1. Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό που ανήκει στο Δημόσιο, στον ευρύτερο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, υποχρεούται να διευκολύνει την ισότιμη άσκηση των δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρίες στα πεδία των αρμοδιοτήτων ή δραστηριοτήτων του λαμβάνοντας κάθε πρόσφορο μέτρο και απέχοντας από οποιαδήποτε ενέργεια ή πρακτική που ενδέχεται να θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων τους από τα πρόσωπα αυτά.
Ιδίως υποχρεούται:
α) να αφαιρεί υφιστάμενα εμπόδια κάθε είδους,
β) να τηρεί τις αρχές καθολικού σχεδιασμού σε κάθε τομέα της αρμοδιότητάς του ή της δραστηριοποίησής του, προκειμένου να διασφαλίζει για τα Άτομα με Αναπηρίες την προσβασιμότητα των υποδομών, των υπηρεσιών ή των αγαθών που προσφέρει,
γ) να παρέχει, όπου απαιτείται σε συγκεκριμένη περίπτωση, εύλογες προσαρμογές υπό τη μορφή εξατομικευμένων και κατάλληλων τροποποιήσεων, ρυθμίσεων και ενδεδειγμένων μέτρων, χωρίς την επιβολή δυσανάλογου ή αδικαιολόγητου βάρους,
δ) να απέχει από πρακτικές, συνήθειες και συμπεριφορές που συνεπάγονται διακρίσεις σε βάρος των Ατόμων με Αναπηρίες,
ε) να προάγει με θετικά μέτρα την ισότιμη συμμετοχή και άσκηση των δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρίες στον τομέα της αρμοδιότητας ή δραστηριότητάς του.
2. Οι κατά την παράγραφο 1 υπόχρεοι οφείλουν κατά τις συναλλαγές τους με Άτομα με Αναπηρίες να διασφαλίζουν βασική πληροφόρηση μέσω τρόπων, μορφών και μέσων επικοινωνίας, όπως ορίζονται στη Σύμβαση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, κατόπιν συνεργασίας με τον Υπουργό Επικρατείας του άρθρου 11 και κατόπιν διαβούλευσης με αναγνωρισμένες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του αναπηρικού κινήματος, με άτομα και με ομάδες ατόμων που έχουν εύλογο ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες εξειδικεύονται οι υπόχρεοι φορείς, οι τρόποι, οι μορφές και τα μέσα προσβάσιμης επικοινωνίας, καθώς και κάθε άλλο θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.
2.Το Άρθρο 3 «Γενικές Υποχρεώσεις» να τροποποιηθεί/συμπληρωθεί ως ακολούθως: «1. Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό που ανήκει στο Δημόσιο, στον ευρύτερο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, υποχρεούται να διασφαλίζει την ισότιμη άσκηση των δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρίες στα πεδία των αρμοδιοτήτων ή δραστηριοτήτων του λαμβάνοντας κάθε πρόσφορο μέτρο και απέχοντας από οποιαδήποτε ενέργεια ή πρακτική που ενδέχεται, άμεσα ή έμμεσα, να εμποδίζει ή να θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων τους από τα πρόσωπα αυτά. Ιδίως υποχρεούται: […] δ) να απέχει από ρυθμίσεις, πρακτικές, κριτήρια, συνήθειες και συμπεριφορές που συνεπάγονται διακρίσεις σε βάρος των Ατόμων με Αναπηρίες. […] 2. Οι κατά την παράγραφο 1 υπόχρεοι οφείλουν κατά τις συναλλαγές τους με Άτομα με Αναπηρίες να διασφαλίζουν βασική πληροφόρηση μέσω τρόπων, μορφών και μέσων επικοινωνίας, όπως ορίζονται στη Σύμβαση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, κατόπιν συνεργασίας με τον Υπουργό Επικρατείας του άρθρου 11 και με το Κεντρικό Σημείο Αναφοράς του άρθρου 12 και κατόπιν δημοσίας διαβούλευσης, ειδικότερα με την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.) και με αναγνωρισμένες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του αναπηρικού κινήματος, εξειδικεύονται οι υπόχρεοι φορείς, οι τρόποι, οι μορφές και τα μέσα προσβάσιμης επικοινωνίας, καθώς και κάθε άλλο θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου».
Μείζον εμπόδιο στην αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων με άνοια στην κοινωνία είναι το στίγμα, ο φόβος για την άνοια στο γενικό πληθυσμό και η υποτίμηση της ικανότητας των ατόμων με άνοια από τους πολιτικούς, τους επαγγελματίες, τους ερευνητές και την κοινότητα.
Σαν αποτέλεσμα των διακρίσεων, τα άτομα με άνοια συχνά δε διαγιγνώσκονται ή δεν τους αναφέρεται η διάγνωση. Συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε κατάλληλες υπηρεσίες για τους ίδιους ή την οικογένειά τους. Να σημειωθεί, ότι η διάγνωση της άνοιας δε συνιστά αυτομάτως ότι τα άτομα με άνοια είναι ανίκανα να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικά μέλη της κοινωνίας και απαιτείται παρακολούθηση και αξιολόγηση της εκπτωτικής πορείας των ατόμων προς την αναπηρία.
Ο Φάρος Τυφλών της Ελλάδος αποτελεί σωματείο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.)- «Ειδικώς Αναγνωρισμένο» ως «Φιλανθρωπικό» και ειδικά πιστοποιημένο ως φορέας Παροχής Υπηρεσιών Κοινωνικής Φροντίδας, Μη Κερδοσκοπικού Χαρακτήρα, σε τυφλά και μερικώς βλέποντα άτομα. Κύριος σκοπός του είναι η επαγγελματική αποκατάσταση και η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στα άτομα αυτά, αλλά και η ευαισθητοποίηση του κοινού και της Πολιτείας, με τους εξυπηρετούμενούς του να ανέρχονται σε χιλιάδες (από Ελλάδα, Κύπρο και ομογενείς του εξωτερικού).
Aπό το 1946 που λειτουργεί ο φορέας μας, έχει δημιουργήσει για την ενίσχυση της απασχόλησης των ατόμων με προβλήματα όρασης, 3 Παραγωγικές Μονάδες, πιστοποιημένες με το Σύστημα Διαχείρισης Ποιότητας ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 9001:2008.
Τα παραγωγικά εργαστήρια αποτελούν μοναδική συνθήκη πανελλαδικά, προσφέροντας θέσεις εργασίας σε τυφλούς εργάτες, οι οποίοι εκ των πραγμάτων μπορούν να εμπλακούν στην παραγωγή μόνο πολύ συγκεκριμένων προϊόντων: ζώνες, ταυτότητες οπλιτών, σάρωθρα, βούρτσες, λευκά είδη (μαξιλάρια και σεντόνια). Τα εργαστήρια αυτά διαθέτουν τον πολύ συγκεκριμένο τεχνολογικό εξοπλισμό και η βιωσιμότητά τους εξαρτάται ξεκάθαρα από την ροή παραγγελιών και ανάθεση εργασιών.
Το ελληνικό κράτος στηρίζει τα εργαστήρια με σχετικές αναθέσεις, όπως ο Νόμος 2765/54 που αναφέρει ρητά ότι : «…υποχρεούνται οι Κρατικές Υπηρεσίες πολιτικές και στρατιωτικές, καθώς και οι υπηρεσίες των δημοτικών και κοινοτικών αρχών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κοινής ωφελείας και επί σκοπώ ενισχύσεως των εργαζομένων τυφλών, να απευθύνονται δια την προμήθεια και επισκευή αναγκαιούντων εις αυτά ειδών καθαριότητος των δυναμένων να κατασκευασθώσιν από τυφλούς κατά πρώτον λόγον, απ’ευθείας εις οργανώσεις μη κερδοσκοπικάς…»
Παρακαλούμε να συμπεριληφθεί στο νομοσχέδιο, διάταξη που να υποχρεώνει τους φορείς ώστε αντικείμενα που κατασκευάζονται από εργαστήρια αναπήρων υποχρεωτικά να ανατίθενται στα εργαστήρια αυτά, όπως γίνεται με τον νόμο 2765/54 (που για τα είδη καθαριότητας υπάρχει υποχρέωση να τα αναθέτουν στα εργαστήρια που εργάζονται τυφλοί).
Σε συνέχεια λοιπόν των παραπάνω, αιτούμαστε, στο Νόμο 4412/16, στο άρθρο 20, § 1, να γίνει αντικατάσταση της φράσης : «Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να παραχωρούν κατ’ αποκλειστικότητα…» με την φράση : «Οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούται να παραχωρούν κατ’ αποκλειστικότητα…» και στην §2, η φράση : «Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προβλέπουν την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων…» με την φράση : «Οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούται να προβλέπουν την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων…»
Ζητούμε τα αντικείμενα που κατασκευάζονται στα εργαστήρια που απασχολούν ανάπηρους εργαζόμενους υποχρεωτικός να ανατίθενται στα εργαστήρια αυτά και όχι δυνητικώς.
Η Πολιτεία υποχρεούται να καλύπτει από την βρεφική έως την τρίτη ηλικία, ανάλογα με τις ανάγκες της ηλικίας και των μαθησιακών αναγκών του κάθε ατόμου με πρόβλημα όρασης και πρόσθετων αναπηριών, την Εκπαίδευση, Αποκατάσταση και Φιλοξενία μέσα από τις δομές των υφιστάμενων Ιδρυμάτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με την ένταξη των ατόμων αυτών στα προγράμματα των εκεί φορέων και την 24ωρη φιλοξενίας τους στις ως άνω δομές.
Ιδιαίτερη μέριμνα οφείλει να δοθεί σε άτομα άνω των 18 ετών με πρόσφατη απώλεια όρασης με την ένταξη τους στα εκπαιδευτικά προγράμματα των παραπάνω δομών και με την ταυτόχρονη φιλοξενία τους εκεί σε 24ωρη βάση όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, για την πληρέστερη προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες διαβίωσης (με την παροχή συνεχούς εκπαίδευσης σε βασικές καθημερινές δεξιότητες, κινητικότητα, υποστηρικτικές τεχνολογίες, Braille κλπ).