Άρθρο 235: (άρθρο 273 και παράγραφος 2 του άρθρου 284 της Οδηγίας 2009/138/EK)Έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης

1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση. Η σχετική απόφαση αναγνωρίζεται χωρίς άλλες διατυπώσεις και παράγει τα αποτελέσματά της ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη μέλη. Η απόφαση αυτή μπορεί να λαμβάνεται ανεξάρτητα από τη λήψη ή διατήρηση μέτρων εξυγίανσης. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας διενεργείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 114 του παρόντος. Ανάλογες αποφάσεις των άλλων κρατών μελών, εφόσον λαμβάνονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, παράγουν αποτελέσματα στην Ελλάδα.
2. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει αμελλητί τις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών μελών καθώς και την ΕΑΑΕΣ για κάθε απόφαση περί έναρξης ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς και για τις ενδεχόμενες πρακτικές συνέπειες που μπορεί αυτή να συνεπάγεται.
3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. Παράβαση των διατάξεων αυτών επιφέρει τις ίδιες κυρώσεις και πρόστιμα στο πρόσωπο του ασφαλιστικού εκκαθαριστή όπως στην περίπτωση του Διοικητικού Συμβουλίου.
4. Τριάντα ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. Η Εποπτική Αρχή μπορεί με απόφασή της να παρατείνει, για ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια, το χρονικό διάστημα του πρώτου εδαφίου της παρούσας, για όσο χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος.
5. Εφόσον για κάποιο χαρτοφυλάκιο δεν βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος, η μεταβίβασή του γίνεται ύστερα από άδεια της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την διαδικασία της περίπτωσης (β) της παραγράφου 6 του άρθρου 28 του παρόντος.
6. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών κάθε πληροφόρηση για την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης άλλου κράτους μέλους. Αντιστοίχως, οι εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών μπορούν να ζητούν πληροφορίες για την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης από την Εποπτική Αρχή.
7. Ασφαλιστική επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιοδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

  • Α. Όσον αφορά τις προτεινόμενες προς ψήφιση διατάξεις του τέταρτου μέρους του κεφαλαίου Γ’ με τίτλο «Ασφαλιστική Εκκαθάριση» (άρθρα 235-248) του παρόντος σχεδίου νόμου παρατηρείται ότι έχουν υιοθετηθεί σε μεγάλο μέρος οι ρυθμίσεις του υφιστάμενου νομικού πλαισίου του νδ 400//1970 οι οποίες στη πράξη έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες. Τα άρθρα 267 έως και 295 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ αναφέρονται στην «ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ» είναι η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2001/17/ΕΚ στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ με τον «ΤΙΤΛΟ ΙV, ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ». Η Οδηγία 2001/17/ΕΚ ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το ΠΔ 332/2003. Παρά το γεγονός της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2001/17/ΕΚ στο ελληνικό δίκαιο αφού δεν έγιναν οι απαιτούμενες αλλαγές στο προϋπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, που αποτελούσε εθνική ρύθμιση, τα οξυμμένα προβλήματα των εκκαθαρίσεων συνέχισαν και συνεχίζουν να υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο δεν γίνονται οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις ώστε να εξυγιανθεί το περιβάλλον των εκκαθαρίσεων, όπως το προτείνουμε τα τέσσερα τελευταία χρόνια και παρά το γεγονός ότι το άρθρο 277 « Υποκατάσταση από σύστημα εγγυήσεως» της οδηγίας 2009/138/ΕΚ δίνει κατεύθυνση λύσης του προβλήματος.
    Ενδεικτικό για τα ανωτέρω είναι η διατήρηση των ρυθμίσεων που αφορά στην αποζημίωση παθόντων από αυτοκινητικά ατυχήματα για τις οποίες προβλέπεται ότι συνεχίζουν να αποζημιώνονται από Εισφορές του Επικουρικού Κεφαλαίου χωρίς να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα ρευστότητας που επιτρέπει τον προγραμματισμό εκταμιεύσεων σε προθεσμία 2 ετών.
    Και ενώ στο νομοσχέδιο προβλέπεται η ανωτέρω ρύθμιση για την αποζημίωση παθόντων από αυτοκινητικά ατυχήματα η αποζημίωση δικαιούχων για ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής συνεχίζει να ρυθμίζεται από ξεχωριστό νομικό πλαίσιο του ν. 3867/2010. Διατηρείται δηλαδή ακόμα και η πολυνομία των ρυθμίσεων των θεμάτων της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.
    Επομένως δίδεται η ευκαιρία στον εθνικό νομοθέτη να παρέμβει στο πλαίσιο των ρυθμίσεων για την ασφαλιστική εκκαθάριση διευκολύνοντας τόσο το εποπτικό έργο της αρμόδιας αρχής και διασφαλίζοντας την αμεσότερη και πιο αποτελεσματική λειτουργία των οργάνων εκκαθάρισης. Συνοπτικά σύμφωνα με το σχέδιο νόμου:

    • Συνεχίζεται η υποχρέωση εγγραφής των υποχρεώσεων της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης τόσο στον ισολογισμό της όσο και στον ισολογισμό του Επικουρικού Κεφαλαίου καθώς διατηρείται η λανθασμένη αρχή της υποκατάστασης της επιχείρησης από το Επικουρικό Κεφάλαιο (βλ. άρθρο «…υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις…»). Αποτέλεσμα αυτού είναι στα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία να παρουσιάζονται εις διπλούν οι ίδιες υποχρεώσεις, γεγονός που θέτει σε αμφιβολία τα στατιστικά στοιχεία που τίθενται σε διάθεση της εποπτικής αρχής.
    • Δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα ρευστότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου καθώς συνεχίζει να γίνεται αποδεκτό, ότι η καταβολή αποζημιώσεων θα γίνεται κατά προτεραιότητα από τους πόρους του Επικουρικού Κεφαλαίου και όχι από την περιουσία της εταιρείας που διατίθεται για την ικανοποίηση των εξόδων εκκαθάρισης η οποία -λόγω του προβλήματος ρευστότητας- αργεί να περατωθεί με την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων των ασφαλισμένων.
    • Σε συνέχεια των ανωτέρω διαπιστώνεται ότι δεν προσδιορίζονται – όπως για τις υφιστάμενες εκκαθαρίσεις στο 10%- το ποσοστό από την περιουσία της εταιρείας που δύναται να διατεθεί για έξοδα εκκαθάρισης προκειμένου το εναπομείναν να μπορεί να διατεθεί άμεσα για την ικανοποίηση των ασφαλισμένων.
    • Διατηρούνται δύο εγγυητικά σχήματα (ΕΚΙΑΖ και Επικουρικό) με το ανάλογο κόστος λειτουργίας.

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω :
    Προτείνεται η σύσταση ενός «ενιαίου» οργανισμού εγγύησης σε αντίθεση με το σημερινό καθεστώς σύμφωνα με το οποίο η κάλυψη σε ασφαλισμένους και δικαιούχους αποζημίωσης παρέχεται από δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους νομικές οντότητες. . Επιπλέον ο οργανισμός θα εγγυάται την κάλυψη των ασφαλισμένων σε κάθε περίπτωση αφερεγγυότητας ασφαλιστικής εταιρίας (ασφαλιστήρια ζωής και αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων) σε αντίθεση με το ισχύον νομικό καθεστώς, το οποίο προβλέπει την υποκατάσταση στις υποχρεώσεις της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης από τα δύο ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα, γεγονός που οδηγεί στη διόγκωση του παθητικού των δύο οργανισμών της τάξεως του 1 δις Ευρώ. Η διατήρηση του υπάρχοντος νομικού καθεστώτος είναι αυτή που υποχρεώνει την εγγραφή των υποχρεώσεων αυτών και στον ισολογισμό της εκκαθάρισης.
    Η συγκέντρωση της υποχρέωσης κάλυψης σε έναν φορέα κρίνεται επίσης απαραίτητη σε αυτή τη χρονική στιγμή καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν διευρυνθεί οι συζητήσεις για την ανάγκη έκδοσης Οδηγίας για την υποχρεωτική σύσταση και λειτουργία φορέων που θα καλύπτουν τις περιπτώσεις αφερεγγυότητας. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η χώρα μας είναι από τις λίγες που έχει ήδη κάλυψη για τους βασικούς τομείς της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων αλλά και τη ζωή, κρίνεται σκόπιμο αυτές οι καλύψεις να συγκεντρωθούν σε ένα φορέα. Ο φορέας αυτός θα μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιεσδήποτε απαιτήσεις τυχόν προκύψουν από κάποια ευρωπαϊκή οδηγία πολύ πιο εύκολα και άμεσα απ’ ότι δύο φορείς (Επικουρικό και Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής) οι οποίοι λειτουργούν διαφορετικά και έχουν πολλές ανομοιότητες στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους.
    Ειδικότερα, η δημιουργία ενός ενιαίου φορέα σε σύγκριση με τους δύο που υπάρχουν – ή και περισσότερους μελλοντικά εάν γίνει υποχρεωτική η κάλυψη και άλλων κλάδων ασφάλισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο – θα μειώσει αισθητά το λειτουργικό κόστος του εγγυητικού μηχανισμού στη χώρα μας. Επιπλέον, και λόγω του υψηλού βαθμού εξειδίκευσης που απαιτείται για τη διοίκηση ενός τέτοιου οργανισμού θα διασφαλιστεί η βέλτιστη διοικητική οργάνωση και λειτουργία του αντιμετωπίζοντας καλύτερα τα θέματα που προκύπτουν σε όλο το φάσμα της ασφαλιστικής αγοράς. Τέλος, η ύπαρξη ενός ενιαίου φορέα με σωστότερη, πιο ολοκληρωμένη, και τελικά αποτελεσματικότερη οργάνωση θα συνδράμει στην επίτευξη του στόχου της εποπτικής αρχής, η οποία θα μπορεί ευκολότερα να επιτελέσει τον εποπτικό της ρόλο.
    Όσον αφορά το πλαίσιο λειτουργίας του νέου φορέα προτείνονται ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης των ζητημάτων που προκύπτουν από την αφερεγγυότητα ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα:
    Προτείνεται ο νέος πλέον φορέας (προτείνεται η επωνυμία Εγγυητικό Κεφάλαιο, βλ. παρακάτω) να καταβάλλει τα ποσά που θα εγγυάται στον εκκαθαριστή προκειμένου αυτός με τη σειρά του να καταβάλει στους ασφαλισμένους στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης (βλ. παρακάτω πρόταση για τροποποίηση άρθρου 242). Η αλλαγή αυτή στον τρόπο αποζημίωσης των ασφαλισμένων κρίνεται σκόπιμη καθώς, θα συμβάλλει ουσιαστικά στη μείωση του κόστους λειτουργίας του φορέα αφού δε θα είναι αυτός που θα υπολογίζει τις αποζημιώσεις, θα διακανονίζει τις ζημίες ή θα υπεισέρχεται σε υποχρεώσεις της υπό εκκαθάριση εταιρία με αποτέλεσμα υπέρογκα δικαστικά έξοδα. Η μείωση του λειτουργικού κόστους του νέου φορέα θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση των διαθεσίμων του τα οποία θα διατίθενται για την κάλυψη ζημιωθέντων ασφαλισμένων.
    Επιπλέον, με στόχο τη σημαντική βελτίωση της θέσης του δικαιούχου προτείνεται να θεσμοθετηθεί υποχρέωση του εκκαθαριστή εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της οριστικοποιημένης λίστας απαιτήσεων να αιτηθεί στο Εγγυητικό τη καταβολή του ποσού εγγύησης προκειμένου αυτό άμεσα να αποδοθεί στο δικαιούχο. Έτσι ο τελευταίος θα ικανοποιείται -μερικώς βέβαια- σε συντομότερο χρονικό διάστημα από τον νέο φορέα, για δε το υπερβάλλον της εγγύησης ποσό ο δικαιούχος θα δύναται να στραφεί κατά της περιουσίας της εκκαθάρισης. Ειδικά όσον αφορά την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτων η δυνατότητα αυτή δεν παρέχεται σήμερα στον ασφαλισμένο με αποτέλεσμα για το υπερβάλλον της εγγύησης ποσό να πρέπει να στραφεί κατά του υπαιτίου ιδιώτη, γεγονός που καθιστά τη διεκδίκηση της απαίτησης του ατελέσφορη.
    Σχετικά με το ύψος της εγγύησης προτείνεται να υιοθετηθούν τα όρια αποζημίωσης που εισήγαγαν οι ν. 4092/2013 και ν. 3867/2010 ως υποχρέωση του Επικουρικού Κεφαλαίου και του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής αντίστοιχα.
    Προτείνεται επίσης, να μη θεσμοθετηθεί για το νέο φορέα διαδικασία προσπάθειας μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής υπό εκκαθάριση εταιρίας, καθώς με τις τροποποιήσεις της Οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», πριν το έσχατο μέτρο της ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής εταιρίας και την κήρυξή της ως αφερέγγυα, έχει προηγηθεί προσπάθεια μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής από το Διαχειριστή (βλ. άρθρα 228 επ.). Η προσπάθεια μεταβίβασης από το νέο φορέα σε αυτή την περίπτωση θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την καθυστέρηση αποζημίωσης των ζημιωθέντων ασφαλισμένων και δικαιούχων αποζημίωσης και την πιθανή επιβάρυνση του εγγυητικού σχήματος με το επιπλέον κόστος υπερημερίας.
    Όσον αφορά τις εισφορές προς το νέο φορέα προτείνεται να καταβάλλονται τακτικά από τις ασφαλιστικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο αυτοκινήτων αλλά και στον κλάδο ζωής και να τηρούνται σε δύο (2) διαφορετικούς λογαριασμούς, τον «Λογαριασμό Ζωής» και τον «Λογαριασμό Αρωγής». Σκοπός είναι να εξασφαλιστεί ότι ο κάθε λογαριασμός θα χρησιμοποιείται για την κάλυψη ασφαλισμένων του αντίστοιχου κλάδου. Τα ποσοστά βάσει των οποίων θα υπολογίζονται οι εισφορές προτείνεται να παραμείνουν για τις καλύψεις του κλάδου ζωής και ατυχημάτων – υγείας του άρθρου 4 του παρόντος νόμου στα ίδια επίπεδα προκειμένου να μην επιβαρυνθούν υπέρμετρα οι ασφαλιστικές εταιρίες, δεδομένου και του βάρους προσαρμογής στις απαιτήσεις της Οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ».
    Ειδικότερα όμως για τις εισφορές του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων προτείνεται αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των εισφορών. Σκοπός της αλλαγής αυτής είναι η απεξάρτηση του ύψους εσόδων τα του νέου φορέα από την παραγωγή ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων καθώς στο πρόσφατο παρελθόν έχει παρατηρηθεί αύξηση των στόλων επιχειρήσεων με ταυτόχρονη μείωση της παραγωγής τους. Προκειμένου ο νέος φορέας να διασφαλίσει την επάρκεια των εσόδων του ανεξάρτητα από την διάθεση και την ετοιμότητα κάθε επιχείρησης να αυξομειώσει την έκθεση της στο ρίσκο των ασφαλίσεων αστικής ευθύνης προτείνεται η κατ΄ αποκοπήν «τιμολόγηση» της εισφοράς ανάλογα με την κατηγορία οχημάτων. Οι κατηγορίες οχημάτων θα είναι οι εξής: Επιβατικά Ιδιωτικής χρήσεως, επιβατικά δημοσίας χρήσεως, μηχανήματα έργου, μοτοποδήλατα, αγροτικά μηχανήματα, ταξί, λεωφορεία, φορτηγά ιδιωτικής χρήσεως, φορτηγά δημοσίας χρήσεως.
    Προκειμένου να διασφαλιστεί η επάρκεια του ποσού της κατ΄ αποκοπήν εισφοράς προτείνεται να υιοθετηθεί ετήσια ρήτρα αναπροσαρμογής με βάση το γενικό δείκτη καταναλωτή.
    Στο πλαίσιο, μάλιστα, εναρμόνισης όλης της ευρωπαϊκής ασφαλιστικής αγοράς στην Οδηγία «Φερεγγυότητα ΙΙ» προτείνεται να θεσπιστούν κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης για το νέο φορέα, γεγονός που θα αυξήσει την αξιοπιστία του και προς τις ασφαλιστικές εταιρίες/ μέλη του αλλά και τους καταναλωτές/ ασφαλισμένους. Επιπλέον, στο ίδιο αυτό πλαίσιο ο νέος φορέας θα ακολουθεί εναρμονισμένες πρακτικές οικονομικής διαχείρισης.
    Αναφορικά με τη διοίκηση του νέου φορέα προτείνεται να θεσπιστεί πλέον Διοικητικό Συμβούλιο και όχι Διαχειριστική Επιτροπή προκειμένου να δοθεί μεγαλύτερο κύρος στον φορέα αλλά και στις αποφάσεις της διοίκησης. Επίσης, προστίθεται στο διοικητικό συμβούλιο εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών προκειμένου να εξασφαλιστεί και η αξιοπιστία της κρατικής εποπτείας σε ένα οργανισμό που σκοπό έχει την προστασία των ασφαλισμένων.
    Τέλος, προτείνεται ο οργανισμός εγγύησης να συσταθεί με τροποποίηση του σκοπού και της λειτουργίας του ήδη υπάρχοντος Εγγυητικού Κεφαλαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής (ν. 3867/2010, ΦΕΚ Α’ 128) και να συμπεριληφθεί στις τροποποιούμενες διατάξεις του άρθρου 279, προκειμένου να αποφευχθούν πολλαπλές διατάξεις (λ.χ. διάλυση Εγγυητικού Κεφαλαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής, τροποποίηση Επικουρικού Κεφαλαίου και ιδρυτικός νόμος νέου φορέα) που ουσιαστικά θα έχουν τον ίδιο σκοπό.

    Β. Όσον αφορά τιε διαδικασίες εκκαθάρισης προτείνονται τα εξής:
    (Άρθρο 235, παρ. 4 και 5) Στην υποχρεωτική μεταβίβαση χαρτοφυλακίου θα πρέπει ο χρόνος εναντίωσης να περιοριστεί σε ένα μήνα ώστε να μην δίδεται καμιά παράταση στη λύση ασφαλιστικών συμβάσεων πέραν του μηνός μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας διότι θα προκύψουν θέματα χρηματοδοτήσεων από το Εγγυητικό Κεφάλαιο.
    Δεν χωρεί η συνέχιση της διαδικασίας μεταβίβασης χαρτοφυλακίου εν ζωή που προβλέπει το άρθρο 228 ως μέτρο εξυγίανσης μετά τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Η ενεργοποίηση των μέτρων εξυγίανσης κατατείνει εξ ορισμού στην προσπάθεια επανόδου μιας λειτουργούσας επιχείρησης σε βιώσιμη τροχιά. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας η εφαρμογή τους καθίσταται άνευ αντικειμένου. Κατά συνέπεια, η πρόταση μας συνίσταται στην πρόβλεψη ότι στην περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, τερματίζεται αυτοδίκαια η διαδικασία μεταβίβασης χαρτοφυλακίου του άρθρου 228 του σχεδίου, εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι τότε, και εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 235 παρ.5 του ιδίου σχεδίου.

    (Άρθρο 236, παρ. 2) Θεωρούμε ότι η παρ.2 από συστηματική άποψη θα πρέπει να ενταχθεί στο άρθρο 231 ως παρ.2. Προτείνεται να ελεγχθεί η μεταφορά της στο εν λόγω άρθρο.
    (Άρθρο 237, παρ.3) Προτείνεται η προσθήκη παρ. 3 προκειμένου να εισαχθούν κριτήρια για τον διορισμό εκκαθαριστών συμβάλλοντας στη διαφάνεια της διαδικασίας διορισμού.
    (Άρθρο 239, παρ. 1 ) Προτείνεται να δίνεται η δυνατότητα μεταβίβασης των εκκρεμών ζημιών από τον εκκαθαριστή και μετά από άδεια της εποπτικής αρχής με σκοπό την ταχύτερη ικανοποίηση των απαιτήσεων ασφαλισμένων αλλά και την επιτάχυνση των διαδικασιών λήξης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.

    (Άρθρο 240 παρ. 1 ). Προτείνεται να καθοριστεί μέγιστο ποσοστό δαπανών εκκαθάρισης επί του συνόλου της περιουσίας της εταιρίας στο 10% αυτής προκειμένου η οικονομική διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και δαπανών της εκκαθάρισης να ασκείται εντός συγκεκριμένου πλαισίου η τήρηση του οποίου θα εναπόκειται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο καθορισμός συγκεκριμένου ποσοστού διευκολύνει τον άμεσο προσδιορισμό του ποσοστού της περιουσίας, που δεν προβλέπεται για την ικανοποίηση του προνομίου των εξόδων εκκαθάρισης και έτσι μπορεί άμεσα να διατεθεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ασφαλισμένων. Σε αυτή την περίπτωση με δεδομένη την ανεπάρκεια των περιουσιακών στοιχείων της υπό εκκαθάριση τεθείσας ασφαλιστικής επιχείρησης κρίνεται ατελέσφορή η ρύθμιση της παραγράφου 1 όπου αναφέρεται ρητά το προνόμιο του Εγγυητικού επί των στοιχείων του ενεργητικού και προτείνεται για πρακτικούς λόγους η διαγραφή του.
    (Άρθρο 242) Προτείνεται ο εκκαθαριστής να ενημερώνει το νέο φορέα εγγύησης ως προς την αναλυτική κατάσταση με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις ζωής και αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και ο τελευταίος να καταβάλει στον εκκαθαριστή το ποσό της εγγύησης που αντιστοιχεί σε κάθε δικαιούχο με βάση την κατάσταση αυτή και σύμφωνα με τα ανώτατα ποσά εγγύησης που θα προβλέπονται στο άρθρο 235 του παρόντος. Μέχρι του ποσού που καταβάλλει ως εγγύηση, ο νέος φορέας θα υποκαθίσταται στο προνόμιο των ασφαλισμένων για απαιτήσεις από ασφάλιση. Η πρόταση αυτή αποτελεί ουσιαστική καινοτομία στις διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης αφού για πρώτη φορά θα καθορίζεται χρονοδιάγραμμα και υποχρέωση του εγγυοδοτικού οργανισμού προκειμένου για τη καταβολή του ποσού εγγύησης στους δικαιούχους.

    (Αρθρο 248) Προτείνεται ολική αναδιατύπωση του άρθρου προκειμένου να συνάδει με το σύνολο των αλλαγών που προτείνονται.
    Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στην ουσιαστική πρόταση, οι απαιτήσεις έναντι των υφιστάμενων κατά την 31.12.2015 εκκαθαρίσεων να ισχύουν πλέον έναντι του εκκαθαριστή της κάθε εταιρίας και το Επικουρικό Κεφάλαιο και το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής (το ενιαίο σχήμα εν προκειμένω) να μην υπεισέρχονται πλέον στις υποχρεώσεις των υπό εκκαθάριση ασφαλιστικών εταιριών. Οι απαιτήσεις αυτές προτείνεται να τελούν πλέον υπό την εγγύηση του νέου φορέα. Όσον αφορά την περιουσία των υπό εκκαθάριση εταιριών προβλέπεται η διαχείριση αυτής να παραμείνει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εκκαθαριστή ο οποίος υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής θα πρέπει να αναλάβει τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων ενεργειών προκειμένου για τη ρευστοποίηση της περιουσίας εντός του χρονοδιαγράμματος που υποχρεούται με την ίδια διάταξη να υποβάλει προκειμένου για τη περαίωση τη εκκαθάρισης.

    Προτείνεται η αναδιατύπωση της διάταξης ως εξής:

    Άρθρο 235
    (άρθρο 273 και παράγραφος 2 του άρθρου 284 της Οδηγίας 2009/138/EK)
    Έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης
    1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση. Η σχετική απόφαση αναγνωρίζεται χωρίς άλλες διατυπώσεις και παράγει τα αποτελέσματά της ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη μέλη. Η απόφαση αυτή μπορεί να λαμβάνεται ανεξάρτητα από τη λήψη ή διατήρηση μέτρων εξυγίανσης. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας διενεργείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 114 του παρόντος. Ανάλογες αποφάσεις των άλλων κρατών μελών, εφόσον λαμβάνονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, παράγουν αποτελέσματα στην Ελλάδα. Με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ενεργοποιείται αυτοδίκαια ο μηχανισμός παρέμβασης του «Εγγυητικού Κεφαλαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης» (εφεξής «Εγγυητικό Κεφάλαιο») του νόμου 3867/2010 όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 24 του άρθρου 279 του παρόντος νόμου, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τον ανωτέρω νόμο προϋποθέσεις. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο εγγυάται, στην περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, την καταβολή ποσού στα αρμόδια όργανα της εκκαθάρισης για την αποζημίωση απαιτήσεων ανά δικαιούχο από ασφάλιση, ως εξής:
    α. Κλάδος αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων
    Για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης το Εγγυητικό Κεφάλαιο εγγυάται ποσό που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Το συνολικό ποσόν της εγγύησης καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα :
    i) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής,
    ii) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ,
    iii) για αποζημίωση ύψους από 10.000 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατο όριο 8.750 ευρώ,
    iv) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ,
    v) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ,
    vi) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ.

    Το Εγγυητικό Κεφάλαιο εγγυάται την καταβολή ποσού και πέραν των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία, η φύση και ο βαθμός της οποίας, καθώς και το ύψος αποζημίωσης, θα οριστούν κατά περίπτωση με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ). Η ανωτέρω γνώμη διατυπώνεται εντός 30 ημερών από την περιέλευση στο ΚΕΠΑ του σχετικού αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των 30 ημερών, η κοινή υπουργική απόφαση εκδίδεται χωρίς τη γνώμη αυτή.

    Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου για τις οποίες εγγυάται το Εγγυητικό Κεφάλαιο χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση.
    Το υπόλοιπο ποσόν της απαίτησης, που δεν έχει καταβάλει το Εγγυητικό Κεφάλαιο, ικανοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 4 του παρόντος.

    β. Ασφαλίσεις Ζωής
    Το Εγγυητικό Κεφάλαιο εγγυάται ασφαλιστικές απαιτήσεις που πηγάζουν από όλα τα συμβόλαια ασφάλισης ζωής του άρθρου 5 του παρόντος νόμου που καταρτίσθηκαν ή διενεργήθηκαν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος – Μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. μέσω υποκαταστήματος ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εκτός των συμπληρωματικών καλύψεων νοσοκομειακής περίθαλψης Ειδικά για τις εκκρεμείς διαδικασίες που αφορούν ασφαλιστικές επιχειρήσεις κλάδου ζωής των οποίων η άδεια ανακλήθηκε πριν από τον Αύγουστο του έτους 2010 ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 3867/2010.

    Το ποσό της εγγύησης καταβάλλεται για τις ατομικές ασφαλίσεις ανά ασφαλιστήριο και για τις ασφαλίσεις με περισσότερους από έναν ασφαλισμένο, των ομαδικών ασφαλίσεων συμπεριλαμβανομένων, ανά ασφαλιστήριο και ασφαλισμένο. Η εγγύηση ισούται με το 100% της απαίτησης από την καλυπτόμενη ασφάλιση και μέχρι το ποσό των 60.000 ευρώ για θάνατο και μόνιμη ολική αναπηρία και το ποσό των 30.000 ευρώ για κάθε άλλη περίπτωση, της εξαγοράς ασφαλιστηρίου συμπεριλαμβανόμενης.

    Το ποσό της απαίτησης από ασφάλιση υπολογίζεται από τον εκκαθαριστή σύμφωνα με τους νόμιμους και συμβατικούς όρους κάθε συμβολαίου και κάθε απαίτησης παροχών (εκκρεμών ή πληρωτέων) κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης.

    Η Εποπτικής Αρχή με απόφαση της, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προβαίνει στις απαραίτητες αναλογιστικές πράξεις και προσαρμογές των όρων των συμβολαίων ασφάλισης ζωής που τυχόν παραβιάζουν την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία ή αντιβαίνουν στο δημόσιο συμφέρον,

    Το υπόλοιπο ποσόν της απαίτησης που δεν έχει καταβληθεί από το Εγγυητικό Κεφάλαιο ικανοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 4 του παρόντος.

    2. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει αμελλητί τις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών μελών καθώς και την ΕΑΑΕΣ για κάθε απόφαση περί έναρξης ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς και για τις ενδεχόμενες πρακτικές συνέπειες που μπορεί αυτή να συνεπάγεται.
    3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. Παράβαση των διατάξεων αυτών επιφέρει τις ίδιες κυρώσεις και πρόστιμα στο πρόσωπο του ασφαλιστικού εκκαθαριστή όπως στην περίπτωση του Διοικητικού Συμβουλίου.
    4. Τριάντα ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της.
    5. Εφόσον κατά την έκδοση της απόφασης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για κάποιο χαρτοφυλάκιο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος, η σχετική διαδικασία παύει αυτοδίκαια και η μεταβίβασή του δύναται να γίνει ύστερα από άδεια της Εποπτικής Αρχή σύμφωνα με την διαδικασία της περίπτωσης (β) της παραγράφου 6 του άρθρου 28 του παρόντος, κατόπιν αιτήματος του εκκαθαριστή. Σε περίπτωση μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 1 του παρόντος το Εγγυητικό Κεφάλαιο δύναται να εγγυηθεί την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού μεταξύ υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων και πάντα έως του ποσού που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
    6. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών κάθε πληροφόρηση για την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης άλλου κράτους μέλους. Αντιστοίχως, οι εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών μπορούν να ζητούν πληροφορίες για την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης από την Εποπτική Αρχή.
    7. Ασφαλιστική επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιοδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.