Ο μηνιαίος βασικός μισθός των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας ανά Μ.Κ., κατηγορία μισθολογικής κατάταξης και έτη υπηρεσίας, ορίζεται ως εξής:
| ΚΛΙΜΑΚΙΟ | ΕΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ | ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΙΣΘΟΣ | |||
| ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α | ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β | ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ | ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Δ | ||
| 1 | έως 3 | 1320 | 1145 | 1100 | 1100 |
| 2 | 3 – 5 | 1410 | 1185 | 1160 | 1160 |
| 3 | 5 – 7 | 1500 | 1238 | 1201 | 1195 |
| 4 | 7 – 9 | 1560 | 1294 | 1243 | 1231 |
| 5 | 9 – 11 | 1622 | 1352 | 1287 | 1268 |
| 6 | 11 – 13 | 1687 | 1413 | 1332 | 1306 |
| 7 | 13 – 15 | 1754 | 1477 | 1380 | 1345 |
| 8 | 15 – 17 | 1824 | 1543 | 1449 | 1385 |
| 9 | 17 – 19 | 1897 | 1612 | 1521 | 1427 |
| 10 | 19 – 21 | 1992 | 1697 | 1600 | 1469 |
| 11 | 21 – 23 | 2092 | 1765 | 1656 | 1514 |
| 12 | 23 – 25 | 2207 | 1836 | 1714 | 1559 |
| 13 | 25 – 27 | 2328 | 1909 | 1774 | 1606 |
| 14 | 27 – 29 | 2456 | 1985 | 1836 | 1654 |
| 15 | 29 – 31 | 2600 | 2064 | 1900 | 1703 |
| 16 | 31 – 33 | 2740 | 2147 | 1967 | 1755 |
| 17 | 33 – 35 | 2822 | 2211 | 2036 | 1807 |
| 18 | 35 – 37 | 2878 | 2255 | 2107 | 1861 |
| 19 | 37 – 39 | 2936 | 2300 | 2149 | 1917 |
| 20 | 39 και άνω | 3000 | 2346 | 2192 | 1975 |





• Άρθρο 21 Βασικός μισθός
Οι βασικοί μισθοί της κατηγορίας Β πρέπει να αυξηθούν αναλογικά σε σχέση με την κατηγορία Α.
Ως Αξιωματικός και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων της Ελληνικής Αστυνομίας στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου προτείνω τα εξής:Στο άρθρο 18 του σχεδίου νόμου να προβλεφθεί πέμπτη μισθολογική κατηγορία (ενδιάμεση της Α΄ και της Β΄) για τους αποφοίτους του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής τους διαδρομής και εξέλιξης από τους υπολοίπους της Β΄ κατηγορίας.Στο άρθρο 21 του σχεδίου νόμου είναι αναγκαία η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας για τους Αξιωματικούς αποφοίτους του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.) , ήτοι θέσπιση κατηγορίας μεταξύ της Α΄ και της Β΄ ως εξής:ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΕΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
1 έως 3 1320 1233 1145
2 3 – 5 1410 1298 1185
3 5 – 7 1500 1369 1238
4 7 – 9 1560 1427 1294
5 9 – 11 1622 1487 1352
6 11 – 13 1687 1550 1413
7 13 – 15 1754 1616 1477
8 15 – 17 1824 1684 1543
9 17 – 19 1897 1755 1612
10 19 – 21 1992 1845 1697
11 21 – 23 2092 1929 1765
12 23 – 25 2207 2022 1836
13 25 – 27 2328 2119 1909
14 27 – 29 2456 2221 1985
15 29 – 31 2600 2332 2064
16 31 – 33 2740 2444 2147
17 33 – 35 2822 2517 2211
18 35 – 37 2878 2567 2255
19 37 – 39 2936 2618 2300
20 39 και άνω 3000 2673 2346Στο άρθρο 22 του σχεδίου νόμου να προβλεφθεί συντελεστής προσαύξησης βασικού μισθού για τους αποφοίτους του ν.δ 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), και από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή στο οποίο εξελίσσονται ως εξήςΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: 1, 15
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: 1, 13
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Α΄: 1, 11
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Β΄: 1, 09
ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Α΄: 1, 07
ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Β΄: 1, 05
Θέμα: Πρόταση για τη Δημιουργία Ενδιάμεσης Μισθολογικής Κατηγορίας Αξιωματικών του Τ.Ε.Μ.Α. – Αποκατάσταση της Αναλογικότητας.
Η ανάλυσή στα σχόλια της διαβούλευσης των νομικών επιχειρημάτων από Αξιωματικούς του ν.δ. 649/1970, μας οδηγεί σε ένα ισχυρό επιχείρημα για την αναμόρφωση του μισθολογίου των ένστολων, εστιάζοντας στην ανάγκη δημιουργίας μιας Ενδιάμεσης Μισθολογικής Κατηγορίας για τους αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.).
Οι ισχύουσες μισθολογικές ρυθμίσεις για τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, αν και προσπαθούν να διαχωρίσουν τις κατηγορίες βάσει εκπαιδευτικής προέλευσης (Α’ – Πανεπιστημιακής και Β’ – Ανώτερης – Μεταλυκειακής), δημιουργούν μια δυσανάλογη και άδικη μισθολογική μεταχείριση για τους Αξιωματικούς που προέρχονται από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.).
Η πρόταση για την αποκατάσταση της αναλογικότητας εστιάζει στη δημιουργία μιας νέας, Ενδιάμεσης Μισθολογικής Κατηγορίας (π.χ., Α-Β ή Β+) για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α., με διττό μηχανισμό υπολογισμού:
Α) τον μέσο όρο της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ της υπάρχουσας Α’ κατηγορίας και της υπάρχουσας Β’ κατηγορίας,
Β) τον ενισχυμένο Συντελεστή Προσαύξησης του Άρθρου 22.
Η ανάλυση της αναλογικότητας μεταξύ της προτεινόμενης Ενδιάμεσης Κατηγορίας (Τ.Ε.Μ.Α.) και της Κατηγορίας Α’ (Σ.Α.Ε.Α.), εάν υπολογίσουμε τους συντελεστές προσαύξησης του Άρθρου 22, εξαρτάται από τον ακριβή τρόπο που θα εφαρμοστεί η ενίσχυση του συντελεστή για την Ενδιάμεση Κατηγορία.
Στην ιδανική περίπτωση, η προτεινόμενη λύση στοχεύει στην επίτευξη πλήρους αναλογικότητας καθηκόντων στους βαθμούς από Υπαστυνόμο Β’ έως Αστυνομικό Διευθυντή.
Ανάλυση της Αναλογικότητας:
Η αναλογικότητα σε αυτό το πλαίσιο ορίζεται ως η δίκαιη μισθολογική ανταμοιβή για την ιεραρχική θέση και τα ασκούμενα καθήκοντα, παρά τη διαφορά στην αρχική εκπαιδευτική προέλευση.
1. Η Λογική της Αναλογικότητας Καθηκόντων.
Κοινά Καθήκοντα: Από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β’ και άνω, οι αξιωματικοί Τ.Ε.Μ.Α. και Σ.Α.Ε.Α. ασκούν ουσιαστικά τα ίδια διοικητικά και επιχειρησιακά καθήκοντα και φέρουν τις ίδιες ευθύνες.
Ρόλος του Συντελεστή Προσαύξησης (Άρθρο 22):
Ο συντελεστής προσαύξησης είναι ο μηχανισμός που μισθολογικά αναγνωρίζει τον βαθμό και τις ευθύνες (καθήκοντα).
2. Πώς Επιτυγχάνεται η Αναλογικότητα
Για να υπάρξει αναλογικότητα, ο Συντελεστής Προσαύξησης για τους βαθμούς από Υπαστυνόμο Β’ έως Αστυνομικό Διευθυντή στην Ενδιάμεση Κατηγορία πρέπει να διαμορφωθεί με δύο κριτήρια:
1). Παράμετρος Α: Βασικός Μισθός (Μ.Κ.).
Μηχανισμός: Ο νέος Βασικός Μισθός τοποθετείται στον μέσο όρο της διαφοράς μεταξύ Α’ και Β’.
Αποτέλεσμα στην Αναλογικότητα: Διατηρείται η μισθολογική διαφορά (μη πλήρης εξίσωση), αναγνωρίζοντας τη διαφορετική εκπαιδευτική βάση.
Παράμετρος Β: Συντελεστής Προσαύξησης (Άρθρο 22).
Μηχανισμός: Ο συντελεστής της Ενδιάμεσης Κατηγορίας πρέπει να εξισώνει ή να πλησιάζει σε μεγάλο βαθμό τις αποδοχές της Κατηγορίας Α’.
Αποτέλεσμα στην αναλογικότητα:
Επιτυγχάνεται η αναλογικότητα καθήκοντος με βάση την ενιαία επετηρίδα αποφοίτων ΣΑΕΑ-ΤΕΜΑ, καθώς ανταμείβεται αναλογικά και ισότιμα ο ίδιος βαθμός και η ίδια ευθύνη.
Συμπέρασμα: Εάν η πρότασή μας υιοθετηθεί, η αναλογικότητα των αποδοχών των αποφοίτων του ΤΕΜΑ και των αποφοίτων της ΣΑΕΑ, θα επιτευχθεί ως προς τις αποδοχές που σχετίζονται με τον βαθμό και τα καθήκοντα, στους συγκεκριμένους βαθμούς (Υπαστυνόμος Β’ έως Αστυνομικός Διευθυντής).
Ο ενισχυμένος Συντελεστής Προσαύξησης θα αναγνωρίζει την ισότητα των καθηκόντων (αναλογικότητα ίσης εργασίας/ευθύνης).
Η μικρή διαφορά στον Βασικό Μισθό (Μ.Κ.) (λόγω του μέσου όρου) θα διατηρεί τη μισθολογική ιεραρχία, αναγνωρίζοντας τη διαφορά στην εκπαιδευτική προέλευση (Σ.Α.Ε.Α. έναντι Τ.Ε.Μ.Α.).
Συνεπώς, η λύση αυτή αποτελεί έναν ισορροπημένο τρόπο για την αποκατάσταση της μισθολογικής δικαιοσύνης, χωρίς να παραβιάζεται η ιεραρχία που πηγάζει από την διαφορετική είσοδο στο Σώμα.
Ως Αξιωματικός και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων της Ελληνικής Αστυνομίας στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου προτείνω τα εξής:
Στο άρθρο 18 του σχεδίου νόμου να προβλεφθεί πέμπτη μισθολογική κατηγορία (ενδιάμεση της Α΄ και της Β΄) για τους αποφοίτους του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής τους διαδρομής και εξέλιξης από τους υπολοίπους της Β΄ κατηγορίας.
Στο άρθρο 21 του σχεδίου νόμου είναι αναγκαία η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας για τους Αξιωματικούς αποφοίτους του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.) , ήτοι θέσπιση κατηγορίας μεταξύ της Α΄ και της Β΄ ως εξής:
ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΕΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
1 έως 3 1320 1233 1145
2 3 – 5 1410 1298 1185
3 5 – 7 1500 1369 1238
4 7 – 9 1560 1427 1294
5 9 – 11 1622 1487 1352
6 11 – 13 1687 1550 1413
7 13 – 15 1754 1616 1477
8 15 – 17 1824 1684 1543
9 17 – 19 1897 1755 1612
10 19 – 21 1992 1845 1697
11 21 – 23 2092 1929 1765
12 23 – 25 2207 2022 1836
13 25 – 27 2328 2119 1909
14 27 – 29 2456 2221 1985
15 29 – 31 2600 2332 2064
16 31 – 33 2740 2444 2147
17 33 – 35 2822 2517 2211
18 35 – 37 2878 2567 2255
19 37 – 39 2936 2618 2300
20 39 και άνω 3000 2673 2346
Στο άρθρο 22 του σχεδίου νόμου να προβλεφθεί συντελεστής προσαύξησης βασικού μισθού για τους αποφοίτους του ν.δ 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), και από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή στο οποίο εξελίσσονται ως εξής
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: 1, 15
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: 1, 13
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Α΄: 1, 11
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Β΄: 1, 09
ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Α΄: 1, 07
ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Β΄: 1, 05
Οι βασικοί μισθοί της κατηγορίας Β πρέπει να αυξηθούν αναλογικά σε σχέση με την κατηγορία Α.
Παρακαλείσθε να εξετάσετε την άρση της αδικίας που εμπεριέχει το παρόν νομοσχέδιο ως προς τις απολαβές του κλιμακίου Β’, μειώνοντας επαρκώς την απόκλιση των αυξήσεων μεταξύ κλιμακίου Α΄ και Β΄, για το σύνολο των Υπαξιωματικών (Υ/Ξ), ή τουλάχιστον για τους Υ/Ξ που κατατάχθηκαν με τυπικό προσόν το πτυχίο ή και όσους έχουν πέραν αυτού και μεταπτυχιακό τίτλο, σε αντικείμενο συναφές με τις ειδικότητες που απαιτούνται από τις προκηρύξεις από το οικείο Σώμα Ασφαλείας (πχ Νομικών, Τεχνικών, Υγειονομικών, Οικονομικών). Το πλήθος των στελεχών που διαθέτουν και τα δύο ίσως το επιτρέπει.
Το κλιμάκιο Β΄ μεγάλο μέρος των στελεχών, Υπαξιωματικών, θα δει μηδαμινές αυξήσεις. Τα ποσά του κλιμακίου Β΄ είναι τα ίδια με αυτά που έχουν δημοσιευθεί για τους Υ/Ξ των ενόπλων δυνάμεων. Εντούτοις, στους δημοσιευθέντες για τις ένοπλες δυνάμεις πίνακες, δίνεται η δυνατότητα στους Υ/Ξ που απέκτησαν τίτλο ΑΕΙ, μετά την πάροδο κάποιων ετών να αξιολογηθούν για την προαγωγή τους σε Α/Ξ και να μεταταχθούν, έτσι, σε αξιωματικούς αμειβόμενους με το κλιμάκιο Α΄. Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι το κλιμάκιο Β΄, στο ύψος που τα ποσά του διαμορφώνονται, έχει ενδεχομένως σχεδιαστεί για να αμείβονται οι άνευ πτυχίου Υ/Ξ. Μία τέτοια ρύθμιση τώρα, δυνατότητας μετάταξης στις τάξεις των Αξιωματικών για τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας δεν είναι λύση, καθώς ήδη πλήθος αυτών έχει ήδη φτάσει στους βαθμούς αυτούς από ετών, και αναδρομική ισχύ θα προξενούσε πολύ επίπεδα δυσχέρειες . Το θέμα δεν είναι, ως εκ τούτου, πλέον προαγωγής, αλλά αμοιβής.
Στο κλιμάκιο Β΄ εντάσσονται και οι Αστυφύλακες και Λιμενοφύλακες, μη Υ/Ξ, δηλαδή.
Κατά τις προσλήψεις μέσω προκηρύξεων τις τελευταίες δεκαετίες το Λιμενικό Σώμα έθετε ως προϋπόθεση για την πλήρωση κάποιων θέσεων Υ/Ξ την κατοχή πτυχίου ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΑΔΣΕΝ. Ως εκ τούτου, μέρος των στελεχών Υ/Ξ είναι πτυχιούχοι από κατατάξεως στο Σώμα και προάγονται κάποια έτη (πχ 1,5 έτη) ταχύτερα από τους συναδέλφους, Υ/Ξ χωρίς τυπικό προσόν κατάταξης το πτυχίο και φτάνουν μέχρι το βαθμό του Αντιπλοιάρχου.
Στη σχολή Δοκίμων Σημαιοφόρων (Α/Ξ), μέχρι πριν ελάχιστα έτη- προτού αυτές ενταχθούν στο σύστημα των Πανελληνίων- κατατάσσονταν, επίσης, πτυχιούχοι ΑΕΙ και ΑΔΣΕΝ, οι οποίοι βρίσκονται – εύλογα- στο κλιμάκιο Α΄ (καταληκτικός βαθμός Αντιναυάρχου).
Στο κλιμάκιο Α΄ εντάσσονται, επίσης -εύλογα- και Α/Ξ ειδικοτήτων Νομικοί, Οικονομικοί και Τεχνικοί κ.α. (καταληκτικός βαθμός Υποναυάρχου), οι οποίοι κατετάχθησαν στο Λιμενικό Σώμα με προσόν κατάταξης πτυχίο της αντίστοιχης ειδικότητας και με μεταπτυχιακό, όπου αυτό απαιτούνταν. Στις προκηρύξεις αυτές δεν επιτρέπεται η μετάταξη/συμμετοχή από τις τάξεις του Λιμενικού Σώματος.
Ως εκ των ανωτέρω, συνάγεται, ότι σήμερα, δύο Ανθυποπλοίαρχοι του Λιμενικού Σώματος, με το ίδιο πτυχίο μπορεί να προέχονται είτε από τις τάξεις των Υ/Ξ, είτε από τη Σχολή Δοκίμων Σημαιοφόρων, είτε από απευθείας κατάταξη με ειδικότητα. Σαφέστατα, οι προοπτικές καριέρας των μεν πρώτων (Υ/Ξ) δεν μπορούν να είναι ίδιες με αυτές των υπολοίπων δύο κατηγοριών. Επίσης, ένας Ανθυποπλοίαρχος προερχόμενος από τη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών, έλαβε το βαθμό -εύλογα- με την πάροδο ικανού αριθμού ετών.
Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το βαθμό είναι οι ίδιες. Ο χρόνος λήψεως του βαθμού διαφέρει.
Με την έναρξη ισχύος του προς ψήφιση σχεδίου, ο πρώτος θα δει την αμοιβή του να αυξάνεται περί τα 50 ευρώ μικτά, οι δε δύο δεύτεροι θα δουν μία αύξηση των μικτών αποδοχών του άνω των 200 ευρώ. Και η διαφορά αυτή παραμένει έως το τέλος της καριέρας του.
Να σημειωθεί, ότι τα στελέχη που προέρχονται από τη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών Λ.Σ., τα οποία έχουν ξεπεράσει τα 20-25 έτη υπηρεσίας, έχουν τα εξής επιπλέον χαρακτηριστικά: α)Κατατάχθηκαν, εξ ορισμού ως χαμηλόβαθμοι (Κελευστές) και συνεπώς χαμηλά αμειβόμενοι, β) στο κομβικό σημείο της προαγωγής τους σε αξιωματικούς δεν είδαν τις απολαβές τους να αυξάνονται, καθώς αυτή συν έπεσε χρονικά με τις περικοπές που εφαρμόστηκαν στη χώρα, γ)σε μεγάλο μέρος της καριέρας τους δεν έτυχαν της λήψεως δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα. Αντιθέτως, οι κατά τον παρόντα χρόνο Ανθυποπλοίαρχοι (είτε ειδικότητας, είτε από τη Σχολή Αξιωματικών), αλλά και λοιποί Α/Ξ καριέρας με δέκα- δεκαπέντε έτη υπηρεσίας, ξεκινούν υψηλά και έχουν όλη την καριέρα μπροστά τους να δουν και περεταίρω βελτιώσεις, δ) οι αυξήσεις, αυτές αυξάνουν συνολικά το κόστος μισθοδοσίας των Σωμάτων Ασφαλείας, με αποτέλεσμα όποτε εξετάζεται ενδεχόμενο πχ επιστροφής δώρων, αυτό να είναι συνολικά ανεβασμένο και να αναβάλλεται λόγω δυσκολίας δημοσιονομικής εφαρμογής του, για το σύνολο των στελεχών (και αυτών που θα δουν εντυπωσιακές αυξήσεις, αλλά και των υπολοίπων).
Συμπερασματικά, αναγνωρίζοντας σαφώς τη διαφορά μεταξύ Α/Ξ διαφορετικών προελεύσεων, φαίνεται άδικο οι Αξιωματικοί εξ Υπαξιωματικών, οι οποίοι προσελήφθησαν με τυπικό προσόν κατάταξης το πτυχίο να έχουν τόσο χαμηλότερες αυξήσεις.
Παρακαλείσθε, για την εξέταση του θέματος και τη μείωση σε ικανό βαθμό της διαφοράς, είτε με οριζόντια αύξηση σε ένα επίπεδο που δεν θα αποκλίνει σε τέτοιο βαθμό από τις αυξήσεις της κατηγορίας Α΄, είτε με τη δημιουργία ενδιάμεσης κατηγορίας στην οποία θα ενταχθούν τα στελέχη αυτά, μη εξισώνοντάς τα ούτε προς τα πάνω (Αξιωματικούς ΣΝΔ και Ειδικοτήτων), αλλά ούτε και προς τα κάτω (Λιμενοφύλακες/Αστυφύλακες).
• Άρθρο 21 Βασικός μισθός
Οι βασικοί μισθοί της κατηγορίας Β πρέπει να αυξηθούν αναλογικά σε σχέση με την κατηγορία Α.
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
(β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
(γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
(α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
(β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
(γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Η Ομοσπονδία μας συμμετέχει στη διαβούλευση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο «Δημογραφική φορολογική μεταρρύθμιση και μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος», με ουσιώδεις παρατηρήσεις και προτάσεις, συμβάλλοντας στην νομοθέτηση ωφέλιμων διατάξεων για τη βελτίωση του εργασιακού και οικονομικού στάτους του αστυνομικού προσωπικού, που ως γνωστόν τα τελευταία χρόνια, λόγω των μνημονιακών μισθολογικών περικοπών, έχει υποστεί σημαντικές οικονομικές απώλειες.
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει από τον περασμένο Δεκέμβριο με αφορμή και τη σημαντική θεσμοθέτηση της επικινδυνότητας της εργασίας (Νόμος 5167/2024), αδιακρίτως για όλους τους ενστόλους των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ενόπλων Δυνάμεων, η έως τώρα εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική με βάση τον ισχύοντα βασικό νόμο 4472/2017, αφορά στο σύνολο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Ωστόσο, με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου, παρά τις όποιες θετικές – βελτιωτικές ρυθμίσεις, φρονούμε ότι θα υπάρξει ανατροπή των ισχυόντων όσον αφορά στη βασική φιλοσοφία που διέπει τις έως τώρα μισθολογικές σχέσεις Σωμάτων Ασφαλείας και Ενόπλων Δυνάμεων. Η επιφύλαξή μας ενισχύεται και από το γεγονός ότι το ΥΠΕΘΑ προωθεί σχέδιο νόμου για μισθολογικά ζητήματα των Ενόπλων Δυνάμεων, δημιουργώντας άλλα δεδομένα. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις παγιώνεται ειδικότερα ο διαχωρισμός των στελεχών τους, παραβιάζοντας την συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης, καθώς επίσης και τις διαδοχικές αποφάσεις του ΣτΕ για τον ενιαίο χαρακτήρα του ειδικού μισθολογίου όλων των ενστόλων.
Προσερχόμενοι επομένως στο διάλογο με τα αρμόδια υπουργεία, αλλά και συμμετέχοντας στην τρέχουσα διαβούλευση, τονίζουμε για μια ακόμα φορά ότι εκλαμβάνουμε τις προτεινόμενες ρυθμίσεις ως βελτιωτικές παρεμβάσεις για την πρόοδο του ισχύοντος μισθολογίου και όχι ως θεσμοθέτηση ενός άλλου μισθολογικού πλαισίου. Είμαστε αντίθετοι στη θεσμοθέτηση νέου ειδικού μισθολογίου μόνο για τα Σώματα Ασφαλείας και θεωρούμε αυτονόητο ότι ο νομοθέτης θα διασφαλίσει το ενιαίο και αδιαίρετο μισθολόγιο για το σύνολο των ενστόλων [βλ. ν. 754/1978 (Α΄ 17), ν. 1643/1986 (Α΄ 126) , ν. 2448/1996 (Α΄ 279), ν. 3205/2003 (Α΄ 297) και ν. 4472/2017 (Α’ 74)]. Διότι θεωρούμε αδιανόητο, την ώρα που η Κυβέρνηση διατυμπανίζει την πρόθεσή της για αποκατάσταση των αδικιών με σημαντικές αυξήσεις μισθών και επιδομάτων, να εισάγεται -είτε από πρόθεση είτε από λανθασμένη προσέγγιση- η αβίαστη και άνευ τεκμηρίωσης διάσπαση του χαρακτήρα του μισθολογίου, πολύ δε περισσότερο να προλειαίνεται το έδαφος για νέες διακρίσεις και αδικίες.
Άλλωστε, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι εκτός από τις αρνητικές μισθολογικές επιπτώσεις σε ορισμένες κατηγορίες στελεχών, θα υπάρξουν αντίστοιχες επιπτώσεις και στις συντάξεις εξαιτίας της διαφοράς στον συντελεστή προσαύξησης του βασικού μισθού, σε βάρος των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, εφόσον ο νέος μισθός που θα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών, θα είναι μικρότερος από αυτόν των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων.
Κρίνοντας, ειδικότερα, το προτεινόμενο σχέδιο νόμου, έχουμε να επισημάνουμε τα κάτωθι:
«Άρθρο 21 – Βασικός Μισθός»
-Οι νέοι βασικοί μισθοί είναι προφανές ότι, αντί να περιορίζουν τις διαφορές μεταξύ των κατηγοριών των Σωμάτων Ασφαλείας, διευρύνουν αυτές με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αποκλίσεις μεταξύ βασικών μισθών με τα ίδια έτη υπηρεσίας που αγγίζουν τα χίλια και πλέον ευρώ. Προκειμένου να εξομαλυνθούν αυτές οι διαφορές, προτείνεται η οριζόντια αύξηση των βασικών μισθών της Κατηγορίας Β με εκατόν είκοσι ευρώ, της Κατηγορίας Γ με ογδόντα ευρώ και της Κατηγορίας Δ με εξήντα ευρώ. Οι νέοι βασικοί μισθοί μετά τις εν λόγω παρεμβάσεις θα έχουν ως εξής:
ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΕΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Δ
1 έως 3 1320 1265 1180 1160
2 3 – 5 1410 1305 1240 1220
3 5 – 7 1500 1358 1281 1255
4 7 – 9 1560 1414 1323 1291
5 9 – 11 1622 1472 1367 1328
6 11 – 13 1687 1533 1412 1366
7 13 – 15 1754 1597 1460 1405
8 15 – 17 1824 1663 1529 1445
9 17 – 19 1897 1732 1601 1487
10 19 – 21 1992 1817 1680 1529
11 21 – 23 2092 1885 1736 1574
12 23 – 25 2207 1956 1794 1619
13 25 – 27 2328 2029 1854 1666
14 27 – 29 2456 2105 1916 1714
15 29 – 31 2600 2184 1980 1763
16 31 – 33 2740 2267 2047 1815
17 33 – 35 2822 2331 2116 1867
18 35 – 37 2878 2375 2187 1921
19 37 – 39 2936 2420 2229 1977
20 39 και άνω 3000 2466 2272 2035
«Άρθρο 22 – Συντελεστές προσαύξησης βασικού μισθού»
-Ο συντελεστής προσαύξησης του βασικού μισθού θα πρέπει να είναι όμοιος με αυτόν που περιγράφεται στο σχέδιο νόμου του ΥΠΕΘΑ, προκειμένου να μην δημιουργηθούν μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ανισότητες μεταξύ των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Επίσης, με δεδομένο ότι προωθούνται αλλαγές και στις βαθμολογικές διαβαθμίσεις των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων στις Κατηγορίες Β και Γ με το ως άνω σχέδιο νόμου, κρίνεται σκόπιμη η προς τα πάνω τροποποίηση του συντελεστή προσαύξησης βασικού μισθού στις εν λόγω κατηγορίες των Σωμάτων Ασφαλείας και σε αρκετές περιπτώσεις ο συντελεστής αυτός χρειάζεται να είναι, όχι μόνον όμοιος, αλλά και μεγαλύτερος από αυτόν των Ενόπλων Δυνάμεων, έτσι ώστε οι αποδοχές των στελεχών αυτών να είναι εφάμιλλες των υπηρεσιακών προσόντων και των βαθμολογικών τους καθηκόντων.
«Άρθρο 24 – Επιδόματα και αποζημιώσεις», έχουμε να παρατηρήσουμε ότι:
-Στο «Επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας και επικινδυνότητας» συνεχίζει και υφίσταται η διαφορά ύψους 60 ευρώ μεταξύ στελεχών Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, καίτοι έχει πλέον θεσμοθετηθεί για τους πρώτους η αποζημίωση για τη νυχτερινή απασχόληση, που τη «δικαιολογούσε» όταν θεσπίστηκε (αιτιολογική έκθεση του ν. 4472/2017). Συνεπώς, θεωρούμε ότι το επίδομα αυτό πρέπει να εξισωθεί.
-Πέραν της αύξησης του ενιαίου επιδόματος «θέσης ευθύνης», θεσπίζεται νέο επίδομα «διοίκησης» Ενόπλων Δυνάμεων, η δαπάνη του οποίου, κατά την άποψή μας, θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις υπηρεσίες που υφίστανται κάθε φορά στην Ελληνική Αστυνομία, στο Πυροσβεστικό Σώμα και στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή.
Ακόμα, θεωρείται απαραίτητη η πρόβλεψη στο νόμο της περίπτωσης αναπλήρωσης του διοικητή για απουσία του πέραν του μηνός και η χορήγηση του παραπάνω επιδόματος στους αναπληρωτές μόνο στην περίπτωση που ασκούν καθήκοντα διοίκησης αδιάλειπτα για χρονικό διάστημα πέραν του μηνός σε διοικητικό επίπεδο Αστυνομικού Σταθμού και άνω ή εάν αρκεί αυτό να προβλεφθεί στην διαλαμβανόμενη στο άρθρο Κ.Υ.Α.
-Αναφορικά με την ειδική αποζημίωση για την εργασία πέραν του πενθημέρου των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, κρίνεται σκόπιμη η τμηματική αύξηση αυτής, αρχής γενομένης από το τρέχον έτος και έως το 2027, από τα σαράντα έξι στα εξήντα τέσσερα ευρώ.
-Σε ό,τι αφορά στα «Επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου» καλούμε το νομοθέτη να προβεί στις αναγκαίες τροποποιήσεις – ρυθμίσεις έτσι ώστε να μην στερηθούν του επιδόματος οι συνοδοί αστυνομικών σκύλων (παρ. ΣΤ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017), αλλά και να υπάρξει αναπροσαρμογή των τροφείων τα οποία παραμένουν καθηλωμένα σε προ μνημονίων χρηματικά ποσά.
«Άρθρο 33 Εξουσιοδοτικές διατάξεις»
-Προκειμένου να αποφευχθούν καθυστερήσεις στη διαδικασία χορήγησης των εφάπαξ παροχών των Σωμάτων Ασφαλείας, κρίνεται σκόπιμο ο τρόπος υπολογισμού των πάσης φύσεως παροχών των φορέων της παρ. 2 του άρθρου 34 και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την καταβολή τους, να ρυθμίζεται με τις υφιστάμενες καταστατικές διατάξεις των φορέων αυτών ή με αποφάσεις του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού.
«Άρθρο 35 Μεταβατικές διατάξεις»
– Με τη διατύπωση της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου, φαίνεται ότι «παγώνουν» την 30-09-2025 οι εφάπαξ παροχές των υπηρετούν στα Σώματα Ασφαλείας, γεγονός που σίγουρα θα προκαλέσει αναστάτωση και σύγχυση στα προαναφερόμενα στελέχη, οδηγώντας αυτά σε μαζικές συνταξιοδοτήσεις, με άμεσο αντίκτυπο, τόσο στη λειτουργία των Σωμάτων Ασφαλείας, όσο και σε αυτήν των παραπάνω φορέων. Προκειμένου να αποφευχθούν τέτοιου είδους γεγονότα, κρίνεται αναγκαία η βελτίωση της παραγράφου αυτής, ως εξής:
«Μέχρι την έκδοση των Υπουργικών αποφάσεων της παρ. 1 του άρθρου 33 οι παροχές της εν λόγω παραγράφου, για όσους καθίστανται δικαιούχοι από την 1η Οκτωβρίου 2025, υπολογίζονται και καταβάλλονται στο ύψος και με τις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν.4472/2017, όπως αυτός ίσχυε έως την 30-09-2025, ήτοι με οικονομικά στοιχεία που θα εξελίσσονταν και θα διαμορφώνονταν βάσει των διατάξεων του ως άνω νόμου».
Τα στελέχη που ανήκουν στην κατηγορία Β είναι σαφώς πιο <> από τα στελέχη της Α κατηγορίας.Τα στελέχη αυτά αποτελούν την ραχοκοκαλιά των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων και ίσως θα έπρεπε να ενισχυθούν λίγο περισσότερο.
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
(β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
(γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
(α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
(β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
(γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Στην κατηγορία μισθολογικής κατάταξης Β υφίστανται αδικίες προς τα στελέχη που προέρχονται από τις σχολές υπαξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας (Σ.Α) οι οποίες δεν συνάδουν με τις ευθύνες και υποχρεώσεις που στα εν λόγω στελέχη ανατίθενται με την αποφοίτησή τους. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω κατηγορία τα στελέχη που προέρχονται από τις σχολές υπαξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας εξισώνονται, μισθολογικά,έχουν δηλαδή τον ίδιο βασικό μισθό, με τα στελέχη που δεν προέρχονται από τις εν λόγω σχολές Υ/Ξ αλλά προήχθησαν σε υπαξιωματικούς με τα έτη υπηρεσίας. Και ενώ οι συντελεστές προσαύξησης, που θεωρητικά θεσπίστηκαν για να ενισχύουν το εισόδημα όταν υπάρχει βαθμολογική προαγωγή, είναι πάρα πολύ μικροί και ουσιαστικά δεν ανταποκρίνεται η διαφορά τελικού μεικτού βασικού μισθού την οποία προσδίδουν στις ευθύνες και υποχρεώσεις που επέρχονται λόγω βαθμολογικών προαγωγών. Επιπροσθέτως, ενώ στην εν λόγω μισθολογική κατηγορία υφίσταται η εξίσωση των Υ/Ξ εκ σχολών υπαξιωματικών με τους προαχθέντες σε Υ/Ξ λόγω ετών υπηρεσίας, αντίθετα όταν οι προερχόμενοι εκ σχολών υπαξιωματικών προάγονται σε Α/Ξ λόγω ετών υπηρεσίας δεν εξισώνονται, αντίστοιχα, με τους Α/Ξ της κατηγορίας Α. ως εκ τούτου είναι προφανές ότι οι Υ/Ξ που προέρχονται από τις αντίστοιχες σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας με το υπό θέσπιση νέο μισθολόγιο δεν απολαμβάνουν αυξήσεις αντίστοιχες των αρμοδιοτήτων-ευθυνών-υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν έναντι της Υπηρεσίας, όπως συμβαίνει με την Α κατηγορία μισθολογικής κατάταξης. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω προτείνεται: α) να θεσπιστεί επιπρόσθετη κατηγορία μισθολογικής κατάταξης για τους Υ/Ξ προερχόμενους από τις αντίστοιχες σχολές και οι οποίοι εξελίσσονται σε Α/Ξ με τα έτη υπηρεσίας -τα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) της εν λόγω επιπρόσθετης κατηγορίας να είναι ίσα με το ήμισυ της διαφοράς των Μ.Κ. της κατηγορίας Α με αυτά της κατηγορίας Β του σχεδίου μειωμένα κατά 10 με 15 ευρώ- ή β) να αυξηθούν σημαντικά οι συντελεστές προσαύξησης της κατηγορίας Β ώστε με κάθε βαθμολογική προαγωγή η δοθείσα αύξηση στο εισόδημα να ανταποκρίνεται στις επιπλέον ευθύνες που αντιστοιχούν στον νέο βαθμό (αυξήσεις των συντελεστών της τάξεως του 0,1 δεν αποτελούν ουσιαστική παρέμβαση – μεταβολή καθώς π.χ ανθυπασπιστής, με 10 έτη υπηρεσίας, βασικό 1352 ευρώ έχει συντελεστή προσαύξησης με το παρόν σχέδιο 1,04 άρα τελικό μεικτό βασικό μισθό 1406 ευρώ, εάν υποθέσουμε ότι για το εν λόγω στέλεχος τελικά αυξηθεί ο συντελεστής κατά 0,1 σε 1,05 θα είχε ως αποτέλεσμα τελικό μεικτό βασικό μισθό 1419 ευρώ ήτοι ΜΟΛΙΣ 13 ευρώ ,ΜΕΙΚΤΑ, επιπλέον.Παρακαλώ δώστε τα σωστά κίνητρα ώστε να υφίσταται ζήτηση για τις σχολές Υ/Ξ των Σ.Α. (μην μπερδεύεστε με τους Υ/Ξ των Ε.Δ., εντελώς άλλο αντικείμενο, αρμοδιότητες, διάρθρωση και ευθύνες) καθώς στο τέλος θα προκαλέσετε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά, δηλαδή την προσέλκυση των νέων στις σχολές Α/Ξ, καθώς με την μη ύπαρξη Υ/Ξ όλες οι ευθύνες – υποχρεώσεις των Υ/Ξ θα μετακυλιστούν στους Α/Ξ (και όχι προς τις κατώτερες βαθμίδες στελεχών) οι οποίοι, Α/Ξ, σε συνδυασμό και με τις υφιστάμενες ευθύνες – υποχρεώσεις τους ως αξιωματικοί θα υπερ φορτωθούν αρμοδιότητες, ευθύνες και υποχρεώσεις και ως εκ τούτου το εν λόγω λειτούργημα θα καταστεί μη ελκυστικό όσες αυξήσεις και εάν τους δοθούν.
Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας
και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που
επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που
αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα
ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να
ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους
που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε
αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος
και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από
τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα
επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των
καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των
καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην
ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή
κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων
έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι
Υπαστυνόμοι Α', οι Αστυνόμοι Β' και οι Αστυνόμοι Α' του ν.δ. 649/1970 στο
βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α' και Αστυνομικού Υποδιευθυντή,
αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον
αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται
από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του
Υπαστυνόμου Α', Αστυνόμου Β' και Αστυνόμου Α', αντίστοιχα, το ίδιο
ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω
Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β' και Αστυνόμος Α' που προέρχεται από τη Σχολή
Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή
κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα
άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο
δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών,
που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η
επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους
που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου
έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως
ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και
των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές
συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και
τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία,
σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που
προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του
παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας
(4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό
την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον
λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι
καθ' όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4
παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την
ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.)
και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία
εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο
5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη
διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής
Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά
Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου
16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά,
και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει,
δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική
κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των
μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης
Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο
αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να
φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των
κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία
και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει
να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της
Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει
από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
Η εμφανέστατη μισθολογική διαφορά μεταξύ των κατηγοριών Α και Β είναι καθόλα άνιση και άδικη ως προς τα καθήκοντα και το έργο που αποδίδουν οι δύο κατηγορίες.
Προφανώς και για κάποιους οι απολαβές θα πρέπει να είναι υψηλότερες, ωστόσο αυτό δεν δικαιολογεί ένα τετοι μεγάλο άνοιγμα της ψαλίδας!
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
(β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
(γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
(α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
(β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
(γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
(β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
(γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
(α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
(β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
(γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
(β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
(γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
(α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
(β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
(γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
-) Ύψος αυξήσεων όχι μόνο ελάχιστο άλλα και με αρνητικό πρόσημο επί του βασικού μισθού : Δεν δύναται να υπάρχουν στελέχη , με το νέο μισθολόγιο, που θα δουν μηδενικές αυξήσεις άλλα και μειώσεις επί του βασικού μισθού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βασικός μισθός είναι ο καταλύτης του συνταξιοδοτικού ποσού που θα λάβει ο ασφαλισμένος .
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΣΩΜΑ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β’
ΒΑΘΜΟΣ ΕΤΗ ΠΑΛΙΟ ΝΕΟ ΙΣΧΥΟΝ ΜΕΙΚΤΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΝΕΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΒΑΣΙΚΟΣ ΒΑΣΙΚΟΣΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΒΑΣΙΚΟΣ
ΜΙΣΘΟΣ ΜΙΣΘΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 31-33 2 16 2485 2147 1,14 2448 -37
ΑΝΤ/ΡΧΟΣ3 30-31 3 15 2425 2064 1,14 2353 -72
ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 29-30 4 15 2365 2064 1,14 2353 -12
ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 28-29 5 15 2265 1985 1,14 2263 -02
Π/ΡΧΗΣ 28-29 6 14 2245 1985 1,13 2243 -02
Π/ΡΧΗΣ 25-27 8 13 2165 1909 1,13 2157 -08
Π/ΡΧΗΣ 24-25 9 12 2095 1836 1,13 2075 -20
Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και μπορούν να παρατεθούν και στην κατηγορία Α των Σωμάτων Ασφάλειας .
-)Χάσμα Μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ κατηγόριων Α και Β: Οι αξιωματικοί που ανήκουν στην κατηγορία Α λαμβάνουν σημαντικές αυξήσεις σε αντιδιαστολή με τους συναδέλφους τους της Β κατηγορίας. Η διαφορά στον μεικτό βασικό μισθό, για τα ίδια έτη υπηρεσίας, ξεκινά από 200 Ευρώ (0-3 έτη υπηρεσίας) και φτάνει έως και 600 Ευρώ (31-35 έτη υπηρεσίας). Αν συνυπολογιστούν επιπρόσθετα τα αυξημένα επιδόματα Διοίκησης –Διεύθυνσης, Θέσεων Ευθύνης και Ειδικών Συνθηκών που δίνονται στην Α κατηγορία είναι άμεσα κατανοητό ότι οι τεράστιες μισθολογικές διαφορές, που δύναται να υπάρχουν μόνο σε διαφορετικά επαγγέλματα, πλήττουν την συνοχή του Σώματος. Με άπλα μαθηματικά, όταν ο μέσος ορός των αυξήσεων είναι 108 Ευρώ Μεικτά , και η κατηγορία Α λαμβάνει την μερίδα του Λέοντος ξεκάθαρα οι συνάδελφοι της Β κατηγορίας θα δουν ελάχιστες, μηδενικές αυξήσεις ακόμη και μειώσεις.
Είναι απαράδεκτη η διαφορά μεταξύ Α και Β κατηγορία, οι μεν Α θα πάρουν 200€ καθαρά τουλάχιστον και οι δε Β μόλις 50-60€ για τα ίδια χρονιά. Το ίδιο και χειρότερο πάνε να κάνουν και στο μισθολόγιο των ΕΔ.
Υπάρχει αδικαιολόγητα μεγαλύτερη αύξηση στις αποδοχές της Α΄ κατηγορίας, ενώ οι Β΄ και Γ΄ κατηγορίες παραμένουν ουσιαστικά στάσιμες. Είναι αναγκαίο η αύξηση να επεκταθεί αναλογικά σε όλες τις κατηγορίες, ώστε να αποκατασταθεί η ισονομία και να αναγνωριστεί η συμβολή κάθε στελέχους ανεξαρτήτως προέλευσης.
Επιπλέον, στις κατηγορίες Β΄ και Γ΄ παρατηρείται “κοιλιά” στις αποδοχές γύρω στα 28 έτη υπηρεσίας, δηλαδή στην πιο παραγωγική περίοδο του αστυνομικού, όταν έχει και τις περισσότερες οικογενειακές και οικονομικές υποχρεώσεις. Απαιτείται εξορθολογισμός της μισθολογικής εξέλιξης, ώστε να υπάρχει ομαλή και δίκαιη αύξηση σε όλο το φάσμα των ετών.
Τέλος, με την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 62 έτη και τη δυνατότητα εισαγωγής στη Σχολή στα 18, τα μισθολογικά κλιμάκια πρέπει να εκτείνονται έως και τα 44 έτη υπηρεσίας, ώστε να αντικατοπτρίζεται η πραγματική διάρκεια και η προσφορά του αστυνομικού βίου.
Υπάρχουν μισθολογικές ανισότητες και αδικίες μεταξύ της Α΄ κατηγορίας στην οποία δίνουν σημαντικές αυξήσεις, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζουν εώς και 300 με 400 ευρώ μεικτά παραπάνω από έναν που ανήκει στην Β΄ κατηγορία με τον ίδιο βαθμό και με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας στην οποία Β΄ κατηγορία μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί σε σχέση με το υπάρχον μισθολόγιο, ως επί το πλείστον στην Α΄ κατηγορία έχουν ανέβει σε σχέση με το υπάρχον μισθολόγιο.
Στο παρών σχέδιο νόμου, στα πλαίσια της υλοποίησης των εξαγγελιών του Πρωθυπουργού στη Δ.Ε.Θ., σχετικά με τις μισθολογικές ρυθμίσεις στα Σώματα Ασφαλείας, στο άρθρο 17 του σχεδίου νόμου ορίζεται το πεδίο εφαρμογής τους, με την υπαγωγή των στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας στην περίπτωση α΄, στο άρθρο 18 ορίζονται τα μισθολογικά τους κλιμάκια και η κατάταξη τους σε αυτά, με βάση την κατηγορία στην οποία ανήκουν, στο άρθρο 21 ορίζεται ο μηνιαίος βασικός μισθός των Σωμάτων Ασφαλείας ανά μισθολογικό κλιμάκιο, με βάση την κατηγορία μισθολογικής κατάταξης και τα έτη υπηρεσίας, και τέλος στο άρθρο 22 ορίζονται οι συντελεστές προσαύξησης του βασικού μισθού των Σωμάτων Ασφαλείας που προβλέπονται στο άρθρο 21, ανάλογα με την κατηγορία μισθολογικής κατάταξης και τον διοικητικό βαθμό των στελεχών.
Οι απόφοιτοι του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) ως Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, είμαστε άμεσα θιγόμενοι από τους πίνακες της μισθολογικής μας κατάταξης και των μελλοντικών μας αποδοχών, με την ένταξη μας στην β΄ μισθολογική κατηγορία, η οποία είναι προσβλητική για εμάς, καθώς δεν αναγνωρίζει το ανώτερο επίπεδο των σπουδών μας και της εκπαίδευσής μας στο αστυνομικό αντικείμενο, ενώ οι συνακόλουθες αυξήσεις των μισθών μας από την αυθαίρετη εξομοίωσή μας με την β’ κατηγορία είναι ελάχιστες ως και μηδαμινές. Αντιθέτως, με τις νέες ρυθμίσεις οι μισθολογικές αυξήσεις στην α΄ μισθολογική κατηγορία των ομοιοβάθμων μας, αποφοίτων της Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, παραβίαζουν σε βάρος μας την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, χωρίς να λαμβάνεται γι΄ εμάς υπόψη το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που δικαιολογεί την ανάλογη μεταχείριση μας.
Τούτο διότι πριν την ανακοίνωση των εξαγγελιών της Κυβέρνησης η διαφορά μας στον βασικό μισθό, ως αποφοίτων Αξιωματικών του Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με των ομοιοβάθμων μας αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή κυμαινόταν από τα 25 ευρώ μεικτά έως τα 150 ευρώ, ενώ πλέον αν ισχύσει το σχέδιο νόμου θα κυμαίνεται τουλάχιστον από 100 ευρώ έως 500 ευρώ μεικτά, για την εκτέλεση ίδιων καθηκόντων. Από τον νομοθέτη όμως αναγνωρίζονται ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α., καθώς έχουμε ενιαία επετηρίδα στην οργανωτική δομή του Σώματος από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και του Αστυνομικού Διευθυντή, και οι απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. τυγχάνουν μέχρι και την αποστρατεία τους από το Σώμα πάντοτε αρχαιότεροι των αποφοίτων του επόμενου ημερολογιακού έτους της Σ.Α.Ε.Α., ασκώντας καθήκοντα Διευθυντών Υπηρεσιών, Διοικητών, Τμηματαρχών, Προϊσταμένων και αναπληρωτών όλων αυτών σε όλες της Υπηρεσίες του Σώματος και σε όλα τα επίπεδα της Διοίκησης, μεταξύ των οποίων και τα επιτελικά καθήκοντα.
Για τον λόγω τούτο προβάλουμε νομολογία από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της Χώρας (ΣτΕ) από την οποία προκύπτει ότι:
α). ο νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίζει την πρόσβαση στο Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας (Σ.Μ.Ε.) εκείνων των προσώπων που έχουν τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της διδασκαλίας μέσω συστήματος εισαγωγής, το οποίο στηρίζεται σε γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και είναι σύμφωνο με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας κάθε υποψήφιου ανάλογα με την προσωπική του αξία και ικανότητα, προς τον σκοπό, ειδικότερα, της διασφάλισης του αξιοκρατικότερου τρόπου επιλογής των ικανότερων υποψηφίων. Το αυτό ισχύει και για την προαγωγή των Αστυφυλάκων στον βαθμό του Αρχιφύλακα με εξετάσεις και την κατ΄ εξαίρεση είσοδο με εξετάσεις δέκα (10) χαμηλόβαθμων πτυχιούχων αστυνομικών, καθ΄ υπέρβαση στη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας.
β). η προαγωγή μας στον βαθμό του Αρχιφύλακα και η εισαγωγή μας στο Τ.Ε.Μ.Α. στηρίζεται στις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, κατόπιν προαγωγικών εξετάσεων σε τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματος και ιδίως της έκθεσης ιδεών, που αφορά στον έλεγχο των γλωσσικών δεξιοτήτων των υποψηφίων και της δυνατότητάς τους για την κριτική σκέψη, ανάλυση και τεκμηρίωση, προσόντων δηλαδή που συναρτώνται άμεσα προς την ικανότητα των υποψηφίων για παρακολούθηση των σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εν γένει. Η εξέτασή της έκθεσης ιδεών, κρίθηκε από το ΣτΕ ότι αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων στο Τ.Ε.Μ.Α., το οποίο εντάσσεται στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενόψει των ανακριτικών καθηκόντων που καλούνται να εκτελέσουν οι απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α., ως αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., τα οποία απαιτούν καλή γνώση της νεοελληνικής γλώσσας, καθώς και της προοπτικής εξέλιξης των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. στους ανώτερους-ανώτατους βαθμούς της ιεραρχίας της ΕΛ.ΑΣ. Με την υπάρχουσα νομολογία και με τρόπο αδιαμφισβήτητο κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή, επιβάλλεται εν όψει της σπουδαιότητας, κατά τα ανωτέρω, του ανωτέρω μαθήματος και της συνάφειας αυτού, υπό την ανωτέρω έννοια, προς όλα τα γνωστικά αντικείμενα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
γ). ενόψει της φύσεως των παραγωγικών Σχολών Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, η εισαγωγή στις επίμαχες σχολές οδηγεί σε πρόσβαση σε δημόσια θέση, δηλαδή σε διορισμό στο Δημόσιο. Από την νομολογία προκύπτει ότι, από την άποψη του σκοπού και του περιεχομένου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, της οργάνωσης των σπουδών και των υποχρεώσεων των σπουδαστών που εισάγονται σε αυτές, η Σ.Α.Ε.Α. τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος, η Σχολή Αστυφυλάκων τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος. Το αυτό ισχύει και για τις χαρακτηριζόμενες από τον νομοθέτη αντίστοιχες ανώτατες και ανώτερες παραγωγικές σχολές των ενόπλων δυνάμεων.
δ). η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των Αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους Αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των Αξιωματικών αυτών.
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας και η Σχολή Αστυφυλάκων τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες από τις αντίστοιχες ανώτατες και ανώτερες σχολές της Χώρας και μόνο τυπικά εντάσσονται σε αυτές και όχι ουσιαστικά. Αντιθέτως, οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν λάβει ουσιαστική και τυπική εκπαίδευση που δεν δικαιολογεί την εξίσωσή τους με Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που προάγονται και εξελίσσονται με βάση τα έτη υπηρεσίας στον βαθμό.
Η αποφοίτηση από το Τ.Ε.Μ.Α. και η λήψη του βαθμού του Υπαστυνόμου Β΄ απαιτεί την επιτυχή δοκιμασία των υποψηφίων Ανθυπαστυνόμων σε εξετάσεις, με αμιγώς ακαδημαϊκά κριτήρια, αφού προβλέπονται τόσο έκτακτες όσο και εξιτήριες πτυχιακές εξετάσεις, ενώ οι αρμοδιότητες που θα κληθούν να αναλάβουν αφορούν την άσκηση διοικήσεως από υψηλή θέση, δεδομένου ότι δύνανται να ανέλθουν έως και το βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή. Επιπλέον, το Τ.Ε.Μ.Α. εποπτεύεται αυστηρά από το Κράτος ενώ, η ιεραρχία, ο έλεγχος και η υπαγωγή στην αστυνομική πειθαρχία, η οποία αποτελεί κριτήριο για τον απλώς τυπικό χαρακτηρισμό σχολής ως ανώτερης εκπαιδεύσεως κατά τη σκ. 6 της με αρ. 2443/2024 ΔΕφΑθ, στην οποία υπόκεινται οι φοιτούντες στη Σχολή Αστυφυλάκων είναι σημαντικά εντονότερη σε σύγκριση με εκείνη των φοιτούντων στο Τ.Ε.Μ.Α. Και τούτο διότι αντικείμενο της Σχολής Αστυφυλάκων και της Σχολής Αξιωματικών είναι ακριβώς η μάθηση της πειθαρχίας αυτής.
Η άνιση μισθολογική μας μεταχείριση, με πλήθος νομικών επιχειρημάτων αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς μας ως Αξιωματικών αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., για την άρση της ηθικής και οικονομικής βλάβης που υφίσταται η κατηγορία μας ήδη από το 2017.
Η βλάβη μας όμως μπορεί να αρθεί από τον νομοθέτη με την μισθολογική ένταξη μας σε μία ενδιάμεση μισθολογική κατηγορία, μεταξύ της α΄ και της β΄, με αυξημένες και ανάλογες μισθολογικές απολαβές σε σχέση με την α΄ μισθολογική κατηγορία, χωρίς όμως να εξισωνόμαστε πλήρως με αυτήν, ένεκα της διαφορετικής υπηρεσιακής διαδρομής με τους ομοιόβαθμούς μας αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., με τους οποίους όμως μας αναγνωρίζονται ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις από τον νομοθέτη. Αυτό ενισχύεται και από την διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. με τους Αξιωματικούς και λοιπούς αστυνομικούς της β΄ μισθολογικής κατηγορίας, με τους οποίους αποδεδειγμένα δεν τελούμε σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες, αλλά σε εντελώς διαφορετικές.
Επειδή 1.340 εν ενεργεία Αξιωματικοί απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α., εκ των οποίων οι 1.279 είμαστε μάχιμοι και οι λοιποί υπηρεσίας γραφείου (ορισμένοι εξ αυτών θα συνταξιοδοτηθούν σύντομα στα τέλη του έτους), εισαχθήκαμε και προαχθήκαμε σε Αξιωματικούς κατόπιν διπλών αξιοκρατικών εξετάσεων (προαγωγή σε Αρχιφύλακες και Αξιωματικούς), δικαιολογείται η καλύτερη μισθολογική μεταχείρισή μας σε σχέση με τους ομοιόβαθμούς μας άλλων υφιστάμενων βαθμολογικών και μισθολογικών κατηγοριών, με δεδομένη την διοικητική μας εμπειρία και την προσπάθεια μας να καταλάβουμε θέσεις ευθύνης. Το δημοσιονομικό κόστος που θα προκληθεί είναι ασήμαντο αφού συνδέεται αιτιωδώς με την υψηλή μας θέση στην πυραμίδα της ιεραρχίας και τα υψηλά μας καθήκοντά, τα οποία η ίδια η Πολιτεία μας έχει αναθέσει.
Σε καμία περίπτωση ως Αξιωματικοί απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. δεν στρεφόμαστε κατά των δικαιωμάτων των περίπου 4.000 αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ούτε και των αποφοίτων των άλλων κατηγοριών, πλην όμως ζητούμε αναλογική ισότητα και δίκαιη μεταχείριση που αντιστοιχεί στην προσωπική αξία και ικανότητά μας στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο, προς ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, της αναγνώρισής των υπηρεσιών μας στην κοινωνική ολότητα και στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας. Αναμένουμε και περιμένουμε από τον νομοθέτη να μας αποκαταστήσει ηθικά και μισθολογικά.
Η κατηγορία Β’ των υπαξιωματικών της αστυνομίας που έχει ενταχθεί στο σώμα μέσω πανελληνίων εξετάσεων έχει πολύ μικρές αυξήσεις (Μ.Ο.100 μεικτά). Αυτό οφείλεται στο ότι οι βασικοί μισθοί είναι μειωμένοι σε σχέση με το υπάρχον μισθολόγιο. Για παράδειγμα Ανθυπαστυνόμος με 28 χρόνια υπηρεσίας θα έχει αύξηση 39 ευρώ μεικτά, τουτέστιν 20 ευρώ καθαρά (αύξηση βασικού μισθού από 2025 ευρώ σε 2064 ή 1,95%). Προτείνω αύξηση των ποσών του πίνακα Β ή των ανάλογων συντελεστών.
Ως εν ενεργεία στέλεχος της Ελληνικής Αστυνομίας, εκφράζω την έντονη αντίθεσή μου στη διατήρηση των τεράστιων μισθολογικών διαφορών μεταξύ των Κατηγοριών Β και Γ, όπως αυτές αποτυπώνονται στον Πίνακα του Άρθρου 21. Θεωρώ ότι αυτή η μισθολογική διάκριση συνιστά κατάφωρη αδικία και δημιουργεί ένα περιβάλλον άνισης μεταχείρισης και τιμωρίας για την πλειοψηφία των μάχιμων στελεχών.
1. Η Άδικη Διάκριση και η Πραγματικότητα του Πεδίου
Η Κατηγορία Γ, στην οποία ανήκω (ενταγμένος μέσω προκήρυξης), αποτελεί σήμερα τη ραχοκοκαλιά των πιο απαιτητικών υπηρεσιών (Άμεση Δράση, ΔΙ.ΑΣ., Τάξη, Ασφάλεια). Εκτελώ τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με τους συναδέλφους της Κατηγορίας Β, αντιμετωπίζω τους ίδιους κινδύνους και έχω την ίδια επιχειρησιακή ευθύνη κατά την εφαρμογή του νόμου.
Επιχείρημα: Είναι αδιανόητο δύο αστυνομικοί, με τον ίδιο βαθμό, τα ίδια χρόνια υπηρεσίας και την ίδια θέση σε μια ομάδα ΔΙ.ΑΣ. ή στην πρώτη γραμμή, να έχουν βασικό μισθό με διαφορά άνω των €400 (όπως φαίνεται π.χ. στο ΜΚ 10). Η αμοιβή πρέπει να βασίζεται στην παρεχόμενη εργασία και στην επιχειρησιακή προσφορά, όχι στον τρόπο εισόδου στο Σώμα πριν από χρόνια.
2. Συνέπειες στο Ηθικό και την Αποδοτικότητα
Η διατήρηση μισθολογικής «υποκατηγορίας» πλήττει καίρια το ηθικό των στελεχών της Κατηγορίας Γ, δημιουργώντας την αίσθηση ότι η πολυετής υπηρεσία, η εξειδίκευση και η καθημερινή επαφή με το έγκλημα δεν αναγνωρίζονται ισότιμα. Αυτό οδηγεί σε:
Μειωμένο κίνητρο: Για παραμονή στις μάχιμες, αλλά χαμηλά αμειβόμενες, υπηρεσίες.
Πρόβλημα στελέχωσης: Αφού οι πλέον έμπειροι μάχιμοι αστυνομικοί αισθάνονται μισθολογικά τιμωρημένοι.
Ανισότητα: Ενισχύεται ο θεσμός των αστυνομικών δύο ταχυτήτων, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο σε ένα ενιαίο Σώμα Ασφαλείας.
Πρόταση για Εξομοίωση
Προτείνω την άμεση εξομοίωση των Μισθολογικών Κλιμακίων (ΜΚ) των Κατηγοριών Β και Γ για όλο το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας που έχει ενσωματωθεί και κατέχει τον ίδιο βαθμό και εκτελεί τα ίδια επιχειρησιακά καθήκοντα.
Συγκεκριμένα: Ζητώ η Κατηγορία Γ να καταταγεί στα Μισθολογικά Κλιμάκια της Κατηγορίας Β, ώστε να αναγνωριστεί ισότιμα η πολυετής υπηρεσία, η εμπειρία και η επικινδυνότητα του έργου που προσφέρω στην Ελληνική Αστυνομία. Η ίση αμοιβή για ίση και επικίνδυνη εργασία είναι ζήτημα κοινωνικής και υπηρεσιακής δικαιοσύνης.
Ανήκω στη κατηγορία Β ως υπαξιωματικός προερχόμενος από τη σχολή Αστυφυλάκων.
Πιστεύω ότι είναι πράγματι δίκαιο οι αξιωματικοί της Α κατηγορίας να αμείβονται όπως αρμόζει στη θέση τους και καλύτερα από τη Β κατηγορία. Όμως,η διαφορά που χτίζεται και κυμαίνεται από 300-400€ μεταξύ της Α και Β κατηγορίας δεν είναι συνετή, ούτε δίκαιη και σίγουρα δεν συμβάλλει στη διατήρηση της συνοχής του Σώματος. Πιστεύω μια διαφορά της τάξης των 200€ είναι δεοντολογική. Όταν υπάρχει διαφορά 3π0-400€ δεν μιλάμε για διάφορα κατηγορίας αλλά εύλογα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι μιλάμε για τελείως διαφορετικά επαγγέλματα που αμείβονται και διαφορετικά. Όταν μιλάμε για ένα επάγγελμα με ίδια φύση, σκοπό και αντικείμενο τέτοιες μισθολογικές διαφορές ανάμεσα στο προσωπικό δεν θεωρώ ότι είναι ορθές, ακόμα και όταν μιλάμε για διάφορα αξιωμΦικων υπαξιωματικών.
Εν κατακλείδι, προτείνω να αυξηθεί ο βασικός μισθός σε όλα τα κλιμάκια της Β κατηγορίας κατά 50€ ώστε να αντισταθμιστεί αυτή η αδικία λ.
Η Β κατηγορία και συγκεκριμένα οι Αξιωματικοι ΤΕΜΑ, παίρνουν τα πιο λίγα από όλους στο Σώμα. Δείτε αυτή την αδικία και διαμορφώσετε τη ανάλογα. Είναι ντροπή 30 με 40 μεικτά σε Αξιωματικους με προσφορά και μοχθο, με πολλά έτη υπηρεσίας
Καλησπέρα.Στο νέο μισθολόγιο υπάρχει εμφανώς μια τεράστια διαφορά στους βασικούς μισθούς της κατηγορίας Α με αυτούς της κατηγορίας Β.Επισης από κλιμάκιο σε κλιμάκιο υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην Α από την Β.Πρεπει να δείτε λίγο τις διαφορές αυτές μεταξύ των δύο κατηγοριών και να μειωθεί κάπως αυτό το χάσμα έστω δίνοντας κάποια αύξηση στο συντελεστή προσαύξησης, ώστε να μειώσει κάπως αυτήν την ανισότητα!
Μεγαλύτερες αυξήσεις ΣΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΜΙΣΘΟ στη κατηγορία Β.
Η κατηγορία Β είναι η πιο αδικημένη από όλους. Χρειάζεται αναπροσαρμογη των βασικών και των συντελεστών. 50 με 60 ευρώ μεικτά για υπαλλήλους άνω των 20 ετών με οικογένειες και παιδιά, θεωρείται άδικη και εμπαιγμός. Χρειάζεται άμεση διόρθωση και αποκατάσταση
Η μόνη κατηγορία που έχει πραγματικές και ουσιαστικές αυξήσεις είναι οι αξιωματικοί της κατηγορία Α’ (Μ.Ο.250 μεικτά). Η κατηγορία Β’ των υπαξιωματικών της αστυνομίας που έχει ενταχθεί στο σώμα μέσω πανελληνίων εξετάσεων έχει πολύ μικρές αυξήσεις (Μ.Ο.100 μεικτά). Αυτό οφείλεται στο ότι οι βασικοί μισθοί είναι μειωμένοι σε σχέση με το υπάρχον μισθολόγιο. Για παράδειγμα Υ/Α’ με 28 χρόνια υπηρεσίας θα έχει αύξηση 108 μεικτά, τουτέστιν 60 καθαρά, τα 70 εκ των οποίων όμως θα τα έπαιρνε ούτως ή άλλως λόγω αλλαγής κλιμακίου με το υπάρχον. Προτείνω αύξηση των χρημάτων του πίνακα Β ή των συντελεστών
Μπράβο