Άρθρο 46 Αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων – Τροποποίηση παρ. 5 και 6 και προσθήκη παρ. 7 και 8 στο άρθρο 686 ΚΠολΔ

Στο άρθρο 686 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τροποποιείται η αναφορά του δευτέρου εδαφίου της παρ. 5 ως προς την περίπτωση που το δικαστήριο της κύριας υπόθεσης δικάζει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, η παρ. 6 τροποποιείται με την κατάργηση της δυνατότητας προφορικής άσκησης ανταίτησης, προστίθενται παρ. 7 και 8 και το άρθρο 686 διαμορφώνεται ως εξής:

                                                                   «Άρθρο 686

  1. Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου.
  2. Η γραμματεία του δικαστηρίου υποβάλλει αμέσως την αίτηση στο δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον ειρηνοδίκη, ο οποίος ορίζει τόπο, ημέρα και ώρα για τη συζήτησή της, διατάζει την κλήση εκείνων κατά των οποίων απευθύνεται η αίτηση, ορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γνωστοποιηθεί σ’ αυτούς η κλήση, καθώς και το χρονικό διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει κατά την κρίση του μεταξύ της επίδοσης της κλήσης και της συζήτησης.
  3. Ως τόπος συζήτησης μπορεί να οριστεί και η κατοικία του δικαστή που δικάζει την υπόθεση ή άλλος κατά την κρίση του κατάλληλος για την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης. Η συζήτηση μπορεί να οριστεί και Κυριακή ή εορτή.
  4. Η γνωστοποίηση γίνεται με επίδοση εγγράφου που εκδίδεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο αναγράφεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα της συζήτησης ή με τηλεγραφική ή με τηλεφωνική πρόσκληση της γραμματείας του δικαστηρίου ή με ηλεκτρονικά μέσα με δαπάνες του αιτούντος. Ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης μπορεί συγχρόνως με την επίδοση της κλήσης να διατάξει και την επίδοση αντιγράφου της αίτησης.
  5. Κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις. Στην περίπτωση του άρθρου 684 η αίτηση δικάζεται μόνον κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης.
  6. Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στο μονομελές πρωτοδικείο ή στο ειρηνοδικείο η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά.
  7. Αν κατά τη συζήτηση της αίτησης ή της ανταίτησης στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
  8. Η αίτηση για εγγραφή συναινετικής προσημείωσης ή ανάκλησης συναινετικής προσημείωσης κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου. Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί και τα δικαιολογητικά έγγραφα να υποβληθούν ηλεκτρονικά κατά την παρ. 2 του άρθρου 117 και την παρ. 4 του άρθρου 119.».
  • 2 Σεπτεμβρίου 2021, 13:33 | Zepos & Yannopoulos

    Σχόλιο επί της προτεινόμενης διάταξης:
    Αναφορικά με την παράγραφο 7, η οποία ρυθμίζει τις συνέπειες της ερημοδικίας στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, κρίνεται προσφορότερο να ρυθμιστούν ως έννομες συνέπειες οι προβλεπόμενες στα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ, ιδίως για λόγους άμβλυνσης του φόρτου εργασίας των δικαστών, η οποία θα κατατείνει στην ταχύτερη και ως εκ τούτου αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, προτείνεται να ρυθμιστεί ως έννομη συνέπεια της ερημοδικίας του αιτούντος, η απόρριψη της αίτησής του, ενώ ως έννομη συνέπεια της ερημοδικίας του καθ’ ού να εφαρμόζεται τεκμήριο ομολογίας για τους ισχυρισμούς του αιτούντος. Αντίστοιχες έννομες συνέπειες προτείνεται να θεσπιστούν στην περίπτωση ερημοδικίας των διαδίκων κατά τη συζήτηση της ανταίτησης του καθ’ου.

    Προτεινόμενη τροποποίηση:
    «Αν κατά τη συζήτηση της αίτησης στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί o αιτών ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αίτηση. Αν η κλήση για συζήτηση επιδόθηκε νόμιμα στον καθ ου, και αυτός δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η υπόθεση συζητείται ερήμην του καθ ου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Στην περίπτωση ερημοδικίας του καθ ου, οι περιεχόμενοι στην αίτηση πραγματικοί ισχυρισμοί του αιτούντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αίτηση γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση επί της ανταίτησης που κατέθεσε ο καθ ου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου».

  • 29 Αυγούστου 2021, 12:40 | Ιωάννης Χήνος

    Πριν το Ν. 4335/2015 δεν προβλεπόταν η προφορική άσκηση της ανταίτησης

    Με το άρθρο 23 του Ν. 4509/2017 προβλέφθηκε ότι η ανταίτηση θα ασκείται και προφορικά.

    Με την προτεινόμενη διάταξη καταργείται η δυνατότητα προφορικής άσκησης της ανταίτησης.

    Κατ’ αρχήν ορθά επιλέχθηκε να επανέλθει η §6 του άρθρου 686 στο καθεστώς που ίσχυε πριν το Ν. 4509/2017, ώστε η ανταίτηση να ασκείται μόνον εγγράφως και να αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός τόσο του αντιδίκου όσο και του δικαστηρίου που θα κληθεί να εκδικάσει μια υπόθεση για την δεν έχει προετοιμαστεί. Πέραν όμως της σωστής αυτής τροποποίησης, προκαλούν αλγεινές εντυπώσεις τα νομοθετικά «εμπρός – πίσω» και η αναποφασιστικότητα του νομοθέτη ως προς το ζήτημα του τρόπου της άσκησης ανταίτησης, για το οποίο τα συμπεράσματα έχουν εξαχθεί προ πολλού (ο ΚΠολΔ άρχισε να ισχύει από το 1985 με το Π.Δ. 503/1985).

    Η § 7, συνεπής ως προς το ανακριτικό σύστημα που ισχύει στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προβλέπει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης ή της ανταίτησης στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: αφού ο αιτών/ανταιτών δεν παρίσταται και δεν επιθυμεί να υποστηρίξει την αίτησή του, γιατί θα πρέπει υποχρεωτικά να εκδίδεται απόφαση, αντί η αίτηση να απορρίπτεται; Πόσο αντιφατικό είναι από τη μια μεριά να θεσπίζονται διατάξεις για την καθυστέρηση έκδοσης απόφασης από το δικαστή και από την άλλη να τον επιβαρύνουμε με την έκδοση αποφάσεων επί αιτήσεων για τις οποίες ο αιτών αδιαφορεί. Άλλωστε πέραν των άλλων υπάρχει και το πρακτικό ζήτημα των αποδεικτικών μέσων: ο αιτών που ερημοδικεί, δε θα προσκομίσει τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την αίτησή του, με αποτέλεσμα αυτή να απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Με άλλα λόγια, με την προτεινόμενη διάταξη το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, με τη μόνη διαφορά ότι ο δικαστής θα δαπανήσει περισσότερο χρόνο, αφού αντί της τυπικής παραγράφου με την οποία θα απορρίπτεται η αίτηση λόγω ερημοδικίας, θα προχωρά στην εξέταση της υπόθεσης και στην κατ’ ουσία απόρριψή της. Τα αυτά, βεβαίως, ισχύουν και για την περίπτωση που απουσιάζει ο καθ’ ου, οπότε στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε η αίτηση/ανταίτηση να γίνεται δεκτή, με το τεκμήριο ομολογίας λόγω ερημοδικίας. Επομένως, μάλλον θα πρέπει να εισαχθεί αντίθετου νοήματος διάταξη, με περιεχόμενο ίδιο με τα άρθρα 271 επ. ΚΠολΔ

    http://dikastis.blogspot.com/2021/08/blog-post_27.html