ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Επανάληψη της διαδικασίας

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Επανάληψη της διαδικασίας

Άρθρο 525.- Επανάληψη σε όφελος του καταδικασμένου. 1. Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνο στις εξής περιπτώσεις: 1) αν δύο άνθρωποι καταδικάστηκαν για την ίδια πράξη με δύο διαφορετικές αποφάσεις και γίνεται αναμφισβήτητα φανερό από τη σύγκρισή τους ότι ένας από τους δύο είναι αθώος, 2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα – άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν – γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε, 3) αν βεβαιωθεί ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουμένου ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή πλαστά αποδεικτικά έγγραφα ή πειστήρια, τα οποία είχαν προσαχθεί ή ληφθεί υπόψη στη διαδικασία του ακροατήριου, 4) αν αποδείχθηκε δωροληψία δικαστή ή ενόρκου που μετείχε στο δικαστήριο που απάγγειλε την καταδίκη ή άλλη από πρόθεση παράβαση του δικαστικού τους καθήκοντος, 5) αν μετά την αμετάκλητη καταδίκη αποδείχθηκε ότι ο καταδικασμένος αθωώθηκε με άλλη αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, 6) αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην τελευταία περίπτωση δεν απαιτείται η διαπιστωθείσα από το Ε.Δ.Δ.Α δικονομική παραβίαση να επηρέασε αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου.
2. Οι κατά την παρ. 1 αρ. 3 αξιόποινες πράξεις της ψευδούς κατάθεσης της πλαστογραφίας, της ψευδούς βεβαίωσης, της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, της δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος πρέπει να αποδεικνύονται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση εκτός αν δεν εκδόθηκε τέτοια απόφαση επειδή υπήρχαν νόμιμοι λόγοι που εμπόδιζαν την εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία της ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη.

Άρθρο 526.- Επανάληψη της διαδικασίας επί καταδίκης από το ΕΔΔΑ για μη αποζημίωση κατά το άρθρο 535. Επανάληψη της διαδικασίας κατά το μέρος που κρίθηκε ότι το Δημόσιο δεν υπέχει υποχρέωση σε αποζημίωση ή επιδικάσθηκε ανεπαρκής αποζημίωση στις περιπτώσεις του άρθρου 535, μπορεί να ζητήσει εκείνος που ζημιώθηκε, εφόσον έχει διαπιστωθεί με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραβίαση, εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά τη διαμόρφωση της οικείας κρίσης. Στην τελευταία περίπτωση δεν απαιτείται η διαπιστωθείσα από το Ε.Δ.Δ.Α παραβίαση να επηρέασε αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου.

Άρθρο 527.- Επανάληψη σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε. 1. Σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, μόνον αν βεβαιωθεί ότι ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για την αθώωση είχαν πλαστά έγγραφα ή πειστήρια, ή δωροδοκία δικαστή ή ενόρκου που συνέπραξε στην αθώωση, ή άλλη από πρόθεση παράβαση του δικαστικού τους καθήκοντος.
2. Εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, αν από την αθώωση δεν έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος για την παραγραφή του αξιοποίνου της πράξης.
3. Η αναφερόμενη στην παρ. 1 αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, της ψευδούς βεβαίωσης, της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης ή της δωροδοκίας ή της παράβασης καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου, πρέπει να βεβαιώνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
4. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για εκείνον που αθωώθηκε αμετάκλητα με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου.

Άρθρο 528.- Ποιοι ζητούν την επανάληψη και με ποιες διατυπώσεις. 1. Η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή το σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δεύτερου βαθμού ή από τον συνήγορό του ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί και μετά το θάνατο του καταδικασμένου ή έπειτα από την έκτιση ή την παραγραφή της ποινής που του επιβλήθηκε.
2. Την επανάληψη της διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου που αθωώθηκε μπορεί να την ζητήσει μόνον ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που απάγγειλε την αθώωση.
3. Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, και υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο, και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα. Κατόπιν εισάγει την αίτηση στο αρμόδιο κατά το άρθρο 529 δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο όπου υπηρετεί.

Άρθρο 529.- Αρμόδιο δικαστήριο – Διαδικασία. 1. Αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επανάληψης είναι κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 528 το συμβούλιο εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα, ο οποίος κλητεύεται πριν από πέντε ημέρες και παρίσταται κατά τις διατάξεις του ΚΠΔ. Η αίτηση συζητείται στην ουσία της και δεν απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, ακόμη και αν δεν εμφανισθεί ο αιτών. Το συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης. Αν δεχτεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο και στην περίπτωση του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 4 σε άλλο δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανώτερο από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση. Κατά της απόφασης του συμβουλίου των εφετών επιτρέπεται αναίρεση στον εισαγγελέα και στον αιτούντα κατά τα άρθρα 484 και 485.

Άρθρο 530. Διαδικασία βεβαίωσης λόγων επανάληψης. 1. Αν στην περίπτωση του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 3 δεν εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση επειδή δεν μπορούσε να εκδικαστεί στην ουσία της η υπόθεση ή επειδή υπήρχαν λόγοι που ανέστειλαν την ποινική δίωξη, τηρείται η διαδικασία των παρακάτω παραγράφων.
2. Η βεβαίωση του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης, της πλαστογραφίας, της ψευδούς βεβαίωσης, της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, της δωροδοκίας ή της παράβασης του δικαστικού καθήκοντος που τελέστηκε σε βάρος του καταδικασμένου γίνεται από το δικαστήριο των εφετών, το οποίο είναι αρμόδιο να κρίνει την αίτηση για επανάληψη, αν η καταδίκη είχε απαγγελθεί από το πλημμελειοδικείο, διαφορετικά από το δικαστήριο των εφετών που πήρε εντολή από τον Άρειο Πάγο και που είναι διαφορετικό από εκείνο που καταδίκασε. Ο εισαγγελέας του δικαστηρίου των εφετών κλητεύει υποχρεωτικά (άρθρα 155-160 και 166) τον καταδικασμένο, εκείνον που ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας αν είναι πρόσωπο διαφορετικό από το προηγούμενο, και τους διαδίκους που είχαν παραστεί στη συζήτηση κατά την οποία απαγγέλθηκε η καταδίκη. Επίσης καλεί εκείνον στον οποίο αποδίδεται η ψευδής κατάθεση, η πλαστογραφία, η ψευδής βεβαίωση, η υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, η δωροδοκία ή η παράβαση του δικαστικού καθήκοντος, να παραστεί, αν θέλει, στο ακροατήριο του δικαστηρίου των εφετών για να δώσει πληροφορίες ή εξηγήσεις.
3. Το δικαστήριο των εφετών της προηγούμενης παραγράφου σε δημόσια συνεδρίαση εξετάζει τους μάρτυρες που κάλεσαν οι διάδικοι ή ο εισαγγελέας, και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν και, αφού ακούσει όσους εμφανίστηκαν από εκείνους που είχαν κλητευθεί κατά την παρ. 3, αποφαίνεται αμετάκλητα αν τελέστηκε η αξιόποινη πράξη που επικαλείται ο αιτών.
4. Αν το εφετείο αποφανθεί ότι έχει τελεστεί το έγκλημα που αναφέρεται στην αίτηση, το αρμόδιο συμβούλιο των εφετών ή ο Άρειος Πάγος, κατά τις διακρίσεις της παρ. 3 του άρθρου 528, εφόσον προκειμένου για ψευδομαρτυρία ή πλαστογραφία, ή ψευδή βεβαίωση ή υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης κρίνει ακόμη ότι αυτή είχε ουσιώδη επίδραση στην καταδίκη του κατηγορουμένου, δέχεται την αίτηση και διατάσσει όσα ορίζονται στο άρθρο 529. Διαφορετικά, απορρίπτει την αίτηση.

Άρθρο 531.- Αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Μόλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο που είναι αρμόδιο να την κρίνει, αποφαίνεται μέσα σε τρεις ημέρες, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής εφόσον υποβληθεί αίτημα από τον εισαγγελέα ή τον καταδικασμένο.

Άρθρο 532.- Επανάληψη της συζήτησης. 1. Η συζήτηση που διατάχθηκε να επαναληφθεί γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα, η απόφαση που θα εκδοθεί μπορεί να προσβληθεί με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται από αυτόν.
2. Στο δικαστήριο απαγορεύεται να μετέχουν οι δικαστές ή οι ένορκοι που δίκασαν την πρώτη φορά. Αν το δικαστήριο κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του ότι δεν είναι δυνατή η εμφάνιση των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά την πρώτη συζήτηση, διατάσσει να διαβαστούν στο ακροατήριο οι μαρτυρικές καταθέσεις της πρώτης συζήτησης και οι ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν κατά την ανάκριση, διαφορετικά, η διαδικασία ακυρώνεται. Οι μάρτυρες ή οι πραγματογνώμονες που καταδικάστηκαν για ψευδή κατάθεση (άρθρο 525 παρ. 1, αριθ. 3) δεν μπορούν να εξεταστούν, ούτε διαβάζονται οι ένορκες καταθέσεις τους ή οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Εξετάζονται πάντοτε οι νέοι μάρτυρες που προσκλήθηκαν από τον εισαγγελέα ή από τους διαδίκους.

Άρθρο 533.- Επεκτατικό αποτέλεσμα. Η επανάληψη σύμφωνα με το άρθρο 525 διατάσσεται για όλους όσοι καταδικάστηκαν, και όταν ένας μόνο τη ζήτησε, εκτός αν οι λόγοι για τους οποίους έχει ζητηθεί αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπό του.

Άρθρο 534.- Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του αιτούντος. Αν η επανάληψη ζητήθηκε σε όφελος εκείνου που καταδικάστηκε, το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση μετά την επανάληψη που διατάχθηκε κατά το άρθρο 529, δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη τη θέση του.

  • ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙΤΑΙ:
    «Άρθρο 527. – Επανάληψη σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε.
    1. Σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, μόνον αν βεβαιωθεί ότι ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για την αθώωση είχαν πλαστά έγγραφα ή πειστήρια, ή δωροδοκία δικαστή ή ενόρκου που συνέπραξε στην αθώωση, ή άλλη από πρόθεση παράβαση του δικαστικού τους καθήκοντος.
    2. Εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, αν από την αθώωση δεν έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος για την παραγραφή του αξιοποίνου της πράξης.
    3. Η αναφερόμενη στην παρ. 1 αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, της ψευδούς βεβαίωσης, της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης ή της δωροδοκίας ή της παράβασης καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου, πρέπει να βεβαιώνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
    4. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για εκείνον που αθωώθηκε αμετάκλητα με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου.»

    ΤΕΛΙΚΗ ΜΟΡΦΗ:
    «Άρθρο 527. – Επανάληψη σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε.
    1. Σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα, η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, μόνο: α) αν δύο άνθρωποι αθωώθηκαν για την ίδια πράξη με δύο διαφορετικές αποφάσεις και γίνεται αναμφισβήτητα φανερό από τη σύγκρισή τους ότι ένας από τους δύο είναι ένοχος, β) αν, ύστερα από την οριστική αθώωση κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα -άγνωστα στους δικαστές που τον αθώωσαν- γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που αθωώθηκε είναι ένοχος ή κρίθηκε αδίκως αθώος για πράξεις που πραγματικά τέλεσε, γ) αν βεβαιωθεί ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για την αθώωση ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή πλαστά αποδεικτικά έγγραφα ή πειστήρια, τα οποία είχαν προσαχθεί ή ληφθεί υπόψη στη διαδικασία του ακροατηρίου, ή δωροδοκία δικαστή ή ενόρκου που μετείχε στο δικαστήριο που απήγγειλε την αθώωση ή άλλη παράβαση του δικαστικού τους καθήκοντος, δ) αν μετά την αμετάκλητη αθώωση αποδείχθηκε ότι αυτός που αθωώθηκε καταδικάστηκε με άλλη αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, ε) αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε.
    2. Εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, αν από την αθώωση δεν έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος για την παραγραφή του αξιοποίνου της πράξης.
    3. Οι κατά την παρ.1 περίπτ. γ αξιόποινες πράξεις της ψευδούς κατάθεσης, της πλαστογραφίας, της δωροδοκίας ή της παράβασης καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου, πρέπει να βεβαιώνονται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, εκτός αν δεν εκδόθηκε τέτοια απόφαση επειδή υπήρχαν νόμιμοι λόγοι που εμπόδιζαν την εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία της ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη.
    4. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για εκείνον που αθωώθηκε αμετάκλητα με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου.»

    ΣΚΕΠΤΙΚΟ:

    Έχοντας λάβει υπ’ όψη:
    1.Το υπό διαβούλευση άρθρο 525 του ΚΠοινΔικ περί επανάληψης της διαδικασίας σε όφελος του καταδικασμένου.
    2.Το υπό διαβούλευση άρθρο 527 του ΚΠοινΔικ περί επανάληψης της διαδικασίας σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε.
    3.Το υπό διαβούλευση άρθρο 532 του ΚΠοινΔικ περί επανάληψης της συζήτησης.
    4.Το άρθρο 2 του Συντάγματος της Ελλάδας περί των πρωταρχικών υποχρεώσεων της Πολιτείας.
    5.Το άρθρο 4 του Συντάγματος της Ελλάδας περί ισότητας των Ελλήνων.
    6.Το άρθρο 25 του Συντάγματος της Ελλάδας περί αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων.
    7.Το άρθρο 28 του Συντάγματος της Ελλάδας περί κανόνων του διεθνούς δικαίου.
    8.Το άρθρο 76 του Συντάγματος της Ελλάδας περί συζήτησης και ψήφισης νομοσχεδίων και προτάσεων νόμων.
    9.Το άρθρο 6 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών περί του δικαιώματος δίκαιης εκδίκασης.
    10.Το άρθρο 14 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών περί της απαγόρευσης των διακρίσεων.
    11.Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 12 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών περί της γενικής απαγόρευσης των διακρίσεων.
    12.Την υπόθεση Fili, της 27ης Αυγούστου 1991, Αρχείο Α, Αριθμός 209 (Case Fili of August 27th 1991, File A, No 209) στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (European Court of Human Rights).

    Εισηγούμαι την τροποποίηση του υπό διαβούλευση άρθρου 527 του ΚΠοινΔικ.

    i).Λόγοι για τους οποίους κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση:
    Η παράγραφος 1 του υπό διαβούλευση άρθρου 527 του ΚΠοινΔικ, επιτρέπει σε αυτόν που αδίκως αθωώθηκε αμετάκλητα να διαφύγει της δικαιοσύνης, αν ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για την αθώωση είχαν ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων. Η διάκριση στην αναγνώριση της ψευδορκίας και της ψευδούς πραγματογνωμοσύνης υπέρ αυτού που καταδικάστηκε άδικα, ενώ το ίδιο ποινικό αδίκημα, που συνήθως γίνεται αιτία παραπλάνησης της Δικαιοσύνης, δεν αναγνωρίζεται για την επανάληψη της διαδικασίας κατά αυτού που αθωώθηκε αδίκως, επιτρέπει πρακτικά στον εγκαλούμενο να τολμήσει ευθαρσώς να χρησιμοποιήσει παράνομους τρόπους για να διαφύγει της Δικαιοσύνης, ιδιαιτέρως όταν κατηγορείται για ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα, ώστε ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί η ψευδορκία ή η ψευδής πραγματογνωμοσύνη να είναι αναλογικά ασήμαντος. Υπό το πρίσμα μια δίκαιης εκδίκασης, η παράλειψη αυτή παραβλέπει την ψευδορκία υπέρ αυτού που αθωώθηκε, ενώ το υπό διαβούλευση άρθρο 525 του ΚΠοινΔικ προβλέπει υπέρ αυτού που καταδικάστηκε το δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας, αν στην καταδικαστική απόφαση ουσιώδη επιρροή είχε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή γνωμοδότηση πραγματογνωμόνων. Στη σχέση μεταξύ των διαδίκων, η παράλειψη αυτή αναγνωρίζει περισσότερα δικαιώματα στον εγκαλούμενο απ’ ότι στον εγκαλούντα, και δυνάμει θύμα της υποθέσεως, και αντιμετωπίζει άνισα τους μάρτυρες υπεράσπισης σε σύγκριση με τους μάρτυρες κατηγορίας. Συνέπεια της παράλειψης τούτης είναι ο κίνδυνος, ο μηνυτής να καταστεί δύο φορές θύμα και μάλιστα τη δεύτερη φορά από μέρους της ίδιας της Δικαιοσύνης. Αρχικά, υφίσταται τις συνέπειες της άδικης πράξης του εγκαλουμένου και στη συνέχεια υφίσταται τις συνέπειες της άδικης εκδίκασης της πράξης που κατήγγειλε.
    Επίσης, το γεγονός ότι, το υπό διαβούλευση άρθρο 527 του ΚΠοινΔικ προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας σε περίπτωση που στην αθώωση συνέπραξε παράβαση του δικαστικού καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου μόνο από πρόθεση, παραβλέποντας την περίπτωση της εξ’ αμελείας παράβασης του δικαστικού καθήκοντος, η οποία εξίσου μπορεί να έχει ως συνέπεια την έκδοση άδικης απόφασης, παρεμποδίζει την εμπέδωση της Δικαιοσύνης, προσβάλει την υποχρέωση των κρατικών οργάνων να διασφαλίσουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και θέτει υπό αμφισβήτηση την εγγύηση του Κράτους να διασφαλίσει την Αρχή του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.
    Στο υπό διαβούλευση άρθρο 527 του ΚΠοινΔικ παραλείπονται, υπέρ του αδίκως αθωωθέντος, περιπτώσεις που στο υπό διαβούλευση άρθρο 525 του ΚΠοινΔικ προβλέπονται υπέρ αυτού που αδίκως καταδικάστηκε, προκειμένου να επαναληφθεί η διαδικασία. Συγκεκριμένα, το υπό διαβούλευση άρθρο 527 δεν προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας αν αποκαλυφθούν γεγονότα ή αποδείξεις κατά της αθωότητας αυτού που αδίκως αθωώθηκε, μετά την αμετάκλητη αθώωσή του. Επίσης, δεν προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας αν μετά την αμετάκλητη αθώωση αποδείχθηκε ότι ο αθωωθέντας καταδικάστηκε με άλλη αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα. Εν τέλει και μάλιστα, δεν προβλέπεται η επανάληψη της διαδικασίας αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΔΔΑ) διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε. Οι παραλείψεις αυτές στερούν, στα πλαίσια της διαδικασίας, από τον εγκαλούντα δικαιώματα που το υπό διαβούλευση άρθρο 525 του ΚΠοινΔικ αναγνωρίζει στον εγκαλούμενο. Εκ των παραλείψεων αυτών ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το υπό εξέταση άρθρο δεν αναγνωρίζει απόφαση του ΕΔΔΑ παραβιάζοντας Συνθήκες που υπεγράφησαν και από την Ελλάδα και συμπεριλαμβάνονται στο Σύνταγμα της Ελλάδος και η μη συμμόρφωση του ΚΠοινΔικ δεν καθιστά απλώς το άρθρο αντισυνταγματικό αλλά εκθέτει και το Κράτος σε διεθνές επίπεδο.
    Σύμφωνα με την υπόθεση Fili, της 27ης Αυγούστου 1991, Αρχείο Α, Αριθμός 209 (Case Fili of August 27th 1991, File A, No 209) στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (European Court of Human Rights), όταν ένας νόμος του Κράτους απαγορεύει στο θύμα μιας παραβίασης της Σύμβασης να κάνει χρήση ενός ένδικου μέσου (έφεση/αναίρεση/ακύρωση) και παρέχει το ίδιο δικαίωμα σε κάποιον άλλο (σε αυτόν που αδίκως καταδικάστηκε), παραβιάζεται το δικαίωμα της προσφυγής σε μια δίκαιη δίκη.
    Το υπό διαβούλευση άρθρο 527 του ΚΠοινΔικ δεν προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΔΔΑ) διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε. Οι παραλείψεις αυτές στερούν, στα πλαίσια της διαδικασίας, από τον εγκαλούντα δικαιώματα που το υπό διαβούλευση άρθρο 526 του ΚΠοινΔικ αναγνωρίζει στον εγκαλούμενο.

    ii) Οι παραβιάσεις:
    Α. Παραβίαση άρθρων του Συντάγματος της Ελλάδος,
    Β. Παραβίαση άρθρων της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

    Α. Άρθρα του Συντάγματος της Ελλάδος, που παραβιάζονται:
    Σύμφωνα με το άρθρο 2 , παρ. 1 και 2 του Συντάγματος περί των πρωταρχικών υποχρεώσεων της Πολιτείας: Πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, η Ελλάδα επιδιώκει την εμπέδωση της Δικαιοσύνης.
    Σύμφωνα με το άρθρο 4 , παρ. 1 και 2 του Συντάγματος περί ισότητας των Ελλήνων: Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιων του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
    Σύμφωνα με το άρθρο 25 , παρ. 1 και 2 του Συντάγματος περί αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων: Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους.
    H αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη.
    Σύμφωνα με το άρθρο 28 , παρ. 1 του Συντάγματος περί κανόνων του διεθνούς δικαίου: Οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. H εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
    Σύμφωνα με το άρθρο 76, παρ. 6 του Συντάγματος περί συζήτησης και ψήφισης νομοσχεδίων και προτάσεων νόμων: H επιψήφιση δικαστικών ή διοικητικών κωδίκων, που συντάχθηκαν από ειδικές επιτροπές, οι οποίες έχουν συσταθεί με ειδικούς νόμους, μπορεί να γίνει από την Oλομέλεια της Bουλής με ιδιαίτερο νόμο που τους κυρώνει στο σύνολό τους.

    Β. Άρθρα της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που παραβιάζονται:
    Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης περί του δικαιώματος δίκαιης εκδίκασης: Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, δημοσίως και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίων του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφαση θα πρέπει να εκδοθεί δημοσίως, η είσοδος όμως στην αίθουσα των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευτεί στον τύπο και το κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας σε μια δημοκρατική κοινωνία, εφόσον αυτό απαιτείται για το συμφέρον των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή στο μέτρο που αυτό κρίνεται άκρως απαραίτητο από το δικαστήριο, εφόσον υπό ειδικές περιστάσεις η δημοσιότητα θα μπορούσε να βλάψει το συμφέρον της δικαιοσύνης. 2. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για κάποιο αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο μέχρι η ενοχή του να αποδειχθεί νομίμως. 3. Ειδικότερα, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α) να πληροφορηθεί το συντομότερο, σε γλώσσα που κατανοεί και με λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας, β) να διαθέτει το χρόνο και τα απαραίτητα μέσα για την προετοιμασία της υπερασπίσεώς του, γ) να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο επιλογής του, αν δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορο, να δύναται να του παρασχεθεί ένας συνήγορος δωρεάν από το κράτος, εφόσον αυτό απαιτείται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, δ) να εξετάσει ή να ζητήσει όπως εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την κλήση και την εξέταση μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους ίδιους όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας, ε) να τύχει δωρεάν υποστηρίξεως από διερμηνέα, αν δεν κατανοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται από το δικαστήριο.
    Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης περί της απαγόρευσης των διακρίσεων. Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται από την παρούσα Σύμβαση θα πρέπει να εξασφαλίζονται, δίχως καμία διάκριση, βασιζομένη ιδιαιτέρως στο φύλλο, στη φυλή, στο χρώμα, στη γλώσσα, στη θρησκεία, στις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, στην εθνική ή κοινωνική προέλευση, στο αν ανήκει σε εθνική μειονότητα, στην περιουσία, στη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση.
    Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 12 περί της γενικής απαγόρευσης των διακρίσεων. 1) Η χρήση κάθε δικαιώματος που προβλέπεται από το νόμο πρέπει να εξασφαλίζεται, δίχως καμία διάκριση, βασιζομένη ιδιαιτέρως στο φύλλο, στη φυλή, στο χρώμα, στη γλώσσα, στη θρησκεία, στις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, στην εθνική ή κοινωνική προέλευση, στο αν ανήκει σε εθνική μειονότητα, στην περιουσία, στη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση. 2) Κανείς δεν πρέπει να γίνεται θύμα διάκρισης από μέρους κάποιας δημοσίας αρχής, όπου κι αν αυτή βασίζεται, ιδιαιτέρως αν βασίζεται στους λόγους που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.

    iii) Σε συνέπεια της παραπάνω τροποποίησης, αναγκαία καθίσταται η προσθήκη στο υπό διαβούλευση άρθρο 532 του ΚΠοινΔικ, της αναφοράς στο προτεινόμενο άρθρο 527 του ΚΠοινΔικ, ως ακολούθως (υπογραμμίζεται η προσθήκη):
    «Άρθρο 532. – Επανάληψη της συζήτησης. 1. Η συζήτηση που διατάχθηκε να επαναληφθεί γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα, η απόφαση που θα εκδοθεί μπορεί να προσβληθεί με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται από αυτόν. 2. Στο δικαστήριο απαγορεύεται να μετέχουν οι δικαστές ή οι ένορκοι που δίκασαν την πρώτη φορά. Αν το δικαστήριο κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του ότι δεν είναι δυνατή η εμφάνιση των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά την πρώτη συζήτηση, διατάσσει να διαβιβαστούν στο ακροατήριο οι μαρτυρικές καταθέσεις της πρώτης συζήτησης και οι ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν κατά την ανάκριση, διαφορετικά, η διαδικασία ακυρώνεται. Οι μάρτυρες ή οι πραγματογνώμονες που καταδικάστηκαν για ψευδή κατάθεση (άρθρο 525 παρ.1 αριθ.3 και άρθρο 527 παρ. 1 περίπτωση γ) δεν μπορούν να εξεταστούν, ούτε διαβάζονται οι ένορκες καταθέσεις τους ή οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Εξετάζονται πάντοτε οι νέοι μάρτυρες που προσκλήθηκαν από τον εισαγγελέα ή από τους διαδίκους.»