνεδρίασης. Στην περίπτωση του ένατου εδαφίου, το Κλιμάκιο αποφασίζει αμέσως επί της αίτησης εξαίρεσης με τα υπόλοιπα μέλη του. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης εξαίρεσης κατά του εισηγητή ή μέλους του Κλιμακίου που έχει οριστεί ως εισηγητής, ορίζεται νέος εισηγητής. Ειδικά για τα Τριμελή Κλιμάκια, όταν γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσης τόσο του τακτικού όσο και αναπληρωματικού μέλους, με απόφαση του Συντονιστή ορίζεται νέο μέλος του Κλιμακίου, τακτικό και αναπληρωματικό, για την εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης.
- Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 114, αποκλείεται να μετάσχει στο πειθαρχικό συμβούλιο ο ανακριτής ή αυτός που συμμετείχε στο πειθαρχικό συμβούλιο κατά την πρώτη κρίση.».
Άρθρο 40
Δυνατότητα κοινοποιήσεων στον πειθαρχικώς διωκόμενο με ηλεκτρονικά μέσα – Αντικατάσταση άρθρου 138 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Το άρθρο 138 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί κοινοποιήσεων στον διωκόμενο, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 138
Κοινοποιήσεις στον διωκόμενο
Η κλήση σε απολογία, το παραπεμπτήριο έγγραφο και κάθε πρόσκληση ή ειδοποίηση ή απόφαση επιδίδονται στον διωκόμενο. Η επίδοση αυτών διενεργείται με την αποστολή τους μέσω του ηλεκτρονικού υπηρεσιακού ταχυδρομείου στην υπηρεσιακή ηλεκτρονική διεύθυνση του διωκομένου, εφόσον διαθέτει, και, σε κάθε περίπτωση, και στην προσωπική ηλεκτρονική του διεύθυνση, την οποία δηλώνει υποχρεωτικώς στην υπηρεσία του, ή στην προσωπική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έχει δηλώσει στο Εθνικό Μητρώο Επικοινωνίας (ΕΜΕπ), με αποδεικτικό παραλαβής που επιστρέφεται υποχρεωτικώς από τον διωκόμενο υπογεγραμμένο εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την ηλεκτρονική αποστολή. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας του δεύτερου εδαφίου, το έγγραφο που έχει επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση θεωρείται ότι επιδόθηκε μετά την παρέλευση τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ηλεκτρονική αποστολή του. Αν η επίδοση δεν καθίσταται με τον τρόπο αυτό εφικτή, για λόγους αντικειμενικής αδυναμίας, τότε διενεργείται με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο στην υπηρεσία του ή στην κατοικία που έχει δηλώσει στην υπηρεσία του, στον ίδιο προσωπικά ή σε πρόσωπο, με το οποίο συνοικεί. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που διενεργεί την επίδοση συντάσσει πράξη στην οποία βεβαιώνεται η άρνηση. Για την επίδοση αυτή συντάσσεται αποδεικτικό.».
Άρθρο 41
Μνεία στην πειθαρχική απόφαση της προθεσμίας άσκησης ένδικων βοηθημάτων κατ’ αυτής – Τροποποίηση άρθρου 140 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 140 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί πειθαρχικής απόφασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. στ) της παρ. 2, προστίθενται οι λέξεις «η οποία επιβάλλεται να είναι ειδική και να απαντά σε όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του πειθαρχικώς διωκομένου», β) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4, οι λέξεις «ασκήσεως ενστάσεως ή προσφυγής, κατά περίπτωση, ενώπιον του αρμοδίου οργάνου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άσκησης ένστασης ενώπιον αρμόδιου οργάνου ή ένδικου βοηθήματος», και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 140 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 140
Πειθαρχική απόφαση
- Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως.
- Στην απόφαση μνημονεύονται:
α) ο τόπος και ο χρόνος έκδοσής της,
β) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του μονομελούς πειθαρχικού οργάνου ή των μελών του συλλογικού πειθαρχικού οργάνου,
γ) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του κρινόμενου,
δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο,
ε) η υποβολή ή όχι απολογίας,
στ) η αιτιολογία της απόφασης, η οποία επιβάλλεται να είναι ειδική και να απαντά σε όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του πειθαρχικώς διωκομένου,
ζ) η γνώμη των μελών του συλλογικού οργάνου που μειοψήφησαν και
η) η απαλλαγή του κρινόμενου ή η ποινή που του επιβάλλεται.
Αν η πειθαρχική απόφαση περί της ενοχής του διωκομένου λαμβάνεται κατά πλειοψηφία, όλα τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου ψηφίζουν για την επιβλητέα ποινή. Λευκή ψήφος ή αποχή από την ψηφοφορία δεν επιτρέπεται. Η παράλειψη των στοιχείων που αναφέρονται στις περ. α), β) και γ), εκτός του ονοματεπώνυμου, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης, εφόσον αυτά προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης.
- Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από το όργανο που την εκδίδει. Όταν αυτή εκδίδεται από συλλογικό όργανο, υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα.
- Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται σε αντίγραφο με τη φροντίδα της υπηρεσίας στον υπάλληλο και γνωστοποιείται στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση ή προσφυγή, με ταυτόχρονη ενημέρωση του πειθαρχικού οργάνου που εξέδωσε την απόφαση.
Η κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 138. Στον υπάλληλο γνωστοποιείται επίσης η τυχόν δυνατότητα άσκησης ένστασης ενώπιον αρμόδιου οργάνου ή ένδικου βοηθήματος και η σχετική προθεσμία άσκησής τους.
- Η πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται.».
Άρθρο 42
Δικαίωμα άσκησης ένστασης και κοινοποίηση για υποβολή αντιρρήσεων κατά πειθαρχικής απόφασης – Τροποποίηση άρθρου 141 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 141 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι παρ. 1 και 2 αντικαθίστανται, β) στην παρ. 3, βα) στο πρώτο εδάφιο διαγράφονται οι λέξεις «ή του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου», ββ) στην περ. β) διαγράφονται οι λέξεις «οι πρόεδροι των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119,», γ) στην παρ. 4, γα) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, γβ) το τέταρτο εδάφιο καταργείται, δ) στην παρ. 5, δα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «Τα πειθαρχικά συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Το πειθαρχικό συμβούλιο», δβ) στο τρίτο εδάφιο οι λέξεις «το οικείο συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το πειθαρχικό συμβούλιο», ε) στην παρ. 6, εα) το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται, εβ) το δεύτερο εδάφιο, περί της δυνατότητας του πειθαρχικού συμβουλίου να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, καταργείται, στ) η παρ. 7 αντικαθίσταται, ζ) η παρ. 8, περί άσκησης του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων που εκδίδονται μετά την 9η Μαΐου 2013 και επιβάλλουν τις ποινές του υποβιβασμού και της οριστικής παύσης, καταργείται και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 141 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 141
Ένσταση
- Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων του άρθρου 118 υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου του πειθαρχικού συμβουλίου.
- Οι αποφάσεις των Κλιμακίων του πειθαρχικού συμβουλίου δεν υπόκεινται σε ένσταση.
- Ένσταση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου δικαιούνται να ασκήσουν:
α) ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και
β) υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο Υπουργός, καθώς και ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.
- Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ή την πλήρη γνώση αυτής από τον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά είκοσι (20) ημέρες για εκείνους που διαμένουν στο εξωτερικό. Ασκηθείσα ένσταση υπέρ της διοίκησης κοινοποιείται υποχρεωτικώς στον υπάλληλο με την ενημέρωση ότι έχει τη δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της ένστασης υπέρ της διοίκησης ή από την πλήρη γνώση αυτής.
- Το πειθαρχικό συμβούλιο, όταν κρίνει μετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν μπορεί να χειροτερεύει τη θέση του. Όταν κρίνει ένσταση υπέρ της διοίκησης, δεν μπορεί να επιβάλει ελαφρότερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε. Όταν ασκούνται ενστάσεις τόσο από τον υπάλληλο όσο και υπέρ της διοίκησης, το πειθαρχικό συμβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλλει.
- Η προθεσμία για την άσκηση ένστασης και η άσκησή της, καθώς και η προθεσμία για την υποβολή αντιρρήσεων και η υποβολή τους αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης.
Ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων κατά τον χρόνο της αναστολής διατηρούνται σε ισχύ.
- Η ένσταση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων κατατίθεται με ποινή απαραδέκτου στο πειθαρχικό συμβούλιο. Η κατάθεση της ένστασης πραγματοποιείται επί αποδείξει, με κάθε πρόσφορο μέσο. Για την κατάθεση της ένστασης συντάσσεται πράξη στο σώμα της ένστασης, που φέρει ημερομηνία κατάθεσης και παραλαβής, το όνομα και την υπογραφή αυτού που κατέθεσε, εφόσον κατατίθεται αυτοπροσώπως, και το όνομα και την υπογραφή αυτού που παρέλαβε την ένσταση. Η ένσταση κοινοποιείται υποχρεωτικά από τον ενιστάμενο στην υπηρεσία του υπαλλήλου, προκειμένου να αποσταλεί στο πειθαρχικό συμβούλιο ο πλήρης φάκελος της πειθαρχικής υπόθεσης και σε περίπτωση υποβολής ένστασης υπέρ της διοίκησης και στον διωκόμενο υπάλληλο. Στις περιπτώσεις αποστολής της ένστασης με συστημένη αλληλογραφία, ως ημερομηνία κατάθεσης λογίζεται η ημερομηνία κατάθεσης της συστημένης αλληλογραφίας στο ταχυδρομικό κατάστημα.
- [Καταργείται]».
Άρθρο 43
Ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά πειθαρχικής απόφασης – Τροποποίηση άρθρου 142 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 142 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί προσφυγής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, οι λέξεις «Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και των πειθαρχικών συμβουλίων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πειθαρχικού συμβουλίου», β) η παρ. 2 αντικαθίσταται, γ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4, διαγράφονται οι λέξεις «της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 141 και των διατάξεων», δ) στην παρ. 5, δα) στο δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «Το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο», δβ) στο τέλος του τρίτου εδαφίου προστίθενται οι λέξεις «, εκτός εάν το δικαστήριο κατά τη χορήγηση της αναστολής έχει κρίνει διαφορετικά», και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις το άρθρο 142 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 142
Προσφυγή
- Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης.
- Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του διοικητικού εφετείου έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που κρίνουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή, πλην της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου αποδοχών έως ενός (1) μηνός, με την επιφύλαξη της παρ. 1.
- Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας με αίτημα την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης και ενώπιον του διοικητικού εφετείου κατά τα ειδικώς οριζόμενα στις διατάξεις περί πειθαρχικής αρμοδιότητας του Διοικητή της Αρχής.
- Η προθεσμία για την άσκηση της ανωτέρω προσφυγής αρχίζει από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απόφασης. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου Διοικητικού Εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 5.
- Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο μπορεί, ύστερα από αίτηση του προσφεύγοντος, με απόφασή του να αναστείλει την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του προσφεύγοντος ή ευδοκίμηση της προσφυγής, εκτός εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν τη χορήγηση της αναστολής. Στην περίπτωση χορήγησης αναστολής, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών από τη χορήγησή της, άλλως η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης παύει να ισχύει, εκτός εάν το δικαστήριο κατά τη χορήγηση της αναστολής έχει κρίνει διαφορετικά.
- Σε κάθε περίπτωση, η εκδίκαση της προσφυγής από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο γίνεται μέσα σε οκτώ (8) μήνες από την περιέλευσή της στο οικείο δικαστήριο.
- Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το διοικητικό εφετείο, όταν κρίνουν ύστερα από προσφυγή του υπαλλήλου, δεν μπορούν να χειροτερεύουν τη θέση του.».
Άρθρο 44
Δικαίωμα υποβολής αίτησης επανάληψης πειθαρχικής διαδικασίας – Τροποποίηση άρθρου 143 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 143 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) στην παρ. 2, βα) πριν από τις λέξεις «πειθαρχικό συμβούλιο» διαγράφεται η λέξη «αρμόδιο», ββ) μετά από τις λέξεις «πειθαρχικό συμβούλιο» διαγράφονται οι λέξεις «ή στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά περίπτωση, στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος», γ) στην παρ. 3, στα εδάφια πρώτο και δεύτερο, μετά από τη λέξη «εκδοθεί» προστίθεται η λέξη «αμετάκλητη» και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 143 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 143
Επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας
- Την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 114, ζητούν: α) ο υπάλληλος, όταν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση κατόπιν αίτησής του, η οποία υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από τότε που η ποινική απόφαση κατέστη αμετάκλητη και β) υποχρεωτικά τα όργανα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 123, όταν έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από τότε που κατέστη αμετάκλητη ή από τότε που έλαβαν γνώση.
- Η αίτηση για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας απευθύνεται στο πειθαρχικό συμβούλιο.
- Αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, μπορεί να επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη από αυτήν που είχε επιβληθεί. Αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, μπορεί να επιβληθεί ελαφρότερη ποινή ή να απαλλαγεί ο υπάλληλος. Αν ο υπάλληλος είχε τιμωρηθεί με οριστική ή προσωρινή παύση ή υποβιβασμό, το υπηρεσιακό συμβούλιο μπορεί μετά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας και την έκδοση απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου να αποφασίσει και τη βαθμολογική ή μισθολογική του αποκατάσταση. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο υπάλληλος παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται.».
Άρθρο 45
Εκτέλεση πειθαρχικής απόφασης – Τροποποίηση άρθρου 144 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 144 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί εκτέλεσης απόφασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, αντικαθίσταται, β) στην παρ. 2, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, γ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 οι λέξεις «θεωρείται χρόνος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αποτελεί χρόνο», δ) οι παρ. 4 και 6 αντικαθίστανται και το άρθρο 144 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 144
Εκτέλεση απόφασης
- Η πειθαρχική απόφαση, κατά της οποίας δεν προβλέπεται δικαίωμα ένστασης ή κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ένσταση, καθώς και η απόφαση που εκδίδεται επί της ένστασης εκτελείται, εκτός εάν έχει διαταχθεί αναστολή σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 142. Η εκτέλεση γίνεται από την οικεία υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
- Σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής.
- Κατά τον χρόνο της προσωρινής παύσης ο υπάλληλος απέχει από κάθε υπηρεσία. Ο χρόνος της προσωρινής παύσης δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας.
- Όποιος τιμωρείται: α) με υποβιβασμό, δεν κρίνεται για προαγωγή ούτε ασκεί καθήκοντα προϊσταμένου με οποιονδήποτε τρόπο, εάν δεν παρέλθει από την ημερομηνία εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο που απαιτείται για προαγωγή,
β) με αφαίρεση μισθολογικών κλιμακίων, δεν κατατάσσεται στο επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο, εάν δεν παρέλθει από την ημερομηνία εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο που απαιτείται για αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου.
- Η πειθαρχική απόφαση, η οποία επιβάλλει πρόστιμο ως ποινή ή χρηματικό ποσό ως διοικητική κύρωση, εκτελείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εντέλλεται την πληρωμή των αποδοχών του υπαλλήλου. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση, το πρόστιμο και το ποσό της διοικητικής κύρωσης εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Για την καταβολή βαρύνεται αποκλειστικά ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και όχι οι κληρονόμοι του.
Το πρόστιμο υπολογίζεται στις αποδοχές που λαμβάνει ο υπάλληλος κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης. Όταν αυτό ορίζεται έως το ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του, παρακρατείται εφάπαξ από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την τελεσιδικία της απόφασης. Όταν είναι μεγαλύτερο, παρακρατείται τμηματικώς κατά μήνα.
Η μηνιαία παρακράτηση καθορίζεται με την πειθαρχική απόφαση και δεν επιτρέπεται να είναι ανώτερη από το ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του υπαλλήλου.
- Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υπάλληλος αθωωθεί αμετάκλητα και εφόσον υποβάλλει σχετικό αίτημα, περίληψη της απόφασης αναρτάται βάσει του αιτήματος του υπαλλήλου στην ιστοσελίδα του φορέα ή δημοσιεύεται στον τύπο.».
Άρθρο 46
Γραμματέας στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο –
Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 146Α Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 146Α του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί συγκρότησης και λειτουργίας Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, οι λέξεις «της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «του ιδίου Υπουργείου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, λειτουργεί σε τρία τμήματα και αποτελείται από:
α) έναν (1) Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο, που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
β) έξι (6) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους με ισάριθμους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
γ) δύο (2) εν ενεργεία Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων του Υπουργείου Εσωτερικών με δύο (2) αναπληρωτές τους εν ενεργεία Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων του ίδιου Υπουργείου,
δ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης που είναι αρμόδια για θέματα προσωπικού του Υπουργείου στο οποίο υπάγεται η υπηρεσία ή το οποίο εποπτεύει την υπηρεσία ή το ν.π.δ.δ. όπου διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα, με αναπληρωτή του άλλον Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του ίδιου ως άνω Υπουργείου, οριζόμενους πριν από την έναρξη της θητείας με απόφαση του οικείου Υπουργού. Όταν η πειθαρχική υπόθεση αφορά υπάλληλο Περιφέρειας, στο Συμβούλιο μετέχει ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης της Περιφέρειας Αττικής, που είναι αρμόδιος για θέματα προσωπικού, οριζόμενος με απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής. Προκειμένου για υπαλλήλους Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή ν.π.δ.δ., που εποπτεύονται από τον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέχει Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης με τον αναπληρωτή του Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Εσωτερικών και
ε) δύο (2) Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων Δήμων από τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Αττικής, πλην της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων, με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από κλήρωση, κατ` ανάλογη εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 146Β,
στ) δύο (2) εκπροσώπους της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Περιφερειών και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.. Αν η Α.Δ.Ε.Δ.Υ. δεν υποδείξει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση σε αυτήν εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών, η συγκρότηση του οργάνου είναι νόμιμη και χωρίς τη συμμετοχή των μελών αυτών,
ζ) δύο (2) εκπροσώπους της Π.Ο.Ε. – Ο.Τ.Α. με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι Δήμων και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Π.Ο.Ε. – Ο.Τ.Α.. Αν η Π.Ο.Ε. – Ο.Τ.Α. δεν υποδείξει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση σε αυτήν εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών, η συγκρότηση του οργάνου είναι νόμιμη και χωρίς τη συμμετοχή των μελών αυτών.
Γραμματέας των τριών τμημάτων είναι υπάλληλος, κατηγορίας ΠΕ, της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, που ορίζεται με τρεις (3) αναπληρωτές υπαλλήλους, κατηγορίας ΠΕ, του ιδίου Υπουργείου με την απόφαση ορισμού μελών.».
Άρθρο 47
Δυνατότητα υποβολής παραίτησης κατά τη διάρκεια πειθαρχικής δίωξης –
Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 148 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Η παρ. 2 του άρθρου 148 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί παραίτησης, αντικαθίσταται και, μετά από λεκτικές βελτιώσεις, το άρθρο 148 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 148
Παραίτηση
- Η παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου και υποβάλλεται εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην αίτηση παραίτησης θεωρούνται ότι δεν έχουν γραφεί.
- Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του υπαλλήλου δεν εμποδίζει την υποβολή παραίτησης. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, η πειθαρχική διαδικασία δεν παύει σύμφωνα με το άρθρο 113 περί λήξης της πειθαρχικής ευθύνης.
- Ο υπάλληλος, που έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου 58, περί παραμονής στην υπηρεσία σε περίπτωση άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης, δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί πριν λήξει ο χρόνος που ορίζεται στη διάταξη αυτή.
- Ο υπάλληλος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την υποβολή της αίτησης παραίτησης μπορεί να την ανακαλέσει εγγράφως, εφόσον αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την παρ. 5.
- Η αίτηση παραίτησης γίνεται αποδεκτή με πράξη που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο και δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η υπηρεσία δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την αίτηση παραίτησης πριν από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της. Αν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης παραίτησης ο υπάλληλος επανέλθει με δεύτερη αίτηση, εμμένοντας στην παραίτηση του, αυτή γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή και λύεται η υπαλληλική σχέση από την ημέρα υποβολής της δεύτερης αίτησης. Η αίτηση παραίτησης θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
- Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που ρυθμίζουν την παραίτηση του υπαλλήλου σε ειδικές περιπτώσεις, διατηρούνται σε ισχύ.».
Άρθρο 48
Παρεπόμενη ποινή αποστέρησης δημόσιας θέσης ή αυτοδιοικητικού αξιώματος ως λόγος αυτοδίκαιης έκπτωσης – Τροποποίηση άρθρου 149 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 149 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί αυτοδίκαιης έκπτωσης λόγω ποινικής καταδίκης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α’ η λέξη «πλημμέλημα» αντικαθίσταται με τη λέξη «αδίκημα», β) η περ. β) αντικαθίσταται, γ) η περ. γ) καταργείται και το άρθρο 149 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 149
Αυτοδίκαιη έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης
Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση:
α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για αδίκημα από τα αναφερόμενα στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία,
β) του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ή η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης δημόσιας θέσης ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος, που κατέχει.
Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
«…άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος, ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία»
Άκρως αντιδημοκρατική – κατ΄ευφημισμόν – προσθήκη, που επιρρώνει τις υποψίες , ότι πρόκειται για συγκεκαλυμμένο κώδικα απολύσεων, χειραγώγησης και τρομοκρατίας των δημοσίων υπαλλήλων και ουσιαστικά νομιμοποιεί το κράτος για κάθε μορφής επίθεση πρός τους δημοσίους υποαλλήλους, στο βαθμό που ο τίτλος είναι πλήρως ακαθόριστος ! Για παράδειγμα ο καθηγητής που θεωρεί, σύμφωνα με αιτιολογημένη άποψή του,ότι το Σύνταγμά μας είναι κατ΄ουσίαν αντεθνικό,ή επικαλείται την αντίδραση («…με κάθε μέσο») του άρθρου 120, ή θεωρεί ότι η δημοκρατία σήμερα είναι κατ΄επίφασιν τέτοια και το θέτει προς κρίση των μαθητών του, χωρίς όμως ο ίδιος να απειθαρχεί έμπρακτα στις νομικές και Συνταγματικές διατάξεις (κακός νόμος αλλά νόμος), ή να έχει προβεί σε αντιδημοκρατικές πράξεις, πληρεί τις προϋποθέσεις για οριστική παύση ; Και αν ναι, καταπατειται ακραιφνώς η δημοκρατκή κατάκτηση όχι μόνο της ελευθερίας της έκφρασης αλλά ποινικοποιεί και την σκέψη (!?) Η παράγραφος δεν επιδέχεται διόρθωση αλλά πλήρη κατάργηση. Η «αναγνώρηση» του Συντάγματος συνδέεται μόνο με έμπρακτες ποινικές κατ΄ουσίαν πράξεις. Η «αφοσίωση στην πατρίδα» με άρνηση στράτευσης, κατασκοπεία εις βάρος της χώρας ή άρνηση επιστράτευσης, λιποταξία κλπ και η «δημοκρατία» με ποινικά κολάσιμες πράξεις. Όλα αυτά τα θέματα έχουν ήδη λυθεί ,θεσμοθετηθεί και ποινικοποιηθεί και δεν χρειάζονται… επιθέματα.
Στο άρθρο 7 «Διεύρυνση των περιπτώσεων θέσης υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 103 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» ενώ στο σχέδιο νόμου (pdf) προστίθεται περ.δ στην παρ.1 αβ) του άρθρου 103, στην ανωτέρω ανάρτηση το ξεχάσατε..
Σε κάθε περίπτωση, η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 103 του ν. 3528/2007, με την οποία επεκτείνεται η αυτοδίκαιη αργία στον υπάλληλο που παραπέμπεται αμετάκλητα στο ακροατήριο για κακούργημα (προσθήκη στην παρ. αβ΄, περ. δ΄), εγείρει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με:
1. το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ,
2. τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 §1 Σ),
3. τη νομολογία των ελληνικών ανώτατων δικαστηρίων.
Η αυτοδίκαιη θέση σε αργία, η οποία κατά το ισχύον πλαίσιο συνεπάγεται περικοπή του 50% των αποδοχών (άρθρο 103 παρ. 4 ν. 3528/2007) και βαρύ κοινωνικό στίγμα, επιβάλλεται χωρίς καμία αξιολόγηση της διοίκησης ή του πειθαρχικού οργάνου και πριν υπάρξει αμετάκλητη ποινική καταδίκη. Δημιουργεί, έτσι, ουσιαστικά ποινικό αποτέλεσμα, που αντιβαίνει στο τεκμήριο αθωότητας.
Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα τονίσει ότι το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται όταν η δημόσια αρχή, πριν την τελεσίδικη ποινική καταδίκη, εκφράζει ή ενσωματώνει σε διοικητική πράξη δήλωση ή υπονοούμενη κρίση ενοχής (βλ. Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αριθμ. 25424/09, σκ. 93· Böhmer κατά Γερμανίας, αριθμ. 37568/97· Daktaras κατά Λιθουανίας, αριθμ. 42095/98).
Η θέση σε αργία, όταν δεν αιτιολογείται ως προσωρινό μέτρο με βάση εξατομικευμένα στοιχεία και επιβάλλεται αυτοδίκαια, δημιουργεί την εύλογη εντύπωση ότι ο υπάλληλος θεωρείται ένοχος, κατά παράβαση της ΕΣΔΑ.
Το ΣτΕ έχει κρίνει πως η αυτοδίκαιη αργία δύναται κατ’ εξαίρεση να είναι συνταγματικά ανεκτή, μόνο ως προσωρινό προληπτικό μέτρο, με βάση υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος, που αφορά την προστασία της δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς αξιολογική κρίση ενοχής (π.χ. ΣτΕ 2763/2012 Ολ., 845/2013, 2196/2014, 4050/2015, 1613/2020).
Όμως, έχει υπογραμμίσει ότι:
• Η αργία δεν πρέπει να καταλήγει σε de facto πειθαρχική κύρωση, χωρίς προηγούμενη κρίση.
• Πρέπει να τελεί υπό συνεχή έλεγχο αναλογικότητας.
• Η αυτοδίκαιη επιβολή της, χωρίς καμία εξατομικευμένη στάθμιση, παραβιάζει συνταγματικές αρχές.
Ο Άρειος Πάγος έχει αναγνωρίσει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας όχι μόνο στην ποινική διαδικασία, αλλά και σε παράπλευρες διοικητικές ή κοινωνικές συνέπειες (π.χ. ΑΠ 1452/2018, ΑΠ 470/2016), υπογραμμίζοντας ότι μέχρι την τελεσίδικη καταδίκη, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρείται ένοχος, ούτε να υφίσταται μέτρα με ποινικό ή τιμωρητικό χαρακτήρα.
Η ρύθμιση, ως έχει, δεν τηρεί τη θεμελιώδη ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη προστασίας της διοίκησης και στην κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων. Η αμετάκλητη παραπομπή σε δίκη, αν και ενδείκτης σοβαρότητας, δεν αρκεί για αυτοδίκαιη κύρωση χωρίς δικαστική κρίση.
Προτείνεται:
1. Να καταργηθεί η πρόβλεψη αυτοδίκαιης αργίας με μόνη βάση την παραπομπή για κακούργημα.
2. Να γίνεται χρήση του άρθρου 104 ν. 3528/2007 (δυνητική θέση σε αργία), με απόφαση του αρμόδιου οργάνου και αιτιολογημένη στάθμιση δημοσίου συμφέροντος.
3. Να διασφαλιστεί ένδικη προστασία και δυνατότητα ακύρωσης ή περιορισμού του μέτρου.
Η διατήρηση του τεκμηρίου αθωότητας και η αρχή της αναλογικότητας είναι θεμέλια του κράτους δικαίου.
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου συνεχίζει μια ανησυχητική τάση: την αποδυνάμωση της βάσης και την υπερσυγκέντρωση εξουσιών στα ανώτερα ιεραρχικά επίπεδα. Συγκεκριμένα, η κατάργηση της συμμετοχής των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων στα πειθαρχικά συμβούλια, η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των ανώτερων πειθαρχικών οργάνων (μέσω της δυνατότητας επιβολής αυστηρότερων ποινών και υψηλότερων προστίμων), καθώς και η αυστηροποίηση του πειθαρχικού πλαισίου για τους υπαλλήλους, συνιστούν μια συνολική υποβάθμιση των δικαιωμάτων της εργασιακής βάσης.
Θεωρώ ότι υποκρυπτεται μια έμμεση στοχοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης, η οποία αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα της δημοκρατικής λειτουργίας στον δημόσιο τομέα. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της εξουσίας, μακριά από τη συλλογικότητα και τον εργαζόμενο, δεν προάγει ούτε τη διαφάνεια ούτε τη λογοδοσία.
Το παράδοξο είναι πως αυτή η πειθαρχική αυστηρότητα εφαρμόζεται με συνέπεια μόνο προς τα κάτω. Την ίδια στιγμή, υπουργοί και βουλευτές εξακολουθούν να καλύπτονται από ασυλίες, προκαλώντας δικαιολογημένα ερωτήματα ακόμη και σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και πολιτικό: η αυστηροποίηση των μηχανισμών ελέγχου και λογοδοσίας οφείλει να ξεκινά από την κορυφή της διοικητικής και πολιτικής ιεραρχίας. Όπως λέει και η λαϊκή ρήση, «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι».
Για όλους αυτούς τους λόγους, το σχέδιο νόμου αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να περάσει ως έχει. Αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση της πειθάρχησης και φίμωσης της βάσης.
1. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ποια ποινικά είναι και πειθαρχικά παραπτώματα/αδικήματα
2. Στο άρθρο 142 αναφέρεστε σε δικαίωμα προσφυγής των μονίμων υπαλλήλων. Άρα οι αναπληρωτές εκπ/κοι δεν έχουν δικαίωμα προσφυγής;
3. Πρέπει να γίνει πλέον σαφής η νομοθεσία/πειθαρχικό που ισχύει και για τους αναπληρωτές. Υπάρχει μεγάλη σύγχυση σε σχέση ως προς την εφαρμογή του ΠΔ 410/1988
4. Για την ανάρτηση στον τύπο της αθωωτικής απόφασης τίθεται ζήτημα προσωπικών δεδομένων (παρ.6,αρθρ.144). Πρέπει να είναι πιο σαφής η οδηγία επί της διαδικασίας π.χ. αν αναγράφεται το όνομα του εκπ/κου , παραπτώματα.
Η Προθεσμία 2 μηνών + 1 μηνός παράτασης για την περάτωση της ΕΔΕ (άρθρο 126) δεν είναι εφικτή στις περισσότερες περιπτώσεις ιδίως όταν πρόκειται για δύσκολες περιπτώσεις ή για περιπτώσεις που για έναν υπάλληλο ξεκινά η ΕΔΕ για ένα παράπτωμα αλλά προκύπτουν πολλά παραπτώματα με μαρτυρίες και νέα στοιχεία. Η προθεσμία αυτή περιορίζει την ΕΔΕ και τις δυνατότητές τους καθώς πρέπει να λάβετε υπόψη ότι οι διενεργούντες δεν απαλλάσσονται των καθηκόντων τους για την περίοδο που διεξάγουν την ΕΔΕ και σαφώς και δεν αμοίβονται για υπερωρίες.
Στην περ.4Γ.αρθρ.126 δημιουργείται προβληματισμός καθώς για την πρόσβαση στο φάκελο που οδηγεί σε πειθαρχική δίωξη αναφέρετε «διωκόμενος» ενώ για την πρόσβαση σε φάκελο που τίθεται στο αρχείο αναφέρετε «ενδιαφερόμενος». Επομένως στην πρώτη περίπτωση αποκλείεται ρητώς πρόβαση σε άλλους (π.χ. καταγγέλοντες σύμφωνα με τις αναφορές των οποίων εκκίνησε η διαδικασία). Επίσης στη δεύτερη περίπτωση δίνεται πρόσβαση σε κάθε ενδιαφερόμενο (υπάλληλο που ελέγχθηκε, καταγγέλοντα κλπ);
Το άρθρο 122Α περί συνδιαλλαγής είναι ακατανόητο και καταστρατηγεί όλη τη διαδικασία.
Η Προθεσμία 2 μηνών + 1 μηνός παράτασης για την περάτωση της ΕΔΕ (άρθρο 126) δεν είναι εφικτή στις περισσότερες περιπτώσεις ιδίως όταν πρόκειται για δύσκολες περιπτώσεις ή για περιπτώσεις που για έναν υπάλληλο ξεκινά η ΕΔΕ για ένα παράπτωμα αλλά προκύπτουν πολλά παραπτώματα με μαρτυρίες και νέα στοιχεία. Η προθεσμία αυτή περιορίζει την ΕΔΕ και τις δυνατότητές τους καθώς πρέπει να λάβετε υπόψη ότι οι διενεργούντες δεν απαλλάσσονται των καθηκόντων τους για την περίοδο που διεξάγουν την ΕΔΕ και σαφώς και δεν αμοίβονται για υπερωρίες.
Στην περ.4Γ.αρθρ.126 δημιουργείται προβληματισμός καθώς για την πρόσβαση στο φάκελο που οδηγεί σε πειθαρχική δίωξη αναφέρετε «διωκόμενος» ενώ για την πρόσβαση σε φάκελο που τίθεται στο αρχείο αναφέρετε «ενδιαφερόμενος». Επομένως στην πρώτη περίπτωση αποκλείεται ρητώς πρόβαση σε άλλους (π.χ. καταγγέλοντες σύμφωνα με τις αναφορές των οποίων εκκίνησε η διαδικασία). Επίσης στη δεύτερη περίπτωση δίνεται πρόσβαση σε κάθε ενδιαφερόμενο (υπάλληλο που ελέγχθηκε, καταγγέλοντα κλπ);
Η προσθήκη (παρ.3) στο άρθρο 113 μπερδεύει καθώς αν λήξει η υπαλληλική σχέση το πρόστιμο επιβάλλεται κανονικά (π.χ. μέσω ΑΑΔΕ). Ίσως θα έπρεπε να αναδιατυπωθεί ότι αφορά στις υπόλοιπες ποινές π.χ. υποβιβασμό που δεν μπορούν να επιβληθούν.
Στο άρθρο 114 η προθεσμία των 30 ημερών για να αποφανθεί η υπηρεσία για τη δίωξη υπαλλήλου θα έπρεπε να παραταθεί γιατί είναι εξαιρετικά μικρή ενώ πολλές φορές απαιτείται διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων του φακέλου-δικογραφίας.
Στο άρθρ.109 αυξάνονται τα όρια προστίμου που επιβάλλουν προϊστάμενοι. Εχετε μεριμνήσει να τροποποιηθεί και το ΠΔ47/2006 που αφορά στους πειθαρχικούς προϊσταμένους των εκπ/κων ή θα ισχύει το παρόν αντί του ΠΔ47;
Στο άρθρο 109 «ιβ) της εμμονής σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή» η λέξη εμμονή (αντί αδικαιολόγητης άρνησης) θα δημιουργήσει προβλήματα καθώς δεν είναι σαφές το πότε η άρνηση μετατρέπεται σε εμμονή (μετά από 1,2,3 ή περισσότερες αρνήσεις). Ισως θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η λέξη άρνηση.
Στο άρθρο 107 θα έπρεπε να είναι σαφής η αναφορά στα παραπτώματα ποινικού κώδικα που αφορούν στις υπηρεσίες και διώκονται. Επίσης να είναι πιο σαφές τι συμβαίνει σε περίπτωση εγκλημάτ ων του ΠΚ που δεν αφορούν στην υπηρεσία (π.χ.ανθρωποκτονία, διακίνηση). Αυτά σε ποια κατηγορία παραπτωμάτων υπάγονται; Δεν επισύρουν οριστική παύση; Ομοίως και στο άρθρ.109.
Στο άρθρο 109 «ιβ) της εμμονής σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή» η λέξη εμμονή (αντί αδικαιολόγητης άρνησης) θα δημιουργήσει προβλήματα καθώς δεν είναι σαφές το πότε η άρνηση μετατρέπεται σε εμμονή (μετά από 1,2,3 ή περισσότερες αρνήσεις). Ισως θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η λέξη άρνηση.
Στο αρθρ.105 προβλέπεται υποχρεωτική μετακίνηση ή μετάθεση καθώς και ότι ο υπάλληλος δύναται να επανέλθει κατόπιν αίτησής του, στην οργανική μονάδα, από την οποία μετακινήθηκε ή μετατέθηκε, εφόσον απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ή ποινική ευθύνη ή δεν του επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή του επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή έως το πρόστιμο αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών.
Οι διαδικασίες είναι μακροχρόνιες. O υπάλληλος δεν επιστρέφει μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεσή του;
Στην εκπ/ση το αρμόδιο όργανο, ήτοι ο Δ/ντης Εκπ/σης, σύμφωνα με το καθηκοντολόγιο του μπορεί να προβεί στην ανωτέρω μετακίνηση μόνο για 2 μήνες και μόνο για όσο διαρκεί ΕΔΕ. Υπάρχει σύγκρουση. Τι θα ισχύσει;
Στο άρθρο 7 του Ν.3528/2007 ίσως θα έπρεπε να δείτε εκ νέου τη διασφάλιση υποβολής δικαιολογητικών καθώς υπάλληλοι βεβαιώνουν τα θέματα υγείας τους (ιδίως ψυχικής) και μετά το διορισμό τους προκύπτει ότι έχουν μακροχρόνια προβλήματα προγενέστερα του διορισμού τους.
Στο άρθρο 4 δεν είναι σαφές. Η οριστική παύση ισχύει για 10 χρόνια ? Αυτό σημαίνει ότι διαγράφεται κα στη δεκαετία?
Ο θεσμός της «πειθαρχικής συνδιαλλαγής», υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να οδηγήσει σε ατιμωρησία όσων τυγχάνουν της εύνοιας της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, που θα μπορέι να συμφωνεί με τον διωκόμενο ελαφρές ποινές. Μοιάζει εξάλλου με τον εξαιρετικά προβληματικό θεσμό της «ποινικής συνδιαλλαγής» που ευτυχώς δεν είναι διαδεδομένος στην Ευρώπη, αλλά μόνο στην Αμερική, με εξαιρετικά αμφιλεγόμενα αποτελέσματα (βλ. υποθέσεις Epstein, Brian Banks, κ.ο.κ.). Παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και καλλιεργεί την αδιαφάνεια και την ατιμωρησία. Ευνοεί τον ένοχο και βλάπτει τον αθώο.
Επίσης, η μηδενική συμμετοχή υπαλλήλων του οικείου Υπουργείου, δεν διασφαλίζει την ορθή κρίση του Συμβουλίου. Αν κανείς από τα στελέχη του Συμβουλίου δεν γνωρίζει πώς λειτουργεί η Υπηρεσία του πειθαρχικώς διωκόμενου στην πράξη, πώς θα αξιολογήσει τις πράξεις και τις παραλήψεις του; Τα στελέχη του ΝΣΚ δεν έχουν την εμπειρία λειτουργίας της κάθε υπηρεσίας για να μπορούν μόνοι τους, χωρίς συμμετοχή και υπαλλήλων, να κάνουν σωστά αυτή τη δουλειά. Πώς π.χ. θα αξιολογήσει το Πειθαρχικό Συμβούλιο τις ενέργειες ενός γιατρού, αν δεν αποτελείται (και) από γιατρούς; Πώς θα κρίνει ορθά αν π.χ. η απόφασή του να δώσει προτεραιότητα σε ένα χειρουργείο δικαιολογούνταν με επιστημονικά κριτήρια ή αν ήταν μεροληπτική (με πιθανό φακελάκι); Πώς θα κρίνει το Συμβούλιο αν ένας υπάλληλος παρέλειψε να κάνει μια δουλειά, π.χ. έναν έλεγχο, ή αν για αντικειμενικούς λόγους αδυνατούσε αν δεν έχουν τα μέλη του πρακτική εμπειρία της συγκεκριμένης δουλειάς, του φόρτου εργασιας, του χρόνου που απαιτείται κ.ο.κ. Γι’ αυτό χρειάζεται στη σύνθεση του Συμβουλίου να συμμετέχουν (και) υπάλληλοι με γνώση του αντικειμένου εργασίας του διωκόμενου. Διαφορετικά αντικειμενικά αθώοι θα καταδικάζονται άδικα και ένοχοι θα παραπλανούν το Συμβούλιο με δικαιολογίες ανυπόστατες (δεν πρόλαβα, δεν είδα, δεν κατάλαβα κλπ) τις οποίες μόνο ένας υπάλληλος με γνώση του αντικειμένου εργασίας και του κάθε επαγγέλματος (π.χ. μηχανικός, γιατρός, κλπ) θα μπορούσε να αξιολογήσει ορθά.
Σχετικά με συγκρότηση Πειθαρχικών Συμβουλίων α’ & β’ βαθμού σημειώνω ότι η συμμετοχή όσων αναφέρονται για συγκρότηση είναι προβληματική & φορτώνει με υποχρεώσεις-καθήκοντα επιπλέον τους έχοντες βαρύ φορτίο απασχόλησης (κυρίως μέλη ΝΣΚ κλ) .
Για το αδιάβλητο πρέπει να προβλεφθεί στην συγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων:
α) στα μεν πρωτοβάθμια να συμμετέχουν εκτός του προεδρεύοντος (να μείνει ως προτείνεται), δύο μέλη δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω με 10ετή τουλάχιστον άσκηση δικηγορίας με τους αναπληρωτές τους του επιτόπιου δικηγορικού συλλόγου & αν στον δικηγορικό σύλλογο δεν υπηρετεί αναγκαίος αριθμός για συγκρότηση με δικηγόρους παρ’ Αρείω Πάγω με 10ετή τουλάχιστον άσκηση δικηγορίας, να μπορούν να συμμετέχουν δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω ή & δικηγόροι παρ’ Εφέταις ή παρά Πρωτοδίκαις με 10ετή τουλάχιστο δικηγορική υπηρεσία
β) στα δε δευτεροβάθμια να συμμετέχουν εκτός του προεδρεύοντος (να μείνει ως προτείνεται), δύο μέλη δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω με 10ετή τουλάχιστον άσκηση δικηγορίας με τους αναπληρωτές τους από το σύνολο των δικηγόρων μελών των δικηγορικών συλλόγων της εφετειακής περιφέρειας.
Ομοίως χρέη γραμματέα να ασκεί δικηγόρος, αν πρόκειται για πρωτοβάθμιο μέλος του επιτόπιου δικηγορικού συλλόγου & αν πρόκειται για δευτεροβάθμιο μέλος των δικηγορικών συλλόγων της εφετειακής περιφέρειας οριζόμενο με τον αναπληρωτή τους.
Ο διορισμός των ανωτέρω να γίνεται με δημόσια κλήρωση στην έδρα Εφετείου (για β’ βαθμιο) ή στην έδρα Πρωτοδικείου (για α’ βάθμιο) για θητεία 3ετή.
Bravo θα μπορούσε με πιο fast track καταδίκη η απόλυση.