Άρθρο 17 Ρόλος, προστασία και διευκολύνσεις των εκπροσώπων των εργαζομένων (Άρθρο 10 της Οδηγίας)

1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας άλλων οργάνων ή οργανώσεων να εκπροσωπούν εργαζομένους, τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων (ΕΣΕ) πρέπει να έχουν τα απαραίτητα μέσα για να ασκούν τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και να εκπροσωπούν συλλογικά τα συμφέροντα των εργαζομένων της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, τα μέλη του ΕΣΕ ενημερώνουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων στις εγκαταστάσεις ή στις επιχειρήσεις του ομίλου κοινοτικής κλίμακας, ή, εάν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, ενημερώνουν το σύνολο των εργαζομένων σχετικά με το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ενημέρωσης και διαβούλευσης, η οποία τίθεται σε εφαρμογή σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

3. Τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας (ΕΔΟ), του ΕΣΕ και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που ασκούν τα καθήκοντα τους στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση του άρθρου 8 παρ. 3 απολαύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, της αυτής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1767/1988.

4. Οι εκπρόσωποι της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνουν άδεια μετ’ αποδοχών από την επιχείρηση για το χρόνο συμμετοχής τους στις συνεδριάσεις ή σε συνέδρια που έχουν σχέση με τον παρόντα νόμο και διοργανώνονται από οργανισμό που ασκεί αναγνωρισμένο έργο ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση της χώρας. Οι εργαζόμενοι πρέπει να προσκομίσουν, απαραιτήτως, στον εργοδότη αποδεικτικά συμμετοχής στις συνεδριάσεις και στα συνέδρια για να τύχουν της σχετικής άδειας μετ’ αποδοχών.

5. Στα μέλη του ΕΣΕ, προκειμένου να ενημερώσουν τους εργαζόμενους, χορηγείται άδεια με αποδοχές μέχρι δύο (2) ώρες την εβδομάδα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες συνολικά το χρόνο.

6. Στο βαθμό που είναι απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων εκπροσώπησης σε διεθνές επίπεδο, παρέχεται επιμόρφωση με αποδοχές στα μέλη της ΕΔΟ και του ΕΣΕ.

7. Διατάξεις ευνοϊκότερες των ανωτέρω μπορούν να ισχύσουν, εφόσον υπάρξει συμφωνία των συμβαλλομένων μερών.