ΜΕΡΟΣ Β΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 206
Εναλλακτική φορολόγηση εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή φυσικών προσώπων που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα –Τροποποίηση παρ. 2, 3, 4 και 8 άρθρου 5Α, παρ. 3 άρθρου 5Β και παρ. 3 και 6 άρθρου 5Γ Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
- Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 5Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167), περί εναλλακτικής φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή φυσικών προσώπων που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, μετά από τις λέξεις «έχει τη δυνατότητα να ζητήσει» προστίθενται οι λέξεις «, είτε κατά την υπαγωγή είτε σε μεταγενέστερο της αρχικής υπαγωγής χρόνο, για όσα έτη υπολείπονται έως τη συμπλήρωση των φορολογικών ετών που προβλέπονται στην παρ. 4,» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Εφόσον γίνει δεκτή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 3, η υπαγωγή του φορολογούμενου σε εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης για το εισόδημα που προκύπτει στην αλλοδαπή, το φυσικό πρόσωπο καταβάλλει κάθε φορολογικό έτος φόρο κατ’ αποκοπή, ανεξαρτήτως του ύψους εισοδήματος που αποκτήθηκε στην αλλοδαπή, ποσού εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Το φυσικό πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει, είτε κατά την υπαγωγή είτε σε μεταγενέστερο της αρχικής υπαγωγής χρόνο, για όσα έτη υπολείπονται έως τη συμπλήρωση των φορολογικών ετών που προβλέπονται στην παρ. 4, την επέκταση της εφαρμογής του άρθρου αυτού σε συγγενικό του πρόσωπο, κατά την έννοια της περ. στ’ του άρθρου 2, και στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται ποσό φόρου ίσο με είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ για κάθε συγγενικό πρόσωπο και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της φορολογίας δωρεών, κληρονομιών και γονικών παροχών. Ο φόρος της παραγράφου αυτής καταβάλλεται κάθε φορολογικό έτος σε μία (1) δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου και δεν συμψηφίζεται με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις ή τυχόν πιστωτικά υπόλοιπα των προσώπων που έχουν υπαχθεί στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης. Τυχόν φόρος που έχει καταβληθεί από τα ίδια αυτά πρόσωπα στην αλλοδαπή για τα εισοδήματα που καλύπτονται από τον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης δεν συμψηφίζεται έναντι οποιασδήποτε φορολογικής τους υποχρέωσης στην Ελλάδα.
Για το πρώτο έτος υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος το φυσικό πρόσωπο οφείλει να αποδώσει το κατ’ αποκοπή ποσό φόρου εντός τριάντα (30) ημερών από την έγκριση της αίτησής του κατά την παρ. 3.».
- Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 5Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) μετά από τις λέξεις «Η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει,» προστίθενται οι λέξεις «υπό τον όρο της αμοιβαιότητας,», β) στο τέλος διαγράφονται οι λέξεις «όπως αυτές ισχύουν» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Η αίτηση μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας με υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή κατά το παρόν άρθρο υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση από το φυσικό πρόσωπο μέχρι την 31η Μαρτίου του εκάστοτε φορολογικού έτους και συνοδεύεται από αποδεικτικό για τη μεταφορά του ελάχιστου ποσού της επένδυσης της περ. β` της παρ. 1 σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ελλάδα. Εντός της ίδιας προθεσμίας δύνανται να υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή κατά το παρόν άρθρο και φυσικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 και έχουν ήδη μεταφέρει τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα εντός του προηγούμενου φορολογικού έτους. Η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει την αίτηση και εκδίδει απόφαση, με την οποία την εγκρίνει ή την απορρίπτει, έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουνίου του έτους υποβολής της αίτησης. Με την έγκριση της αίτησης του φορολογούμενου εκδίδεται για το πρώτο έτος υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ΚΦΔ, για τον φορολογούμενο και για κάθε συγγενικό του πρόσωπο κατά την έννοια της περ. στ` του άρθρου 2 για το οποίο επεκτείνεται η εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Το φυσικό πρόσωπο δηλώνει στην αίτησή του το κράτος στο οποίο είχε την τελευταία φορολογική κατοικία του μέχρι την υποβολή της αίτησής του. Η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, τις φορολογικές αρχές του κράτους αυτού σχετικά με τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του εν λόγω φορολογουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διεθνούς διοικητικής συνεργασίας.»
- Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 5Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος αρχίζει από το πρώτο φορολογικό έτος για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση του φυσικού προσώπου για την υπαγωγή του στις διατάξεις του παρόντος άρθρου και λήγει μετά το πέρας δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών. Η υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν δύναται να παραταθεί πέραν των δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος για τα συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της περ. στ΄ του άρθρου 2, για τα οποία ζητήθηκε επέκταση σε μεταγενέστερο της αρχικής υπαγωγής χρόνο, αρχίζει από το πρώτο φορολογικό έτος για το οποίο εγκρίθηκε η επέκταση και ισχύει για τόσα έτη όσα υπολείπονται μέχρι την συμπλήρωση των δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών.».
- Στην παρ. 8 του άρθρου 5Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «και το φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται από φόρο κληρονομιών ή δωρεών περιουσίας που βρίσκεται στην αλλοδαπή» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και το φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται από τον φόρο κληρονομιάς ή δωρεάς για την κείμενη στην αλλοδαπή κινητή περιουσία που του περιέρχεται αιτία θανάτου ή δωρεάς αντίστοιχα», β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο, και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«8. Με την καταβολή του κατ’ αποκοπή ποσού φόρου της παρ. 2 εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του φυσικού προσώπου που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του παρόντος για εισόδημα που προκύπτει στην αλλοδαπή και το φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται από τον φόρο κληρονομιάς ή δωρεάς για την κείμενη στην αλλοδαπή κινητή περιουσία που του περιέρχεται αιτία θανάτου ή δωρεάς αντίστοιχα. Από τον φόρο κληρονομιάς ή δωρεάς στην Ελλάδα απαλλάσσεται η κείμενη στην αλλοδαπή κινητή περιουσία του, η οποία περιέρχεται σε τρίτον αιτία θανάτου ή δωρεάς.».
- Στο δεύτερο εδάφιο της περ. γ) της παρ. 3 του άρθρου 5Β του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, περί εναλλακτικής φορολόγησης εισοδήματος φυσικών προσώπων, δικαιούχων εισοδήματος από συντάξεις που προκύπτουν στην αλλοδαπή, τα οποία μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, μετά τις λέξεις «Η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει» προστίθενται οι λέξεις «, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας,» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. α) Η αίτηση μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας με υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή κατά το παρόν άρθρο υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση από το φυσικό πρόσωπο συνταξιούχο μέχρι τις 31 Μαρτίου του εκάστοτε φορολογικού έτους. Εντός της ίδιας προθεσμίας δύνανται να υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή κατά το παρόν και φυσικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 και έχουν ήδη μεταφέρει τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα εντός του προηγούμενου φορολογικού έτους.
β) Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της αίτησης, η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει την αίτηση και εκδίδει απόφαση, με την οποία την εγκρίνει ή την απορρίπτει, αναλόγως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της παρ. 1.
γ) Το φυσικό πρόσωπο δηλώνει στην αίτησή του το κράτος στο οποίο είχε την τελευταία φορολογική κατοικία του μέχρι την υποβολή της αίτησής του. Η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, τις φορολογικές αρχές του κράτους αυτού σχετικά με τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του εν λόγω φορολογουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διεθνούς διοικητικής συνεργασίας.».
- Στο άρθρο 5Γ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, περί ειδικού τρόπου φορολόγησης εισοδήματος από μισθωτή εργασία και επιχειρηματική δραστηριότητα που προκύπτει στην ημεδαπή, φυσικών προσώπων που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3: αα) μετά από τις λέξεις «Η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει,» προστίθενται οι λέξεις «υπό τον όρο της αμοιβαιότητας,», αβ) στο τέλος διαγράφονται οι λέξεις «όπως αυτές ισχύουν», β) η παρ. 6 καταργείται, και το άρθρο 5Γ διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 5Γ
Ειδικός τρόπος φορολόγησης εισοδήματος από μισθωτή εργασία και επιχειρηματική δραστηριότητα που προκύπτει στην ημεδαπή, φυσικών προσώπων που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα
- Ο φορολογούμενος, φυσικό πρόσωπο, που μεταφέρει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπάγεται σε φορολόγηση, όπως ορίζεται στην παρ. 2, για το εισόδημα από μισθωτή εργασία που αποκτά στην Ελλάδα κατά την έννοια της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 5, εφόσον σωρευτικά: α) δεν ήταν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδος τα προηγούμενα πέντε (5) από τα έξι (6) έτη πριν από τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα, β) μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία από κράτος μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή από κράτος με το οποίο είναι σε ισχύ συμφωνία διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας με την Ελλάδα, γ) παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 12, που ασκείται είτε σε ημεδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα είτε σε μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής επιχείρησης στην Ελλάδα και
δ) δηλώνει ότι θα παραμείνει στην Ελλάδα τουλάχιστον για μία διετία.
- Εφόσον η αίτηση του φορολογούμενου σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 3 γίνει δεκτή, το φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α για το πενήντα τοις εκατό (50%) του εισοδήματός του από μισθωτή εργασία που αποκτά στην Ελλάδα μέσα στο φορολογικό έτος, επιφυλασσομένων των παρ. 60 και 61 του άρθρου 72. Για την υποβολή της δήλωσης και την καταβολή του φόρου του φυσικού προσώπου έχει εφαρμογή το άρθρο 67.
- Για ανάληψη υπηρεσίας που λαμβάνει χώρα μέχρι και την 2α Ιουλίου του εκάστοτε έτους, η αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υποβάλλεται για το έτος ανάληψης υπηρεσίας και μέχρι το τέλος του έτους αυτού. Η αίτηση δύναται να υποβάλλεται και εντός του επόμενου από την ανάληψη υπηρεσίας έτους και κρίνεται για υπαγωγή στο έτος αυτό. Για ανάληψη υπηρεσίας που λαμβάνει χώρα μετά την 2α Ιουλίου του εκάστοτε έτους, η αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υποβάλλεται για το επόμενο έτος από την ανάληψη υπηρεσίας και μέχρι το τέλος του έτους αυτού. Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της αίτησης η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει την αίτηση και εκδίδει απόφαση, με την οποία την εγκρίνει ή την απορρίπτει, αναλόγως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της παρ. 1.
Εάν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προσκομισθούν μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου από την υποβολή του αιτήματος έτους, η απόφαση απόρριψης της αίτησης λόγω μη προσκόμισης των απαιτούμενων δικαιολογητικών ανακαλείται, η αίτηση επανεξετάζεται και εκδίδεται από τη Φορολογική Διοίκηση νέα απόφαση εντός εξήντα (60) ημερών από την προσκόμιση των δικαιολογητικών. Ειδικά για το έτος 2022 τα δικαιολογητικά του προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται να προσκομισθούν μέχρι και την 29η Απριλίου 2022. Το φυσικό πρόσωπο δηλώνει στην αίτησή του το κράτος στο οποίο είχε την τελευταία φορολογική κατοικία του μέχρι την υποβολή της αίτησής του. Η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, τις φορολογικές αρχές του κράτους αυτού σχετικά με τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του εν λόγω φορολογουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διεθνούς διοικητικής συνεργασίας.
- Οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση του φυσικού προσώπου σύμφωνα με την παρ. 3 και λήγει μετά το πέρας επτά (7) συνολικά φορολογικών ετών. Η υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος δεν δύναται να παραταθεί πέραν των επτά (7) φορολογικών ετών.
- Το φυσικό πρόσωπο που εντάσσεται στις διατάξεις του παρόντος, εφόσον σε κάποιο φορολογικό έτος δεν πληροί τις προϋποθέσεις των περ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1, παύει να υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου από το οικείο φορολογικό έτος και εφεξής φορολογείται για το σύνολο του εισοδήματός του από μισθωτή εργασία που αποκτά στην Ελλάδα.
- Καταργείται.
- Οι παρ. 1 έως και 5 εφαρμόζονται ανάλογα και για τα φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, με σκοπό να ασκήσουν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Το πενήντα τοις εκατό (50%) του εισοδήματός τους από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν στην Ελλάδα μέσα στο φορολογικό έτος απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α για επτά (7) συναπτά φορολογικά έτη. Η αίτηση για την υπαγωγή στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου υποβάλλεται σύμφωνα με την παρ. 3 και ως ανάληψη υπηρεσίας νοείται η έναρξη εργασιών.
- Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων δύνανται να παρατείνονται οι προθεσμίες υποβολής των αιτήσεων των παρ. 3 και 7, να καθορίζονται η διαδικασία υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας, η αρμόδια υπηρεσία για την υποβολή, εξέταση και έγκριση της αίτησης, τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση, τα δικαιολογητικά για την απόδειξη συνδρομής των προϋποθέσεων του παρόντος, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα ή λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.».
Άρθρο 207
Εξαιρέσεις από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία -Προσθήκη περ. κβ) στην παρ. 1 του άρθρου 14 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
Στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α` 167), περί απαλλαγών εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, προστίθεται περ. κβ) ως εξής:
«κβ) Η παροχή του εργοδότη προς τον εργαζόμενο για την κάλυψη δαπανών νοσηλείας του εργαζομένου ή συγγενικού του προσώπου κατά την έννοια της περ. στ) του άρθρου 2, εφόσον η παροχή:
α) καταβάλλεται απευθείας από τον εργοδότη στον τρίτο πάροχο των υπηρεσιών ή
β) καταβάλλεται σε χρήμα στον εργαζόμενο, εφόσον αυτός καταβάλει το ποσό στον τρίτο που παρέχει τις σχετικές υπηρεσίες και στη συνέχεια προσκομίσει το οικείο φορολογικό στοιχείο στον εργοδότη.».
Άρθρο 208
Φορολογική αντιμετώπιση αμοιβών ναυτικών – Τροποποίηση περ. α) και β) παρ. 2 άρθρου 15 και παρ. 2 άρθρου 60 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
- 1. Στην παρ. 2 του άρθρου 15 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167), περί φορολογικού συντελεστή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α) μετά από τις λέξεις «του ν. 4555/2018 (Α΄ 133) και» προστίθενται οι λέξεις «σε ιδιωτικά πλοία αναψυχής, και», β) στην περ. β) μετά τις λέξεις «του ν. 4555/2018 και» προστίθενται οι λέξεις «σε ιδιωτικά πλοία αναψυχής, και» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η παρ. 1 δεν εφαρμόζεται για το εισόδημα από μισθωτή εργασία που αποκτούν:
α) οι αξιωματικοί που υπηρετούν σε πλοία του Εμπορικού Ναυτικού, σε πλωτά ναυπηγήματα του άρθρου 267 του ν. 4555/2018 (Α’ 133) και σε ιδιωτικά πλοία αναψυχής, και το οποίο φορολογείται με φορολογικό συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και
β) το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετεί σε πλοία του Εμπορικού Ναυτικού, σε πλωτά ναυπηγήματα του άρθρου 267 του ν. 4555/2018 και σε ιδιωτικά πλοία αναψυχής, και το οποίο φορολογείται με φορολογικό συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%),
γ) οι κυβερνήτες, οι συγκυβερνήτες και οι μηχανικοί αεροσκαφών αεροπορικών εταιρειών με φορολογική κατοικία ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, που είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας για τη μηναία αποζημίωση που λαμβάνουν και η οποία φορολογείται με φορολογικό συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%),
δ) τα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών του άρθρου 5 του ν. 4375/2016 (Α’ 51) για τη μηνιαία αποζημίωση που λαμβάνουν και η οποία φορολογείται με φορολογικό συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%),
ε) το ιατρικό προσωπικό που υπάγεται στο άρθρο 45 του ν. 3205/2003 (Α’ 293) για την αμοιβή που λαμβάνει για εφημερίες και η οποία φορολογείται με φορολογικό συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%). Η παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται και για τα ωρομίσθια εφημεριών της υπό στοιχεία 15993/Ζ2/14.2.2022 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας (Β’ 686), περί καθορισμού του ύψους αμοιβής εφημεριών των μελών Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.) και ακαδημαϊκών υποτρόφων, στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία Αρεταίειο και Αιγινήτειο.
Τα ως άνω εισοδήματα φορολογούνται αυτοτελώς με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων τους μόνο για αυτά.»
- Στην παρ. 2 του άρθρου 60 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, περί φορολογικού συντελεστή, μετά από τις λέξεις «σε πλοία του εμπορικού ναυτικού,» προστίθενται οι λέξεις «σε πλωτά ναυπηγήματα του άρθρου 267 του ν. 4555/2018, περί πλωτών τερματικών σταθμών παραλαβής, προσωρινής αποθήκευσης, επαναεριοποίησης, παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και διαχείρισης φυσικού αερίου, καθώς και σε ιδιωτικά πλοία αναψυχής,» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Με την επιφύλαξη της παρ. 1, το εισόδημα από μισθωτή εργασία που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετεί σε πλοία του εμπορικού ναυτικού, σε πλωτά ναυπηγήματα του άρθρου 267 του ν. 4555/2018 (Α’ 133), περί πλωτών τερματικών σταθμών παραλαβής, προσωρινής αποθήκευσης, επαναεριοποίησης, παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και διαχείρισης φυσικού αερίου, καθώς και σε ιδιωτικά πλοία αναψυχής, οι κυβερνήτες, οι συγκυβερνήτες και οι μηχανικοί αεροσκαφών αεροπορικών εταιρειών με φορολογική κατοικία ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, τα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών του άρθρου 5 του ν. 4375/2016, καθώς και το ιατρικό προσωπικό και τα λοιπά πρόσωπα της περ. ε) της παρ. 2 του άρθρου 15 του παρόντος για την αμοιβή που λαμβάνουν για εφημερίες, υπόκειται σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με τους συντελεστές της παρ. 2 του άρθρου 15 του παρόντος.».
Άρθρο 209
Φορολογική αντιμετώπιση της προμήθειας που λαμβάνουν οι πλανόδιοι λαχειοπώλες – Τροποποίηση άρθρων 28Α, 29, 64, 69 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
- Στην παρ. 6 του άρθρου 28Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α΄ 167), περί ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος από την άσκηση ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, προστίθεται περ. ε) ως εξής:
«ε) στους πλανόδιους λαχειοπώλες.»
- Στο άρθρο 29 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, περί φορολογικού συντελεστή, προστίθεται παρ. 7, ως εξής:
«7. Η προμήθεια που λαμβάνουν οι πλανόδιοι λαχειοπώλες από τον προμηθευτή τους φορολογείται αυτοτελώς με φορολογικό συντελεστή ένα τοις εκατό (1%). Ο φόρος αυτός υπολογίζεται κάθε τρίμηνο κατά τον χρόνο της εκκαθάρισης των συναλλαγών μεταξύ των λαχειοπωλών και των προμηθευτών τους και αποδίδεται με δήλωση από τους προμηθευτές μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της προμήθειας. Με την παρακράτηση του φόρου εξαντλείται κάθε άλλη φορολογική υποχρέωση για το εισόδημα αυτό.»
- Στην παρ. 1 του άρθρου 64 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, περί συντελεστών παρακράτησης φόρου, προστίθεται περ. ζ), ως εξής:
«ζ) για την προμήθεια που λαμβάνουν οι πλανόδιοι λαχειοπώλες από τον προμηθευτή τους ένα τοις εκατό (1%)»
- Στην παρ. 2 του άρθρου 69 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, περί προκαταβολής του φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Το πρώτο και το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 δεν εφαρμόζονται όταν το ποσό που πρέπει να βεβαιωθεί δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ.
Η παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στο εισόδημα των πλανόδιων λαχειοπωλών για την προμήθεια που λαμβάνουν από την πώληση λαχείων και η οποία φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%), με εξάντληση κάθε άλλης φορολογικής υποχρέωσης.»
Άρθρο 210
Πληρωμή μισθωμάτων μέσω τραπεζικού λογαριασμού- Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 39 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
Στο άρθρο 39 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α΄167), προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Σε περίπτωση εκμίσθωσης ή υπεκμίσθωσης ακινήτου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η εξόφληση του μισθώματος πραγματοποιείται υποχρεωτικά σε τραπεζικό λογαριασμό του εκμισθωτή, ο οποίος γνωστοποιείται στην Α.Α.Δ.Ε.
Σε περίπτωση μη καταβολής του μισθώματος κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο: α) δεν εκπίπτουν οι δαπάνες για το εισόδημα που αποκτά ο εκμισθωτής, β) ο μισθωτής αποκλείεται για τη μίσθωση αυτή από ευεργέτημα, ενίσχυση ή επίδομα που παρέχεται από το κράτος για μισθώσεις και γ) το μίσθωμα που δεν έχει καταβληθεί ηλεκτρονικά από ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα δεν αποτελεί εκπιπτόμενη επιχειρηματική δαπάνη.
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., δύναται να καθορίζονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή των κυρώσεων της παρ. 2 και κάθε άλλη γενική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζεται η διαδικασία συγκέντρωσης των απαραίτητων δεδομένων από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.».
Άρθρο 211
Φορολογικά κίνητρα για εταιρείες ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας – Τροποποίηση άρθρου 71Η Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
Στο άρθρου 71Η του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167), περί κινήτρων για εταιρείες ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1 μετά από τις λέξεις «με φορολογική κατοικία στην Ελλάδα» προστίθενται οι λέξεις «ή εκτός Ελλάδας,», β) στην παρ. 2 προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, γ) στην περ. β) της παρ. 3 οι λέξεις «ενός εκατομμυρίου (1.000.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000)», δ) στην παρ. 4: δα) οι περ. β) και γ) αντικαθίστανται, δβ) προστίθεται περ. ε), ε) προστίθεται παρ. 6 και το άρθρο 71Η διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 71Η
Κίνητρα για εταιρείες ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας
- Η διαχείριση των χρηματικών ροών και της οικογενειακής περιουσίας φυσικών προσώπων με φορολογική κατοικία στην Ελλάδα ή εκτός Ελλάδας, σύμφωνα με τον παρόντα, δύναται να πραγματοποιείται από εταιρείες ειδικού σκοπού οι οποίες λειτουργούν με οποιαδήποτε από τις νομικές μορφές του άρθρου 45, πλην αυτής των νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα της περ. γ΄ του άρθρου 45.
- Αποκλειστικός σκοπός των εταιρειών ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας είναι η διοίκηση και διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και επενδύσεων, που κατέχουν είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, τα φυσικά πρόσωπα της παρ. 1 και τα μέλη των οικογενειών τους, καθώς και η διαχείριση των δαπανών, που πραγματοποιούνται από τα φυσικά πρόσωπα της παρ. 1 και τα μέλη των οικογενειών τους για την κάλυψη των αναγκών τους και του κόστους της εν γένει διαβίωσής τους και των φιλανθρωπικών και πολιτιστικών δράσεών τους. Οι εταιρείες ειδικού σκοπού δύνανται επίσης να παρέχουν και υπηρεσίες συμβούλου προς εμπιστευματοδόχους (Trustees), αναφορικά με εμπιστεύματα (Trust) που έχουν ιδρύσει (Settlor), ή στα οποία είναι δικαιούχοι (Beneficiaries) φυσικά πρόσωπα της παρ. 1 και τα μέλη της οικογένειάς τους.
Στις εταιρείες ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας μπορούν να συμμετέχουν μέλη της οικογένειας, καθώς και νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες στις οποίες συμμετέχουν κατά πλειοψηφία τα φυσικά πρόσωπα της παρ. 1 ή/και μέλη της οικογένειας αυτών.
Για την παροχή των υπηρεσιών των εταιρειών ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας απασχολούνται εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων ή αυτές δύναται να ανατίθεται σε τρίτα πρόσωπα, ανεξάρτητα από το κράτος στο οποίο είναι εγκατεστημένα, υπό την επιφύλαξη της περ. ιγ) του άρθρου 23. Φυσικά πρόσωπα μέλη της εταιρείας ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας δεν μπορεί να είναι και εργαζόμενοι σε αυτή.
- Για την εφαρμογή του παρόντος, η εταιρεία ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) απασχολεί στην Ελλάδα προσωπικό τουλάχιστον πέντε (5) ατόμων εντός δώδεκα (12) μηνών από την ίδρυσή της και εφεξής και
β) πραγματοποιεί στην Ελλάδα δαπάνες λειτουργίας τουλάχιστον διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ ετησίως.
- Για την εφαρμογή του παρόντος, ως μέλη της οικογενείας νοούνται:
α) ο έτερος των συζύγων/μέρος συμφώνου συμβίωσης (Μ.Σ.Σ.),
β) τα τέκνα και τα εγγόνια των συζύγων/Μ.Σ.Σ.,
γ) τα τέκνα του ετέρου των συζύγων/Μ.Σ.Σ.,
δ) οι απευθείας ανιόντες των συζύγων/Μ.Σ.Σ.,
ε) αδέλφια και σύζυγοι /Μ.Σ.Σ. αδελφών,
- Τα ακαθάριστα έσοδα από τις παρεχόμενες υπηρεσίες των εταιρειών ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας, τα οποία εισπράττονται υποχρεωτικά μέσω τραπεζικών εμβασμάτων, προσδιορίζονται με την προσθήκη ποσοστού κέρδους στο σύνολο των πάσης φύσεως εξόδων και αποσβέσεών τους, πλην του φόρου εισοδήματος (μέθοδος κόστους πλέον περιθώριο κέρδους). Το ποσοστό κέρδους ορίζεται σε επτά τοις εκατό (7%).
Για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της εταιρείας, τα έξοδα επί των οποίων υπολογίζεται το ποσοστό κέρδους, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της, εφόσον τεκμηριώνονται από αντίστοιχα παραστατικά στοιχεία που πληρούν τις προϋποθέσεις του ν. 4308/2014 (Α΄ 251).
Αν για οποιονδήποτε λόγο τα έσοδα της εταιρείας, όπως προκύπτουν από τα βιβλία που τηρεί, είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα, όπως προσδιορίζονται με τη μέθοδο της παρούσας, λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα που προκύπτουν από τα βιβλία.
Ο φόρος εισοδήματος υπολογίζεται με τον συντελεστή της παρ. 1 του άρθρου 58. Για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και την καταβολή του φόρου των εταιρειών ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας εφαρμόζονται τα άρθρα 68 και 71. Οι διατάξεις του Μέρους Τέταρτου «Παρακράτηση Φόρου» έχουν εφαρμογή και για τις πληρωμές που πραγματοποιούν οι εταιρείες ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας.
- Η παροχή των υπηρεσιών του παρόντος άρθρου από εταιρείες ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας προς αλλοδαπές εταιρείες που ανήκουν, άμεσα ή έμμεσα, σε φυσικά πρόσωπα της παρ. 1 ή σε μέλη των οικογενειών τους δεν συνιστά άσκηση πραγματικής διοίκησής τους στην Ελλάδα κατά την παρ. 4 του άρθρου 4, περί φορολογικής κατοικίας, και οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 4 δεν εφαρμόζονται.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 212
Κυρώσεις για παράλειψη υποβολής ή εκπρόθεσμη υποβολή φορολογικών δηλώσεων και δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα και παράλειψη χορήγησης στοιχείων που ζητούνται από τη φορολογική διοίκηση – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 53 Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 53 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α` 58), περί των κυρώσεων για παράλειψη υποβολής ή εκπρόθεσμη υποβολή φορολογικών δηλώσεων και δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα και παράλειψη χορήγησης στοιχείων που ζητούνται από τη Φορολογική Διοίκηση, μετά από τις λέξεις «με εξαίρεση» προστίθενται οι λέξεις «τις δηλώσεις που υποβάλλονται στη φορολογία κεφαλαίου και» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Ειδικά σε φορολογούμενους που δεν υποβάλλουν ή υποβάλλουν εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση, με εξαίρεση τις δηλώσεις που υποβάλλονται στη φορολογία κεφαλαίου και τις δηλώσεις πληροφοριακού χαρακτήρα, δεν υποβάλλουν ή υποβάλλουν εκπρόθεσμα δήλωση παρακράτησης φόρου ή δεν ανταποκρίνονται σε αίτημα της Φορολογικής Διοίκησης για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων, επιβάλλεται πρόστιμο διακοσίων πενήντα (250) ευρώ ανά παράβαση αν είναι υπόχρεοι τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και πεντακοσίων (500) ευρώ ανά παράβαση αν είναι υπόχρεοι τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.».
Άρθρο 213
Παραβάσεις σχετικές με την απεικόνιση των οικονομικών συναλλαγών – Τροποποίηση παρ. 13 άρθρου 57 Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Στην παρ. 13 του άρθρου 57 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α’ 58), περί παραβάσεων σχετικών με την απεικόνιση των οικονομικών συναλλαγών, επέρχονται οι ακόλουθες αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο αα) οι λέξεις «πεντακοσίων (500) ευρώ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ», αβ) οι λέξεις «χιλίων (1.000) ευρώ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ», β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο, και η παρ. 13 διαμορφώνεται ως εξής:
«13. Σε φορολογούμενο που διακινεί αγαθά χωρίς την ύπαρξη παραστατικών στοιχείων διακίνησης, επιβάλλεται πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Σε περίπτωση υποτροπής εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο άρθρο 67.».
Άρθρο 214
Αποδοχή άμεσων πληρωμών αποκλειστικά μέσω χρήσης διασυνδεδεμένου τερματικού πληρωμής στις λιανικές συναλλαγές – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 17 και παρ. 1 άρθρου 63 Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
- Στην παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α΄58), περί υποχρεωτικής διασύνδεσης των τερματικών Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης ημεδαπής και αλλοδαπής με τη Φορολογική Διοίκηση, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, β) στο τρίτο εδάφιο οι λέξεις «της υποχρέωσης του πρώτου εδαφίου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των υποχρεώσεων του πρώτου και δεύτερου εδαφίου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) που έχουν υποχρέωση χρήσης τερματικών «Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης (Electronic Funds Transfer at the point of sale, EFT/POS)», ημεδαπών ή αλλοδαπών παρόχων, διασυνδέονται και παρέχουν στη Φορολογική Διοίκηση πληροφορίες για τις συναλλαγές που εκτελούνται μέσω αυτών είτε μέσω διασύνδεσης των τερματικών με Φορολογικούς Ηλεκτρονικούς Μηχανισμούς (Φ.Η.Μ.) είτε απευθείας με τα πληροφοριακά συστήματα της Φορολογικής Διοίκησης. Οι οντότητες του πρώτου εδαφίου που είναι υπόχρεες σε αποδοχή πληρωμών μέσω υπηρεσιών άμεσης πληρωμής από λογαριασμό σε λογαριασμό, όπως η υπηρεσία I.R.I.S. online payments, αποδέχονται τις σχετικές πληρωμές στο Σημείο Πώλησης, αποκλειστικά μέσω διασυνδεδεμένων τερματικών «Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης («Electronic Funds Transfer at the point of sale, EFT/POS)». Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πρώτου και δεύτερου εδαφίου, οι οντότητες χρησιμοποιούν τερματικά Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης («Electronic Funds Transfer at the point of sale, EFT/ POS») που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 18.»
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, περί παραβάσεων σχετικών με τη διασύνδεση των τερματικών ηλεκτρονικής μεταφοράς κεφαλαίων στο σημείο πώλησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) Οι λέξεις «Σε χρήστες των τερματικών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Σε οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) που έχουν υποχρέωση χρήσης», β) οι λέξεις «που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις λειτουργίας και διασύνδεσης με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων,» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις λειτουργίας και διασύνδεσης αυτών με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ή έχουν υποχρέωση αποδοχής πληρωμών μέσω υπηρεσιών άμεσης πληρωμής από λογαριασμό σε λογαριασμό, όπως η υπηρεσία I.R.I.S. online payments και δεν αποδέχονται τις σχετικές πληρωμές στο Σημείο Πώλησης αποκλειστικά μέσω διασυνδεδεμένων τερματικών «Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης (Electronic Funds Transfer at the point of sale, EFT/POS)»,» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Σε οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) που έχουν υποχρέωση χρήσης τερματικών «Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης (Electronic Funds Transfer at the point of sale, EFT/POS)» και δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις λειτουργίας και διασύνδεσης αυτών με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ή έχουν υποχρέωση αποδοχής πληρωμών μέσω υπηρεσιών άμεσης πληρωμής από λογαριασμό σε λογαριασμό, όπως η υπηρεσία I.R.I.S. online payments, και δεν αποδέχονται τις σχετικές πληρωμές στο Σημείο Πώλησης αποκλειστικά μέσω διασυνδεδεμένων τερματικών «Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης (Electronic Funds Transfer at the point of sale, EFT/POS)», επιβάλλεται πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, εφόσον πρόκειται για υπόχρεο τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος ή είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, εφόσον πρόκειται για υπόχρεο τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Το πρόστιμο του πρώτου εδαφίου μειώνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%), όταν επιβάλλεται σε χρήστες τερματικών «EFT/POS» που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε οικισμούς με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των τριών χιλιάδων εκατό (3.100) κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, πλην των τόπων που έχουν ανακηρυχθεί ως τουριστικοί με το π.δ. 899/1976 (Α’ 329) και το π.δ. 664/1977 (Α’ 222).».
Άρθρο 215
Αποδεικτικό ενημερότητας – Προσθήκη παρ. 8 στο άρθρο 12 και περ. στ) στην παρ. 9 του άρθρου 83 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
- Στο τέλος του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α` 58), περί αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής, προστίθεται παρ. 8 ως εξής:
«8. Αν ζητείται αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού, δεν λαμβάνονται υπόψη οι βεβαιωμένες στη φορολογική διοίκηση και τακτοποιημένες κατά νόμιμο τρόπο οφειλές νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας για το αλληλεγγύως ευθυνόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 49, πρόσωπο που αιτείται το αποδεικτικό, με την προϋπόθεση ότι κατά τα δύο (2) τελευταία έτη της θητείας του δεν μετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στη μετοχική ή εταιρική σύνθεση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας με ποσοστό που υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) ή το μηδέν κόμμα πέντε τοις εκατό (0,5%) σε περίπτωση νομικού προσώπου εισηγμένου σε ρυθμιζόμενη χρηματιστηριακή αγορά. Εάν η συμμετοχή του αιτούντος στη μετοχική ή εταιρική σύνθεση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) ή το μηδέν κόμμα πέντε τοις εκατό (0,5%), κατά περίπτωση σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, το ποσοστό παρακράτησης του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παρ. 4 περιορίζεται μέχρι το επτά τοις εκατό (7%) επί του τιμήματος, υπό την επιφύλαξη του έκτου εδαφίου της παρ. 4 και με την προϋπόθεση ότι οι εναπομείνασες οφειλές του πρώτου εδαφίου που αντιστοιχούν στη διαφορά του ποσού που παρακρατείται και του ποσού που αντιστοιχεί στο εβδομήντα τοις εκατό (70%) του τιμήματος, εφόσον οι οφειλές τελούν σε ρύθμιση, ή στο πενήντα τοις εκατό (50%) του τιμήματος, εφόσον οι οφειλές τελούν σε αναστολή είσπραξης, διασφαλίζονται από εγγυήσεις ή εμπράγματες ασφάλειες, όπως παραχώρηση ακινήτου ελεύθερου βαρών για εγγραφή πρώτης υποθήκης. Για τον υπολογισμό της εμπράγματης ασφάλειας λαμβάνεται υπόψη το ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του προσφερόμενου προς παροχή διασφάλισης ακινήτου. Για τους σκοπούς της παρούσας, ως με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή στη μετοχική ή εταιρική σύνθεση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας θεωρείται και η άμεση ή έμμεση συμμετοχή συζύγου, μέλους συμφώνου συμβίωσης ή συγγενή α’ και β΄ βαθμού του αλληλεγγύως ευθυνόμενου προσώπου.
Σε περίπτωση που, μετά τη χορήγηση του αποδεικτικού ενημερότητας σύμφωνα με τους όρους της παρούσας, οι βεβαιωμένες οφειλές του νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας παύσουν να είναι τακτοποιημένες, η Φορολογική Διοίκηση επιδιώκει αμελλητί και κατά προτεραιότητα την είσπραξή τους από το αλληλεγγύως ευθυνόμενο πρόσωπο που έλαβε την ενημερότητα.».
- Στην παρ. 9 του άρθρου 83 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, περί εξουσιοδοτικών διατάξεων προστίθεται περ. στ) ως εξής:
«στ) ορίζονται η διαδικασία και τα δικαιολογητικά για τη χορήγηση του αποδεικτικού ενημερότητας στο αλληλεγγύως ευθυνόμενο πρόσωπο, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 12.».
Άρθρο 216
Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων (Μ.Ι.Δ.Α.)- Προσθήκη άρθρου 15Β και παρ. 58 και 59 στο άρθρο 83 Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
- Στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α` 58), προστίθεται άρθρο 15Β, ως εξής:
«Άρθρο 15Β
Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων (Μ.Ι.Δ.Α.)
- Συστήνεται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε. ) «Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων» (Μ.Ι.Δ.Α.), το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο των πληροφοριών και δεδομένων για την ιδιοκτησία και τη διαχείριση των ακινήτων.
- Στο Μ.Ι.Δ.Α. συγκεντρώνονται τα δεδομένα που τηρούνται στα πληροφοριακά συστήματα της Α.Α.Δ.Ε. και αφορούν το είδος και την περιγραφή του ακινήτου, τα δικαιώματα επί του ακινήτου, τη χρήση του ακινήτου καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σχετική με το ακίνητο. Το Μ.Ι.Δ.Α. ενημερώνεται α) μέσω δηλώσεων που υποβάλλονται στην Α.Α.Δ.Ε. και περιλαμβάνουν τα στοιχεία του πρώτου εδαφίου που αφορούν το ακίνητο, καθώς και β) μέσω πληροφοριών που χορηγούν τρίτοι στην Α.Α.Δ.Ε..
- Το Μ.Ι.Δ.Α. δύναται να συνδέεται μέσω διαλειτουργικότητας με ψηφιακά συστήματα τα οποία τηρούν φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και αφορούν πληροφορίες σχετικές με τα ακίνητα.».
- Στο άρθρο 83 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, περί εξουσιοδοτικών διατάξεων, προστίθενται παρ. 58 και 59 ως εξής:
«58. Με απόφαση του Διοικητή καθορίζονται οι συγκεκριμένες κατηγορίες δεδομένων που συγκεντρώνονται και τηρούνται στο Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων (Μ.Ι.Δ.Α.) του άρθρου 15Β, ο τρόπος συλλογής των δεδομένων και ενημέρωσης του Μ.Ι.Δ.Α., οι περιπτώσεις, η διαδικασία και οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την υποβολή δηλώσεων από τους υπόχρεους και για τη χορήγηση πληροφοριών από τρίτους στην Α.Α.Δ.Ε. για τους σκοπούς ενημέρωσης του Μ.Ι.Δ.Α., οι αναγκαίες διαλειτουργικότητες με άλλα πληροφοριακά συστήματα και ψηφιακές εφαρμογές της Α.Α.Δ.Ε., καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για τη λειτουργία του Μ.Ι.Δ.Α..
- Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητή, καθορίζονται οι κατηγορίες δεδομένων που συλλέγονται από φορείς του δημοσίου τομέα για την ενημέρωση του Μ.Ι.Δ.Α. του άρθρου 15Β, ο τρόπος συλλογής των δεδομένων, οι αναγκαίες διαλειτουργικότητες με άλλα πληροφοριακά συστήματα φορέων του δημοσίου τομέα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.».
Άρθρο 217
Δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) και Περιουσιολόγιο Ακινήτων – Προσθήκη περίπτωσης στο Παράρτημα Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Στο τέλος του Παραρτήματος Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α` 58), προστίθεται περ. 56 ως εξής:
«56. Δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) του άρθρου 23 του ν. 3427/2005 (Α΄ 312) και Περιουσιολόγιο Ακινήτων του άρθρου 23Α του ν. 3427/2005.».
Άρθρο 218
Αναστολή λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων, επιβολή ειδικής χρηματικής κύρωσης και ειδικού προστίμου – Τροποποίηση παρ. 1, 6 και 11 άρθρου 13Α ν. 2523/1997
- Στην παρ. 1 του άρθρου 13Α του ν. 2523/1997 (Α΄ 179), περί αναστολής λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων, επιβολής ειδικής χρηματικής κύρωσης και ειδικού προστίμου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται, γ) στο τρίτο εδάφιο οι λέξεις «εντός δύο (2) φορολογικών ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εντός του ίδιου ή του επόμενου φορολογικού έτους» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Εφόσον, από τον ίδιο μερικό επιτόπιο φορολογικό έλεγχο διαπιστώνεται είτε (α) η μη έκδοση ή η κατά την έννοια του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ανακριβής έκδοση πλέον των δέκα (10) προβλεπόμενων παραστατικών πώλησης, ή, ανεξαρτήτως του πλήθους αυτών, ότι η αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών για τα οποία δεν εκδόθηκε παραστατικό πώλησης ή αυτό εκδόθηκε ανακριβώς υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) ευρώ είτε (β) η μη διαβίβαση στο Πληροφοριακό Σύστημα Φορολογικών Ηλεκτρονικών Μηχανισμών (ΦΗΜ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε)., πλέον των δέκα (10) στοιχείων λιανικής πώλησης που έχουν εκδοθεί μέσω Φορολογικού Ηλεκτρονικού Μηχανισμού (ΦΗΜ), ή, ανεξαρτήτως του πλήθους αυτών, ότι η μη διαβιβασθείσα αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) ευρώ, αναστέλλεται άμεσα για σαράντα οκτώ (48) ώρες, η λειτουργία της επαγγελματικής εγκατάστασης στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος. Εάν, εντός του ίδιου ή του επόμενου φορολογικού έτους από τη διαπίστωση των ως άνω παραβάσεων, διαπιστωθεί εκ νέου, από τον ίδιο μερικό επιτόπιο έλεγχο στην ίδια ή σε άλλη επαγγελματική εγκατάσταση του υπόχρεου, είτε
α) η μη έκδοση ή η ανακριβής έκδοση τουλάχιστον τριών (3) παραστατικών πώλησης ή, ανεξαρτήτως του πλήθους αυτών, ότι η αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών για τα οποία δεν εκδόθηκε παραστατικό πώλησης ή αυτό εκδόθηκε ανακριβώς υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) ευρώ είτε
β) η μη διαβίβαση στο Πληροφοριακό Σύστημα των Φορολογικών Ηλεκτρονικών Μηχανισμών (ΦΗΜ) της Α.Α.Δ.Ε. τουλάχιστον τριών (3) στοιχείων λιανικής πώλησης που έχουν εκδοθεί μέσω ΦΗΜ, ή, ανεξαρτήτως του πλήθους αυτών, ότι η μη διαβιβασθείσα αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) ευρώ, η λειτουργία της επαγγελματικής εγκατάστασης στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος αναστέλλεται αμελλητί για ενενήντα έξι (96) ώρες. Σε κάθε επόμενη διαπίστωση από τον ίδιο μερικό επιτόπιο έλεγχο των παραβάσεων του προηγούμενου εδαφίου, εντός του ίδιου ή του επόμενου φορολογικού έτους από τη διαπίστωσή τους, σε οποιαδήποτε επαγγελματική εγκατάσταση του υπόχρεου, η λειτουργία της επαγγελματικής εγκατάστασης στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος αναστέλλεται αμελλητί για δέκα (10) ημέρες.».
- Στην παρ. 6 του άρθρου 13Α του ν. 2523/1997, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) πριν από τις λέξεις «Η τυχόν αλλαγή» προστίθενται οι λέξεις «Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου», β) προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφιο και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, η τυχόν αλλαγή στη νομική μορφή ή στο πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης ή η διακοπή της επιχείρησης από το χρόνο διαπίστωσης μέχρι το χρόνο της εκτέλεσης της απόφασης των προηγούμενων παραγράφων, δεν κωλύει την επιβολή και την εκτέλεση της απόφασης (ή πράξης) αναστολής, εφόσον στον ίδιο χώρο δραστηριοποιείται επιχείρηση με ίδιο ή παραπλήσιο αντικείμενο εργασιών ή σε αυτήν συμμετέχουν ένα ή περισσότερα από τα αρχικά μέλη του φορέα ή συνδεόμενα με αυτούς πρόσωπα.
Στις περιπτώσεις αναστολής των περ. α) και γ) της παρ. 3, η αλλαγή στη νομική μορφή ή στο πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης ή η διακοπή της επιχείρησης από τον χρόνο διαπίστωσης μέχρι τον χρόνο της εκτέλεσης της απόφασης δεν κωλύει την επιβολή και την εκτέλεση της απόφασης αναστολής είτε στην εγκατάσταση, στην οποία αφορά ο έλεγχος, εφόσον στον ίδιο χώρο δραστηριοποιείται επιχείρηση με ίδιο ή παραπλήσιο αντικείμενο εργασιών ή σε αυτήν συμμετέχουν ένα ή περισσότερα από τα αρχικά μέλη του φορέα ή συνδεόμενα με αυτούς πρόσωπα, είτε, εφόσον δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις για την εν λόγω εγκατάσταση, σε οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική εγκατάσταση δραστηριοποιείται ο ελεγχόμενος.
Εφόσον δεν δύναται να επιβληθεί ή να εκτελεστεί η απόφαση ή η πράξη αναστολής λειτουργίας της επαγγελματικής εγκατάστασης σύμφωνα με το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο κατόπιν διαπίστωσης των παραβάσεων της παρ. 1 ή των περ. α) και γ) της παρ. 3, επιβάλλεται η ειδική χρηματική κύρωση της παρ. 8, κατά περίπτωση.».
- Στην παρ. 11 του άρθρου 13Α του ν. 2523/1997, περί αναστολής λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων, επιβολής ειδικής χρηματικής κύρωσης και ειδικού προστίμου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «του ν. 4174/2013» αντικαθίστανται από το αρκτικόλεξο «Κ.Φ.Δ.», β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 11 διαμορφώνεται ως εξής:
«11. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου είναι ανεξάρτητη από την εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Φ.Δ. ή άλλων διατάξεων με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές ή λοιπές φορολογικές κυρώσεις. Οι κυρώσεις του παρόντος άρθρου δεν επιβάλλονται όταν οι διαπιστωθείσες παραβάσεις αφορούν στα ολοκληρωμένα συστήματα παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών εκροών σε πρατήρια υγρών καυσίμων και εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης για τις οποίες επιβάλλονται οι κυρώσεις του άρθρου 31 του ν. 3784/2009 (Α΄137).».
- Οι παρ. 1, 2 και 3 ισχύουν για διαπιστώσεις που λαμβάνουν χώρα από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρo 219
Τόπος παροχής υπηρεσιών – Τροποποίηση παρ. 8 και 9 άρθρου 18 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Οδηγίας (ΕΕ) 2022/542)
- Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 18 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κώδικα Φ.Π.Α., ν. 5144/2024, Α΄ 162), περί τόπου παροχής υπηρεσιών, προστίθεται νέο εδάφιο και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«8. Δικαίωμα πρόσβασης σε πολιτιστικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, ψυχαγωγικές και παρόμοιες εκδηλώσεις προς υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα
Ο τόπος παροχής υπηρεσιών που αφορούν στο δικαίωμα πρόσβασης σε πολιτιστικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, ψυχαγωγικές ή παρόμοιες εκδηλώσεις, όπως οι εμπορικές και άλλες εκθέσεις, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με την πρόσβαση, που παρέχονται σε υποκείμενους στον φόρο:
α) είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον οι εκδηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας,
β) δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον οι εκδηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται εκτός του εσωτερικού της χώρας.
Τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται στην πρόσβαση στις εκδηλώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, όταν η συμμετοχή είναι εικονική.».
- Στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 18 του Κώδικα Φ.Π.Α., προστίθεται νέο εδάφιο και η παρ. 9 διαμορφώνεται ως εξής:
«9. Παροχή πολιτιστικών, καλλιτεχνικών, αθλητικών, επιστημονικών, εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών και παρόμοιων υπηρεσιών προς μη υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα
Ο τόπος παροχής υπηρεσιών οι οποίες αφορούν σε πολιτιστικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, ψυχαγωγικές ή παρόμοιες δραστηριότητες, όπως εμπορικές και άλλες εκθέσεις, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών των διοργανωτών τέτοιων δραστηριοτήτων, καθώς και της παροχής παρεπόμενων προς τις υπηρεσίες αυτές υπηρεσιών που παρέχονται σε μη υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα:
α) είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον οι εκδηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας,
β) δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον οι εκδηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται εκτός του εσωτερικού της χώρας.
Όταν οι υπηρεσίες και οι παρεπόμενες υπηρεσίες αφορούν δραστηριότητες σε μετάδοση συνεχούς ροής ή που διατίθενται εικονικά με άλλον τρόπο, τόπος παροχής των υπηρεσιών είναι ο τόπος στον οποίο ο μη υποκείμενος στον φόρο είναι εγκατεστημένος, έχει τη μόνιμη κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του.».
Άρθρο 220
Συντελεστές – Υπολογισμός του φόρου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 26 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 5 και 7 Οδηγίας (ΕΕ) 2022/542)
- Στην παρ. 1 του άρθρου 26 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κώδικα Φ.Π.Α., ν. 5144/2024, Α΄ 162), περί συντελεστών – υπολογισμού του φόρου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο τέταρτο εδάφιο οι λέξεις «παρ. 8 του Κεφαλαίου Β» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παρ. 11 του Κεφαλαίου Β», β) στο τέλος της παρ. 1 προστίθεται νέο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Ο συντελεστής του ΦΠΑ ορίζεται σε είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%) στη φορολογητέα αξία. Για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα III του παρόντος Κώδικα, ο συντελεστής του φόρου ορίζεται σε δεκατρία τοις εκατό (13%). Για τα αγαθά και τις υπηρεσίες για τα οποία υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο Παράρτημα III του παρόντος Κώδικα, ο συντελεστής του φόρου ορίζεται σε έξι τοις εκατό (6%) και σε τέσσερα τοις εκατό (4%) κατά περίπτωση. Ο συντελεστής ΦΠΑ που ορίζεται για τα αγαθά και τις υπηρεσίες του Παραρτήματος ΙΙΙ δεν εφαρμόζεται στις ηλεκτρονικά παρεχόμενες υπηρεσίες, με την εξαίρεση εκείνων που εμπίπτουν στην παρ. 11 του Κεφαλαίου Β. ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ του Παραρτήματος ΙΙΙ.
Κατ’ εξαίρεση, για τα εμβόλια της ΔΚ ΕΧ 3002 κατά του κορωνοϊού COVID-19, που έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή από τα κράτη μέλη, ο συντελεστής του φόρου ορίζεται σε μηδέν τοις εκατό (0%).
Οι μειωμένοι συντελεστές που αναφέρονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο, δεν εφαρμόζονται στις παραδόσεις αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, στις οποίες εφαρμόζεται το ειδικό καθεστώς των άρθρων 52 και 53.».
- Στην παρ. 3 του άρθρου 26 του Κώδικα Φ.Π.Α., περί συντελεστών – υπολογισμού του φόρου, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Για τα εισαγόμενα αγαθά εφαρμόζονται οι συντελεστές που ισχύουν κατά τον χρόνο που ο φόρος γίνεται απαιτητός, σύμφωνα με το άρθρο 22. Ο συντελεστής που εφαρμόζεται στα εισαγόμενα αγαθά είναι ο συντελεστής που ισχύει στο εσωτερικό της χώρας για την παράδοση του ίδιου αγαθού.».
Άρθρο 221
Ειδικές απαλλαγές – Τροποποίηση περ. γ) παρ. 1 άρθρου 32 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
H περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 32 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄162), περί ειδικών απαλλαγών, αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) η παράδοση και η εισαγωγή καυσίμων, λιπαντικών, τροφοεφοδίων και λοιπών αγαθών που προορίζονται για τον εφοδιασμό:
γα) των πλοίων και των αεροσκαφών, τα οποία απαλλάσσονται σύμφωνα με τις περ. α) και β),
γβ) των πολεμικών πλοίων άλλων χωρών που υπάγονται στον κωδικό συνδυασμένης ονοματολογίας (ΣΟ) 8906 10 00, τα οποία εγκαταλείπουν το έδαφος της χώρας με προορισμό λιμάνι ή όρμο εκτός Ελλάδας,
γγ) των πλοίων με σημαία τρίτης χώρας που διενεργούν περιηγητικά ταξίδια (κρουαζιέρες) σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3872/2010 (Α΄148) και των αντίστοιχων πλοίων με ελληνική ή ενωσιακή σημαία που διενεργούν περιηγητικά ταξίδια, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 165 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ. 187/1973, Α’ 261), και χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης, ανεξαρτήτως ενδιάμεσων προορισμών σε ελληνικούς λιμένες και ανεξαρτήτως λιμένα εφοδιασμού, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένας προορισμός είναι σε τρίτη χώρα.
Η εισαγωγή τροφοεφοδίων από ή η παράδοση προς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών εστίασης ή ψυχαγωγίας επί των πλοίων του προηγούμενου εδαφίου και τα οποία δεν πωλούνται και αναλώνονται επί του πλοίου στο πλαίσιο των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο αντίτιμο της αξίας του ταξιδιού, απαλλάσσεται από Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
Προκειμένου για πλοία και πλωτά μέσα της εμπορικής ναυσιπλοΐας εσωτερικού ή άλλης εκμετάλλευσης εσωτερικού, που δεν εμπίπτουν στην παρούσα υποπερίπτωση, καθώς και για αλιευτικά σκάφη που αλιεύουν στα ελληνικά χωρικά ύδατα, η απαλλαγή περιορίζεται στα καύσιμα και λιπαντικά.».
Άρθρο 222
Απαλλαγές στην παράδοση αγαθών σε άλλο κράτος μέλος – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 33 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (άρθρο 1 παρ. 2 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στην παρ. 3 του άρθρου 33 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162), περί απαλλαγών στην παράδοση αγαθών σε άλλο κράτος μέλος, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «με τα άρθρα 44, 52 και 53» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με τα άρθρα 52 και 53», β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 3 του άρθρου 33 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο, σύμφωνα με τα άρθρα 52 και 53. Η απαλλαγή που προβλέπεται στην περ. α) και στην υποπερ. ββ) της περ. β) της παρ. 1, δεν εφαρμόζεται στις παραδόσεις αγαθών και στις παραδόσεις προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, αντίστοιχα, που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο οι οποίοι, στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιούνται οι παραδόσεις, υπάγονται στην απαλλαγή των μικρών επιχειρήσεων των άρθρων 44 έως 44ζ.»
Άρθρο 223
Δικαίωμα έκπτωσης του φόρου – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 35 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 4 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 35 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162), περί δικαιώματος έκπτωσης του φόρου, μετά από τις λέξεις «του άρθρου 4,» προστίθενται οι λέξεις «εκτός από εκείνες που απαλλάσσονται σύμφωνα με τα άρθρα 44 έως 44ζ,» και η περ. α) διαμορφώνεται ως εξής:
«α) για την πραγματοποίηση στο εξωτερικό των δραστηριοτήτων του άρθρου 4, εκτός από εκείνες που απαλλάσσονται σύμφωνα με τα άρθρα 44 έως 44ζ, εφόσον αυτές θα παρείχαν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου, αν είχαν πραγματοποιηθεί στο εσωτερικό της χώρας,».
Άρθρο 224
Επιστροφή του φόρου – Τροποποίηση άρθρου 39 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Στην υποπερ. αγ) της περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 39 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162), περί επιστροφής του φόρου, α) μετά τη λέξη «αντίστοιχο», διαγράφονται οι λέξεις «του άρθρου 44» και β) μετά τη λέξη «επιχειρήσεις» προστίθενται οι λέξεις «των άρθρων 44 έως 44ζ του παρόντος» και η υποπερ. αγ) διαμορφώνεται ως εξής:
«αγ) υπάγεται στο αντίστοιχο καθεστώς απαλλαγής για μικρές επιχειρήσεις των άρθρων 44 έως 44ζ του παρόντος,».
Άρθρο 225
Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής – Αντικατάσταση άρθρου 44 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 8, 10, 11, 12, 15, 19 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Το άρθρο 44 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162), περί ειδικού καθεστώτος μικρών επιχειρήσεων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 44
Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων
- Η απαλλαγή του ειδικού καθεστώτος μικρών επιχειρήσεων εφαρμόζεται σε πράξεις παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών, οι οποίες πραγματοποιούνται από μικρές επιχειρήσεις υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 44α έως 44στ.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) Ως «απαλλασσόμενη μικρή επιχείρηση» νοείται κάθε υποκείμενος στον φόρο, εγκατεστημένος ή μη, που επιλέγει να ωφεληθεί από την απαλλαγή των άρθρων 44α και 44β για πράξεις παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας,
β) ως «ετήσιος κύκλος εργασιών εντός του εσωτερικού της χώρας» ορίζεται η ετήσια συνολική αξία των παραδόσεων αγαθών και των παροχών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στην παρ. 3, χωρίς Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), που πραγματοποιούνται από υποκείμενο στον φόρο κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους,
γ) ως «ετήσιος κύκλος εργασιών εντός της Ένωσης» ορίζεται η ετήσια συνολική αξία των παραδόσεων αγαθών και των παροχών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στην παρ. 4, χωρίς ΦΠΑ, που πραγματοποιούνται από υποκείμενο στον φόρο εντός του εδάφους της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του ετήσιου κύκλου εργασιών εντός του εσωτερικού της χώρας, κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους.
- Ο ετήσιος κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή της απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων στο εσωτερικό της χώρας, αποτελείται από τις ακόλουθες αξίες, χωρίς ΦΠΑ:
α) την αξία των παραδόσεων αγαθών και των παροχών υπηρεσιών, κατά το μέτρο που θα φορολογούνταν εάν είχαν πραγματοποιηθεί από μη απαλλασσόμενο υποκείμενο στον φόρο,
β) την αξία των πράξεων που απαλλάσσονται με δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ που καταβλήθηκε στο προηγούμενο στάδιο, σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 26,
γ) την αξία των απαλλασσόμενων πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 32,
δ) την αξία των απαλλασσόμενων πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 33 όταν εφαρμόζεται η απαλλαγή που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, και
ε) την αξία των πράξεων επί ακινήτων, των χρηματοοικονομικών πράξεων των περ. ιθ) έως κδ) της παρ. 1 του άρθρου 27 και των υπηρεσιών ασφάλισης και αντασφάλισης, εκτός εάν οι πράξεις αυτές έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα.
Οι μεταβιβάσεις ενσώματων ή άυλων αγαθών επένδυσης ενός υποκειμένου στον φόρο δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του κύκλου εργασιών.
- Ο ετήσιος κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ενωσιακού ορίου απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων, αποτελείται από τις αξίες των πράξεων της παρ. 2, χωρίς ΦΠΑ, και τις αξίες των αντίστοιχων πράξεων της παρ. 2, χωρίς ΦΠΑ, που πραγματοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος.
- Το ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες πράξεις:
α) παραδόσεις ακινήτων του άρθρου 8 που πραγματοποιούνται ευκαιριακά,
β) παραδόσεις καινούργιων μεταφορικών μέσων σύμφωνα με την υποπερ. βα) της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 33.
- Το ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων εφαρμόζεται για υποκείμενους με έδρα της οικονομικής δραστηριότητας στο εσωτερικό της χώρας ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».
Άρθρο 226
Χορήγηση απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων σε υποκείμενους στον φόρο εγκατεστημένους στο εσωτερικό – Προσθήκη άρθρου 44α στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 12, 16 και 19 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162) προστίθεται άρθρο 44α ως εξής:
«Άρθρο 44α
Χορήγηση απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων σε υποκείμενους στον φόρο εγκατεστημένους στο εσωτερικό
- Δύνανται να απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης και καταβολής του φόρου υποκείμενοι, των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών, που αναφέρεται σε πράξεις παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου και του τρέχοντος φορολογικού έτους κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 44, χωρίς Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
Οι υποκείμενοι δύνανται να απαλλάσσονται και κατά τον χρόνο έναρξης των εργασιών τους.
- Οι διατάξεις της παρ. 1 δεν έχουν εφαρμογή:
α) στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος,
β) στην παράδοση καινούργιου μεταφορικού μέσου, σύμφωνα με την υποπερ. βα) της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 33,
γ) στις παραδόσεις ακινήτων του άρθρου 8 που πραγματοποιούνται ευκαιριακά.
- Σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, ο υποκείμενος στον φόρο εφαρμόζει υποχρεωτικά το κανονικό καθεστώς, αρχής γενομένης από την πράξη παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών με την οποία πραγματοποιείται η υπέρβαση του ορίου και για το σύνολο της αξίας της πράξης αυτής.
- Οι υποκείμενοι που απαλλάσσονται μπορούν να μεταταχθούν προαιρετικά στο κανονικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους υποβάλλοντας σχετικά δήλωση μεταβολών. Σε περίπτωση προαιρετικής μετάταξης, ο υποκείμενος στον φόρο δύναται να υπαχθεί εκ νέου στο καθεστώς του παρόντος άρθρου εντός του επόμενου φορολογικού έτους.
- Αν υποκείμενος μετατάσσεται, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, από το ένα καθεστώς στο άλλο, τα αποθέματα των εμπορεύσιμων αγαθών, τα οποία υπάρχουν κατά την τελευταία ημέρα πριν από τη μετάταξη, απογράφονται υποχρεωτικά ανά ισχύοντα συντελεστή φόρου, αποτιμώνται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και υπάρχει υποχρέωση απόδοσης του φόρου που έχει εκπέσει για τα αποθέματα, όταν ο υποκείμενος μετατάσσεται από το κανονικό καθεστώς στο απαλλασσόμενο και δικαίωμα έκπτωσης, αντίστοιχα, όταν μετατάσσεται από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς.
- Σε κάθε περίπτωση μετάταξης, ο υποκείμενος υποχρεούται να συντάσσει απογραφή των αγαθών επένδυσης, για τα οποία δεν έχει παρέλθει ο χρόνος διακανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 38.
Τα εν λόγω αγαθά αποτιμώνται στην αξία κτήσης τους, η οποία προσαυξάνεται με τις δαπάνες βελτίωσης και επέκτασης, εκτός από τις δαπάνες επισκευής και συντήρησης. Οι μετατασσόμενοι υποκείμενοι, για τον εναπομένοντα χρόνο του διακανονισμού, έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου ή, κατά περίπτωση, υποχρέωση διακανονισμού και καταβολής του φόρου, ανάλογα με το εάν πρόκειται για μετάταξη από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς ή αντίστροφα.
- Για τα απογραφόμενα αγαθά των παρ. 5 και 6, υποβάλλεται, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη μετάταξη, δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων κατά συντελεστή φόρου και τον φόρο που αναλογεί.
Για τους υποκείμενους που μετατάσσονται στο κανονικό καθεστώς ο φόρος αυτός εκπίπτει με την προβλεπόμενη από το άρθρο 43 δήλωση ΦΠΑ της φορολογικής περιόδου κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων. Για τους υποκείμενους που μετατάσσονται στο απαλλασσόμενο καθεστώς, η δήλωση για την απόδοση του φόρου υποβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από την υποβολή της δήλωσης αποθεμάτων μετάταξης του πρώτου εδαφίου.
- Οι υποκείμενοι της παρ. 1, στις περιπτώσεις που έχουν υποχρέωση έκδοσης παραστατικών πωλήσεων (φορολογικών στοιχείων), αναγράφουν σε αυτά την ένδειξη «χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας-απαλλαγή μικρών επιχειρήσεων» και δεν δικαιούνται να εκπέσουν τον φόρο των εισροών τους.».
Άρθρο 227
Χορήγηση απαλλαγής σε υποκείμενους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος – Προσθήκη άρθρου 44β στον ν. 5144/2024
(άρθρο 1 παρ. 12 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162) προστίθεται άρθρο 44β ως εξής:
«Άρθρο 44β
Χορήγηση απαλλαγής σε υποκείμενους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος
- Υποκείμενοι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, των οποίων, κατά το τρέχον και το προηγούμενο φορολογικό έτος, ο ετήσιος κύκλος εργασιών εντός του εσωτερικού της χώρας δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και ο ετήσιος κύκλος εργασιών εντός της Ένωσης δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, μπορούν να κάνουν χρήση της απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων στο εσωτερικό της χώρας, εφόσον έχουν προβεί σε προηγούμενη κοινοποίηση της πρόθεσής τους αυτής στο κράτος μέλος εγκατάστασής τους και έχουν λάβει από το κράτος μέλος αυτό ατομικό αριθμό ταυτοποίησης με το επίθημα «ΕΧ» για τον σκοπό αυτό.
- Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ως φορολογική αρχή του κράτους μέλους απαλλαγής, αφού λάβει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την τυχόν μετέπειτα επικαιροποίηση αυτής από το κράτος μέλος εγκατάστασης, επαληθεύει την ύπαρξη τυχόν ΑΦΜ/ΦΠΑ στο εσωτερικό και την τήρηση του ορίου του ετήσιου κύκλου εργασιών των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και επιβεβαιώνει την απαλλαγή εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 37β του Κανονισμού (ΕΕ) 904/2010.
Σε ειδικές περιπτώσεις που αφορούν σε πρόληψη της φοροδιαφυγής ή της φοροαποφυγής, η Α.Α.Δ.Ε. γνωστοποιεί αμελλητί στο κράτος μέλος εγκατάστασης την ανάγκη μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος για τη διενέργεια των απαραίτητων ελέγχων ή επαληθεύσεων.
- Κατόπιν της γνωστοποίησης από το κράτος μέλος εγκατάστασης της ταυτοποίησης του υποκειμένου με τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης με επίθημα «ΕΧ», ή της επιβεβαίωσης της προσθήκης της Ελλάδας στα κράτη μέλη στα οποία αυτός απαλλάσσεται, η Α.Α.Δ.Ε. μεριμνά για τη μη δυνατότητα χρήσης του τυχόν ΑΦΜ/ΦΠΑ που έχει ήδη ο υποκείμενος για πράξεις που πραγματοποιεί ως απαλλασσόμενη μικρή επιχείρηση.
- Σε περίπτωση οικειοθελούς παύσης, ο υποκείμενος στον φόρο δύναται να υπαχθεί εκ νέου στο καθεστώς του παρόντος άρθρου εντός του επόμενου φορολογικού έτους.».
Άρθρο 228
Χορήγηση απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη σε υποκείμενους εγκατεστημένους στο εσωτερικό- Προσθήκη άρθρου 44γ στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 12 και 13 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162) προστίθεται άρθρο 44γ ως εξής:
«Άρθρο 44γ
Χορήγηση απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη σε υποκείμενους εγκατεστημένους στο εσωτερικό της χώρας
- Υποκείμενοι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της χώρας μπορούν να κάνουν χρήση απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων σε άλλο ή άλλα κράτη μέλη στα οποία δεν είναι εγκατεστημένοι, εφόσον πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α) ο ετήσιος κύκλος εργασιών του υποκείμενου εντός της Ε.Ε. δεν υπερβαίνει κατά το προηγούμενο και το τρέχον ημερολογιακό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ,
β) ο υποκείμενος υποβάλλει στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) προηγούμενη κοινοποίηση, με ηλεκτρονικά μέσα, η οποία περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
βα) ονοματεπώνυμο, δραστηριότητα, νομική μορφή και διεύθυνση του υποκειμένου στον φόρο,
ββ) κράτος μέλος ή κράτη μέλη στα οποία ο υποκείμενος προτίθεται να κάνει χρήση της απαλλαγής,
βγ) συνολική αξία των παραδόσεων αγαθών ή/και παροχών υπηρεσιών που έχουν πραγματοποιηθεί στο εσωτερικό της χώρας και σε καθένα από τα άλλα κράτη μέλη, κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Στην περίπτωση κρατών μελών που εφαρμόζουν τομεακά όρια απαλλαγής, οι παραπάνω αξίες δηλώνονται ανά τομέα,
βδ) συνολική αξία των παραδόσεων αγαθών ή/και παροχών υπηρεσιών που έχουν πραγματοποιηθεί στο εσωτερικό της χώρας και σε καθένα από τα άλλα κράτη μέλη κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος πριν από την κοινοποίηση. Στην περίπτωση κρατών μελών που εφαρμόζουν τομεακά όρια απαλλαγής, οι παραπάνω αξίες δηλώνονται ανά τομέα,
βε) τυχόν ΑΦΜ/ΦΠΑ που ήδη διαθέτουν σε άλλα κράτη μέλη.
γ) Η Α.Α.Δ.Ε., ως φορολογική αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης, λαμβάνοντας την προηγούμενη κοινοποίηση, επαληθεύει εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών το ύψος του κύκλου εργασιών που έχει δηλωθεί από τον υποκείμενο σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 37β του Κανονισμού (ΕΕ) 904/2010 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2010, για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (L 268) και, εφόσον δεν υπάρχει υπέρβαση του ορίου του ετησίου κύκλου εργασιών κατά το τρέχον και το προηγούμενο ημερολογιακό έτος εντός της Ένωσης, διαβιβάζει με ηλεκτρονικά μέσα τις πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών απαλλαγής σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 37α του Κανονισμού (ΕΕ) 904/2010 και αναμένει την επιβεβαίωση από τα κράτη μέλη απαλλαγής εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 37β του ανωτέρω Κανονισμού, προκειμένου να ταυτοποιήσει τον υποκείμενο με τον ΑΦΜ ταυτοποίησης που φέρει το επίθημα «ΕΧ» και να το γνωστοποιήσει σε αυτόν.
Η απαλλαγή στο άλλο κράτος μέλος ισχύει από την ημερομηνία γνωστοποίησης από την Α.Α.Δ.Ε. προς τον υποκείμενο του ΑΦΜ ταυτοποίησής του με το επίθημα «ΕΧ», η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα πέντε (35) εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της προηγούμενης κοινοποίησης, εκτός από ειδικές περιπτώσεις στις οποίες, για την πρόληψη της φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, τα κράτη μέλη για τη χορήγηση της απαλλαγής ενδέχεται να χρειάζονται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τη διενέργεια των απαραίτητων ελέγχων και έχουν γνωστοποιήσει την αναγκαιότητα αυτή στην Α.Α.Δ.Ε. ως φορολογική αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης.
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην υποπερ. βγ) της περ. β) παρέχονται και για καθένα από τα δύο προηγούμενα ημερολογιακά έτη για εκείνα τα κράτη μέλη που χορηγούν την απαλλαγή, λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών των δύο τελευταίων ημερολογιακών ετών.
Οι αξίες των υποπερ. βγ) και βδ) της περ. β) εκφράζονται σε ευρώ ή στο εθνικό νόμισμα των κρατών μελών που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, εφόσον τα κράτη μέλη απαιτούν να εκφράζονται οι αξίες στο δικό τους νόμισμα. Εάν οι παραδόσεις ή οι παροχές έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλα νομίσματα, ο υποκείμενος χρησιμοποιεί τη συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού έτους. Η μετατροπή γίνεται σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την ημέρα εκείνη ή, εάν δεν υπήρξε δημοσίευση τη συγκεκριμένη ημέρα, τις ισοτιμίες της επόμενης ημέρας δημοσίευσης.
- Οι υποκείμενοι ενημερώνουν την Α.Α.Δ.Ε. με ηλεκτρονικά μέσα εκ των προτέρων, με επικαιροποίηση της προηγούμενης κοινοποίησης της παρ. 1, που περιλαμβάνει τον ΑΦΜ ταυτοποίησης με επίθημα «ΕΧ» που τους έχει χορηγηθεί, αν επέρχονται αλλαγές στις πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί με την προηγούμενη κοινοποίηση, συμπεριλαμβανομένης της πρόθεσής τους να κάνουν χρήση της απαλλαγής σε κράτος μέλος ή κράτη μέλη διαφορετικά από αυτά που υποδεικνύονται στην προηγούμενη κοινοποίηση και της απόφασής τους να παύσουν να εφαρμόζουν το καθεστώς απαλλαγής σε κράτος μέλος ή κράτη μέλη στα οποία δεν είναι εγκατεστημένοι. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η παύση τίθεται σε ισχύ από την πρώτη μέρα του επόμενου ημερολογιακού τριμήνου μετά την παραλαβή των πληροφοριών από την Α.Α.Δ.Ε. ή, αν αυτές παραλαμβάνονται τον τελευταίο μήνα του ημερολογιακού τριμήνου, από την πρώτη μέρα του δεύτερου μήνα του επόμενου ημερολογιακού τριμήνου.
Η επικαιροποίηση της προηγούμενης κοινοποίησης ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία η Α.Α.Δ.Ε., αφού προβεί στις ενέργειες της περ. γ) της παρ. 1, επιβεβαιώνει τον ΑΦΜ ταυτοποίησης με το επίθημα «ΕΧ» στον υποκείμενο μέσω γνωστοποίησης, η οποία δεν υπερβαίνει τις τριάντα πέντε (35) εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της επικαιροποίησης της προηγούμενης κοινοποίησης, εκτός από ειδικές περιπτώσεις στις οποίες, για την πρόληψη της φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, τα κράτη μέλη για τη χορήγηση της απαλλαγής ενδέχεται να χρειάζονται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τη διενέργεια των απαραίτητων ελέγχων και έχουν γνωστοποιήσει την αναγκαιότητα αυτή στην Α.Α.Δ.Ε. ως φορολογική αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης.
Όταν ο υποκείμενος ενημερώνει την Α.Α.Δ.Ε. ότι προτίθεται να κάνει χρήση της απαλλαγής σε κράτος μέλος ή κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στην προηγούμενη κοινοποίηση ή την επικαιροποίηση της προηγούμενης κοινοποίησης, δεν υποχρεούται να παράσχει τις πληροφορίες της περ. β) της παρ. 1, εφόσον αυτές έχουν συμπεριληφθεί ήδη σε αναφορές στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε προηγούμενο χρόνο σύμφωνα με την παρ. 1 και την παρούσα παράγραφο.
- Υποκείμενοι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό που κάνουν χρήση της απαλλαγής σε άλλα κράτη μέλη, έχουν υποχρέωση υποβολής στην Α.Α.Δ.Ε., για κάθε ημερολογιακό τρίμηνο, αναφοράς που περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του ΑΦΜ ταυτοποίησής τους με το επίθημα «ΕΧ»:
α) τη συνολική αξία των παραδόσεων ή παροχών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού τριμήνου στο εσωτερικό της χώρας ή την ένδειξη «0» εάν δεν έχουν πραγματοποιηθεί παραδόσεις ή παροχές,
β) τη συνολική αξία των παραδόσεων ή παροχών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού τριμήνου σε καθένα από τα κράτη μέλη, εκτός του εσωτερικού της χώρας ή την ένδειξη «0» εάν δεν έχουν πραγματοποιηθεί παραδόσεις ή παροχές. Στην περίπτωση κρατών μελών που εφαρμόζουν τομεακά όρια απαλλαγής, οι παραπάνω αξίες δηλώνονται ανά τομέα.
Η αναφορά υποβάλλεται στην Α.Α.Δ.Ε. εντός ενός μηνός από το τέλος του ημερολογιακού τριμήνου με ηλεκτρονικά μέσα και αποτελεί δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα.
Οι αξίες εκφράζονται σε ευρώ ή στο εθνικό νόμισμα των κρατών μελών που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, εφόσον τα κράτη μέλη απαιτούν να εκφράζονται οι αξίες στο δικό τους νόμισμα. Εάν οι παραδόσεις ή οι παροχές έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλα νομίσματα, ο υποκείμενος χρησιμοποιεί τη συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού έτους. Η μετατροπή γίνεται σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την ημέρα εκείνη ή, εάν δεν υπήρξε δημοσίευση τη συγκεκριμένη ημέρα, τις ισοτιμίες της επόμενης ημέρας δημοσίευσης.
- Αν ο ετήσιος κύκλος εργασιών εντός της Ένωσης υπερβεί τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, οι υποκείμενοι ενημερώνουν εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών την Α.Α.Δ.Ε.. Παράλληλα, εντός της ίδιας προθεσμίας, υποβάλλουν τα στοιχεία της παρ. 3 για την αξία παραδόσεων αγαθών και παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την έναρξη του τρέχοντος ημερολογιακού τριμήνου εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η υπέρβαση έως την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η υπέρβαση.».
Άρθρο 229
Υπέρβαση του ενωσιακού ή/και του εσωτερικού ορίου κύκλου εργασιών- Προσθήκη άρθρου 44δ στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 16 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162) προστίθεται άρθρο 44δ ως εξής:
«Άρθρο 44δ
Υπέρβαση του ενωσιακού ή/και του εσωτερικού ορίου κύκλου εργασιών
- Υποκείμενοι που απαλλάσσονται λόγω κύκλου εργασιών στο εσωτερικό της χώρας, είτε είναι εγκατεστημένοι είτε όχι, οι οποίοι υπερέβησαν κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος το εθνικό όριο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, δεν δύνανται να κάνουν χρήση της απαλλαγής για διάστημα ενός ημερολογιακού έτους.
Όταν η υπέρβαση πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, η ισχύς της απαλλαγής παύει από τη στιγμή της υπέρβασης του ορίου.
- Οι μη εγκατεστημένοι στο εσωτερικό υποκείμενοι δεν μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν χρήση της απαλλαγής στο εσωτερικό, εάν, κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, υπερέβησαν το όριο του ετήσιου κύκλου εργασιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Όταν η υπέρβαση του ορίου αυτού πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, η ισχύς της απαλλαγής παύει από την στιγμή της υπέρβασης του ορίου.
- Οι υποκείμενοι που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίοι υπερβαίνουν, στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, το όριο του ετήσιου κύκλου εργασιών εντός της Ε.Ε., αλλά δεν έχουν υπερβεί το εσωτερικό όριο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, μπορούν να συνεχίσουν να διενεργούν απαλλασσόμενες πράξεις στο εσωτερικό μέχρι τη συμπλήρωση του εθνικού ορίου.».
Άρθρο 230
Απαλλαγή από ορισμένες υποχρεώσεις των υποκειμένων που κάνουν χρήση της απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων σε κράτος μέλος στο οποίο δεν είναι εγκατεστημένοι- Προσθήκη άρθρου 44ε στον ν. 5144/2024
(άρθρο 1 παρ. 13 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162) προστίθεται άρθρο 44ε ως εξής:
«Άρθρο 44ε
Απαλλαγή από ορισμένες υποχρεώσεις των υποκειμένων που κάνουν χρήση της απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων σε κράτος μέλος στο οποίο δεν είναι εγκατεστημένοι
- Υποκείμενοι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της χώρας που κάνουν χρήση της απαλλαγής σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 44γ, δεν έχουν υποχρέωση να αποκτήσουν ΑΦΜ/ΦΠΑ και να υποβάλουν δηλώσεις ΦΠΑ στα κράτη μέλη αυτά για τις πράξεις που πραγματοποιούν ως απαλλασσόμενες μικρές επιχειρήσεις.
- Υποκείμενοι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της απαλλαγής στο εσωτερικό της χώρας δεν έχουν υποχρέωση να αποκτήσουν ΑΦΜ/ΦΠΑ ούτε να υποβάλουν δηλώσεις ΦΠΑ για τις πράξεις που πραγματοποιούν ως απαλλασσόμενες μικρές επιχειρήσεις.
- Υποκείμενοι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι κάνουν χρήση της απαλλαγής στο εσωτερικό της χώρας και δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση υποβολής, στο κράτος μέλος εγκατάστασής τους, των αντίστοιχων με τις οριζόμενες στην παρ. 3 του άρθρου 44γ προβλεπόμενων τριμηνιαίων αναφορών, υποχρεούνται να αποκτήσουν ΑΦΜ/ΦΠΑ και να υποβάλλουν δηλώσεις ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 41.».
Άρθρο 231
Απενεργοποίηση ατομικού αριθμού ταυτοποίησης και προσαρμογή στοιχείων υποκειμένων σε ενδοενωσιακή απαλλαγή – Προσθήκη άρθρου 44στ στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 13 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162) προστίθεται άρθρο 44στ ως εξής:
«Άρθρο 44στ
Λοιπές ενέργειες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
Πέραν των ενεργειών στις οποίες προβαίνει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθ. 44γ, προβαίνει, επίσης, αμελλητί σε απενεργοποίηση του ατομικού αριθμού ταυτοποίησης με το επίθημα «ΕΧ» που έχει χορηγήσει σε υποκείμενους εγκατεστημένους στο εσωτερικό, προκειμένου οι τελευταίοι να κάνουν χρήση της απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων σε άλλο κράτος μέλος ή άλλα κράτη μέλη, ή, αν ο υποκείμενος εξακολουθεί να κάνει χρήση της απαλλαγής σε άλλο κράτος μέλος ή άλλα κράτη μέλη, προσαρμόζει τα στοιχεία που έχει παραλάβει στο πλαίσιο προηγούμενης κοινοποίησης ή επικαιροποίησης της κοινοποίησης, στις παρακάτω περιπτώσεις:
α) αν η συνολική αξία των παραδόσεων και παροχών εντός της Ένωσης που δηλώθηκε από τον υποκείμενο υπερβαίνει το όριο των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ,
β) αν το κράτος μέλος που χορηγεί την απαλλαγή έχει κοινοποιήσει ότι ο υποκείμενος δεν δικαιούται να κάνει χρήση της απαλλαγής ή η απαλλαγή έχει παύσει να ισχύει στο εν λόγω κράτος μέλος,
γ) αν ο υποκείμενος στον φόρο έχει γνωστοποιήσει την απόφασή του να παύσει να εφαρμόζει την απαλλαγή ή
δ) αν ο υποκείμενος στον φόρο έχει ενημερώσει, ή μπορεί να συναχθεί με άλλον τρόπο, ότι οι δραστηριότητές του έχουν παύσει.».
Άρθρο 232
Εξουσιοδοτική διάταξη – Προσθήκη άρθρου 44ζ στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162) προστίθεται άρθρο 44ζ ως εξής:
«Άρθρο 44ζ
Εξουσιοδοτική διάταξη
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εγγραφής στο καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων, της παύσης και της εξαίρεσης από αυτό, οι λεπτομέρειες εφαρμογής των τριμηνιαίων αναφορών, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των άρθρων 44, 44α, 44β, 44γ, 44δ, 44ε και 44στ.».
Άρθρο 233
Ειδικό καθεστώς φορολογίας των υποκειμένων στον φόρο μεταπωλητών που παραδίδουν μεταχειρισμένα αγαθά και αντικείμενα καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας – Τροποποίηση παρ. 2 και 4 άρθρου 52 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
(άρθρο 1 παρ. 20 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
- Στην παρ. 2 του άρθρου 52 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κώδικα Φ.Π.Α. ν. 5144/2024, Α΄ 162), περί ειδικού καθεστώτος φορολογίας των υποκειμένων στον φόρο μεταπωλητών που παραδίδουν μεταχειρισμένα αγαθά και αντικείμενα καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, οι λέξεις «του άρθρου 44» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των άρθρων 44 έως 44ζ» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Για την εφαρμογή της παρ. 1, ως παράδοση αγαθών που εμπίπτει στο ειδικό καθεστώς θεωρείται η παράδοση των αγαθών αυτών, που πραγματοποιείται από υποκείμενο στον φόρο μεταπωλητή, κατά την έννοια της περ. β) της παρ. 8 του άρθρου 53, εφόσον τα αγαθά αυτά του παραδόθηκαν στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από:
πρόσωπο μη υποκείμενο στον φόρο, ή
πρόσωπο υποκείμενο στον φόρο, εφόσον πρόκειται για παράδοση η οποία απαλλάσσεται από τον φόρο, σύμφωνα με την περ. κη) της παρ. 1 του άρθρου 27 ή αντίστοιχη διάταξη άλλου κράτους μέλους, ή
πρόσωπο υποκείμενο στον φόρο, το οποίο υπάγεται στο ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων των άρθρων 44 έως 44ζ, εφόσον πρόκειται για αγαθά που αποτελούσαν γι’ αυτόν αγαθά επένδυσης, κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 38, ή αντίστοιχης διάταξης άλλου κράτους μέλους, ή άλλον υποκείμενο στον φόρο μεταπωλητή, εφόσον η παράδοση του αγαθού από αυτόν έχει υπαχθεί στον φόρο, σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς του περιθωρίου κέρδους του παρόντος άρθρου ή αντίστοιχη διάταξη άλλου κράτους μέλους.».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 52 Κώδικα Φ.Π.Α., περί ειδικού καθεστώτος φορολογίας των υποκειμένων στον φόρο μεταπωλητών που παραδίδουν μεταχειρισμένα αγαθά και αντικείμενα καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. γ) διαγράφονται οι λέξεις «, εφόσον η παράδοση από το άλλο αυτό πρόσωπο φορολογήθηκε με τον μειωμένο συντελεστή που προβλέπεται για τα αγαθά αυτά ή παρασχέθηκε στον υποκείμενο πλήρες δικαίωμα έκπτωσης του φόρου», β) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, γ) πριν από τη λέξη «επιλογή» προστίθεται η λέξη «Η παραπάνω» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Ο υποκείμενος στον φόρο μεταπωλητής μπορεί να επιλέξει την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος του παρόντος άρθρου και στις παρακάτω παραδόσεις:
α) αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, τα οποία εισήγαγε ο ίδιος, σύμφωνα με το άρθρο 13,
β) αντικειμένων καλλιτεχνικής αξίας που του παραδόθηκαν από τον ίδιο τον δημιουργό τους ή τους διαδόχους του,
γ) αντικειμένων καλλιτεχνικής αξίας που του παραδόθηκαν από άλλο υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο, εκτός από τον υποκείμενο στον φόρο μεταπωλητή.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει εφαρμοστεί μειωμένος συντελεστής στα σχετικά αντικείμενα καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας που παραδίδονται σε υποκείμενο στον φόρο μεταπωλητή ή εισάγονται από υποκείμενο στον φόρο μεταπωλητή.
Η παραπάνω επιλογή γίνεται με υποβολή δήλωσης στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους για το οποίο υποβάλλεται.
Η δήλωση αυτή ισχύει τουλάχιστον για δύο (2) πλήρη φορολογικά έτη μετά την πάροδο των οποίων μπορεί να ανακληθεί. Η ανάκληση ισχύει από το επόμενο φορολογικό έτος.
Σε περίπτωση άσκησης της επιλογής της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να υπολογιστεί το περιθώριο κέρδους, κατά την έννοια της παραγράφου 3, ως τιμή αγοράς λαμβάνεται η φορολογητέα αξία κατά την εισαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 25, ή η φορολογητέα αξία της παράδοσης σύμφωνα με το άρθρο 24, κατά περίπτωση, προσαυξημένη με τον ΦΠΑ με τον οποίο επιβαρύνθηκαν οι πράξεις αυτές.».
Άρθρο 234
Ειδικό καθεστώς για εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών που εισάγονται από τρίτες χώρες ή τρίτα εδάφη – Τροποποίηση περ. γ) παρ. 3 άρθρου 58 Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Στο τελευταίο εδάφιο της περ. γ) της παρ. 3 του άρθρου 58 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162), περί ειδικού καθεστώτος για εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών που εισάγονται από τρίτες χώρες ή τρίτα εδάφη, οι λέξεις «του άρθρου 44» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των άρθρων 44 έως 44ζ» και η περ. γ) διαμορφώνεται ως εξής:
«γ) Κάθε υποκείμενος στον φόρο που έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ή σε άλλο κράτος μέλος, ο οποίος επιλέγει για την εγγραφή του στο παρόν ειδικό καθεστώς την Ελλάδα και εκπροσωπείται από μεσάζοντα. Ο μεσάζων έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας στη χώρα ή έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα.
Σε περίπτωση που ο μεσάζων διαθέτει μόνιμες εγκαταστάσεις και σε άλλα κράτη μέλη, εφόσον επιλέξει την Ελλάδα για την εγγραφή του υποκείμενου στον φόρο που εκπροσωπεί στο παρόν ειδικό καθεστώς, δεσμεύεται από την απόφαση αυτή για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και για τα δύο (2) επόμενα ημερολογιακά έτη.
Ο υποκείμενος στον φόρο που είναι εγκατεστημένος σε χώρα εκτός Ε.Ε., με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνάψει συμφωνία περί αμοιβαίας συνδρομής ανάλογης έκτασης με εκείνη που προβλέπεται από την Οδηγία 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου της 16ης Μαρτίου 2010 (L 84), όπως έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με τον ν. 4072/2012 (Α’ 86), και από τον Κανονισμό (ΕΕ) 904/2010 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2010 (L 268) και ο οποίος πραγματοποιεί εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών από την εν λόγω τρίτη χώρα, δεν υποχρεούται σε εκπροσώπηση από μεσάζοντα.
Οι ανωτέρω υποκείμενοι στον φόρο εφαρμόζουν το ειδικό καθεστώς του παρόντος σε όλες τις εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών της παρ. 1 που εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τρίτες χώρες ή τρίτα εδάφη.
Για τους σκοπούς της παρούσας, ουδείς υποκείμενος στον φόρο μπορεί να ορίσει συγχρόνως περισσότερους του ενός μεσάζοντες.
Δεν επιτρέπεται η εγγραφή στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου είτε απευθείας είτε διαμέσου μεσάζοντα υποκείμενων στον φόρο που είναι ενταγμένοι στο ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων του άρθρου 44 έως 44ζ.».
Άρθρο 235
Μείωση εφαρμοστέου συντελεστή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στις εισαγωγές και τις παραδόσεις αντικειμένων καλλιτεχνικής αξίας – Τροποποίηση Παραρτήματος ΙΙΙ Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Στο Τμήμα Α, περί αγαθών, του Παραρτήματος ΙΙΙ του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 5144/2024, Α΄ 162), επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 52 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, β) στην παρ. 53 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και οι παρ. 52 και 53 διαμορφώνονται ως εξής:
«52. Η εισαγωγή αντικειμένων τέχνης, συλλογών ή αρχαιοτήτων (ΔΚ 9701, 9702, 9703, 9704, 9705 και 9706). Ο συντελεστής του φόρου για τα αγαθά της παρούσας ορίζεται σε έξι τοις εκατό (6%).
- Η παράδοση αντικειμένων καλλιτεχνικής αξίας των παρ. 1, 2 και 3 του Κεφαλαίου Α’ του Παραρτήματος V του παρόντος Κώδικα, εφόσον πραγματοποιείται από τον ίδιο τον δημιουργό τους ή τους διαδόχους του. Ο συντελεστής του φόρου για τα αγαθά της παρούσας ορίζεται σε έξι τοις εκατό (6%).».
Άρθρο 236
Απλοποιημένο τιμολόγιο και συγκεντρωτικό τιμολόγιο – Τροποποίηση άρθρου 10 ν. 4308/2014
(άρθρο 1 παρ. 5 Οδηγίας (ΕΕ) 2020/285)
Στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), περί απλοποιημένου τιμολογίου και συγκεντρωτικού τιμολογίου, προστίθεται περ. γ) και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται η έκδοση απλοποιημένου τιμολογίου σε καθεμία από τις παρακάτω περιπτώσεις:
α) όταν το ποσό του τιμολογίου δεν υπερβαίνει το ποσό των 100 ευρώ, ή β) όταν το εκδιδόμενο τιμολόγιο είναι έγγραφο της παρ. 3 του άρθρου 8, ή γ) όταν ο πωλητής των αγαθών ή ο παρέχων τις υπηρεσίες είναι απαλλασσόμενη μικρή επιχείρηση κατά την έννοια της ισχύουσας νομοθεσίας περί Φ.Π.Α. και της σχετικής Οδηγίας 2006/112/ΕΚ.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΩΔΙΚΑ Διατάξεων Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια
Άρθρο 237
Απαλλαγές από τον φόρο – Τροποποίηση πρώτου εδαφίου περ. ε) παρ. 2 άρθρου 25 Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια
Στο πρώτο εδάφιο της περ. ε) της παρ. 2 του άρθρου 25 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια (ν. 2961/2001, Α’ 266), περί απαλλαγών από τον φόρο, οι λέξεις «για δέκα (10)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «για πέντε (5)» και η περ. ε) διαμορφώνεται ως εξής:
«ε) Η κινητή περιουσία που βρίσκεται στην αλλοδαπή Έλληνα υπηκόου που είναι εγκατεστημένος σε αυτή για πέντε (5) τουλάχιστον συναπτά έτη. Δεν περιλαμβάνονται στην απαλλαγή αυτή περιουσίες δημοσίων υπαλλήλων, στρατιωτικών και υπαλλήλων επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Ελλάδα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά εγκαταστάθηκαν στην αλλοδαπή λόγω της ιδιότητας τους αυτής».
Άρθρο 238
Εξαιρέσεις από τις δωρεές και την επιβολή του φόρου δωρεάς -Προσθήκη παρ. 7 στην ενότητα Α του άρθρου 34 Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια
Στην ενότητα Α του άρθρου 34 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια (ν. 2961/2001, Α΄266), περί κτήσης αιτία δωρεάς και γονικής παροχής, προστίθεται παρ. 7 ως εξής:
«7. Δεν θεωρούνται δωρεές, για την επιβολή του φόρου, οι παροχές με τη μορφή καταβολής από τον εργοδότη των δαπανών νοσηλείας του εργαζομένου ή συγγενικού του προσώπου κατά την έννοια της περ. στ) του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α΄ 167).».
Άρθρο 239
Ειδικός φόρος επί των ακινήτων – Τροποποίηση περ. στ) παρ. 2 άρθρου 15 ν. 3091/2002
Στην περ. στ) της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 (Α΄ 330), περί ειδικών φόρων επί ακινήτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «Νομικά πρόσωπα τα οποία» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που», β) οι λέξεις «και οι εταιρείες των οποίων κατέχουν το σύνολο των μετοχών:» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και οι εταιρείες των οποίων κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο των μετοχών, μεριδίων ή μερίδων:», γ) στην υποπερ. (β) διαγράφονται οι λέξεις «, εφόσον το προϊόν της εκμετάλλευσης διατίθεται» και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις η περ. στ) διαμορφώνεται ως εξής:
«στ) Νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που αποδεδειγμένα επιδιώκουν κοινωφελείς, εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς στην Ελλάδα, καθώς και οι εταιρείες των οποίων κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο των μετοχών, μεριδίων ή μερίδων: α) για τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούνται αποκλειστικά και αποδεδειγμένα για τους προαναφερόμενους σκοπούς, β) για τα ακίνητα που εκμεταλλεύονται αποδεδειγμένα για την εκπλήρωση των ίδιων σκοπών, καθώς και γ) για τα ακίνητα που αποδεδειγμένα είναι κενά ή δεν αποφέρουν κανένα εισόδημα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΠΛΟΙΩΝ
Άρθρο 240
Υπολογισμός φόρου πλοίων δεύτερης κατηγορίας – Τροποποίηση άρθρου 12 ν. 27/1975
Στο άρθρο 12 του ν. 27/1975 (Α΄77), περί υπολογισμού φόρων πλοίων δεύτερης κατηγορίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 αα) οι λέξεις «τα αλιευτικά πλοία και τα ρυμουλκά του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πλοία της παρ. 2», αβ) μετά από τη λέξη «συντελεστή» προστίθεται η λέξη «φόρου», β) στην παρ. 2, βα) η περ. α’ αντικαθίσταται, ββ) προστίθενται περ. ι’ έως κ’, γ) η παρ. 3 αντικαθίσταται και το άρθρο 12, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 12
Υπολογισμός φόρου πλοίων δεύτερης κατηγορίας
- Ο φόρος πλοίων δεύτερης κατηγορίας του άρθρου 3 του παρόντος νόμου υπολογίζεται ετησίως ανά κόρο ολικής χωρητικότητας (GROSS) αυτού και καταβάλλεται σε ευρώ με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
Κλίμακα σε κόρους ολικής χωρητικότητας | Φορολογικός συντελεστής κλίμακας σε ευρώ ανά κόρο ολικής χωρητικότητας | Φόρος κλίμακας (σε ευρώ) | Συνολική χωρητικότητα σε κόρους (GROSS) | Συνολικός ετήσιος φόρος (σε ευρώ) |
20 | 0,90 | 18,00 | 20 | 18,00 |
30 | 1,05 | 31,50 | 50 | 49,50 |
50 | 1,14 | 57,00 | 100 | 106,50 |
Γ ια κόρους άνω των 100 | 1,20 |
Ορίζεται ελάχιστο ποσό φόρου διακόσια (200) ευρώ σε περίπτωση που ο υπολογιζόμενος φόρος πλοίου με βάση την παραπάνω κλίμακα είναι μικρότερος από το ποσό αυτό, με εξαίρεση τα πλοία της παρ. 2 του παρόντος άρθρου που υπάγονται σε μηδενικό συντελεστή φόρου.
- Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο υπολογιζόμενος φόρος, πολλαπλασιάζεται με τους ακόλουθους συντελεστές ανά είδος πλοίου:
α. Για επαγγελματικά πλοία αναψυχής, ανά είδος, ως εξής:
αα. Για επαγγελματικά πλοία αναψυχής του ν. 4926/2022 (Α΄82), ανάλογα με το ολικό μήκος ως εξής:
Ολικό μήκος σε μέτρα | Συντελεστής φόρου |
από 7,01 έως 9 | 4 |
από 9,01 έως 12 | 5 |
από 12,01 έως 16 | 7 |
16,01 έως 20 | 10 |
άνω των 20 | 15 |
αβ. Για επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια του ν. 4926/2022, ανάλογα με το ολικό μήκος ως εξής:
Ολικό μήκος σε μέτρα | Συντελεστής φόρου |
από 0 έως 7 | 3 |
από 7,01 έως 9 | 4 |
από 9,01 έως 12 | 5 |
από 12,01 έως 16 | 7 |
16,01 έως 20 | 10 |
άνω των 20 | 15 |
αγ. Για ταχύπλοα σκάφη έλξης θαλασσίων μέσων αναψυχής, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 2131.4/64444/2021 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Επικρατείας «Καθορισμός διαδικασίας, όρων και προϋποθέσεων, δικαιολογητικών, παραβόλου και κυρώσεων για την έγκριση δραστηριότητας εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής» (Β΄4174), σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. 3131.1/03/1999 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Έγκριση του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αριθ. 20 «Ταχύπλοα (ταχυκίνητα) σκάφη και λοιπά θαλάσσια μέσα αναψυχής»» (Β΄444), με συντελεστή 3.
αδ. Για εκμισθούμενες μηχανοκίνητες λέμβους και ταχύπλοα σκάφη σύμφωνα με την υπ’ αρ. 2122/10/04 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Έγκριση του Γενικού Κανονισμού Λιμένων με αριθμ. 38 «Εκμίσθωση μηχανοκίνητων λέμβων και ταχύπλοων μικρών σκαφών / Αντικατάσταση διάταξης του αριθ. 23 Γενικού Κανονισμού Λιμένα»» (Β΄748), καθώς και εκμισθούμενες μηχανοκίνητες λέμβους και ταχύπλοα σκάφη, σύμφωνα με την υπ. αρ. 2131.4/64444/2021 απόφαση, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 3131.1/03/1999 απόφαση, ως εξής:
Είδος πλοίου | Συντελεστής φόρου |
ταχύπλοα σκάφη | 3 |
μηχανοκίνητες λέμβοι | 2 |
αε. Για πλοία που χρησιμοποιούνται για την παροχή καταδυτικών υπηρεσιών αναψυχής και εκπαίδευσης αυτοδυτών του άρθρου 15 του ν. 3409/2005 (Α΄273) και ειδικότερα πλοία της υποπερ. στβ της περ. στ καθώς και της υποπερ. ζα της περ. ζ της παρ. 1 του άρθρου 1 της υπ’ αρ. 2123/02/2006 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για την έκδοση Άδειας Παροχέα Καταδυτικών Υπηρεσιών Αναψυχής – διαδικασίες ελέγχου – απαγορεύσεις άσκησης της δραστηριότητας» (Β΄449), με συντελεστή 3.
αστ. Για εκμισθούμενα θαλάσσια μοτοποδήλατα (ιδίως SEA BEETLE, SEA BIKE, SURF, JET SKI), Catamaran, Hover Craft, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 3131.1/03/1999 απόφαση, με συντελεστή 3.
αζ. Για εκμισθούμενες ιστιοπλοϊκές λέμβους και λοιπά θαλάσσια μέσα αναψυχής, πλην εκείνων που έλκονται από ταχύπλοα σκάφη, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αρ. 3131.1/03/1999 απόφασης, με συντελεστή 2.
β. Για πλοία πόντισης και συντήρησης καλωδίων και αγωγών, πλοία θαλασσίων ερευνών, γεωτρήσεων και αντλήσεων με συντελεστή 1.
γ. Για ρυμουλκά πλοία, ναυαγοσωστικά, πλοηγίδες, πυροσβεστικά και πλοία καθαρισμού και απορρύπανσης θαλασσών, με συντελεστή 10. Ειδικά, για τα ρυμουλκά, των οποίων ο χρόνος δραστηριοποίησης σε υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού χρόνου δραστηριοποίησής τους, ο υπολογιζόμενος φόρος πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 0.
δ. Για βυθοκόρους, φορτηγίδες, και γερανοφόρα πλοία, με συντελεστή 1.
ε. Για πλοία εφοδιαστικά, ψυγεία, φαρόπλοια, σλέπια, με συντελεστή 1.
στ. Για τα ιδιωτικά πλοία αναψυχής, ανάλογα με το μήκος τους ως εξής:
Ολικό μήκος σε μέτρα μέχρι και 7 | Συντελεστής φόρου 0 |
7,01 έως 12 | 1 |
άνω των 12 | 5 |
ζ. Για πλοία επιστημονικών ερευνών, με συντελεστή 1.
η. Για επιβατηγά και φορτηγά πλοία δεύτερης κατηγορίας, με συντελεστή 1.
θ. Για αλιευτικά πλοία, με συντελεστή 0.
ι. Για θαλάσσια ταξί με βάση την υπ. αρ. 3131.2/22/1997 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Έγκριση του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αριθ. 16 «Για τα θαλάσσια ταξί»» (Β’ 795) ανάλογα με το ολικό μήκος, ως εξής:
Ολικό μήκος σε μέτρα | Συντελεστής φόρου |
μέχρι και 7 | 8 |
άνω των 7 | 10 |
ια. Για σκάφη που χρησιμοποιούνται για ναυαγοσωστική κάλυψη στις λουτρικές εγκαταστάσεις, σύμφωνα με το π.δ. 71/2020 (Α’ 166), καθώς και σωστικά σκάφη θαλασσίων μέσων αναψυχής, σύμφωνα με την υπ. αρ 2131.4/64444/2021 απόφαση, σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. 3131.1/03/1999 απόφαση, με συντελεστή 0.
ιβ. Για φορτηγά μικρά σκάφη σύμφωνα με το άρθρο 15 της υπ’ αρ. 2122/01/2000 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Έγκριση του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αριθ. 23 «Μικρά σκάφη – Επιθεωρήσεις μικρών σκαφών»» (Β’ 872), με συντελεστή 1.
ιγ. Για πλοία που εκτελούν λεμβουχικές εργασίες ως λάντζες και υπάγονται στην υπ’ αρ. 3131.1/07/1997 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Έγκριση του Γενικού Κανονισμού Λιμένος με αριθ. 17 «Για τις λεμβουχικές εργασίες»» (Β΄1136), με συντελεστή 4.
ιδ. Για πλοία που χρησιμοποιούνται από τα καταδυτικά συνεργεία που υπάγονται στην υπ’ αρ. 3131.1/20/1995 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Έγκριση του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αριθ. 10 «Για τις καταδυτικές εργασίες»» (Β΄ 978), με συντελεστή 2.
ιε. Για πλοία και πλωτά αυτοκινούμενα ναυπηγήματα σε δραστηριότητες υδατοκαλλιεργειών, με συντελεστή 1.
ιστ. Για πλοία πολλαπλών υποστηρικτικών χρήσεων θαλασσίων και υποθαλασσίων εργασιών και υπεράκτιων δραστηριοτήτων, με συντελεστή 3.
ιζ. Για εκπαιδευτικά πλοία που χρησιμοποιούνται στις σχολές εκπαίδευσης υποψηφίων χειριστών ταχυπλόων σκαφών σύμφωνα με την υπ’ αρ. 2133.1/28057/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής «Έγκριση τροποποίησης του Γενικού Κανονισμού Λιμένων αριθμ. 50 «Διενέργεια εξετάσεων υποψηφίων χειριστών ταχυπλόων σκαφών – Εκπαιδευτές υποψηφίων χειριστών ταχυπλόων σκαφών – Σχολές εκπαίδευσης υποψηφίων χειριστών ταχυπλόων σκαφών»» (Β΄ 1628), καθώς και στις σχολές ναυαγοσωστικής εκπαίδευσης, με συντελεστή 1.
ιη. Για αυτοκινούμενες βυθοκόρους των οποίων ο χρόνος δραστηριοποίησης σε υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού χρόνου δραστηριοποίησής τους, με συντελεστή 0.
ιθ. Για ναυταθλητικά σκάφη κάθε τύπου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4256/2014 (Α΄92), με συντελεστή 0.
κ. Για τα υπόλοιπα πλοία και πλοιάρια για τα οποία δεν προβλέπονται συντελεστές προσαύξησης, με συντελεστή 1.
- Ο φόρος που προκύπτει από τις παρ. 1 και 2 μειώνεται ως εξής:
α. Για φορτηγά πλοία δρομολογημένα σε τακτικές γραμμές μεταξύ ελληνικών και λιμένων αλλοδαπής ή και μόνο μεταξύ λιμένων αλλοδαπής, κατά πενήντα τοις εκατό (50%).
β. Για επιβατηγά και επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία, με εξαίρεση τα πλοία και πλοιάρια αναψυχής και τα τουριστικά ημερόπλοια, κατά εξήντα τοις εκατό (60%).
Ο φόρος που προκύπτει κατά το έτος έναρξης ή διακοπής εκμετάλλευσης του πλοίου με ξένη σημαία, καθώς και με σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου πλην της ελληνικής, από τα πρόσωπα των άρθρων 26, 26α, 26β, 26γ και 26δ, περιορίζεται ανάλογα με τις ημέρες εκμετάλλευσής του. Ο φόρος περιορίζεται κατ’ ανάλογο τρόπο και στην περίπτωση πλήρως αποδεδειγμένης αργίας λόγω επισκευών ή λόγω έλλειψης εργασιών του πλοίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5. Ο φόρος των ιδιωτικών πλοίων αναψυχής δεν περιορίζεται λόγω ακινησίας.
Ειδικά για τα επαγγελματικά πλοία και πλοιάρια αναψυχής και τα τουριστικά ημερόπλοια που δραστηριοποιούνται σε υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών, δύναται να γίνει επίκληση έλλειψης εργασιών εφόσον αυτή αποδεδειγμένα υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Αίτηση αργίας λόγω επισκευής του πλοίου δύναται να υποβληθεί για οποιαδήποτε χρονική περίοδο μέσα στο έτος.».
Άρθρο 241
Υποβολή δήλωσης και καταβολή του φόρου πλοίων δεύτερης κατηγορίας – Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου 17 ν. 27/1975
Στην παρ. 5 του άρθρου 17 του ν. 27/1975 (Α’ 77), περί υποβολής δήλωσης και καταβολής του φόρου πλοίων δεύτερης κατηγορίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) μετά από τις λέξεις «μηδενικός συντελεστής» οι λέξεις «ή μη υπολογισμός φόρου ανά είδος πλοίου» διαγράφονται, β) μετά από τις λέξεις «υποχρέωση υποβολής δήλωσης» προστίθενται οι λέξεις «φόρου πλοίων» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Στις περιπτώσεις πλοίων, για τα οποία στην παρ. 2 του άρθρου 12 προβλέπεται μηδενικός συντελεστής, δεν υφίσταται υποχρέωση υποβολής δήλωσης φόρου πλοίων του παρόντος.».
Άρθρο 242
Υπολογισμός του φόρου και της εισφοράς επί των μεταβιβαζομένων ή υποθηκευομένων πλοίων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 19 ν. 27/1975
Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 27/1975 (Α’ 77), περί απαγορεύσεων,αντικαθίσταται από δύο νέα εδάφια και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου ή υποθήκευσης αυτού για την καταχώριση της σχετικής πράξης στο οικείο νηολόγιο ή λεμβολόγιο / ΒΕΜΣ απαιτείται βεβαίωση του Προϊσταμένου της αρμόδιας φορολογικής αρχής, από την οποία προκύπτει ότι έχουν εξοφληθεί ο φόρος και η εισφορά του παρόντος νόμου, ο φόρος αμοιβών πληρωμάτων για το πλοίο αυτό, καθώς και το τέλος του άρθρου 57 του ν. 4646/2019 (Α’ 201) κατά τα ποσά που αναλογούν, μέχρι τον χρόνο ισχύος της βεβαίωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τις υποβαλλόμενες για τον σκοπό αυτό σχετικές δηλώσεις του πλοιοκτήτη και επιπλέον ότι έχουν εκπληρωθεί όλες οι φορολογικές υποχρεώσεις του πλοιοκτήτη από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά την ημερομηνία έκδοσης της βεβαίωσης.
Η διάρκεια ισχύος της παραπάνω βεβαίωσης ορίζεται σε δύο (2) μήνες από την έκδοσή της.
Εάν το πλοίο παραμένει στην ελληνική σημαία, ο νέος πλοιοκτήτης είναι υπόχρεος σε φόρο πλοίων και εισφορά του παρόντος νόμου από την ημερομηνία της μεταβίβασης και μετά. Στην περίπτωση αυτή, η δήλωση για πλοίο πρώτης κατηγορίας, κατά το άρθρο 3, υποβάλλεται από τον νέο πλοιοκτήτη μέσα στον επόμενο μήνα από τη μεταβίβασή του και η καταβολή του φόρου γίνεται σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, με την πρώτη δόση να καταβάλλεται με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης. Η δήλωση για πλοίο δεύτερης κατηγορίας, κατά το άρθρο 3, υποβάλλεται από τον νέο πλοιοκτήτη στο επόμενο έτος από τη μεταβίβασή του. Η υποβολή της δήλωσης και η καταβολή του φόρου γίνονται στις προθεσμίες που ορίζονται στις παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 17.
Τα βεβαιωθέντα ή καταβληθέντα ποσά του φόρου πλοίων του παρόντος νόμου ή του τέλους με βάση το άρθρο 57 του ν. 4646/2019 στο όνομα του παλιού πλοιοκτήτη, για το χρονικό διάστημα μετά τη μεταβίβαση του πλοίου, συμψηφίζονται ή επιστρέφονται αντίστοιχα με την υποβολή σχετικής τροποποιητικής δήλωσης από τον πλοιοκτήτη.
Ομοίως, συμψηφίζονται ή επιστρέφονται τυχόν καταβληθέντα ποσά φόρου αμοιβών πληρωμάτων του πλοίου στο όνομα του παλιού πλοιοκτήτη για το χρονικό διάστημα μετά το κλείσιμο του ναυτολογίου με βάση τη βεβαίωση του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, με την υποβολή σχετικής τροποποιητικής δήλωσης από τον πλοιοκτήτη ανεξάρτητα της κατηγορίας στην οποία ανήκει το πλοίο.
Η βεβαίωση της παρούσας απαιτείται και στις περιπτώσεις: α) μεταβίβασης με σκοπό την εκούσια διάλυση του πλοίου, β) μεταβίβασης μέρους της κυριότητας του πλοίου όταν αυτό ανήκει σε έναν ή περισσότερους πλοιοκτήτες, γ) αίτησης του πλοιοκτήτη για διαγραφή από το νηολόγιο λόγω έλλειψης ειδήσεων για το πλοίο σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ. 187/1973, Α΄261), δ) αίτησης του πλοιοκτήτη για διαγραφή από το νηολόγιο ή το ΒΕΜΣ λόγω αλλαγής σημαίας του πλοίου, ε) αίτησης του πλοιοκτήτη για διαγραφή από το ΒΕΜΣ λόγω διάλυσης αυτού από τον πλοιοκτήτη ή λόγω έλλειψης ειδήσεων για το σκάφος ή λόγω πώλησης του πλοίου σε αλλοδαπό και μεταφοράς του στο εξωτερικό ή λόγω εκδήλωσης βούλησης του πλοιοκτήτη για τη διαγραφή του σκάφους σύμφωνα με το άρθρο 10 της υπ’ αρ. 2122/01/2000 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας περί έγκρισης του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αριθ. 23 (Β΄231) και στ) αίτησης του πλοιοκτήτη για διαγραφή πλοίου από το νηολόγιο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 18 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.
Η βεβαίωση της παρούσας δεν απαιτείται για τα ιδιωτικά πλοία αναψυχής με ολικό μήκος μέχρι και επτά (7) μέτρα, καθώς και για τα πλοία των περ. ια και ιθ της παρ. 2 του άρθρου 12 του νόμου αυτού.».
Άρθρο 243
Φορολογία πλοίων υπό ξένη σημαία – Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου 26 ν. 27/1975
Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 27/1975 (Α’ 77), περί φορολογίας πλοίων υπό ξένη σημαία, προστίθεται νέο εδάφιο και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Η δήλωση και η καταβολή του φόρου του παρόντος άρθρου γίνεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή των προβλεπομένων στον παρόντα νόμο για τον φόρο που επιβάλλεται στα πλοία υπό ελληνική σημαία. Σε περίπτωση που η διαχείριση πλοίου υπό ξένη σημαία ανατεθεί σε διαχειρίστρια εταιρεία εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου μετά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, οφείλεται φόρος από την επόμενη ημέρα της ανάθεσης της διαχείρισης σε τόσα δωδέκατα, όσοι οι μήνες μέχρι το τέλος του έτους. Η δήλωση και καταβολή του φόρου διενεργείται από διαχειρίστρια εταιρεία στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας ή της ναυλώτριας εταιρείας γυμνού πλοίου (bareboat charterer) ή της μισθώτριας εταιρείας πλοίου υπό χρηματοδοτική μίσθωση (ship lessee), ανάλογα με την περίπτωση.
Από το ποσό του φόρου πλοίων του παρόντος άρθρου εκπίπτουν κατά περίπτωση, τα ποσά των μειώσεων του άρθρου 5 και των απαλλαγών της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 7. Επιπλέον, τα ποσά που έχουν καταβληθεί και αφορούν σε μειώσεις της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 7 και σε μειώσεις λόγω αγοράς εφοδίων δυνάμει των εκδιδόμενων πράξεων του άρθρου 13 του ν.δ. 2687/1953, καθώς και το ποσό που αναλογεί σε φόρο χωρητικότητας (tonnage tax) ή οποιαδήποτε παρόμοια επιβάρυνση που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το πλοίο υπό ξένη σημαία και μέχρι του ποσού του φόρου που οφείλεται στην Ελλάδα, εκπίπτουν από τον φόρο πλοίων εφόσον τα ως άνω ποσά και δαπάνες έχουν καταβληθεί από τον υπόχρεο. Εξαιρετικά, για τα πλοία δεύτερης κατηγορίας υπό ξένη σημαία του παρόντος, από το ποσό του φόρου πλοίων εκπίπτουν τα ποσά των μειώσεων του άρθρου 5 και το ποσό που αναλογεί σε φόρο χωρητικότητας ή οποιαδήποτε παρόμοια επιβάρυνση που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το πλοίο αυτό και μέχρι του ποσού του φόρου που οφείλεται στην Ελλάδα.».
Άρθρο 244
Ισχύς απαλλαγών και μειώσεων από τον φόρο για τα ιδιωτικά και επαγγελματικά πλοία και πλοιάρια αναψυχής – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 41 ν. 3182/2003
Η παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 3182/2003 (Α’ 220), περί φόρου που επιβάλλεται στα ιδιωτικά και επαγγελματικά πλοία αναψυχής, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι απαλλαγές και οι μειώσεις από τον φόρο, που ορίζονται στο άρθρο 13 του ν. 27/1975 (Α’ 77), δεν ισχύουν για ιδιωτικά και επαγγελματικά πλοία και πλοιάρια αναψυχής, καθώς και τουριστικά ημερόπλοια, με εξαίρεση την απαλλαγή που ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 13 του νόμου αυτού για τα πλοία δεύτερης κατηγορίας.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 245
Ερμηνευτική διάταξη για την πτωχευτική περιουσία
Κατά την αληθή έννοια του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 92 του ν. 4738/2020 (Α΄ 207), περί πτωχευτικής περιουσίας, η παρ. 2 του άρθρου 192, περί απαλλαγής του οφειλέτη, που ορίζει ως προθεσμία απαλλαγής το ένα (1) έτος, εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που έχει εκδοθεί η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, με την οποία τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη εξαιρούνται της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 92 του ν. 4738/2020.
Άρθρο 246
Απαλλαγή εκπροσώπων νομικού προσώπου – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 195 ν. 4738/2020
Στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 195 του ν. 4738/2020 (Α΄207), περί απαλλαγής εκπροσώπων νομικού προσώπου, η λέξη «απόφαση» αντικαθίσταται από τη λέξη «απαλλαγή» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται υπέρ της απαλλαγής, εάν το φυσικό πρόσωπο επιδεικνύει καλή πίστη τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά τη διάρκειά της, είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, δεν ευθύνεται για πράξη ή παράλειψη του άρθρου 127 και η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειές του. Δεν απαλλάσσονται πλήρως αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις του Ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου του παρόντος ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα. Αν υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη ή αστική αγωγή για κάποια από αυτές τις πράξεις ή παραλείψεις, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της διαδικασίας. Η απαλλαγή ανακαλείται, αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση εντός τριετίας από την επέλευση της απαλλαγής.».
Άρθρο 247
Βεβαίωση – Είσπραξη και επιστροφή εσόδων –Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 18 ν.
3522/2006
- 1. Η παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3522/2006 (Α’ 276), περί βεβαίωσης, είσπραξης και επιστροφής εσόδων, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τίτλοι επιστροφής με επιστρεπτέο ποσό έως και πέντε (5) ευρώ εξοφλούνται κεντρικά μέσω αυτοματοποιημένης διαδικασίας από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.».
- Η παρ. 1 εφαρμόζεται και στους τίτλους επιστροφής που εκδόθηκαν ή θα εκδοθούν και δεν έχουν διεκπεραιωθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Ειδικά για επιστροφές φόρου που προκύπτουν από δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, η παρ. 1 εφαρμόζεται για τις δηλώσεις φορολογικού έτους 2025 και επόμενα.
Άρθρο 248
Τέλος επιτηδεύματος – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 31 ν. 3986/2011
Στην παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), περί επιβολής τέλους επιτηδεύματος, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος ως εξής:
α) νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε οκτακόσια (800) ευρώ ετησίως,
β) αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες της περ. ε) του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 4172/2013, Α’ 167) που έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε τετρακόσια (400) ευρώ ετησίως,
γ) νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε χίλια (1.000) ευρώ ετησίως,
δ) αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες της περ. ε) του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε πεντακόσια (500) ευρώ ετησίως,
ε) για κάθε υποκατάστημα που συστήνεται από νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα των περ. α) και γ) σε εξακόσια (600) ευρώ ετησίως και για κάθε υποκατάστημα που συστήνεται από αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία των περ. β) και δ), σε τριακόσια (300) ευρώ ετησίως.
Ως υποκατάστημα στην ημεδαπή, για την εφαρμογή του παρόντος, εκτός της έδρας της επιχείρησης, νοείται κάθε:
α) επαγγελματική εγκατάσταση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, στην οποία ενεργείται παραγωγική ή συναλλακτική δραστηριότητα,
β) ακίνητο, που μισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια μίσθωση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 111 του ν. 4446/2016 (Α’ 240).
Δεν λογίζονται ως υποκαταστήματα, για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, οι προσωρινοί εκθεσιακοί χώροι και οι πρόσκαιρες επαγγελματικές εγκαταστάσεις, που λειτουργούν για χρονικό διάστημα μέχρι τριάντα (30) ημέρες, οι επαγγελματικές εγκαταστάσεις που στεγάζονται σε διαφορετικούς ορόφους, συνεχόμενους ή μη, του ίδιου κτιριακού συγκροτήματος, οι εγκαταστάσεις τουριστικών καταλυμάτων εντός παραδοσιακών κτισμάτων, σύμφωνα με το π.δ. 33/1979 (Α’ 10), που λειτουργούν σε ξεχωριστά κτίρια, αλλά με ενιαία άδεια λειτουργίας, η οποία εντάσσεται ως ενιαία εγκατάσταση στην ίδια τουριστική μονάδα, καθώς και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010 (Α’ 151).».
Άρθρο 249
Κοινοποίηση προγράμματος πλειστηριασμού – Τροποποίηση άρθρων 56 και 73 Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων
- Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 56 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α’ 190), περί ανακοινώσεων πλειστηριασμών από επισπεύδοντες τρίτους, οι λέξεις «στον Προϊστάμενο του Τελωνείου Α’ Τάξης του τόπου της εκτέλεσης και στην Τελωνειακή Περιφέρεια στην οποία υπάγεται το Τελωνείο αυτό» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και στην Τελωνειακή Περιφέρεια στην οποία υπάγεται το Τελωνείο Α’ Τάξης του τόπου της εκτέλεσης» και το άρθρο 56 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 56
Ανακοινώσεις πλειστηριασμών από επισπεύδοντες τρίτους
Κάθε τρίτος που επισπεύδει πλειστηριασμό υποχρεούται, με ποινή ακυρότητας αυτού, να κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ φορολογίας εισοδήματος του οφειλέτη και στην Τελωνειακή Περιφέρεια στην οποία υπάγεται το Τελωνείο Α΄ Τάξης του τόπου της εκτέλεσης, αντίγραφο του προγράμματος πλειστηριασμού ή του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης ή της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού δέκα (10) ημέρες πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητά, και είκοσι (20) ημέρες, αν πρόκειται για ακίνητα. Τα αντίγραφα του προηγούμενου εδαφίου δεν κοινοποιούνται στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε..».
- Στο άρθρο 73 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, περί διάκρισης ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) μετά την παρ. 1 προστίθεται παρ. 1Α, γ) στην παρ. 3: γα) οι λέξεις «του άρθρου 46 του Κ.Φ.Δ» αντικαθίσταται από τις λέξεις «του άρθρου 45 του Κ.Φ.Δ.», γβ) προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 73 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 73
Διάκριση ληξιπροθέσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης
- Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και οι συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα:
α) Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης και από τις έρευνες αυτές δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 έως 946 του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων κατά των ανωτέρω ευθυνόμενων προσώπων με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον έχει λάβει χώρα κήρυξη των ευθυνόμενων προσώπων σε πτώχευση, η οποία δεν έχει περατωθεί. Η εκμίσθωση τραπεζικής θυρίδας από οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο δεν κωλύει τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ακόμα και πριν λάβει χώρα η διάρρηξη αυτής, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια τρίτου,
β) έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43) σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν είναι δυνατή η υποβολή αυτής,
γ) έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά ορισμένο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περ. α΄ και β΄ και είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση εφαρμογής της περ. α΄ ή της υποπερ. βα΄ της περ. β΄ της παρ. 1Α, με την έκθεση ελέγχου πιστοποιείται, αντί της συνδρομής της περ. α΄ της παρούσας, η συνδρομή των προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών, κατά περίπτωση. Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεος έχει αποβιώσει και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της υποπερ. ββ΄ της περ. β΄ της παρ. 1Α, ειδικά ως προς τον αποβιώσαντα οφειλέτη ή συνυπόχρεο πιστοποιείται μόνο η συνδρομή της περίπτωσης αυτής.
Για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις διαδικασίες αυτές και η συνδρομή των περ. β΄ και γ’. Για οφειλές που αφορούν κοινότητες ομογενειακών οργανώσεων που έχουν στην κυριότητά τους ελληνικά σχολεία στην αλλοδαπή απαιτείται η συνδρομή της περ. γ΄.
1Α. α) Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1, χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές, παρά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή συνυπόχρεου προσώπου, αν για τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων σύμφωνα με τον ν. 4223/2013 (Α΄287), όπως αυτό προκύπτει από την τελευταία συντεθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, ή από την έκθεση κατάσχεσης. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων.
αβ) Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων, ακόμα και αν η κατάσχεση αυτής δεν κατέστη δυνατόν να επιβληθεί παρά την έγγραφη παραγγελία της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης ή από άλλο πρόσφορο για τον σκοπό αυτό στοιχείο. Αν η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί κινητών του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων.
β) Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1, ως ανεπίδεκτες είσπραξης χαρακτηρίζονται οφειλές και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
βα) Αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την υπαγωγή της επιχείρησης του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, η οποία δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του τρίτου εδαφίου της υποπερ. αα΄ της περ. α΄ της παρούσας. Για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων, ο υπολογισμός της αξίας του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας γίνεται με βάση βεβαίωση του εκκαθαριστή, ενώ για τα συνυπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζεται η περ. α΄ της παρούσας.
Αν δεν χορηγείται βεβαίωση του εκκαθαριστή για τον υπολογισμό της αξίας του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας, για τον χαρακτηρισμό της οφειλής ως ανεπίδεκτης, κατ’ εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρούσας υποπερίπτωσης και υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται σε αυτό, δύναται να ληφθεί υπόψη μόνο η τρέχουσα αξία της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων. Μετά τη χορήγηση της βεβαίωσης του προηγούμενου εδαφίου και εφόσον η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ύψος που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας υποπερίπτωσης, η οφειλή επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, ολικά ή μερικά. Η παρ. 4 εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.
Η παρούσα υποπερίπτωση εφαρμόζεται μόνο για οφειλές που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο έως την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους, και έχουν αναγγελθεί σε αυτή.
ββ) Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεο πρόσωπο απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του οφειλέτη καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά. Στην περίπτωση αυτή, για τον χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, δεν απαιτείται έρευνα και επίσπευση της διαδικασίας είσπραξης σε βάρος των λοιπών κληρονόμων του αποβιώσαντος. Αν στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνονται περιουσιακά στοιχεία, για την εφαρμογή των υποπερ. αα΄ και αβ΄ της περ. α΄ λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα της αξίας αυτών και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των κληρονόμων, με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του κληρονομικού δικαίου.
2. Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις που τη διέπουν. Εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω του ενός και ημίσεος εκατομμυρίου (1.500.000) ευρώ, οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων, από την οποία και ελέγχονται. Αν κρίνεται αναγκαίο, έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί και στις πράξεις της παρούσας που αφορούν συνολική βασική οφειλή κατώτερη του ως άνω ποσού.3. Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση: α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της, β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό, γ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας των παρ. 5 και 6 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Δ. Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
Κατ’ εξαίρεση, η περ. γ΄ της παρούσας δεν εφαρμόζεται σε οφειλέτες για τους οποίους εκκρεμεί διαδικασία εκκαθάρισης ή πτώχευσης σύμφωνα με την υποπερ. βα΄ της περ. β΄ της παρ. 1Α και οι περ. β΄ και γ ΄της παρούσας δεν εφαρμόζονται σε κληρονόμους του αποβιώσαντος της υποπερ. ββ΄ της περ. β΄ της παρ. 1Α.
4. Οφειλή που έχει καταχωρισθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
- Με απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Διοικητής της ΑΑΔΕ μπορεί να εκχωρεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 4389/2016 (Α΄94) και να ρυθμίζει τον ειδικότερο τρόπο και τη διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, να ορίζει κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείριση και την παρακολούθηση αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της πλήρους Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τα ζητήματα της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4820/2021 (Α΄130), μπορεί να μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και του επαναχαρακτηρισμού τους ως εισπράξιμων και να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών της καταχώρισης.».
Άρθρo 250
Δυνατότητα παράτασης διάρκειας συμβάσεων προσληφθέντος προσωπικού στη Γενική Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων – Τροποποίηση άρθρου 24 ν. 4778/2021
Στο άρθρο 24 του ν.4778/2021 (Α’ 26), περί πρόσληψης προσωπικού στη Γενική Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Οι συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, οι οποίες συνήφθησαν δυνάμει του παρόντος, δύνανται, πριν από τη λήξη τους, να παραταθούν με τους ίδιους όρους έως την 31 Δεκεμβρίου 2026, τηρουμένης της απαγόρευσης της παρ. 2. Για την παράταση, η οποία συντελείται κατά παρέκκλιση των άρθρων 5, περί διαδοχικών συμβάσεων, και 6, περί ανώτατης διάρκειας συμβάσεων, του π.δ. 164/2004 (Α΄ 134), απαιτείται απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη του προσωπικού οργάνου.».
Άρθρο 251
Πρόσβαση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων στα δεδομένα του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων
- Τα όργανα διοίκησης και οι υπάλληλοι του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., εφεξής Οργανισμός), οι κάθε είδους συνεργαζόμενοι με τον Οργανισμό δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, τα Κέντρα Υποδοχής Δηλώσεων, καθώς και οι ανάδοχοι συναφθεισών συμβάσεων με τον Οργανισμό παρέχουν στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) άμεση, πλήρη και απρόσκοπτη πρόσβαση σε κάθε κτιριακή υποδομή και υποδομή πληροφορικής, ηλεκτρονική εφαρμογή και πληροφοριακό σύστημα, καθώς και σε κάθε διαθέσιμη πληροφορία, δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, σύμβαση, δικαιολογητικό, δεδομένο και άλλο στοιχείο που βρίσκεται στην κατοχή τους και αφορά τη λειτουργία του Οργανισμού όπως ενδεικτικά:
α) τη διαχείριση των πιστώσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (Ε.Γ.Τ.Ε.), του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (Ε.Γ.Τ.Α.Α.), του Ευρωπαϊκού Αλιευτικού Ταμείου (Ε.Α.Τ.) και λοιπών πόρων του Οργανισμού, καθώς και την τήρηση όλων των σχετικών με τις πιστώσεις λογαριασμών,
β) τη στελέχωση του Οργανισμού, ιδίως τη σχέση εργασίας του προσωπικού του, την κατανομή των υπαλλήλων ανά κατηγορία και κλάδο, τη στελέχωση ανά ηλικία, γεωγραφική περιοχή και υπηρεσία, καθώς και το σύνολο των οργανικών θέσεων, την οργανωτική δομή, την κατανομή των αρμοδιοτήτων και τη διάρθρωση των Κεντρικών και Περιφερειακών Υπηρεσιών του Οργανισμού,
γ) την ανάληψη, τον έλεγχο, τη διαχείριση και τις διαδικασίες πληρωμής των οικονομικών υποχρεώσεων, τον έλεγχο και την εκκαθάριση των πάσης φύσεως δαπανών, την εκτέλεση των προμηθειών, τη διαχείριση των πόρων αυτού, καθώς και κάθε άλλο οικονομικό στοιχείο ή κατάσταση που σχετίζεται με την κατάρτιση και εκτέλεση του Προϋπολογισμού του Οργανισμού, τον Απολογισμό του καθώς και την εν γένει λειτουργία του.
Η Α.Α.Δ.Ε. επεξεργάζεται και διαχειρίζεται το σύνολο των ως άνω πληροφοριών και στοιχείων για την εκπλήρωση των σκοπών του Οργανισμού.
- Η μη εκπλήρωση ή πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων της παρ. 1, πέραν των πειθαρχικών κυρώσεων, όπου αυτές εφαρμόζονται, επισύρει σε βάρος των υπόχρεων την επιβολή προστίμου από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά παράβαση, με πράξη του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε..
Άρθρο 252
Επίδομα απομακρυσμένων-παραμεθορίων περιοχών υπαλλήλων Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 9 και παρ. 2β άρθρου 47 ν. 4778/2021
- Στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 4778/2021 (Α΄26), περί του επιδόματος απομακρυσμένων – παραμεθορίων περιοχών της υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «τουλάχιστον δύο (2) ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τουλάχιστον έξι (6) μηνών», β) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η χορήγηση του επιδόματος της παρ. 1 συνδέεται με την πραγματική άσκηση καθηκόντων στις υπηρεσίες των περιοχών αυτών. Ειδικότερα, η προσαύξηση σύμφωνα με την απόφαση της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 47, χορηγείται υπό την προϋπόθεση της υποχρεωτικής παραμονής στην ίδια υπηρεσία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών και όχι περισσότερο από έξι (6) έτη, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων, οι οποίες προβλέπουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα υποχρεωτικής παραμονής στην ίδια υπηρεσία. Σε περίπτωση παραμονής για διάστημα μικρότερο των έξι (6) μηνών ή για διάστημα μικρότερο του οριζομένου με την απόφαση της περ. β της παρ. 2 του άρθρου 47, τα ποσά που χορηγήθηκαν σύμφωνα με την απόφαση της περ. α της της παρ. 2 του άρθρου 47, αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα».
- Η περ. β της παρ. 2 του άρθρου 47 του ν. 4778/2021, περί εξουσιοδοτικών διατάξεων, αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. δύναται να καθορίζονται: α) ο χρόνος έναρξης των προθεσμιών της παρ. 2 του άρθρου 9, β) οι προϋποθέσεις και ο χρόνος σύντμησης του διαστήματος ελάχιστης υποχρεωτικής παραμονής και παράτασης του διαστήματος μέγιστης παραμονής προς τον σκοπό της κάλυψης έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών που σχετίζονται με την στελέχωση των υπηρεσιών, την χιλιομετρική απόσταση του τόπου παροχής της υπηρεσίας ή τις αυξημένες ανάγκες κατά τους θερινούς μήνες, γ) οι προϋποθέσεις αναζήτησης ή μη μέρους του ποσού του επιδόματος των απομακρυσμένων-παραμεθόριων περιοχών ανάλογα με τη διάρκεια παραμονής σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις απρόβλεπτης ανάγκης αποχώρησης από την υπηρεσία, θανάτου του υπαλλήλου, αναστολής λειτουργίας ή κατάργησης της υπηρεσίας, ε) οι περιπτώσεις μετάθεσης σε υπηρεσία ίδιας βαρύτητας, στ) καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 9.».
Άρθρο 253
Μεταφορά της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) στην Α.Α.Δ.Ε.
Η Γενική Διεύθυνση του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) της Γενικής Γραμματείας Φορολογικής Πολιτικής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2343/1995 (Α΄211) σε συνδυασμό με το άρθρο 88 του ν. 3842/2010 (Α΄ 122) και του άρθρου 1 του π.δ. 84/2019 (Α΄ 123) σε συνδυασμό με το άρθρο 111 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133), μεταφέρεται την 6η.10.2025 ως σύνολο αρμοδιοτήτων, υπηρεσιακών μονάδων, θέσεων, προσωπικού, αρχείων, περιουσιακών στοιχείων και υλικοτεχνικού εξοπλισμού στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).
Άρθρο 254
Λειτουργία Επιτροπής Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών – Τροποποίηση παρ. 6
άρθρου 16 ν. 4714/2020
Στην παρ. 6 του άρθρου 16 του ν. 4714/2020 (Α’ 148), περί εξέτασης αιτήσεων εξώδικης επίλυσης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «31η Ιουλίου 2025» αντικαθίστανται από τις λέξεις «31η Ιανουαρίου 2026», β) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «30ή Σεπτεμβρίου 2025» αντικαθίστανται από τις λέξεις «31ή Μαρτίου 2026», και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Η εξέταση των αιτήσεων εξώδικης επίλυσης ολοκληρώνεται το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου 2026 και τα πρακτικά εξώδικης επίλυσης εκδίδονται έως την 31ή Μαρτίου 2026, ημερομηνία κατά την οποία λήγει η θητεία του Γενικού Προϊσταμένου, των μελών των Τμημάτων της Επιτροπής και των Γραμματέων. Αιτήσεις που δεν εξετάστηκαν μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2026, θεωρείται ότι απορρίφθηκαν σιωπηρά. Για όσο διάστημα η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των Επιτροπών, η δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμοδίου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου αναστέλλεται και η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο με πράξη του Προέδρου του δικαστηρίου. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία.»
Άρθρο 255
Ρύθμιση βεβαιωμένων οφειλών για τις οποίες έχει χορηγηθεί παράταση καταβολής και αναστολή είσπραξης για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών λόγω της κακοκαιρίας
«Daniel»
- Οφειλές φυσικών και νομικών προσώπων και οντοτήτων, βεβαιωμένες στις Δ.Ο.Υ./Κ.Ε.ΜΕ.Φ./ΚΕ.Β.ΕΙΣ., για τις οποίες έχει χορηγηθεί αναστολή είσπραξης και παράταση καταβολής, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 43 του ν. 5184/2025 (Α΄ 34) στο πλαίσιο αντιμετώπισης των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν από την εκδήλωση της κακοκαιρίας «Daniel», δύναται, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, να υπαχθούν σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής σε έως και εβδομήντα δύο (72) μηνιαίες δόσεις με την επιφύλαξη του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης της παρ. 6.
- Η αίτηση για την υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται ηλεκτρονικά στη Φορολογική Διοίκηση από τις 28 Ιουλίου 2025 έως τις 16 Σεπτεμβρίου 2025. Αν υφίσταται τεχνική αδυναμία ηλεκτρονικής υποβολής της αίτησης, αυτή υποβάλλεται στην υπηρεσία, ο Προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής.
- Βασικές οφειλές της παρ. 1 από την ημερομηνία υπαγωγής τους στη ρύθμιση και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής δεν επιβαρύνονται με τόκο. Η καθυστέρηση καταβολής δόσης της ρύθμισης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση πέντε τοις εκατό (5%).
- Με την υπαγωγή στο πρόγραμμα ρύθμισης και υπό την προϋπόθεση της τήρησης αυτού, δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα των άρθρων 6 του ν.δ. 356/1974 (Α΄ 90) και 57 του ν. 4174/2013 (Α΄170), τα οποία αφορούν οφειλές που έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων μέχρι και τις 20 Μαρτίου 2015.
- Η υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση συντελείται με την καταβολή της πρώτης δόσης. Η πρώτη δόση καταβάλλεται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επομένων μηνών. Με την υποβολή από τον οφειλέτη αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, τα αποδιδόμενα ποσά από συμψηφισμούς του άρθρου 75 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν. 4978/2022, Α’ 190), από παρακρατήσεις αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 5104/2024, Α’ 58) και από μέτρα αναγκαστικής είσπραξης δύνανται να καλύπτουν την πρώτη δόση, εφόσον εισπράττονται εντός της προθεσμίας του δευτέρου εδαφίου και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
- Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης της ρύθμισης ορίζεται σε τριάντα (30) ευρώ.
- Η ρύθμιση απόλλυται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου των οφειλών σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης, αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει δύο (2) συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις της ρύθμισης ή καθυστερήσει την καταβολή των δύο (2) τελευταίων δόσεων της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών.
- Σε όποιον τηρεί τους όρους της ρύθμισης της παρ. 1:
α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κ.Φ.Δ..
β) Αναστέλλεται ή παύει η ποινική δίωξη και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (Α’ 43), περί ποινικού αδικήματος μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται.
Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95) και αυτή δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο ενός (1) έτους από τη λήξη της αναστολής.
γ) Αναστέλλεται η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών ή ακινήτων, με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο οφειλές που ρυθμίζονται σύμφωνα με το παρόν. Η αναστολή της παρούσας περίπτωσης δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, πριν από την υπαγωγή στη ρύθμιση, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις. Αν ο οφειλέτης απωλέσει τη ρύθμιση σύμφωνα με την παρ. 7, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
- Το Δημόσιο και μετά από την υπαγωγή και συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση δύναται:
α) να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των συνυπόχρεων προσώπων, ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,
β) να μην χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για τη μεταβίβαση ακινήτου ή τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού στα πρόσωπα της περ. α) ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού, εφόσον η οφειλή δεν είναι διασφαλισμένη σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κ.Φ.Δ.,
γ) να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών του, σύμφωνα με το άρθρο 75 του Κ.Ε.Δ.Ε..
- Τα ποσά που εισπράττονται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης από την παρακράτηση απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του Κ.Φ.Δ. ή κατόπιν συμψηφισμού του άρθρου 75 του Κ.Ε.Δ.Ε. ή μετά από αναγκαστικά μέτρα, καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
- H παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση, αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της ρύθμισης και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της.
- Εξαιρούνται από την υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος άρθρου:
α) οφειλές που αφορούν σε ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης βάσει απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 31 του ν. 5000/2022 (Α΄226), περί διαδικασίας υλοποίησης της απόφασης ανάκτησης,
β) οφειλές που δεν δύνανται να υπαχθούν σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής σύμφωνα με άλλες διατάξεις, με εξαίρεση τις οφειλές που προκύπτουν από την επιστροφή της ενίσχυσης της επιστρεπτέας προκαταβολής σύμφωνα με το άρθρο τρίτο της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 75), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4684/2020 (A’ 86), καθώς και από αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά σύμφωνα με αυτήν,
γ) οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής βάσει δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής ή κατ’ εφαρμογή του ν. 4469/2017 (Α΄62), περί εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων ή του Κεφαλαίου Α’ του ν. 4738/2020 (Α΄207), περί εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, η οποία είναι σε ισχύ.
Άρθρο 256
Ρύθμιση ασφαλιστικών οφειλών για τις οποίες έχει χορηγηθεί αναστολή για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών λόγω της κακοκαιρίας «Daniel»
- Πάσης φύσεως ασφαλιστικές εισφορές, τρέχουσες και καθυστερούμενες, φυσικών και νομικών προσώπων και οντοτήτων, οι οποίες, στο πλαίσιο αντιμετώπισης των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν από την εκδήλωση της κακοκαιρίας «Daniel», τελούν σε αναστολή καταβολής μέχρι την 31η Ιουλίου 2025, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 5184/2025 (Α΄ 34), δύνανται, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, να υπαχθούν σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής σε έως και εβδομήντα δύο (72) μηνιαίες δόσεις, με την επιφύλαξη του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης της παρ. 5.
- Η αίτηση για την υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται στις υπηρεσίες του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών από την 28η Ιουλίου 2025 έως τη 16η Σεπτεμβρίου 2025.
- Από την ημερομηνία υπαγωγής τους στη ρύθμιση της παρ. 1 και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής, οι οφειλές δεν επιβαρύνονται με τόκους ή προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Η καθυστέρηση καταβολής δόσης της ρύθμισης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση που ανέρχεται σε πέντε τοις εκατό (5%).
- Η υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση της παρ. 1 διενεργείται με την καταβολή της πρώτης δόσης. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία ημέρα του μήνα υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.
- Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης της ρύθμισης της παρ. 1 ορίζεται σε τριάντα (30) ευρώ.
- Η ρύθμιση της παρ. 1 απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου των οφειλών σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης, με τη μη καταβολή δύο (2) συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης ή με τη βεβαίωση νέας οφειλής.
- Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, εφόσον τηρούνται οι όροι αυτής και οι λοιποί όροι, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, παρέχονται στον οφειλέτη τα εξής ευεργετήματα:
α) χορηγείται αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας διμηνιαίας ισχύος,
β) στις επιχειρήσεις της περ. ε’ της παρ. 5 του άρθρου 8 του α.ν. 1846/1951 (Α’ 179) χορηγείται αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας για την είσπραξη λογαριασμών δημοσίου έργου, εφόσον για το έργο, για το οποίο χορηγείται το αποδεικτικό, δεν υφίστανται τρέχουσες ή ληξιπρόθεσμες οφειλές, και σε περίπτωση ύπαρξης οφειλής, χορηγείται αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας με παρακράτηση ποσού ίσου με την οφειλή,
γ) αναστέλλονται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη. Ειδικά για κατασχέσεις στα χέρια τρίτων που έχουν επιβληθεί έως την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση του παρόντος, το μέτρο της κατάσχεσης αίρεται με την υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση, κατόπιν σχετικού αιτήματος, και αποδιδόμενα ποσά από κατασχέσεις στα χέρια τρίτων πριν από την υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη τρεχουσών δόσεων της ρύθμισης,
δ) αναστέλλεται η ποινική δίωξη σε βάρος του οφειλέτη, κατά το άρθρο 1 του α.ν. 86/1967 (Α’ 136), και αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95),
ε) αναστέλλεται η εκτέλεση ποινής που έχει επιβληθεί ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, αυτή διακόπτεται.
Αν ο οφειλέτης απωλέσει τη ρύθμιση, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
- Η απώλεια της ρύθμισης επιφέρει τις ακόλουθες συνέπειες:
α) την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης,
β) τη μετατροπή ως άμεσα απαιτητού του συνόλου του υπολοίπου της οφειλής και των προηγούμενων τόκων, πρόσθετων τελών και προσαυξήσεων,
γ) την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής με όλα τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία μέσα.
- Ο Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) και μετά από την υπαγωγή και συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 17 και 18 του ν. 4331/2015 (Α΄ 69), περί των δικαιωμάτων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης μετά την υπαγωγή οφειλετών σε ρύθμιση και συμμόρφωση.
- H παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση της παρ. 1, αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της ρύθμισης και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της.
- Εξαιρούνται από την υπαγωγή στη ρύθμιση της παρ. 1 οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής βάσει δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής ή κατ’ εφαρμογή του ν. 4469/2017 (Α΄ 62), περί του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων, ή του Κεφαλαίου Α’ του ν. 4738/2020 (Α΄ 207), περί εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, η οποία είναι σε ισχύ.
Άρθρο 257
Στελέχωση και λειτουργία Μόνιμης Εθνικής Αντιπροσωπείας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης – Τροποποίηση άρθρων 209, 210 και 211 ν. 4920/2022
- Στην περ. ε) του άρθρου 209 του ν. 4920/2022 (Α 74), περί θέσεων προσωπικού της Μόνιμης Εθνικής Αντιπροσωπείας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, μετά τη λέξη «υποστήριξης» προστίθενται οι λέξεις «και συντονισμού θεμάτων αρμοδιότητας Μονίμου Αντιπροσώπου» και η περ. ε) διαμορφώνεται ως εξής:
«ε) Μία (1) θέση υπαλλήλου γραμματειακής υποστήριξης και συντονισμού θεμάτων αρμοδιότητας Μονίμου Αντιπροσώπου.»
- Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 210 του ν. 4920/2022, περί προσόντων κάλυψης θέσεων, προστίθενται οι λέξεις «ή άδεια οδήγησης οχήματος μεταφοράς προσώπων σύμφωνα με το ισχύον στη χώρα σύστημα αδειών οδήγησης» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Για τη θέση του οδηγού επιμελητή της περ. στ) του άρθρου 209, απαιτείται κατοχή απολυτήριου τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, καλή γνώση της ελληνικής και της γαλλικής γλώσσας και άδεια οδήγησης επαγγελματικής κατηγορίας ή άδεια οδήγησης οχήματος μεταφοράς προσώπων σύμφωνα με το ισχύον στη χώρα σύστημα αδειών οδήγησης.».
- Στο άρθρο 211 του ν. 4920/2022, περί του τρόπου και της διαδικασίας κάλυψης θέσεων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο έβδομο εδάφιο της παρ. 2: αα) οι λέξεις «του Υπουργού Οικονομικών» αντικαθίσταται από τις λέξεις «του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ή κοινή απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου οργάνου σύμφωνα με το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρούσας» και αβ) οι λέξεις «τους έξι (6) μήνες» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τους δώδεκα (12) μήνες», β) η παρ. 3 αντικαθίσταται, γ) προστίθεται παρ. 4 και το άρθρο 211 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 211
Τρόπος – Διαδικασία κάλυψης θέσεων
- α) Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος και ο Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος διορίζονται με τριετή θητεία, που δύναται να ανανεωθεί για μία ακόμη φορά και για ίσο χρονικό διάστημα.
β) Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος και ο Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος διορίζονται και παύονται από τα καθήκοντά τους με Προεδρικό Διάταγμα, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εξωτερικών. Αν η θητεία του Μονίμου και του Αναπληρωτή Μονίμου Αντιπροσώπου δεν ανανεωθεί ή δεν διοριστεί νέος Μόνιμος Αντιπρόσωπος και Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος, η θητεία των υπηρετούντων Αντιπροσώπων παρατείνεται αυτοδικαίως έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανανέωσής της ή του νέου διορισμού, για χρονικό διάστημα που δεν δύναται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.
γ) Στις θέσεις των περ. α) και β) του άρθρου 209 διορίζονται μόνιμοι ή με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου υπάλληλοι του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), ή που προέρχονται από διεθνείς οργανισμούς ή ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ερευνητικά κέντρα, οι οποίοι διαθέτουν τα προσόντα που προβλέπονται στο άρθρο 210 για τη θέση αυτή.
Για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία στις θέσεις των περ. α) και β) του άρθρου 209, οι οργανικές θέσεις των υπαλλήλων που διορίζονται παραμένουν κενές, μετά δε τη λήξη της θητείας, επανέρχονται αυτοδικαίως στις οργανικές τους θέσεις.
Για τα μέλη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) που αναλαμβάνουν καθήκοντα στις θέσεις των περ. α) και β) του άρθρου 209, εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 160 του ν. 4957/2022 (Α’ 141).
- Τέσσερις (4) θέσεις της περ. γ) και η θέση της περ. δ) του άρθρου 209 καλύπτονται με αποσπάσεις μονίμων ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.). Τρεις (3) θέσεις της περ. γ) του άρθρου 209 καλύπτονται από υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014. Οι ως άνω αποσπάσεις πραγματοποιούνται έπειτα από σχετική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, κατά παρέκκλιση του ν. 4440/2016 (Α` 224), με μόνη απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, εάν πρόκειται για απόσπαση υπαλλήλου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και με κοινή απόφαση του οργάνου αυτού και του αρμοδίου οργάνου του υπουργείου προέλευσης του υπαλλήλου σε κάθε άλλη περίπτωση. Σε περίπτωση υπαλλήλου που προέρχεται από εποπτευόμενο φορέα, η απόσπαση πραγματοποιείται με κοινή απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμοδίου οργάνου που εποπτεύει τον φορέα προέλευσης του υπαλλήλου. Επί απόσπασης υπαλλήλου της Α.Α.Δ.Ε. εφαρμόζεται το άρθρο 25 του ν. 4389/2016 (Α` 94). Η απόσπαση πραγματοποιείται για χρονικό διάστημα έως τρία (3) έτη από την ανάληψη της υπηρεσίας και μπορεί να παραταθεί για τρία (3) επιπλέον έτη, για μία μόνο φορά. Αν συντρέχουν ειδικοί υπηρεσιακοί λόγοι επιτρέπεται, μετά από πρόταση του Μονίμου Αντιπροσώπου ή, αν αυτός κωλύεται, του Αναπληρωτή Μονίμου Αντιπροσώπου και απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ή κοινή απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου οργάνου σύμφωνα με το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, η περαιτέρω παράταση της απόσπασης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες. Η ανάληψη υπηρεσίας πραγματοποιείται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης απόσπασης. Μετά τη λήξη της απόσπασής τους, οι υπάλληλοι επιστρέφουν στις οργανικές τους θέσεις. Ο χρόνος υπηρεσίας στις ανωτέρω θέσεις λογίζεται ως χρόνος δημόσιας υπηρεσίας..
- Το προσωπικό των περ. ε) και στ) του άρθρου 209 προσλαμβάνεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, κατόπιν πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος της Μ.Ε.Α. Ο.Ο.Σ.Α. και ύστερα από εισήγηση του Μονίμου Αντιπροσώπου, τηρουμένης της διαδικασίας του ετήσιου προγραμματισμού προσλήψεων του άρθρου 25 του ν. 4829/2021 (Α΄ 166). Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το ύψος της αντιμισθίας των προσλαμβανομένων, ύστερα από εισήγηση του Μονίμου Αντιπροσώπου και αφού ληφθούν υπόψη οι τοπικές συνθήκες εργασίας. Η πρόσληψη γίνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διαρκείας τριών (3) ετών, η οποία καταρτίζεται από τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο και η οποία δύναται να ανανεώνεται για ίση χρονική διάρκεια, κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων. Με απόφαση του αρμοδίου για την πρόσληψη οργάνου κατά την ανανέωση της σύμβασης του προσωπικού των περ. ε) και στ) του άρθρου 209, κατόπιν τεκμηριωμένης εισήγησης του Μονίμου Αντιπροσώπου, είναι δυνατή η αναπροσαρμογή της αντιμισθίας.
- α) Το παρόν άρθρο δεν θίγει το υπηρεσιακό καθεστώς των ήδη υπηρετούντων στις θέσεις των περ. ε) και στ) του άρθρου 209, μέχρι τη λήξη της σύμβασής τους.
β) Κατά τη διάρκεια της ισχύουσας σύμβασης των ήδη υπηρετούντων κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος στις θέσεις των περ. ε) και στ) του άρθρου 209 είναι δυνατή άπαξ η αναπροσαρμογή της αντιμισθίας τους, με τεκμηριωμένη εισήγηση του Μονίμου Αντιπροσώπου και απόφαση του αρμοδίου για την πρόσληψη οργάνου, με ισχύ από την ημερομηνία ισχύος του παρόντος.
γ) Η παρ. 3 καταλαμβάνει και τους ήδη υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος στις θέσεις των περ. γ) και δ) του άρθρου 209.».
Άρθρο 258
Λειτουργία Μητρώου Ακίνητης Περιουσίας στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 20 ν. 3965/2011
Στην παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 3965/2011 (Α΄ 113), περί σύστασης της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, β) προστίθεται νέο τελευταίο εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας εποπτεύει, συντονίζει και ελέγχει την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής από τις συναρμόδιες υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα για τη διοίκηση, διαχείριση, αξιοποίηση και προστασία της δημόσιας περιουσίας, της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, καθώς και της κοινωφελούς περιουσίας και κατευθύνει, παρακολουθεί, συντονίζει και ελέγχει τη λειτουργία και το έργο των υπηρεσιών και των συλλογικών οργάνων και επιτροπών, που υπάγονται σε αυτήν, με σκοπό την καλύτερη διαχείριση και αξιοποίηση της δημόσιας και κοινωφελούς περιουσίας.
Η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας είναι αρμόδια για την καταγραφή, σε ενιαίο Μητρώο, όλης της ακίνητης περιουσίας φορέων του Δημόσιου Τομέα και ειδικότερα των Υπουργείων, των Δημοσίων Επιχειρήσεων στις οποίες το Δημόσιο κατέχει το σύνολο του μετοχικού τους κεφαλαίου, των Δημοσίων Οργανισμών και των Ν.Π.Δ.Δ. (Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας, Μ.Α.Π.). Στο Μ.Α.Π. καταχωρούνται όλα τα εμπράγματα δικαιώματα των φορέων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143). Οι ανωτέρω φορείς υποχρεούνται να διαβιβάσουν στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας κάθε στοιχείο και δεδομένο που αφορά στην ακίνητη περιουσία τους και να την ενημερώνουν άμεσα για κάθε αλλαγή και τροποποίηση, προκειμένου να επικαιροποιείται αντίστοιχα το Μ.Α.Π.. Επίσης, οφείλουν να παρέχουν κάθε είδους συνδρομή που θα τους ζητηθεί από τη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας για την οργάνωση, συστηματοποίηση και αξιοποίηση του ανωτέρω Μητρώου. Για τον ίδιο σκοπό, επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλων στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας από φορείς του, κατά το άρθρο 1 του ν. 1256/1982, δημοσίου τομέα, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών που μπορεί να παρατείνεται μέχρι τρία (3) ακόμη έτη. Η απόσπαση διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού, χωρίς να απαιτείται γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του φορέα από τον οποίο αποσπάται ο υπάλληλος, ύστερα από δημοσιοποίηση σχετικής πρόσκλησης της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας στην οποία καθορίζονται τα ζητούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του προσωπικού.
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Περιουσίας μπορεί να ανατίθεται στην ΕΤΑΔ Α.Ε. η διαχείριση και αξιοποίηση ακινήτων εγγεγραμμένων στο Μ.Α.Π. επιπλέον των όσων ήδη έχουνε περιέλθει στην αρμοδιότητά της δυνάμει των διατάξεων των νόμων 2636/1998 και 3878/2010 και της υπ’ αριθμ. Δ6Α1162069 ΕΞ2011 (Β΄ 2779/2011) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4009/2011 (Α΄ 195).
Η εποπτεία του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών επί της ΕΤΑΔ Α.Ε. όσον αφορά το συντονισμό και τον έλεγχο της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής για τη διαχείριση και την αξιοποίηση των ακινήτων αρμοδιότητάς της ασκείται μέσω της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δύναται να ορίζονται το ελάχιστο περιεχόμενο του Μ.Α.Π. ανά πεδίο, όπως είδος δικαιώματος επί του ακινήτου, Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου του ακινήτου, λοιπά στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του ακινήτου, ειδικά και λεπτομερειακά τεχνικά ζητήματα σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του Μ.Α.Π. με το Εθνικό Κτηματολόγιο και με άλλα πληροφοριακά συστήματα του Δημοσίου και την αυτόματη άντληση πληροφοριών από αυτά, τα δικαιώματα πρόσβασης στο Μ.Α.Π., η διαδικασία ενημέρωσης και επικαιροποίησης των στοιχείων του και η προσθήκη άλλων πεδίων σ’ αυτό, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας.».
Άρθρο 259
Παραχώρηση δημοσίου ακινήτου για τη στέγαση του Τμήματος Γ.Α.Κ. Λευκάδας – Προσθήκη παρ. 8Α στο άρθρο 26 ν. 4484/2017
Στο άρθρο 26 του ν. 4484/2017 (Α΄ 110), περί παραχωρήσεων δημοσίων ακινήτων, μετά την παρ. 8 προστίθεται παρ. 8Α ως εξής:
«8Α. Παραχωρείται χωρίς αντάλλαγμα στο Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού η χρήση του υπό στοιχεία (4, 5, 17, 18, 4), τμήματος, εμβαδού επιφανείας τριακοσίων τριάντα εννέα τετραγωνικών μέτρων και τριάντα έξι εκατοστών (339,36), του δημόσιου ακινήτου ιδιοκτησίας ελληνικού Δημοσίου με ΑΒΚ 30 και συνολικού εμβαδού χιλίων εκατόν ογδόντα επτά τετραγωνικών μέτρων και πενήντα πέντε εκατοστών (1.187,55), καταγεγραμμένου στο Κτηματολογικό Γραφείο Ιονίων Νήσων, με ΚΑΕΚ 340260106019, εντός των εγκεκριμένων ορίων του πολεοδομικού σχεδίου του οικισμού Λευκάδας, που προϋφίσταται του έτους 1923, και συγκεκριμένα στον Τομέα Ι, όπως αυτό εμφαίνεται στο από Μάρτιο 2025 τοπογραφικό διάγραμμα, που επισυνάπτεται στο παρόν ως Παράρτημα, για τη στέγαση των αρχείων του Τμήματος Γ.Α.Κ. Λευκάδας.».
Άρθρο 260
Εξαιρέσεις από την υποχρέωση υποβολής δημόσιας πρότασης των προσώπων που αποκτούν κινητές αξίες- Τροποποίηση περ. γ) άρθρου 8 ν. 3461/2006
Στο τέλος της περ. γ) του άρθρου 8 του ν. 3461/2006 (Α΄ 106) περί εξαιρέσεων από την υποχρέωση υποβολής δημόσιας πρότασης, προστίθενται οι λέξεις «ή τοποθέτησης σε εμπίστευμα εγκύρως συσταθέν στην αλλοδαπή, εφόσον, επί μεν τοποθέτησης εν ζωή, δικαιούχοι του εμπιστεύματος είναι ο εμπιστευματοπάροχος ή τα τέκνα του ή αμφότεροι, επί δε τοποθέτησης δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, δικαιούχοι του εμπιστεύματος είναι οι κληρονόμοι του εμπιστευματοπαρόχου» και η περ. γ) διαμορφώνεται ως εξής:
«γ) Η απόκτηση κινητών αξιών είναι αποτέλεσμα μεταβίβασης λόγω γονικής παροχής ή κληρονομικής διαδοχής ή τοποθέτησης σε εμπίστευμα εγκύρως συσταθέν στην αλλοδαπή, εφόσον, επί μεν τοποθέτησης εν ζωή, δικαιούχοι του εμπιστεύματος είναι ο εμπιστευματοπάροχος ή τα τέκνα του ή αμφότεροι, επί δε τοποθέτησης δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, δικαιούχοι του εμπιστεύματος είναι οι κληρονόμοι του εμπιστευματοπαρόχου.».
Άρθρο 261
Προσβασιμότητα πληροφοριών στο Ευρωπαϊκό Ενιαίο Σημείο Πρόσβασης – Προσθήκη άρθρου 21α στον ν. 3556/2007
(παρ. 2 άρθρου 3 Οδηγίας (ΕΕ) 2023/2864)
Στον ν. 3556/2007 (Α’ 91) μετά το άρθρο 21 προστίθεται άρθρο 21α ως εξής:
«Άρθρο 21α
Προσβασιμότητα πληροφοριών στο Ευρωπαϊκό Ενιαίο Σημείο Πρόσβασης
- Κατά τη γνωστοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 21, ο εκδότης ή το πρόσωπο το οποίο ζήτησε την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη υποβάλλει τις εν λόγω πληροφορίες ταυτόχρονα στον φορέα συλλογής που αναφέρεται στην παρ. 3 προκειμένου να καταστούν προσβάσιμες στο Ευρωπαϊκό Ενιαίο Σημείο Πρόσβασης (ΕΕΣΠ) που θεσπίστηκε δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2023, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού ενιαίου σημείου πρόσβασης το οποίο παρέχει κεντρική πρόσβαση σε πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τις κεφαλαιαγορές και τη βιωσιμότητα (Σειρά L).
Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) υποβάλλονται σε μορφότυπο με δυνατότητα εξαγωγής δεδομένων, όπως ορίζεται στο σημείο 3) του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 ή, όταν απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο, σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο όπως ορίζεται στο σημείο 4) του άρθρου 2 του ως άνω κανονισμού·
β) συνοδεύονται από τα ακόλουθα μεταδεδομένα:
βα) όλες τις επωνυμίες του εκδότη τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες·
ββ) τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας του εκδότη, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρ. 4 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·
βγ) το μέγεθος του εκδότη ανά κατηγορία, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο δ) της παρ. 4 του άρθρου 7 του ως άνω κανονισμού·
βδ) τον βιομηχανικό κλάδο ή τους βιομηχανικούς κλάδους των οικονομικών δραστηριοτήτων του εκδότη, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παρ. 4 του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού·
βε) το είδος των πληροφοριών, όπως ταξινομούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ) της παρ. 4 του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού·
βστ) ένδειξη του κατά πόσον οι πληροφορίες περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
- Οι εκδότες οφείλουν να λάβουν αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας για τους σκοπούς της υποπερ. ββ) της περ. β) της παρ. 1.
- Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 1, καθώς και ο φορέας συλλογής, όπως ορίζεται στο σημείο 2 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 είναι ο επίσημα καθορισμένος μηχανισμός, που ορίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 21, προκειμένου να καταστούν προσβάσιμες στο ΕΕΣΠ.
- Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 26α πρέπει να είναι προσβάσιμες στο ΕΕΣΠ. Προς τον σκοπό αυτό, ο φορέας συλλογής που ορίζεται στο σημείο 2) του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Οι πληροφορίες συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) υποβάλλονται σε μορφότυπο με δυνατότητα εξαγωγής δεδομένων όπως ορίζεται στο σημείο 3) του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·
β) συνοδεύονται από τα ακόλουθα μεταδεδομένα:
βα) όλες τις επωνυμίες του φυσικού προσώπου ή της νομικής οντότητας την οποία αφορούν οι πληροφορίες·
ββ) κατά περίπτωση, τον αναγνωριστικό κωδικό της νομικής οντότητας, όπως ορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρ. 4 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·
βγ) το είδος των πληροφοριών, όπως ταξινομούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ) της παρ. 4 του άρθρου 7 του εν λόγω Κανονισμού·
βδ) ένδειξη του κατά πόσον οι πληροφορίες περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
- Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες της παρ. 1 ακολουθούν τυχόν εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και τυχόν σχετικές κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών.»
Άρθρο 262
Υποκείμενο του φόρου και χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης –Τροποποίηση των άρθρων 5 και 6 του ν. 2969/2001
- Η περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2969/2001 (Α΄ 281), περί διάκρισης οινοπνευματοποιών, ποτοποιών και λοιπών επιτηδευματιών και κατεργαζόμενων πρώτων υλών αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Τα βιομηχανικά εργοστάσια και βιοτεχνίες, τα οποία χρησιμοποιούν, ως πρώτη ή βοηθητική ύλη για την παραγωγή των προϊόντων τους, αιθυλική αλκοόλη ή αλκοολούχα υγρά κάθε είδους ή άλλες πρώτες ύλες που δεν υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, εφόσον χρησιμοποιούν προς τον σκοπό αυτό αποστακτικά μηχανήματα οποιουδήποτε είδους.».
- Στο άρθρο 6 του ν. 2969/2001, περί αδειών ασκήσεως επαγγέλματος προστίθεται παρ. 5Α, ως εξής:
«5Α. Ειδικά για την περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 5, στις περιπτώσεις που από τα βιομηχανικά εργοστάσια ή τις βιοτεχνίες:
α. χρησιμοποιείται, ως πρώτη ή βοηθητική ύλη για την παραγωγή των προϊόντων τους, αιθυλική αλκοόλη ή αλκοολούχα υγρά κάθε είδους, χορηγείται, κατά παρέκκλιση της παρ. 5, άδεια λειτουργίας των αποστακτικών μηχανημάτων διάρκειας έξι (6) μηνών, χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα δοχεία συλλογής των αποστακτικών μηχανημάτων παραμένουν ασφράγιστα, κατά παρέκκλιση του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 4, εφόσον σωρευτικά, η διαδικασία πραγματοποιείται σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης και τα προϊόντα που προκύπτουν από τη διαδικασία της απόσταξης δεν υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης,
β. χρησιμοποιούνται, ως πρώτη ή βοηθητική ύλη για την παραγωγή των προϊόντων τους, άλλες πρώτες ύλες που δεν υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, χορηγείται, κατά παρέκκλιση της παρ. 5, άδεια λειτουργίας των αποστακτικών μηχανημάτων διάρκειας έξι (6) μηνών, χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα δοχεία συλλογής των αποστακτικών μηχανημάτων παραμένουν ασφράγιστα κατά παρέκκλιση του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 4.
Κλιμάκιο, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Προϊσταμένου της κατά τόπον αρμόδιας Τελωνειακής Υπηρεσίας και αποτελείται από έναν τουλάχιστον υπάλληλο της κατά τόπον αρμόδιας Τελωνειακής Υπηρεσίας και έναν υπάλληλο της κατά τόπον αρμόδιας Χημικής Υπηρεσίας, διενεργεί ελέγχους για την τήρηση των προϋποθέσεων των ανωτέρω περιπτώσεων, ειδικά για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα δοχεία συλλογής των αποστακτικών μηχανημάτων παραμένουν ασφράγιστα, κατά παρέκκλιση του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 4.».
Άρθρο 263
Παράταση της προθεσμίας κατάρτισης νέου καταστατικού και Ενιαίου Εσωτερικού Κανονισμού της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας -Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 34 ν. 5131/2024
Η παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 5131/2024 (Α΄ 128) περί μεταβατικών διατάξεων αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Έως τις 31.12.2025 η γενική συνέλευση της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας (Ε.Ε.ΣΥ.Π.) καταρτίζει νέο καταστατικό και ενιαίο Εσωτερικό Κανονισμό προσαρμοσμένο στον παρόντα, τηρώντας τη διαδικασία των άρθρων 189, 191 και 192 του ν. 4389/2016 (Α’ 94).».
Άρθρο 264
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
- Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. δύναται να καθορίζονται τα πρόσωπα και οι οργανικές μονάδες, στα οποία οι υπόχρεοι της παρ. 1 του άρθρου 251 παρέχουν τα οριζόμενα σε αυτήν, η διαδικασία με την οποία τα δεδομένα παρέχονται στην Α.Α.Δ.Ε., τα κριτήρια και η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος.
- Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.:
α) δύναται να τροποποιείται η ημερομηνία μεταφοράς του άρθρου 253, περί μεταφοράς της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) στην Α.Α.Δ.Ε,
β) ρυθμίζεται η διαδικασία και όλα τα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν στην μεταφορά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) των υπηρεσιών, αρμοδιοτήτων, πιστώσεων, οργανικών θέσεων, προσωπικού, αρχείων καθώς και πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και υλικοτεχνικού εξοπλισμού της πρώην Γενικής Διεύθυνσης του άρθρου 253.
- Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, δύναται να παρατείνεται η προθεσμία υποβολής αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση και να καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 254, περί ρύθμισης βεβαιωμένων οφειλών για τις οποίες έχει χορηγηθεί παράταση καταβολής και αναστολή είσπραξης για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών λόγω της κακοκαιρίας «Daniel».
- Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δύναται να παρατείνεται η προθεσμία υποβολής αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση και να καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 255, περί ρύθμισης ασφαλιστικών οφειλών για τις οποίες έχει χορηγηθεί αναστολή για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών λόγω της κακοκαιρίας «Daniel».
Άρθρο 265
Μεταβατική διάταξη
Η κατάργηση της παρ. 6 του άρθρου 5Γ του ν. 4172/2013 (Α’ 167), σύμφωνα με το άρθρο 206, περί της εναλλακτικής φορολόγησης του εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή φυσικών προσώπων που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, καταλαμβάνει και τις αιτήσεις υπαγωγής στις διατάξεις του ως άνω άρθρου, των οποίων η εξέταση εκκρεμεί ενώπιον της φορολογικής διοίκησης κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
Άρθρο 266
Καταργούμενες διατάξεις
- Η παρ. 8 του άρθρου 21 του ν. 3556/2007 (Α’ 91), περί πρόσβασης σε ρυθμιζόμενες πληροφορίες, καταργείται.
- Από την ημερομηνία μεταφοράς της παρ. 1 του άρθρου 253, περί μεταφοράς της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) στην Α.Α.Δ.Ε καταργούνται: α) το άρθρο 88 του ν. 3842/2010 (Α’ 58) και β) η περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 111 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).
Σύμφωνα με το άρθρα 48 και 59, αντίστοιχα, του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου – Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 5020/2023) «πλοιοκτήτης είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται δικό του πλοίο, στο όνομα και για λογαριασμό του» και «Εφοπλιστής είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό πλοίο που ανήκει σε άλλον» και εν προκειμένω στον κύριο του πλοίου.
Αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα: η διάταξη του άρθρου 2 το ν. 27/1975 καλύπτει και τον εφοπλιστή ή τον κύριο του πλοίου ή τον ιδιοκτήτη ιδιωτικού πλοίου.
Είναι προφανές ότι λόγω της παρόδου μακρού χρονικού διαστήματος από την έκδοση του ν. 27/1975 έγιναν πολλές και σημαντικές μεταβολές του (προσθαφαιρέσεις τροποποιήσεις). Έκδηλη είναι πλέον η ανάγκη κωδικοποίησης και προσαρμογής του νόμου αυτού στη σημερινή πραγματικότητα και απαιτήσεις συνδυαστικά, υπό προϋποθέσεις, και με τις διατάξεις και άλλων συναφών νόμων (π.χ. 5135/2024. 1987/1950) έτσι ώστε ό,τι έχει σχέση με το πλοίο και τις υποχρεώσεις του προς τις φορολογικές Αρχές να αντιμετωπίζονται σε ένα κείμενο.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιδιώκει να παρακάμψει την κρίσιμη νομολογιακή θέση του ΣτΕ σχετικά με τη μη θεμελίωση του τέλους επιτηδεύματος σε κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να θεσπίσει γενική τεκμαρτή υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του υποκαταστήματος προσκρούει σε πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, σύμφωνα με την οποία κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το «υποκατάστημα» απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020)
επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
3. Ανισότητα και διακριτική μεταχείριση νομικών προσώπων
Η επιβολή τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα, ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάλογα με τον όγκο, τη φύση ή το χαρακτήρα της δραστηριότητας, δημιουργεί φορολογική ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Ομοειδείς περιπτώσεις (π.χ. διαχείριση από φυσικό πρόσωπο με 2 ακίνητα) εξαιρούνται πλήρως, παρότι η πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα μπορεί να είναι ίση ή ανώτερη.
4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία
Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο χωρίς προσωπικό και σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Καταλήγει έτσι σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ.
5. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας
Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση,
πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups,
δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Συμπέρασμα
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση:
Αντισυνταγματική,
Αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε.
και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ο καθορισμός των συντελεστών φόρου είναι εσφαλμένος και δεν ανταποκρίνεται στις βασικές παραμέτρους που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Αυτές είναι:
(α) το είδος της χρήσης του πλοίου
(β) η παλαιότητά του (έτος ναυπήγησης) και
(γ) το, ανά μέτρο, ολικό μήκος του χωρίς να αποκλείονται και άλλες μη βασικές παράμετροι ήσσονος σημασίας.
Εναργές παράδειγμα:
Ιδιωτικό πλοίο αναψυχής ολικού μήκους 11.99 μ. έχει συντελεστή 1 και το ποσό φόρου που αναλογεί (δεν έχει υποχρέωση καταμέτρησης) είναι 200,00 Ευρώ ετησίως. Εάν το πλοίο αυτό είχε/έχει ολικό μήκος 12,01 το ποσό φόρου που αναλογεί θα είναι 200,00 Χ 5= 1000,00 Ευρώ ετησίως. Με άλλα λόγια για δύο εκατοστά του μέτρου, πενταπλασιάζεται το ποσό του φόρου που καλείται να καταβάλλει ο κύριος πλοίου με ολικό μήκος 12,01 μ.
Εάν λαμβανόταν υπόψη το ολικό, ανά μέτρο, μήκος θα μπορούσε, ενδεχομένως, ο πίνακας να διατυπωθεί ως εξής:
Από 7,01 μέχρι και οκτώ 200
Από 8,01 μέχρι και εννέα 300
Από 9,01 μέχρι και δέκα 400
Από 10,01 μέχρι και ένδεκα 550
Από 11,01 μέχρι και δώδεκα 700
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 27/1975 (Α’ 77) κατά το οποίο « Η διάρκεια ισχύος της παραπάνω βεβαίωσης ορίζεται σε δύο (2) μήνες από την έκδοσή της», συμπληρώνεται ως εξής:
«Εάν η κυριότητα του ίδιου σκάφους μεταβιβασθεί εκ νέου πριν τη λήξη της ισχύος της βεβαίωσης δεν απαιτείται η έκδοση νέας».
Αιτιολογία:
α)Δεν έχουν προκύψει υποχρεώσεις του αγοραστή ο οποίος θα μεταβιβάσει την κυριότητα του σκάφους εντός της χρονικής ισχύος της βεβαίωσης.
β) Μείωση τη γραφειοκρατίας.
γ)Εξοικονόμηση εργατοωρών του προσωπικού των Δημόσιων Υπηρεσιών,
δ)Διευκόλυνση και εξυπηρέτηση των πολιτών.
Δεν θα μπω σε νομικές αναλυσεις, απλα θέλω να σας παραθεσω μερικα σημαντικα δεδομένα:
Στην Ελλάδα υπάρχει πολυ μεγάλο ποσοστο ιδιοκτησιας ακινητων (67%), ενα απο τα μεγαλύτερα στην ΕΕ.
Κάποιοι απο αυτους τους ιδιοκτήτες απο το 2013 και μετα, βρηκαν οικονομικη σωτηρια με την ενοικιαση του ακινητου τους στην βραχυχρονια μισθωση, συνεισφέροντας στον οικογενειακο προυπολογισμο και σωζωντας τα σπιτια τους. Μια υγιης εκφανση λαικου καπιταλισμου.
Επειδη υπάρχουν και πολλοι που δεν μπορούν να το διαχειριστούν μονοι τους, εχουν αναπτυχθει αμιγως Ελληνικες εταιρειες διαχειρισης βραχυχρονιας μισθωσης για να αναλαβουν αυτη την δουλεια, οπως ειναι τα μελη του STAMA (Συνδεσμος Εταιρειων Βραχυχρονιας Μισθωσης), που εκπροσωπει αρκετες χιλιάδες μικροιδικτητες ακινητων.
Ο κλάδος της βραχυχρονιας μισθωσης αναπτυχθηκε με ιδια κεφάλαια των ιδιοκτητων ακινητων και των εταιρειων διαχειρισης. Δεν πηρε ποτε καμια επιδότηση ή δημοσια χρηματοδότηση και σύμφωνα με την ΑΑΔΕ θα συνεισφέρει το 2025 €1δις άμεσους φόρους στην Εθνικη Οικονομία. Φόροι που εισπράτονται εύκολα κάθε μηνα και ΟΧΙ όταν γινουν οι φορολογικές δηλώσεις και ΑΝ βγουν εταιρικά κέρδη.
Τα τελευταια 2 χρονια εχουν επιβληθει 3 νεοι φοροι στις ενοικιασεις βραχυχρονιων μισθώσεων (ΦΠΑ, Τέλος Παρεπιδημούντων, ΤΑΚΚ), στα πλαισια τις εξίσωσης τους με τα ξενοδοχεια. Ο κλάδος των βραχυχρονιων μισθώσεων δεν διαφωνησε με αυτες, τουναντιων τις θεωρησε ως μια αναγνώριση της σημασίας του κλάδου για την Ελληνικη οικονομία και κοινωνία.
Όμως η επιβολη τέλους €600 ανα διευθυνση/έτος ΜΟΝΟ σε σπιτια που διαχειρίζονται εταιρείες, ασχετως πως/αν το ακινητο ενοικιαζεται ειναι άδικο και πρωτιστος παράλογο.
Με αυτο τον τρόπο φορολογειται διαφορετικά το ιδιο ακίνητο (με τα ιδια εσοδα) αν:
1. Το διαχειριζεται ιδιωτης
2. Το διαχειριζεται εταιρεια διαχειρισης
3. Ειναι σε κτιριο που νοικιάζεται ολοκληρο
Να επισημανουμε εδω, πως επειδη ειναι €600 ανα ετος/διευθυνση. Ενα κτιριο με 20 διαμερισματα (3η περιπτωση), θα πληρωσει το ιδιο με ενα διαμερισμα που ειναι μονο του (2η περιπτωση).
Τιμωρει δηλαδη τους Έλληνες μικροιδιοκτητες και ευνοει τις (συνηθως) ξενων συμφεροντων εταιρειες που διαχειριζονται ολοκληρα κτιρια.
Επίσης τι συμβαίνει αν ενα ακίνητο το διαχειριζεται μια εταιρεία βραχυχρόνιας, αλλα το εχει νοικιάσει σε κάποιο ενοικιαστη για 1-2 χρονια;
Δεν θα μπω και στο χάος που θα δημιουργηθει στις υπηρσίες της ΑΑΔΕ απο την δημιουργία χιλιαδων νεων υποκαταστημάτων εξαιτιας αυτου του παράλογου μέτρου.
Το συγκεκριμένο μετρο λοιπον ειναι πέρα απο κάθε λογικη και έννοια της αναλογικότητας.
Δεν ειναι καν ενα εισπρακτικο μετρο, ειναι ενα «εκδικητικο μετρο» με στοχο να εξαφανισει εναν κλάδο με πολυ μεγαλη φορολογικη συμμόρφωση και συμμετοχη στα φορολογικα έσοδα.
Αυτό το μέτρο πλήττει τους χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες και όχι μόνο τις εταιρείες.
Θα πρεπει να αποσυρθει αυτη η διάταξη για την ώρα, έτσι ώστε να υπάρξει χρόνος για συζήτηση ανάμεσα σε εκπροσώπους του κλάδου και το Υπουργειο.
Σχόλιο επί του Άρθρου 248 – Αντισυνταγματικότητα και νομική ακυρότητα της προβλεπόμενης ρύθμισης
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιδιώκει να παρακάμψει την κρίσιμη νομολογιακή θέση του ΣτΕ σχετικά με τη μη θεμελίωση του τέλους επιτηδεύματος σε κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να θεσπίσει γενική τεκμαρτή υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του υποκαταστήματος προσκρούει σε πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, σύμφωνα με την οποία κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το «υποκατάστημα» απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
– επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020)
– επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
3. Ανισότητα και διακριτική μεταχείριση νομικών προσώπων
Η επιβολή τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα, ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάλογα με τον όγκο, τη φύση ή το χαρακτήρα της δραστηριότητας, δημιουργεί φορολογική ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Ομοειδείς περιπτώσεις (π.χ. διαχείριση από φυσικό πρόσωπο με 2 ακίνητα) εξαιρούνται πλήρως, παρότι η πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα μπορεί να είναι ίση ή ανώτερη.
4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία
Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο χωρίς προσωπικό και σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Καταλήγει έτσι σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ.
5. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας
Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
– πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση,
– πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups,
– δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Συμπέρασμα
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση:
Αντισυνταγματική:
Αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε. και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.
Σχόλιο επί του Άρθρου 248 – Αντισυνταγματικότητα και νομική ακυρότητα της προβλεπόμενης ρύθμισης
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιδιώκει να παρακάμψει την κρίσιμη νομολογιακή θέση του ΣτΕ σχετικά με τη μη θεμελίωση του τέλους επιτηδεύματος σε κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να θεσπίσει γενική τεκμαρτή υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του υποκαταστήματος προσκρούει σε πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, σύμφωνα με την οποία κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το «υποκατάστημα» απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020)
επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
3. Ανισότητα και διακριτική μεταχείριση νομικών προσώπων
Η επιβολή τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα, ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάλογα με τον όγκο, τη φύση ή το χαρακτήρα της δραστηριότητας, δημιουργεί φορολογική ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Ομοειδείς περιπτώσεις (π.χ. διαχείριση από φυσικό πρόσωπο με 2 ακίνητα) εξαιρούνται πλήρως, παρότι η πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα μπορεί να είναι ίση ή ανώτερη.
4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία
Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο χωρίς προσωπικό και σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Καταλήγει έτσι σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ.
5. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας
Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση,
πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups,
δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Συμπέρασμα
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση:
Αντισυνταγματική,
Αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε.
και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.
Η προτεινόμενη διάταξη, η οποία εξομοιώνει (αναδρομικά μάλιστα από το 2024) κάθε ακίνητο βραχυχρόνιας μίσθωσης με «υποκατάστημα» και επιβάλλει τέλος επιτηδεύματος, παρουσιάζει σοβαρές νομικές και συνταγματικές παθογένειες:
Αναδρομική φορολόγηση – παραβίαση άρθρου 78 παρ. 2 Συντάγματος
Το Σύνταγμα ρητά απαγορεύει φόρο ή οικονομικό βάρος με αναδρομική ισχύ πέρα από το προηγούμενο οικονομικό έτος. Η προτεινόμενη διάταξη όμως εφαρμόζεται από την 1.1.2024, γεγονός που την καθιστά κατά συρροή αντισυνταγματική
opengov.gr
.
Ασύμβατη εξίσωση με «υποκατάστημα» – παραβίαση αρχών ισότητας και αναλογικότητας
Η εξομοίωση βραχυχρόνιας μίσθωσης με λειτουργικό υποκατάστημα (όπως τράπεζα ή ξενοδοχείο) είναι πλασματική. Δημιουργεί άδικη διάκριση μεταξύ φορολογούμενων και αγνοεί τη νομολογία που αναγνωρίζει ότι για υποκατάστημα απαιτείται πραγματική επιχειρηματική παρουσία και στελέχη. Αυτή η γενίκευση συμβάλλει στην ανισότητα μεταχείρισης.
Επιλεκτική επιβάρυνση: φυσικά vs νομικά πρόσωπα
Το τέλος επιτηδεύματος επιβάλλεται μόνο σε νομικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα διακριτική και άνιση φορολογική αντιμετώπιση σε σχέση με ιδιώτες, απόφαση που δεν έχει οικονομικό ή αναπτυξιακό τεκμήριο.
Κίνδυνος φοροδιαφυγής & διοικητική επιβάρυνση
Η επιβολή έκτακτων φορολογικών βαρών μπορεί να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για συνεργασία ιδιοκτητών – πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, προκαλώντας στροφή σε αδήλωτες δραστηριότητες και γενικότερη φοροδιαφυγή.
Η προτεινόμενη διάταξη, η οποία εξομοιώνει (αναδρομικά μάλιστα από το 2024) κάθε ακίνητο βραχυχρόνιας μίσθωσης με «υποκατάστημα» και επιβάλλει τέλος επιτηδεύματος, παρουσιάζει σοβαρές νομικές και συνταγματικές παθογένειες:
Αναδρομική φορολόγηση – παραβίαση άρθρου 78 παρ. 2 Συντάγματος
Το Σύνταγμα ρητά απαγορεύει φόρο ή οικονομικό βάρος με αναδρομική ισχύ πέρα από το προηγούμενο οικονομικό έτος. Η προτεινόμενη διάταξη όμως εφαρμόζεται από την 1.1.2024, γεγονός που την καθιστά κατά συρροή αντισυνταγματική
opengov.gr
.
Ασύμβατη εξίσωση με «υποκατάστημα» – παραβίαση αρχών ισότητας και αναλογικότητας
Η εξομοίωση βραχυχρόνιας μίσθωσης με λειτουργικό υποκατάστημα (όπως τράπεζα ή ξενοδοχείο) είναι πλασματική. Δημιουργεί άδικη διάκριση μεταξύ φορολογούμενων και αγνοεί τη νομολογία που αναγνωρίζει ότι για υποκατάστημα απαιτείται πραγματική επιχειρηματική παρουσία και στελέχη. Αυτή η γενίκευση συμβάλλει στην ανισότητα μεταχείρισης.
Επιλεκτική επιβάρυνση: φυσικά vs νομικά πρόσωπα
Το τέλος επιτηδεύματος επιβάλλεται μόνο σε νομικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα διακριτική και άνιση φορολογική αντιμετώπιση σε σχέση με ιδιώτες, απόφαση που δεν έχει οικονομικό ή αναπτυξιακό τεκμήριο.
Κίνδυνος φοροδιαφυγής & διοικητική επιβάρυνση
Η επιβολή έκτακτων φορολογικών βαρών μπορεί να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για συνεργασία ιδιοκτητών – πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, προκαλώντας στροφή σε αδήλωτες δραστηριότητες και γενικότερη φοροδιαφυγή.
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι
Α) Αντισυνταγματική κατα το σκέλος της αναδρομικής φορολόγησης . Φορολογικός νόμος με αναδρομικότητα απαγορεύεται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Συντάγματος : «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»
Β) Αντισυνταγματική καθώς εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.
Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα.
Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, σύμφωνα με την οποία κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το «υποκατάστημα» απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
● επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020),
● επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
Γ. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας
Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
● πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση,
● πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups,
● δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Η εν λόγω πρόβλεψη κρινεται αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε., και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Η νέα νομοθετική πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 248 στοχεύει να παρακάμψει τη βασική νομική θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία δεν τεκμηριώνεται επιβολή τέλους επιτηδεύματος για κάθε ακίνητο που προσφέρεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η επιδίωξη του νομοθέτη να εντάξει τεκμαρτά τα εν λόγω ακίνητα στον ορισμό του υποκαταστήματος προσκρούει σε συνταγματικούς περιορισμούς, εγκυμονεί τον κίνδυνο νομικής ακυρότητας και ενδέχεται να οδηγήσει σε φορολογική και διοικητική αστάθεια.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση, οποιοδήποτε ακίνητο ενοικιάζεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια χρήση θεωρείται αυτοδικαίως ως υποκατάστημα για σκοπούς επιβολής του τέλους επιτηδεύματος. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή συγκρούεται ευθέως με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη νομολογία του ΣτΕ και τις βασικές αρχές που διέπουν το φορολογικό δίκαιο.
1. Αντίθεση με τη νομολογία του ΣτΕ (Απόφαση 602/2025 – μη τελεσίδικη)
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη εκφράσει την άποψη ότι η διάθεση ενός ακινήτου για βραχυχρόνια εκμίσθωση δεν ισοδυναμεί με άσκηση επιχειρηματικής ή συναλλακτικής δραστηριότητας εντός του χώρου. Συνεπώς, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως υποκατάστημα.
Παρότι η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας, η αιτιολόγηση της απόφασης είναι δεσμευτική και δεν μπορεί να παρακαμφθεί με ρυθμιστική πρωτοβουλία που στόχο έχει να προκαταλάβει την κρίση της δικαιοσύνης. Μια τέτοια ενέργεια υπονομεύει τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26).
2. Παραβίαση της συνταγματικής αρχής της φορολογικής ασφάλειας και της αρχής της νομιμότητας στη φορολογία (άρθρα 78 §1 και 25 §1 του Συντάγματος)
Η επιβολή φορολογικών βαρών πρέπει να στηρίζεται σε σαφή και νομικά καθορισμένα κριτήρια. Η έννοια του «υποκαταστήματος» προϋποθέτει συγκεκριμένη επιχειρησιακή ή συναλλακτική παρουσία, την οποία η νέα ρύθμιση αγνοεί.
Η αυθαίρετη διεύρυνση του ορισμού και η τεκμαρτή φορολόγηση, χωρίς πραγματική επιχειρηματική λειτουργία, καταλύουν την προβλεψιμότητα για τον φορολογούμενο και αντίκεινται στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές.
3. Φορολογική ανισότητα και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας
Η πρόβλεψη επιβολής τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με περισσότερα από δύο ακίνητα εισάγει άνιση μεταχείριση, αφού δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική έκταση ή φύση της οικονομικής δραστηριότητας.
Επιχειρηματικές δραστηριότητες με ανάλογη ή και μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα εξαιρούνται, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας στη φορολογία.
4. Εσφαλμένος εξομοιωτικός χαρακτηρισμός: Μίσθιο ≠ Υποκατάστημα
Η νέα ρύθμιση αντιμετωπίζει κάθε ακίνητο που ενοικιάζεται βραχυπρόθεσμα ως υποκατάστημα, ακόμη και αν δεν υπάρχει φυσική παρουσία, προσωπικό ή εγκατεστημένη λειτουργία στον χώρο. Έτσι, αγνοεί τη διαφορά μεταξύ ενός απλού μισθίου και ενός πλήρως λειτουργικού υποκαταστήματος επιχείρησης, οδηγώντας σε λανθασμένο νομικό και λογικό συμπέρασμα.
5. Έλλειψη φορολογικής ασφάλειας – Υπέρμετρο κόστος και νομική αβεβαιότητα
Η επιβολή ετήσιου τέλους 600 ευρώ ανά ακίνητο, ανεξάρτητα από την πραγματική οικονομική του χρήση, δημιουργεί δυσανάλογη επιβάρυνση για μικρές επιχειρήσεις και νεοφυείς εταιρείες. Ταυτόχρονα, ενδέχεται να οδηγήσει σε πλήθος δικαστικών προσφυγών, ακυρώσεις πράξεων και επιστροφές ποσών, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το διοικητικό και δικαστικό σύστημα.
Συμπερασματικά
Η διάταξη του άρθρου 248 δεν απλώς παρεκκλίνει της υφιστάμενης νομολογίας, αλλά την παραβιάζει κατάφωρα. Πριν ακόμη αποφανθεί τελεσίδικα η Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιχειρεί να νομοθετήσει σε ευθεία αντίθεση με τις υφιστάμενες δικαστικές κρίσεις, θεσπίζοντας ρύθμιση που:
είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα,
παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικαίου,
και είναι πρακτικά μη εφαρμόσιμη, με βαρύτατες συνέπειες για τη δημόσια διοίκηση και τους φορολογουμένους.
Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται είτε η πλήρης κατάργηση είτε η ουσιαστική αναδιαμόρφωση της ρύθμισης του άρθρου 248
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιδιώκει να παρακάμψει την κρίσιμη νομολογιακή θέση του ΣτΕ σχετικά με τη μη θεμελίωση του τέλους επιτηδεύματος σε κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να θεσπίσει γενική τεκμαρτή υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του υποκαταστήματος προσκρούει σε πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, σύμφωνα με την οποία κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
Γνώμη μας είναι πως το τέλος επιτηδεύματος εξυπηρετεί απλά και πάλι ως ένα χαράτσι το οποίο οι έλληνες επαγγελματίες καλούντε να πληρώσουν. Χάνουν απευθείας απο την ρευστότητα τους και αδυνατούν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι σε εργαζόμενους και κοινωνία.
Θα πρότεινα να προσπαθήσουμε να δώσουμε στους επαγγελματίες τα εφόδια ώστε να μπορούν να προσλάβουν περισσότερο προσωπικό με στόχο την συνολική ανάπτυξη της χώρας.
Ειδικά το τέλος επιτιδεύματος στα airbnb που θεωρούνται υποκαταστήματα είναι τραγικά άτοπο. Ήδη μέσω φπα και ΤΑΚΚ έχετε εξαντήσει τα περιθώρια κέρδους αυτών. Στόχος πρέπει να είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση των χιλιάδων τουριστών που καταφτάνουν στη χώρα μας και όχι η αφαίμαξη επιχειρήσεων εκτός των κλάδου των ξενοδοχείων.
Σκεφτείτε τα θετικά που παράγει ο κλάδος της βραχυχρόνιας μίσθωσης καταλυμάτων και μην αρκείστε σε καμπάνιες που γίνονται απο ξενοδόχους με στόχο την πόλωση της κοινής γνώμης και της κακής προπαγάνδας.
Ευχαριστω
Η προσπάθεια του νομοθέτη να θεσπίσει γενική τεκμαρτή υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του υποκαταστήματος προσκρούει σε πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη)
2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
3. Ανισότητα και διακριτική μεταχείριση νομικών προσώπων
4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία
5. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας
Ζητείται η πλήρης απόσυρση
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση:
Αντισυνταγματική,
Αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε.
και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.
Παρατηρήσεις επί του Άρθρου 248 – Ζητήματα Αντισυνταγματικότητας και Νομικής Ακυρότητας της Προτεινόμενης Ρύθμισης
Η ρύθμιση του άρθρου 248 επιχειρεί να παρακάμψει ρητώς τη νομολογιακά παγιωμένη θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφορικά με τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων επιβολής τέλους επιτηδεύματος για ακίνητα που εκμισθώνονται βραχυχρόνια. Η γενική τεκμαρτή υπαγωγή τέτοιων ακινήτων στην έννοια του «υποκαταστήματος» προσκρούει σε συνταγματικά, διοικητικά και φορολογικά εμπόδια, δημιουργώντας καθεστώς έντονης νομικής αβεβαιότητας και πιθανής ακυρότητας.
1. Αγνόηση της νομολογίας του ΣτΕ – Παρέμβαση στη δικαστική κρίση
Με την απόφαση 602/2025 (μη τελεσίδικη αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη), το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνιστά συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου και, συνεπώς, δεν στοιχειοθετεί την έννοια του υποκαταστήματος».
Η πρόβλεψη του άρθρου 248 παραγνωρίζει τη συγκεκριμένη ερμηνεία και επιχειρεί τη νομοθετική επιβολή τεκμαρτής υπαγωγής, προκαταλαμβάνοντας την εκκρεμή κρίση της Ολομέλειας. Τέτοια πράξη ισοδυναμεί με θεσμική παρέμβαση στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και συνιστά ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Σ).
2. Παραβίαση των αρχών της φορολογικής νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου
Η θεμελίωση φορολογικής υποχρέωσης στην έννοια του «υποκαταστήματος» απαιτεί σαφή και αντικειμενικά κριτήρια, σύμφωνα με τα άρθρα 78 §1 και 25 §1 του Συντάγματος. Αντί αυτού, η προτεινόμενη διάταξη:
Διευρύνει αυθαίρετα την έννοια του υποκαταστήματος, αποσυνδέοντάς την από την ύπαρξη πραγματικής επιχειρηματικής παρουσίας (π.χ. προσωπικού, φυσικής λειτουργίας, διοικητικής υποδομής).
Εισάγει τεκμαρτή φορολογική υποχρέωση, χωρίς συγκεκριμένα δεδομένα συναλλακτικής ή παραγωγικής δραστηριότητας εντός του ακινήτου.
Κατά τον τρόπο αυτό, πλήττεται η προβλεψιμότητα και η φορολογική ασφάλεια του πολίτη, παραβιάζοντας τον πυρήνα της αρχής της νομιμότητας στη φορολόγηση.
3. Διακριτική μεταχείριση και παραβίαση της αναλογικότητας
Η διάκριση μεταξύ φυσικών προσώπων με λιγότερα από τρία ακίνητα και νομικών προσώπων ή φυσικών προσώπων με τρία ή περισσότερα ακίνητα δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, ούτε αποτυπώνει διαφοροποίηση ως προς τη φοροδοτική ικανότητα. Αντίθετα, δημιουργείται:
Ανισότητα μεταξύ φορολογουμένων με συγκρίσιμο πραγματικό εισόδημα,
Υπερφορολόγηση μικρών επαγγελματιών ή εταιρειών, σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας στη φορολόγηση.
4. Νομική ανακολουθία στον ορισμό του «υποκαταστήματος»
Η εξομοίωση ενός ακινήτου που μισθώνεται χωρίς μόνιμη παρουσία, προσωπικό ή επιτόπια δραστηριότητα, με υποκατάστημα επιχείρησης (όπως τράπεζας, ξενοδοχείου ή καταστήματος), αποτελεί λογικό και νομικό άλμα.
Η έννοια του υποκαταστήματος, όπως έχει ερμηνευτεί από την πάγια νομολογία (βλ. ΣτΕ 3464/1990, 459/2020), προϋποθέτει διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία, την οποία προδήλως στερείται ένα ακίνητο που διατίθεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας χωρίς επιτόπια παρουσία.
5. Κίνδυνοι νομικής ακυρότητας και φορολογικής ανασφάλειας
Η εφαρμογή της προτεινόμενης διάταξης αναμένεται να οδηγήσει σε:
Συσσώρευση αμφισβητήσεων και ενδικοφανών προσφυγών,
Δημιουργία υποχρεώσεων χωρίς βάση στην πραγματική δυνατότητα των υπόχρεων,
Ενδεχόμενη μαζική ακύρωση πράξεων βεβαίωσης, με σοβαρό κόστος για το Δημόσιο.
Η επιβολή σταθερού τέλους €600 ανά ακίνητο ετησίως, ανεξαρτήτως πραγματικής δραστηριότητας, συνιστά υπέρβαση της αρχής της φορολογικής αναλογικότητας και ενδέχεται να καταπέσει σε μελλοντικό δικαστικό έλεγχο.
Συμπερασματικά:
Η διάταξη του άρθρου 248:
Αντίκειται στις αρχές της συνταγματικής νομιμότητας και της διάκρισης των εξουσιών,
Παραγνωρίζει τη δεσμευτική ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ,
Παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου (βεβαιότητα, αναλογικότητα, ισότητα),
Και ενδέχεται να δημιουργήσει μεγάλο κύμα προσφυγών και ακυρώσεων, επιβαρύνοντας σημαντικά το διοικητικό και νομικό σύστημα.
🔴 Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή η ουσιαστική τροποποίηση της επίμαχης διάταξης προς κατεύθυνση συμβατή με το Σύνταγμα και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι
1)Αντισυνταγματική κατα το σκέλος της αναδρομικής φορολόγησης . Φορολογικός νόμος με αναδρομικότητα απαγορεύεται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Συντάγματος : «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»2)Αντισυνταγματική καθώς εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.
Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα.
Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι Αντισυνταγματική κατα το σκέλος της αναδρομικής φορολόγησης . Φορολογικός νόμος με αναδρομικότητα απαγορεύεται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Συντάγματος : «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»Αντισυνταγματική καθώς εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα. Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
ροτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 δημιουργεί σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας, νομικής ακυρότητας και διοικητικής αστάθειας. Συγκεκριμένα:
1. Αντισυνταγματική αναδρομικότητα
Η επιβολή τέλους επιτηδεύματος με ισχύ από το 2024 παραβιάζει το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την αναδρομική φορολόγηση πέραν του προηγούμενου οικονομικού έτους.
2. Καταχρηστική ερμηνεία της έννοιας “υποκατάστημα”
Η τεκμαρτή υπαγωγή κάθε ακινήτου που εκμισθώνεται βραχυχρόνια ως “υποκατάστημα” δεν εδράζεται σε πραγματικά ή νομικά κριτήρια. Η σχετική απόφαση του ΣτΕ (602/2025) επισημαίνει ότι η απλή μίσθωση δεν αποτελεί παραγωγική ή συναλλακτική δραστηριότητα.
3. Παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών
Η απόπειρα του νομοθέτη να προκαταλάβει την κρίση της Ολομέλειας του ΣτΕ μέσω νομοθετικής “επιβεβαίωσης” συνιστά επέμβαση στη δικαστική λειτουργία (άρθρο 26 Συντάγματος).
4. Ανισότητα στη φορολογική μεταχείριση
Η επιβολή του τέλους μόνο σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα αγνοεί την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, επιβαρύνοντας άνισα μικρές επιχειρήσεις ή νέες δραστηριότητες.
5. Διοικητική και νομική ανασφάλεια
Η αυθαίρετη εξομοίωση όλων των ακινήτων με υποκαταστήματα οδηγεί σε υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση και αυξάνει τον κίνδυνο προσφυγών, ακυρώσεων και αναδρομικών απαιτήσεων.Ζητείται η απόσυρση ή ουσιαστική αναδιατύπωση της διάταξης, με πλήρη σεβασμό:
• στις αρχές του Συντάγματος,
• στη νομολογία του ΣτΕ,
• και στη δικαιοκρατική ασφάλεια που οφείλει να διέπει το φορολογικό δίκαιο.
Η προβλεπόμενη διάταξη του άρθρου 248 αποσκοπεί στην παράκαμψη μιας κρίσιμης νομολογιακής θέσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία δεν στοιχειοθετείται η υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος για κάθε ακίνητο που διατίθεται προς βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να καθιερώσει τεκμαιρόμενη υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του «υποκαταστήματος» εγείρει σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας και ελλοχεύει κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Συγκεκριμένα, η πρόβλεψη ότι κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή χαρακτηρίζεται αυτοδικαίως ως υποκατάστημα, για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντίκειται:
—
1. Στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας
Η πρόσφατη απόφαση 602/2025 του Β΄ Τμήματος (έστω και μη τελεσίδικη) διατυπώνει με σαφήνεια ότι η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση δεν συνιστά παραγωγική ή συναλλακτική δραστηριότητα που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την έννοια του υποκαταστήματος. Συνεπώς, δεν μπορεί το νομοθετικό σώμα να εισάγει διάταξη με προαποφασισμένο περιεχόμενο, που αντιβαίνει στην εν λόγω κρίση, χωρίς να παραβιάζει ευθέως τη συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντάγματος) και την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας.
—
2. Στην αρχή της φορολογικής νομιμότητας και της βεβαιότητας του δικαίου
Η επιβολή φορολογικής επιβάρυνσης προϋποθέτει σαφή και αντικειμενικά ελέγξιμο ορισμό της έννοιας στην οποία αυτή βασίζεται – εν προκειμένω, του «υποκαταστήματος». Αντιθέτως, η προτεινόμενη διάταξη:
Επεκτείνει αυθαίρετα το περιεχόμενο του όρου, κατά τρόπο μη συμβατό με την παγιωμένη νομολογιακή προσέγγιση (βλ. ΣτΕ 3464/1990, 459/2020),
Τεκμαίρει επιχειρηματική δραστηριότητα ερήμην πραγματικής λειτουργίας ή συναλλακτικής παρουσίας στο ακίνητο.
Ως εκ τούτου, παραβιάζονται οι συνταγματικές επιταγές των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 παρ. 1 για τη σαφήνεια, τη νομιμότητα και την προβλεψιμότητα της φορολογικής υποχρέωσης.
—
3. Στην αρχή της φορολογικής ισότητας και της αναλογικότητας
Η επιλεκτική επιβάρυνση νομικών προσώπων ή φυσικών προσώπων με τρία και άνω ακίνητα, χωρίς ουσιαστική διαφοροποίηση ανάλογα με το μέγεθος ή τη φύση της δραστηριότητας, συνιστά άνιση μεταχείριση. Φορείς με παρόμοια φοροδοτική ικανότητα εξαιρούνται αδικαιολόγητα, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και της αναλογικής φορολόγησης.
—
4. Στην έννοια του υποκαταστήματος, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία
Η εξομοίωση ενός ακινήτου που απλώς διατίθεται προς μίσθωση –χωρίς φυσική παρουσία, προσωπικό ή λειτουργική δομή– με ένα πλήρως λειτουργικό υποκατάστημα (π.χ. τράπεζας ή ξενοδοχείου) συνιστά λογικό και νομικό άλμα. Η ρύθμιση απομακρύνεται πλήρως από την πάγια ερμηνευτική προσέγγιση του ΣτΕ ως προς το τι συνιστά υποκατάστημα.
—
5. Στην αρχή της φορολογικής ασφάλειας
Η αυθαίρετη επιβολή ετήσιας επιβάρυνσης 600 ευρώ ανά ακίνητο –ανεξαρτήτως λειτουργίας–:
Υπονομεύει την αρχή της αναλογικότητας,
Δημιουργεί υπέρογκη επιβάρυνση για μικρές επιχειρήσεις ή νεοφυείς εταιρείες (startups),
Καθιστά το μέτρο δικαστικώς ευάλωτο, με σοβαρό κίνδυνο επιστροφών, ακυρώσεων και σωρευτικών διοικητικών βαρών.
—
Συμπερασματικά, η προτεινόμενη διάταξη δεν συνιστά απλώς υπέρβαση της υφιστάμενης νομολογίας, αλλά ευθεία υπονόμευσή της. Πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, επιχειρείται, μέσω νομοθετικής ρύθμισης, να προκαταληφθεί η κρίση του ανώτατου δικαστηρίου με έναν τρόπο:
Αντισυνταγματικό,
Αντίθετο προς τις θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικαίου,
Και πρακτικά ανεφάρμοστο, λόγω των σημαντικών διοικητικών και νομικών επιπλοκών που συνεπάγεται.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.
Άρθρο 248
Ολική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος
Έκφραση Διαφωνίας με την Τροποποίηση της Παρ. 1 του Άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 – Τέλος Επιτηδεύματος
Η τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, όπως παρουσιάστηκε, εντείνει την αδικία, την αναποτελεσματικότητα και την αντικίνητρα που ήδη συνόδευαν τον θεσμό του τέλους επιτηδεύματος. Η νέα μορφή όχι μόνο δεν εκσυγχρονίζει το μέτρο, αλλά επιβαρύνει περαιτέρω υγιείς και καινοτόμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, στρεβλώνοντας την έννοια της ισονομίας και της αναλογικότητας στο φορολογικό σύστημα.
1. Φορολογική Αναλγησία και Ανισότητα – Ένα Τέλος χωρίς Κλίμακα
Το τέλος επιτηδεύματος, στη μορφή του ως κατ’ αποκοπήν ποσό, δεν συνδέεται με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα των νομικών προσώπων. Εφαρμόζεται ανεξάρτητα από:
τον κύκλο εργασιών,
το μέγεθος της επιχείρησης,
την κερδοφορία ή τις ζημιές,
τον αριθμό εργαζομένων ή την προσφορά στην τοπική οικονομία.
Αυτό σημαίνει ότι μία μικρή, ζημιογόνα επιχείρηση πληρώνει το ίδιο ποσό με μία εύρωστη εταιρεία, δημιουργώντας καθεστώς αντιστροφής φορολογικής δικαιοσύνης.
Η απουσία προοδευτικής κλίμακας είναι κραυγαλέα. Ουσιαστικά, πρόκειται για φορολόγηση ύπαρξης και όχι δραστηριότητας, κάτι που δεν συνάδει με τις αρχές ενός σύγχρονου φορολογικού συστήματος.
2. Εμπόδιο για Νεοφυείς και Μικρές Επιχειρήσεις – Πλήγμα στην Ανάπτυξη
Η εφαρμογή του τέλους σε σταθερό ύψος δημιουργεί ένα σοβαρό αντικίνητρο για:
την ίδρυση νέων επιχειρήσεων,
τη διατήρηση μικρών νομικών προσώπων (π.χ. ΙΚΕ, ΟΕ, ΜΚΟ),
τη λειτουργία εποχικών ή τοπικών επιχειρήσεων σε απομακρυσμένες περιοχές.
Σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού και περιορισμένης ρευστότητας, η διατήρηση και αύξηση του τέλους αποτελεί στρατηγικό εμπόδιο στην επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.
3. Άδικη Επέκταση σε Ακίνητα Βραχυχρόνιας Μίσθωσης
Η ένταξη κάθε ακινήτου που μισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια μίσθωση στον ορισμό του «υποκαταστήματος» συνιστά παράλογη και εξοντωτική διάταξη για διαχειριστές ακινήτων.
Παραδείγματα:
Εταιρεία διαχείρισης 20 ακινήτων σε διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, καλείται να πληρώσει έως και 12.000 ευρώ ετησίως μόνο ως τέλος επιτηδεύματος (20 x 600 ευρώ), χωρίς φυσική παρουσία στις περισσότερες περιοχές.
Το μοντέλο λειτουργίας των περισσότερων διαχειριστικών εταιρειών στηρίζεται στη ψηφιακή εποπτεία, χωρίς επαγγελματική εγκατάσταση στο εκάστοτε ακίνητο. Το να θεωρούνται «υποκαταστήματα» παραβιάζει κάθε έννοια λογικής.
Αντί να ενισχυθεί η νομιμότητα στον χώρο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, δημιουργείται αντικίνητρο που είτε θα οδηγήσει σε φοροδιαφυγή, είτε σε εγκατάλειψη του επαγγέλματος από μικρούς παίκτες.
4. Διοικητική Ασάφεια και Ερμηνευτικά Κενά
Η τροποποίηση δημιουργεί πολλαπλά ερμηνευτικά προβλήματα, όπως:
Τι συμβαίνει σε περιπτώσεις ομίλων επιχειρήσεων που εδρεύουν σε μία πόλη, αλλά δραστηριοποιούνται αλλού;
Πώς αξιολογούνται συστεγασμένα ακίνητα σε ένα κτίριο με ξεχωριστές εισόδους;
Τι ισχύει σε περιπτώσεις μη επαγγελματικής χρήσης βραχυχρόνιων ακινήτων, π.χ. για φιλοξενία ή εναλλασσόμενη χρήση;
Οι φορολογικοί έλεγχοι και οι υπηρεσίες δεν έχουν σαφή εργαλεία για την εφαρμογή της διάταξης, οδηγώντας σε αυθαίρετες ερμηνείες και άνιση μεταχείριση.
5. Έλλειψη Ανταποδοτικότητας – Ένα “χαράτσι” χωρίς προοπτική
Το τέλος επιτηδεύματος επιβάλλεται χωρίς ανταπόδοση σε υπηρεσίες ή οφέλη:
Δεν ενισχύεται η πρόσβαση σε επιδοτήσεις, υποστήριξη ή συμβουλευτική.
Δεν προσφέρεται φορολογική διευκόλυνση ή συμψηφισμός.
Δεν συνδέεται με καμία αναπτυξιακή ή κοινωνική πολιτική.
Το κράτος ζητά από τις επιχειρήσεις να πληρώνουν απλώς και μόνο επειδή υπάρχουν, χωρίς να τους παρέχει ουσιαστική στήριξη, υποδομές ή σταθερό περιβάλλον.
Συμπέρασμα – Αντί για μεταρρύθμιση, επιστροφή στη στασιμότητα
Η εν λόγω τροποποίηση δεν οδηγεί σε εξυγίανση ή εξορθολογισμό της αγοράς. Αντιθέτως:
πνίγει τη μικρή επιχειρηματικότητα,
ενισχύει τις μεγάλες και συγκεντρωτικές δομές,
υπονομεύει την καινοτομία και την περιφερειακή ανάπτυξη,
και συντηρεί μια αντιπαραγωγική και αντιαναπτυξιακή φορολογική λογική.
Ζητείται άμεσα:
η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ή η μετατροπή του σε αναλογικό φόρο με βάση τον κύκλο εργασιών ή τα κέρδη,
η εξαίρεση των ακινήτων βραχυχρόνιας μίσθωσης από τον χαρακτηρισμό ως υποκαταστήματα, όταν δεν υπάρχει φυσική επαγγελματική εγκατάσταση,
η δημιουργία σαφών κριτηρίων και εφαρμοστικών οδηγιών ώστε να αποφευχθούν παρερμηνείες και αδικίες.
Σχόλιο επί του Άρθρου 248 – Αντισυνταγματικότητα και νομική ακυρότητα της προβλεπόμενης ρύθμισης
1. Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το «υποκατάστημα» απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
• επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020)
• επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
3. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία
Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο χωρίς προσωπικό και σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Καταλήγει έτσι σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ.
4. Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
• πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση,
• πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups,
• δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Συμπέρασμα
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση:
• Αντισυνταγματική,
• Αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε.
• και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.
Είχατε πει πριν ελάχιστες μέρες ότι οι επιχειρηματίες των Airbnb έχουν δεχθεί πολλές αλλαγές και έχουν επιβληθεί πολλούς φόρους . Ξαφνικά με αυτό το νόμο τα παίρνετε πίσω και εκτός από το ΤΑΑΚ που είναι αντισυνταγματική η αύξηση 444% τώρα προσπαθείτε να επιβάλετε και το τέλος επιτηδεύματος σε διαμερίσματα !!!!!!
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιχειρεί να αγνοήσει την κρίσιμη νομολογιακή θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), σύμφωνα με την οποία το τέλος επιτηδεύματος δεν πρέπει να επιβάλλεται σε κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να υπαγάγει τεκμαρτά και γενικά αυτά τα ακίνητα στην έννοια του «υποκαταστήματος» αντιμετωπίζει πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια. Παράλληλα, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Συγκεκριμένα, η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, η οποία ορίζει ότι κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
1. Παραβίαση της Νομολογίας του ΣτΕ
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει με την απόφαση 602/2025 (αν και μη τελεσίδικη, η αιτιολογία της είναι δεσμευτική) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Αυτή η απόφαση, παρόλο που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει μια σαφή νομική κρίση. Ο νομοθέτης δεν μπορεί να την προκαταλάβει ή να την ακυρώσει τεχνητά μέσω μιας νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος).
2. Παραβίαση της Αρχής της Βεβαιότητας και της Νομιμότητας του Φόρου
Η επιβολή φορολογικής επιβάρυνσης βάσει νομικής έννοιας, όπως το «υποκατάστημα», απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
Επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020).
Επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
3. Ανισότητα και Διακριτική Μεταχείριση
Η επιβολή τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με τρία (3) και πλέον ακίνητα, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάλογα με τον όγκο, τη φύση ή τον χαρακτήρα της δραστηριότητας, δημιουργεί φορολογική ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Ομοειδείς περιπτώσεις (π.χ., διαχείριση από φυσικό πρόσωπο με δύο (2) ακίνητα) εξαιρούνται πλήρως, παρότι η πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα μπορεί να είναι ίση ή ανώτερη.
4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς Διοικητική ή Συναλλακτική Λειτουργία
Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο, χωρίς προσωπικό και χωρίς σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Αυτό καταλήγει σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ.
5. Απώλεια Φορολογικής Ασφάλειας – Κίνδυνος Σωρευτικών Χρεώσεων και Ακυρότητας
Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
Πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση.
Πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups.
Δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Συμπέρασμα
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας μια ρύθμιση που είναι:
Αντισυνταγματική
Αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή η ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.
Το ΣΔΟΕ υπηρετεί τη Δικαιοσύνη – όχι μόνο τη φορολογική διοίκηση!
Το ΣΔΟΕ δέχεται και διεκπεραιώνει εισαγγελικές παραγγελίες για σοβαρές υποθέσεις:
Οικονομικής απάτης
Διαφθοράς δημοσίων λειτουργών
Ξεπλύματος μαύρου χρήματος
Φορολογικής εγκληματικότητας και παράνομων συναλλαγών
Η ΑΑΔΕ, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, δεν υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομικών, ούτε έχει αρμοδιότητα να λειτουργεί ως όργανο δικαστικής συνδρομής. Συνεπώς, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον θεσμικό ρόλο του ΣΔΟΕ σε υποθέσεις όπου απαιτείται συνδρομή στο έργο των εισαγγελικών αρχών.
🔹 2. Κίνδυνος πολιτικής ή διοικητικής αδρανοποίησης
Η ένταξη του ΣΔΟΕ σε μια διοικητική αρχή που επικεντρώνεται κυρίως στη φορολογική συμμόρφωση και τα έσοδα, όπως η ΑΑΔΕ, θα έχει ως συνέπεια:
Τη διάχυση ή εγκατάλειψη των ποινικών ερευνών
Τη μείωση της εστίασης σε υποθέσεις διαφθοράς και μαύρου χρήματος
Τη διοικητική αποδυνάμωση του ελεγκτικού έργου, ιδίως σε περιπτώσεις που απαιτούν άμεση δράση ή διακριτική ερευνητική ικανότητα
3. Ανεξαρτησία και λειτουργικότητα
Το ΣΔΟΕ έχει την εμπειρία, το προσωπικό και τη θεσμική γνώση να διερευνά πολύπλοκες υποθέσεις εκτός των τυπικών ελεγκτικών ορίων της φορολογικής διοίκησης. Η ύπαρξή του δίπλα –και όχι μέσα– στην ΑΑΔΕ, εξασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ εισπρακτικού ρόλου και κατασταλτικής-ελεγκτικής λειτουργίας.
Πρόταση:
Αντί για κατάργηση ή ενσωμάτωση, το ΣΔΟΕ πρέπει να:
Ενισχυθεί θεσμικά και επιχειρησιακά
Διατηρήσει διακριτό ρόλο από την ΑΑΔΕ
Παραμείνει σε άμεση συνεργασία με τις εισαγγελικές αρχές
Ενταχθεί, ενδεχομένως, σε πλαίσιο ελεγκτικής αρχής με σαφή δικαστική-διωκτική συνδρομή, π.χ. υπό την εποπτεία Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος
Η κατάργηση ή υποβάθμιση του ΣΔΟΕ θα δημιουργήσει ένα σοβαρό θεσμικό κενό στο πεδίο του οικονομικού εγκλήματος, το οποίο καμία άλλη υπηρεσία –ούτε η ΑΑΔΕ– δεν είναι σε θέση να καλύψει πλήρως.
Α. Το αντικείμενο του Τελωνειακού Κώδικα αφορά τον καθορισμό των κανόνων και διαδικασιών που διέπουν τον έλεγχο, την επιτήρηση και τη διαχείριση των αγαθών που εισέρχονται ή εξέρχονται από τη χώρα, καθώς και τη συλλογή των σχετικών δασμών και φόρων.
Β. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ (Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων Αγροτικής Ανάπτυξης) είναι ο οργανισμός που (θεωρητικά….) διασφαλίζει ότι οι κοινοτικές ενισχύσεις φτάνουν σωστά και διαφανώς στους δικαιούχους, ενώ ταυτόχρονα τηρεί τους κανόνες και τις διαδικασίες που ορίζονται από την ΕΕ και την ελληνική νομοθεσία.
Γ. Ορισμένα από τα αντικείμενα του ΣΔΟΕ (Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) είναι:
1. ο έλεγχος, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, καταγγελίας ή και δειγματοληπτικά, της ορθής χρήσης επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων που χορηγούνται από το Ελληνικό Κράτος ή την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με σκοπό την αποτροπή του παράνομου πλουτισμού και της διασπάθισης δημόσιου και κοινοτικού χρήματος και
2. η διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς, δωροδοκιών και κακοδιαχείρισης εν γένει του πολιτικού συστήματος και της Διοίκησης για προσωπικό ή κομματικό όφελος.
Πως σχετίζονται τα:
Β. – Γ. : Το ΣΔΟΕ διαθέτει και τα εργαλεία και την ιδιότητα (ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι) και τους απαραίτητους διοικητικούς συσχετισμούς (άμεση συνεργασία με όλες τις Εισαγγελικές Αρχές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο) και την εμπειρία αλλά και τη βούληση να ελέγχει (όπως φαίνεται και από τα πρόσφατα δημοσιεύματα) διασταυρωτικά, εάν οι κρατικοί και κοινοτικοί πόροι κατανέμονται με διαφανή τρόπο. Αν πχ. οι αρχικοί έλεγχοι δικαιολογητικών (στους οποίους προβαίνει πχ ο ΟΠΕΚΕΠΕ, όσον αφορά στις αγροτικές επιδοτήσεις), προκειμένου να αποδοθούν στους «υποτιθέμενους» δικαιούχους ήταν σωστοί και διαφανείς, ή εάν έγιναν για ψηφοθηρικούς λόγους, παροχή προνομίων σε συγκεκριμένες ομάδες και εν γένει για την κάλυψη πολιτικών ή άλλων συμφερόντων. Αυτό άλλωστε, ακριβώς, συνέβη με την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, αφού, όπως αποκαλύφθηκε από τα πρόσφατα δημοσιεύματα, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, ξετυλίχθηκε, λόγω σχετικής υπόθεσης του ΣΔΟΕ! Έτσι ενημερώθηκε η Ευρωπαία Εισαγγελέας!
Α. με Β., Γ.: Δε σχετίζονται!!
Ερωτηματικά:
• Από που προκύπτει η ανάγκη ύπαρξης στο εν λόγω Σχέδιο Νόμου των, ατάκτως ειρημένων, άρθρων 251 (ΟΠΕΚΕΠΕ) καθώς και 253, 264, 266 (ΣΔΟΕ)? Το ΣΔΟΕ μέχρι πρότινος λάμβανε αρμοδιότητες (Φορέας διαχείρισης, CBAM κλπ) και οι υπάλληλοί του, μέσω του Συλλόγου εργαζομένων άλλα και με κατ’ ιδίαν ακόμα ενημερώσεις από τις τελευταίες πολιτικές ηγεσίες λάμβαναν διαβεβαιώσεις σχετικά με την ενίσχυσή του, λόγω μάλιστα «του εξαιρετικά σημαντικού ρόλου του στην πάταξη του σοβαρού οικονομικού εγκλήματος». Τι μεσολάβησε για την κατάργησή του και την απώλεια, αν όχι άνευ όρων «παράδοση» στις καλένδες (καθώς όλες αυτές οι αρμοδιότητες ΔΕ ΜΠΟΡΟΎΝ εκ των πραγμάτων να υφίστανται εντός ενός τόσο στενού αντικειμένου ενός φοροεισπρακτικού μηχανισμού), τόσο σοβαρές για ένα Κράτος αρμοδιότητες??????
• Για ποιους λόγους, ο ελεγκτικός μηχανισμός για το σοβαρό οικονομικό έγκλημα (ΣΔΟΕ) παραδίδεται άνευ όρων, μάλιστα, από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στην ΑΑΔΕ? Γιατί το Κράτος θέλει να απωλέσει και αυτή την τόσο σημαντική για το κοινωνικό σύνολο, αλλά και για την ίδια την ύπαρξή του, κομβική αρμοδιότητα και να την εναποθέσει σε έναν μηχανισμό, ο οποίος, όχι μόνο δεν έχει τις προδιαγραφές για να τον απορροφήσει ως έχει, ώστε τουλάχιστον να συνεχίσει εκεί το Έργο του, αλλά, κυρίως, δε γίνεται να ελεγχθεί στην πραγματικότητα από τους πολίτες, αφού δεν υπόκειται σε κοινοβουλευτικό και άρα πολιτικό (με την ευρεία έννοια) έλεγχο?
• Για ποιόν, πραγματικά, δεν έχει ακόμη καταστεί σαφές, ότι η θέση του ΣΔΟΕ, εν γένει, αλλά και συγκριμένα στη σημερινή συγκυρία, μετά από όλο αυτό το σκάνδαλο άλλα και επόμενα που φαίνεται πως πρόκειται να βγουν στο φως της δημοσιότητας και άπτονται των κοινοτικών ταμείων, όχι απλά πρέπει να μείνει ακλόνητη αλλά και είναι άμεσο και αναγκαίο να ενισχυθεί? Ποιος δεν βάζει προτεραιότητα τη διαφάνεια και τη λογοδοσία? Ποιος αντιπαλεύει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς?
• Από που προκύπτει ότι η υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων σε έναν Φορέα, ο οποίος, μάλιστα, δεν ελέγχεται, παρά μόνο αποστέλλει μια φορά το χρόνο μια Έκθεση στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, μπορεί να φέρει το οποιοδήποτε αποτέλεσμα?????
Το νομοσχέδιο πρέπει να κατατεθεί μόνο με τα 265 εκ των 269 άρθρων του! (πλην των προαναφερθέντων)
Η σύσταση προανακριτικής πρέπει να γίνει άμεσα και να αποσυρθούν τα σχετικά άρθρα, ώστε να διαλευκανθεί όλο το παρασκήνιο. Εάν κριθεί απαραίτητο, από την Κυβέρνηση, μπορεί να τα ξαναφέρει σε επόμενο νομοσχέδιο.
ΣΧΟΛΙΑ ΠΣΕΠΕ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 221
Εφόσον ληφθούν υπόψιν οι παρατηρήσεις μας επι της παρ. 3 του άρθρου 36 πρέπει να γίνει ανάλογη τροποποίηση και στο παρόν άρθρο. Ισχύει δηλαδή το ίδιο όπως στην παράγραφο 3 του άρθρου 36 η διόρθωση της οποίας θα συμπαρασύρει κατ΄ αναλογία και την διόρθωση της προ τελευταίας παραγράφου του άρθρου 221.
πραγματικά παρουσιάζει ενδιαφέρον το άρθρο 253. θεωρείται αναβάθμιση η μεταφορά αρμοδιοτήτων του Σ.Δ.Ο.Ε στην Α.Α.Δ.Ε., τη στιγμή που ως επί τω πλείστων οι ελεγκτές της δεύτερης παρουσιάζονταν ως ελεγκτές της πρώτης, κατά τη διάρκεια ελέγχων, μια και ώς brand name το ακρωνύμιο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, παραμένει καθόλα αναγνωρίσιμο και ισχυρό. Προσπαθήσανε πολλές φορές να καταργήσουν μια κατά το παρελθόν κραταιά ελεγκτική υπηρεσία, δεν το κατόρθωσαν όμως λόγω του πολιτικού κόστους. Ως εκ τούτου την αποδυνάμωσαν με κάθε δυνατό τρόπο, κυρίως υποβαθμίζοντάς την εκ των έσω: από ανεξάρτητο Διωκτικό Σώμα μετατράπηκε σε Γραμματεία, Ελεγκτές / Επιθεωρητές χωρίς άμεση πρόσβαση σε τραπεζικά και φορολογικά στοιχεία. Οι οργανικές θέσεις, μας αναφέρουν ως εφοριακούς ή τελωνειακούς και δεν εισπράττουμε κανενός είδους ελεγκτική αποζημίωση, ακόμα και αν θεωρούμαστε ειδικοί Ανακριτικοί υπάλληλοι και είμαστε επιφορτισμένοι με πληθώρα Εισαγγελικών Παραγγελιών, όπου η ορθή και άρτια επεξεργασία τους, απαιτεί υψηλή εξειδίκευση και σπουδή. Ναι ναι αυτή τη φορά το κατάφεραν: κανένας λογικός άνθρωπος δεν επιθυμεί να εργάζεται με το βασικό μισθολόγιο, έχοντας βεβαρυμμένα καθήκοντα σε μια ελεγκτική υπηρεσία / γραμματεία που και το ίδιο Υπουργείου Οικονομικών όπου ανήκει τη θεωρεί ως β΄ κατηγορίας και δεν την υπερασπίζεται σε κανένα απολύτως επίπεδο. Παρακαλώ λοιπόν για την αναβάθμισή μας …..
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι
Αντισυνταγματική κατα το σκέλος της αναδρομικής φορολόγησης . Φορολογικός νόμος με αναδρομικότητα απαγορεύεται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Συντάγματος : «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»
Αντισυνταγματική καθώς εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.
Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα.
Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
Άρθρο 210 Πληρωμή μισθωμάτων μέσω τραπεζικού λογαριασμού
H έως τώρα ισχύουσα υποχρέωση τραπεζικής καταβολής των επαγγελματικών μισθωμάτων δεν είχε πρόβλημα στην εφαρμογή της καθόσον η τήρηση της διάταξης εξασφαλίζεται από τον μη συνυπολογισμό της δαπάνης αυτής στις αφαιρούμενες από τα κέρδη δαπάνες των επαγγελματιών.
H ΠΟΜΙΔΑ δεν έχει κατ΄αρχήν αντίρρηση για την επέκτασή της από 1.1.2026 στα μισθώματα κατοικιών, όμως ο συνδυασμός της με αυτόματη οικονομική κύρωση («ποινή») σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων ιδιοκτητών ακινήτων, την αποστέρησή τους από την λόγω αποσβέσεων έκπτωση 5% επί των ενοικίων, θα προσκρούσει σε ανυπέρβλητα προβλήματα κατά την προσπάθεια εφαρμογής της, τα οποία ουδόλως έχουν λάβει υπόψη τους οι συντάκτες της.
Συγκεκριμένα η υπό διαβούλευση διάταξη του άρθρου 210 προβλέπει ότι αν όλα τα μισθώματα δεν καταβληθούν μέσω Τραπέζης, «δεν εκπίπτουν οι δαπάνες για το εισόδημα που αποκτά ο εκμισθωτής»!!!
Για να αποφύγει την βαρύτατη αυτή κύρωση ο κάθε ιδιοκτήτης θα πρέπει να έχει ενοικιαστές οι οποίοι θα καταβάλουν τραπεζικά και στην ώρα τους όλα τα μισθώματα, σε 12 ισόποσες καταβολές, που κάθε μια τους θα ισούται επακριβώς με το μηνιαίο μίσθωμα. Το «μοντέλο» αυτό όμως του τέλειου ενοικιαστή δεν υφίσταται παρά ελάχιστα στην πράξη. Συνεπώς κάθε μη κανονική και έγκαιρη μηνιαία εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων του ενοικιαστή θα οδηγεί σε αυτόματη προσαύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης του ιδιοκτήτη του, σε ένα πραγματικό νέο «χαράτσι» σε βάρος τους, όπως προκύπτει από τις παρακάτω περιπτώσεις-χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1η περίπτωση: Ο μισθωτής αρνείται κάθετα για δικούς του λόγους να καταβάλει τραπεζικά τα μισθώματα, π.χ. γιατί το μίσθωμα υπερβαίνει το όριο των 800€ και δεν δικαιούται επιστροφή ενοικίου, ή γιατί δεν θέλει να φαίνονται οι κινήσεις του στο τραπεζικό σύστημα κλπ. Αποτέλεσμα: Ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να εισπράξει τα ενοίκια και θα τιμωρείται και με απώλεια του 5%!
Επειδή αυτό είναι άδικο και παράλογο, και θα δημιουργήσει τεράστιο θέμα συνεχούς διαμάχης μεταξύ ιδιοκτητών, ενοικιαστών και υπουργείου, για να μπορεί ο ιδιοκτήτης να αμυνθεί αποτελεσματικά εναντίον μιας τέτοιας παράνομης πλέον συμπεριφοράς, θα πρέπει να προστεθεί ρητά τρίτη παράγραφος στο άρθρο 210 του υπό διαβούλευση σ.ν. με το εξής περιεχόμενο:
«Η άρνηση του μισθωτή για προσήκουσα τραπεζική καταβολή του μισθώματος εξομοιώνεται με μη καταβολή του και δίνει στον εκμισθωτή το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση και να ζητήσει την απόδοση του μισθίου με κάθε νόμιμη διαδικασία.»
2η περίπτωση: Ο μισθωτής καταβάλει τα μισθώματα τραπεζικά αλλά πάντοτε με καθυστέρηση 1-2 μηνών. Δηλαδή καταβάλει π.χ. τα μισθώματα Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου κατά τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του επομένου έτους. Συνηθισμένο φαινόμενο, το σύστημα όμως «βλέποντας» μόνον τα μισθώματα 10 μηνών, θα θεωρεί ότι ο ιδιοκτήτης εισέπραξε τα υπόλοιπα δύο μισθώματα σε μετρητά και θα τον τιμωρεί με απώλεια της έκπτωσης του 5%!
3η περίπτωση: Ο μισθωτής καταβάλει τα μισθώματα με καθυστέρηση, με δόσεις, σε άτακτες ημερομηνίες και ποσά, συχνά μαζί και με καταβολές κοινοχρήστων. Ακόμη πιο συνηθισμένο φαινόμενο, το σύστημα όμως και εδώ δεν θα μπορεί να ταυτοποιήσει τις τραπεζικές πληρωμές και ο ιδιοκτήτης θα τιμωρείται και εδώ με απώλεια της έκπτωσης του 5%!
Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις (2η και 3η), εξ αιτίας της δύστροπης συμπεριφοράς των ενοικιαστών τους, οι ιδιοκτήτες θα χάνουν όχι μόνον τα ενοίκια, αλλά θα πληρώνουν και το «χαράτσι» του 5% !!! Επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει πρακτική λύση στο νέο και σοβαρότατο αυτό πρόβλημα, τα θύματα-ιδιοκτήτες ως μόνο μέσον άμυνας θα έχουν τη συνεχή προσφυγή στα δικαστήρια…
4η περίπτωση: Ο μισθωτής καταβάλει τα μισθώματα κανονικά προς Γραφείο Είσπραξης Μισθωμάτων ή προς Επιχείρηση Διαχείρισης Ακινήτων, ή προς το δικηγόρο του εκμισθωτή γιατί ο εκμισθωτής είναι κάτοικος επαρχίας ή εξωτερικού όπως δεκάδες χιλιάδες άλλοι, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το σύστημα όμως και εδώ δεν θα «βλέπει» τις τραπεζικές καταβολές σε λογαριασμό του ιδιοκτήτη και θα τον τιμωρεί με απώλεια του 5%. Εδώ θα πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί ότι η κατάθεση μπορεί να γίνεται και σε λογαριασμό εξουσιοδοτημένου φυσικού ή νομικού προσώπου.
5η περίπτωση: Ο μισθωτής καταβάλει τα μισά ή και κανένα από μισθώματα του προηγουμένου έτους, πράγμα που αναγκάζει τον εκμισθωτή να αναθέσει στο δικηγόρο του την αποβολή του, και στον φοροτεχνικό του την αναβολή φορολόγησης των ανείσπρακτων ενοικίων. Ζημιώνει δηλαδή ο ενοικιαστής και τον ιδιοκτήτη διπλά ως προς τα απλήρωτα ενοίκια και το χαράτσι του 5%, αλλά και το Κράτος ως προς τα χαμένα φορολογικά έσοδα! Το σύστημα όμως αδιαφορεί για την μη καταβολή των ενοικίων και τον «επιβραβεύει» καταβάλλοντας του «τυφλά» την επιστροφή του ενοικίου, επιδοτώντας δηλαδή στην πράξη χιλιάδες «μπαταχτσήδες» με χρήματα των φορολογουμένων!!!
Γι΄αυτό θα πρέπει να γίνει προσθήκη υποπαραγράφου υπό στοιχείο γ) στην παρ.6 (Προυπόθεση για την χορήγηση της ενίσχυσης είναι:) του άρθρου 70 του σ.ν. με τίτλο «Διασφάλιση Δημοσιονομικής Ισορροπίας …κλπ.» του οποίου η διαβούλευση ολοκληρώθηκε προ ημερών, που να αναφέρει τα εξής:
«γ) να έχουν καταβληθεί τραπεζικά όλα τα μισθώματα του προηγουμένου έτους και να μην έχει εγκριθεί από την ΑΑΔΕ αίτημα του εκμισθωτή για αναβολή της φορολόγησής τους ως ανείσπρακτων».
Η αυτονόητη θεσμική αυτή προσέγγιση στο θέμα θα αυξήσει τη συνέπεια στις συναλλαγές και την προθυμία των ιδιοκτητών να εκμισθώνουν τις κατοικίες τους, θα μειώσει τις οφειλές προς τους ιδιοκτήτες αλλά και την ετήσια απώλεια σημαντικών φορολογικών εσόδων του Δημοσίου.
Επειδή είναι απαράδεκτο οι ιδιοκτήτες να γίνουν θύματα της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των ενοικιαστών τους, θα πρέπει οπωσδήποτε να διαγραφεί από την ανωτέρω διάταξη η αυτόματη απώλεια της έκπτωσης του 5% υπέρ των ιδιοκτητών, ως κύρωση λόγω της ασυνέπειας των ενοικιαστών τους!!!
Επί της ουσίας προτείνουμε και πάλι, αφενός την εξαίρεση των μηνιαίων ενοικίων έως 500€, τουλάχιστον για μια διετή μεταβατική περίοδο έως 31.12.2028, προκειμένου μέχρι τότε να έχουν επισημανθεί και επιλυθεί τα προβλήματα, όπως επίσης και το ακατάσχετο των ενοικίων μέχρι το ποσό που προβλέπεται για τις συντάξεις. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει ρητά να εξαιρεθούν όσοι στον Κ.Φ.Εισοδήματος (Ν. 4172/2013) εξαιρούνται από το μέτρο των δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, ήτοι τουλάχιστον ιδιοκτήτες και ενοικιαστές που έχουν συμπληρώσει το εβδομηκοστό (70ό) έτος της ηλικίας τους η ΑμΕΑ με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω.
Επί της διαδικασίας προτείνουμε, σε ότι αφορά την ευχέρεια αλλά και το κόστος των τραπεζικών καταβολών, να μπορούν να γίνονται μέσω του συστήματος των άμεσων και ανέξοδων πληρωμών του IRIS, αφού πρώτα οι Τράπεζες το ενσωματώσουν στο Web Banking τους, διαφορετικά ενοικιαστές και ιδιοκτήτες θα είναι εκτεθειμένοι σε ανεξέλεγκτες μηνιαίες τραπεζικές προμήθειες.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 δημιουργεί σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας, νομικής ακυρότητας και διοικητικής αστάθειας. Συγκεκριμένα:
1. Αντισυνταγματική αναδρομικότητα
Η επιβολή τέλους επιτηδεύματος με ισχύ από το 2024 παραβιάζει το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την αναδρομική φορολόγηση πέραν του προηγούμενου οικονομικού έτους.
2. Καταχρηστική ερμηνεία της έννοιας “υποκατάστημα”
Η τεκμαρτή υπαγωγή κάθε ακινήτου που εκμισθώνεται βραχυχρόνια ως “υποκατάστημα” δεν εδράζεται σε πραγματικά ή νομικά κριτήρια. Η σχετική απόφαση του ΣτΕ (602/2025) επισημαίνει ότι η απλή μίσθωση δεν αποτελεί παραγωγική ή συναλλακτική δραστηριότητα.
3. Παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών
Η απόπειρα του νομοθέτη να προκαταλάβει την κρίση της Ολομέλειας του ΣτΕ μέσω νομοθετικής “επιβεβαίωσης” συνιστά επέμβαση στη δικαστική λειτουργία (άρθρο 26 Συντάγματος).
4. Ανισότητα στη φορολογική μεταχείριση
Η επιβολή του τέλους μόνο σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα αγνοεί την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, επιβαρύνοντας άνισα μικρές επιχειρήσεις ή νέες δραστηριότητες.
5. Διοικητική και νομική ανασφάλεια
Η αυθαίρετη εξομοίωση όλων των ακινήτων με υποκαταστήματα οδηγεί σε υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση και αυξάνει τον κίνδυνο προσφυγών, ακυρώσεων και αναδρομικών απαιτήσεων.
Ζητείται η απόσυρση ή ουσιαστική αναδιατύπωση της διάταξης, με πλήρη σεβασμό:
• στις αρχές του Συντάγματος,
• στη νομολογία του ΣτΕ,
• και στη δικαιοκρατική ασφάλεια που οφείλει να διέπει το φορολογικό δίκαιο.
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι
Αντισυνταγματική κατα το σκέλος της αναδρομικής φορολόγησης . Φορολογικός νόμος με αναδρομικότητα απαγορεύεται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Συντάγματος : «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»
Αντισυνταγματική καθώς εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.
Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα.
Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
Σχόλιο επί του Άρθρου 248 – Αντισυνταγματικότητα και νομική ακυρότητα της προβλεπόμενης ρύθμισης
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιδιώκει να παρακάμψει την κρίσιμη νομολογιακή θέση του ΣτΕ σχετικά με τη μη θεμελίωση του τέλους επιτηδεύματος σε κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να θεσπίσει γενική τεκμαρτή υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του υποκαταστήματος προσκρούει σε πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, σύμφωνα με την οποία κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το «υποκατάστημα» απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020),
επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
3. Ανισότητα και διακριτική μεταχείριση νομικών προσώπων
Η επιβολή τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα, ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάλογα με τον όγκο, τη φύση ή το χαρακτήρα της δραστηριότητας, δημιουργεί φορολογική ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Ομοειδείς περιπτώσεις (π.χ. διαχείριση από φυσικό πρόσωπο με 2 ακίνητα) εξαιρούνται πλήρως, παρότι η πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα μπορεί να είναι ίση ή ανώτερη.
4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία
Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο χωρίς προσωπικό και σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Καταλήγει έτσι σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ.
5. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας
Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση,
πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups,
δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Συμπέρασμα
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση:
αντισυνταγματική,
αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε.,
και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.
Το άρθρο 248 συνιστά απόπειρα παραγνώρισης της κρίσιμης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έχει καταστήσει σαφές ότι το τέλος επιτηδεύματος δεν μπορεί να επιβάλλεται αυτομάτως σε κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή. Η νομοθετική πρωτοβουλία να υπαχθούν τεκμαρτά τα εν λόγω ακίνητα στην έννοια του υποκαταστήματος και μάλιστα με αναδρομικλη ισχύη από το 2024 προσκρούει όχι μόνο σε βασικές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και σε αρχές του φορολογικού δικαίου, προκαλώντας σημαντικά ζητήματα νομικής ακυρότητας, διοικητικής πολυπλοκότητας και φορολογικής αστάθειας.
Συγκεκριμένα, η νέα διάταξη προβλέπει ότι κάθε ακίνητο το οποίο εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια χρήση θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα, για σκοπούς επιβολής τέλους επιτηδεύματος. Μια τέτοια ρύθμιση αντιβαίνει στις επιταγές του Συντάγματος, στην εδραιωμένη νομολογία του ΣτΕ, και σε βασικά θεμέλια της φορολογικής νομιμότητας.
1. Παραβίαση νομολογιακής θέσης του ΣτΕ (απόφαση 602/2025 – μη τελεσίδικη αλλά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην απόφαση 602/2025, έκρινε ότι:
«Η απλή εκμίσθωση ακινήτου για βραχυχρόνια χρήση δεν συνιστά δραστηριότητα εντός του ακινήτου με παραγωγικό ή συναλλακτικό χαρακτήρα, και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η εν λόγω κρίση, παρότι παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή και αιτιολογημένη ερμηνεία. Ο νομοθέτης δεν δικαιούται να τη ματαιώσει εκ των προτέρων, μέσω αντίθετης τεκμαρτής ρύθμισης, καθώς κάτι τέτοιο θα παραβίαζε κατάφωρα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση των αρχών της φορολογικής νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η επιβολή φορολογικής υποχρέωσης πρέπει να στηρίζεται σε σαφείς και προβλέψιμες έννοιες. Η έννοια του «υποκαταστήματος», όπως ερμηνεύεται σταθερά από το ΣτΕ (π.χ. αποφάσεις 3464/1990, 459/2020), αφορά χώρο με πραγματική και ενεργή επιχειρηματική παρουσία. Αντίθετα, η προτεινόμενη ρύθμιση:
.διαστέλλει αυθαίρετα την έννοια αυτή,
.θεσπίζει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς πραγματικό στοιχείο δραστηριότητας,
.καθιστά αδύνατη την πρόβλεψη της φορολογικής επιβάρυνσης από τον φορολογούμενο.
3. Παραβίαση της αρχής της ισότητας και της αναλογικότητας
Η διάταξη επιβάλλει τέλος μόνο σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με περισσότερα από δύο ακίνητα, ανεξαρτήτως του είδους ή της έκτασης της δραστηριότητας. Έτσι:
1.δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ παρόμοιων περιπτώσεων,
2.αγνοεί την πραγματική φοροδοτική ικανότητα,
3.εισάγει διακρίσεις που δεν συνδέονται με αντικειμενικά ή λογικά κριτήρια.
4. Μίσθιο ≠ Υποκατάστημα
Η ρύθμιση εξομοιώνει ένα ακίνητο χωρίς προσωπικό, χωρίς επιτόπια συναλλαγή ή λειτουργία και με νομική απαγόρευση οποιαδήποτε παροχής υπηρεσίας εκτός της παροχής κλινοσκεπασμάτων, με υποκαταστήματα επιχειρήσεων όπως τράπεζες, καταστήματα ή ξενοδοχεία. Αυτή η προσέγγιση συνιστά λογική υπερβολή και ερμηνευτική αυθαιρεσία, καθώς αγνοεί εντελώς τον λειτουργικό ορισμό του υποκαταστήματος, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από το ΣτΕ.
5. Ασάφεια και κίνδυνοι νομικής και διοικητικής αστάθειας
Η επιβολή τέλους 600€ ανά ακίνητο ετησίως, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει ουσιαστική δραστηριότητα, επιφέρει:
1. δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση, ιδίως για μικρές επιχειρήσεις και νεοφυείς δραστηριότητες,
2. έκθεση σε σωρευτικές χρεώσεις και ένδικες διεκδικήσεις,
3. διοικητική ανασφάλεια, με αυξημένο κίνδυνο ακυρωτικών αποφάσεων και αναδρομικών επιστροφών.
Συμπέρασμα
Η διάταξη του άρθρου 248 δεν αποτελεί απλώς μια αμφισβητήσιμη νομοθετική επιλογή, αλλά μια σαφή παραβίαση της δικαιοκρατικής τάξης. Πριν ακόμη αποφανθεί η Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να καθορίσει τελεσίδικα το αποτέλεσμα, ακυρώνοντας στην πράξη τη δικαστική λειτουργία.
Η εν λόγω ρύθμιση:
1. αντίκειται στο Σύνταγμα,
2. συγκρούεται με το ενωσιακό δίκαιο,
και οδηγεί σε πρακτικές αδιέξοδες εφαρμογές με σοβαρές νομικές και διοικητικές συνέπειες.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ουσιαστική αναθεώρηση του άρθρου 248.
Σχετικά με τα ενοικιαζόμενα σκάφη, εφόσον θεωρηθούν πλοία β’ κατηγορίας, θα πρέπει να λαμβάνουν και τα προνόμια της συγκεκριμένης κατηγορίας π.χ. παροπλισμός των σκαφών τους μήνες που δεν νοικιάζονται και φυσικά ανάλογη μείωση της φορολογίας.
Αλλά ακόμα και αυτό να ισχύσει, το μέτρο της οριζόντιας φορολογίας θα δημιουργήσει αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των περιοχών, καθώς ενα σκάφος σε περιοχή της Βόρειας Ελλάδας μπορεί να νοικιάζεται για όλη τη μέρα 90€ ενώ το ίδιο σκάφος σε κάποιο νησί νοικιάζεται 180€ τη μισή μέρα .
Άρθρο 220
Είναι αίτημα όλων των επαγγελματικών ομάδων και ανάγκη για την αποσυμφόρηση του εμπορίου της χώρας μας και ειδικά στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, η μείωση του ΦΠΑ από το δυσβάσταχτο 24% στο 18% και πλήρης κατάργηση του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης για την διαβίωση του ανθρώπου, όπως καύσιμα και τρόφιμα. Η μείωση αυτή είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει αύξηση των εσόδων του Δημοσίου αφού θα δηλώνονται μεγαλύτερα φορολογητέα εισοδήματα από τους επαγγελματίες, κάτι που τώρα αποφεύγουν να κάνουν προκειμένου να αποφύγουν την απόδοση του τόσο υψηλού ΦΠΑ.
Άρθρο 248
Ομοίως όπως και στο άρθρο 220, είναι αίτημα όλων των επαγγελματικών ομάδων και ανάγκη για την αποσυμφόρηση του εμπορίου της χώρας μας η ολική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος που αποτελεί ανασταλτικός παράγοντας για την δημιουργία νέων επιχειρήσεων αλλά και επενδύσεων από το εξωτερικό.
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι αντισυνταγματική και πολλαπλά προβληματική, για τους εξής λόγους:
1️⃣ Αντισυνταγματικότητα λόγω αναδρομικής φορολόγησης
Η επιβολή φόρου με αναδρομική ισχύ παραβιάζει το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο ρητά ορίζει:
«Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»
2️⃣ Αντισυνταγματικότητα λόγω εισαγωγής διακρίσεων και ανισότητας μεταξύ φορολογουμένων
Η ρύθμιση εξομοιώνει, με αυθαίρετο και πλασματικό τρόπο, ένα ακίνητο που εκμισθώνεται (π.χ. μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης) με υποκατάστημα επιχείρησης όπως μια τράπεζα, ένα super market ή ένα ξενοδοχείο. Αν ακολουθούσαμε αυτή τη λογική, τότε και οι εταιρείες διαχείρισης κοινοχρήστων θα όφειλαν να ανοίγουν υποκατάστημα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.
Η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα καθιστά το μέτρο επιλεκτικό και άνισο, ενισχύοντας τη φορολογική αδικία.
Συνολικά, η ρύθμιση λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
Σχόλιο επί του άρθρου 266 – Συσχέτιση με το άρθρο 253
Η κατάργηση του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), μιας εμβληματικής και επιτυχημένης διωκτικής και ελεγκτικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων του στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), όπως προβλέπεται στο άρθρο 253, δημιουργεί σημαντικά νομικά και διοικητικά ζητήματα που επηρεάζουν αρνητικά την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος.
Η διατύπωση του άρθρου 266 — και ειδικότερα η κατάργηση διατάξεων που αποτέλεσαν θεμελιώδεις νομοθετικούς πυλώνες για τη λειτουργία του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) — εγείρει σοβαρά ζητήματα ουσίας και θεσμικής συνέπειας. Δεν συνάδουν δε με τα αναφερόμενα στο άρθρο 253. Δεν είναι πλήρως κατανοητή η πρόθεση του νομοθέτη.
Πάντως η μεταφορά του ΣΔΟΕ στην ΑΑΔΕ όπως αναφέρεται στο άρθρο 253 θα δημιουργήσει κενά στη συνεργασία με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς αρχές επιβολής του νόμου καθώς και με τις εθνικές και ευρωπαϊκές εισαγγελικές αρχές , καθώς οι υπάλληλοι της ΑΑΔΕ δεν έχουν προανακριτικά καθήκοντα και δεν δέχονται εισαγγελικές παραγγελίες.
Η πλήρης μεταφορά της Γενικής Διεύθυνσης του ΣΔΟΕ από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με όλο το εύρος των αρμοδιοτήτων, οργανικών θέσεων, μονάδων και υποδομών συνιστά ουσιαστική τροποποίηση της κανονιστικής φυσιογνωμίας και του πλαισίου λογοδοσίας του ΣΔΟΕ.
Για ποιο λόγο προβαίνει ο νομοθέτης σε αυτή την αλλαγή αφού το ΣΔΟΕ είναι διαχρονικά ένας ισχυρός και αξιόπιστος ελεγκτικός μηχανισμός του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με πολύ σημαντικά αποτελέσματα στην πάταξη του οικονομικού εγκλήματος και όλων των εκφάνσεών του διασφαλίζοντας παράλληλα τα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διακριτό αποτύπωμα στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου και με βασικούς πυλώνες την αποτελεσματικότητα, τη λογοδοσία και τη διαφάνεια. Μάλιστα, αναγνωρίζοντας τον ρόλο του ΣΔΟΕ, η ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών του ανέθεσε νέες αρμοδιότητες γνωρίζοντας ότι θα ανταποκριθεί επάξια στις νέες προκλήσεις παρά τη σημαντική έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού που αντιμετωπίζει. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι υπάλληλοι της ΓΔ ΣΔΟΕ δεν λαμβάνουν καμία πρόσθετη αμοιβή σε αντίθεση με άλλες υπηρεσίες και Αρχές του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Ελληνικού Δημοσίου για το ελεγκτικό και διωκτικό έργο που επιτελούν.
Επίσης, η διάταξη του άρθρου 253 για τη μεταφορά του προσωπικού του ΣΔΟΕ στην ΑΑΔΕ έχει χαρακτήρα υποχρεωτικής μετάταξης σε άλλη Υπηρεσία και δη σε Ανεξάρτητη Αρχή. Η αναγκαστική αυτή μετάταξη, όπως επιχειρείται με το άρθρο 253, δεν λαμβάνει υπόψη τη βούληση των υπαλλήλων, όταν μάλιστα η πλειοψηφία των υπαλλήλων, είτε μέσω της συμμετοχής τους σε διαγωνισμούς ΑΣΕΠ, είτε μέσω του συστήματος κινητικότητας, είτε με επιλογή του φορέα τοποθέτησής τους μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, έχουν επιλέξει τον διορισμό τους στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Συμπερασματικά :
Ζητείται η αναθεώρηση του άρθρου 266, με επανεξέταση των καταργούμενων διατάξεων και η διατήρηση του ΣΔΟΕ ως αυτοτελούς, ελεγκτικής και διωκτικής υπηρεσίας, υπό τη θεσμική εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Η καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και όλων των εκφάνσεών του καθώς και φαινομένων κοινωνικής και ποινικής απαξίας απαιτεί ενίσχυση, όχι αποδυνάμωση, των εξειδικευμένων μηχανισμών ελέγχου. Προτείνεται η ενίσχυση του ΣΔΟΕ υπό την θεσμική εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών τόσο με στελεχιακό δυναμικό (προσλήψεις, μετατάξεις, αποσπάσεις) όσο και σε υλικοτεχνική υποδομή και παροχή προσβάσεων σε πληροφοριακά συστήματα που θα διευκολύνουν το έργο τους, ήτοι θέσπιση νομοθετικής ρύθμισης ως εξής : «Οι υπάλληλοι της Γενικής Διεύθυνσης ΣΔΟΕ στο πλαίσιο εκτέλεσης του ελεγκτικού και διωκτικού τους έργου, έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα σύμφωνα με τους κανόνες ιχνηλασιμότητας και πρόσβασης στα πληροφοριακά συστήματα, και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που ερευνούν. Η πρόσβαση αφορά σε πληροφορίες ή στοιχεία προσδιορισμένων φυσικών και νομικών προσώπων και κάθε είδους νομικών οντοτήτων με εντοπισμένο αριθμό φορολογικού μητρώου. Η προαναφερθείσα πρόσβαση των ελεγκτών της Υπηρεσίας δεν υπόκειται σε περιορισμούς διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, υποχρεούνται, όμως, αυτοί στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα».
Να επανεξεταστούν οι διατάξεις του άρθρου 253 και 266, έτσι ώστε να ισχυροποιηθούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του Υπουργείου Εθνική Οικονομίας και Οικονομικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και του οικονομικού εγκλήματος εν γένει, με στόχο τη στήριξη των δημοσιονομικών στόχων και την εμπέδωση του αισθήματος δικαιοσύνης και ισονομίας των πολιτών.
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι
1)Αντισυνταγματική κατα το σκέλος της αναδρομικής φορολόγησης . Φορολογικός νόμος με αναδρομικότητα απαγορεύεται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Συντάγματος : «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»
2)Αντισυνταγματική καθώς εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.
Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα.
Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
Η άποψη της Συνεργασίας Ανεξάρτητων Σχημάτων για την κατάργηση του Σ.Δ.Ο.Ε.
και για την προβληματική λειτουργία της Α.Α.Δ.Ε.
Με την παρούσα, κατατίθεται η άποψη της Συνεργασίας Ανεξάρτητων Σχημάτων Εφοριακών, αναφορικά στην κατάργηση του Σ.Δ.Ο.Ε. μέσω της απορρόφησής του από την Α.Α.Δ.Ε.
Θεωρούμε ότι η μοναδική λύση για το ζήτημα αυτό είναι η ενδυνάμωση του Σ.Δ.Ο.Ε. με πόρους, μέσα και προσωπικό και η αυτόνομη λειτουργία του.
Η Α.Α.Δ.Ε. είναι μέρος του προβλήματος και άρα δεν μπορεί, σε οποιαδήποτε περίπτωση, να αποτελέσει μέρος της λύσης του, εξαιτίας του εξαιρετικά προβληματικού τρόπου λειτουργίας της.
Παράλληλα και με αφορμή τα ανωτέρω, καταθέτουμε μια σειρά από θέσεις και προτάσεις που αποδεικνύουν τον προβληματικό ρόλο της Α.Α.Δ.Ε. αναφορικά στη λειτουργία της και στη μη καταπολέμηση της μεγάλης φοροδιαφυγής. Τις προτάσεις αυτές έχουμε καταθέσει στο παρελθόν στο ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο, την ΑΔΕΔΥ. Επίσης καταγράφουμε ένα μέρος από τα δεκάδες ψηφίσματα διαφόρων φορέων, ενάντια στα σχέδια του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για το κλείσιμο των περιφερειακών Δ.Ο.Υ., ώστε να καταδειχθεί ότι είναι κοινή άποψη ότι η λειτουργία της Α.Α.Δ.Ε. είναι άκρως προβληματική.
Η ενδυνάμωση του Σ.Δ.Ο.Ε. είναι η μοναδική λύση που εξυπηρετεί το Δημόσιο Συμφέρον
Σε μια περίοδο που κεντρικό ζήτημα στον δημόσιο διάλογο είναι η κατασπατάληση των κοινοτικών και εθνικών πόρων, είναι τόσο ακατανόητη όσο και σκανδαλώδης η πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει, εν μία νυκτί, μια εμβληματική ελεγκτική υπηρεσία όπως το Σ.Δ.Ο.Ε. (Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) που αποδεδειγμένα μπορεί, εφόσον ενισχυθεί με προσωπικό και μέσα, να συμβάλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς, όπως το σκάνδαλο του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε..
Ειδικότερα, το Σ.Δ.Ο.Ε. λειτουργεί ως υπηρεσία με αρμοδιότητες που αναφέρονται στην πάταξη του οικονομικού εγκλήματος και της φοροδιαφυγής ενώ συγχρόνως συνεργάζεται με το γραφείο του Ευρωπαίου Εισαγγελέα (EPPO) στην Αθήνα, μεταξύ άλλων για θέματα διασπάθισης κοινοτικού χρήματος. Ως εκ τούτου, έχει αρμοδιότητα να ελέγχει και να δημοσιοποιεί ευρήματα από σημαντικές υποθέσεις ένταξης σε αναπτυξιακά προγράμματα και ελέγχου επιδοτήσεων (Υπάρχουν αναλυτικές ανακοινώσεις του Συλλόγου Αττικής και Κυκλάδων, οι με αρ. 295/18-6-2025 & 311/30-6-2025).
Ωστόσο, η προωθούμενη κατάργηση του Σ.Δ.Ο.Ε. μέσω της ενσωμάτωσής του στην Α.Α.Δ.Ε., στην οποία η κυβέρνηση ενσωμάτωσε και τον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., καθιστούν ως κενές περιεχομένου τις υποσχέσεις του πρωθυπουργού περί καταπολέμησης του «βαθέως κράτους». Τουναντίον, οι κινήσεις αυτές προσομοιάζουν με μία προσπάθεια συγκάλυψης και «μπαζώματος» ενός ακόμη σκανδάλου. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η δημιουργία ασυμβίβαστου, δηλαδή η συνύπαρξη στον ίδιο φορέα, εν προκειμένω στην Α.Α.Δ.Ε., τόσο του ελεγκτή, δηλαδή του Σ.Δ.Ο.Ε. όσο και του ελεγχόμενου, δηλαδή του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε..
Ως εκ τούτου, η πολυσυζητημένη εξυγίανση του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με παράλληλη απορρόφηση του Σ.Δ.Ο.Ε. από την Α.Α.Δ.Ε. Ούτως η άλλως, η Α.Α.Δ.Ε. δεν δύναται να αποτελεί λύση για οποιαδήποτε νόσο αφού και αυτή πανθομολογουμένως νοσεί βαριά.
Η Α.Α.Δ.Ε., σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο, απολαμβάνει λειτουργική ανεξαρτησία και διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια ενώ υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και εποπτεία από κυβερνητικά όργανα. Κάτι τέτοιο όμως, όπως γνωρίζουν όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, δεν εφαρμόζεται όταν ακόμη και μέλη του κοινοβουλίου αδυνατούν να πάρουν απαντήσεις για όσα τους απασχολούν, κάτι που αναιρεί την υποτιθέμενη υποχρέωση λογοδοσίας.
H Α.Α.Δ.Ε. αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης
Περαιτέρω, η λειτουργία και η διάρθρωση της Α.Α.Δ.Ε. εμφανίζει σοβαρά ζητήματα αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας, χαμηλής αποτελεσματικότητας, προβληματικής εξυπηρέτησης του πολίτη, με σημαντικότερο την συστηματική απαξίωση του ελεγκτικού μηχανισμού.
Συγκεκριμένα:
Απαξίωση των ελεγκτικών υπηρεσιών
Η πάταξη της μεγάλης φοροδιαφυγής δεν είναι εφικτή όταν υφίσταται εξαιρετικά μεγάλη υποστελέχωση σημαντικών για τη διασφάλιση των δημοσίων εσόδων, ελεγκτικών υπηρεσιών. Για παράδειγμα, η συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων ελεγκτικών κέντρων της χώρας (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και ΚΕ.ΦΟ.ΜΕ.Π.) σε μία νέα υπηρεσία, το ΚΕ.ΜΕ.Φ., που έχει ως κύριο αντικείμενο τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής πολυεθνικών εταιριών, των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και των φυσικών προσώπων μεγάλου πλούτου, συνοδεύτηκε με ταυτόχρονη μείωση κατά 30% των οργανικών θέσεων των ελεγκτών. Σε μία συγκυρία, που η Διοίκηση της Α.Α.Δ.Ε. μπορούσε να δημιουργήσει ένα νέο ελεγκτικό κέντρο, όπου οι υπάλληλοι θα εκπαιδεύονταν κατάλληλα και θα χειρίζονταν εξειδικευμένα θέματα ελέγχου και υψηλού ενδιαφέροντος, αλλά αντ’ αυτού βρήκε την ευκαιρία για να προχωρήσει σε μείωση των οργανικών θέσεων με πρόφαση των ωφέλεια από την εξοικονόμηση πόρων από τη μισθοδοσία του προσωπικού, στερώντας από τα δημόσια ταμεία σημαντικά ποσά ετήσιων βεβαιώσεων φόρων και προστίμων. Σύμφωνα με τη λογική του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., θα μπορούσε να καταργηθεί συνολικά η υπηρεσία αυτή, προκειμένου να μειωθούν οι δαπάνες μισθοδοσίας της Α.Α.Δ.Ε.
Μειωμένος έλεγχος του μεγάλου πλούτου και χαριστικές ρυθμίσεις
Η Α.Α.Δ.Ε. έχει εφαρμόσει ένα προβληματικό σύστημα προτεραιοποίησης των φορολογικών υποθέσεων, χωρίς διαφάνεια και λογοδοσία, με στόχευση στον έλεγχο κυρίως των φυσικών προσώπων χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος και στον έλεγχο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη στιγμή που μένουν στο απυρόβλητο τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας που παρουσιάζουν αυξημένη ροπή προς τη φοροδιαφυγή. Περαιτέρω, υπάρχουν πολλές αποφάσεις της Α.Α.Δ.Ε. που χρήζουν κοινοβουλευτικού ελέγχου του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. αφού στην ουσία ευνοείται η φοροδιαφυγή υψηλών εισοδημάτων (Παράρτημα 2).
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με μια αδιανόητη για ευνομούμενη χώρα απόφαση του Διοικητή χορηγήθηκε ποινική ασυλία της φοροδιαφυγής των ενδοομιλικών συναλλαγών των πολυεθνικών εταιρειών στην Ελλάδα (transfer pricing), με συνέπεια να ευνοούνται οι αυξήσεις τιμών σε βασικά αγαθά, ενώ πέραν αυτών υπάρχουν και χαριστικές αποφάσεις που αυξάνουν τα υπερκέρδη των μονοπωλίων και συμβάλουν στην καλυμμένη φοροδιαφυγή των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Τοξικό νομικό πλαίσιο
Ο φορολογικός έλεγχος διενεργείται σε ένα εξαιρετικά «τοξικό» νομικό πλαίσιο. με διαχρονικά αυξανόμενη ποσοτική στοχοθεσία, για το οποίο η Ομοσπονδία των Εφοριακών απέστειλε εξώδικη διαμαρτυρία στη Διοίκηση, στις 26 Μαΐου του τρέχοντος έτους. Τελευταίο τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 28 του Νόμου 5104/2024 (νέος Κ.Φ.Δ.), με το οποίο θεσπίσθηκε μείωση του χρόνου παραγραφής από την πενταετία στο ένα έτος, μία διάταξη σαφώς βλαπτική για το δημόσιο συμφέρον.
Διαπιστωμένα σκάνδαλα και κακοδιοίκηση στην Α.Α.Δ.Ε.
Εντός της ίδιας της Α.Α.Δ.Ε. έχουν διαπιστωθεί σοβαρές περιπτώσεις διαφθοράς που δεν εντοπίστηκαν από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Α.Α.Δ.Ε., όπως θα έπρεπε να είχε συμβεί. Οι περιπτώσεις αυτές αποκαλύφθηκαν με βάση ενέργειες του Τμήματος Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας. Ειδικά στις περιπτώσεις της Χαλκίδας και της Κέρκυρας, η ευθύνη της Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. για τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν ως επικεφαλής των Υπηρεσιών αυτών, είναι τεράστια, αφού ο Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε. χρησιμοποίησε τις τακτικές της «ειδικής αιτιολογίας» και της «συνέντευξης» για την τοποθέτηση ημετέρων ως επικεφαλείς των Υπηρεσιών αυτών. Ειδικά για την περίπτωση της Κέρκυρας, οι εμπλεκόμενοι βαρύνονται με κακουργηματικές κατηγορίες περί εγκληματικής οργάνωσης.
Στην περίπτωση του Τελωνείου Πειραιά, στην οποία συνελήφθησαν δύο τελωνειακοί υπάλληλοι, η δράση του κυκλώματος αποκαλύφθηκε από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με τη συνδρομή του τμήματος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. καθώς και της διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών.
Στην περίπτωση του Τελωνείου Ελευσίνας μάλιστα, σύμφωνα με τη δημοσιογραφική έρευνα της ιστοσελίδας hellasjournal.gr, ο ρόλος της Α.Α.Δ.Ε. χαρακτηρίστηκε ουσιαστικά ως ύποπτος για ενδεχόμενη συγκάλυψη.
Παράλληλα, καμία πρόταση από όσες κατέθεσαν οι εργαζόμενοι, δεν έχει υιοθετηθεί από τη Διοίκηση της Α.Α.Δ.Ε. προκειμένου να μειωθούν οι εστίες πιθανής διαφθοράς, όπως η μοριοδότηση των υποθέσεων ελέγχου σε συνδυασμό με την τυχαιότητα χρέωσης εντολών, μια δικλείδα με την οποία ο Προϊστάμενος μιας ελεγκτικής υπηρεσίας δεν θα είχε τη δυνατότητα να ορίσει ο ίδιος τον ελεγκτή μιας υπόθεσης, κάτι που θα δυσχέραινε κατά πολύ τη λειτουργία κυκλωμάτων όπως αυτά στη Χαλκίδα και στην Κέρκυρα (Παράρτημα 2).
Αναξιόπιστο και μεροληπτικό σύστημα επιλογής προϊσταμένων
Η διαχείριση του ανθρωπίνου δυναμικού της Α.Α.Δ.Ε. και η στελέχωση των θέσεων ευθύνης είναι εξαιρετικά προβληματική αφού η επιλογή των Προϊσταμένων Υπηρεσιών και Τμημάτων γίνεται με αδιαφανή και υποκειμενικά κριτήρια, δεδομένου ότι υφίσταται πλήρης εργαλειοποίηση της διαδικασίας της συνέντευξης, δεν προβλέπεται δημοσίευση των πρακτικών και των πινάκων κατάταξης (ΣτΕ Ολομ. 711/2017, 3052/2009, 4835/2014) και πολλά άλλα προβληματικά σημεία. Αυτά μάλιστα εκτός από τις αντιδράσεις των υποψηφίων και των εργαζομένων, έχουν προκαλέσει και την αντίδραση της Ένωσης των Αποφοίτων της ΄Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (1/4-3-2024), της οποίας σχετική ανακοίνωση προκάλεσε επερώτηση στην Βουλή, χωρίς όμως η Διοίκηση της Α.Α.Δ.Ε. να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις.
Τις καίριες αποφάσεις μάλιστα σε οτιδήποτε αφορά στο προσωπικό όπως επιλογή προσώπων για τις θέσεις ευθύνης, μεταθέσεις, αποσπάσεις, μετατάξεις, υπηρεσιακές μεταβολές κ.λπ., λαμβάνει άτυπα μια συνδικαλιστική νομενκλατούρα, που πρόσκειται στο κυβερνών κόμμα.
Περαιτέρω, σε αντίθεση με τις βέλτιστες πρακτικές άλλων, υγιών οργανισμών, η Διοίκηση της Α.Α.Δ.Ε.:
– αγνοεί τις γραπτές προτάσεις των ίδιων των στελεχών της
– απαξιώνει τα τυπικά προσόντα στις κρίσεις προϊσταμένων και επιλέγει να στελεχώσει νευραλγικές θέσεις με αδιαφανή κριτήρια
– δεν συζητά, δεν ενημερώνει για τις σχεδιαζόμενες αλλαγές αλλά αντίθετα αιφνιδιάζει με τις αποφάσεις της
– δεν απαντά ούτε καν σε υπομνήματα εργαζομένων, όπως αυτό των ελεγκτών των Ελεγκτικών Κέντρων της Θεσσαλονίκης, παρότι το ζήτημα απασχόλησε μέχρι και το ελληνικό κοινοβούλιο
– απαξιεί να απαντήσει ακόμη και στα πενήντα προβλήματα των ελεγκτών, όπως αυτά απεστάλησαν από την Π.Ο.Ε. Δ.Ο.Υ., τα οποία παραμένουν στο συρτάρι του Διευθυντή Ελέγχου, ο οποίος απροκάλυπτα αποφεύγει οποιαδήποτε συνάντηση με την Ομοσπονδία
– απαξιεί να λάβει θέση ακόμη και σε μια εξαιρετικά σημαντική απόφαση που έλαβε και της απέστειλε το Γενικό Συμβούλιου της Π.Ο.Ε. Δ.Ο.Υ., αναφορικά στην προσβλητική συμπεριφορά του Διευθυντή Ελέγχων της Α.Α.Δ.Ε.
Απουσία πραγματικής ανεξαρτησίας της Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε.
Η ίδια η πολυετής θητεία του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., κυρίου Πιτσιλή, που είναι μία από της μακροβιότερες σε έναν τόσο κεντρικό θεσμό του κράτους, είναι ενάντια στις διεθνείς πρακτικές για τις ανεξάρτητες αρχές και έχει δημιουργήσει σοβαρές ενστάσεις για την ανεξαρτησία του θεσμού. Θυμίζουμε ότι το πρόσωπο αυτό:
– Τοποθετήθηκε το έτος 2016 ως επικεφαλής της τότε Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
– Το έτος 2017 τοποθετήθηκε ως Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε.
– Το έτος 2020 ανανεώθηκε η θητεία του.
– Το έτος 2024 τροποποιήθηκε από την κυβέρνηση ο ιδρυτικός νόμος της Α.Α.Δ.Ε., ο οποίος προέβλεπε πως δεν μπορούσε να γίνει εκ νέου ανανέωση της θητείας του. Με την τροποποίηση του νόμου, ανανεώθηκε εκ νέου η θητεία του και, εκτός απροόπτου, θα παραμείνει στη θέση του για ακόμη πέντε χρόνια, έως το έτος 2030, δηλαδή θα πρόκειται για έναν κυβερνητικό διορισμό διάρκειας δεκαπέντε ετών.
Οργανωτικές αλλαγές και αντιδράσεις
Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στις υπό κατάργηση περιφερειακές Δ.Ο.Υ., κατά τους τελευταίους δύο μήνες, με την σχεδόν καθολική συμμετοχή τους, με το αγκάλιασμα των κινητοποιήσεων από τις τοπικές κοινωνίες και φορείς, ανέδειξαν το ζήτημα ότι το κόστος της σχεδιαζόμενης κατάργησης των Δ.Ο.Υ. θα υποστούν τα φυσικά πρόσωπα και οι επιχειρήσεις, που θα κληθούν να μετακινούνται έως και εκατοντάδες χιλιόμετρα για να εξυπηρετηθούν και με τον χρόνο εξυπηρέτησης να φθάνει τους αρκετούς μήνες, όπως έχει διαπιστωθεί και από τα παραδείγματα του κλεισίματος των Δ.Ο.Υ. της Αττικής. Οι κινητοποιήσεις ανέδειξαν επίσης την προχειρότητα και τον ανορθολογικό σχεδιασμό από την πλευρά των ιθυνόντων της Α.Α.Δ.Ε., οι οποίοι είναι παντελώς αποκομμένοι από τις υπηρεσίες αιχμής και αγνοούν ακόμη και βασικά στοιχεία της λειτουργίας τους.
Η απάντηση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. στις κινητοποιήσεις δεν ήταν ο διάλογος με τους εργαζόμενους και τους τοπικούς φορείς αλλά η τιμωρητική και εκδικητική οδηγία που εξέδωσε, δείγμα του ήθους του ανδρός, με την οποία περικόπτει μια σειρά συνδικαλιστικών διευκολύνσεων, θεσπισμένων με υπουργικές αποφάσεις πολλών ετών, η οποία μάλιστα οδηγία βρίθει αστοχιών που θα καταπέσουν όπως θεωρούμε στις δικαστικές αίθουσες.
Στο Παράρτημα 1 επισυνάπτονται τα δεκάδες ψηφίσματα από εργαζομένους, επαγγελματικούς φορείς, τοπική αυτοδιοίκηση, επερωτήσεις στην Βουλή κ.λπ. ενάντια στην κεντρικοποίηση των υπηρεσιών, τη μυωπική διοίκηση της Α.Α.Δ.Ε. και το χάος που έχει προκαλέσει στην εξυπηρέτηση του πολίτη.
Η επιταχυνόμενη ιδιωτικοποίηση σημαντικών τομέων της Α.Α.Δ.Ε.
Στην Α.Α.Δ.Ε., με σταθερό ρυθμό μεθοδεύονται ιδιωτικοποιήσεις πλήθους αντικειμένων, όπως η καθαριότητα, η φύλαξη των αρχείων, η ψηφιοποίηση των αρχείων, η τηλεφωνική εξυπηρέτηση των φορολογουμένων κ.λπ. που εκτός από επιβάρυνση του προϋπολογισμού έχουν προκαλέσει ακόμα και απώλεια δημόσιων εσόδων. Για παράδειγμα, η προβληματική πρόσβαση στο φυσικό αρχείο των πρώην Δ.Ο.Υ. της Αττικής, που διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρία, καθιστά δυσχερή την υπεράσπιση του Δημοσίου στις δίκες του Δημοσίου με ιδιώτες με αποτέλεσμα να χάνονται δικαστικά πλήθος υποθέσεων.
Επιπλέον, γεννάται σοβαρό ζήτημα από την πρόσβαση ιδιωτών στα φορολογικά στοιχεία φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, τα οποία προστατεύονται από το φορολογικό απόρρητο.
Περαιτέρω, η στελέχωση του τηλεφωνικού κέντρου του «myProperty» από ιδιώτες, οι οποίοι δεν έχουν γνώσεις του αντικειμένου του Κεφαλαίου, όπως μεταβιβάσεις ακινήτων, κληρονομιές κ.λπ., σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση αυτών, δεν επιλύουν αλλά αντίθετα εντείνουν τα υπάρχοντα προβλήματα.
Επίσης, είναι εκπεφρασμένη η πρόθεση της Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε., σε συνεργασία πάντα με την κυβέρνηση, για πρόσληψη στελεχών (managers) από τον ιδιωτικό τομέα και για παραχώρηση μέρους του εισπρακτικού έργου σε ιδιώτες κατά τα πρότυπα του ΕΦΚΑ, ενάντια στο δημόσιο συμφέρον. Τα αποτυχημένα πειράματα τέτοιων πρακτικών έχουν φανεί στον Ε.Φ.Κ.Α., στην απονομή των συντάξεων από ιδιώτες λογιστές και δικηγόρους, από τα φορολογικά πιστοποιητικά και τον έλεγχο από ιδιωτικές ελεγκτικές εταιρείες κ.λπ.
Αντισυνταγματική κατα το σκέλος της αναδρομικής φορολόγησης . Φορολογικός νόμος με αναδρομικότητα απαγορεύεται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Συντάγματος : «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»Η προτεινομενη ρυθμιση ειναι Αντισυνταγματική καθώς εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα.Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
Το άρθρο 248 συνιστά απόπειρα παραγνώρισης της κρίσιμης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έχει καταστήσει σαφές ότι το τέλος επιτηδεύματος δεν μπορεί να επιβάλλεται αυτομάτως σε κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή. Η νομοθετική πρωτοβουλία να υπαχθούν τεκμαρτά τα εν λόγω ακίνητα στην έννοια του υποκαταστήματος και μάλιστα με αναδρομικλη ισχύη από το 2024 προσκρούει όχι μόνο σε βασικές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και σε αρχές του φορολογικού δικαίου, προκαλώντας σημαντικά ζητήματα νομικής ακυρότητας, διοικητικής πολυπλοκότητας και φορολογικής αστάθειας.Συγκεκριμένα, η νέα διάταξη προβλέπει ότι κάθε ακίνητο το οποίο εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια χρήση θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα, για σκοπούς επιβολής τέλους επιτηδεύματος. Μια τέτοια ρύθμιση αντιβαίνει στις επιταγές του Συντάγματος, στην εδραιωμένη νομολογία του ΣτΕ, και σε βασικά θεμέλια της φορολογικής νομιμότητας.1. Παραβίαση νομολογιακής θέσης του ΣτΕ (απόφαση 602/2025 – μη τελεσίδικη αλλά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην απόφαση 602/2025, έκρινε ότι:«Η απλή εκμίσθωση ακινήτου για βραχυχρόνια χρήση δεν συνιστά δραστηριότητα εντός του ακινήτου με παραγωγικό ή συναλλακτικό χαρακτήρα, και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».Η εν λόγω κρίση, παρότι παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή και αιτιολογημένη ερμηνεία. Ο νομοθέτης δεν δικαιούται να τη ματαιώσει εκ των προτέρων, μέσω αντίθετης τεκμαρτής ρύθμισης, καθώς κάτι τέτοιο θα παραβίαζε κατάφωρα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).2. Παραβίαση των αρχών της φορολογικής νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η επιβολή φορολογικής υποχρέωσης πρέπει να στηρίζεται σε σαφείς και προβλέψιμες έννοιες. Η έννοια του «υποκαταστήματος», όπως ερμηνεύεται σταθερά από το ΣτΕ (π.χ. αποφάσεις 3464/1990, 459/2020), αφορά χώρο με πραγματική και ενεργή επιχειρηματική παρουσία. Αντίθετα, η προτεινόμενη ρύθμιση:.διαστέλλει αυθαίρετα την έννοια αυτή,.θεσπίζει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς πραγματικό στοιχείο δραστηριότητας,.καθιστά αδύνατη την πρόβλεψη της φορολογικής επιβάρυνσης από τον φορολογούμενο.3. Παραβίαση της αρχής της ισότητας και της αναλογικότητας
Η διάταξη επιβάλλει τέλος μόνο σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με περισσότερα από δύο ακίνητα, ανεξαρτήτως του είδους ή της έκτασης της δραστηριότητας. Έτσι:1.δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ παρόμοιων περιπτώσεων,2.αγνοεί την πραγματική φοροδοτική ικανότητα,3.εισάγει διακρίσεις που δεν συνδέονται με αντικειμενικά ή λογικά κριτήρια.4. Μίσθιο ≠ Υποκατάστημα
Η ρύθμιση εξομοιώνει ένα ακίνητο χωρίς προσωπικό, χωρίς επιτόπια συναλλαγή ή λειτουργία και με νομική απαγόρευση οποιαδήποτε παροχής υπηρεσίας εκτός της παροχής κλινοσκεπασμάτων, με υποκαταστήματα επιχειρήσεων όπως τράπεζες, καταστήματα ή ξενοδοχεία. Αυτή η προσέγγιση συνιστά λογική υπερβολή και ερμηνευτική αυθαιρεσία, καθώς αγνοεί εντελώς τον λειτουργικό ορισμό του υποκαταστήματος, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από το ΣτΕ.5. Ασάφεια και κίνδυνοι νομικής και διοικητικής αστάθειας
Η επιβολή τέλους 600€ ανά ακίνητο ετησίως, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει ουσιαστική δραστηριότητα, επιφέρει:1. δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση, ιδίως για μικρές επιχειρήσεις και νεοφυείς δραστηριότητες,2. έκθεση σε σωρευτικές χρεώσεις και ένδικες διεκδικήσεις,3. διοικητική ανασφάλεια, με αυξημένο κίνδυνο ακυρωτικών αποφάσεων και αναδρομικών επιστροφών.Συμπέρασμα
Η διάταξη του άρθρου 248 δεν αποτελεί απλώς μια αμφισβητήσιμη νομοθετική επιλογή, αλλά μια σαφή παραβίαση της δικαιοκρατικής τάξης. Πριν ακόμη αποφανθεί η Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να καθορίσει τελεσίδικα το αποτέλεσμα, ακυρώνοντας στην πράξη τη δικαστική λειτουργία.Η εν λόγω ρύθμιση:1. αντίκειται στο Σύνταγμα,2. συγκρούεται με το ενωσιακό δίκαιο,και οδηγεί σε πρακτικές αδιέξοδες εφαρμογές με σοβαρές νομικές και διοικητικές συνέπειες.Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ουσιαστική αναθεώρηση του άρθρου 248.
Το άρθρο 248 συνιστά απόπειρα παραγνώρισης της κρίσιμης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έχει καταστήσει σαφές ότι το τέλος επιτηδεύματος δεν μπορεί να επιβάλλεται αυτομάτως σε κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή. Η νομοθετική πρωτοβουλία να υπαχθούν τεκμαρτά τα εν λόγω ακίνητα στην έννοια του υποκαταστήματος και μάλιστα με αναδρομικλη ισχύη από το 2024 προσκρούει όχι μόνο σε βασικές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και σε αρχές του φορολογικού δικαίου, προκαλώντας σημαντικά ζητήματα νομικής ακυρότητας, διοικητικής πολυπλοκότητας και φορολογικής αστάθειας.Συγκεκριμένα, η νέα διάταξη προβλέπει ότι κάθε ακίνητο το οποίο εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια χρήση θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα, για σκοπούς επιβολής τέλους επιτηδεύματος. Μια τέτοια ρύθμιση αντιβαίνει στις επιταγές του Συντάγματος, στην εδραιωμένη νομολογία του ΣτΕ, και σε βασικά θεμέλια της φορολογικής νομιμότητας.1. Παραβίαση νομολογιακής θέσης του ΣτΕ (απόφαση 602/2025 – μη τελεσίδικη αλλά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην απόφαση 602/2025, έκρινε ότι:«Η απλή εκμίσθωση ακινήτου για βραχυχρόνια χρήση δεν συνιστά δραστηριότητα εντός του ακινήτου με παραγωγικό ή συναλλακτικό χαρακτήρα, και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».Η εν λόγω κρίση, παρότι παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή και αιτιολογημένη ερμηνεία. Ο νομοθέτης δεν δικαιούται να τη ματαιώσει εκ των προτέρων, μέσω αντίθετης τεκμαρτής ρύθμισης, καθώς κάτι τέτοιο θα παραβίαζε κατάφωρα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).2. Παραβίαση των αρχών της φορολογικής νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η επιβολή φορολογικής υποχρέωσης πρέπει να στηρίζεται σε σαφείς και προβλέψιμες έννοιες. Η έννοια του «υποκαταστήματος», όπως ερμηνεύεται σταθερά από το ΣτΕ (π.χ. αποφάσεις 3464/1990, 459/2020), αφορά χώρο με πραγματική και ενεργή επιχειρηματική παρουσία. Αντίθετα, η προτεινόμενη ρύθμιση:.διαστέλλει αυθαίρετα την έννοια αυτή,.θεσπίζει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς πραγματικό στοιχείο δραστηριότητας,.καθιστά αδύνατη την πρόβλεψη της φορολογικής επιβάρυνσης από τον φορολογούμενο.3. Παραβίαση της αρχής της ισότητας και της αναλογικότητας
Η διάταξη επιβάλλει τέλος μόνο σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με περισσότερα από δύο ακίνητα, ανεξαρτήτως του είδους ή της έκτασης της δραστηριότητας. Έτσι:1.δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ παρόμοιων περιπτώσεων,2.αγνοεί την πραγματική φοροδοτική ικανότητα,3.εισάγει διακρίσεις που δεν συνδέονται με αντικειμενικά ή λογικά κριτήρια.4. Μίσθιο ≠ Υποκατάστημα
Η ρύθμιση εξομοιώνει ένα ακίνητο χωρίς προσωπικό, χωρίς επιτόπια συναλλαγή ή λειτουργία και με νομική απαγόρευση οποιαδήποτε παροχής υπηρεσίας εκτός της παροχής κλινοσκεπασμάτων, με υποκαταστήματα επιχειρήσεων όπως τράπεζες, καταστήματα ή ξενοδοχεία. Αυτή η προσέγγιση συνιστά λογική υπερβολή και ερμηνευτική αυθαιρεσία, καθώς αγνοεί εντελώς τον λειτουργικό ορισμό του υποκαταστήματος, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από το ΣτΕ.5. Ασάφεια και κίνδυνοι νομικής και διοικητικής αστάθειας
Η επιβολή τέλους 600€ ανά ακίνητο ετησίως, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει ουσιαστική δραστηριότητα, επιφέρει:1. δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση, ιδίως για μικρές επιχειρήσεις και νεοφυείς δραστηριότητες,2. έκθεση σε σωρευτικές χρεώσεις και ένδικες διεκδικήσεις,3. διοικητική ανασφάλεια, με αυξημένο κίνδυνο ακυρωτικών αποφάσεων και αναδρομικών επιστροφών.Συμπέρασμα
Η διάταξη του άρθρου 248 δεν αποτελεί απλώς μια αμφισβητήσιμη νομοθετική επιλογή, αλλά μια σαφή παραβίαση της δικαιοκρατικής τάξης. Πριν ακόμη αποφανθεί η Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να καθορίσει τελεσίδικα το αποτέλεσμα, ακυρώνοντας στην πράξη τη δικαστική λειτουργία.Η εν λόγω ρύθμιση:1. αντίκειται στο Σύνταγμα,2. συγκρούεται με το ενωσιακό δίκαιο,και οδηγεί σε πρακτικές αδιέξοδες εφαρμογές με σοβαρές νομικές και διοικητικές συνέπειες.Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ουσιαστική αναθεώρηση του άρθρου 248.
Άρθρο 248
Ολική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος
Άρθρο 220
Άμεση μείωση του ΦΠΑ από το υπέρογκο 24% στο 18%, κατάργηση του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης όπως καύσιμα και τρόφιμα.
Στο άρθρο 248 είναι αίτημα όλων των επαγγελματικών ομάδων και ανάγκη για την αποσυμφόρηση του εμπορίου της χώρας μας η ολική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος που αποτελεί ανασταλτικός παράγοντας για την δημιουργία νέων επιχειρήσεων αλλά και επενδύσεων από το εξωτερικό.
Στο άρθρο 220 είναι αίτημα όλων των επαγγελματικών ομάδων και ανάγκη για την αποσυμφόρηση του εμπορίου της χώρας μας και ειδικά στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία η μείωση του ΦΠΑ από το δυσβάσταχτο 24% στο 18% και πλήρης κατάργηση του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης για την διαβίωση του ανθρώπου, όπως καύσιμα και τρόφιμα.
Η μείωση αυτή είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει αύξηση των εσόδων του Δημοσίου αφού θα δηλώνονται μεγαλύτερα φορολογητέα εισοδήματα από τους επαγγελματίες, κάτι που τώρα αποφεύγουν να κάνουν προκειμένου να αποφύγουν την απόδοση του τόσο υψηλού ΦΠΑ.
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι
1) Αντισυνταγματική κατα το σκέλος της αναδρομικής φορολόγησης . Φορολογικός νόμος με αναδρομικότητα απαγορεύεται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Συντάγματος : «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.»
2) Αντισυνταγματική καθώς εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.
Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα.
Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην συνεργασία εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης με ιδιώτες ιδιοκτήτες, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.
Σχόλιο επί του Άρθρου 248 – Αντισυνταγματικότητα και νομική ακυρότητα της προβλεπόμενης ρύθμισης
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιδιώκει να παρακάμψει την κρίσιμη νομολογιακή θέση του ΣτΕ σχετικά με τη μη θεμελίωση του τέλους επιτηδεύματος σε κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να θεσπίσει γενική τεκμαρτή υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του υποκαταστήματος προσκρούει σε πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, σύμφωνα με την οποία κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το «υποκατάστημα» απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
● επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020),
● επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
3. Ανισότητα και διακριτική μεταχείριση νομικών προσώπων
Η επιβολή τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα, ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάλογα με τον όγκο, τη φύση ή το χαρακτήρα της δραστηριότητας, δημιουργεί φορολογική ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Ομοειδείς περιπτώσεις (π.χ. διαχείριση από φυσικό πρόσωπο με 2 ακίνητα) εξαιρούνται πλήρως, παρότι η πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα μπορεί να είναι ίση ή ανώτερη.
4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία
Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο χωρίς προσωπικό και σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Καταλήγει έτσι σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ.
5. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας
Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
● πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση,
● πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups,
● δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Συμπέρασμα
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση:
● αντισυνταγματική,
● αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε.,
● και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.
Το άρθρο 248 συνιστά απόπειρα παραγνώρισης της κρίσιμης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έχει καταστήσει σαφές ότι το τέλος επιτηδεύματος δεν μπορεί να επιβάλλεται αυτομάτως σε κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή. Η νομοθετική πρωτοβουλία να υπαχθούν τεκμαρτά τα εν λόγω ακίνητα στην έννοια του υποκαταστήματος και μάλιστα με αναδρομικλη ισχύη από το 2024 προσκρούει όχι μόνο σε βασικές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και σε αρχές του φορολογικού δικαίου, προκαλώντας σημαντικά ζητήματα νομικής ακυρότητας, διοικητικής πολυπλοκότητας και φορολογικής αστάθειας.
Συγκεκριμένα, η νέα διάταξη προβλέπει ότι κάθε ακίνητο το οποίο εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια χρήση θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα, για σκοπούς επιβολής τέλους επιτηδεύματος. Μια τέτοια ρύθμιση αντιβαίνει στις επιταγές του Συντάγματος, στην εδραιωμένη νομολογία του ΣτΕ, και σε βασικά θεμέλια της φορολογικής νομιμότητας.
1. Παραβίαση νομολογιακής θέσης του ΣτΕ (απόφαση 602/2025 – μη τελεσίδικη αλλά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην απόφαση 602/2025, έκρινε ότι:
«Η απλή εκμίσθωση ακινήτου για βραχυχρόνια χρήση δεν συνιστά δραστηριότητα εντός του ακινήτου με παραγωγικό ή συναλλακτικό χαρακτήρα, και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η εν λόγω κρίση, παρότι παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή και αιτιολογημένη ερμηνεία. Ο νομοθέτης δεν δικαιούται να τη ματαιώσει εκ των προτέρων, μέσω αντίθετης τεκμαρτής ρύθμισης, καθώς κάτι τέτοιο θα παραβίαζε κατάφωρα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση των αρχών της φορολογικής νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η επιβολή φορολογικής υποχρέωσης πρέπει να στηρίζεται σε σαφείς και προβλέψιμες έννοιες. Η έννοια του «υποκαταστήματος», όπως ερμηνεύεται σταθερά από το ΣτΕ (π.χ. αποφάσεις 3464/1990, 459/2020), αφορά χώρο με πραγματική και ενεργή επιχειρηματική παρουσία. Αντίθετα, η προτεινόμενη ρύθμιση:
.διαστέλλει αυθαίρετα την έννοια αυτή,
.θεσπίζει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς πραγματικό στοιχείο δραστηριότητας,
.καθιστά αδύνατη την πρόβλεψη της φορολογικής επιβάρυνσης από τον φορολογούμενο.
3. Παραβίαση της αρχής της ισότητας και της αναλογικότητας
Η διάταξη επιβάλλει τέλος μόνο σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με περισσότερα από δύο ακίνητα, ανεξαρτήτως του είδους ή της έκτασης της δραστηριότητας. Έτσι:
1.δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ παρόμοιων περιπτώσεων,
2.αγνοεί την πραγματική φοροδοτική ικανότητα,
3.εισάγει διακρίσεις που δεν συνδέονται με αντικειμενικά ή λογικά κριτήρια.
4. Μίσθιο ≠ Υποκατάστημα
Η ρύθμιση εξομοιώνει ένα ακίνητο χωρίς προσωπικό, χωρίς επιτόπια συναλλαγή ή λειτουργία και με νομική απαγόρευση οποιαδήποτε παροχής υπηρεσίας εκτός της παροχής κλινοσκεπασμάτων, με υποκαταστήματα επιχειρήσεων όπως τράπεζες, καταστήματα ή ξενοδοχεία. Αυτή η προσέγγιση συνιστά λογική υπερβολή και ερμηνευτική αυθαιρεσία, καθώς αγνοεί εντελώς τον λειτουργικό ορισμό του υποκαταστήματος, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από το ΣτΕ.
5. Ασάφεια και κίνδυνοι νομικής και διοικητικής αστάθειας
Η επιβολή τέλους 600€ ανά ακίνητο ετησίως, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει ουσιαστική δραστηριότητα, επιφέρει:
1. δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση, ιδίως για μικρές επιχειρήσεις και νεοφυείς δραστηριότητες,
2. έκθεση σε σωρευτικές χρεώσεις και ένδικες διεκδικήσεις,
3. διοικητική ανασφάλεια, με αυξημένο κίνδυνο ακυρωτικών αποφάσεων και αναδρομικών επιστροφών.
Συμπέρασμα
Η διάταξη του άρθρου 248 δεν αποτελεί απλώς μια αμφισβητήσιμη νομοθετική επιλογή, αλλά μια σαφή παραβίαση της δικαιοκρατικής τάξης. Πριν ακόμη αποφανθεί η Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να καθορίσει τελεσίδικα το αποτέλεσμα, ακυρώνοντας στην πράξη τη δικαστική λειτουργία.
Η εν λόγω ρύθμιση:
1. αντίκειται στο Σύνταγμα,
2. συγκρούεται με το ενωσιακό δίκαιο,
και οδηγεί σε πρακτικές αδιέξοδες εφαρμογές με σοβαρές νομικές και διοικητικές συνέπειες.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ουσιαστική αναθεώρηση του άρθρου 248.
Με το αρθρο 248 του σχεδιου νομου, διαπρατονται μια σειρά από στρεβλωσεις με κυριοτερη την φορολογική ανισοτητα και διακριτικη μεταχειριση νομικων προσωπων.
Εισάγει την διάκριση και την ανισότητα μεταξύ των φορολογουμένων. Εξομοιώνει πλασματικά ένα ακίνητο – μίσθιο, με υποκατάστημα μιας επιχείρησης όπως Τράπεζα, Super Market , Ξενοδοχείο κτλ. Με την ίδια λογική θα έπρεπε οι εταιρείες έκδοσης και διαχείρισης κοινοχρήστων , να ανοίξουν υπ/τα για κάθε πολυκατοικία που διαχειρίζονται.
Επιβάλλει το τέλος επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα. Επομένως είναι μέτρο φορολογικής αποθάρρυνσης στην πρακτική των εταιρειών βραχυχρόνιας μίσθωσης να συναπτουν μισθωτηρια με ιδιοκτητες ακινητων, δημιουργοντας κινητρα φοροδιαφυγης.
Επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020).
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
Η ρύθμιση εξομοιώνει ένα ακίνητο χωρίς προσωπικό, χωρίς επιτόπια συναλλαγή ή λειτουργία και με νομική απαγόρευση οποιαδήποτε παροχής υπηρεσίας εκτός της παροχής κλινοσκεπασμάτων, με υποκαταστήματα επιχειρήσεων όπως τράπεζες, καταστήματα ή ξενοδοχεία. Αυτή η προσέγγιση συνιστά λογική υπερβολή και ερμηνευτική αυθαιρεσία, καθώς αγνοεί εντελώς τον λειτουργικό ορισμό του υποκαταστήματος, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από το ΣτΕ.
Η ρύθμιση που εισάγεται στο άρθρο 248 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου θέτει σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας, ερμηνευτικής αυθαιρεσίας και κινδύνου για αδικαιολόγητη επιβάρυνση ιδιοκτητών και μικρών επιχειρήσεων. Η πρόβλεψη για αυτοδίκαιη μετατροπή κάθε ακινήτου που μισθώνεται για βραχυχρόνια χρήση σε «υποκατάστημα» με υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος προκαλεί ανησυχία τόσο σε φορολογικό όσο και σε διοικητικό επίπεδο.
1. Συνταγματικά ζητήματα: παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας και της φορολογικής ασφάλειας
Η αναδρομική επιβολή τέλους για το φορολογικό έτος 2024 αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την αναδρομική φορολόγηση πέραν του προηγούμενου οικονομικού έτους. Επιπλέον, η θέσπιση τεκμαρτής επιχειρηματικής δραστηριότητας παραβιάζει την αρχή της φορολογικής νομιμότητας και της προβλεψιμότητας.
2. Παρέμβαση σε εκκρεμή νομολογιακή κρίση του ΣτΕ
Η απόφαση 602/2025 του ΣτΕ (αν και μη τελεσίδικη), κρίνει σαφώς ότι η παροχή ακινήτου για βραχυχρόνια διαμονή δεν συνιστά επιχειρηματική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, η εξομοίωσή του με υποκατάστημα δεν ευσταθεί. Οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση που έρχεται να προκαταλάβει τη δικαστική ερμηνεία, πλήττει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
3. Νομική ασάφεια και ερμηνευτική αυθαιρεσία
Η έννοια του “υποκαταστήματος” προϋποθέτει φυσική παρουσία, ανθρώπινη δραστηριότητα και διαρκή επιχειρησιακή λειτουργία στον χώρο. Το να θεωρηθεί ένα ακίνητο που εκμισθώνεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας – χωρίς προσωπικό, εξοπλισμό ή φυσική συναλλαγή – ως “υποκατάστημα”, δεν συνάδει με τη νομική και νομολογιακή πραγματικότητα. Τέτοιες διατάξεις ενισχύουν τη νομική αστάθεια και δημιουργούν σύγχυση στις φορολογικές υποχρεώσεις.
4. Ανισότητα μεταξύ φορολογουμένων – πλήγμα στη συνεργασία φυσικών προσώπων με εταιρείες
Η επιβολή τέλους επιτηδεύματος μόνο σε νομικά πρόσωπα και σε φυσικά πρόσωπα που εκμεταλλεύονται περισσότερα από δύο ακίνητα, ανεξαρτήτως των εσόδων ή του μεγέθους της δραστηριότητας, εισάγει άνιση και ανεπιφύλακτα διακριτική μεταχείριση. Η προσέγγιση αυτή λειτουργεί αντικίνητρο για συνεργασίες μεταξύ ιδιοκτητών και εταιρειών διαχείρισης, και ταυτόχρονα δημιουργεί ρήγματα στην αρχή της φορολογικής ισότητας.
5. Πρακτικά ζητήματα εφαρμογής – Διοικητική και οικονομική επιβάρυνση
Η θέσπιση οριζόντιας επιβάρυνσης 600€ ανά ακίνητο ετησίως, χωρίς διαφοροποίηση βάσει δραστηριότητας ή κύκλου εργασιών, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για μικρές επιχειρήσεις και ιδιοκτήτες που λειτουργούν εντός του νόμου. Δημιουργείται κίνδυνος αθρόων ενδικοφανών προσφυγών, αναδρομικών επιστροφών και διαχειριστικής υπερφόρτωσης των φορολογικών αρχών.
Συμπερασματικά, η προτεινόμενη ρύθμιση:
– Παραβιάζει το Σύνταγμα ως προς την αρχή της μη αναδρομικότητας και της διάκρισης των εξουσιών,
– Ακυρώνει επί της ουσίας τη νομολογιακή εξέλιξη που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Συμβούλιο της Επικρατείας,
– Διασαλεύει την έννοια της ισότητας και της φορολογικής αναλογικότητας,
– Εισάγει αμφίβολης εφαρμοσιμότητας τεκμαρτές φορολογικές υποχρεώσεις,
– Πλήττει τη συνεργασία μεταξύ ιδιωτών και εταιρειών, ανοίγοντας παράθυρο σε φοροδιαφυγή, και
– Οδηγεί σε γενικευμένη ανασφάλεια δικαίου και διοικητικό χάος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή η ουσιαστική αναδιατύπωση του άρθρου 248, ώστε να συνάδει με τις συνταγματικές αρχές, τη φορολογική λογική και την ανάγκη για σαφείς, εφαρμόσιμες και δίκαιες ρυθμίσεις.
Σχόλιο επί του Άρθρου 248 – Αντισυνταγματικότητα και νομική ακυρότητα της προβλεπόμενης ρύθμισης
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιδιώκει να παρακάμψει την κρίσιμη νομολογιακή θέση του ΣτΕ σχετικά με τη μη θεμελίωση του τέλους επιτηδεύματος σε κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η προσπάθεια του νομοθέτη να θεσπίσει γενική τεκμαρτή υπαγωγή των ακινήτων αυτών στην έννοια του υποκαταστήματος προσκρούει σε πολλαπλά συνταγματικά εμπόδια και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους νομικής ακυρότητας, διοικητικής σύγχυσης και φορολογικής αστάθειας.
Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248, σύμφωνα με την οποία κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα για την εφαρμογή του τέλους επιτηδεύματος, αντιστρατεύεται ευθέως το Σύνταγμα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου.
1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη)
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι:
«Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση […] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα».
Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος).
2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος)
Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το «υποκατάστημα» απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση:
επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020),
επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα.
Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος.
3. Ανισότητα και διακριτική μεταχείριση νομικών προσώπων
Η επιβολή τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα, ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάλογα με τον όγκο, τη φύση ή το χαρακτήρα της δραστηριότητας, δημιουργεί φορολογική ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Ομοειδείς περιπτώσεις (π.χ. διαχείριση από φυσικό πρόσωπο με 2 ακίνητα) εξαιρούνται πλήρως, παρότι η πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα μπορεί να είναι ίση ή ανώτερη.
4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία
Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο χωρίς προσωπικό και σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Καταλήγει έτσι σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ.
5. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας
Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε:
πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση,
πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups,
δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών.
Συμπέρασμα
Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση:
αντισυνταγματική,
αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε.,
και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος.
Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.