ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ   Άρθρο 18 Κατηγορίες μισθολογικής κατάταξης

 

 

Για τη μισθολογική κατάταξη των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας δημιουργούνται τέσσερις (4) κατηγορίες, ανάλογα με την προέλευση των στελεχών αυτών. Οι κατηγορίες αυτές διακρίνονται ως εξής:α) Κατηγορία Α΄: στελέχη που προέρχονται από τις παραγωγικές Σχολές Αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας, κατατασσόμενοι απευθείας ή με διαγωνισμό ή μετατασσόμενοι στο Σώμα των αξιωματικών από την ονομασία τους ως αξιωματικών, καθώς και αξιωματικοί πτυχιούχοι Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) ειδικών καθηκόντων ή ειδικών υπηρεσιών.β) Κατηγορία Β΄: υπαξιωματικοί, ανθυπαστυνόμοι και αντίστοιχοι και αξιωματικοί που προέρχονται από παραγωγικές ή μη σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και του ν.δ. 649/1970 (Α΄ 176), καθώς και αστυφύλακες, πυροσβέστες και λιμενοφύλακες των ίδιων Σωμάτων.γ) Κατηγορία Γ΄: το προερχόμενο από την κατηγορία Δ΄ προσωπικό.δ) Κατηγορία Δ΄: ειδικοί φρουροί και συνοριακοί φύλακες της Ελληνικής Αστυνομίας, πυροσβέστες δασικών επιχειρήσεων και πυροσβέστες γενικών καθηκόντων επί θητεία (Π.Ε.Θ.).

  • 21 Οκτωβρίου 2025, 21:23 | ΖΗΣΗΣ ΠΛΟΥΣΚΑΣ

    Για λόγους ισότητας, ισονομίας και ίσης μεταχείρισης, προτείνεται η αλλαγή κατηγορίας μισθολογικής κατάταξης του αστυνομικού, από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία στην κατηγορία Α΄, αφ’ ης στιγμής εξελιχθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε αξιωματικό και είναι κάτοχος ή αποκτήσει μετέπειτα πτυχίο Α.Ε.Ι., πολλώ δε μάλλον αν αυτό συγκαταλέγεται στα οριζόμενα για τις θέσεις των αξιωματικών ειδικών καθηκόντων. Για παράδειγμα, ένας Αξιωματικός προερχόμενος από το Τ.Ε.Μ.Α. κάτοχος πτυχίου Α.Ε.Ι. τομέα Διοικητικού ή ένας Αξιωματικός του άρθρου 7 παρ. 7 του Ν. 3686/2008 κάτοχος πτυχίου Νομικής, δεν υπολείπεται σε κάτι από έναν αξιωματικό της Σ.Α.Ε.Α.∙ σε περίπτωση, δε, που κατέχει και το προβλεπόμενο μεταπτυχιακό, ούτε και από κάποιον ειδικών καθηκόντων.

  • 21 Οκτωβρίου 2025, 19:43 | Δημήτρης Π.

    Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
    Νομική θεμελίωση:
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
    Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
    Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
    Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
    Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
    Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
    Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
    Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
    β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
    Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
    απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
    Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    (α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
    (β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
    (γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
    Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
    (α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
    (β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
    (γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
    Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
    Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
    Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
    Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
    Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
    Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
    Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
    Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 21 Οκτωβρίου 2025, 09:52 | Γιάννης

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 21 Οκτωβρίου 2025, 09:01 | Πέτρος

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 20 Οκτωβρίου 2025, 20:13 | Μαρία Α.

    Ως πτυχιούχος ειδικών καθηκόντων του Πυροσβεστικού Σώματος, θεωρώ ότι η προτεινόμενη ρύθμιση του Άρθρου 20 δημιουργεί αδικία εις βάρος μας, καθώς δεν προσμετράται ο χρόνος φοίτησης στις σχολές που απαιτούνται για την απόκτηση του τίτλου σπουδών και την πρόσληψή μας.
    Η εκπαίδευσή μας δεν αποτελεί απλώς τυπικό προσόν, αλλά αναπόσπαστο μέρος της υπηρεσιακής μας πορείας, καθώς σχετίζεται άμεσα με την επιχειρησιακή και επιστημονική επάρκεια που απαιτείται για την εκτέλεση των ειδικών καθηκόντων μας. Η μη προσμέτρηση αυτού του χρόνου οδηγεί σε άνιση μισθολογική μεταχείριση σε σχέση με συναδέλφους ισοβαθμούντες και ισοϋπηρετούντες σε άλλους κλάδους.
    Επιπλέον, θα πρέπει να αναγνωρίζονται και οι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών που αποκτώνται από στελέχη του Πυροσβεστικού Σώματος, εφόσον είναι συναφείς με το αντικείμενο εργασίας τους. Τα μεταπτυχιακά προγράμματα αποτελούν επένδυση στη γνώση, στην πρόληψη και στη βελτίωση της διοικητικής και επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας του Σώματος.
    Η Πολιτεία οφείλει να παρέχει κίνητρα για συνεχή εκπαίδευση και εξειδίκευση, όχι να τα αποθαρρύνει. Για τον λόγο αυτό προτείνεται:
    να προσμετράται ο χρόνος φοίτησης για τους πτυχιούχους ειδικών καθηκόντων ως χρόνος υπηρεσίας για τη μισθολογική εξέλιξη, και
    να αναγνωρίζονται οι μεταπτυχιακοί τίτλοι συναφείς με την υπηρεσία, είτε με προσμέτρηση χρόνου είτε με ειδικό επίδομα μεταπτυχιακής εξειδίκευσης.

    Με τις παραπάνω τροποποιήσεις, το άρθρο θα αποκαταστήσει την ισότητα και θα ενισχύσει την αξιοκρατία στο Πυροσβεστικό Σώμα, επιβραβεύοντας πραγματικά την εκπαίδευση, τη γνώση και τη συνεχή επαγγελματική ανάπτυξη των στελεχών του.

    Θες να σου το διαμορφώσω και σε πιο επίσημο ύφος (σαν υπόμνημα/επιστολή προς το Υπουργείο ή για αποστολή και στο Συνδικαλιστικό Όργανο);
    Μπορώ να το κάνω ώστε να φαίνεται έτοιμο για κατάθεση μαζί με άλλους συναδέλφους.

    Είπες:
    Θέλω να δώσει περισσότερη έμφαση στην αύξηση μισθού
    Το ChatGPT είπε:
    Τέλεια — παρακάτω έχεις μια ανανεωμένη, πιο “δυνατή” εκδοχή του σχολίου σου, με έμφαση στη μισθολογική διάσταση και στην ανάγκη ουσιαστικής αναγνώρισης της εκπαίδευσης μέσω αυξημένων αποδοχών.
    Το κείμενο παραμένει σοβαρό και τεκμηριωμένο, αλλά τονίζει καθαρά το οικονομικό σκέλος και τη δικαιοσύνη της μισθολογικής αναβάθμισης.

    ✅ Τελικό προτεινόμενο σχόλιο για το Άρθρο 20 (έμφαση στη μισθολογική αναγνώριση)
    Ως πτυχιούχος ειδικών καθηκόντων του Πυροσβεστικού Σώματος, θεωρώ ότι η διάταξη του Άρθρου 20 δημιουργεί σοβαρή μισθολογική αδικία εις βάρος μας. Με τη νέα ρύθμιση δεν προσμετρώνται τα έτη φοίτησης που απαιτήθηκαν για την απόκτηση του πτυχίου μας, με αποτέλεσμα να λαμβάνουμε χαμηλότερες αποδοχές από συναδέλφους ίδιου βαθμού και υπηρεσιακού χρόνου, οι οποίοι όμως δεν έχουν επενδύσει αντίστοιχα χρόνια εκπαίδευσης.

    Η συγκεκριμένη διάταξη υποτιμά τον χρόνο, τον κόπο και το οικονομικό βάρος που αναλαμβάνει κάθε υπάλληλος ειδικών καθηκόντων για να αποκτήσει το πτυχίο του. Τα έτη σπουδών αποτελούν πραγματική επένδυση που συμβάλλει άμεσα στην ποιότητα και αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών που προσφέρουμε στο Σώμα και στο Δημόσιο. Είναι, επομένως, απολύτως δίκαιο να αναγνωρίζονται και μισθολογικά, όπως συμβαίνει σε άλλους κλάδους του Δημοσίου.

    Εξίσου σημαντικό είναι να αναγνωριστούν τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών που σχετίζονται με το αντικείμενο εργασίας μας. Οι υπάλληλοι που επενδύουν στην εξειδίκευση και αποκτούν ανώτερους τίτλους θα πρέπει να έχουν αντίστοιχη μισθολογική ανταμοιβή — είτε με επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, είτε με πρόσθετο μισθολογικό κλιμάκιο.
    Η Πολιτεία πρέπει να επιβραβεύει όσους αναβαθμίζουν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους και όχι να τους εξισώνει μισθολογικά με όσους δεν έχουν ακολουθήσει ανάλογη εκπαιδευτική πορεία. Αυτό αποτελεί βασική αρχή της ισότητας, της αξιοκρατίας και της δίκαιης μισθολογικής εξέλιξης.
    Προτείνεται, συνεπώς:να προσμετράται ο χρόνος σπουδών για τους πτυχιούχους ειδικών καθηκόντων του Πυροσβεστικού Σώματος ως χρόνος υπηρεσίας για τη μισθολογική εξέλιξη, και να αναγνωρίζονται οι μεταπτυχιακοί τίτλοι με σαφή μισθολογικό αντίκρισμα (πρόσθετο επίδομα ή αύξηση κλιμακίου).
    Με τις παραπάνω διορθώσεις, το Άρθρο 20 θα αποκαταστήσει μια υπαρκτή αδικία και θα στείλει το σωστό μήνυμα: ότι η γνώση, η εκπαίδευση και η εξειδίκευση πρέπει να ανταμείβονται δίκαια και οικονομικά.

  • 20 Οκτωβρίου 2025, 19:37 | ΧΡΗΣΤΟΣ

    Στην κατηγορία Β΄ δεν έχει προβλεφθεί κατηγορία Αξιωματικών που προέρχονται από την Γ΄ κατηγορία και έχουν προαχθεί με προαγωγικές εξετάσεις (Σχολή Αρχιφυλάκων). Νομίζω ότι πρόκειται για παράλειψη και είναι άδικο καθότι πρόκειται για πολύ λίγους αξιωματικούς οι οποίοι με πολύ κόπο και προσπάθεια κατάφεραν να πετύχουν στις προαγωγικές εξετάσεις και εξελίσσονται καταλαμβάνοντας ανάλογους διοικητικούς βαθμούς. Προτείνω όπως το συγκεκριμένο εδάφιο του άρθρου 18 συμπληρωθεί ως εξής:
    Κατηγορία Β΄: υπαξιωματικοί, ανθυπαστυνόμοι και αντίστοιχοι και αξιωματικοί που προέρχονται από παραγωγικές ή μη σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και του ν.δ. 649/1970 (Α΄ 176), αξιωματικοί που προέρχονται από την κατηγορία Γ΄ με προαγωγικές εξετάσεις καθώς και αστυφύλακες, πυροσβέστες και λιμενοφύλακες των ίδιων Σωμάτων

  • 19 Οκτωβρίου 2025, 17:39 | Βασιλειος

    Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
    Νομική θεμελίωση:
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
    Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
    Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
    Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
    Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
    Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
    Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
    Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
    β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
    Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
    απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
    Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    (α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
    (β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
    (γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
    Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
    (α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
    (β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
    (γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
    Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
    Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
    Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
    Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
    Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
    Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
    Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
    Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 19 Οκτωβρίου 2025, 10:49 | ΝΙΚΟΛΑΟΣ

    Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας
    και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που
    επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και
    υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
    Νομική θεμελίωση:
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που
    αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα
    ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να
    ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους
    που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων
    εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε
    αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος
    και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από
    τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα
    επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
    Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των
    καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των
    καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην
    ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή
    κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων
    έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
    Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι
    Υπαστυνόμοι Α', οι Αστυνόμοι Β' και οι Αστυνόμοι Α' του ν.δ. 649/1970 στο
    βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α' και Αστυνομικού Υποδιευθυντή,
    αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον
    αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται
    από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του
    Υπαστυνόμου Α', Αστυνόμου Β' και Αστυνόμου Α', αντίστοιχα, το ίδιο
    ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω
    Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β' και Αστυνόμος Α' που προέρχεται από τη Σχολή
    Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή
    κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα
    άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο
    δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών,
    που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η
    επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους
    που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου
    έτους ονομασίας ως αξιωματικού.

    Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως
    ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και
    των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές
    συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και
    τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία,
    σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που
    προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
    Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του
    παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας
    (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό
    την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον
    λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
    Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι
    καθ' όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
    Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4
    παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την
    ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.)
    και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία
    εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο
    5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
    Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη
    διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής
    Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά
    Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου
    16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά,
    και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει,
    δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική
    κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των
    μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης
    Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο
    αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να
    φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
    β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των
    κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία
    και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
    Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
    απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει
    να μεταχειρίζονται άνισα»).
    Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της
    Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    (α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει
    από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.

  • 19 Οκτωβρίου 2025, 00:03 | ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ.

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 18 Οκτωβρίου 2025, 16:21 | Γ.Γ.

    Η αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ για όσους υπηρετούμε στα Σώματα Ασφαλείας και μοχθήσαμε να τα αποκτήσουμε αποτελεί πάγιο και δίκαιο αίτημα.
    Πολλοί συνάδελφοι έχουν προτείνει τρόπους για την νομοθετική αποτύπωση της αναγνώρισης. Ενδεικτικά αναφέρω και υποστηρίζω την αναγνώριση με την μετάβαση των κατόχων προπτυχιακού στο επόμενο μισθολογικό κλιμακιο, την απόδοση ενός ακόμα μισθολογικού κλιμακίου στους κατόχους μεταπτυχιακού και, τέλος, την απόδοση ενός επιπλέον μισθολογικού κλιμακίου στους κατόχους διδακτορικού. Εν ολίγοις, την εξομοίωση μας με τους υπόλοιπους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, με τρόπο που αυξάνει τις απολαβές μας ώστε να συμβαδίζουν με τους κόπους και τα προσόντα μας και, παράλληλα, δεν θίγει την υπηρεσιακή ιεραρχία αφού δεν συνδέεται με το βαθμολόγιο.
    Το ζήτημα της συνάφειας είναι ιδιαιτέρως ακανθώδη και δύσκολο ως προς την προσέγγισή του, σε βαθμό που πολλές φορές πυροδοτεί διαφωνίες ακόμα και μεταξύ ακαδημαϊκών, επομένως οποιαδήποτε αναφορά του θα δημιουργήσει δυσεπιλυτα προβλήματα και θα υπονομεύσει το δίκαιο αίτημα της αναγνώρισης των πανεπιστημιακων τίτλων στο σύνολό τους.
    Κλείνοντας, θα ήθελα να απευθύνω έκκληση στο σύνολό των συναδέλφων να περιοριστούν σε θετικές προτάσεις και να μην επιχειρούν να υπονομεύουν τα αιτήματα άλλων, που άλλωστε αντιπροσωπεύουν όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά ευρύτερες και συχνά πολυάριθμες ομάδες εργαζομένων που διατυπώνουν εύλογα αιτήματα.
    Με εκτίμηση προς όλους.

  • 18 Οκτωβρίου 2025, 11:58 | ΤΣΒ

    Οι αξιωματικοί του Πυροσβεστικού Σώματος που προέρχονται από τη Σχολή Επιμόρφωσης – Μετεκπαίδευσης, βάσει ισχύοντος Μισθολογίου ανήκουν στη μισθολογική κατηγορία Β’ παρόλο που υπάγονται στις περί Αξιωματικών διατάξεις και εκτελούν καθήκοντα και φέρουν ευθύνες ανάλογες του βαθμού τους. Αυτό δημιουργεί σοβαρή στρέβλωση σε δύο περιπτώσεις:
    1.σε σχέση με τους συναδέλφους τους Αξιωματικούς που προέρχονται από την Σχολή Αξιωματικών οι οποίοι ανήκουν μισθολογικά στη κατηγορία Α’και με τους οποίους εκτελούν ακριβώς τα ίδια καθήκοντα.
    2.σε σχέση με τους συναδέλφους τους Υπαξιωματικούς & Πυροσβέστες Μη Παραγωγικής Σχολής οι οποίοι δεν ασκούν Ανακριτικά καθήκοντα, δεν δύνανται να οριστούν Ελεγκτές Πυρασφάλειας κλπ. Παρόλα αυτά όμως ανήκουν στην ίδια μισθολογική κατηγορία με αυτούς, την Β’.
    ΠΡΟΤΑΣΗ: με την προαγωγή – ονομασία του σε Αξιωματικό κι ανεξάρτητα προέλευσης, το Στέλεχος να υπάγεται αυτοδίκαια στη Μισθολογική κατηγορία Α’.

  • 18 Οκτωβρίου 2025, 08:50 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗΣ

    Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
    Νομική θεμελίωση:
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
    Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
    Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
    Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
    Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
    Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
    Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
    Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
    β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
    Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
    απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
    Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    (α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
    (β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
    (γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
    Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
    (α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
    (β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
    (γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
    Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
    Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
    Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
    Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
    Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
    Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
    Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
    Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 17 Οκτωβρίου 2025, 14:49 | Στελιος Α.

    Οι Ειδικοί Φρουροί και Συνοριοφύλακες της ΕΛ.ΑΣ. μετά την ένταξη τους στο Αστυνομικό Προσωπικό δύνανται, κατόπιν προαγωγικών εξετάσεων να εισέλθουν στην Σχολή Αρχιφυλάκων καθώς και στο Τ.Ε.Μ.Α. καταλαμβάνοντας αντίστοιχες οργανικές θέσεις και εκτελώντας καθήκοντα του βαθμού τους, σε πλήρη αντιστοιχία με τους ομοιόβαθμούς τους προερχόμενοι από την Β΄ Κατηγορία, επιτυχόντων των ιδίων εξετάσεων, χωρίς καμία διάκριση ούτε στα καθήκοντα αλλά ούτε και στην αρχαιότητα.
    Οι ανωτέρω πρώην Ε.Φ. και Σ.Φ. εξελίσσονται βαθμολογικά στην μεν 1η περίπτωση μέχρι τον βαθμό του Α/Β’ εν ενεργεία στην δε 2η περίπτωση μέχρι τον βαθμό του Α/Δ’ εν ενεργεία όπως και το λοιπό Αστυνομικό Προσωπικό της Β’ Μισθολογικής κατηγορίας. Σύμφωνα με την γενική διατύπωση του Ν. 4472/2017, η οποία διατηρείται και στο υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου, η ανωτέρω κατηγορία προσωπικού προερχόμενη εκ της Δ’ μισθολογικής κατηγορίας, εντάσσεται στην Γ΄ μισθολογική κατηγορία στην οποία ωστόσο δεν έχουν προβλεφθεί αντίστοιχοι διοικητικοί βαθμοί. Όντες πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για παράλειψη του Ν. 4472/2017, παρακαλούμε όπως ενταχθεί το ανωτέρω προσωπικό, το προερχόμενο εκ των πρώην Ε.Φ. και Σ.Φ. της ΕΛ.ΑΣ. και το οποίο έχει εισέλθει κατόπιν εξετάσεων είτε στην Σχολή Αρχιφυλάκων ή/και στο Τ.Ε.Μ.Α., στην Β’ μισθολογική κατηγορία όπου και ανήκει καθώς καταλαμβάνει αντίστοιχες οργανικές θέσεις, εκτελεί αντίστοιχα καθήκοντα και εξελίσσεται καταλαμβάνοντας τους ανάλογους διοικητικούς βαθμούς.
    Τέλος θέλουμε να επισημάνουμε ότι με την διατύπωση του Ν.4472/2017 η οποία διατηρείται στο παρόν υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου, ακόμη και στην περίπτωση που πρώην Ε.Φ. και Σ.Φ. εισέλθει στην Σ.Α.Ε.Α. εν τούτοις θα παρέμενε στην Γ’ μισθολογική κατηγορία ως προερχόμενος εκ της Δ’.
    Οπότε προτείνουμε όπως στο άρθρο 18 περ. γ) η διατύπωση συμπληρωθεί εξαιρώντας τις ανωτέρω περιπτώσεις εξέλιξης του προσωπικού, εντάσσοντας το στις ανώτερες μισθολογικές κατηγορίες κατά περίπτωση.

  • 17 Οκτωβρίου 2025, 04:10 | Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του ΤΕΜΑ

    Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
    Νομική θεμελίωση:
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
    Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
    H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
    Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
    Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
    Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
    Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
    Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
    Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
    Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
    Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
    β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
    Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
    απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
    Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
    (α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
    (β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
    (γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
    Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
    (α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
    (β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
    (γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
    Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
    Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
    Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
    Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
    Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
    Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
    Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
    Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 16 Οκτωβρίου 2025, 20:53 | Κωστας

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 16 Οκτωβρίου 2025, 19:30 | ΒΑΣΙΛΗΣ Κ

    Το νέο μισθολόγιο πρέπει να λειτουργεί πρώτιστος ως μέτρο δικαιοσύνης. Να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας,της αναδρομικότητας καθώς και της αναγνώρισης της προσφοράς των εργαζομένων. Εν προκειμένου να αποφευχθούν νέες αδικίες και να διορθωθούν κατά τη νομοθετική επεξεργασία οι όποιες στρεβλώσεις και αστοχίες παραθέτουμε τα έξεις :-) Ύψος αυξήσεων όχι μόνο ελάχιστο άλλα και με αρνητικό πρόσημο επί του βασικού μισθού : Δεν δύναται να υπάρχουν στελέχη , με το νέο μισθολόγιο, που θα δουν μηδενικές αυξήσεις άλλα και μειώσεις επί του βασικού μισθού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βασικός μισθός είναι ο καταλύτης του συνταξιοδοτικού ποσού που θα λάβει ο ασφαλισμένος .ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
    ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΣΩΜΑ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β’
    ΒΑΘΜΟΣ ΕΤΗ ΠΑΛΙΟ ΝΕΟ ΙΣΧΥΟΝ ΜΕΙΚΤΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΝΕΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑ
    ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΒΑΣΙΚΟΣ ΒΑΣΙΚΟΣΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΒΑΣΙΚΟΣ
    ΜΙΣΘΟΣ ΜΙΣΘΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
    ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 31-33 2 16 2485 2147 1,14 2448 -37
    ΑΝΤ/ΡΧΟΣ3 30-31 3 15 2425 2064 1,14 2353 -72
    ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 29-30 4 15 2365 2064 1,14 2353 -12
    ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 28-29 5 15 2265 1985 1,14 2263 -02
    Π/ΡΧΗΣ 28-29 6 14 2245 1985 1,13 2243 -02
    Π/ΡΧΗΣ 25-27 8 13 2165 1909 1,13 2157 -08
    Π/ΡΧΗΣ 24-25 9 12 2095 1836 1,13 2075 -20Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και μπορούν να παρατεθούν και στην κατηγορία Α των Σωμάτων Ασφάλειας .-) Αύξηση του Συντελεστή προσαύξησης βασικών μισθών και εξίσωση αυτού με τον αντίστοιχο στις Ένοπλες δυνάμεις: Από τον παραπάνω πινάκα προτείνεται προς επίλυση α) η αύξηση του Συντελεστή προσαύξησης βασικών μισθών κατ’ελάχιστον κατά 0,01 καθώς και β) η διατήρηση προς όφελος των συναδέλφων του ισχύοντος βασικού μισθού σε περιπτώσεις που η διαφορά παραμένει εις βάρος του εργαζομένου. .Η διαφοροποίηση εξάλλου κατά 0,01 υπέρ των Ενόπλων Δυνάμεων παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, είναι άνευ ουσιαστικού ερείσματος καθώς ο μέγιστος συντελεστής (1,15 που δίνεται στο βαθμό του Πλοίαρχου ) λαμβάνεται για ένα (01) μηνά πριν την αποστρατεία.-) Επίδομα διοίκησης: Θετική εξέλιξη η διάθεση του στα Σώματα Ασφαλείας ( ετήσιο κόστος 600.000 Ευρώ ) δηλαδή στους αξιωματικούς που ανήκουν στην κατηγορία Α.Η μη επέκταση του στην κατηγορία Β’ αξιωματικών που ασκούν καθήκοντα διοίκησης συνιστά κατάφωρη αδικία. Η διαφορετική αντιμετώπιση υπονομεύει την ισονομία και αποδυναμώνει τον θεσμικό ρόλο των Αξιωματικών του Σώματος.-) Διατήρηση επιπλέον επιδόματος ειδικών συνθηκών υπέρ των στρατιωτικών : Το επιπλέον επίδομα των εξήντα (60) Ευρώ που δίνεται υπέρ των στρατιωτικών στο επίδομα ειδικών συνθηκών διατηρεί την άνιση μεταχείριση με τα Σώματα Ασφάλειας. Ειδικότερα τώρα που αίρεται η αδικία στην λήψη πενθήμερων και αποζημίωσης εργασίας για νυχτερινή απασχόληση στις Ένοπλες Δυνάμεις. Εδώ παραβιάζεται ξεκάθαρα η έννοια του ενιαίου, ειδικού και αδιαίρετου μισθολογίου. Πρέπει να αποκατασταθεί επιτελούς η αδικία και να δοθεί και στα στελέχη των Σωμάτων Ασφάλειας.-)Χάσμα Μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ κατηγόριων Α και Β: Οι αξιωματικοί που ανήκουν στην κατηγορία Α λαμβάνουν σημαντικές αυξήσεις σε αντιδιαστολή με τους συναδέλφους τους της Β κατηγορίας. Η διαφορά στον μεικτό βασικό μισθό, για τα ίδια έτη υπηρεσίας, ξεκινά από 200 Ευρώ (0-3 έτη υπηρεσίας) και φτάνει έως και 600 Ευρώ (31-35 έτη υπηρεσίας). Αν συνυπολογιστούν επιπρόσθετα τα αυξημένα επιδόματα Διοίκησης –Διεύθυνσης, Θέσεων Ευθύνης και Ειδικών Συνθηκών που δίνονται στην Α κατηγορία είναι άμεσα κατανοητό ότι οι τεράστιες μισθολογικές διαφορές, που δύναται να υπάρχουν μόνο σε διαφορετικά επαγγέλματα, πλήττουν την συνοχή του Σώματος. Με άπλα μαθηματικά, όταν ο μέσος ορός των αυξήσεων είναι 108 Ευρώ Μεικτά , και η κατηγορία Α λαμβάνει την μερίδα του Λέοντος ξεκάθαρα οι συνάδελφοι της Β κατηγορίας θα δουν ελάχιστες, μηδενικές αυξήσεις ακόμη και μειώσεις.

  • 15 Οκτωβρίου 2025, 23:16 | ΝΙΚΟΣ Λ.

    Το νέο μισθολόγιο πρέπει να λειτουργεί πρώτιστος ως μέτρο δικαιοσύνης. Να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας,της αναδρομικότητας καθώς και της αναγνώρισης της προσφοράς των εργαζομένων. Εν προκειμένου να αποφευχθούν νέες αδικίες και να διορθωθούν κατά τη νομοθετική επεξεργασία οι όποιες στρεβλώσεις και αστοχίες παραθέτουμε τα έξεις :

    -) Ύψος αυξήσεων όχι μόνο ελάχιστο άλλα και με αρνητικό πρόσημο επί του βασικού μισθού : Δεν δύναται να υπάρχουν στελέχη , με το νέο μισθολόγιο, που θα δουν μηδενικές αυξήσεις άλλα και μειώσεις επί του βασικού μισθού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βασικός μισθός είναι ο καταλύτης του συνταξιοδοτικού ποσού που θα λάβει ο ασφαλισμένος .

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
    ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΣΩΜΑ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β’
    ΒΑΘΜΟΣ ΕΤΗ ΠΑΛΙΟ ΝΕΟ ΙΣΧΥΟΝ ΜΕΙΚΤΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΝΕΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑ
    ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΒΑΣΙΚΟΣ ΒΑΣΙΚΟΣΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΒΑΣΙΚΟΣ
    ΜΙΣΘΟΣ ΜΙΣΘΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
    ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 31-33 2 16 2485 2147 1,14 2448 -37
    ΑΝΤ/ΡΧΟΣ3 30-31 3 15 2425 2064 1,14 2353 -72
    ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 29-30 4 15 2365 2064 1,14 2353 -12
    ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 28-29 5 15 2265 1985 1,14 2263 -02
    Π/ΡΧΗΣ 28-29 6 14 2245 1985 1,13 2243 -02
    Π/ΡΧΗΣ 25-27 8 13 2165 1909 1,13 2157 -08
    Π/ΡΧΗΣ 24-25 9 12 2095 1836 1,13 2075 -20

    Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και μπορούν να παρατεθούν και στην κατηγορία Α των Σωμάτων Ασφάλειας .

    -) Αύξηση του Συντελεστή προσαύξησης βασικών μισθών και εξίσωση αυτού με τον αντίστοιχο στις Ένοπλες δυνάμεις: Από τον παραπάνω πινάκα προτείνεται προς επίλυση α) η αύξηση του Συντελεστή προσαύξησης βασικών μισθών κατ’ελάχιστον κατά 0,01 καθώς και β) η διατήρηση προς όφελος των συναδέλφων του ισχύοντος βασικού μισθού σε περιπτώσεις που η διαφορά παραμένει εις βάρος του εργαζομένου. .Η διαφοροποίηση εξάλλου κατά 0,01 υπέρ των Ενόπλων Δυνάμεων παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, είναι άνευ ουσιαστικού ερείσματος καθώς ο μέγιστος συντελεστής (1,15 που δίνεται στο βαθμό του Πλοίαρχου ) λαμβάνεται για ένα (01) μηνά πριν την αποστρατεία.

    -) Επίδομα διοίκησης: Θετική εξέλιξη η διάθεση του στα Σώματα Ασφαλείας ( ετήσιο κόστος 600.000 Ευρώ ) δηλαδή στους αξιωματικούς που ανήκουν στην κατηγορία Α.Η μη επέκταση του στην κατηγορία Β’ αξιωματικών που ασκούν καθήκοντα διοίκησης συνιστά κατάφωρη αδικία. Η διαφορετική αντιμετώπιση υπονομεύει την ισονομία και αποδυναμώνει τον θεσμικό ρόλο των Αξιωματικών του Σώματος.

    -) Διατήρηση επιπλέον επιδόματος ειδικών συνθηκών υπέρ των στρατιωτικών : Το επιπλέον επίδομα των εξήντα (60) Ευρώ που δίνεται υπέρ των στρατιωτικών στο επίδομα ειδικών συνθηκών διατηρεί την άνιση μεταχείριση με τα Σώματα Ασφάλειας. Ειδικότερα τώρα που αίρεται η αδικία στην λήψη πενθήμερων και αποζημίωσης εργασίας για νυχτερινή απασχόληση στις Ένοπλες Δυνάμεις. Εδώ παραβιάζεται ξεκάθαρα η έννοια του ενιαίου, ειδικού και αδιαίρετου μισθολογίου. Πρέπει να αποκατασταθεί επιτελούς η αδικία και να δοθεί και στα στελέχη των Σωμάτων Ασφάλειας.

    -)Χάσμα Μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ κατηγόριων Α και Β: Οι αξιωματικοί που ανήκουν στην κατηγορία Α λαμβάνουν σημαντικές αυξήσεις σε αντιδιαστολή με τους συναδέλφους τους της Β κατηγορίας. Η διαφορά στον μεικτό βασικό μισθό, για τα ίδια έτη υπηρεσίας, ξεκινά από 200 Ευρώ (0-3 έτη υπηρεσίας) και φτάνει έως και 600 Ευρώ (31-35 έτη υπηρεσίας). Αν συνυπολογιστούν επιπρόσθετα τα αυξημένα επιδόματα Διοίκησης –Διεύθυνσης, Θέσεων Ευθύνης και Ειδικών Συνθηκών που δίνονται στην Α κατηγορία είναι άμεσα κατανοητό ότι οι τεράστιες μισθολογικές διαφορές, που δύναται να υπάρχουν μόνο σε διαφορετικά επαγγέλματα, πλήττουν την συνοχή του Σώματος. Με άπλα μαθηματικά, όταν ο μέσος ορός των αυξήσεων είναι 108 Ευρώ Μεικτά , και η κατηγορία Α λαμβάνει την μερίδα του Λέοντος ξεκάθαρα οι συνάδελφοι της Β κατηγορίας θα δουν ελάχιστες, μηδενικές αυξήσεις ακόμη και μειώσεις.

  • 15 Οκτωβρίου 2025, 19:53 | Bill

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 15 Οκτωβρίου 2025, 10:59 | ΧΡΗΣΤΑΚΟΣ

    Μπορεί έστω και τώρα η Αστυνομία να αναγνωρίσει τους πτυχιούχους της- αυτούς που δεν χρησιμοποίησαν το πτυχίο τους για να πάρουν βαθμό- δίνοντας τους είτε τον επόμενο βαθμό, είτε όπως στο δημόσιο επίδομα 150 ευρώ- είτε όταν αποστρατεύονται να φεύγουν με έναν ακόμη βαθμό παραπάνω(2+1), αυτόν που τους στέρησε το κράτος τόσα χρόνια…

  • 15 Οκτωβρίου 2025, 09:05 | ck

    Είμαι Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. απόφοιτη του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), προερχόμενη αρχικά από τη Σχολή Αστυφυλάκων, στην οποία εισήλθα μέσω της διαδικασίας των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Περαιτέρω κατέχω πτυχίο σε θετικές επιστήμες και δύο σχετικούς μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, καθώς και διδακτορικό τίτλο, όλα από το Ε.Κ.Π.Α. Το θέμα του διδακτορικού μου προσαρμόστηκε ώστε να αφορά απόλυτα τη θέση εργασίας μου στην Αστυνομία, όπου υπογράφω για υποθέσεις βάσει της ιδιότητάς μου ως επιστημονικό προσωπικό και όχι ως αστυνομικού. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, στην ΕΛ.ΑΣ. δεν προβλέπεται κάποιου είδους επίδομα λόγω πτυχίου ή μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών και μάλιστα ανήκω στη μισθολογική κατηγορία Β, ένεκα της αποφοίτησής μου από το Τ.Ε.Μ.Α. και όχι από τη Σ.Α.Ε.Α. Ως εκ τούτων, θεωρώ ότι θα ήταν μία ηθική αναγνώριση, αλλά και ουσιαστική οικονομική βοήθεια, η εναρμόνιση της ΕΛ.ΑΣ. στο θέμα αυτό με τον λοιπό δημόσιο τομέα, όπου αναγνωρίζεται τόσο για τη βαθμολογική εξέλιξη όσο και μισθολογικά η κατοχή τίτλων σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με τον τρόπο αυτό, θεωρώ ότι θα δοθεί σημαντικό κίνητρο για τη δια βίου μάθηση και τη βελτίωση του επιπέδου του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. Αν κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί, πιστεύω ότι τουλάχιστον θα έπρεπε να δοθεί επίδομα πτυχίου (π.χ. ως αύξηση Μ.Κ.) σε όσους εργάζονται σε τέτοιες θέσεις που είναι συναφείς με τα κατεχόμενα πτυχία τους και δεν είναι αστυνομικοί ειδικών καθηκόντων, μίας και η μετάταξη σε ειδικών καθηκόντων πολλές φορές δεν είναι εφικτή είτε λόγω έλλειψης προκηρύξεων, είτε λόγω ηλικιακού ορίου. Με την ελπίδα να υιοθετηθεί η πρότασή μου, σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

  • 14 Οκτωβρίου 2025, 21:12 | Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. προερχόμενοι από πρώην Ε.Φ. και Σ.Φ.

    Οι Ειδικοί Φρουροί και Συνοριοφύλακες της ΕΛ.ΑΣ. μετά την ένταξη τους στο Αστυνομικό Προσωπικό δύνανται κατ εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 82/2006 και του Ν. 3686/2008, κατόπιν προαγωγικών εξετάσεων να εισέλθουν στην Σχολή Αρχιφυλάκων καθώς και στο Τ.Ε.Μ.Α. .

    Οι ανωτέρω πρώην Ε.Φ. και Σ.Φ. εξελίσσονται βαθμολογικά στην μεν 1η περίπτωση μέχρι τον βαθμό του Α/Β’ εν ενεργεία στην δε 2η περίπτωση μέχρι τον βαθμό του Α/Δ’ εν ενεργεία όπως και το αντίστοιχο Αστυνομικό Προσωπικό της Β’ Μισθολογικής κατηγορίας.

    Σύμφωνα με την γενική διατύπωση του Ν. 4472/2017, η οποία διατηρείται και στο υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου, η ανωτέρω κατηγορία προσωπικού προερχόμενη εκ της Δ’ μισθολογικής κατηγορίας, εντάσσεται στην Γ΄ μισθολογική κατηγορία στην οποία ωστόσο δεν έχουν προβλεφθεί αντίστοιχοι διοικητικοί βαθμοί.

    Καθότι πρόκειται για παράλειψη του Ν. 4472/2017, παρακαλούμε όπως ενταχθεί το ανωτέρω προσωπικό, το προερχόμενο εκ των πρώην Ε.Φ. και Σ.Φ. της ΕΛ.ΑΣ. και το οποίο έχει εισέλθει κατόπιν προαγωγικων εξετάσεων είτε στην Σχολή Αρχιφυλάκων ή/και στο Τ.Ε.Μ.Α., στην Β’ μισθολογική κατηγορία όπου και ανήκει καθώς καταλαμβάνει αντίστοιχες οργανικές θέσεις, εκτελεί αντίστοιχα καθήκοντα και εξελίσσεται καταλαμβάνοντας τους ανάλογους διοικητικούς βαθμούς.

    Γίνεται μνεία ότι δείγμα της προχειρότητας με την οποία θεσπίστηκαν οι μισθολογικές κατηγορίες με τον Ν. 4472/2017, αποτελεί το γεγονός ότι στην Γ μισθολογική κατηγορία είχε προβλεφθεί ως ανώτερος διοικητικός βαθμός αυτός του Ανθ/μου, παρόλο που ήδη από το έτος 2010 οι πρώην Ε.Φ. και Σ.Φ. συμμετείχαν στις προαγωγικες εξετάσεις της Σχολής Αρχιφυλακων και του Τ.Ε.Μ.Α. !!

    Οπότε προτείνουμε όπως στο άρθρο 18 περ. γ) η διατύπωση συμπληρωθεί εξαιρώντας τις ανωτέρω περιπτώσεις εξέλιξης δια προαγωγικων εξετάσεων του προσωπικού, εντάσσοντας το στις ανώτερες μισθολογικές κατηγορίες κατά περίπτωση.

  • 14 Οκτωβρίου 2025, 19:29 | Κωστας Χ.

    Μπορεί να προβλεφθεί οι κάτοχοι Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών ή Διδακτορικού Τίτλου,εφόσον τον απέκτησαν μετά την κατάταξη τους,και είναι συναφές ως τίτλος με το αντικείμενο της εργασίας τούς,να προάγονται στο επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο.Δικαιωμα χρήσης να μπορεί να γίνει μια φορά μόνο και ανά τίτλο. Η συνάφεια του τίτλου σπουδών παίζει κρίσιμο ρόλο στο να γίνει αποδεκτό η όχι το αίτημα και είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο το οποίο δεν θα εκτρέψει τον οικονομικό προϋπολογισμό,ενώ ταυτόχρονα θα αναγνωρίσει χρόνιο αίτημα των υπηρετούντων των σωμάτων ασφαλείας προς την αναγνώριση των σπουδών τούς.

  • 14 Οκτωβρίου 2025, 19:33 | nikos a..

    Προτείνω οι αστυνομικοί που είναι κάτοχοι πτυχίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το απέκτησαν μετά την είσοδο τους στο σώμα αφιερώνοντας προσωπικό χρόνο να έχουν κάποιο όφελος είτε μισθολογικό είτε βαθμολογικό όπως συμβαίνει με τους συναδέλφους του στρατού

  • 14 Οκτωβρίου 2025, 19:35 | Γιώργος Μ.

    Ως πτυχιούχος πανεπιστημιακού ιδρύματος τετραετούς φοίτησης και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου θεωρώ πως ακόμα μια αδικία συντελείται με το νέο μισθολόγιο,καθότι πτυχία μεταπτυχιακά και διδακτορικά δεν αναγνωρίζονται ούτε υπηρεσιακά (εξέλιξη-εξειδίκευση )ούτε μισθολογικά ως είθισται σε όλους τους κλάδους του δημοσίου.Η αναγνώριση έστω μέσω μιας μικρής μισθολογικής ενίσχυσης, είτε μέσω αύξησης των συντελεστών είτε μέσω της γρηγορότερης ανέλιξης μισθολογικών κλιμακίων θα εντάξει μεγαλύτερο αριθμό πτυχιούχων στα σώματα ασφαλείας(δίνοντας κίνητρο για σπουδές)και μεγαλύτερο βαθμό εξειδίκευσης.Ας οριστεί και συνάφεια με το αντικείμενο του εκάστοτε σώματος και των τίτλων που γίνονται δεκτοί όπως πχ νομική ψυχολογία οικονομικά κοινωνιολογία κτλ.

  • 14 Οκτωβρίου 2025, 19:36 | πΤΥΧΙΟΥΧΟΣ

    Το παρών νομοσχέδιο δεν έχει πρόβλεψη για την κατοχή πτυχίου ΑΕΙ, Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών και Διδακτορικού των μελών των Σωμάτων Ασφαλείας. Προς αποφυγή της διατάραξης της ιεραρχίας προτείνεται, εφόσον ο τίτλος σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο της εργασίας του, να δίδεται:
    Α) κατοχή πτυχίου ΑΕΙ συναφές ο προτείνεται αύξηση κατά 0,01
    Β) κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου συναφές προτείνεται αύξηση κατά 0,02
    Γ)κατοχή διδακτορικού τίτλου συναφές προτείνεται αύξηση κατά 0,04
    Εφόσον ο τίτλος σπουδών δεν έχει χρησιμοποιηθεί για πραγματική προαγωγή ή κατάταξη και μόνο για μία φορά ανά βαθμίδα σπουδών.

  • 14 Οκτωβρίου 2025, 18:26 | Πασχάλης

    Α) Η αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ και μεταπτυχιακών/διδακτορικών τίτλων είναι απαραίτητη και πρέπει να γίνει εξομοίωση με τη ρύθμιση του ενιαίου μισθολογίου βάσει άρθρου 9 του Ν. 4354/2015.
    Β) Η θέσπιση αποζημίωσης υπερωριών πέραν του οχταώρου όπως ισχύει στον ιδιωτικό τομέα.
    Γ) Η θέσπιση επιδόματος διαμονής στον νομό Αττικής με σκοπό να αυξήσει το βιοτικό επιπέδο των ενστόλων και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του υψηλού κόστους ζωής στην Αττική.

  • 14 Οκτωβρίου 2025, 15:24 | Πτυχιούχος ΑΕΙ

    Ως πτυχιούχος πανεπιστημιακού ιδρύματος τετραετούς φοίτησης και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου θεωρώ πως ακόμα μια αδικία συντελείται με το νέο μισθολόγιο,καθότι πτυχία μεταπτυχιακά και διδακτορικά δεν αναγνωρίζονται ούτε υπηρεσιακά (εξέλιξη-εξειδίκευση )ούτε μισθολογικά ως είθισται σε όλους τους κλάδους του δημοσίου.Η αναγνώριση έστω μέσω μιας μικρής μισθολογικής ενίσχυσης, είτε μέσω αύξησης των συντελεστών είτε μέσω της γρηγορότερης ανέλιξης μισθολογικών κλιμακίων θα εντάξει μεγαλύτερο αριθμό πτυχιούχων στα σώματα ασφαλείας(δίνοντας κίνητρο για σπουδές)και μεγαλύτερο βαθμό εξειδίκευσης.Ας οριστεί και συνάφεια με το αντικείμενο του εκάστοτε σώματος και των τίτλων που γίνονται δεκτοί όπως πχ νομική ψυχολογία οικονομικά κοινωνιολογία κτλ.

  • 14 Οκτωβρίου 2025, 12:47 | Χαρίλαος

    Αναγνώριση Τίτλων Σπουδών
    Στο υπό διαβούλευση μισθολόγιο δεν προβλέπεται η αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ των ενστόλων που σχετίζονται με το έργο τους και έχουν συνάφεια με τα καθήκοντά τους, μετά από αναγνώριση της συνάφειας του πτυχίου τους με διαδικασία παρόμοια βεβαίως με αυτή του Δημοσίου Τομέα ενώ η Υπηρεσία εκμεταλλεύεται και χρησιμοποιεί τις γνώσεις τους.
    Προτείνεται η αναγνώριση των συναφών τίτλων σπουδών να μεταφράζεται σε αυξημένες αποδοχές είτε μέσω επιδόματος, είτε μέσω αύξησης του συντελεστή προσαύξησης κατά 0,02.

  • 13 Οκτωβρίου 2025, 07:21 | Πρόδομος Σατσάνης

    Αυτοδίκαιη αναγνώριση του χρόνου της στρατιωτικής θητεία

    Ένα πάγιο, εύλογο και δίκαιο αίτημα, των υπαλλήλων όλων των εργαζομένων θεωρώ τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό τομέα, αφορά στην αυτοδίκαιη αναγνώριση του χρόνου της στρατιωτικής θητείας τους, ως συντάξιμου, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση τους.

    Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, προβλέπεται η αναγνώριση πλασματικών ετών ασφάλισης, μέσω εξαγοράς, για να χρησιμοποιηθούν για τη συνταξιοδότηση ή την προσαύξηση της σύνταξης.

    Ο μόνος πλασματικός χρόνος που μπορεί να ληφθεί υπόψη και να συνυπολογισθεί σε οποιαδήποτε κατηγορία συνταξιοδότησης ανδρών είναι ο χρόνος της στρατιωτικής τους θητείας, η αναγνώριση του οποίου απαιτεί πλέον μία σημαντική οικονομική επιβάρυνση.

    Υπολογιζόμενη μάλιστα η συνταξιοδοτική ωφέλεια σε σχέση με την οικονομική επιβάρυνση εξαγοράς του χρόνου της στρατιωτικής θητείας, καθίσταται πλέον ασύμφορη στις περισσότερες των περιπτώσεων.

    Επιπρόσθετα, όπως ορίζει το άρθρο 4 παρ. 6 του Συντάγματος «Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων» και συνεπώς εξαιτίας της υποχρεωτικότητας της στράτευσης, θεωρώ πως είναι δίκαιη και επιτακτική η αναγνώριση της στρατιωτικής θητείας ως συντάξιμου χρόνου πραγματικής κι όχι πλασματικής ασφάλισης.

    Το αίτημα αυτό παραμένει επίκαιρο και ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η στρατιωτική θητεία αποτελεί υποχρεωτική δημόσια υπηρεσία προς την πατρίδα και η αναγνώρισή της χωρίς εξαγορά συνιστά δίκαιη και ηθική αποκατάσταση.

    Σήμερα μάλιστα, εν μέσω διαρκών οικονομικών πιέσεων, αυξήσεων στις τιμές βασικών αγαθών και υπηρεσιών, και μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, η ανάγκη καθίσταται επιτακτική.

    Παρακαλώ να εξετάσετε το αίτημα αυτό και εάν είναι εφικτό να το συμπεριλάβετε στο νομοσχέδιο αυτό, δηλαδή την αυτοδίκαιη αναγνώριση της στρατιωτικής θητείας ως συντάξιμου, μισθολογικού και βαθμολογικού χρόνου χωρίς καταβολή εισφορών.

  • 13 Οκτωβρίου 2025, 00:41 | Αξιωματικός του ΤΕΜΑ

    Στο παρών σχέδιο νόμου, στα πλαίσια της υλοποίησης των εξαγγελιών του Πρωθυπουργού στη Δ.Ε.Θ., σχετικά με τις μισθολογικές ρυθμίσεις στα Σώματα Ασφαλείας, στο άρθρο 17 του σχεδίου νόμου ορίζεται το πεδίο εφαρμογής τους, με την υπαγωγή των στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας στην περίπτωση α΄, στο άρθρο 18 ορίζονται τα μισθολογικά τους κλιμάκια και η κατάταξη τους σε αυτά, με βάση την κατηγορία στην οποία ανήκουν, στο άρθρο 21 ορίζεται ο μηνιαίος βασικός μισθός των Σωμάτων Ασφαλείας ανά μισθολογικό κλιμάκιο, με βάση την κατηγορία μισθολογικής κατάταξης και τα έτη υπηρεσίας, και τέλος στο άρθρο 22 ορίζονται οι συντελεστές προσαύξησης του βασικού μισθού των Σωμάτων Ασφαλείας που προβλέπονται στο άρθρο 21, ανάλογα με την κατηγορία μισθολογικής κατάταξης και τον διοικητικό βαθμό των στελεχών.
    Οι απόφοιτοι του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) ως Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, είμαστε άμεσα θιγόμενοι από τους πίνακες της μισθολογικής μας κατάταξης και των μελλοντικών μας αποδοχών, με την ένταξη μας στην β΄ μισθολογική κατηγορία, η οποία είναι προσβλητική για εμάς, καθώς δεν αναγνωρίζει το ανώτερο επίπεδο των σπουδών μας και της εκπαίδευσής μας στο αστυνομικό αντικείμενο, ενώ οι συνακόλουθες αυξήσεις των μισθών μας από την αυθαίρετη εξομοίωσή μας με την β’ κατηγορία είναι ελάχιστες ως και μηδαμινές. Αντιθέτως, με τις νέες ρυθμίσεις οι μισθολογικές αυξήσεις στην α΄ μισθολογική κατηγορία των ομοιοβάθμων μας, αποφοίτων της Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, παραβίαζουν σε βάρος μας την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, χωρίς να λαμβάνεται γι΄ εμάς υπόψη το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που δικαιολογεί την ανάλογη μεταχείριση μας.
    Τούτο διότι πριν την ανακοίνωση των εξαγγελιών της Κυβέρνησης η διαφορά μας στον βασικό μισθό, ως αποφοίτων Αξιωματικών του Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με των ομοιοβάθμων μας αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή κυμαινόταν από τα 25 ευρώ μεικτά έως τα 150 ευρώ, ενώ πλέον αν ισχύσει το σχέδιο νόμου θα κυμαίνεται τουλάχιστον από 100 ευρώ έως 500 ευρώ μεικτά, για την εκτέλεση ίδιων καθηκόντων. Από τον νομοθέτη όμως αναγνωρίζονται ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α., καθώς έχουμε ενιαία επετηρίδα στην οργανωτική δομή του Σώματος από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και του Αστυνομικού Διευθυντή, και οι απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. τυγχάνουν μέχρι και την αποστρατεία τους από το Σώμα πάντοτε αρχαιότεροι των αποφοίτων του επόμενου ημερολογιακού έτους της Σ.Α.Ε.Α., ασκώντας καθήκοντα Διευθυντών Υπηρεσιών, Διοικητών, Τμηματαρχών, Προϊσταμένων και αναπληρωτών όλων αυτών σε όλες της Υπηρεσίες του Σώματος και σε όλα τα επίπεδα της Διοίκησης, μεταξύ των οποίων και τα επιτελικά καθήκοντα.
    Για τον λόγω τούτο προβάλουμε νομολογία από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της Χώρας (ΣτΕ) από την οποία προκύπτει ότι:
    α). ο νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίζει την πρόσβαση στο Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας (Σ.Μ.Ε.) εκείνων των προσώπων που έχουν τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της διδασκαλίας μέσω συστήματος εισαγωγής, το οποίο στηρίζεται σε γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και είναι σύμφωνο με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας κάθε υποψήφιου ανάλογα με την προσωπική του αξία και ικανότητα, προς τον σκοπό, ειδικότερα, της διασφάλισης του αξιοκρατικότερου τρόπου επιλογής των ικανότερων υποψηφίων. Το αυτό ισχύει και για την προαγωγή των Αστυφυλάκων στον βαθμό του Αρχιφύλακα με εξετάσεις και την κατ΄ εξαίρεση είσοδο με εξετάσεις δέκα (10) χαμηλόβαθμων πτυχιούχων αστυνομικών, καθ΄ υπέρβαση στη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας.
    β). η προαγωγή μας στον βαθμό του Αρχιφύλακα και η εισαγωγή μας στο Τ.Ε.Μ.Α. στηρίζεται στις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, κατόπιν προαγωγικών εξετάσεων σε τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματος και ιδίως της έκθεσης ιδεών, που αφορά στον έλεγχο των γλωσσικών δεξιοτήτων των υποψηφίων και της δυνατότητάς τους για την κριτική σκέψη, ανάλυση και τεκμηρίωση, προσόντων δηλαδή που συναρτώνται άμεσα προς την ικανότητα των υποψηφίων για παρακολούθηση των σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εν γένει. Η εξέτασή της έκθεσης ιδεών, κρίθηκε από το ΣτΕ ότι αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων στο Τ.Ε.Μ.Α., το οποίο εντάσσεται στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενόψει των ανακριτικών καθηκόντων που καλούνται να εκτελέσουν οι απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α., ως αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., τα οποία απαιτούν καλή γνώση της νεοελληνικής γλώσσας, καθώς και της προοπτικής εξέλιξης των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. στους ανώτερους-ανώτατους βαθμούς της ιεραρχίας της ΕΛ.ΑΣ. Με την υπάρχουσα νομολογία και με τρόπο αδιαμφισβήτητο κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή, επιβάλλεται εν όψει της σπουδαιότητας, κατά τα ανωτέρω, του ανωτέρω μαθήματος και της συνάφειας αυτού, υπό την ανωτέρω έννοια, προς όλα τα γνωστικά αντικείμενα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
    γ). ενόψει της φύσεως των παραγωγικών Σχολών Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, η εισαγωγή στις επίμαχες σχολές οδηγεί σε πρόσβαση σε δημόσια θέση, δηλαδή σε διορισμό στο Δημόσιο. Από την νομολογία προκύπτει ότι, από την άποψη του σκοπού και του περιεχομένου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, της οργάνωσης των σπουδών και των υποχρεώσεων των σπουδαστών που εισάγονται σε αυτές, η Σ.Α.Ε.Α. τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος, η Σχολή Αστυφυλάκων τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος. Το αυτό ισχύει και για τις χαρακτηριζόμενες από τον νομοθέτη αντίστοιχες ανώτατες και ανώτερες παραγωγικές σχολές των ενόπλων δυνάμεων.
    δ). η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των Αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους Αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των Αξιωματικών αυτών.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας και η Σχολή Αστυφυλάκων τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες από τις αντίστοιχες ανώτατες και ανώτερες σχολές της Χώρας και μόνο τυπικά εντάσσονται σε αυτές και όχι ουσιαστικά. Αντιθέτως, οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν λάβει ουσιαστική και τυπική εκπαίδευση που δεν δικαιολογεί την εξίσωσή τους με Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που προάγονται και εξελίσσονται με βάση τα έτη υπηρεσίας στον βαθμό.
    Η αποφοίτηση από το Τ.Ε.Μ.Α. και η λήψη του βαθμού του Υπαστυνόμου Β΄ απαιτεί την επιτυχή δοκιμασία των υποψηφίων Ανθυπαστυνόμων σε εξετάσεις, με αμιγώς ακαδημαϊκά κριτήρια, αφού προβλέπονται τόσο έκτακτες όσο και εξιτήριες πτυχιακές εξετάσεις, ενώ οι αρμοδιότητες που θα κληθούν να αναλάβουν αφορούν την άσκηση διοικήσεως από υψηλή θέση, δεδομένου ότι δύνανται να ανέλθουν έως και το βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή. Επιπλέον, το Τ.Ε.Μ.Α. εποπτεύεται αυστηρά από το Κράτος ενώ, η ιεραρχία, ο έλεγχος και η υπαγωγή στην αστυνομική πειθαρχία, η οποία αποτελεί κριτήριο για τον απλώς τυπικό χαρακτηρισμό σχολής ως ανώτερης εκπαιδεύσεως κατά τη σκ. 6 της με αρ. 2443/2024 ΔΕφΑθ, στην οποία υπόκεινται οι φοιτούντες στη Σχολή Αστυφυλάκων είναι σημαντικά εντονότερη σε σύγκριση με εκείνη των φοιτούντων στο Τ.Ε.Μ.Α. Και τούτο διότι αντικείμενο της Σχολής Αστυφυλάκων και της Σχολής Αξιωματικών είναι ακριβώς η μάθηση της πειθαρχίας αυτής.
    Η άνιση μισθολογική μας μεταχείριση, με πλήθος νομικών επιχειρημάτων αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς μας ως Αξιωματικών αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., για την άρση της ηθικής και οικονομικής βλάβης που υφίσταται η κατηγορία μας ήδη από το 2017.
    Η βλάβη μας όμως μπορεί να αρθεί από τον νομοθέτη με την μισθολογική ένταξη μας σε μία ενδιάμεση μισθολογική κατηγορία, μεταξύ της α΄ και της β΄, με αυξημένες και ανάλογες μισθολογικές απολαβές σε σχέση με την α΄ μισθολογική κατηγορία, χωρίς όμως να εξισωνόμαστε πλήρως με αυτήν, ένεκα της διαφορετικής υπηρεσιακής διαδρομής με τους ομοιόβαθμούς μας αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., με τους οποίους όμως μας αναγνωρίζονται ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις από τον νομοθέτη. Αυτό ενισχύεται και από την διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. με τους Αξιωματικούς και λοιπούς αστυνομικούς της β΄ μισθολογικής κατηγορίας, με τους οποίους αποδεδειγμένα δεν τελούμε σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες, αλλά σε εντελώς διαφορετικές.
    Επειδή 1.340 εν ενεργεία Αξιωματικοί απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α., εκ των οποίων οι 1.279 είμαστε μάχιμοι και οι λοιποί υπηρεσίας γραφείου (ορισμένοι εξ αυτών θα συνταξιοδοτηθούν σύντομα στα τέλη του έτους), εισαχθήκαμε και προαχθήκαμε σε Αξιωματικούς κατόπιν διπλών αξιοκρατικών εξετάσεων (προαγωγή σε Αρχιφύλακες και Αξιωματικούς), δικαιολογείται η καλύτερη μισθολογική μεταχείρισή μας σε σχέση με τους ομοιόβαθμούς μας άλλων υφιστάμενων βαθμολογικών και μισθολογικών κατηγοριών, με δεδομένη την διοικητική μας εμπειρία και την προσπάθεια μας να καταλάβουμε θέσεις ευθύνης. Το δημοσιονομικό κόστος που θα προκληθεί είναι ασήμαντο αφού συνδέεται αιτιωδώς με την υψηλή μας θέση στην πυραμίδα της ιεραρχίας και τα υψηλά μας καθήκοντά, τα οποία η ίδια η Πολιτεία μας έχει αναθέσει.
    Σε καμία περίπτωση ως Αξιωματικοί απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. δεν στρεφόμαστε κατά των δικαιωμάτων των περίπου 4.000 αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ούτε και των αποφοίτων των άλλων κατηγοριών, πλην όμως ζητούμε αναλογική ισότητα και δίκαιη μεταχείριση που αντιστοιχεί στην προσωπική αξία και ικανότητά μας στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο, προς ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, της αναγνώρισής των υπηρεσιών μας στην κοινωνική ολότητα και στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας. Αναμένουμε και περιμένουμε από τον νομοθέτη να μας αποκαταστήσει ηθικά και μισθολογικά.

  • 12 Οκτωβρίου 2025, 22:04 | ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΣΙΟΣ

    Οι Πυροσβέστες Δασικών Επιχειρήσεων, οι οποιοί φέρουν τις ειδικότητες του τεχνικού και του επιστημονικού προσωπικού, μετά το πέρας της επταετίας, δύναται να μονιμοποιηθούν, οπότε θα καταταχθούν στην μισθολογική κατηγορία Γ’ (ως προερχόμενοι από την κατηγορία Δ’).

    Ωστόσο, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 38 του ν. 4892/2022 (Α’ 28), το επιστημονικό προσωπικό των Π.Δ.Ε. εισάγεται στη Σχολή Αξιωματικών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και, κατόπιν ευδόκιμης αποφοίτησης, τους απονέμεται ο βαθμός του Ανθυποπυραγού. Συνεπώς, όντας απόφοιτοι παραγωγικής σχολής, θα πρέπει ρητά να οριστεί ότι η συγκεκριμένη υποκατηγορία προσωπικού θα μεταπέσει στην μισθολογική κατηγορία Α’ και όχι στη Γ’.

  • 12 Οκτωβρίου 2025, 22:00 | ΤΣΒ

    Οι αξιωματικοί εκ Πυρονόμων της Πυροσβεστικής, με βάση το ισχύον Μισθολόγιο ανήκουν μισθολογικά στη κατηγορία Β’. Αυτό αποτελεί στρέβλωση καθώς από τη στιγμή που ονομάζονται αξιωματικοί, ισχύουν και για αυτούς οι περί αξιωματικών διατάξεις και τους ανατίθενται τα ίδια καθήκοντα – ευθύνες – μεταθέσεις κλπ με τους συναδέλφους τους αξιωματικούς εκ της Σχολής Αξιωματικών. Για τη θεραπεία της παραπάνω μισθολογικής ανισότητας που δημιουργεί ταυτόχρονα και αισθήματα αδικίας και ανούσιων διαχωρισμών, προτείνεται όπως: ταυτόχρονα με την ονομασία τους σε αξιωματικούς να υπάγονται μισθολογικά στη κατηγορία Α’.

  • 12 Οκτωβρίου 2025, 18:51 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗΣ

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 12 Οκτωβρίου 2025, 17:08 | ΜΑΣΤΟΡΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 12 Οκτωβρίου 2025, 13:40 | Αικατερίνη Χατζησταματίου

    Ως Αξιωματικός προερχόμενη από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) θα ήθελα να σχολιάσω τα εξής:
    Το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί μία πρώτης τάξης ευκαιρία για την, μεταξύ άλλων, άρση της μισθολογικής αδικίας που υφίστανται τα τελευταία χρόνια οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α., με την ένταξη τους στη μισθολογική κατηγορία Β΄. Πρακτικά, μετά την αποφοίτησή τους από το Τ.Ε.Μ.Α., παραμένουν στην ίδια μισθολογική κατηγορία από την οποία προέρχονται, παρότι έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρξει μισθολογική διαφοροποίηση συγκριτικά με τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008 και ουδέποτε φοίτησαν σε οποιαδήποτε σχολή, εφόσον ήδη οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, υπάγονται σε διαφορετική επετηρίδα, έχουν διαφορετικό αριθμό οργανικών θέσεων και τελούν προφανώς υπό διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική μεταχείρισή τους. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας.
    Επιπλέον, οι αξιωματικοί απόφοιτοι Τ.Ε.Μ.Α. ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής κατηγορίας Α και μάλιστα πολλάκις παρότι είναι στον ίδιο βαθμό θεωρούνται αρχαιότεροι (αν αποφοίτησαν τουλάχιστον το προηγούμενο ημερολογιακό έτος), γεγονός που έχει ως συνέπεια να ασκούν διοίκηση σε αξιωματικούς της κατηγορίας Α, να τους βαθμολογούν, να τους ασκούν πειθαρχικό έλεγχο κ.ο.κ. Επιπλέον, σημειώνεται ότι, στην κατηγορία Α ανήκαν (κυρίως στο πρόσφατο παρελθόν και ανήκουν ίσως ακόμη και σήμερα) αξιωματικοί οι οποίοι ουδέποτε φοίτησαν στη Σχολή Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αλλά παρακολουθήσαν παρόμοια σχολή με το Τ.Ε.Μ.Α., πριν από τη λειτουργία της Σ.Α.Ε.Α. με τη σημερινή της μορφή. Δηλαδή αξιωματικοί με τα ίδια ακριβώς προσόντα με τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α.
    Η αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας εξάλλου προβλέπεται όταν επέρχονται ουσιαστικές αλλαγές (μεταπήδηση Ε.Φ. και Σ.Φ. από κατηγορία Δ σε κατηγορία Γ).
    Ούτως ή άλλως, αφενός οι ανώτατοι βαθμοί (Ταξιάρχου και πάνω) δεν προβλέπονται και αφετέρου σύμφωνα με το κατώτατο ηλικιακό όριο εισαγωγής στη Σχολή Τ.Ε.Μ.Α. δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτηθούν στην ενέργεια για τους από το Τ.Ε.Μ.Α. προερχόμενους αξιωματικούς, συνεπώς ακόμη και με την ένταξη των αξιωματικών Τ.Ε.Μ.Α. στην Α κατηγορία θα εξακολουθούσε να υπάρχει διαφοροποίηση με τους αξιωματικούς προερχόμενους από Σ.Α.Ε.Α., αφού οι τελευταίοι εξελίσσονται και στους ανώτατους βαθμούς, όπως προβλέπεται από τη Σχολή από την οποία προέρχονται. Ωστόσο, οι μισθολογικές απολαβές μέχρι το βαθμό του Α/Δ θα πρέπει να είναι κοινές.
    Παρότι θεωρείται απολύτως δικαιολογημένη, δίκαιη και λογική η ένταξη των αξιωματικών αποφοίτων Τ.Ε.Μ.Α. στην μισθολογική κατηγόρια Α, εντούτοις από τη δημιουργία του υφιστάμενου μισθολογίου εξακολουθεί να διαιωνίζεται ο συγκεκριμένος αναίτιος διαχωρισμός. Ωστόσο, αν η δίκαιη ένταξη των αξιωματικών Τ.Ε.Μ.Α. στην κατηγορία Α δεν υλοποιηθεί, τότε σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) και τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα δικαιολογείται η δημιουργία μιας νέας ενδιάμεσης κατηγορίας (π.χ. Β+) μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017, η οποία θα πρέπει να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 12 Οκτωβρίου 2025, 09:58 | Νίκος

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 11 Οκτωβρίου 2025, 22:52 | Ανδρέας

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 11 Οκτωβρίου 2025, 20:13 | ΕΛΕΎΘΕΡΙΟΣ Κ

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 11 Οκτωβρίου 2025, 18:07 | ΑΚΗΣ

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 11 Οκτωβρίου 2025, 16:28 | Βαγγέλης

    11 Οκτωβρίου 2025, 15:11 | ΑνναΜόνιμος ΣύνδεσμοςΕίμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α..

  • 11 Οκτωβρίου 2025, 13:47 | Αντωνης

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 11 Οκτωβρίου 2025, 13:08 | Πτυχιούχος αστυνομικός

    Δυστυχώς καμιά πρόβλεψη για τους έχοντες πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό ως γίνεται και στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Υπάρχει χωρος δημοσιονομικά να γίνει εφικτό,να δωθεί μισθολογική προαγωγή και μόνο στους κατέχοντες,στα ήδη υπάρχοντα κλιμάκια και κατηγορίες.

    Προβλέψετε στο υπάρχον νομοσχέδιο και τους πτυχιούχους για μισθολογική προαγωγή.

  • 11 Οκτωβρίου 2025, 12:26 | ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΠΠΑΣ

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 11 Οκτωβρίου 2025, 07:55 | Χρηστος

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 10 Οκτωβρίου 2025, 23:42 | Ευαγγελια

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η μεταφορά τους στην Α μισθολογική κατηγορία από την Β, όπως ακριβώς συμβαίνει με την κατηγορία Δ των αστυνομικών η οποία μεταφέρεται στην Γ κατηγορία όταν αυτοί, ονομάζονται Αστυφύλακες. Τούτο, διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. οι οποίοι ανήκουν στην Β μισθολογική κατηγορία άδικα, διότι έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 10 Οκτωβρίου 2025, 21:31 | Παυλόπουλος Κωνσταντίνος

    10 Οκτωβρίου 2025, 16:28 | Ανδρέας ΠΜόνιμος ΣύνδεσμοςΕίμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 10 Οκτωβρίου 2025, 21:26 | Σοφια

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 10 Οκτωβρίου 2025, 20:04 | Χρήστος Π

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.

  • 10 Οκτωβρίου 2025, 20:51 | ΣΙΑΣΙΟΣ Ιωάννης

    Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
    Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
    Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
    Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
    Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
    Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
    Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.

  • 10 Οκτωβρίου 2025, 19:00 | ΓΕΩΡΓΙΟΣ

    Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.