Άρθρο 47: Υποχρεώσεις των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων – Καθήκοντα Ελεγκτών (άρθρο 72 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

1.Οι ορκωτοί ελεγκτές−λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούνται, αναφορικά με την επιχείρηση που ελέγχουν, να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Εποπτική Αρχή κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν:
α) να αποτελεί ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση εργασιών ασφάλισης ή αντασφάλισης,
β) να θίξει τη συνέχεια της λειτουργίας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών της καταστάσεων ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών,
δ) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας,
ε) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.
Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά στα γεγονότα και στις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην παρούσα παράγραφο έργου τους σε επιχείρηση που διατηρεί στενούς δεσμούς κατά την έννοια της παραγράφου 17 του άρθρου 3 του παρόντος, με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.
2. Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Εποπτική Αρχή με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3693/2008 (ΦΕΚ Α’ 174) για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων:
α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−λογιστών που διενεργούν είτε τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή, μετά από σχετική πρόσκληση αυτής που απευθύνεται και στην εν λόγω επιχείρηση, σχετικά με τις κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία:
αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές−λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
αβ) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του συστήματος διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος,
αγ) αφορούν στοιχεία ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέκυψαν από τον έλεγχο και που επηρεάζουν αρνητικά, σε σημαντικό βαθμό, τις οικονομικές καταστάσεις της ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος.
β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η ενημέρωση που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση (α), πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Εποπτικής Αρχής και των ορκωτών ελεγκτών−λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία αφορά ο έλεγχος.
3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Εποπτική Αρχή γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, ούτε επιφέρει καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.
4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται επιπρόσθετα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος και τίθενται επιπρόσθετες αρμοδιότητες στα πρόσωπα αυτά και καθορίζεται ο χρόνος των τακτικών συναντήσεων της περίπτωσης (α) της παραγράφου 2 του παρόντος.