Άρθρο 279: Καταργούμενες διατάξεις και τροποποιούμενες διατάξεις

1. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 καταργείται το ν.δ/γμα 400/70 (ΦΕΚ Α’ 10) και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτό νοείται εφεξής αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 καταργούνται:
α) τα άρθρα 2, 4, 5 και 6 του ν.δ/τος 551/1970 (ΦΕΚ Α 114),
β) τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του Ν. 1380/1983 (ΦΕΚ Α 101),
γ) η παράγραφος 2 του άρθρου 17 του Ν. 1796/1988 (ΦΕΚ Α 152),
δ) το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης (α) της παραγράφου 6 του άρθρου 4θ του ν. 2251/94 (ΦΕΚ Α’ 191),
ε) το άρθρο 33 του Π.Δ. 252/1996 (ΦΕΚ Α’ 186)
στ) τα άρθρα 1 ως και 12 του Ν. 3229/2004 (ΦΕΚ Α 38),
ζ) οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5 το άρθρο 1 του ν. 3867/2010 (ΦΕΚ Α 128),
η) το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Ν.2496/1997
θ) το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν.1569/1985 (ΦΕΚ Α’183)
3. Οι κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς, ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή της αμέσου εφαρμογής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου.
4. Οι ακόλουθες κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς,Υφυπουργούς ή αρμόδιες αρχές καταργούνται από την 1 Ιανουαρίου 2016:
α) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ4-5845/1986 (ΦΕΚ ΑΕ&ΕΠΕ 3369),
β) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4298/1995 (ΦΕΚ Β’ 505),
γ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-3974/11-10-1999 (ΦΕΚ ΑΕ&ΕΠΕ 8334),
δ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-7714/5-2-2001 (ΦΕΚ Β’ 119),
ε) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4382/07-06-2001 (ΦΕΚ Β’ 847),
στ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-9124/5-12-2001 (ΦΕΚ Β’ 1616),
ζ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4814/11-06-2004 (ΦΕΚ Β’ 860),
η) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 133/3/19-12-2008 (ΦΕΚ Β’ 2577),
θ) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 143/7/30-04-2009 (ΦΕΚ Β’ 922),
ι) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 144/2/07-05-2009 (ΦΕΚ Β’ 1354),
ια) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 3/5/26-1-2011 (ΦΕΚ B’ 706),
ιβ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 37/6/20-04-2012 (ΦΕΚ Β 1662),
ιγ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 49/21/12-09-2012 (ΦΕΚ Β 3102),
ιδ) η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 30/30-09-2013 (ΦΕΚ Β’ 2556).
5. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Ως ειδικευμένος εμπειρογνώμονας της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 καθορίζεται αποκλειστικά ο αναλογιστής, το επάγγελμα του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος. Το επάγγελμα του αναλογιστή, του οποίου, αντικείμενο αποτελούν οι αρμοδιότητες ελέγχου των εργασιών του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 εντός του συστήματος εσωτερικού ελέγχου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 266 και 267 του ανωτέρω Κανονισμού, ασκείται ελεύθερα μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία έναρξης του στη Διεύθυνση Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων, της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής, του Υπουργείου Οικονομικών, εφεξής «Αρμόδια Διοικητική Αρχή». Η αναγγελία του προηγούμενου εδαφίου συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Η Αρμόδια Διοικητική Αρχή μπορεί εντός τριών (3) μηνών από την αναγγελία έναρξης του επαγγέλματος από τον ενδιαφερόμενο, να απαγορεύσει την έναρξη του επαγγέλματος του αιτούντος, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία. Εφόσον πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή εγγράφει τον αιτούντα στο Μητρώο Αναλογιστών του άρθρου 6 του παρόντος.

2. Στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή, ενημερώνει εγγράφως τον ενδιαφερόμενο, ότι δεν είναι δυνατή η εγγραφή του στο μητρώο, γνωστοποιώντας και τους σχετικούς λόγους».
6. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Συνιστάται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, πενταμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο πιστοποιημένων αναλογιστών, το οποίο αποτελείται από:
α) Έναν Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον αναπληρωτή του.
β) Έναν Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τον αναπληρωτή του.
γ) Τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεωντης Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
δ) ένας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
ε) Έναν πιστοποιημένο αναλογιστή με ελάχιστη αναλογιστική εμπειρία 10 ετών, με τον αναπληρωτή του, ο οποίος επιλέγεται μετά από κλήρωση.
Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ο αρχαιότερος εκ των δύο Παρέδρων και γραμματέας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
Η θητεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής με δυνατότητα ανανέωσης.»
7. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του ν.2496/1997 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του συμβαλλόμενού της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου,
α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α, β, γ και δ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση),
β) είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περιπτώσεις ε ως και θ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ.
2. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον:
α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο,
β) τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης,
γ) το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, στην περίπτωση α της παρ. 1 του παρόντος,
δ) το είδος των κινδύνων ή των εκτελούμενων εργασιών,
ε) το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό),
στ) τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης,
ζ) το εφάπαξ ή το αρχικό ασφάλιστρο και
η) το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.»
8. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 η παράγραφος 2 του άρθρου 6 του ν.2496/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστους δίνει το δικαίωμα στον ασφλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελια γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυς΄τερηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά την πάροδο δύο (2) εβδομάδων για ασφαλίσεις με διάρκεια μέχρι και ενός (1) έτους, και μετά την πάροδο ενός (1) μηνός για ασφαλίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός (1) έτους, από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης.»
9. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 η περίπτωση (θ) του άρθρου 1 του κ.ν.489/1976 αντικαθίσταται ως εξής:
«Κέντρο πληροφοριών είναι η υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και ορίζεται στο άρθρο 27β του παρόντος».
10. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 η παράγραφος 1 του άρθρου 27β του κ.ν.489/1976 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το κέντρο πληροφοριών αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων του άρθρου 16 του παρόντος».
11. Από την 1 Ιανουαρίου 2016, όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται το άρθρο 120 του ν.δ/τος 400/70, εφεξής νοείται το άρθρο 256 του παρόντος.
12. Από την 1 Ιανουαρίου 2016, η υποπερίπτωση (β) της περίπτωσης (Α) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του π.δ. 190/2006 (ΦΕΚ Α΄196) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας του άρθρου 12 του ν.4175/ 2013 (ΦΕΚ Α΄ 170), το οποίο ανανεώνεται ετησίως με μέριμνα του ιδίου και πιστοποιητικό ποινικού μητρώου γενικής χρήσης το οποίο αναζητείται αυτεπάγγελτα και ανανεώνεται κάθε δύο έτη από το οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο ή το Επαγγελματικό Τμήμα του Ενιαίου Επιμελητήριου και από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για οποιοδήποτε κακούργημα ή για πλημμέλημα για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας, απιστίας, ψευδορκίας, δόλιας χρεοκοπίας, καταδολίευσης δανειστών, τοκογλυφίας, καθ` υποτροπή έκδοση ακάλυπτων επιταγών.»
13. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ή «ΕΠ.Ε.Ι.Α.» νοείται εφεξής η Εποπτική Αρχή.

  • Προκειμένου για την εφαρμογή των εν γένει προτάσεων και ειδικότερα των ρυθμίσεων που προτείνονται στο άρθρο 235, στο παρόν άρθρο δέον να προστεθούν τα εξής:

    » 14. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 12α του ν.δ 400/70, όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής: «‘Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παρ. 7 του παρόντος από τον χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, οι εγγραφές στα μητρώα της επιχείρησης δεν μεταβάλλονται χωρίς προηγούμενη άδεια της Εποπτικής Αρχή , εκτός των διορθώσεων προφανών ή τεχνικών λαθών. Οποιαδήποτε ελεύθερη περιουσία της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία δεσμεύθηκε με απόφαση της εποπτικής αρχής, κατανέμεται αναλογικά από τον εκκαθαριστή, με κριτήριο τα ελλείμματα ανά κλάδο ασφάλισης .
    15. Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του ν.δ 400/70, όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής: «Επί της περιουσίας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης ακολουθείται η εξής σειρά προνομίων:
    (α) έξοδα εκκαθάρισης και αμοιβές ασφαλιστικού εκκαθαριστή, εφόσον δεν υπερβαίνουν το 10% της συνολικής περιουσίας της επιχείρησης, όπως αυτή απεικονίζεται στον ισολογισμό έναρξης της εκκαθάρισης. Κατά παρέκκλιση του προηγούμενου εδαφίου, με απόφαση της Εποπτικής Αρχή , κατόπιν σχετικής εισήγησης του εκκαθαριστή, το ποσοστό αυτό δύναται να αναπροσαρμόζεται εφόσον αιτιολογημένα εκτιμάται από τη Εποπτική Αρχή ότι έτσι διασφαλίζεται η άμεση περάτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.
    (β) Απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρουμένων των απαιτήσεων προσώπων που ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης.
    Η όποια ως άνω περιγραφόμενη αποζημίωση όμως περιορίζεται στη συμπλήρωση του ποσού που έχει καταβάλει ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός για τη κάλυψη ασφαλισμένου του σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Οι απαιτήσεις από σχέση έμμισθης εντολής αποζημιώνονται σύμφωνα με τα παραπάνω κατά το ήμισυ. Ο εργαζόμενος δικαιούται να αναγγελθεί για το υπόλοιπο της απαιτήσεως του στην κοινή εκκαθάριση.
    (γ) Οι απαιτήσεις των δικαιούχων από ασφαλίσεις ζωής, των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφαλίσεις των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών, αποκλειστικά όμως στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμιά από τις ασφαλίσεις αυτές.»
    16. Η παράγραφος 7 του άρθρου 10 του ν.δ 400/70, όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής: «Από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, το Επικουρικό Κεφάλαιο διοικεί και διαθέτει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε τοποθέτηση ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Τα εκ των μεταβιβαζομένων περιουσιακών στοιχείων ακίνητα εκποιούνται από το Επικουρικό Κεφάλαιο με πλειοδοτικό διαγωνισμό, που διενεργείται με υποβολή κλειστών και σφραγισμένων έγγραφων προσφορών. Η τιμή πρώτης προσφοράς δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 2/3 της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ’ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχή ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διακήρυξη διενέργειας του πλειοδοτικού διαγωνισμού και ενδεικτικά ο τρόπος κατάθεσης των προσφορών, η διαδικασία αποσφράγισής τους, η αξιολόγηση αυτών, τα κριτήρια επιλογής του τελικού πλειοδότη, η δημοσίευση της διακήρυξης και η διαδικασία διενέργειας επαναληπτικού διαγωνισμού σε περίπτωση που ο πρώτος δεν τελεσφορήσει, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Τίτλοι, ομόλογα και λοιπά παρόμοια και άμεσα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία εκποιούνται στην τρέχουσα χρηματιστηριακή τους αξία ή στην τρέχουσα ή συνήθη αξία τους στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Καταθέσεις σε τράπεζες περιέρχονται στην άμεση διάθεση και διαχείριση του Επικουρικού Κεφαλαίου.»
    17. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 το στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ΠΔ 237/1986, όπως ισχύει, καταργείται και το στοιχείο δ) αναριθμείται σε γ).
    18. Από την 1 Ιανουαρίου 2016, καταργείται η παράγραφος 21 του άρθρου 37 του Ν. 2496/1997.
    19. Από την 1 Ιανουαρίου 2016 τροποποιείται η περίπτωση γ. του τετάρτου άρθρου του Ν. 4092/2012 ως εξής:
    «2. Η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η αποζημίωση για τα εδάφια α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος.
    Οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.
    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Εποπτικής Αρχή , μπορεί να μεταβάλλεται το
    εν λόγω ποσοστό.
    Οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου υπόκεινται στην παραγραφή της παραγράφου 2 του άρθρου 10.
    20. Από την 1 Ιανουαρίου 2016, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 19 του ΠΔ 237/1986, όπως ισχύει, καταργείται.
    21. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η περίπτωση α) της παραγράφου 1, του άρθρου 20,του ΠΔ 237/1986 όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:
    Για την εκπλήρωση του σκοπού του Επικουρικού Κεφαλαίου επιβάλλεται εισφορά υπέρ αυτού, η οποία καθορίζεται ανά ασφαλισμένο όχημα με βάση τη κατηγορία ασφάλισης αυτού ως εξής:
    ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΩ
    ΕΙΧ-ΕΔΧ- ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΕΡΓΟΥ 3,75
    ΜΟΤΟ-ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ 1,25
    TAXI 15
    ΛΕΩΦΟΡΙΑ 22,5
    ΦΟΡΤΗΓΑ ΙΧ 5
    ΦΟΡΤΗΓΑ ΔΧ 11,25

    Η εισφορά αυτή βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% του ασφαλισμένους.
    Στην περίπτωση άσκησης του κλάδου με καθεστώς Ελεύθερης Παροχής Υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ. στ του παρόντος, η εισφορά υπολογίζεται όπως ανωτέρω και βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους. Η εισφορά των ασφαλισμένων εμφανίζεται στο ασφαλιστήριο και απαλλάσσεται παντός φόρου ή άλλης φορολογικής επιβάρυνσης εκτός των τελών χαρτοσήμου. Οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί είναι υποχρεωμένοι να αποδίδουν στο Επικουρικό Κεφάλαιο τις εισφορές, που αναλογούν στους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς, τους οποίους αντασφαλίζουν, ανεξάρτητα αν εισέπραξαν τις εισφορές αυτές ή όχι.
    Το ποσό που καθορίζεται σε ευρώ στο προηγούμενο εδάφιο αναθεωρείται κάθε έτος, αρχής γενομένης στις 1 Ιανουαρίου 2017 ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από τη Eurostat. Το ποσό προσαρμόζεται αυτομάτως, μεταβάλλοντας το βασικό ποσό σε ευρώ κατά το ποσοστό μεταβολής του εν λόγω δείκτη για την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της ημερομηνίας αναθεώρησης και στρογγυλοποιείται στο ανώτερο πολλαπλάσιο των 0,05 ευρώ. Εάν, από την τελευταία αναπροσαρμογή, το ποσοστό της μεταβολής είναι μικρότερο του 5 %, η αναπροσαρμογή δεν λαμβάνει χώρα.
    22. Από την 1 Ιανουαρίου 2016, η παράγραφος 4 του άρθρου 25 του ΠΔ 237/1986, όπως ισχύει, καταργείται και αναριθμούνται οι επόμενες παράγραφοι σε 4 και 5 αντίστοιχα.
    23. Από την 1 Ιανουαρίου 2016, η περίπτωση γ) του τετάρτου 4 άρθρου του Ν. 4092/2012 καταργείται.
    24. Τα άρθρα 3,4,5,6,7,8,9,10,11,12 και 13 του νόμου 3867/2010 αντικαθίστανται, από 1/1/2016 από τα εξής:

    «ΕΓΓΥΗΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
    ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

    Άρθρο 3
    Ορισμοί

    Κατά την έννοια του παρόντος νόμου «ασφαλίσεις ζωής» και «ασφαλίσεις ζημιών» θεωρούνται οι κατά τα άρθρα 4 και 5 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία εργασίες πρωτασφάλισης.

    Άρθρο 4
    Σύσταση

    1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης» και συντετμημένα «Εγγυητικό Κεφάλαιο», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Εποπτικής Αρχή , εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού.
    Για τις σχέσεις του με την αλλοδαπή, το Εγγυητικό Κεφάλαιο θα χρησιμοποιεί την επωνυμία «Private Insurance Guarantee Fund – PIGF».
    2. Η νομική προσωπικότητα αποκτάται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το Εγγυητικό έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και ικανότητα να είναι διάδικος, δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, λειτουργεί αμιγώς κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
    3. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο δεν αποτελεί δημόσιο οργανισμό ή δημόσιο νομικό πρόσωπο και ευρίσκεται εκτός δημοσίου τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ορίζεται από την κείμενη νομοθεσία.

    Άρθρο 5
    Σκοπός

    1. Σκοπός του Εγγυητικού Κεφαλαίου είναι η εγγύηση καταβολής χρηματικών ποσών προς:
    α. δικαιούχους αποζημίωσης από ασφαλιστήρια αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων
    β. προς δικαιούχους απαιτήσεων από συμβόλαια ασφάλισης ζωής, εξαιρουμένων των συμπληρωματικών καλύψεων νοσοκομειακής περίθαλψης
    που καταρτίστηκαν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 του παρόντος νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία και των οποίων η άδεια λειτουργίας έχει ανακληθεί.

    2. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο θα παρέχει εγγύηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 235 του του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία. Η εγγύηση αφορά αποκλειστικά τα ποσά που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις από ασφάλιση όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 221 παρ. 1 στ. η) του του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία και δεν συμπεριλαμβάνει τυχόν έξοδα εξωδικαστικής ή δικαστικής διεκδίκησης.

    Άρθρο 6
    Μέλη

    1. Μέλη του Εγγυητικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως, από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου:

    α) όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή ή σε άλλο κράτος – μέλος μέσω υποκαταστήματος ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις ασφαλίσεις ζωής του άρθρου 5 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία
    β) τα υποκαταστήματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος – μέλος στις στις ασφαλίσεις ζωής του άρθρου 5 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία και στις ασφαλίσεις ατυχημάτων και ασθενειών του άρθρου 4 του ίδιου νόμου,

    γ) τα υποκαταστήματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα στις ασφαλίσεις ζωής του άρθρου 5 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία εφόσον δεν καλύπτονται ήδη από αντίστοιχα εγγυητικά κεφάλαια στη χώρα εγκατάστασης τους,

    δ) οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις ασφαλίσεις ζωής του άρθρου 5 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία, εφόσον δεν καλύπτονται από αντίστοιχους εγγυητικούς μηχανισμούς στη χώρα εγκατάστασης τους,

    ε) οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα που δραστηριοποιούνται στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων του άρθρου 4 παρ. 1 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση αυτή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο.

    2. Για την εγγραφή ως μέλος στο Εγγυητικό μετά την 1.1.2016 καταβάλλεται εφ άπαξ ποσό ως δικαίωμα εγγραφής:
    α) για την άσκηση του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων 50.000 Ευρώ ή
    β) για την άσκηση του κλάδου ζωής 30.000 ευρώ.
    Καταβολή ποσού από ασφαλιστική επιχείρηση για εξόφληση υποχρέωσης έναντι του Εγγυητικού θεωρείται ότι γίνεται κατά προτεραιότητα έναντι εξόφλησης του δικαιώματος εγγραφής.
    4. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες κατά την 31.12.2015 ήταν υπόχρεες καταβολής εισφορών στο Επικουρικό Κεφάλαιο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 20 του ΠΔ 237/86 ή στο Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3867/2010 καθίστανται αυτοδίκαια μέλη του νέου οργανισμού, χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαιώματος εγγραφής.

    Άρθρο 7
    Παρεχόμενη Εγγύηση

    1. Η ανώτατη παρεχόμενη εγγύηση είναι αυτή που περιγράφεται στη παράγραφο 1 του άρθρου 235 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία.
    2. Ο εκκαθαριστής αιτείται την καταβολή ποσού από το Εγγυητικό Κεφάλαιο σε λογαριασμό της εκκαθάρισης που θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο για την ικανοποίηση δικαιούχων απαιτήσεων που έχουν αναγνωριστεί στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων της παραγράφου 2, του άρθρου 242 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία .
    3. Για κάθε καταβολή από το ποσόν της εγγύησης στον εκκαθαριστή, το Εγγυητικό Κεφάλαιο υποκαθίσταται για το ποσό αυτό στις απαιτήσεις των δικαιούχων έναντι της περιουσίας της επιχείρησης.
    4. Το ζημιωθέν πρόσωπο δεν έχει ιδία αξίωση κατά του Εγγυητικού Κεφαλαίου ούτε και κατά των μελών αυτού.
    5. Οι τόκοι που τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει το Εγγυητικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως

    Άρθρο 8
    Εξαιρέσεις από την παρεχόμενη Εγγύηση

    1. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο δεν εγγυάται απαιτήσεις στις εξής περιπτώσεις:
    α) Σε απαιτήσεις κατά του υπό εκκαθάριση μέλους του Εγγυητικού Κεφαλαίου από αντασφάλιση.
    β) Σε απαιτήσεις από ασφάλιση, για τις οποίες εξεδόθη τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση για ποινικό αδίκημα έως την τελεσιδικία της υπόθεσης.
    γ) Σε απαιτήσεις από ασφάλιση ζωής προσώπων συνδεδεμένων με το υπό εκκαθάριση μέλος κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 Κ.Ν. 2190/1920 ή περιλαμβανομένων στην συμπληρωματική χρηματοοικονομική του εποπτεία κατά την έννοια του τρίτου μέρους του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία. .
    δ) Σε απαιτήσεις από ασφάλιση ζωής προσώπων, που έχουν διατελέσει, για μία πενταετία πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας μέλη του ΔΣ ή ασκούσαν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες όπως περιγράφονται στο άρθρο 31 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία μέτοχοι με ποσοστό άνω του 5% ή πρόσωπα υπεύθυνα για τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων, του ιδίου του υπό εκκαθάριση μέλους ή προσώπου της περίπτωσης (γ) ανωτέρω.
    ε) Σε απαιτήσεις από ασφάλιση ζωής των συγγενών μέχρι δευτέρου βαθμού και των συζύγων ή συντρόφων των προσώπων της ανωτέρω περίπτωσης (δ).

    2. Κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με απόφαση της Εποπτικής Αρχή ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη του Εγγυητικού Κεφαλαίου.

    Άρθρο 9
    Εισφορές

    1. Για την εκπλήρωση του σκοπού του Εγγυητικού Κεφαλαίου επιβάλλεται εισφορά υπέρ αυτού, η οποία καθορίζεται:
    α) σε ποσοστό μέχρι 1,5% της συνολικής ετήσιας παραγωγής ακαθάριστων καταχωρημένων ασφαλίστρων κλάδου ζωής του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία. Η εισφορά αυτή βαρύνει κατά το ήμισυ τις ασφαλιστικές εταιρείες και κατά το ήμισυ τους ασφαλισμένους, εμφανίζεται στο ασφαλιστήριο και απαλλάσσεται παντός φόρου ή τέλους. Η ελάχιστη ετήσια εισφορά κάθε μέλους ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθαρίστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ανέρχεται στο ποσό των 10.000 ευρώ. Ο τρόπος εφαρμογής του ποσοστού αυτού ανά κατηγορία ασφαλιστηρίων συμβολαίων εξειδικεύεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, που εγκρίνεται από την Εποπτική Αρχή .
    β) ανά όχημα, όταν αυτό ασφαλίζεται για «αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», με βάση τη κατηγορία ασφάλισης αυτού ως εξής:
    ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΩ
    ΕΙΧ-ΕΔΧ- ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΕΡΓΟΥ 11,25
    ΜΟΤΟ-ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ 3,75
    TAXI 45
    ΛΕΩΦΟΡΙΑ 67,5
    ΦΟΡΤΗΓΑ Ιδιωτικής Χρήσεως 15
    ΦΟΡΤΗΓΑ Δημοσίας Χρήσεως 33,75
    Η εισφορά αυτή βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% του ασφαλισμένους.
    2. (βλ. κατωτέρω υπό παρ. 5)Το ποσό που καθορίζεται σε ευρώ στη προηγούμενη παράγραφο 1β αναθεωρείται κάθε έτος, αρχής γενομένης στις 1 Ιανουαρίου 2017 ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από τη Eurostat. Το ποσό προσαρμόζεται αυτομάτως, μεταβάλλοντας το βασικό ποσό σε ευρώ κατά το ποσοστό μεταβολής του εν λόγω δείκτη για την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της ημερομηνίας αναθεώρησης και στρογγυλοποιείται στο ανώτερο πολλαπλάσιο των 0,05 ευρώ. Εάν, από την τελευταία αναπροσαρμογή, το ποσοστό της μεταβολής είναι μικρότερο του 5 %, η αναπροσαρμογή δεν λαμβάνει χώρα.
    3. Στην περίπτωση άσκησης στην Ελλάδα του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων με καθεστώς Ελεύθερης Παροχής Υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 117 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία, η εισφορά υπολογίζεται όπως ορίζεται στην παρ. 1 (β) του παρόντος άρθρου και βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους. Η εισφορά των ασφαλισμένων εμφανίζεται στο ασφαλιστήριο και απαλλάσσεται παντός φόρου ή άλλης φορολογικής επιβάρυνσης. Οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί είναι υποχρεωμένοι να αποδίδουν στο Εγγυητικό Κεφάλαιο τις εισφορές, που αναλογούν στους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς, τους οποίους αντασφαλίζουν, ανεξάρτητα αν εισέπραξαν τις εισφορές αυτές ή όχι.

    4. Ένα μήνα μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού διμήνου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδίδουν στο Εγγυητικό Κεφάλαιο τις εισφορές οι οποίες αναλογούν στα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνήψαν ή ανανέωσαν κατά το δίμηνο που έληξε, ανεξάρτητα από το αν οι εισφορές αυτές έχουν εισπραχθεί ή όχι. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής η εισφορά προσαυξάνεται κατά το επιτόκιο υπερημερίας που ισχύει. Οι εν λόγω εισφορές, εξαιρουμένων των απαιτούμενων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Εγγυητικού Κεφαλαίου χρηματικών ποσών, επενδύονται με ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού. Για την επενδυτική πολιτική του Εγγυητικού Κεφαλαίου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α), όπως κάθε φορά ισχύουν.
    5. Οι εισφορές ανά καλυπτόμενο κλάδο προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για την εγγύηση, των, κατά περίπτωση, απαιτήσεων που απορρέουν από τον αντίστοιχο κάθε φορά κλάδο
    6. Για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του το Εγγυητικό Κεφάλαιο μπορεί να συνάπτει δάνεια και να εκχωρεί ή ενεχυριάζει σε ασφάλεια του δανείου απαιτήσεις του ληξιπρόθεσμες ή και μελλοντικές Εισφορές υπέρ αυτού μέχρι ποσοστό 2/3 του συνόλου τους.
    7. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο έχει δικαίωμα αγωγής κατά των μελών του για την είσπραξη των εισφορών τους και του δικαιώματος εγγραφής. Έως τις 28.2 κάθε έτους, αρχής γενομένης από τις 28.2.2016 το Εγγυητικό Κεφάλαιο λαμβάνει από την Εποπτική Αρχή ενημέρωση σχετικά με το ύψος των ασφαλίστρων ανά κλάδο και επιχείρηση που καλύπτεται από την εγγύηση του παρόντος νόμου με ημερομηνία αναφοράς 31.12 του προηγούμενου έτους. Επίσης έως τις 28.2 και για κάθε δεύτερο έτος λειτουργίας της επιχείρησης, αρχής γενομένης από τις 28.2.2017, το Εγγυητικό Κεφάλαιο λαμβάνει από την Εποπτική Αρχή ενημέρωση σχετικά με το πλήθος συμβολαίων που καλύπτονται ανά επιχείρηση από την εγγύηση του άρθρου 235 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία με ημερομηνία αναφοράς 31.12 του προηγούμενου έτους.
    8. Για την υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχή από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 256 του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία .
    9. Η άρνηση συμμόρφωσης των μελών προς τις υποχρεώσεις τους προς το Εγγυητικό Κεφάλαιο, που πηγάζουν από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, και μπορεί να συνεπάγεται τη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής ή και οριστικής απαγόρευσης σύναψης νέων ασφαλιστηρίων συμβολαίων για τους καλυπτόμενους από το Εγγυητικό Κεφάλαιο κλάδους , με απόφαση της Εποπτικής Αρχή .
    10. Αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Εγγυητικού Κεφαλαίου, είτε εις χείρας του είτε εις χείρας τρίτων από την έναρξη ισχύος του παρόντος μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020. Απαγορεύεται, επίσης, ο συμψηφισμός των εισφορών των μελών του είτε από τα ίδια είτε από τρίτους με τυχόν οφειλές του Εγγυητικού προς αυτά.
    11. Έσοδα του Εγγυητικού Κεφαλαίου αποτελούν επίσης πρόστιμα που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή διατάξεων του νόμου που ενσωματώνει την οδηγία 2009/138/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία σε μέλη των διοικητικών συμβουλίων, ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή διαμεσολαβούντες από την Εποπτική Αρχή σε εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Στη περιουσία του Εγγυητικού Κεφαλαίου δεν επιτρέπεται η κατάσχεση.

    Άρθρο 10
    Η Συνέλευση των Μελών

    1. Η Συνέλευση των Μελών είναι το ανώτατο όργανο του Εγγυητικού Κεφαλαίου και αποφασίζει για κάθε υπόθεση αρμοδιότητας της με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της, οι δε αποφάσεις της υποχρεώνουν και τα Μέλη που απουσιάζουν ή διαφωνούν. Η συνέλευση των μελών συνεδριάζει τακτικά τουλάχιστον μια φορά ετησίως εντός του μηνός Μαϊου.

    Κάθε μέλος διαθέτει μια ψήφο ανά 1.000.000 ευρώ του συνόλου της εγγεγραμμένης παραγωγής ασφαλίστρων (ασφάλιστρα από πρωτασφαλίσεις και δικαιώματα συμβολαίων) του προηγούμενου έτους των καλυπτόμενων κλάδων με στρογγύλευση του αποτελέσματος στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό. Τα μέλη που έχουν ετήσια παραγωγή ασφαλίστρων κατώτερη του ποσού αυτού έχουν μια ψήφο ανεξαρτήτως ποσού.

    2. Η Συνέλευση των Μελών είναι μόνη αρμόδια να αποφασίζει:
    α) την εκλογή μελών της στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εγγυητικού Κεφαλαίου
    β) για τον κανονισμό λειτουργίας της, το χρόνο και τρόπο σύγκλησης της, απαρτίας και το τρόπο λήψης των αποφάσεων της
    γ) για την έγκριση ή τροποποίηση του προϋπολογισμού, απολογισμού και
    ισολογισμού.
    δ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις επιστροφής του 10% των εισφορών προς τα Μέλη του λαμβάνοντας υπόψη ως συντελεστές βαρύτητας τους δείκτες Φερεγγυότητας και το μέγεθος της παραγωγής κάθε μέλους
    ε) για την έγκριση ή τροποποίηση
    i. του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του Εγγυητικού Κεφαλαίου, ο οποίος περιλαμβάνει και τις αρχές για τη λειτουργία Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου και Επιτροπών Καταβολής Εγγυήσεων κλάδου ζημιών και κλάδου ζωής
    ii. της οργανωτικής του δομής και των διαδικασιών που διέπουν την όλη λειτουργία του,
    iii. της πολιτικής είσπραξης εισφορών και
    iv. της πολιτικής επενδύσεων του με βάση τη διάταξη του άρθρου 73 του ν. 2573/1977 (ΦΕΚ 228Α), όπως κάθε φορά ισχύει,
    στ) για τη σύναψη, από το Εγγυητικό Κεφάλαιο , ασφάλισης κατά της
    αφερεγγυότητας των μελών αυτού για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους προς το Εγγυητικό Κεφάλαιο .
    ζ) την ανάθεση του ετησίου ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης και του ισολογισμού του , σε δύο ορκωτούς ελεγκτές ή αναγνωρισμένη ελεγκτική εταιρεία, που υποβάλλουν σχετική έκθεση. Η έκθεση ανακοινώνεται στον Υπουργό Οικονομικών, την Εποπτική Αρχή και την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος.
    η) εκλέγει τα πέντε μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου

    Άρθρο 11
    Διοικητικό Συμβούλιο

    1. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει απολύτως ανεξάρτητα για κάθε θέμα που αφορά την εξειδίκευση των στόχων του οργανισμού και έχει την υποχρέωση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξυπηρέτηση των σκοπών αυτού και να διασφαλίζει τον διαχωρισμό και την διακριτή διαχείριση των εισφορών που απορρέουν από καθέναν από τους καλυπτόμενους με βάση το άρθρο 5 του παρόντος κλάδους.
    2. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από εφτά Μέλη. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι πλήρους απασχόλησης, ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα και ορίζεται από την Εποπτική Αρχή . Πέντε μη εκτελεστικά Μέλη εκλέγονται από τη Συνέλευση των Μελών και ένα μέλος που επίσης ασκεί μη εκτελεστικά καθήκοντα ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών. Η θητεία του Προέδρου και των μελών είναι πενταετής. Τα μη εκτελεστικά μέλη δύνανται να συμμετέχουν στη Διοίκηση του Εγγυητικού Κεφαλαίου αμισθί. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και επί διορισμού νέων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου σε αντικατάσταση παλαιών, της θητείας τους μη δυναμένης, κατά περίπτωση, να βαίνει πέραν της πενταετίας.
    3. Η Διαχειριστική Επιτροπή δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
    (τεύχος ΤΑΕ και ΕΠΕ) την ετήσια έκθεση Πεπραγμένων και τον ετήσιο ισολογισμό του Εγγυητικού Κεφαλαίου.
    4. Κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό του Εγγυητικού Κεφαλαίου ως Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή ως διευθυντικό ή διοικητικό στέλεχος ή ως σύμβουλος ή ελεγκτής, υποχρεούται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, ως προς κάθε πληροφορία που έχει περιέλθει σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά, κατά περίπτωση, λόγο έκπτωσης από την κατεχόμενη θέση ή λόγο καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, ανεξάρτητα από τις τυχόν ποινικές και πειθαρχικές συνέπειες.
    5. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου απολαμβάνουν πλήρους ανεξαρτησίας, δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιοδήποτε άλλο κρατικό φορέα ή όργανο, ούτε υπόκεινται σε επιρροές οιασδήποτε φύσεως. Ομοίως, το Ελληνικό Δημόσιο και οι ως άνω κρατικοί φορείς και όργανα θα απέχουν από τη διατύπωση οποιασδήποτε οδηγίας προς το Εγγυητικό Κεφάλαιο. Προτεινόμενα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου οφείλουν να ενημερώσουν το Εγγυητικό Κεφάλαιο για ενδεχόμενη ύπαρξη ασυμβίβαστου και την αυτή υποχρέωση ενημέρωσης υπέχουν και καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας τους, για ασυμβίβαστα που τυχόν αναφύουν μεταγενέστερα. Προ του διορισμού τους υπογράφουν περί τούτου υπεύθυνη δήλωση.
    6. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το προσωπικό του Εγγυητικού Κεφαλαίου δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ει μη μόνον για δόλο ή βαριά αμέλεια.

    Άρθρο 12
    Λειτουργία Διοικητικού Συμβουλίου

    1. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου:
    α) εκπροσωπεί το Εγγυητικό Κεφάλαιο δικαστικώς, εξωδίκως και έναντι τρίτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
    β) καταρτίζει την ημερήσια διάταξη και συγκαλεί το Διοικητικό Συμβούλιο,
    γ) προεδρεύει των συνεδριάσεων του και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή των αποφάσεων του
    δ) προΐσταται των υπηρεσιών του Εγγυητικού Κεφαλαίου, εποπτεύει τις εργασίες του και αναφέρεται στο Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την καθημερινή επιχειρησιακή του λειτουργία, ασκώντας και κάθε άλλη αρμοδιότητα που του ανατίθεται με απόφαση της Συνέλευσης των Μελών.
    2. Με απόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει την άσκηση εξουσιών και αρμοδιοτήτων του, καθώς και την εκπροσώπηση του Εγγυητικού Κεφαλαίου σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή στελέχη του Εγγυητικού Κεφαλαίου, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση αυτής της ανάθεσης.
    3. Τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Εγγυητικού Κεφαλαίου μπορούν να απωλέσουν την ιδιότητα τους αυτή και πριν τη λήξη της θητείας του, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εφόσον τους απαγγέλθηκε κατηγορία, ή καταδίκη για την οποία συνιστά κώλυμα διορισμού στο δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων όπως κωδικοποιήθηκε με το ν. 3528/2007, καθώς και για σπουδαίο λόγο, συνιστάμενο ιδίως σε αντικειμενική αδυναμία ή πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, απόκρυψη ή ψευδή δήλωση περί της συνδρομής ασυμβιβάστου ή παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας. Οι μέχρι την έκδοση της παραπάνω από φύσης πράξεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου παραμένουν καθ’ όλα ισχυρές.
    Σε περίπτωση αμφισβήτησης, η συνδρομή του σπουδαίου λόγου κρίνεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατόπιν αίτησης του θιγομένου ή από κοινού με το Διοικητικό Συμβούλιο, η οποία ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης, καλουμένου σε κάθε περίπτωση κατά τη συζήτηση του Εγγυητικού Κεφαλαίου.
    Η απόφαση που εκδίδεται είναι τελεσίδικη και εκτελεστή. Αναίρεση χωρεί μόνο για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 560 του Κ.Πολ.Δ.. Μέχρι την έκδοση της απόφασης, το μέλος απέχει υποχρεωτικά από τις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου.
    4. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να λειτουργήσει, όχι όμως πέρα από έξι (6) μήνες, αν κάποια από τα μέλη του εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ή απολέσουν την ιδιότητα βάσει της οποίας διορίσθηκαν, εφόσον, κατά τις συνεδριάσεις του, τα υπόλοιπα μέλη είναι τουλάχιστον πέντε (5). Οι διαδικασίες πλήρωσης των θέσεων που κενώθηκαν κινούνται αμελλητί.
    Εφόσον οι κενωθείσες θέσεις δεν πληρώθηκαν εντός του διμήνου, το Διοικητικό Συμβούλιο στερείται μεν νομίμου συγκρότησης, τα υφιστάμενα ωστόσο μέλη δεν χάνουν την ιδιότητα τους αυτή.
    5. α) Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρο του τακτικά μία (1) φορά το μήνα και εκτάκτως, οσάκις παρίσταται προς τούτο ανάγκη, με έγγραφη πρόσκληση των μελών προ δύο (2) εργάσιμων ημερών. Τη σύγκληση από τον Πρόεδρο μπορούν να ζητήσουν και τέσσερα (4) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
    Σε περίπτωση όλως επείγουσας ανάγκης, αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να ληφθούν με τηλεδιάσκεψη και μέσω γραπτής διαδικασίας χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων πρόσκλησης. Το πρακτικό της οικείας απόφασης επικυρώνεται κατά την αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
    Σε κάθε περίπτωση η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ισοδυναμεί με απόφαση του, ακόμη κι αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση.
    β) Χρέη γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου εκτελεί στέλεχος του Εγγυητικού Κεφαλαίου, πτυχιούχος ανώτατης σχολής, ο οποίος ορίζεται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου.
    6. Η λήψη απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο απαιτεί τέσσερις (4) τουλάχιστον θετικές ψήφους συμπεριλαμβανομένης της ψήφου του Προέδρου.

    Άρθρο 13
    Οικονομικές καταστάσεις – Έλεγχος
    1. Το οικονομικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.
    2. Εντός ενός (1) μηνός από τη λήξη του οικονομικού έτους, το ΔΣ του Εγγυητικού Κεφαλαίου εγκρίνει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες μαζί με την έκθεση του ελεγκτή της επόμενης παραγράφου, καθώς και την έκθεση πεπραγμένων του Διοικητικού Συμβουλίου, αποστέλλονται στον Διοικητή της Εποπτικής Αρχή και τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
    3. Ο τακτικός οικονομικός έλεγχος του Εγγυητικού Κεφαλαίου διενεργείται από νόμιμους ελεγκτές ή αναγνωρισμένο ελεγκτικό γραφείο που επιλέγονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου με τριετή θητεία. Οι ελεγκτές απολαμβάνουν πλήρους ανεξαρτησίας και έχουν πρόσβαση σε όλα τα βιβλία, στοιχεία και λογαριασμούς του Εγγυητικού Κεφαλαίου και αναφέρονται στο Διοικητικό Συμβούλιο για οποιοδήποτε θέμα άπτεται της οικονομικής διαχείρισης και του ελεγκτικού τους έργου. Πρόωρη λήξη της θητείας των ελεγκτών χωρεί κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 12του παρόντος νόμου.
    4. Έκτακτος έλεγχος του Εγγυητικού Κεφαλαίου μπορεί να διενεργείται οποτεδήποτε με απόφαση του Διοικητή της Εποπτικής Αρχή .

    Άρθρο 14
    Ανθρώπινοι πόροι, εγκαταστάσεις
    1. Το προσωπικό του Εγγυητικού Κεφαλαίου προσλαμβάνεται ελεύθερα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και παρέχει τις υπηρεσίες του με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που μπορούν να παρατείνονται. Οι μισθοί των υπαλλήλων του Εγγυητικού Κεφαλαίου βαρύνουν τον προϋπολογισμό του.
    2. Επιτρέπεται η απόσπαση στο Εγγυητικό Κεφάλαιο προσωπικού που υπηρετεί στην Εποπτική Αρχή , με πράξη του Διοικητή της Εποπτικής Αρχή ύστερα από αίτηση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Εγγυητικού Κεφαλαίου. Η απόσπαση ισχύει για ορισμένο χρόνο, που μπορεί να ανανεώνεται με όμοιες αποφάσεις. Ο χρόνος απόσπασης θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε συνέπεια, στην υπηρεσία ή τον φορέα προέλευσης. Απόσπαση προσωπικού μπορεί να γίνει και από Διεθνείς και Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς.
    3. Το προσωπικό του Εγγυητικού Κεφαλαίου υπέχει τις υποχρεώσεις πίστης και το καθήκον άκρας εχεμύθειας του ανωτέρω άρθρου 12 παράγραφος 4.

    Λοιπές διατάξεις
    Άρθρο 15
    Λύση

    Το Εγγυητικό Κεφάλαιο λύεται με νόμο, με τον οποίο ορίζονται και τα της εκκαθάρισης και διανομής της περιουσίας αυτού.

    Άρθρο 17
    Μεταβατικές διατάξεις
    1. Το ΝΠΙΔ Επικουρικό Κεφάλαιο παύει από 1.1.2016 να έχει την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης του άρθρου 19 παρ. 1 σημείο δ) του ν. 489/1976 ακόμα και για απαιτήσεις που γεννήθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή.
    2. Απαιτήσεις δικαιούχων κατά εταιρείας της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε πριν την 31.12.2015 ικανοποιούνται κατά τη διαδικασία του άρθρου 5 και εντός των ορίων του άρθρου 7 παρ.1 ανωτέρω.