Άρθρο 07 – Διαχείριση καταγγελιών

1. Η διαχείριση καταγγελιών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο και όσα περαιτέρω ορίζονται με την πράξη της παραγράφου 9, κατόπιν εισήγησης της εκάστοτε αρμόδιας εποπτεύουσας Αρχής.
2. Καταγγελίες σχετικά με τη δραστηριότητα οικονομικού φορέα ή εγκατάστασης μπορεί να υποβληθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο προς την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή με κάθε δυνατό μέσο επικοινωνίας (ηλεκτρονικά, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με επιστολή, τηλεφωνικώς κ.λπ.)
3. Η καταγγελία καταρχήν υποβάλλεται επώνυμα. Οι επώνυμες καταγγελίες αξιολογούνται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια αξιολόγησης που θεσπίζονται κατά την επόμενη παράγραφο. Ανώνυμες καταγγελίες μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ωστόσο αξιολογούνται και εντάσσονται στον γενικότερο σχεδιασμό των ελέγχων της εποπτεύουσας αρχής χωρίς να απαιτείται άμεσος επιτόπιος έλεγχος, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που η αρχή κρίνει ότι χρήζουν άμεσης διερεύνησης. Η εποπτεύουσα αρχή δύναται να αξιολογεί αυτεπαγγέλτως και άλλες πληροφορίες που τίθενται σε γνώση της, όπως δημοσιεύσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε άλλο μέσο, η διαχείριση των οποίων πραγματοποιείται αναλογικά με τον τρόπο που η εποπτεύουσα αρχή θα αξιολογούσε τις ανώνυμες καταγγελίες κατά το προηγούμενο εδάφιο, εκτός αν η πηγή αυτής είναι επώνυμη.
4. Κριτήρια αξιολόγησης που δύνανται να τίθενται κατά την αξιολόγηση των καταγγελιών είναι τα ακόλουθα:
4.1 Η συμβατότητα με το πεδίο αρμοδιότητας της εποπτεύουσας αρχής.
4.2 Το προφανώς αβάσιμο και αστήρικτο του περιεχομένου τους.
4.3 Η ολοκληρωμένη κατάθεση περιστατικού, με ακριβή και συγκεκριμένα στοιχεία που επιτρέπει ή όχι την διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας.
4.4 Η κατ’ αρχήν εκτίμηση ότι η αναφορά στοιχειοθετεί παράβαση νομοθεσίας.
4.5 Η επαναληψιμότητα του περιστατικού.
4.6 Χρόνος που έχει παρέλθει από την διαπίστωση του προβλήματος.
4.7 Η εκτίμηση του βαθμού κινδύνου ως προς τις άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις στο κοινό ή σε άλλη πτυχή δημοσίου συμφέροντος.
4.8 Η ομάδα καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο, και η τυχόν χρήση από ευαίσθητες ομάδες.
4.9 Η συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων εξέτασης προσκομισθέντος δείγματος.
4.10 Η αξιοπιστία τους όταν προέρχονται από επανειλημμένη υποβολή τους
από τον ίδιο καταγγέλλοντα χωρίς να αποδεικνύεται σε προγενέστερους
ελέγχους η ακρίβειά τους.
4.11 Η αξιοπιστία τους προσώπου που καταγγέλλει και συγκεκριμένα εάν προέρχεται από πρόσωπο που πιθανολογείται ότι έχει θιγεί από την φερόμενη παράβαση και δεν πρόκειται για κατάχρηση του δικαιώματος άσκησης της καταγγελίας για άλλους σκοπούς.

5. Η αρμόδια αρχή αποφασίζει για την διαβάθμιση της καταγγελίας βάσει των ως άνω κριτηρίων, αλλά και ειδικότερων που μπορεί να υφίστανται για το συγκεκριμένο πεδίο εποπτείας και αναλόγως επιλέγει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ενέργειες: α) αρχειοθέτηση της καταγγελίας, β) καταγραφή της καταγγελίας για την εν λόγω δραστηριότητα που ενδεχομένως να εξετασθεί στο πλαίσιο του ευρύτερου προγραμματισμού ελέγχων, γ) άμεση διερεύνηση κατά προτεραιότητα η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου και δ) ενημέρωση της αρμόδιας αρχής εάν πρόκειται για καταγγελία που υποβλήθηκε αναρμοδίως.
6. Όλες οι ενέργειες της προηγούμενης παραγράφου συνιστούν ενέργεια στην οποία προβαίνει η Διοίκηση κατά την έννοια του ΚΔΔ χωρίς να δεσμεύεται για την διεξαγωγή άμεσου επιτόπιου ελέγχου αν δεν συντρέχουν τα κριτήρια γι’ αυτό. Οι αρχές δεν υποχρεούνται να απαντούν μεμονωμένα σε κάθε καταγγελία και να κοινοποιούν απάντηση προς τον καταγγέλλοντα εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην κείμενη νομοθεσία για κάποιο πεδίο εποπτείας.
7. Κάθε εποπτεύουσα αρχή οφείλει να παρέχει τους απαραίτητους ανθρώπινους και υλικούς πόρους για τη διαχείριση και την αξιολόγηση των καταγγελιών που σχετίζονται με τη δραστηριότητα των οικονομικών φορέων. Η εποπτεύουσα αρχή οφείλει να παρέχει κατάλληλη εκπαίδευση στο προσωπικό που εκτελεί την αξιολόγηση των καταγγελιών.
8. Με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής καθορίζονται οι απαραίτητες διαδικασίες και τα ειδικότερα κριτήρια πέραν των γενικών που περιγράφονται στην παράγραφο 4 καθώς και ο συνδυασμός αυτών για την αξιολόγηση της καταγγελίας και για την παραπομπή της, εφ’ όσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, στο επόμενο στάδιο διαχείρισης και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

  • 10 Νοεμβρίου 2017, 14:57 | Παρατηρητήριο Πολιτών για την Αειφπόρο Ανάπτυξη – CISD

    Σχετικά με την αξιολόγηση των καταγγελιών :

    Τα κριτήρια αξιολόγησης που θα υιοθετήσει κάθε εποπτεύουσα αρχή θα πρέπει να δημοσιεύονται (εσωτερικός κανονοσμός) στα πλαίσια της ενημέρωσης και της διαφάνειας.

    Δεύτερον η όποια αξιοπιστία του καταγγέλοντα διασφαλίζεται από τη δοβαρότητα της καταγγελίας και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο καταγγέλων και δεν είναι δυνατό ένας νόμος να αποδίδει σε ένα φυσικό πρόσωπο προθέσεις. Ως εκ τούτου θα πρέπει να τροποποιηθεί η φράση (σημείο 4.11) « Η αξιοπιστία τους προσώπου που καταγγέλλει και συγκεκριμένα εάν προέρχεται από πρόσωπο που πιθανολογείται ότι έχει θιγεί από την φερόμενη παράβαση και δεν πρόκειται για κατάχρηση του δικαιώματος άσκησης της καταγγελίας για άλλους σκοπούς» με την διαγραφή της λέξης «αξιοπιστία» και «εάν προέρχεται από πρόσωπο που πιθανολογείται ότι έχει θιγεί από την φερόμενη παράβαση».

    Σημαντικό στοιχείο αποτελεί επίσης η δυνατότητα της δια ζώσης επικοινωνίας μεταξύ ελεγκτών και καταγγέλοντος ώστε να υπάρξει η σε βάθος ενημέρωση και κατανόηση

    Η εποπτεύουσα αρχή δεν μπορεί να έχει πάντοτε την διακριτική ευχέρεια για την εκτέλεση επιτόπιων ελέγχων. Έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την τρέχουσα πρακτική Αντίθετα, οι εποπτεύουσες αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι επιτόπιες επισκέψεις θα εκτελούνται τακτικά από τις αρχές επιθεώρησης ως µέρος των συνήθων περιβαλλοντικών τους επιθεωρήσεων, καθώς επιπλέον η αρμόδια αρχή οφείλει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας.
    Αν παραμείνει η φράση περί διακριτικής ευχέρειας εμπεριέχεται ο κίνδυνος υποκειμενικής εκτίμησης με αποτέλεσμα να μην αποφασισθεί ένας έλεγχος, ενώ η εποπτεύουσα αρχή θα πρέπει να είναι υποχρεωμένη, σε κάθε περίπτωση να διεξαγάγει επιτόπιο έλεγχο.

  • Η παράγραφος 4.8 να συμπληρωθεί ως εξής:
    […]
    4.8 Η ομάδα καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο, και η τυχόν χρήση από ευαίσθητες ομάδες και ιδιαίτερα από άτομα με αναπηρία.

  • Προτείνουμε την τροποποίηση του δευτέρου εδαφίου του α.7 παρ. 6 ως κάτωθι: Οι αρχές υποχρεούνται να απαντούν μεμονωμένα σε κάθε καταγγελία και να κοινοποιούν απάντηση προς τον καταγγέλλοντα ή τους καταγγέλλοντες φορείς εκτός…κλπ.

    Ο λόγος της άνω πρότασης μας είναι ο εξής: Σε περίπτωση που δεν υπάρχει απάντηση σε καταγγελία, ο καταγγέλλοντας δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζει ούτε εάν έγινε ο έλεγχος ούτε εάν η επιχείρηση έχει υποπέσει σε νέα παράβαση.
    Συνεπώς, υπό μία έννοια χάνει και ο όρος «καταγγελία» την αξία του και τον λόγο που υπεβλήθη.

    Για την Ομοσπονδία Αρτοποιών Ελλάδος

    Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
    Μιχάλης Μούσιος Κώστας Κεβρεκίδης

  • 9 Νοεμβρίου 2017, 12:33 | WWF Ελλάς

    Το νομοσχέδιο δείχνει μία ακραία δυσπιστία προς τις καταγγελίες από πολίτες. Παρόμοια δυσπιστία δεν διαφαίνεται ως προς τις κάθε είδους πληροφορίες και αναφορές που υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι υπάρχουν και εποπτευόμενοι φορείς που μπορεί να είναι αναξιόπιστοι, ή να υποβάλλουν καταχρηστικά αιτήματα ή αναφορές στις εποπτεύουσες αρχές. Θα έπρεπε, κατ΄ ελάχιστον, να προβλεφθεί ότι οι εποπτευόμενες αρχές αξιολογούν με τον ίδιο τρόπο όλες τις πληροφορίες που λαμβάνουν, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους.
    β) Το νομοσχέδιο χάνει μία χρυσή ευκαιρία να καθιερώσει τον θεσμό των καταγγελιών δημοσίου συμφέροντος (whistle-blowing) και για τα θέματα που καλύπτει. Διεθνώς, οι whistle-blowers έχουν σημαντική συνεισφορά στη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Εννοείται ότι και οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να αξιολογηθούν από τις εποπτεύουσες αρχές.
    γ) Σε κάθε περίπτωση, η εποπτεύουσα αρχή, όπως το σύνολο της διοίκησης, δεσμεύεται από τον ΚΔΔ (βλ. σχετική αναφορά στην 6η παράγραφο). Αυτό έχει σημασία, διότι ο ΚΔΔ (και η υπόλοιπη εφαρμοστέα νομοθεσία) προβλέπει προθεσμίες και άλλους όρους για τον χειρισμό αιτήσεων των πολιτών.

    Ειδικότερα:
    1. Κατά την 3η παράγραφο, «η καταγγελία καταρχήν υποβάλλεται επώνυμα». Ως γενική αρχή, αυτή είναι σωστή. Ωστόσο, το νομοσχέδιο πρέπει να προστατεύσει και το δικαίωμα των πολιτών να απευθύνονται στις αρχές: στα θέματα που καλύπτει το νομοσχέδιο, μπορεί να ασκηθούν ποικιλότροπες πιέσεις, οι οποίες μπορεί να φθάσουν μέχρι την απόλυση ή την απειλή (ή την άσκηση) βίας, για την αποσιώπηση (ή αποτροπή) των καταγγελιών. Στις περιπτώσεις αυτές, η διευκόλυνση των καταγγελιών και η προστασία όσων τις υποβάλλουν, αποτελεί προτεραιότητα και εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα του καταγγέλλοντα να ζητά να μη δημοσιοποιηθεί το όνομά του, και ότι η εποπτεύουσα αρχή δεσμεύεται στην περίπτωση αυτή να τηρήσει των ανωνυμία. Εμπιστευτικές καταγγελίες (με την έννοια αυτή) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τις επώνυμες.

    2. Η 4η παράγραφος περιλαμβάνει τα κριτήρια που «δύνανται» να διέπουν την αξιολόγηση των καταγγελιών. Είναι σαφές ότι κακόβουλες και επαναλαμβανόμενες (πιεστικές) καταγγελίες πρέπει να αποτρέπονται. Είναι επίσης σαφές, ότι κάθε καταγγέλων πρέπει να συγκεντρώσει ορισμένα ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να θεμελιώσει την «εκ πρώτης όψεως» βασιμότητα της καταγγελίας. Για τους σκοπούς αυτούς, η θέσπιση οδηγών για τους πολίτες, και η παροχή υποδείξεων προς αυτούς είναι επιβεβλημένη. Ωστόσο:
    (α) Τα κριτήρια αξιολόγησης που υιοθετεί κάθε εποπτεύουσα αρχή πρέπει να δημοσιεύονται με πράξη που συνεπάγεται την «αυτοδέσμευσή» της. Αυτό μπορεί να γίνει στα πλαίσια της πληροφόρησης (άρθρο 9.1.3) ή του σχεδιασμού του ελέγχου (άρθρο 6).
    (β) Το κριτήριο 4.11 («αξιοπιστία» του καταγγέλοντα και «συγκεκριμένα… εάν έχει θιγεί από την φερόμενη παράβαση») πρέπει να διαγραφεί.
    Πρώτον, διότι αποτελεί «δίκη προθέσεων», και μάλιστα χωρίς εγγυήσεις για τον «κατηγορούμενο» πολίτη. Δεν είναι επιτρεπτό η εποπτεύουσα αρχή να αντιμετωπίζει τα θύματα (ακόμα και αν πλανώνται για τα δικαιώματά τους) ως θύτες. Αντίθετα, θα έπρεπε να στέκεται στο πλευρό όσων θίγονται από τις πολύ σημαντικές παραβάσεις που αφορά το νομοσχέδιο.
    Δεύτερον, και ίσως το σημαντικότερο: η μαρτυρία όσων «θίγονται» από τις παραβιάσεις είναι μία πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την εποπτεύουσα αρχή. Εάν η εποπτεύουσα αρχή υποχρεώνεται να αγνοήσει τη μαρτυρία ενός παθόντα (σε θέματα υγείας ή ασφάλειας), ή τη μαρτυρία ενός περίοικου (σε θέματα περιβάλλοντος), τότε είναι απίθανο ότι θα στοιχειοθετηθεί ποτέ ικανοποιητικά έστω και μία παράβαση.
    (γ) Τα κριτήρια 4.5 και 4.6 είναι ασαφή. Πώς ακριβώς επιδρά ο χρόνος και η επαναληψιμότητα στην αξιολόγηση των καταγγελιών;
    (δ) Επειδή η «ολοκληρωμένη κατάθεση περιστατικού» είναι εξαιρετικά δύσκολη για τους πολίτες (και σε όλες τις περιστάσεις), προτείνεται η αναδιατύπωση του σημείου 4.3 ως εξής: «4.3 η κατάθεση των απαραίτητων στοιχείων που επιτρέπουν την διεξαγωγή επιτόπιας ή μη έρευνας…»

    3. Η 6η παράγραφος (σε συνδυασμό με την 5η) σημαίνει, σε τελική ανάλυση, ότι η εποπτεύουσα αρχή έχει πάντοτε διακριτική ευχέρεια για την εκτέλεση επιτόπιων ελέγχων. Αυτό είναι λάθος από πολλές απόψεις.
    Πρώτον, κατά την διεθνή βέλτιστη πρακτική (βλ. άρθρο V Σύστασης 2001/331), οι εποπτεύουσες αρχές «θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι επιτόπιες επισκέψεις εκτελούνται τακτικά από τις αρχές επιθεώρησης ως µέρος των συνήθων περιβαλλοντικών τους επιθεωρήσεων».
    Δεύτερον, πάλι κατά την διεθνή πρακτική, και τουλάχιστον για τις πλέον επικίνδυνες δραστηριότητες, η υποχρέωση επιτόπιων ελέγχων προκύπτει σε πολλές περιπτώσεις από την ειδική νομοθεσία (π.χ., την οδηγία Seveso, νομοθεσία για τις βιομηχανικές εκπομπές).
    Τρίτον, διότι η αρχή οφείλει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας, οπότε η διακριτική της ευχέρεια δεν μπορεί να είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη. Σε κάθε περίπτωση, η εποπτεύουσα αρχή είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει επιτόπιο έλεγχο, εκεί που το επιβάλλει η αποτελεσματικότητα του ελέγχου.

    4. Όπως η εποπτεύουσα αρχή πληροφορεί τους εποπτευόμενους, έτσι πρέπει να απαντά και στις καταγγελίες των πολιτών, εξηγώντας (αν χρειάζεται) το πλαίσιο και τους περιορισμούς της εποπτείας.

  • 6 Νοεμβρίου 2017, 14:24 | ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

    Παρότι έχει ένα νόημα το άρθρο, στην ουσία δεν αλλάζει τίποτα από το πρόβλημα των ανώνυμων καταγγελιών ή των «επώνυμων» που υποβάλλονται από πρόσωπο που δεν υπάρχει εφόσον δεν ταυτοποιείται. Μπορεί δλδ. να υποβάλλεται από τον Χ αλλά ο Χ να είναι ανύπαρκτο πρόσωπο. Οι μόνοι τρόποι για να γίνει σωστή δουλειά είναι ή η επώνυμη καταγγελία να έχει στοιχεία ταυτοπροσωπίας (ΑΔΤ ή άλλο) και να ταυτοποιείται από την αρχή ή να υποβάλλεται υποχρεωτικά παράβολο 50 Ευρώ το οποίο θα επιστρέφεται αν η καταγγελία δεν ευσταθεί. Μόνο έτσι θα περιοριστούν οι καταγγελίες στα πραγματικά προβλήματα και όχι να γίνονται καταγγελίες μόνο για να γίνουν και ειδικά από ανταγωνιστές. Επίσης έιναι πολύ σημαντικό να έχει δικαίωμα ο φορέας να μαθαίνει ποιος υποβάλλει την καταγγελία. Επίσης, κατά τη γνώμη μου η ανώνυμη καταγγελία δεν θα έπρεπε να υπάρχει ως έννοια γιατί κανείς δεν διασφαλίζει ότι οι ελεγκτές δεν θα προβούν σε επιτόπιο έλεγχο μόνο επειδή το λέει ο νόμος. Στην ουσία και πάλι θα κάνουν ελέγχους σε κάθε καταγγελία φοβούμενοι αυτόν που έκανε την καταγγελία.