Στο παρόν Μέρος υπάγονται τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, δηλαδή τα στελέχη:
α) της Ελληνικής Αστυνομίας,
β) του Πυροσβεστικού Σώματος και
γ) του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Στο παρόν Μέρος υπάγονται τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, δηλαδή τα στελέχη:
α) της Ελληνικής Αστυνομίας,
β) του Πυροσβεστικού Σώματος και
γ) του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.
|
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License![]() Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
(β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
(γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
(α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
(β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
(γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Ενιαίο μισθολόγιο μεταξύ ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας στο 100%. Ίδιοι συντελεστές προσαύξησης βασικού μισθού και ίδιο επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας και επικινδυνότητας στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας. Δώστε επιτέλους 1 επιπλέον κλιμάκιο σε όλους τους πτυχιούχους συναδέλφους των ΑΕΙ-ΤΕΙ.
Δικαίωση για τους πτυχιούχους ΑΕΙ που κόπιασαν για να αποκτήσουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και άρση των αδικιών όπως έχουν προαναφερθεί.
Η αναγνώριση των πτυχίων ανώτατης εκπαίδευσης, όπως προπτυχιακή – μεταπτυχιακά – διδακτορικά, θα έπρεπε να αναγνωρίζονται στα σώματα ασφαλείας όπως αναγνωρίζεται σε όλο το δημόσιο! Πρέπει να δοθούν επίσης κίνητρα ώστε το ένστολο προσωπικό να επιμορφώνεται κι να εξελίσσεται ως άνθρωποι και επαγγελματίες! Είναι θέμα προσωπικής και γενικής ασφάλειας! Οι κρίσεις όλο ένα και πληθαίνουν και μπορούν να αντιμετωπιστούν ή έστω να μετριαστούν μόνο με την μορφωτική εξέλιξη του ανθρώπινου δυναμικού των σωμάτων ασφαλείας.
Είμαι απόφοιτος ΑΕΙ και δουλεύω στην Πυροσβεστική Υπηρεσία. Χωρίς κάποιο οικονομικό ή βαθμολογικό όφελος αποφοίτησα και από το μεταπτυχιακό της Πυροσβεστικής Ακαδημίας. Το όφειλα στον εαυτό μου στους συναδέλφους μου και στους συμπολίτες μου!
Το μεταπτυχιακό με σφραγίδες Ελληνικού Πανεπιστημίου και Πυροσβεστικής ακαδημίας δεν αναγνωρίζεται από την Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Παρακαλώ για αναγνώριση προπτυχιακών-μεταπτυχιακων-διδακτορικών πτυχίων στα σώματα ασφαλείας.
Αγαπήτη ομάδα της διαβούλευσης, η αναγνώριση των ακαδημαϊκών προσόντων δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα· είναι θεσμική και ηθική υποχρέωση της Πολιτείας απέναντι σε όσους επενδύουν στη γνώση και τη συνεχή επιμόρφωση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη βελτίωση της λειτουργίας των υπηρεσιών.
Nα θεσπιστεί Ειδικό Επίδομα Πτυχίου ύψους τουλάχιστον 100 ευρώ μηνιαίως για όλα τα ένστολα στελέχη που κατέχουν τίτλο Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΑΕΙ ή πρώην ΑΤΕΙ). 150 ευρώ για μεταπτυχιακό και 200 ευρω για διδακτορικό .
Οι πτυχιούχοι με συνάφεια στο σώμα που υπηρετούν να υπερέχουν απο τους υπόλοιπους σε θεματα βαθμολογικής εξέλιξης.
Οπως γίνεται σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Ελπίζω να εισακουστώ οπως και οι περισσότεροι εδώ μεσα που σας γράφουν για τα πτυχία.
«Προτείνεται η πρόβλεψη διάταξης σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζονται πλήρως και ισοτίμως, για το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, οι τίτλοι σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης (πτυχιακοί, μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί) της ημεδαπής, καθώς και της αλλοδαπής, υπό την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι έχουν αναγνωριστεί ως ισότιμοι και αντίστοιχοι από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ή άλλο κατά νόμο αρμόδιο φορέα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3328/2005 και του ν. 4485/2017. Η αναγνώριση αυτή θα παράγει έννομα αποτελέσματα τόσο στο μισθολογικό καθεστώς όσο και στην υπηρεσιακή εξέλιξη του προσωπικού, κατά το πρότυπο του λοιπού δημοσίου τομέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 περί Ενιαίου Μισθολογίου–Βαθμολογίου και του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007).»
Αιτιολογική έκθεση:
Η προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπεί στην άρση μιας διαχρονικής και αδικαιολόγητης διάκρισης που υφίσταται εις βάρος του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας σε σχέση με το προσωπικό του υπολοίπου δημόσιου τομέα, αναφορικά με την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών. Παρά την κατοχή αναγνωρισμένων τίτλων Ανώτατης Εκπαίδευσης (ιδίως μεταπτυχιακών και διδακτορικών), τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας δεν απολαμβάνουν ίσης μεταχείρισης σε μισθολογικό ή υπηρεσιακό επίπεδο, γεγονός που συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος), της αξιοκρατίας (άρθρο 5Α) και της διοικητικής ορθολογικότητας. Επιπλέον, η εν λόγω ρύθμιση αναμένεται να λειτουργήσει ως κίνητρο περαιτέρω επιστημονικής κατάρτισης και να ενισχύσει τον εκσυγχρονισμό και την αποτελεσματικότητα του Σώματος, μέσω της αξιοποίησης του υψηλού μορφωτικού επιπέδου του ανθρώπινου δυναμικού του.
Δεν χρειάζονται τόσες οικονομικές κατηγορίες στην Αστυνομία.
Μία Π.Ε. που θα περιλαμβάνει όλους τους πτυχιούχους ΑΕΙ, μία για αστυνομικούς και μία για λοιπούς (Ε.Φ.-Σ.Φ.), με τη δυνατότητα να γίνεται αλλαγή κατηγορίας εφόσον αποκτώνται τα ανάλογα προσόντα. Π.χ. Ο Ειδικός Φρουρός με πτυχίο Α.Ε.Ι. να ανήκει στην Π.Ε. κ.λπ.
Δώστε λίγα ακόμα στους τεματζηδες να σταματήσουν να γράφουν στην δημόσια διαβούλευση ενός νομοσχεδίου , μας ζάλισαν..
Μόνο αυτοί γράφουν και γράφουν τα ίδια …
Κατάντησαν την διαβούλευση συζήτηση σε καφενείο..
Ως στρατιωτικός θα ήθελα το βασικό κ νόμιμο επιχείρημα περί αναγνώρισης πτυχίων σε όλες τις βαθμίδες όπως το υπόλοιπο δημόσιο..
Αναγνωρίση πτυχίου ΑΕΙ με κλιμάκια μισθολογικά
Αναγνώριση μεταπτυχιακού τίτλου με παραπάνω μισθολογικά κλιμάκια
Αναγνώριση διδακτορικού τίτλου
Αν δεν μπορείτε με αυτόν τον τρόπο δώστε επίδομα αναγνώρισης πτυχίου
70 ευρώ ΑΕΙ
100 ευρώ μεταπτυχιακό
150 διδακτορικό
Δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας, μεταξύ της α΄ κατηγορίας και της β΄ κατηγορίας, με αναλογική ισότητα ως προς τις αυξήσεις που επέρχονται στους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., λόγω των ίδιων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α.
Νομική θεμελίωση:
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Επειδή, στο άρθρο 16, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
Επειδή, στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Η ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά αυτών, ιεραρχία δε των καθηκόντων η κλίμακα της Διοικήσεως. Ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία των βαθμών, οι αξιωματικοί έχουν την ιδιότητα του ανώτερου ή κατωτέρου, ανάλογα δε με τη θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων έχουν την ιδιότητα του προϊσταμένου ή υφισταμένου.
Επειδή, στο άρθρο 42, παρ. 2 του π.δ. 27/1997 ορίζεται ότι:
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων προάγονται, οι Υπαστυνόμοι Α’, οι Αστυνόμοι Β’ και οι Αστυνόμοι Α’ του ν.δ. 649/1970 στο βαθμό του Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α’ και Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αντίστοιχα, της ιδίας κατηγορίας αξιωματικών, εφόσον προήχθη στον αντίστοιχο βαθμό και ο τελευταίος ομοιόβαθμος αξιωματικός, που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών, με τον οποίο προήχθησαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου Α’, Αστυνόμου Β’ και Αστυνόμου Α’, αντίστοιχα, το ίδιο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος ως άνω Υπαστυνόμος Α, Αστυνόμος Β’ και Αστυνόμος Α’ που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών ή και οι αμέσως προηγούμενοι αυτού δεν προαχθούν επειδή κρίθηκαν παραμένοντες στον ίδιο βαθμό ή για τους αναφερόμενους στα άρθρα 16, 32 παρ. 2 και 36 παρ. 5 του παρόντος διατάγματος λόγους, τούτο δεν κωλύει την κατά τα ανωτέρω προαγωγή των ομοιοβάθμων αξιωματικών, που προέρχονται από το Τ.Ε.Μ.Α.. Ως χρόνος προαγωγής τους λογίζεται η επόμενη της ημερομηνίας που προήχθη και ο τελευταίος ομοιόβαθμος τους που προέρχεται από τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας του ίδιου έτους ονομασίας ως αξιωματικού.
Επειδή, όπως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει οι χαρακτηριζόμενες ως ανώτατες και ως ανώτερες από τον νόμο σχολές των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δεν τελούν σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες με τα υπόλοιπες ανώτατες και ανώτερες σχολές (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) και τούτο διότι δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια, αντιθέτως έχουν πειθαρχία, σωματική και ψυχική προετοιμασία ως επαγγελματικές σχολές που προσφέρουν πρόσβαση στο Δημόσιο με διορισμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, στα άρθρα 17, 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.), της αξιοκρατίας (4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.), και δη υπό την έκφανση της ισότητας ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός.
Το παρών σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει ως «όμοιες» περιστάσεις που είναι καθ’ όλα «ανόμοιες» επί τη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, εφαρμογής τυγχάνει η κατοχυρωμένη στο άρθρο 4 παρ. 1 αρχή της ισότητας υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της και δη την ισότητα ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (άρθρο 4, παρ.4 Συντ.) και της σταδιοδρομίας στο δημόσιο κατά τον λόγο και την προσωπική αξία εκάστου ως εκφάνσεως και της αρχής της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 4, παρ. 4 παρ. Συντ.)
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό σε προηγούμενα σχόλια στη διαβούλευση, η υπαγωγή των αποφοίτων του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), ως ουσιαστικά και τυπικά Ανώτερης Σχολής, που χαίρει των εγγυήσεων και της προστασίας του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, στην κατηγορία Β΄ (δια του άρθρου 17 βασικά, και επικουρικά από τα άρθρα 18, 21 και 22 του παρόντος σχεδίου νόμου) έχει, δυσμενείς και αντισυνταγματικές συνέπειες ως προς την μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων Αξιωματικών του ν.δ. 649/1970 και των μελλοντικών Αξιωματικών της κατηγορίας αυτής ως απόφοιτων Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
α). Υπαγωγή σε χαμηλότερη μισθολογική κλίμακα, τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκιο στα οποία μπορούν να φτάσουν (παράνομη εξομοίωση ως προς την αμοιβή).
β). Υπαγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το προβάδισμα των κατηγοριών και των βαθμών (παράνομη εξομοίωση ως προς τη σταδιοδρομία και την ανέλιξη στον δημόσιο τομέα).
Κατά πάγια ερμηνεία, η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας
απαγορεύει την όμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων («τα άνισα πρέπει να μεταχειρίζονται άνισα»).
Επί του «ανόμοιου» χαρακτήρα, ήδη επισημάνθηκε ότι οι απόφοιτοι της Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
(α) Αποτελούν φορείς εγγυημένης και αυξημένης προστασίας που πηγάζει από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
(β) Αναγνωρίζονται, τυπικά και λειτουργικά, από την νομολογία (2097/2019 ΣτΕ, σκέψεις 15 και 16) ως απόφοιτοι εκπαιδευτικής διαδικασίας με μείζονες εγγυήσεις ποιότητας.
(γ) Έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία συνολικά στο Σώμα και ιδίως στον κρίσιμο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και εισάγονται με εξετάσεις, ενώ έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση ως τυπικό προσόν για την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, που συνεπάγεται υψηλά καθήκοντα, όμοια με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., κατόπιν αναγνωρισμένης ως «ανωτέρας» κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος εκπαιδεύσεως. Κείνται δηλαδή στο ανώτερο όριο της κατ’ άρθρο 16 παρ. 7 «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως σε σχέση με τους αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων προ και μετά πανελληνίων, στοιχείο το οποίο έχει αυτοτελώς διαφοροποιητική λειτουργία και, άρα, μείζονα νομική σημασία.
Ωστόσο, και ανεξαρτήτως της αυτοτελούς παραβιάσεως του άρθρου 16 παρ. 7 Συντ., από τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος και του παρόντος σχεδίου νόμου, συνάγεται ότι αυτοτελώς και μόνο η υπαγωγή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. που υπάγεται ουσιαστικά και τυπικά στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναδέλφους τους Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. στην Β΄ μισθολογική κατηγορία επιφέρει:
(α) όμοια μισθολογική μεταχείριση με κάθε απόφοιτο Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων προ πανελληνίων εξετάσεων) ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής στο βαθμό και της ανελίξεως των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
(β) όμοια μεταχείριση με κάθε απόφοιτο «μη Ανωτέρας», «μη Τριτοβάθμιας» και «μη Τυπικής» τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων), ως προς τις μισθολογικές απολαβές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις προαγωγής κατά βαθμό και ανελίξεως σε θέσεις ευθύνης των Ανθυπαστυνόμων που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν στο Τ.Ε.Μ.Α.
(γ) ανόμοια μεταχείριση με κάθε ομοιόβαθμό τους, απόφοιτο της Σ.Α.Ε.Α., δηλαδή απόφοιτο τυπικής, αλλά μη ουσιαστικής ανώτατης εκπαίδευσης με ίδια καθήκοντα και δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται και εξειδικεύονται στο άρθρο 3, παρ. 1 του π.δ. 24/1997, καθώς και σε άλλα π.δ. και νόμους του Κράτους.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εκπορευόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αντίληψη περί της «μεταλυκειακής» εκπαιδεύσεως συνάδει με το πνεύμα της συνταγματικής ρυθμίσεως περί της «ανωτέρας εκπαίδευσεως».
Ήτοι, όπως προκύπτει και από τη βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη:
Ο απόφοιτος της «Ανωτέρας» (κατά το ελληνικό Σύνταγμα) ή της «μεταλυκειακής» τριετούς (κατά το δίκαιο της Ένωσης) εκπαιδεύσεως δύναται, εάν τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των γνώσεων και των προσόντων του, να λάβει και δικαιώματα όμοια ή συγγενή προς αυτά των αποφοίτων της «Ανωτάτης» Εκπαιδεύσεως.
Κατά λογική ακολουθία, δεν νοείται να υποβαθμίζεται δια της εξομοιώσεως και μάλιστα συλλήβδην με τους αποφοίτους της Μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Εξίσωση νοείται μόνο προς τα πάνω, κατ’ εκτίμηση όμως γνώσεων και προσόντων, και ουδόλως προς τα κάτω.
Ομοίως οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι της ανώτερης βαθμίδας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να εξισώνονται προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω λόγω των γνώσεών τους (διοικητική πείρα – προϋπηρεσία στον βαθμό) και προσόντων (εισαγωγικές εξετάσεις σε εξεταζόμενα μαθήματα και ευδόκιμη αποφοίτηση), που είναι αντίστοιχα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. για τον διοικητικό βαθμό που φέρουν.
Στην Ελλάδα, εξάλλου, τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο και λόγω του άρθρου 16, παρ. 7 Συντ. Πάντως, βάσει αυτού, το Τ.Ε.Μ.Α. πρέπει να διακρίνεται και από κάθε άλλο είδος «μεταλυκειακής» μη Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων που αποφοίτησαν από το 1996 έως και το 2021, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4760/2020 δεν έχουν εξισώσει τα πτυχία τους και θεωρούνται ουσιαστικά απόφοιτοι υπερδιετούς εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 352/1995 όπως ίσχυε όταν εισήχθησαν, εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν.
Κατόπιν των προεκτεθέντων δικαιολογείται η δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας (Α-Β ή Β+) από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή για τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α (ν.δ. 649/1970), με αυξημένο και ανάλογο βασικό μισθό και συντελεστές σε σχέση με την Α΄ κατηγορία, χωρίς όμως να εξισώνεται πλήρως η ενδιάμεση κατηγορία με τη Α΄ κατηγορία, λόγω της εμπειρίας, της γνώσης, καθώς και των καθηκόντων των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., που εξομοιώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
ποια διαβουλευση;;;
οταν δεν αναγνωριζεται κανενας τιτλος σπουδων οπως σε ΟΛΟ το υπολοιπο δημοσιο
Οι Αξιωματικοι ΤΕΜΑ της Αστυνομίας είναι οι πιο κατάφωρα αδικημένοι από όλους. Είναι καθαρή ντροπή η μεικτή αύξηση των 30 με 40 ευρώ για υπαλλήλους που έχουν περάσει από όλους τους βαθμούς, ασκούν Διοίκηση, έχουν τα ίδια καθήκοντα με την Α κατηγορία. Έχουν δώσει εξετάσεις εντός του Σώματος απαιτητικές και έχουν ματώσει για να ανέβουν στην ιεραρχία. Αποτελεί καθαρή ντροπή η υποβάθμιση τους και η πολιτεία οφείλει να το απόκαταστήσει αμεσα με αυτό το Νομοσχέδιο. Διορθώστε τις αδικιές και αποκαταστήστε το κράτος δικαίου. Μιλάμε για 0,5% αυξήσεων….
Αναγνώριση πτυχίου σε όλους τους αστυνομικούς. Δίκαιο αίτημα.
Στο παρόν νομοσχέδιο θα πρέπει να υπάρξει ρύθμιση για την αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ και ΤΕΙ, που κατέχουν τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, ώστε να αποκατασταθει η άνιση και αδικη μεταχείριση τους, έναντι των υπαλλήλων του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα. Είναι ζήτημα δικαιοσύνης και ισονομιας. Στον Υπόλοιπο Δημόσιο Τομέα, η απόκτηση τίτλων σπουδών επιβραβευεται με μισθολογικη εξέλιξη και χορήγηση επιδομάτων, δίνοντας κίνητρο στους υπαλλήλους του για διαρκή επιμόρφωση, αυξανοντας κατ επέκταση την επαγγελματική τους αποδοτικοτητα. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και για τους αστυνομικούς που είναι κατοχοι τίτλων σπουδών ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Το νέο μισθολόγιο πρέπει να λειτουργεί πρώτιστος ως μέτρο δικαιοσύνης. Να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας,της αναδρομικότητας καθώς και της αναγνώρισης της προσφοράς των εργαζομένων. Εν προκειμένου να αποφευχθούν νέες αδικίες και να διορθωθούν κατά τη νομοθετική επεξεργασία οι όποιες στρεβλώσεις και αστοχίες παραθέτουμε τα έξεις :
-) Ύψος αυξήσεων όχι μόνο ελάχιστο άλλα και με αρνητικό πρόσημο επί του βασικού μισθού : Δεν δύναται να υπάρχουν στελέχη , με το νέο μισθολόγιο, που θα δουν μηδενικές αυξήσεις άλλα και μειώσεις επί του βασικού μισθού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βασικός μισθός είναι ο καταλύτης του συνταξιοδοτικού ποσού που θα λάβει ο ασφαλισμένος .
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΣΩΜΑ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β’
ΒΑΘΜΟΣ ΕΤΗ ΠΑΛΙΟ ΝΕΟ ΙΣΧΥΟΝ ΜΕΙΚΤΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΝΕΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΒΑΣΙΚΟΣ ΒΑΣΙΚΟΣΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΒΑΣΙΚΟΣ
ΜΙΣΘΟΣ ΜΙΣΘΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 31-33 2 16 2485 2147 1,14 2448 -37
ΑΝΤ/ΡΧΟΣ3 30-31 3 15 2425 2064 1,14 2353 -72
ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 29-30 4 15 2365 2064 1,14 2353 -12
ΑΝΤ/ΡΧΟΣ 28-29 5 15 2265 1985 1,14 2263 -02
Π/ΡΧΗΣ 28-29 6 14 2245 1985 1,13 2243 -02
Π/ΡΧΗΣ 25-27 8 13 2165 1909 1,13 2157 -08
Π/ΡΧΗΣ 24-25 9 12 2095 1836 1,13 2075 -20
Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και μπορούν να παρατεθούν και στην κατηγορία Α των Σωμάτων Ασφάλειας .
-) Αύξηση του Συντελεστή προσαύξησης βασικών μισθών και εξίσωση αυτού με τον αντίστοιχο στις Ένοπλες δυνάμεις: Από τον παραπάνω πινάκα προτείνεται προς επίλυση α) η αύξηση του Συντελεστή προσαύξησης βασικών μισθών κατ’ελάχιστον κατά 0,01 καθώς και β) η διατήρηση προς όφελος των συναδέλφων του ισχύοντος βασικού μισθού σε περιπτώσεις που η διαφορά παραμένει εις βάρος του εργαζομένου. .Η διαφοροποίηση εξάλλου κατά 0,01 υπέρ των Ενόπλων Δυνάμεων παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, είναι άνευ ουσιαστικού ερείσματος καθώς ο μέγιστος συντελεστής (1,15 που δίνεται στο βαθμό του Πλοίαρχου ) λαμβάνεται για ένα (01) μηνά πριν την αποστρατεία.
-) Επίδομα διοίκησης: Θετική εξέλιξη η διάθεση του στα Σώματα Ασφαλείας ( ετήσιο κόστος 600.000 Ευρώ ) δηλαδή στους αξιωματικούς που ανήκουν στην κατηγορία Α.Η μη επέκταση του στην κατηγορία Β’ αξιωματικών που ασκούν καθήκοντα διοίκησης συνιστά κατάφωρη αδικία. Η διαφορετική αντιμετώπιση υπονομεύει την ισονομία και αποδυναμώνει τον θεσμικό ρόλο των Αξιωματικών του Σώματος.
-) Διατήρηση επιπλέον επιδόματος ειδικών συνθηκών υπέρ των στρατιωτικών : Το επιπλέον επίδομα των εξήντα (60) Ευρώ που δίνεται υπέρ των στρατιωτικών στο επίδομα ειδικών συνθηκών διατηρεί την άνιση μεταχείριση με τα Σώματα Ασφάλειας. Ειδικότερα τώρα που αίρεται η αδικία στην λήψη πενθήμερων και αποζημίωσης εργασίας για νυχτερινή απασχόληση στις Ένοπλες Δυνάμεις. Εδώ παραβιάζεται ξεκάθαρα η έννοια του ενιαίου, ειδικού και αδιαίρετου μισθολογίου. Πρέπει να αποκατασταθεί επιτελούς η αδικία και να δοθεί και στα στελέχη των Σωμάτων Ασφάλειας.
-)Χάσμα Μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ κατηγόριων Α και Β: Οι αξιωματικοί που ανήκουν στην κατηγορία Α λαμβάνουν σημαντικές αυξήσεις σε αντιδιαστολή με τους συναδέλφους τους της Β κατηγορίας. Η διαφορά στον μεικτό βασικό μισθό, για τα ίδια έτη υπηρεσίας, ξεκινά από 200 Ευρώ (0-3 έτη υπηρεσίας) και φτάνει έως και 600 Ευρώ (31-35 έτη υπηρεσίας). Αν συνυπολογιστούν επιπρόσθετα τα αυξημένα επιδόματα Διοίκησης –Διεύθυνσης, Θέσεων Ευθύνης και Ειδικών Συνθηκών που δίνονται στην Α κατηγορία είναι άμεσα κατανοητό ότι οι τεράστιες μισθολογικές διαφορές, που δύναται να υπάρχουν μόνο σε διαφορετικά επαγγέλματα, πλήττουν την συνοχή του Σώματος. Με άπλα μαθηματικά, όταν ο μέσος ορός των αυξήσεων είναι 108 Ευρώ Μεικτά , και η κατηγορία Α λαμβάνει την μερίδα του Λέοντος ξεκάθαρα οι συνάδελφοι της Β κατηγορίας θα δουν ελάχιστες, μηδενικές αυξήσεις ακόμη και μειώσεις.
Στο παρόν νομοσχέδιο θα πρέπει να υπάρξει ρύθμιση για την αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ και ΤΕΙ, που κατέχουν τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, ώστε να αποκατασταθει η άνιση και αδικη μεταχείριση τους, έναντι των υπαλλήλων του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα. Είναι ζήτημα δικαιοσύνης και ισονομιας. Στον Υπόλοιπο Δημόσιο Τομέα, η απόκτηση τίτλων σπουδών επιβραβευεται με μισθολογικη εξέλιξη και χορήγηση επιδομάτων, δίνοντας κίνητρο στους υπαλλήλους του για διαρκή επιμόρφωση, αυξανοντας κατ επέκταση την επαγγελματική τους αποδοτικοτητα. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και για τους αστυνομικούς που είναι κατοχοι τίτλων σπουδών ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Στο άρθρο 18 «Κατηγορίες μισθολογικής κατάταξη» του σχεδίου Νόμου αναφέρεται ότι:(…)α) Κατηγορία Α΄:(…)ή με διαγωνισμό ή μετατασσόμενοι στο
Σώμα των αξιωματικών από την ονομασία τους ως αξιωματικών, καθώς και αξιωματικοί
πτυχιούχοι Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) ειδικών καθηκόντων ή ειδικών υπηρεσιών.
Άρα στην ουσία, εκτος από αξιωματικούς Σ.Α.Ε.Α(ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ), εντάσσονται στη κατηγορία Α’ και αξιωματικοί ειδικών καθηκόντων ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ και ΜΟΝΟ ΜΕ ΠΤΥΧΊΟ «Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.)».
Αφου εντάσσονται στην Κατηγορία Α’, οι ανωτέρω αξιωματικοί ειδικών καθηκόντων, πως αποκλείονται(απο την Κατηγορια Α’ ΟΛΟΙ οι υπολοιποι αξιωματικοι (ειτε Τ.Ε.Μ.Α., είτε με την συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου Υπηρεσίας στον βαθμό του ανθυπαστυνόμου), όταν κατέχουν ΠΤΥΧΊΟ «Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.);
Προκειμένου για την αναβάθμιση του Αστυνομικού προσωπικού θα πρέπει να δοθούν οικονομικά κίνητρα για την επιμόρφωση του. Θα πρέπει να δοθούν μισθολογικές προαγωγές συνδεδεμένες με την απόκτηση προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, ως ισχύει και στον λοιπό Δημόσιο Τομέα .
Επιπλέων θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για την απόκτηση πιστοποιήσεων οι οποίες ενδεχομένως θα ήταν ωφέλιμες για την λειτουργία εξειδικευμένων Υπηρεσιών ανάλογα των Υπηρεσιακών αναγκών.
Ενδεχομένως θα ήταν ωφέλιμο να δοθεί οικονομικά κίνητρα για την διατήρηση πιστοποιήσεων πρώτων βοηθειών από προσωπικό το οποίο αποτελεί την πρώτη ανταπόκριση σε ένα συμβάν όπως η Άμεση Δράση κλπ.
Τέλος η επιφυλακή του αστυνομικού προσωπικού, ως χρόνος ο οποίος είναι πέραν της 8ωρης εργασίας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και να αμειφθεί ως χρόνος Υπερωριακής απασχόλησης.
Αναγνώριση των πτυχίων στην Αστυνομία χθές.
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΦΥΛΛΟΥ 171 / 5-08-2011
ΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ,ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ,ΣΤΑ ΑΝΗΛΙΚΑ ΤΕΚΝΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ , ΠΟΥ ΕΧΑΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΕΘΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 3 ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΗΣ–>>
ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΝ ΥΠΑΡΞΕΙ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΕΝ ΩΡΑ ΚΑΙ ΕΝΕΚΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ.
ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΟΒΛΕΨΗ,ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΣΗΜΑ ΚΑΙ ΕΜΠΛΕΚΕΤΑΙ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΟ ΜΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΣΥΝΑΙΒΕΙ ΕΝ ΩΡΑ ΚΑΙ ΕΝΕΚΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ.
ΤΕΛΟΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ , ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ ΣΤΑ ΕΝΟΠΛΑ ΣΩΜΑΤΑ , ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΘΑΝΟΝΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΝΑ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΩΣ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΙΣΑΧΘΕΝΤΩΝ.
Με αφορμή διαρροές για το νομοσχεδίο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, στο Α΄ Μέρος, Β Κεφάλαιο, άρθρο 5 του, προβλέπει ”Μόνιμοι Υπαξιωματικοί που προέρχονται από Α.Σ.Μ.Υ., έχουν συμπληρώσει δεκατέσσερα (14) έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και είναι πτυχιούχοι Α.Ε.Ι. ή κάτοχοι ισότιμου αναγνωρισμένου τίτλου σπουδών αλλοδαπής μπορούν να μετατάσσονται στο Σώμα των Αξιωματικών, για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων βαθμού Ανθυπολοχαγού και αντιστοίχων και δύνανται να παραμείνουν στις Ένοπλες Δυνάμεις με καταληκτικό βαθμό Ταγματάρχη και αντιστοίχων”. Θεωρείται δίκαιο και σκόπιμο να υιοθέτηθεί αντίστοιχη ρύθμιση για Αστυφύλακες, Υπαρχιφύλακες και Αρχιφύλακες γενικών καθηκόντων με οργανική θέση Αστυφύλακα σε προαγωγή τουλάχιστον στο βαθμό του Αρχιφύλακα του π.δ. 82/2006.
Η προαγωγή αυτή συνοδεύεται από αντίστοιχη οικονομική αναγνώριση, με στόχο:
• την ανταμοιβή των προσόντων και της επιστημονικής κατάρτισης των στελεχών,
• την ενίσχυση του κινήτρου παραμονής και εξέλιξης στο Σώμα,
• και τη δικαιότερη μισθολογική αντιστοίχιση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες που αναλαμβάνουν.
Μια τέτοια ρύθμιση θα ενισχύσει το αίσθημα δικαιοσύνης και αξιοκρατίας στην ΕΛ.ΑΣ., θα επιβραβεύσει τους αστυνομικούς που επενδύουν στη γνώση και θα συμβάλει ουσιαστικά στην παραγωγικότητα και το κύρος του Σώματος.Η Πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίζει με ενιαίο και ισότιμο τρόπο το ανθρώπινο δυναμικό όλων των Σωμάτων Ασφαλείας, παρέχοντας ίσες ευκαιρίες εξέλιξης και δίκαιη οικονομική αναγνώριση σε όσους υπηρετούν με συνέπεια και επιστημονική επάρκεια.
Για ακόμη μια φορά μία εξαγγελία για αυξήσεις στα σώματα ασφαλείας αντί να φέρει απλά χαμόγελα και αισιοδοξία, μας γεμίζει απόγνωση γιατί χρόνια μισθολογικά ζητήματα θα παραμείνουν να προβληματίσουν και επόμενες γενιές.
α) ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ Τ.Ε.Μ.Α.:
Διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων Τ.Ε.Μ.Α. από το κλιμάκιο Β΄και η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι Τ.Ε.Μ.Α. ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α΄.
β) ΑΝΘΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΙ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΩΝ (του άρθρου 9 του ν.3686/2008):
Αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του σώματος, έχει δώσει εξετάσεις αρκετά αυστηρές για να προαχθεί και αδικείται κατάφωρα, έχοντας για 9 χρόνια παραμονής στο βαθμό, μόνο 1,04 προσαύξηση. Η προσαύξηση του ποσοστού αυτού να τροποποιηθεί τουλάχιστον κατα τα μισά χρόνια παραμονής στο βαθμό σε 1,06.
γ) ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ – ΚΑΤΟΧΟΙ ΠΤΥΧΙΩΝ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΟΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ:
Η αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ και μεταπτυχιακών/διδακτορικών τίτλων στα Σώματα Ασφαλείας είναι επιβεβλημένη και χρειάζεται να γίνει εξομοίωση με την ισχύουσα ρύθμιση του ενιαίου μισθολογίου βάσει άρθρου 9 του Ν. 4354/2015.
δ) Αποζημίωση των υπερωριών στο πλαίσιο του ισχύοντος δημοσιοϋπαλληλικού νομοθετικού πλαισίου.
ε) Εξομοίωση του επιδόματος ιδιαιτέρων συνθηκών στα επίπεδα των ενόπλων δυνάμεων.
στ) Αύξηση του επιδόματος επικινδυνότητας στα ανώτερα επίπεδα που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία (200 ευρώ).
ζ) Θεσμοθέτηση επιδόματος δυσμενούς διαβίωσης στους υπηρετούντες εντός του Νομού Αττικής, ύψους αντίστοιχου του επιδόματος παραμεθορίου (130 ευρώ).
η) Αύξηση της αποζημίωσης εργασίας πέραν του πενθημέρου (6η ημέρα εργασίας) και διαφοροποίηση της αποζημίωσης με προσαύξηση 20%, εαν αυτή η μέρα είναι Κυριακή.
– Επιπλέον, θεσμοθέτηση αποζημίωσης, στα επίπεδα του πενθημέρου, κατά την εκτέλεση υπηρεσίας σε ημέρα επίσημης αργίας.
– Αύξηση του μέγιστου αριθμού αποζημίωσης εργασίας πέραν του πενθημέρου από (05) που είναι σήμερα σε (08).
θ) Διπλασιασμός της αποζημίωσης της νυχτερινής εργασίας (3,33 ευρώ μεικτά/ώρα σήμερα).
Η αναγνώριση σπουδών επιπέδου ΑΕΙ ΑΤΕΙ είναι ένα δίκαιο αίτημα για τους υπηρετούντες στην ΕΛ. ΑΣ κάτι που πρέπει να έχει καθολικό χαρακτήρα για όλα τα στελέχη και το οποίο δε χρειάζεται να έχει απαραίτητα βαθμολογικό αντίκτυπο, θα μπορούσε να είναι μια μισθολογική προαγωγή , μια καλύτερη υπηρεσιακή αξιοποίηση αυτών των στελεχών σε υπηρεσίες με συνάφεια με το αντικείμενο σπουδών τους. Η δια βίου μάθηση εν έτη 2025 είναι προαπαιτούμενο για την εξέλιξη του σώματος και κίνητρο για τα στελέχη που το απαρτίζουν αναιξερετου βαθμού και καθηκόντων. Ευχαριστώ.
Η αναγνώριση των πτυχίων ΑΕΙ / ΤΕΙ όπως συμβαίνει σε όλο το Δημόσιο έπρεπε να είναι αυτονόητη (Μισθολογικά κυρίως). Είναι ευκαιρία με το νομοσχέδιο αυτό να γίνει επιτέλους πραγματικότητα. Η ελάχιστη αναγνώριση υπήρχε παλιότερα όπου με την κατάθεση πτυχίου έπαιρνες το βαθμό του Αρχιφύλακα δίχως εξετάσεις.
Οι κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ και ΤΕΙ της Ελληνικής Αστυνομίας οφείλουν να αναγνωρισθούν ειτε μισθολογικά, ή βαθμολογικά. Τα πτυχία αναγνωρίζονται σε όλο το Δημόσιο Τομέα και δυστυχώς δεν αναγνωρίζονται στην ΕΛ.ΑΣ. Αυτό συνιστά ξεκάθαρη αδικία, ενώ τίθεται και ζήτημα αντισυνταγματικότητας.
Ειμαι Αξιωματικος του Νομου 3686/08 και Πτυχιουχος Οικονομικου Πανεπιστημιου.Θεωρω οτι υπαρχει δυνατοτητα να προβλεφθουν στο παρον νομοσχεδιο για πρωτη φορα ολες οι παραμετροι που θα διορθωσουν τις αδικιες του παρελθοντος.Πιο συγκεκριμενα σε ολες τις κατηγοριες Μισθολογιου ,στους κατοχους Πτυχιου Πανεπιστημιακης Εκπαιδευσης,σε αυτους με Μεταπτυχιακο και Διδακτορικο θα πρεπει να χορηγηθει αναλογο χρηματικο επιδομα οπως συμβαινει σε ολους τους φορεις του Δημοσιου ,υπαλληλοι των οποιων καταθετοντας τιτλους σπουδων ,εξελισονται ιεραρχικα και λαμβανουν επιπλεον μηνιαια αντιστοιχα μισθολογικα κλιμακια.Στην Ελληνιμη Αστυνομια υπολογιζονται περιπου 5.000-7.000 οι Πτυχιουχοι τιτλων Τριτοβαθμιας Εκπαιδευσης οι οποιοι θα πρεπει να δικαιωθουν απο την πολιτεια.(το κοστος επιβαρυνσης του Κρατικου Προυπολογισμου 3.000.000-4.200.000 ευρω ετησιως ειναι μηδαμινο μπροστα σε επιβαρυνσεις που ακουμε καθημερινα σε διαφορα Υπουργεια αλλα και Δημοσιους φορεις.)
Η συζητηση περι αναγνωρισης των πτυχιων απο την ΕΛ.ΑΣ δεν ειναι μονο ζητημα δικαιοσυνης και αξιοκρατιας αλλα και κατανοηση της μεγαλης οικονομικης αδικιας που υφιστανται εως τωρα.
Πρεπει να γινει σαφες οτι η συνεχης επιμορφωση του Αστυνομικου Προσωπικου με την αποκτηση οποιουδηποτε Πτυχιου Τριτοβαθμιας Εκπαιδευσης,ανεβαζει την ποιοτητα των παρεχομενων υπηρεσιων προς τους πολιτες.
Οι πτυχιούχοι της Ελληνικής Αστυνομίας οφείλουν να αναγνωρισθούν τόσο μισθολογικά όσο και βαθμολογικά. Όπως αναγνωρίζονται στον υπόλοιπο Δημόσιο Τομέα. Αυτό αποτελεί μία κατάφωρη αδικία και προκαλεί στρεβλώσεις στις οικονομικές και βαθμολογικές απολαβές και επιπλέον είναι ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ. Όσο αφορά για τις μισθολογικές και βαθμολογικές προαγωγές όσοι είναι κάτοχοι πτυχίων που το πτυχίο τους δεν συμπεριλαμβάνεται στο ΠΔ373/2002 να έχουν μόνο μισθολογική εξέλιξη όπως 1 κλιμάκιο για Πτυχίο 2 για Μεταπτυχιακό και 3 για Διδακτορικό ενώ για τους υπόλοιπους που το πτυχίο τους συμπεριλαμβάνεται στο ΠΔ 373/2002 να έχουν και την ανάλογη βαθμολογική εξέλιξη όπως 1 βαθμό για Πτυχίο 2 για Μεταπτυχιακό και 3 για Διδακτορικό και επιπλέον να στελεχώνουν τις αντίστοιχες υπηρεσίες και γραφεία.
Θα πρέπει να υπάρξει αναγνώριση πτυχίων αεί και ΤΕΙ στην αστυνομία σε κάθε βαθμό όπως προβλέπεται στην εξέλιξη των αρχιφύλακων με εξετάσεις. Τουλάχιστον κάποια αναγνώριση όπως στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα
Οι πτυχιούχοι ΑΕΙ και ΤΕΙ της Ελληνικής Αστυνομίας οφείλουν να αναγνωρισθούν τόσο μισθολογικά όσο και βαθμολογικά. Δεν γίνεται να αναγνωρίζονται σε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το Δημόσιο Τομέα και να μην αναγνωρίζονται στην ΕΛ.ΑΣ. Αυτό αποτελεί κατάφωρη αδικία αλλά είναι και ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ.
Θα πρότεινα οι πτυχιούχοι ΑΕΙ να ανεβαίνουν δύο μισθολογικά κλιμάκια ως ελάχιστη αναγνώριση.
Για τους αξιωματικούς που προέρχονται από ανθυπαστυνόμους και είναι κάτοχοι πτυχίου/ων να υπάρχει πρόβλεψη ανταμοιβής, είτε με μισθολογικό κλιμάκιο είτε βαθμολογικά με ένα καταληκτικό βαθμό επιπλέον. Η πρόσθετη γνώση γεννά προστιθέμενη αξία στην προσφερόμενη προς τον πολίτη Υπηρεσία. Αδιάφορη η ειδικότητα του Πανεπιστημίου, η γνώση είναι γνώση και πρέπει να εκτιμάται στα στελέχη που την κέρδισαν.
Θα πρότεινα οι πτυχιούχοι Α.Ε.Ι. της Ελληνικής Αστυνομίας να λαμβάνουν ένα Μισθολογικό Κλιμάκιο επιπλέον , χωρίς βαθμολογική προαγωγή.
Καλημέρα σας. Χρειάζεται διαβούλευση για να αναγνωριστούν τα πτυχία ΑΕΙ ΤΕΙ στην ΕΛ.ΑΣ; Πόσα χρόνια θα περιμένουμε ακόμα;
ΘΕΜΑ: Θεσμική αναγνώριση πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών όλων των αστυνομικών.
Η μη αναγνώριση των πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών των αστυνομικών συνιστά διαχρονική και κραυγαλέα αδικία, η οποία πλήττει το κύρος του Σώματος, απογοητεύει χιλιάδες συναδέλφους που έχουν επενδύσει στην προσωπική τους εκπαίδευση και ενδεχομένως αποθαρρύνει όσους σκέφτονται να το πράξουν.
Σε όλους σχεδόν τους κλάδους του Δημοσίου (εκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι ΠΕ – ΤΕ) οι πανεπιστημιακοί τίτλοι αναγνωρίζονται είτε με ειδικό επίδομα, είτε με ανώτερη μισθολογική και βαθμολογική κατάταξη. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η Ελληνική Αστυνομία, γεγονός που μας κατατάσσει σε καθεστώς άνισης μεταχείρισης και στασιμότητας. Αν δεν γίνει επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, το μέλλον θα καθυστερήσει να έρθει.
Η ανάλυση για τα οφέλη από την απόκτηση επιπλέον προσόντων από το αστυνομικό προσωπικό και δη ακαδημαϊκών, μπορεί να είναι εκτενής, πλην όμως περιττή, καθώς είναι γνωστό πως η γνώση είναι δύναμη.
Προτάσεις:
1. Θεσμοθέτηση ειδικού επιδόματος πτυχίου για όλους τους αστυνομικούς κατόχους αναγνωρισμένων πανεπιστημιακών τίτλων (ΑΕΙ – ΤΕΙ – Μεταπτυχιακά, Διδακτορικά).
2. Αύξηση ενός μισθολογικού κλιμακίου με την κατάθεση του Πτυχίου, όπως ισχύει για το Μεταπτυχιακό αύξηση δύο κλιμακίων.
3. Μείωση του χρόνου υπηρεσίας, μόνο μία φορά με αίτηση του ενδιαφερόμενου, για κρίσεις και προαγωγές τουλάχιστον κατά 2 έτη για όσους διαθέτουν πανεπιστημιακό τίτλο, με τροποποίηση του Π.Δ. 81/2016.
4. Ενίσχυση της μοριοδότησης σε μεταθέσεις, τοποθετήσεις και επιλογή για θέσεις ευθύνης, ώστε τα προσόντα να αξιοποιούνται ουσιαστικά.
Η μη αναγνώριση των πτυχίων μας υπονομεύει την αξιοκρατία και απαξιώνει το υψηλό επιστημονικό δυναμικό που υπηρετεί την Ελληνική Αστυνομία. Δεν είναι απλώς οικονομικό ζήτημα· είναι ζήτημα θεσμικής ισότητας και επαγγελματικής δικαίωσης.
Είναι εντελώς αντισυνταγματική η παράλληλη αναγνώρισης των πτυχιούχων ΑΕΙ αστυνομικών από την στιγμή που η αναγνώριση αυτή παρέχεται σε όλο το δημόσιο τον ιδιωτικό τομέα και της ένοπλες δυνάμεις.
Πρέπει να ύπαρξη επί του παρόντος η ίση μεταχείριση των στελεχών της αστυνομίας και ως λύση προτείνετε η αποδώση ενός καταληκτικόυ βαθμού στους πτυχιούχους ΑΕΙ αστυνομίας κάτι που δεν δημιουργεί μεγάλο οικονομικό βάρος στο κράτος.
Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Στο παρών σχέδιο νόμου, στα πλαίσια της υλοποίησης των εξαγγελιών του Πρωθυπουργού στη Δ.Ε.Θ., σχετικά με τις μισθολογικές ρυθμίσεις στα Σώματα Ασφαλείας, στο άρθρο 17 του σχεδίου νόμου ορίζεται το πεδίο εφαρμογής τους, με την υπαγωγή των στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας στην περίπτωση α΄, στο άρθρο 18 ορίζονται τα μισθολογικά τους κλιμάκια και η κατάταξη τους σε αυτά, με βάση την κατηγορία στην οποία ανήκουν, στο άρθρο 21 ορίζεται ο μηνιαίος βασικός μισθός των Σωμάτων Ασφαλείας ανά μισθολογικό κλιμάκιο, με βάση την κατηγορία μισθολογικής κατάταξης και τα έτη υπηρεσίας, και τέλος στο άρθρο 22 ορίζονται οι συντελεστές προσαύξησης του βασικού μισθού των Σωμάτων Ασφαλείας που προβλέπονται στο άρθρο 21, ανάλογα με την κατηγορία μισθολογικής κατάταξης και τον διοικητικό βαθμό των στελεχών.
Οι απόφοιτοι του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) ως Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, είμαστε άμεσα θιγόμενοι από τους πίνακες της μισθολογικής μας κατάταξης και των μελλοντικών μας αποδοχών, με την ένταξη μας στην β΄ μισθολογική κατηγορία, η οποία είναι προσβλητική για εμάς, καθώς δεν αναγνωρίζει το ανώτερο επίπεδο των σπουδών μας και της εκπαίδευσής μας στο αστυνομικό αντικείμενο, ενώ οι συνακόλουθες αυξήσεις των μισθών μας από την αυθαίρετη εξομοίωσή μας με την β’ κατηγορία είναι ελάχιστες ως και μηδαμινές. Αντιθέτως, με τις νέες ρυθμίσεις οι μισθολογικές αυξήσεις στην α΄ μισθολογική κατηγορία των ομοιοβάθμων μας, αποφοίτων της Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, παραβίαζουν σε βάρος μας την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, χωρίς να λαμβάνεται γι΄ εμάς υπόψη το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που δικαιολογεί την ανάλογη μεταχείριση μας.
Τούτο διότι πριν την ανακοίνωση των εξαγγελιών της Κυβέρνησης η διαφορά μας στον βασικό μισθό, ως αποφοίτων Αξιωματικών του Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με των ομοιοβάθμων μας αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. και από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή κυμαινόταν από τα 25 ευρώ μεικτά έως τα 150 ευρώ, ενώ πλέον αν ισχύσει το σχέδιο νόμου θα κυμαίνεται τουλάχιστον από 100 ευρώ έως 500 ευρώ μεικτά, για την εκτέλεση ίδιων καθηκόντων. Από τον νομοθέτη όμως αναγνωρίζονται ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α. και του Τ.Ε.Μ.Α., καθώς έχουμε ενιαία επετηρίδα στην οργανωτική δομή του Σώματος από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ έως και του Αστυνομικού Διευθυντή, και οι απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. τυγχάνουν μέχρι και την αποστρατεία τους από το Σώμα πάντοτε αρχαιότεροι των αποφοίτων του επόμενου ημερολογιακού έτους της Σ.Α.Ε.Α., ασκώντας καθήκοντα Διευθυντών Υπηρεσιών, Διοικητών, Τμηματαρχών, Προϊσταμένων και αναπληρωτών όλων αυτών σε όλες της Υπηρεσίες του Σώματος και σε όλα τα επίπεδα της Διοίκησης, μεταξύ των οποίων και τα επιτελικά καθήκοντα.
Για τον λόγω τούτο προβάλουμε νομολογία από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της Χώρας (ΣτΕ) από την οποία προκύπτει ότι:
α). ο νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίζει την πρόσβαση στο Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας (Σ.Μ.Ε.) εκείνων των προσώπων που έχουν τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της διδασκαλίας μέσω συστήματος εισαγωγής, το οποίο στηρίζεται σε γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και είναι σύμφωνο με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας κάθε υποψήφιου ανάλογα με την προσωπική του αξία και ικανότητα, προς τον σκοπό, ειδικότερα, της διασφάλισης του αξιοκρατικότερου τρόπου επιλογής των ικανότερων υποψηφίων. Το αυτό ισχύει και για την προαγωγή των Αστυφυλάκων στον βαθμό του Αρχιφύλακα με εξετάσεις και την κατ΄ εξαίρεση είσοδο με εξετάσεις δέκα (10) χαμηλόβαθμων πτυχιούχων αστυνομικών, καθ΄ υπέρβαση στη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας.
β). η προαγωγή μας στον βαθμό του Αρχιφύλακα και η εισαγωγή μας στο Τ.Ε.Μ.Α. στηρίζεται στις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, κατόπιν προαγωγικών εξετάσεων σε τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματος και ιδίως της έκθεσης ιδεών, που αφορά στον έλεγχο των γλωσσικών δεξιοτήτων των υποψηφίων και της δυνατότητάς τους για την κριτική σκέψη, ανάλυση και τεκμηρίωση, προσόντων δηλαδή που συναρτώνται άμεσα προς την ικανότητα των υποψηφίων για παρακολούθηση των σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εν γένει. Η εξέτασή της έκθεσης ιδεών, κρίθηκε από το ΣτΕ ότι αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων στο Τ.Ε.Μ.Α., το οποίο εντάσσεται στην ανώτερη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενόψει των ανακριτικών καθηκόντων που καλούνται να εκτελέσουν οι απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α., ως αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., τα οποία απαιτούν καλή γνώση της νεοελληνικής γλώσσας, καθώς και της προοπτικής εξέλιξης των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. στους ανώτερους-ανώτατους βαθμούς της ιεραρχίας της ΕΛ.ΑΣ. Με την υπάρχουσα νομολογία και με τρόπο αδιαμφισβήτητο κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή, επιβάλλεται εν όψει της σπουδαιότητας, κατά τα ανωτέρω, του ανωτέρω μαθήματος και της συνάφειας αυτού, υπό την ανωτέρω έννοια, προς όλα τα γνωστικά αντικείμενα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
γ). ενόψει της φύσεως των παραγωγικών Σχολών Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, η εισαγωγή στις επίμαχες σχολές οδηγεί σε πρόσβαση σε δημόσια θέση, δηλαδή σε διορισμό στο Δημόσιο. Από την νομολογία προκύπτει ότι, από την άποψη του σκοπού και του περιεχομένου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, της οργάνωσης των σπουδών και των υποχρεώσεων των σπουδαστών που εισάγονται σε αυτές, η Σ.Α.Ε.Α. τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος, η Σχολή Αστυφυλάκων τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος. Το αυτό ισχύει και για τις χαρακτηριζόμενες από τον νομοθέτη αντίστοιχες ανώτατες και ανώτερες παραγωγικές σχολές των ενόπλων δυνάμεων.
δ). η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των Αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους Αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των Αξιωματικών αυτών.
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας και η Σχολή Αστυφυλάκων τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες από τις αντίστοιχες ανώτατες και ανώτερες σχολές της Χώρας και μόνο τυπικά εντάσσονται σε αυτές και όχι ουσιαστικά. Αντιθέτως, οι Αξιωματικοί του Τ.Ε.Μ.Α., ως απόφοιτοι Ανώτερης Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν λάβει ουσιαστική και τυπική εκπαίδευση που δεν δικαιολογεί την εξίσωσή τους με Αστυφύλακες, Υπαξιωματικούς, Ανθυπαστυνόμους και Αξιωματικούς που προάγονται και εξελίσσονται με βάση τα έτη υπηρεσίας στον βαθμό.
Η αποφοίτηση από το Τ.Ε.Μ.Α. και η λήψη του βαθμού του Υπαστυνόμου Β΄ απαιτεί την επιτυχή δοκιμασία των υποψηφίων Ανθυπαστυνόμων σε εξετάσεις, με αμιγώς ακαδημαϊκά κριτήρια, αφού προβλέπονται τόσο έκτακτες όσο και εξιτήριες πτυχιακές εξετάσεις, ενώ οι αρμοδιότητες που θα κληθούν να αναλάβουν αφορούν την άσκηση διοικήσεως από υψηλή θέση, δεδομένου ότι δύνανται να ανέλθουν έως και το βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή. Επιπλέον, το Τ.Ε.Μ.Α. εποπτεύεται αυστηρά από το Κράτος ενώ, η ιεραρχία, ο έλεγχος και η υπαγωγή στην αστυνομική πειθαρχία, η οποία αποτελεί κριτήριο για τον απλώς τυπικό χαρακτηρισμό σχολής ως ανώτερης εκπαιδεύσεως κατά τη σκ. 6 της με αρ. 2443/2024 ΔΕφΑθ, στην οποία υπόκεινται οι φοιτούντες στη Σχολή Αστυφυλάκων είναι σημαντικά εντονότερη σε σύγκριση με εκείνη των φοιτούντων στο Τ.Ε.Μ.Α. Και τούτο διότι αντικείμενο της Σχολής Αστυφυλάκων και της Σχολής Αξιωματικών είναι ακριβώς η μάθηση της πειθαρχίας αυτής.
Η άνιση μισθολογική μας μεταχείριση, με πλήθος νομικών επιχειρημάτων αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς μας ως Αξιωματικών αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., για την άρση της ηθικής και οικονομικής βλάβης που υφίσταται η κατηγορία μας ήδη από το 2017.
Η βλάβη μας όμως μπορεί να αρθεί από τον νομοθέτη με την μισθολογική ένταξη μας σε μία ενδιάμεση μισθολογική κατηγορία, μεταξύ της α΄ και της β΄, με αυξημένες και ανάλογες μισθολογικές απολαβές σε σχέση με την α΄ μισθολογική κατηγορία, χωρίς όμως να εξισωνόμαστε πλήρως με αυτήν, ένεκα της διαφορετικής υπηρεσιακής διαδρομής με τους ομοιόβαθμούς μας αποφοίτους της Σ.Α.Ε.Α., με τους οποίους όμως μας αναγνωρίζονται ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις από τον νομοθέτη. Αυτό ενισχύεται και από την διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. με τους Αξιωματικούς και λοιπούς αστυνομικούς της β΄ μισθολογικής κατηγορίας, με τους οποίους αποδεδειγμένα δεν τελούμε σε όμοιες νομικές και πραγματικές συνθήκες, αλλά σε εντελώς διαφορετικές.
Επειδή 1.340 εν ενεργεία Αξιωματικοί απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α., εκ των οποίων οι 1.279 είμαστε μάχιμοι και οι λοιποί υπηρεσίας γραφείου (ορισμένοι εξ αυτών θα συνταξιοδοτηθούν σύντομα στα τέλη του έτους), εισαχθήκαμε και προαχθήκαμε σε Αξιωματικούς κατόπιν διπλών αξιοκρατικών εξετάσεων (προαγωγή σε Αρχιφύλακες και Αξιωματικούς), δικαιολογείται η καλύτερη μισθολογική μεταχείρισή μας σε σχέση με τους ομοιόβαθμούς μας άλλων υφιστάμενων βαθμολογικών και μισθολογικών κατηγοριών, με δεδομένη την διοικητική μας εμπειρία και την προσπάθεια μας να καταλάβουμε θέσεις ευθύνης. Το δημοσιονομικό κόστος που θα προκληθεί είναι ασήμαντο αφού συνδέεται αιτιωδώς με την υψηλή μας θέση στην πυραμίδα της ιεραρχίας και τα υψηλά μας καθήκοντά, τα οποία η ίδια η Πολιτεία μας έχει αναθέσει.
Σε καμία περίπτωση ως Αξιωματικοί απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. δεν στρεφόμαστε κατά των δικαιωμάτων των περίπου 4.000 αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ούτε και των αποφοίτων των άλλων κατηγοριών, πλην όμως ζητούμε αναλογική ισότητα και δίκαιη μεταχείριση που αντιστοιχεί στην προσωπική αξία και ικανότητά μας στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο, προς ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, της αναγνώρισής των υπηρεσιών μας στην κοινωνική ολότητα και στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας. Αναμένουμε και περιμένουμε από τον νομοθέτη να μας αποκαταστήσει ηθικά και μισθολογικά.
Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Ως Αξιωματικός προερχόμενη από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) θα ήθελα να σχολιάσω τα εξής:
Το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί μία πρώτης τάξης ευκαιρία για την, μεταξύ άλλων, άρση της μισθολογικής αδικίας που υφίστανται τα τελευταία χρόνια οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α., με την ένταξη τους στη μισθολογική κατηγορία Β΄. Πρακτικά, μετά την αποφοίτησή τους από το Τ.Ε.Μ.Α., παραμένουν στην ίδια μισθολογική κατηγορία από την οποία προέρχονται, παρότι έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων Τ.Ε.Μ.Α. σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρξει μισθολογική διαφοροποίηση συγκριτικά με τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008 και ουδέποτε φοίτησαν σε οποιαδήποτε σχολή, εφόσον ήδη οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, υπάγονται σε διαφορετική επετηρίδα, έχουν διαφορετικό αριθμό οργανικών θέσεων και τελούν προφανώς υπό διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική μεταχείρισή τους. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας.
Επιπλέον, οι αξιωματικοί απόφοιτοι Τ.Ε.Μ.Α. ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής κατηγορίας Α και μάλιστα πολλάκις παρότι είναι στον ίδιο βαθμό θεωρούνται αρχαιότεροι (αν αποφοίτησαν τουλάχιστον το προηγούμενο ημερολογιακό έτος), γεγονός που έχει ως συνέπεια να ασκούν διοίκηση σε αξιωματικούς της κατηγορίας Α, να τους βαθμολογούν, να τους ασκούν πειθαρχικό έλεγχο κ.ο.κ. Επιπλέον, σημειώνεται ότι, στην κατηγορία Α ανήκαν (κυρίως στο πρόσφατο παρελθόν και ανήκουν ίσως ακόμη και σήμερα) αξιωματικοί οι οποίοι ουδέποτε φοίτησαν στη Σχολή Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αλλά παρακολουθήσαν παρόμοια σχολή με το Τ.Ε.Μ.Α., πριν από τη λειτουργία της Σ.Α.Ε.Α. με τη σημερινή της μορφή. Δηλαδή αξιωματικοί με τα ίδια ακριβώς προσόντα με τους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α.
Η αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας εξάλλου προβλέπεται όταν επέρχονται ουσιαστικές αλλαγές (μεταπήδηση Ε.Φ. και Σ.Φ. από κατηγορία Δ σε κατηγορία Γ).
Ούτως ή άλλως, αφενός οι ανώτατοι βαθμοί (Ταξιάρχου και πάνω) δεν προβλέπονται και αφετέρου σύμφωνα με το κατώτατο ηλικιακό όριο εισαγωγής στη Σχολή Τ.Ε.Μ.Α. δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτηθούν στην ενέργεια για τους από το Τ.Ε.Μ.Α. προερχόμενους αξιωματικούς, συνεπώς ακόμη και με την ένταξη των αξιωματικών Τ.Ε.Μ.Α. στην Α κατηγορία θα εξακολουθούσε να υπάρχει διαφοροποίηση με τους αξιωματικούς προερχόμενους από Σ.Α.Ε.Α., αφού οι τελευταίοι εξελίσσονται και στους ανώτατους βαθμούς, όπως προβλέπεται από τη Σχολή από την οποία προέρχονται. Ωστόσο, οι μισθολογικές απολαβές μέχρι το βαθμό του Α/Δ θα πρέπει να είναι κοινές.
Παρότι θεωρείται απολύτως δικαιολογημένη, δίκαιη και λογική η ένταξη των αξιωματικών αποφοίτων Τ.Ε.Μ.Α. στην μισθολογική κατηγόρια Α, εντούτοις από τη δημιουργία του υφιστάμενου μισθολογίου εξακολουθεί να διαιωνίζεται ο συγκεκριμένος αναίτιος διαχωρισμός. Ωστόσο, αν η δίκαιη ένταξη των αξιωματικών Τ.Ε.Μ.Α. στην κατηγορία Α δεν υλοποιηθεί, τότε σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) και τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα δικαιολογείται η δημιουργία μιας νέας ενδιάμεσης κατηγορίας (π.χ. Β+) μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017, η οποία θα πρέπει να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Δυστυχώς καμιά πρόβλεψη για προαγωγή για τους έχοντες πτυχίο. Πριν μερικά χρόνια μπορούσε το πτυχίο να χρησιμοποιηθεί μία φορά για προαγωγή. Προβλέψετε στο υπάρχον νομοσχέδιο και τους πτυχιούχους προαγωγή ή μισθολογική προαγωγή.
Για τους Αξιωματικούς της ΕΛΑΣ αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017. Τούτο διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής Κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Γιατί δεν αναφέρει κανείς ότι στο παρελθόν, πριν την κατάρτιση του σημερινού βαθμολογίου με τις κατηγορίες Α,Β,Γ,Δ κλπ, οι Αξιωματικοί του ΤΕΜΑ λάμβαναν στην αποστρατεία μισθολογικό βαθμό ολόκληρο Ταξιάρχου ενώ οι αντίστοιχοι Υπαξιωματικοί των σχολών του στρατού λάμβαναν στην αποστρατεία τα 2/3 του βαθμού του Ταξιάρχου; Από κει αντιλαμβανόμαστε ότι ο παλαιός νομοθέτης αναγνώριζε την εξ υπαξιωματικών εξέλιξη των Ανθυπαστυνόμων με εξετάσεις και τους απένειμε ολόκληρο τον συνταξιοδοτικό βαθμό του Ταξιάρχου, σε αντίθεση με τους υπαξιωματικούς του στρατού που δεν προέρχονταν από εξετάσεις και ως εκ τούτου λάμβαναν μόνο τα 2/3 του βαθμού.
Με την θέσπιση των κατηγοριών του βαθμολογίου, συνταξιοδοτικά ισοσκελίστηκαν άδικα όλοι οι αξιωματικοί εξ υπαξιωματικών ΤΕΜΑ της αστυνομίας με του στρατού που δεν προήλθαν από διαγωνισμό. Κανείς Αξιωματικός του ΤΕΜΑ ή δικηγόρος δεν το αντιλήφθηκε αυτό;
Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Είμαι αξιωματικούς της Αστυνομιας πτυχιούχος ΑΕΙ ανθρωπιστικών επιστημών, θέλω να επισημάνω ότι το ενιαίο μισθολόγιο δεν μπορεί να είναι ενιαίο όταν αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο τους ένστολους καθώς υπάρχει πρόβλεψη για τους πτυχιούχους σε όλα τα ένστολα σώματα πλην της αστυνομίας.
Νομίζω πώς μια λύση με χαμηλό κόστος είναι η αποδώση ενός καταληκτικόυ βαθμού στους πτυχιούχους ΑΕΙ
Για τους Αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η μεταφορά τους στην Α μισθολογική κατηγορία από την Β, όπως ακριβώς συμβαίνει με την κατηγορία Δ των αστυνομικών η οποία μεταφέρεται στην Γ κατηγορία όταν αυτοί, ονομάζονται Αστυφύλακες. Τούτο, διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. οι οποίοι ανήκουν στην Β μισθολογική κατηγορία άδικα, διότι έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7,1378/2024σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠτης ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
11 Οκτωβρίου 2025, 15:11 | ΑνναΜόνιμος ΣύνδεσμοςΕίμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Για τους Αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (ΤΕΜΑ) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η μεταφορά τους στην Α μισθολογική κατηγορία από την Β, όπως ακριβώς συμβαίνει με την κατηγορία Δ των αστυνομικών η οποία μεταφέρεται στην Γ κατηγορία όταν αυτοί, ονομάζονται Αστυφύλακες. Τούτο, διότι οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. οι οποίοι ανήκουν στην Β μισθολογική κατηγορία άδικα, διότι έχουν λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6). Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών αποφοίτων ΤΕΜΑ σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους προ της αποφοίτησής τους από αυτό. Η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται και με την πάροδο ετών υπηρεσίας, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας. Εξάλλου, οι απόφοιτοι ΤΕΜΑ ασκούν όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της μισθολογικής κατηγορίας Α, επομένως η ένταξή τους σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα
11 Οκτωβρίου 2025, 15:11 | ΑνναΜόνιμος ΣύνδεσμοςΕίμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.
Είμαι Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Από τον συνδυασμό των αρ. 2097/2019 ΣτΕ, σκέψη 15, αρ. 1118-1121/2024, ΣτΕ, σκέψεις 12, αρ. 854/2019 ΣτΕ, σκέψη 11, αρ. 382/2024 ΣτΕ, σκέψεις 11 και 12 και αρ. 383/2024, σκέψεις 12 έως 16, για τους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας αποφοίτους του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαιδεύσεως Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.) είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1781/2024) η δημιουργία νέας, ενδιάμεσης, μισθολογικής κατηγορίας μεταξύ των υφιστάμενων κατηγοριών Α και Β του άρθρου 124 του ν. 4472/2017 (π.χ. Α-Β, Α- ή Β+ κατηγορία).
Τούτο διότι εμείς ως αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας έχουμε λάβει τυπικά και ουσιαστικά ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση (βλ. ΣτΕ 854/2019 σκ. 11 και 2097/2019 σκ. 15), ουσιωδώς διαφορετική από την εκπαίδευση που παρέχει η παραγωγική Σχολή Αστυφυλάκων, η οποία είναι μεν νομοθετικά χαρακτηρισμένη ως ανώτερη αλλά τελεί προδήλως υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1802/2020 σκ. 7, 1378/2024 σκ. 14, ΔΕφΑθ 2443/2024 σκ. 6).
Περαιτέρω, η διαφορετική υπηρεσιακή διαδρομή των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., από τους αξιωματικούς που προήχθησαν από τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου στον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3686/2008, βασίζεται στο γενικό, αντικειμενικό και αξιοκρατικό κριτήριο της εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων και ευδόκιμης αποφοίτησης των πρώτων από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων και την απορρέουσα απ’ αυτήν επαγγελματική ικανότητα και εμπειρία των αξιωματικών αυτών της ΕΛ.ΑΣ. Το κριτήριο αυτό δικαιολογεί τη βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό στην ιεραρχία της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από το Τμήμα αυτό, δεδομένου ότι με την ευδόκιμη αποφοίτηση από το παραπάνω Τμήμα της Σχολής Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ. πιστοποιείται η κατοχή γνώσεων και επαγγελματικής κατάρτισης άμεσα συνυφασμένων με τα αστυνομικά καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν οι απόφοιτοι του Τμήματος αυτού ως κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ως άνω δύο κατηγορίες αξιωματικών, για καθεμία εκ των οποίων προβλέπονται ιδιαίτερη επετηρίδα και διαφορετικός αριθμός οργανικών θέσεων, τελούν υπό προδήλως διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης και σταδιοδρομίας που δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολογική και μισθολογική τους μεταχείρισή τους από τον νομοθέτη, η δε βαθμολογική εξέλιξη των αξιωματικών, αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α., σε ανώτερο βαθμό ιεραρχίας από τους αξιωματικούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βάσει κριτηρίου που συνάπτεται άμεσα με την προσωπική αξία και ικανότητα των αξιωματικών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 853, 854/2019 επτ., 152, 2533/2016, 284/2015, 1127/2006, 3119/2002, 112/2000, 3894/1998, 172/1991).
Επομένως, είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., αποφοίτων του ν.δ. 649/1970 (Τ.Ε.Μ.Α.), σε σχέση με την μισθολογική κατάστασή τους πριν την εισαγωγή τους σε αυτό, αλλά και μετά την αποφοίτησή τους από αυτό. Οι Ανθυπαστυνόμοι που εισήχθησαν και αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α., σε σχέση με τους Ανθυπαστυνόμους που δεν εισήχθησαν και δεν αποφοίτησαν από το Τ.Ε.Μ.Α. δεν τελούν σε όμοιες νομικές συνθήκες, αλλά σε ανόμοιες νομικές συνθήκες. Η κατηγορία αυτή των Ανθυπαστυνόμων προάγονται σε αξιωματικούς με μια αίτησή τους, με μόνο κριτήριο τα έτη υπηρεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει να αναγνωρίσει στους αποφοίτους του Τ.Ε.Μ.Α. ενδιάμεση κατηγορία που να μην την εξισώνει με άλλες κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού, καθώς εμείς σε δύο διαγωνισμούς (προαγωγή σε Αρχιφύλακες με εξετάσεις – Εισαγωγή ως Ανθυπαστυνόμοι στο Τ.Ε.Μ.Α.), κριθήκαμε στα εξεταζόμενα μαθήματα ως οι ικανότεροι των καταλλήλων υποψηφίων, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας.
Άρα, η διαφοροποίηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, η οποία επέρχεται με την πάροδο των ετών υπηρεσίας και των συνακόλουθων βαθμολογικών προαγωγών, αλλά να περιλαμβάνει αλλαγή μισθολογικής κατηγορίας (ενδιάμεση με αυξημένες αποδοχές), ήτοι αποδοχές πλησίον των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α. (Α΄ κατηγορία), χωρίς όμως οι απολαβές των αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α. να εξισώνονται πλήρως με των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., λόγω της διαφορετικής υπηρεσιακής μας διαδρομής και μόνο. Εξάλλου, ως απόφοιτοι του Τ.Ε.Μ.Α. ασκούμε όμοια καθήκοντα με τους αξιωματικούς της Α΄ μισθολογικής Κατηγορίας που δεν δικαιολογεί τεράστια απόκλιση στις αποδοχές μας (βλέπε πχ ΠΔ 100/2003, ΠΔ 24/1997, ΠΔ 120/2008, πχ 82/2021 και ΠΔ 141/1991 ενδεικτικά). Η ένταξή μας σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία από την τρέχουσα είναι απολύτως σύμφωνη και με τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 του Συντάγματος, 157 της ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ, 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα.
Κλείνοντας, ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (ν.δ. 649/1970), μετά προδήλου εννόμου συμφέροντος ζητώ την άρση της οικονομικής και ηθικής μου βλάβης, με την δημιουργία ενδιάμεσης μισθολογικής κατηγορίας που να προσεγγίζει το 75% τουλάχιστον των αποδοχών των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α., ένεκα των αυξημένων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μου που μου αναγνωρίζει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση με την ένταξή μου στην β΄ μισθολογική κατηγορία, προσβάλει βάναυσα την προσωπικότητά μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζει την προσωπική μου αξία και ικανότητα, η οποία γίνεται δεκτή με βάση την νομολογία και σε καμία περίπτωση δεν θίγει τα δικαιώματα των αποφοίτων της Σ.Α.Ε.Α.