Άρθρο 10 – Ζητήματα Πειθαρχικού Δικαίου

1. Για τα θέματα του Πειθαρχικού Δικαίου, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α’ 26). Η πειθαρχική εξουσία σε πρώτο (α’) βαθμό ασκείται από τον Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού. Ο Γενικός Διευθυντής ενεργεί μόλις πληροφορηθεί τα περιστατικά που μπορεί να συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα, προχωρεί στη διευκρίνιση αυτών, καλεί τον διωκόμενο υπάλληλο σε απολογία, αφού τον ενημερώσει για τα αποδιδόμενα σε αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα και του τάσσει προθεσμία για την απολογία του. Η απόφαση πρέπει να είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη.
2. Ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε από τον Γενικό Διευθυντή πειθαρχική ποινή σε πρώτο (α’) βαθμό δικαιούται, εντός πέντε εργασίμων ημερών από την κοινοποίησή της σε αυτόν, να ασκήσει κατ’ αυτής ένσταση ενώπιον του Δ.Σ. του Οργανισμού Βιβλίου, στο οποίο ανήκει η σε δεύτερο (β’) βαθμό άσκηση πειθαρχικής εξουσίας. Η προθεσμία για την άσκηση της ως άνω ένστασης καθώς και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.
3. Το Δ.Σ., αφού ορίσει ειδικό εισηγητή ένα εκ των μελών του, λαμβάνει γνώση όλων των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης και σε ειδική συνεδρίασή του, αφού ακούσει τον Γενικό Διευθυντή, ο οποίος μετά από την παροχή των αναγκαίων εξηγήσεων αποχωρεί από τη συνεδρίαση του Δ.Σ., και στη συνέχεια τον σε πρώτο βαθμό τιμωρηθέντα υπάλληλο, λαμβάνει απόφαση με συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Το Δ.Σ. δύναται με την απόφασή του είτε να επικυρώσει τη σε πρώτο βαθμό επιβληθείσα ποινή, είτε να την ακυρώσει, είτε να τη μεταρρυθμίσει. Σε καμία περίπτωση δεν δύναται το Δ.Σ. με την απόφασή του να επιβάλει βαρύτερη ποινή από τη σε πρώτο βαθμό επιβληθείσα.
4. Κατά της τυχόν επιβληθείσας σε δεύτερο βαθμό πειθαρχικής ποινής ο τιμωρηθείς υπάλληλος δικαιούται στην άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που προβλέπονται κάθε φορά από την κείμενη νομοθεσία.