Άρθρο 15 – Διαιτητική Επίλυση Διαφορών

1. Κάθε διαφορά που απορρέει από ή σχετίζεται με το Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ του φορέα επένδυσης και του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένου και κάθε ζητήματος σχετικού με την ύπαρξη, το κύρος ή την καταγγελία αυτού, δύναται να παραπέμπεται και να επιλύεται οριστικώς με διαιτησία, που διεξάγεται σύμφωνα με τον «Κανονισμό Διαφάνειας στις δυνάμει Συνθήκης Διαιτησίες Επενδυτών-Κρατών» (Rules on Transparency in Treaty based Investor-State Arbitration) της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL), με την επιφύλαξη ειδικότερων συμφωνιών που μπορεί να ισχύουν μεταξύ των μερών.
2. To Διαιτητικό Δικαστήριο αποτελείται από τρεις (3) διαιτητές, συγκεκριμένα ένας (1) διαιτητής ορίζεται από το ελληνικό δημόσιο, ένας (1) διαιτητής ορίζεται από τον φορέα επένδυσης, ενώ ο πρόεδρος του διαιτητικού δικαστηρίου ορίζεται από τους δύο (2) διαιτητές. Τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας είναι η Αθήνα, και ως γλώσσα της διαιτητικής διαδικασίας ορίζεται η ελληνική. Κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας, κανένα εκ των μερών της επενδυτικής σύμβασης δεν δικαιούται να αναστείλει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εκ του Μνημονίου Συνεργασίας.
3. Η διαιτητική απόφαση φέρει πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι οριστική και αμετάκλητη και δεν υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, πλην της αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, σύμφωνα με τα άρθρα 897 έως 900 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί τίτλο εκτελεστό χωρίς να χρειάζεται να κηρυχθεί αυτό από τα τακτικά Δικαστήρια, και τα αντίδικα μέρη δεσμεύονται να συμμορφωθούν αμέσως με τους όρους της.