Αντικείμενο του παρόντος είναι:
α) η αναμόρφωση των διατάξεων, με τις οποίες είχε ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη – μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπήκοων τρίτων χωρών (L 348) και
β) η αλλαγή των κανόνων και διαδικασιών, που εφαρμόζονται για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα που εγγυώνται η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν τη Χώρα και οι γενικώς αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και τις κατευθύνσεις της πρότασης του νέου κανονισμού επιστροφών [COM (2025) 101 final].
Το σχέδιο νόμου παρουσιάζεται ως μεταρρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας που εφαρμόζει την Οδηγία Επιστροφής της ΕΕ (2008/115/ΕΚ) και ως εναρμονισμένο με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για Κανονισμό Επιστροφών. Ωστόσο, ανακύπτουν σοβαρές ανησυχίες και στα δύο επίπεδα. Πρώτον, αρκετές διατάξεις του σχεδίου νόμου δεν συνάδουν με την Οδηγία Επιστροφής του 2008 (2008/115/ΕΚ). Ως εκ τούτου, ο νόμος δεν μπορεί να θεωρηθεί μεταρρύθμιση σύμφωνη με την Οδηγία· αντιθέτως, αντιβαίνει άμεσα σε αρκετές βασικές διατάξεις και αρχές της.
Δεύτερον, ενώ το σχέδιο νόμου αναφέρεται στην πρόταση της Επιτροπής για Κανονισμό Επιστροφών, η πρόταση αυτή τελεί ακόμη υπό διαπραγμάτευση και δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ. Η θέσπιση εθνικής νομοθεσίας με βάση έναν προτεινόμενο Κανονισμό είναι πρόωρη και νομικά επισφαλής. Αν το τελικό κείμενο του Κανονισμού διαφέρει από την πρόταση – κάτι που είναι ιδιαίτερα πιθανό κατόπιν των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο τριμερούς διαλόγου – η ελληνική νομοθεσία θα βρεθεί εκτός εναρμόνισης με το ενωσιακό δίκαιο και θα απαιτηθεί περαιτέρω αναθεώρησή της. Η προσέγγιση αυτή δημιουργεί νομική αβεβαιότητα και εκθέτει την Ελλάδα σε δικαστικές προσφυγές και ενδεχόμενες διαδικασίες επί παραβάσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Περαιτέρω, η θέσπιση διατάξεων που αγνοούν δεσμευτικό δίκαιο της ΕΕ ενώ αναφέρονται σε μη δεσμευτική πρόταση ενισχύει την εντύπωση νομικής ατιμωρησίας και αποδυναμώνει το κράτος δικαίου. Υπονομεύει τη νομική βεβαιότητα τόσο για τα άτομα όσο και για τις δημόσιες αρχές.
Ως εκ τούτου, συνιστούμε την αφαίρεση κάθε αναφοράς στην πρόταση της Επιτροπής για Κανονισμό Επιστροφών και την τροποποίηση κάθε διάταξης που είναι ασύμβατη με την Οδηγία Επιστροφής του 2008.
To αντικείμενο του νομοσχεδίου, η αναμόρφωση των διατάξεων της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ είναι γενικόλογο και ασαφές, προκαλώντας ανασφάλεια δικαίου, ειδικά κατά το μέρος που αναφέρεται στην «αλλαγή κανόνων και διαδικασιών που εφαρμόζονται για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών» […] καθώς και στις κατευθύνσεις της πρότασης του νέου κανονισμού επιστροφών». Ειδικά για την πρόταση του νέου κανονισμού επιστροφών, αυτή δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ, επομένως δεν μπορεί να αποτελεί τη νομική βάση του παρόντος νομοσχεδίου.
[περ. β)]
Η ευθυγράμμιση με τις κατευθύνσεις της πρότασης του νέου κανονισμού επιστροφών [έγγραφο COM (2025) 101 final] ενέχει τον κίνδυνο πιθανώς σημαντικών τροποποιήσεων του τελικού κειμένου του Κανονισμού, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, τόσο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και από το Συμβούλιο, γεγονός που θα προκαλέσει ανασφάλεια δικαίου.