Άρθρο 104: Η αρχή του συνετού επενδυτή (άρθρο 132 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

1. Oι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με την αρχή του συνετού επενδυτή, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος.
2. Αναφορικά με το σύνολο του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών τους στοιχείων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν μόνο σε περιουσιακά στοιχεία και τίτλους, τους κινδύνους των οποίων είναι δυνατόν επαρκώς να εντοπίζουν, μετρούν, παρακολουθούν, διαχειρίζονται, ελέγχουν και αναφέρουν, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα υπόψη στην αξιολόγηση των συνολικών αναγκών φερεγγυότητάς τους σύμφωνα με την περίπτωση (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του παρόντος.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως δε εκείνα που καλύπτουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, επενδύονται με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, την ποιότητα, την ρευστότητα και την κερδοφορία χαρτοφυλακίου ως συνόλου. Επιπλέον, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία επενδύονται σε τόπο και με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται διαρκώς η διαθεσιμότητά τους.
Τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων επενδύονται επιπλέον των ανωτέρω αρχών και με τρόπο κατάλληλο προς τη φύση και την οικονομική μέση διάρκεια (duration) των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Τα στοιχεία αυτά επενδύονται με γνώμονα το συμφέρον όλων των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, λαμβανομένου υπόψη κάθε γνωστοποιημένου σκοπού της ασφαλιστικής σύμβασης.
Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων, διασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις πραγματοποιούνται προς το καλύτερο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση.
3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για αντίκρισμα ασφαλιστικών συμβάσεων ζωής, όπου ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλομένους, εφαρμόζονται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
Όταν οι παροχές που προβλέπονται από μια σύμβαση συνδέονται άμεσα με την αξία μεριδίων σε κάποιον OΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο ν.4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250) ή στην Οδηγία 2009/65/ΕΚ, ή με την αξία περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε κάποιο εσωτερικό κεφάλαιο που τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνήθως διηρημένο σε μερίδια, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικρίζονται κατά το μέγιστο δυνατόν από τα μερίδια αυτά ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθοριστεί μερίδια, από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.
Όταν οι παροχές που προβλέπονται από κάποια σύμβαση συνδέονται άμεσα με δείκτη μετοχών ή κάποια άλλη αξία αναφοράς εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικρίζονται από τα μερίδια που προορίζονται να αντιπροσωπεύουν την αξία αναφοράς ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθορισθεί μερίδια, από περιουσιακά στοιχεία κατάλληλης εξασφάλισης και εμπορευσιμότητας που αντιστοιχούν κατά το μέγιστο δυνατόν με εκείνα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς.
Όταν οι παροχές που αναφέρονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο περιλαμβάνουν εγγύηση επενδυτικής απόδοσης ή κάποια άλλη εγγυημένη παροχή, τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων πρόσθετων τεχνικών προβλέψεων υπόκεινται στην παράγραφο 4 του παρόντος.
4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος, για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από την προηγούμενη παράγραφο 3, εφαρμόζονται το δεύτερο έως και το πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
Η χρήση παράγωγων μέσων είναι δυνατή εφόσον τα μέσα αυτά συμβάλλουν στο μετριασμό των κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου.
Οι επενδύσεις και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά διατηρούνται σε συνετά επίπεδα.
Τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται κατάλληλα με τρόπο ώστε να αποφεύγεται υπερβολική εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, εκδότη ή ομάδα επιχειρήσεων, ή γεωγραφική περιοχή καθώς και η υπερβολική συσσώρευση κινδύνων στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.
Οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη, ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν πρέπει να εκθέτουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου.