Άρθρο 115: Όροι ίδρυσης υποκαταστήματος (άρθρα 145 και 146 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

1. Ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος ενημερώνει για την πρόθεση της αυτή την Εποπτική Αρχή, υποβάλλοντας τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα:
α) την ονομασία του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα,
β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος,
γ) το όνομα του προσώπου το οποίο εξουσιοδοτείται να τη δεσμεύει έναντι τρίτων και να την αντιπροσωπεύει έναντι των αρχών, δικαστικώς και εξωδίκως (εφεξής καλούμενο «νόμιμος αντιπρόσωπος»).
δ) διεύθυνση αντικλήτου στο κράτος μέλος υποδοχής, από την οποία λαμβάνονται και στην οποία παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινοποιήσεων που απευθύνονται στο νόμιμο αντιπρόσωπο,
ε) σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει στο κράτος μέλος υποδοχής τον κλάδο 10 «Ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα», εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, τη δήλωση εγγραφής της στο αντίστοιχο γραφείο διεθνούς ασφάλισης και στο εθνικό ταμείο εγγυήσεων του κράτους μέλους υποδοχής.
2. Κάθε τροποποίηση των πληροφοριών που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τις περιπτώσεις (β), (γ) ή (δ) της παραγράφου 1 του παρόντος, γνωστοποιείται εγγράφως και με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στην Εποπτική Αρχή και στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους του υποκαταστήματος τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή, ώστε οι εποπτικές αρχές να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις εποπτείας του άρθρου 116 του παρόντος.
3. Ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, εφόσον η εποπτική αρχή καταγωγής της κοινοποιήσει στην Εποπτική Αρχή τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα:
α) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος,
β) πληρεξούσιο διορισμού του νομίμου αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος, ο οποίος πρέπει να έχει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει, έναντι τρίτων, την ασφαλιστική επιχείρηση και στην περίπτωση των Lloyd’s, τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές και να την ή τους αντιπροσωπεύει ενώπιον των ελληνικών αρχών και των δικαστηρίων. Εάν ο νόμιμος αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο πρέπει να ορίσει φυσικό πρόσωπο για την εκπροσώπησή του. Όσον αφορά στην περίπτωση των Lloyd’s, σε περίπτωση ενδεχόμενων διαφορών οι οποίες σχετίζονται με αναληφθείσες υποχρεώσεις, δεν πρέπει να προκύπτουν για τους ασφαλισμένους δυσχέρειες μεγαλύτερες από εκείνες που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν εάν οι διαφορές αυτές αφορούσαν συνήθεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
γ) διεύθυνση στην Ελλάδα, στην οποία θα ζητούνται και θα παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των κοινοποιήσεων που θα απευθύνονται στο νόμιμο αντιπρόσωπο,
δ) σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει στην Ελλάδα τον κλάδο 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα», εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, τη δήλωση εγγραφής της στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και το Επικουρικό Κεφάλαιο,
ε) την πιστοποίηση ότι η ασφαλιστική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 100 και 129 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ .
4. Κάθε τροποποίηση των υποβληθεισών πληροφοριών, υπό στοιχεία (α), (β) ή (γ) της παραγράφου του παρόντος άρθρου γνωστοποιείται εγγράφως στην Εποπτική Αρχή και στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή, ώστε οι εποπτικές αρχές να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις εποπτείας του άρθρου 116 του παρόντος.
5. Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τις διατάξεις δημοσίου συμφέροντος κατά το ελληνικό δίκαιο, εφόσον είναι αναγκαίο. Η ανωτέρω κοινοποίηση γίνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας διμήνου από την παραλαβή των πληροφοριών της παραγράφου 3 του παρόντος.
Το υποκατάστημα αρχίζει τις εργασίες μετά τη λήψη από την εποπτική αρχή καταγωγής των πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου και σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας.
6. Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο υποκαταστημάτων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε ευρωπαϊκή επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους ή τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.