- Για κάθε κατηγορία στελεχών ορίζονται είκοσι (20) μισθολογικά κλιμάκια (εφεξής Μ.Κ.). Τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας εξελίσσονται σε αυτά με εισαγωγικό το Μ.Κ. 1 και καταληκτικό το Μ.Κ. 20.
- Κάθε στέλεχος κατατάσσεται στο εισαγωγικό Μ.Κ. της κατηγορίας στην οποία ανήκει.





Άρθρο 19 – «Μισθολογικά κλιμάκια και κατάταξη»
Προτείνεται η προσθήκη ρύθμισης για την αναγνώριση μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων των στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με το καθεστώς που ισχύει στο υπόλοιπο Δημόσιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του ν. 4354/2015.Στο αυτό πλαίσιο θα μπορούν να αναγνωρίζονται και τα μεταπτυχιακά τα οποία ,συμφώνως με το αρ.128 του ν.5187/2025 ,με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αστυνομικής Ακαδημίας, δύνανται να οργανώνονται και να υλοποιούνται , σε συνεργασία με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, και Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας ή ομοταγή εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής.
Η πρόβλεψη αυτή θα επιτρέψει:
– την αντικειμενική αναγνώριση των προσόντων και της επιστημονικής κατάρτισης των στελεχών,
– την παροχή κινήτρων για δια βίου εκπαίδευση, και
– τη βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης και της αστυνομικής εκπαίδευσης.
Η αναγνώριση των τίτλων αυτών θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη μισθολογική εξέλιξη, κατ’ αντιστοιχία με τα ισχύοντα στο υπόλοιπο Δημόσιο, με σαφή διαδικασία κρίσης συνάφειας και εντός της αυτής μισθολογικής κατηγορίας.
Επιπλέον, η θεσμική κατοχύρωση της αναγνώρισης ακαδημαϊκών τίτλων θα ενισχύσει την αξιοκρατία, θα επιτρέψει την αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της Ελληνική Αστυνομία και θα αποτρέψει την αποθάρρυνση στελεχών που επενδύουν σε ανώτερη εκπαίδευση χωρίς ουσιαστική ανταμοιβή.
Άρθρο 19 – «Μισθολογικά κλιμάκια και κατάταξη»
Προτείνεται η προσθήκη ρύθμισης για την αναγνώριση μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων των στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με το καθεστώς που ισχύει στο υπόλοιπο Δημόσιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του ν. 4354/2015.Στο αυτό πλαίσιο θα μπορούν να αναγνωρίζονται και τα μεταπτυχιακά τα οποία ,συμφώνως με το αρ.128 του ν.5187/2025 ,με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αστυνομικής Ακαδημίας, δύνανται να οργανώνονται και να υλοποιούνται , σε συνεργασία με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, και Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας ή ομοταγή εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής.
Η πρόβλεψη αυτή θα επιτρέψει:
– την αντικειμενική αναγνώριση των προσόντων και της επιστημονικής κατάρτισης των στελεχών,
– την παροχή κινήτρων για δια βίου εκπαίδευση, και
– τη βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης και της αστυνομικής εκπαίδευσης.
Η αναγνώριση των τίτλων αυτών θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη μισθολογική εξέλιξη, κατ’ αντιστοιχία με τα ισχύοντα στο υπόλοιπο Δημόσιο, με σαφή διαδικασία κρίσης συνάφειας και εντός της αυτής μισθολογικής κατηγορίας.
Επιπλέον, η θεσμική κατοχύρωση της αναγνώρισης ακαδημαϊκών τίτλων θα ενισχύσει την αξιοκρατία, θα επιτρέψει την αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της Ελληνική Αστυνομία και θα αποτρέψει την αποθάρρυνση στελεχών που επενδύουν σε ανώτερη εκπαίδευση χωρίς ουσιαστική ανταμοιβή
Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Θέμα: Πρόταση για τη Δημιουργία Ενδιάμεσης Μισθολογικής Κατηγορίας Αξιωματικών του Τ.Ε.Μ.Α. – Αποκατάσταση της Αναλογικότητας.
Η ανάλυσή στα σχόλια της διαβούλευσης των νομικών επιχειρημάτων από Αξιωματικούς του ν.δ. 649/1970, μας οδηγεί σε ένα ισχυρό επιχείρημα για την αναμόρφωση του μισθολογίου των ένστολων, εστιάζοντας στην ανάγκη δημιουργίας μιας Ενδιάμεσης Μισθολογικής Κατηγορίας για τους αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.).
Οι ισχύουσες μισθολογικές ρυθμίσεις για τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, αν και προσπαθούν να διαχωρίσουν τις κατηγορίες βάσει εκπαιδευτικής προέλευσης (Α’ – Πανεπιστημιακής και Β’ – Ανώτερης – Μεταλυκειακής), δημιουργούν μια δυσανάλογη και άδικη μισθολογική μεταχείριση για τους Αξιωματικούς που προέρχονται από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.).
Η πρόταση για την αποκατάσταση της αναλογικότητας εστιάζει στη δημιουργία μιας νέας, Ενδιάμεσης Μισθολογικής Κατηγορίας (π.χ., Α-Β ή Β+) για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α., με διττό μηχανισμό υπολογισμού:
Α) τον μέσο όρο της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ της υπάρχουσας Α’ κατηγορίας και της υπάρχουσας Β’ κατηγορίας,
Β) τον ενισχυμένο Συντελεστή Προσαύξησης του Άρθρου 22.
Η ανάλυση της αναλογικότητας μεταξύ της προτεινόμενης Ενδιάμεσης Κατηγορίας (Τ.Ε.Μ.Α.) και της Κατηγορίας Α’ (Σ.Α.Ε.Α.), εάν υπολογίσουμε τους συντελεστές προσαύξησης του Άρθρου 22, εξαρτάται από τον ακριβή τρόπο που θα εφαρμοστεί η ενίσχυση του συντελεστή για την Ενδιάμεση Κατηγορία.
Στην ιδανική περίπτωση, η προτεινόμενη λύση στοχεύει στην επίτευξη πλήρους αναλογικότητας καθηκόντων στους βαθμούς από Υπαστυνόμο Β’ έως Αστυνομικό Διευθυντή.
Ανάλυση της Αναλογικότητας:
Η αναλογικότητα σε αυτό το πλαίσιο ορίζεται ως η δίκαιη μισθολογική ανταμοιβή για την ιεραρχική θέση και τα ασκούμενα καθήκοντα, παρά τη διαφορά στην αρχική εκπαιδευτική προέλευση.
1. Η Λογική της Αναλογικότητας Καθηκόντων.
Κοινά Καθήκοντα: Από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β’ και άνω, οι αξιωματικοί Τ.Ε.Μ.Α. και Σ.Α.Ε.Α. ασκούν ουσιαστικά τα ίδια διοικητικά και επιχειρησιακά καθήκοντα και φέρουν τις ίδιες ευθύνες.
Ρόλος του Συντελεστή Προσαύξησης (Άρθρο 22):
Ο συντελεστής προσαύξησης είναι ο μηχανισμός που μισθολογικά αναγνωρίζει τον βαθμό και τις ευθύνες (καθήκοντα).
2. Πώς Επιτυγχάνεται η Αναλογικότητα
Για να υπάρξει αναλογικότητα, ο Συντελεστής Προσαύξησης για τους βαθμούς από Υπαστυνόμο Β’ έως Αστυνομικό Διευθυντή στην Ενδιάμεση Κατηγορία πρέπει να διαμορφωθεί με δύο κριτήρια:
1). Παράμετρος Α: Βασικός Μισθός (Μ.Κ.).
Μηχανισμός: Ο νέος Βασικός Μισθός τοποθετείται στον μέσο όρο της διαφοράς μεταξύ Α’ και Β’.
Αποτέλεσμα στην Αναλογικότητα: Διατηρείται η μισθολογική διαφορά (μη πλήρης εξίσωση), αναγνωρίζοντας τη διαφορετική εκπαιδευτική βάση.
Παράμετρος Β: Συντελεστής Προσαύξησης (Άρθρο 22).
Μηχανισμός: Ο συντελεστής της Ενδιάμεσης Κατηγορίας πρέπει να εξισώνει ή να πλησιάζει σε μεγάλο βαθμό τις αποδοχές της Κατηγορίας Α’.
Αποτέλεσμα στην αναλογικότητα:
Επιτυγχάνεται η αναλογικότητα καθήκοντος με βάση την ενιαία επετηρίδα αποφοίτων ΣΑΕΑ-ΤΕΜΑ, καθώς ανταμείβεται αναλογικά και ισότιμα ο ίδιος βαθμός και η ίδια ευθύνη.
Συμπέρασμα: Εάν η πρότασή μας υιοθετηθεί, η αναλογικότητα των αποδοχών των αποφοίτων του ΤΕΜΑ και των αποφοίτων της ΣΑΕΑ, θα επιτευχθεί ως προς τις αποδοχές που σχετίζονται με τον βαθμό και τα καθήκοντα, στους συγκεκριμένους βαθμούς (Υπαστυνόμος Β’ έως Αστυνομικός Διευθυντής).
Ο ενισχυμένος Συντελεστής Προσαύξησης θα αναγνωρίζει την ισότητα των καθηκόντων (αναλογικότητα ίσης εργασίας/ευθύνης).
Η μικρή διαφορά στον Βασικό Μισθό (Μ.Κ.) (λόγω του μέσου όρου) θα διατηρεί τη μισθολογική ιεραρχία, αναγνωρίζοντας τη διαφορά στην εκπαιδευτική προέλευση (Σ.Α.Ε.Α. έναντι Τ.Ε.Μ.Α.).
Συνεπώς, η λύση αυτή αποτελεί έναν ισορροπημένο τρόπο για την αποκατάσταση της μισθολογικής δικαιοσύνης, χωρίς να παραβιάζεται η ιεραρχία που πηγάζει από την διαφορετική είσοδο στο Σώμα.
Παρακαλείσθε να εξετάσετε την άρση της αδικίας που εμπεριέχει το παρόν νομοσχέδιο ως προς τις απολαβές του κλιμακίου Β’, μειώνοντας επαρκώς την απόκλιση των αυξήσεων μεταξύ κλιμακίου Α΄ και Β΄, για το σύνολο των Υπαξιωματικών (Υ/Ξ), ή τουλάχιστον για τους Υ/Ξ που κατατάχθηκαν με τυπικό προσόν το πτυχίο ή και όσους έχουν πέραν αυτού και μεταπτυχιακό τίτλο, σε αντικείμενο συναφές με τις ειδικότητες που απαιτούνται από τις προκηρύξεις από το οικείο Σώμα Ασφαλείας (πχ Νομικών, Τεχνικών, Υγειονομικών, Οικονομικών). Το πλήθος των στελεχών που διαθέτουν και τα δύο ίσως το επιτρέπει.
Το κλιμάκιο Β΄ μεγάλο μέρος των στελεχών, Υπαξιωματικών, θα δει μηδαμινές αυξήσεις. Τα ποσά του κλιμακίου Β΄ είναι τα ίδια με αυτά που έχουν δημοσιευθεί για τους Υ/Ξ των ενόπλων δυνάμεων. Εντούτοις, στους δημοσιευθέντες για τις ένοπλες δυνάμεις πίνακες, δίνεται η δυνατότητα στους Υ/Ξ που απέκτησαν τίτλο ΑΕΙ, μετά την πάροδο κάποιων ετών να αξιολογηθούν για την προαγωγή τους σε Α/Ξ και να μεταταχθούν, έτσι, σε αξιωματικούς αμειβόμενους με το κλιμάκιο Α΄. Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι το κλιμάκιο Β΄, στο ύψος που τα ποσά του διαμορφώνονται, έχει ενδεχομένως σχεδιαστεί για να αμείβονται οι άνευ πτυχίου Υ/Ξ. Μία τέτοια ρύθμιση τώρα, δυνατότητας μετάταξης στις τάξεις των Αξιωματικών για τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας δεν είναι λύση, καθώς ήδη πλήθος αυτών έχει ήδη φτάσει στους βαθμούς αυτούς από ετών, και αναδρομική ισχύ θα προξενούσε πολύ επίπεδα δυσχέρειες . Το θέμα δεν είναι, ως εκ τούτου, πλέον προαγωγής, αλλά αμοιβής.
Στο κλιμάκιο Β΄ εντάσσονται και οι Αστυφύλακες και Λιμενοφύλακες, μη Υ/Ξ, δηλαδή.
Κατά τις προσλήψεις μέσω προκηρύξεων τις τελευταίες δεκαετίες το Λιμενικό Σώμα έθετε ως προϋπόθεση για την πλήρωση κάποιων θέσεων Υ/Ξ την κατοχή πτυχίου ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΑΔΣΕΝ. Ως εκ τούτου, μέρος των στελεχών Υ/Ξ είναι πτυχιούχοι από κατατάξεως στο Σώμα και προάγονται κάποια έτη (πχ 1,5 έτη) ταχύτερα από τους συναδέλφους, Υ/Ξ χωρίς τυπικό προσόν κατάταξης το πτυχίο και φτάνουν μέχρι το βαθμό του Αντιπλοιάρχου.
Στη σχολή Δοκίμων Σημαιοφόρων (Α/Ξ), μέχρι πριν ελάχιστα έτη- προτού αυτές ενταχθούν στο σύστημα των Πανελληνίων- κατατάσσονταν, επίσης, πτυχιούχοι ΑΕΙ και ΑΔΣΕΝ, οι οποίοι βρίσκονται – εύλογα- στο κλιμάκιο Α΄ (καταληκτικός βαθμός Αντιναυάρχου).
Στο κλιμάκιο Α΄ εντάσσονται, επίσης -εύλογα- και Α/Ξ ειδικοτήτων Νομικοί, Οικονομικοί και Τεχνικοί κ.α. (καταληκτικός βαθμός Υποναυάρχου), οι οποίοι κατετάχθησαν στο Λιμενικό Σώμα με προσόν κατάταξης πτυχίο της αντίστοιχης ειδικότητας και με μεταπτυχιακό, όπου αυτό απαιτούνταν. Στις προκηρύξεις αυτές δεν επιτρέπεται η μετάταξη/συμμετοχή από τις τάξεις του Λιμενικού Σώματος.
Ως εκ των ανωτέρω, συνάγεται, ότι σήμερα, δύο Ανθυποπλοίαρχοι του Λιμενικού Σώματος, με το ίδιο πτυχίο μπορεί να προέχονται είτε από τις τάξεις των Υ/Ξ, είτε από τη Σχολή Δοκίμων Σημαιοφόρων, είτε από απευθείας κατάταξη με ειδικότητα. Σαφέστατα, οι προοπτικές καριέρας των μεν πρώτων (Υ/Ξ) δεν μπορούν να είναι ίδιες με αυτές των υπολοίπων δύο κατηγοριών. Επίσης, ένας Ανθυποπλοίαρχος προερχόμενος από τη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών, έλαβε το βαθμό -εύλογα- με την πάροδο ικανού αριθμού ετών.
Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το βαθμό είναι οι ίδιες. Ο χρόνος λήψεως του βαθμού διαφέρει.
Με την έναρξη ισχύος του προς ψήφιση σχεδίου, ο πρώτος θα δει την αμοιβή του να αυξάνεται περί τα 50 ευρώ μικτά, οι δε δύο δεύτεροι θα δουν μία αύξηση των μικτών αποδοχών του άνω των 200 ευρώ. Και η διαφορά αυτή παραμένει έως το τέλος της καριέρας του.
Να σημειωθεί, ότι τα στελέχη που προέρχονται από τη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών Λ.Σ., τα οποία έχουν ξεπεράσει τα 20-25 έτη υπηρεσίας, έχουν τα εξής επιπλέον χαρακτηριστικά: α)Κατατάχθηκαν, εξ ορισμού ως χαμηλόβαθμοι (Κελευστές) και συνεπώς χαμηλά αμειβόμενοι, β) στο κομβικό σημείο της προαγωγής τους σε αξιωματικούς δεν είδαν τις απολαβές τους να αυξάνονται, καθώς αυτή συν έπεσε χρονικά με τις περικοπές που εφαρμόστηκαν στη χώρα, γ)σε μεγάλο μέρος της καριέρας τους δεν έτυχαν της λήψεως δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα. Αντιθέτως, οι κατά τον παρόντα χρόνο Ανθυποπλοίαρχοι (είτε ειδικότητας, είτε από τη Σχολή Αξιωματικών), αλλά και λοιποί Α/Ξ καριέρας με δέκα- δεκαπέντε έτη υπηρεσίας, ξεκινούν υψηλά και έχουν όλη την καριέρα μπροστά τους να δουν και περεταίρω βελτιώσεις, δ) οι αυξήσεις, αυτές αυξάνουν συνολικά το κόστος μισθοδοσίας των Σωμάτων Ασφαλείας, με αποτέλεσμα όποτε εξετάζεται ενδεχόμενο πχ επιστροφής δώρων, αυτό να είναι συνολικά ανεβασμένο και να αναβάλλεται λόγω δυσκολίας δημοσιονομικής εφαρμογής του, για το σύνολο των στελεχών (και αυτών που θα δουν εντυπωσιακές αυξήσεις, αλλά και των υπολοίπων).
Συμπερασματικά, αναγνωρίζοντας σαφώς τη διαφορά μεταξύ Α/Ξ διαφορετικών προελεύσεων, φαίνεται άδικο οι Αξιωματικοί εξ Υπαξιωματικών, οι οποίοι προσελήφθησαν με τυπικό προσόν κατάταξης το πτυχίο να έχουν τόσο χαμηλότερες αυξήσεις.
Παρακαλείσθε, για την εξέταση του θέματος και τη μείωση σε ικανό βαθμό της διαφοράς, είτε με οριζόντια αύξηση σε ένα επίπεδο που δεν θα αποκλίνει σε τέτοιο βαθμό από τις αυξήσεις της κατηγορίας Α΄, είτε με τη δημιουργία ενδιάμεσης κατηγορίας στην οποία θα ενταχθούν τα στελέχη αυτά, μη εξισώνοντάς τα ούτε προς τα πάνω (Αξιωματικούς ΣΝΔ και Ειδικοτήτων), αλλά ούτε και προς τα κάτω (Λιμενοφύλακες/Αστυφύλακες).
Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Θέμα: Ανισότητα μισθολογικής κατάταξης συνοριακών φυλάκων και ειδικών φρουρών
Με το νέο μισθολόγιο (Ν. 4354/2015) οι αποδοχές συνδέονται με τον βαθμό και τα έτη υπηρεσίας, όμως οι συνοριακοί και ειδικοί φρουροί που προσλήφθηκαν μετά το 1999 εντάχθηκαν στη Γ κατηγορία, ενώ οι μη ανακριτικοί υπάλληλοι της Ελληνικής Αστυνομίας που προσλήφθηκαν πριν το 1995 εντάχθηκαν στη Β κατηγορία.
Αποτέλεσμα είναι ότι υπάλληλοι με ίδιο βαθμό και 31 έως 33 χρόνια υπηρεσίας λαμβάνουν περίπου 100 ευρώ λιγότερα τον μήνα, αποκλειστικά λόγω διαφορετικής κατηγορίας.
Η διάκριση αυτή δεν βασίζεται σε πραγματικά υπηρεσιακά ή προσοντολογικά κριτήρια, αλλά μόνο στην ημερομηνία πρόσληψης, γεγονός που παραβιάζει την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) και την αρχή της ίσης αμοιβής για ίση εργασία (άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος).Ζητείται η αναπροσαρμογή της κατηγορίας μισθολογικής κατάταξης των συνοριακών και ειδικών φρουρών που προσλήφθηκαν μετά το 1999, ώστε να εξισωθούν με τους μη ανακριτικούς υπαλλήλους που προσλήφθηκαν πριν το 1995.
Με τον τρόπο αυτό θα αποκατασταθεί μια παλιά και αδικαιολόγητη ανισότητα και θα ενισχυθεί η ίση μεταχείριση στο εσωτερικό της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ για όσους υπηρετούμε στα Σώματα Ασφαλείας και μοχθήσαμε να τα αποκτήσουμε αποτελεί πάγιο και δίκαιο αίτημα.
Πολλοί συνάδελφοι έχουν προτείνει τρόπους για την νομοθετική αποτύπωση της αναγνώρισης. Ενδεικτικά αναφέρω και υποστηρίζω την αναγνώριση με την μετάβαση των κατόχων προπτυχιακού στο επόμενο μισθολογικό κλιμακιο, την απόδοση ενός ακόμα μισθολογικού κλιμακίου στους κατόχους μεταπτυχιακού και, τέλος, την απόδοση ενός επιπλέον μισθολογικού κλιμακίου στους κατόχους διδακτορικού. Εν ολίγοις, την εξομοίωση μας με τους υπόλοιπους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, με τρόπο που αυξάνει τις απολαβές μας ώστε να συμβαδίζουν με τους κόπους και τα προσόντα μας και, παράλληλα, δεν θίγει την υπηρεσιακή ιεραρχία αφού δεν συνδέεται με το βαθμολόγιο.
Το ζήτημα της συνάφειας είναι ιδιαιτέρως ακανθώδη και δύσκολο ως προς την προσέγγισή του, σε βαθμό που πολλές φορές πυροδοτεί διαφωνίες ακόμα και μεταξύ ακαδημαϊκών, επομένως οποιαδήποτε αναφορά του θα δημιουργήσει δυσεπιλυτα προβλήματα και θα υπονομεύσει το δίκαιο αίτημα της αναγνώρισης των πανεπιστημιακων τίτλων στο σύνολό τους.
Κλείνοντας, θα ήθελα να απευθύνω έκκληση στο σύνολό των συναδέλφων να περιοριστούν σε θετικές προτάσεις και να μην επιχειρούν να υπονομεύουν τα αιτήματα άλλων, που άλλωστε αντιπροσωπεύουν όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά ευρύτερες και συχνά πολυάριθμες ομάδες εργαζομένων που διατυπώνουν εύλογα αιτήματα.
Με εκτίμηση προς όλους.
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
(β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
(γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
(α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
(β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
(γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Οι Αξιωματικοι ΤΕΜΑ της Αστυνομίας είναι οι πιο αδικημένοι, λαμβάνουν μικρές αυξήσεις της τάξης των 30 με 40 ευρώ μεικτά. Πρέπει να επανεξέταστει άμεσα, λόγω της προσφοράς και της αξίας τους. Είναι Αξιωματικοι που έχουν υπηρετήσει σε όλους τους βαθμούς, ασκούν Διοίκηση και έχουν αναβαθμίσμενα καθήκοντα. Το κράτος δικαίου να αναγνωρίσει την αξία τους.
Οι Αξιωματικοι ΤΕΜΑ της ΕΛ.ΑΣ είναι οι πιο αδικημένοι. Οι αυξήσεις είναι μηδαμινές της τάξης των 30 με 40 ευρώ μεικτά. Δηλαδή 0,5% σε Αξιωματικους με 20 με 35 έτη υπηρεσίας και μεγάλη εμπειρία και επιτυχόντες σε δύσκολες εξετάσεις. Είναι καθαρή ντροπή. Να αποκατασταθεί η αδικία στα πλαίσια του δικαίου.
Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Καλησπέρα σας.Θα ήθελα να δηλώσω υπεύθυνα ότι οι πενιχρές αυξήσεις στους αστυνομικούς δεν αρκούν.Είναι ντροπή να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στους πολίτες τόσα πολλά χρόνια και να μην ανταμειβόμαστε με μια σωστή αύξηση.Ειδικότερα στο Γ´κλιμάκιο που ανήκω εγώ προσωπικά από τους βαθμούς του Υπαρχιφύλακα και το Αρχιφύλακα της Ελληνικής Αστυνομίας και πάνω δεν υπάρχει μια αξιόλογη αυξηση Και ότι υπάρχει φορολογείται.Παρακαλώ πολύ είμαι ο μοναδικός εργαζόμενος στην οικογένειά μου με τρία παιδιά με το δεύτερο παιδάκι με βαριά αναπηρία.ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΟΛΥ ΑΝΕΒΑΣΤΕ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ ΤΑ ΠΟΣΑ ΣΤΟ Γ´ ΚΛΙΜΑΚΙΟ.Ευχαριστώ.
Αναγνώριση Τίτλων Σπουδών
Στο υπό διαβούλευση μισθολόγιο δεν προβλέπεται η αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ των ενστόλων που σχετίζονται με το έργο τους και έχουν συνάφεια με τα καθήκοντά τους, μετά από αναγνώριση της συνάφειας του πτυχίου τους με διαδικασία παρόμοια βεβαίως με αυτή του Δημοσίου Τομέα ενώ η Υπηρεσία εκμεταλλεύεται και χρησιμοποιεί τις γνώσεις τους.
Προτείνεται η αναγνώριση των συναφών τίτλων σπουδών να μεταφράζεται σε αυξημένες αποδοχές είτε μέσω επιδόματος, είτε μέσω αύξησης του συντελεστή προσαύξησης κατά 0,02.
Δυστυχώς, καίτοι έχουν γίνει βελτιωτικές προτάσεις , το υπό εξέταση Σχέδιο Νόμου υστερεί και κρίνεται αναγκαίο να γίνει βελτιώσεις κατά την γνώμη μου στα εξής πεδία:
1. Μισθολογικά: Δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα, δημιουργεί αδικίες σε βάρος του προσωπικού και ιδίως των χαμηλόβαθμων με αποτέλεσμα σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος ζωής και την υψηλή φορολογία , να υπάρχει μείωση αντί για αύξηση.Προτείνεται η βαθμιαία και αναλογική αύξηση από το βαθμό του Αστυφύλακα και πάνω αναλογικά με τα χρόνια υπηρεσίας και την θέση ευθύνης , έτσι ώστε να αρθούν οι αδικίες ανάμεσα στο προσωπικό δίνοντας παράλληλα και κίνητρο απόδοσης ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα.
2. Επομένως , δεν υπάρχει κίνητρο απόδοσης , αφού το ελάχιστο εναπομείναν προσωπικό στα Σώματα Ασφαλείας , «βογκά» κυριολεκτικά για να βγεί η καθημερινότητα , αφού οι παραγωγικές σχολές υπολειτουργούν και δεν υπάρχει επαρκή προσωπικό για να βγούν οι βάρδιες – υπηρεσίες. Οι συγχωνεύσεις των Υπηρεσιών κρίνεται μονόδρομος για τόσο για την αποτελεσματικότητα των Υπηρεσιών όσο και για την διαβίωση του προσωπικού , μειώνοντας τα λειτουργικά κόστη και εξασφαλίζοντας προσωπικό και περιπολικά στην Υπηρεσία του πολίτη.
3. Στην Ελληνική Αστυνομία δεν αξιοποιούνται με κανένα τρόπο τα στελέχη με οποιαδήποτε τυχόν εξειδίκευση π.χ. πτυχία και μεταπτυχιακά , ενώ θα μπορούσαν δίνοντας κάποιο κίνητρο όπως αύξηση στο βασικό μισθό ή αύξηση σε βαθμό , με αποτέλεσμα να υπάρχει υγιείς ανταγωνισμός ανάμεσα στο προσωπικό τοποθετώντας το κατάλληλο άτομο στην αντίστοιχη θέση , όπως και σε Ιδιωτικές Εταιρείες που υπάρχουν αντίστοιχα εκπαιδευμένα και μορφωμένα στελέχη.
4. Μία ακόμη παθογένεια είναι η κατακόρυφη έλλειψη ανακριτικών Υπαλλήλων και η αύξηση των προσλήψεων προσωπικού χωρίς την εκτέλεση των ανακριτικών καθηκόντων , με αποτέλεσμα την υπερφόρτωση του ήδη ελάχιστου προσωπικού.
5. Δεν αξιοποιούνται οι νέες τεχνολογίες , με αποτέλεσμα την κατασπατάληση προσωπικού που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν στο δρόμο στην Υπηρεσία του πολίτη.
Δυστυχώς πάλι δεν προβλέπεται καμία μισθολογική αναγνώριση των τίτλων σπουδών (ΑΕΙ/ΤΕΙ), σε αντίθεση με το ενιαίο μισθολόγιο του Ν. 4354/2015 που κατατάσσει τους υπαλλήλους σε ανώτερη κατηγορία και προβλέπει ανάλογη μισθολογική εξέλιξη και επιδόματα.
Αυτό δημιουργεί μια διαχρονική ανισότητα: οι πτυχιούχοι των Σωμάτων Ασφαλείας δεν επιβραβεύονται μισθολογικά για τα προσόντα τους, ενώ οι αντίστοιχοι υπάλληλοι του Δημοσίου απολαμβάνουν σαφή οικονομικά οφέλη.
Προτείνεται η πρόβλεψη μισθολογικής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών, είτε μέσω ένταξης σε αντίστοιχη εκπαιδευτική κατηγορία (ΠΕ/ΤΕ), είτε μέσω χορήγησης ειδικού επιδόματος πτυχίου, ώστε να αποκατασταθεί η ισότητα και να επιβραβεύεται ουσιαστικά η επιστημονική κατάρτιση του προσωπικού
Ευχαριστώ
Για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας, αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ), είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017.
Η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται διότι οι εν λόγω αξιωματικοί έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση σε σχέση με τους αποφοίτους της παραγωγικής Σχολής Αστυφυλάκων, η οποία, παρότι νομοθετικά χαρακτηρίζεται ως ανώτερη, λειτουργεί υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες από τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11, ΣτΕ 2097/2019 σκ. 15, ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, ΣτΕ 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
Συνεπώς, είναι θεσμικά και συνταγματικά επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αποφοίτων ΤΕΜΑ ως προς τη μισθολογική τους μεταχείριση, σε σχέση με την κατάσταση που είχαν προ της αποφοίτησής τους. Η διαφοροποίηση αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται σε απλή αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου (η οποία επέρχεται ούτως ή άλλως με την πάροδο ετών υπηρεσίας), αλλά να περιλαμβάνει ένταξη σε νέα μισθολογική κατηγορία.
Επιπλέον, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν ταυτόσημα καθήκοντα με τους αξιωματικούς που ανήκουν στη μισθολογική κατηγορία Α. Επομένως, η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία είναι απολύτως σύμφωνη όχι μόνο με τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 22 παρ. 1 εδ. β΄ και 103 του Συντάγματος), αλλά και με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, ιδίως τα άρθρα 157 ΣΛΕΕ, 8 και 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, καθώς και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Εν κατακλείδι, η θεσμοθέτηση νέας ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας για τους αξιωματικούς αποφοίτους ΤΕΜΑ αποτελεί πράξη δικαιοσύνης, συνταγματικής συνέπειας και εναρμόνισης της διοικητικής πρακτικής με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Επί του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου για τα μισθολογικά κλιμάκια των ενστόλων
(Ειδική αναφορά για το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής)
Ι. Εισαγωγή – Νομοθετικό πλαίσιο
Η θέσπιση μισθολογικών κλιμακίων στο Δημόσιο και στα Σώματα Ασφαλείας αποτέλεσε υποχρέωση εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό δίκαιο και τις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της αξιοκρατίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαχρονικά επισημάνει ότι η αμοιβή των δημοσίων λειτουργών πρέπει να συνδέεται με το επίπεδο εκπαίδευσης, την επαγγελματική κατάρτιση και τις ευθύνες που αναλαμβάνουν.
Στο πλαίσιο αυτό, το μισθολόγιο των ενστόλων οφείλει να αντανακλά αντικειμενικά προσόντα και να διασφαλίζει ισότητα αμοιβών για εργασία ίσης αξίας, ανεξαρτήτως σχολής προέλευσης ή βαθμού.
ΙΙ. Μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη στο Λιμενικό Σώμα:
1. Απόφοιτοι 41ης και 42ης σειράς ΣΔΥΛΣ
Στις 41η και 42η σειρές της Σχολής Δοκίμων Υπαξιωματικών Λιμενικού Σώματος (ΣΔΥΛΣ), η τριτοβάθμια εκπαίδευση καθορίστηκε ρητά ως προσόν κατάταξης.
Σύμφωνα με τη νομοθετική λογική και την αρχή της ισονομίας, οι συγκεκριμένοι απόφοιτοι πληρούν τα κριτήρια κατηγορίας ΠΕ (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) και θα έπρεπε να αμείβονται με το Α’ μισθολογικό κλιμάκιο.
Η σημερινή πρακτική, όπου αμείβονται με υποδεέστερο κλιμάκιο (Β κλιμάκιο), αναιρεί τη νομική βάση της κατάταξής τους, δημιουργεί ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αξιοκρατίας.
2. Ανισότητα μεταξύ ειδικοτήτων ΔΠΓ και ΔΜΓ (Κυβερνήτες – Μηχανικοί)
Οι ειδικότητες ΔΠΓ (Κυβερνήτες) και ΔΜΓ (Μηχανικοί) του Λιμενικού Σώματος προέρχονται από την ίδια Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού (Α.Ε.Ν.), διαθέτουν ισότιμους τίτλους σπουδών, ίδια επαγγελματικά δικαιώματα και εκτελούν καθήκοντα αντίστοιχης βαρύτητας και ευθύνης.
Παρά ταύτα, αμείβονται με διαφορετικά μισθολογικά κλιμάκια, γεγονός που δεν εδράζεται σε κανένα αντικειμενικό κριτήριο και συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας.
Απαιτείται άμεση εξίσωση των δύο ειδικοτήτων στο ίδιο κλιμάκιο.
3. Διακριτική μεταχείριση μεταξύ παραγωγικών σχολών και ειδικοτήτων ΔΠΓ – ΔΜΓ (Κυβερνήτες – Μηχανικοί):
Οι απόφοιτοι των παραγωγικών σχολών του Λιμενικού Σώματος —
της Σχολής Δοκίμων Λιμενοφυλάκων, της Σχολής Δοκίμων Υπαξιωματικών (ΣΔΥΛΣ), καθώς και οι ειδικότητες ΔΠΓ – ΔΜΓ (Κυβερνήτες – Μηχανικοί) —
αμείβονται με υποδεέστερα μισθολογικά κλιμάκια από:
*τους αποφοίτους της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ), και
*τα στελέχη απευθείας κατάταξης (μη παραγωγικών σχολών) που κατατάσσονται αυτόματα στο Α’ κλιμάκιο.
Η διαφοροποίηση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των καθηκόντων, των ευθυνών και των συνθηκών εργασίας.
Όλες οι ανωτέρω κατηγορίες αποτελούν παραγωγικές πηγές στελέχωσης του Λ.Σ. και επομένως οφείλουν να αντιμετωπίζονται ισότιμα στο μισθολογικό πεδίο.
4. Μη αναγνώριση τίτλων ανώτατης εκπαίδευσης:
Σήμερα, στελέχη του Λιμενικού Σώματος που κατέχουν πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης (ΑΕΙ, ΑΤΕΙ ή Α.Ε.Ν.)
δεν αμείβονται με το Α’ μισθολογικό κλιμάκιο, όπως θα έπρεπε.
Η πρακτική αυτή αντιβαίνει στις αρχές της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας για την αναγνώριση των τυπικών προσόντων και ακυρώνει κάθε κίνητρο επιμόρφωσης και επαγγελματικής εξέλιξης.
Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ενιαία μεταχείριση όλων των κατόχων πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, ανεξαρτήτως σχολής προέλευσης ή κατηγορίας.
ΙΙΙ. Προτάσεις αποκατάστασης:
1. Κατοχύρωση του Α’ μισθολογικού κλιμακίου για τους αποφοίτους των 41ης και 42ης σειρών ΣΔΥΛΣ, σύμφωνα με τα προσόντα κατάταξης.
2. Εξίσωση μισθολογικών κλιμακίων μεταξύ ειδικοτήτων ΔΠΓ και ΔΜΓ, με βάση ταυτόσημα προσόντα και καθήκοντα.
3. Εξομοίωση όλων των παραγωγικών σχολών και ειδικοτήτων ΔΠΓ – ΔΜΓ (Κυβερνήτες – Μηχανικοί) ως προς το αρχικό μισθολογικό κλιμάκιο.
4. Αυτόματη υπαγωγή στο Α’ κλιμάκιο όλων των κατόχων πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης (ΑΕΙ ή Α.Ε.Ν.), ανεξαρτήτως σχολής προέλευσης.