Άρθρο 19 – Ορισμός αντιπρόσωπων και ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από ίδρυμα πληρωμών που εδρεύει στην Ελλάδα (παρ. 1, 2, 3, 4, 7 και 8 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ίδρυμα πληρωμών που εδρεύει στην Ελλάδα και προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου στην Ελλάδα, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία και τον διακριτικό τίτλο, καθώς και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου,
β) την περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που θα χρησιμοποιεί ο αντιπρόσωπος για την τήρηση των διατάξεων σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με την Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, για τους οποίους μηχανισμούς υπόκειται σε υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, σε περίπτωση που επέρχονται σημαντικές αλλαγές στα στοιχεία που έχουν διαβιβαστεί με την αρχική γνωστοποίηση,
γ) την ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων προσώπων για τη διαχείριση του αντιπροσώπου που θα χρησιμοποιηθεί για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και, για τους αντιπροσώπους που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, στοιχεία που τεκμηριώνουν την καταλληλότητά τους ,
δ) τις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχει ο αντιπρόσωπος του ιδρύματος πληρωμών, και
ε) όπου ενδείκνυται, τον μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό ή αριθμό του αντιπροσώπου.
2. Ίδρυμα πληρωμών που εδρεύει στην Ελλάδα και προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα στην Ελλάδα ή να τερματίσει τη λειτουργία του το γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, τηρώντας κατ’ αναλογία τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου.
3. Μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει το ίδρυμα πληρωμών σχετικά με την εγγραφή ή μη του αντιπροσώπου στο μητρώο του άρθρου 14. Ο αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μόλις εγγραφεί στο εν λόγω μητρώο.
4. Πριν από την εγγραφή του αντιπροσώπου στο μητρώο του άρθρου 14, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, εάν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την ορθότητα των στοιχείων που της παρασχέθηκαν, να προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες προκειμένου για την επιβεβαίωσή τους.
5. Εφόσον, η Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από τις ενέργειες της προηγούμενης παραγράφου, εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα των πληροφοριών που της παρασχέθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1, αρνείται να εγγράψει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο του άρθρου 14 και ενημερώνει σχετικά το ίδρυμα πληρωμών χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
6. Το ίδρυμα πληρωμών μεριμνά ώστε οι αντιπρόσωποι του και τα υποκαταστήματά του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών.
7. Τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τη χρήση των αντιπροσώπων, περιλαμβανομένης της περίπτωσης χρήσης επιπλέον αντιπροσώπων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις ανωτέρω παραγράφους 3, 4 και 5.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να καθορίζει τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και ιδίως το περιεχόμενο της γνωστοποίησης των παραγράφων 1, 2 και 7, τα συνυποβαλλόμενα προς τούτο αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία γνωστοποίησης των εν λόγω πληροφοριών. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί τη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών με το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των σχετικών φυσικών προσώπων.