ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 462.- Ποια είναι τα ένδικα μέσα. 1. Τα τακτικά ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και των αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του κώδικα, είναι: α) η έφεση και β) η αίτηση για αναίρεση.
2. Έκτακτο ένδικο μέσο είναι η επανάληψη της διαδικασίας.

Άρθρο 463.- Έκταση ισχύος γενικών όρων. Οι γενικοί ορισμοί του κώδικα για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται και στα οιονεί ένδικα μέσα ή τα ένδικα βοηθήματα που με ειδικές διατάξεις αναγνωρίζονται, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη ή οι ορισμοί αυτοί δεν συμβιβάζονται με την φύση τους.

Άρθρο 464.- Ποιος τα ασκεί. 1. Ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου.

Άρθρο 465.- Άσκηση ένδικων μέσων από τον εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, σε όσες περιπτώσεις τους παρέχει ο νόμος ένδικα μέσα, μπορούν να τα ασκήσουν, οποιαδήποτε γνώμη ή πρόταση και αν είχαν διατυπώσει κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή το βούλευμα που προσβάλλεται, είτε οι ίδιοι είτε κατώτερος εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής. Ο ανώτερος σε βαθμό εισαγγελέας έχει την ίδια δυνατότητα, ακόμη και αν ο κατώτερος αποδέχτηκε την απόφαση. Η κρίση εκφέρεται μία μόνο φορά από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Άρθρο 466.- Άσκηση των ένδικων μέσων που παρέχονται στους διαδίκους. 1. Ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 89 παρ. 2. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεων όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, μέσα σε 20 ημέρες από την άσκησή του. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των άρθρων 341, 430, 435 και 501 παρ. 1 εδ. τελευταίο.
2. Το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής απόφασης που παρέχεται σ` εκείνον που καταδικάστηκε μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση. Προκειμένου για πρόσωπο που βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση το ένδικο αυτό μέσο μπορεί να ασκηθεί και από δικαστικό συμπαραστάτη. Αν εκείνος που καταδικάστηκε βρίσκεται, με βάση τη μνημονευόμενη στην απόφαση σχετική κρίση του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, σε διανοητική κατάσταση που δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί το συμφέρον του και δεν έχει κηρυχθεί ακόμα σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης, το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί, εκτός από συνήγορο, και από ανιόντα, σύζυγο ή κατιόντα ή συγγενή εξ αίματος σε πλάγια γραμμή έως δεύτερου βαθμού.
3. Εναντίον του ίδιου βουλεύματος ή της ίδιας απόφασης, δεν μπορεί ποτέ να ασκηθεί για δεύτερη φορά το ίδιο ένδικο μέσο, που έχει κριθεί.

Άρθρο 467.- Αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου. 1. Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από συνήγορο κατά το άρθρο 466 παρ. 2 ματαιώνεται με αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου ή του δικαστικού συμπαραστάτη. Η αντίθετη δήλωση πρέπει να γίνει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστικού γραμματέα, οπότε συντάσσεται έκθεση, και έως την έναρξη της συζήτησης του ένδικου μέσου. Αν εκείνος που έκανε τη δήλωση είναι ανήλικος ή τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, η ενέργειά του πρέπει να συνοδεύεται και με τη δήλωση του προσώπου που ασκεί τη γονική μέριμνα ή του δικαστικού συμπαραστάτη ότι συναινεί στην αντίθετη αυτή δήλωση.
2. Όταν και ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος ασκήσουν το ένδικο μέσο και υπάρχει αντίθεση μεταξύ των λόγων που προβάλλονται, θα προτιμηθεί το ένδικο μέσο που ωφελεί περισσότερο τον κατηγορούμενο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η δήλωση του ενός συμπληρώνει τη δήλωση του άλλου.

Άρθρο 468.- Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. 1. Το ένδικο μέσο κρίνεται από το συμβούλιο ή το δικαστήριο που ο νόμος ορίζει.
2. Σε κάθε περίπτωση το συμβούλιο ή το δικαστήριο που κρίνει το ένδικο μέσο, έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη του βουλεύματος ή της απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι λόγοι.

Άρθρο 469.- Επεκτατικό αποτέλεσμα. Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ` αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Στην περίπτωση της συνάφειας ισχύει ο ίδιος κανόνας, μόνο αν οι λόγοι που προβάλλονται με το ένδικο μέσο αφορούν παραβάσεις της διαδικασίας και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνου που το άσκησε. Για τη συζήτηση του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της απόφασής του.

Άρθρο 470.- Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή παρεπόμενης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η επιβολή μέτρου ασφάλειας προβλεπόμενου από τον ποινικό κώδικα.

Άρθρο 471.- Ανασταλτική δύναμη των ένδικων μέσων. 1. Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρόθεσμα και νομότυπα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που προσβάλλονται, όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Δεν αναστέλλεται όμως η διάταξη του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση. Αν το βούλευμα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές.
2. Κατ` εξαίρεση η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης και η αίτηση για την αναίρεση δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται με αυτή. Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί, μόλις ασκηθεί αναίρεση και εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας ή ο κατηγορούμενος, να αναστείλει την εκτέλεσή της ή, αν η αναίρεση ασκείται κατά απόφασης που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, να αναστείλει την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή διατάσσεται εφόσον προβλέπεται ότι η έκτιση της ποινής ωσότου εκδοθεί η απόφαση επί της αναίρεσης θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον κατηγορούμενο ή την οικογένειά του. Δεύτερη αίτηση αναστολής εκτέλεσης από τον κατηγορούμενο είναι απαράδεκτη, αν δεν παρέλθουν δύο μήνες από την απόρριψη της προηγούμενης.

Άρθρο 472.- Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ένδικου μέσου. Κάθε δισταγμός ή αμφισβήτηση για την ανασταλτική δύναμη του ένδικου μέσου κατά το άρθρο 471 λύεται αμετάκλητα από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα που προσβάλλεται. Αν όμως ο δισταγμός ή η αμφισβήτηση ανακύψει μετά την εισαγωγή του ένδικου μέσου για συζήτηση, λύεται από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος καλείται πριν είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες να εκφράσει τη γνώμη του στο όργανο που θα κρίνει για την αμφισβήτηση.

Άρθρο 473.- Προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων. 1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων κατά βουλευμάτων. Για τον εισαγγελέα η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων είναι ενός μήνα από την έκδοση του βουλεύματος.
2. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούμενο είναι είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 3. Η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί από τον κατηγορούμενο και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 4 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής. Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει και στην περίπτωση αυτή, από την ως άνω καταχώρηση.
4. Οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων καθώς και για την άσκηση οιονεί ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου.

Άρθρο 474.- Έκθεση και λόγοι άσκησης του ένδικου μέσου. 1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 466 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει την άσκηση του ένδικου μέσου και τηλεγραφικά, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την κατάθεση του τηλεγραφήματος.
2. Το ένδικο μέσο μπορεί επίσης να ασκηθεί και με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχειρίσεως.
3. Αν η έκθεση γίνει ή το δικόγραφο κατατεθεί σε άλλον γραμματέα ή στο διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.
4. Στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο.

Άρθρο 475.- Παραίτηση από ένδικο μέσο. 1. Ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει. Η παραίτηση δηλώνεται σύμφωνα με το άρθρο 474 παρ. 1 και μπορεί να γίνει ακόμα και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης. Η παραίτηση που έγινε δεν μπορεί να ανακληθεί.
2. Ο εισαγγελέας δεν μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει.
3. Ο συνήγορος που άσκησε ένδικο μέσο κατά το άρθρο 466 παρ.2 δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό χωρίς την συναίνεση του κατηγορουμένου ή του δικαστικού συμπαραστάτη του.

Άρθρο 476.- Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. 1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή όταν τούτο ασκείται για δεύτερη φορά ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει τους διαδίκους για να προσέλθουν στο συμβούλιο και να εκθέσουν τις απόψεις τους πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο( εγγράφως ή με τηλεγράφημα ή με τηλεομοιοτυπία ή με e-mail ή προφορικά ή τηλεφωνικά , οπότε η ειδοποίηση στις δύο τελευταίες περιπτώσεις αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου , η οποία επισυνάπτεται στη δικογραφία.
2. Κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση.
3. Αν το ένδικο μέσο κηρυχθεί απαράδεκτο, τα αποτελέσματά του παύουν αυτοδικαίως κατά το άρθρο 469.

  • 12 Απριλίου 2019, 12:51 | Φώτιος Μουζάκης

    Θα ήθελα να επισημάνω ένα νομοθετικό κενό, που κατά τη γνώμη μου είναι προβληματικό, αλλά και αντιφάσκει με άλλες ανάλογες διατάξεις του ΚΠΔ.Ενώ, στις διατάξεις των άρθρων 497 παρ. 7 και 557 παρ. 4 ΚΠΔ, προβλέπεται ότι δίδεται για τους προβλεπόμενους στο νόμο λόγους η δυνατότητα να επιβληθούν,σε κάθε περίπτωση, περιοριστικοί όροι για αναστολή εκτελέσεως της ποινής επί ασκήσεως εφέσεως και, αντιστοίχως, επί αιτήσεως διακοπής εκτελέσεως της ποινής, αυτό δεν προβλέπεται επί ασκήσεως αιτήσεως αναστολής του άρθρου 471 παρ. 2 ΚΠΔ (επί ασκήσεως αναιρέσεως), ενώ είναι προφανές ότι αυτοί πρέπει να προβλέπονται για την ταυτότητα του νομικού λόγου – και πολύ περισσότερο από την περίπτωση του 497 παρ. 7 – αφού ήδη υπάρχει τελεσίδικη καταδίκη. Επομένως, προτείνω στο προτελευταίο εδάφιο του άρθρου 471 παρ. 2, να προστεθεί αντίστοιχη διάταξη περί δυνατότητας επιβολής περιοριστικών όρων, όπως στη διάταξη του άρθρου 497 παρ.7 ΚΠΔ, η οποία και θα διευκολύνει την χορήγηση της αναστολής εκτελέσεως χωρίς τον κίνδυνο ματαιώσεως της εκτελέσεως της ποινής.

  • 26 Μαρτίου 2019, 09:23 | Δημήτρης Κ.

    Συγχαρητήρια για τις σωστές παρατηρήσεις των συναδέλφων. Νομίζω ήρθε ο καιρός για μια ενιαία αντιμετώπιση των προθεσμιών, για την καθιέρωση δηλαδή μιας γενικής προθεσμίας προς άσκηση των ενδίκων μέσων. Ειλικρινά, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω, ποιος ο λόγος να υπάρχουν περισσότερες προθεσμίες, για το ίδιο ένδικο μέσο π.χ. 10 ημέρες από την δημοσίευση της αποφάσεως, για την έφεση από τον παρόντα κατηγορούμενο και τον Εισαγγελέα Πλημ/κων, δεκαπέντε ημέρες για την έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών (490 παρ.2), 30 ημέρες από την επίδοση για τον απόντα κατηγορούμενο (473 παρ.1) κ.ο.κ.. Αλλά και για την αναίρεση: Τριάντα ημέρες για την αναίρεση από την καταχώριση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο ή είκοσι ημέρες όταν ασκείται δι’εξωδίκου δηλώσεως κοκ.
    Καταρχήν, το σωστό είναι, να παρέχεται η ευχέρεια στον κατηγορούμενο ή στον Εισαγγελέα, να διαβάσει τις πλήρεις σκέψεις μιας αποφάσεως και εν συνεχεία να αποφασίζει εάν θα πρέπει να προσβάλει αυτή με έφεση ή όχι. Το ανωτέρω έχει ιδιαίτερη πρακτική αξία, κυρίως στις σχετικές ακυρότητες όπως π.χ.ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος,εξέταση εξαιρετέου μάρτυρα κλπ, οι οποίες μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο δι’ειδικού λόγου εφέσεως. Αλλά και στην εισαγγελική έφεση, ο Εισαγγελέας θα πρέπει να προνοήσει για τις ενδεχόμενες σκέψεις της αποφάσεως, την οποία εκ προοιμίου προσβάλλει !!! Καλούνται δηλαδή κατηγορούμενος και Εισαγγελέας, να εικάσουν τις σκέψεις μίας αποφάσεως που ακόμα δεν έχει καθαρογραφεί και να προσβάλλουν αυτή με μία έωλη έφεση, προβάλλοντας ισχυρισμούς και αιτιάσεις που ενδεχομένως να είναι αλυσιτελείς και αβάσιμοι σε σχέση με τις τελικές σκέψεις της καθαρογραφησομένης αποφάσεως.
    Πέραν τούτου αξίζει να προστεθεί και το εξής επιχείρημα: Το υπάρχον σήμερα σύστημα προθεσμιών, ιδιαίτερα εκείνου της έφεσης κατά αποφάσεων, που η βραχεία δεκαήμερη προθεσμία υπολογίζεται από την δημοσίευση της απόφασης, δημιουργεί ευθεία «ανισότητα όπλων». Και τούτο διότι, ο Δικαστής, κατά την καθαρογραφή των σκέψεων της αποφάσεως, γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους παραπονείται ο κατηγορούμενος ή ο Εισαγγελέας, αφού έχει πρόσβαση στο εφετήριο και υπ’αυτή την έννοια μπορεί να προσαρμόσει τις σκέψεις αναλόγως, ενώ ο εκκαλών (κατηγορούμενος-Εισαγγελέας), όταν ασκεί την έφεσή του, δεν γνωρίζει τις σκέψεις, ούτε τους απορριπτικούς νομικούς συνειρμούς της αποφάσεως την οποία προσβάλλει !!!
    Προς άρση αυτής της ανορθογραφίας, προτείνω να καθιερωθεί μία ενιαία προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων (έφεσης και αναίρεσης), με απώτατο χρόνο προς ενέργεια, τριάντα ημέρες από την ημέρα καταχώρησης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την Γραμματεία του ποινικού Δικαστηρίου, όπως ακριβώς δηλαδή ισχύει σήμερα σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ.3 αναφορικά με την προθεσμία αναιρέσεως, αλλά και αναφορικά με την προθεσμία έφεσης κατά των βουλευμάτων. Και για τον απόντα κατηγορούμενο, τριάντα ημέρες από την ημέρα επίδοσης του πλήρους κειμένου της αποφάσεως σε αυτόν (και όχι απλά αποσπάσματος).

  • 23 Μαρτίου 2019, 12:44 | ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΡΙΤΙΔΗΣ

    ΜΗΠΩΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 463 ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΕΘΕΙ ΤΟ ΕΞΗΣ ΕΔΑΦΙΟ:»ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΔΙΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΣΒΛΗΘΟΥΝ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΤΑΚΤΙΚΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ Ο ΝΟΜΟΣ ΔΙΝΕΙ ΡΗΤΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ Η ΑΣΚΗΣΗ ΜΑΤΑΙΩΣ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΝΟΜΙΜΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΥ, ΕΧΕΙ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖETAI ΩΣ:
    -ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ Η ΔΕΝ ΑΣΚΗΘΗΚΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΤΟ ΕΠΙΤΡΕΠΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ Η ΑΣΚΗΘΗΚΕ ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ.
    -ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΕΡΑΤΩΝΕΤΑΙ ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΑ Η ΔΙΚΗ (Λ.Χ. ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΕΝΟΧΟ Η ΑΘΩΟ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ Η ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ Η ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Η ΠΑΥΕΙ ΥΦΟΡΟΝ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ) ΚΑΙ Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΑΠΕΚΔΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ.
    -ΜΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΩΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΕΠΙ ΚΑΠΟΙΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ.ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΟΜΩΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΕΙ ΟΧΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΥΤΕΣ, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΕΚΕΙΝΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΔΕΝ ΛΥΟΥΝ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΝΑΚΥΨΕΙ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΟΥΝ ΑΠΛΩΣ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΙΑΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΚΡΕΙΣΣΟΝΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ, ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΔΙΚΗ, ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ, ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΙ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΒΟΛΗΣ, Κ.ΛΠ. ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΛΛΟΙΩΘΕΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΚΔΩΣΑΝΤΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΥΤΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.
    -ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 504 ΠΑΡ. 1, ΔΗΛΑΔΗ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΔΟΘΕΙ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΕΩΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΚΕΙΝΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ, ΟΠΩΣ ΑΠΑΓΓΕΛΘΗΚΑΝ, ΔΕΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΜΕ ΕΦΕΣΗ, ΗΤΟΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙς ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΠΑΓΓΕΛΘΕΙ ΑΝΕΚΚΛΗΤΩΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΣΒΛΗΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΤΑΚΤΙΚΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΟ, ΚΑΙ ΩΣ ΤΕΤΟΙΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟ Η ΕΦΕΣΗ. ΣΥΝΕΠΩΣ ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΜΕΝΕΣ ΩΣ «ΑΝΕΚΚΛΗΤΕΣ» ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥΣ, ΔΕΝ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΕΦΕΣΗ, ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΩΣ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟ ΕΥΡΕΙΑ ΕΝΝΟΙΑ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ.

  • 17 Μαρτίου 2019, 11:04 | ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΥΑΓΓ. ΚΟΥΚΙΩΤΗΣ

    Η προθεσμίας της αναίρεσης στο άρθρο 473 παρ. 3 πρέπει να ξεκινά από την κοινοποίηση της απόφασης στον αντίκλητο ή στον κατηγορούμενο και να είναι 30 εργάσιμων ημερών. Η έναρξη προθεσμίας ενδίκου μέσου δεν συνάδει με την αρχή του κράτους δικαίου το 2019 να άρχεται από το χρονικό σημείο της καθαρογραφής για την οποία δεν ενημερώνεται ποτέ με επίσημο τρόπο ο κατηγορούμενος. Είναι διάταξη άλλης εποχής και πρέπει να αλλάξει.

  • 14 Μαρτίου 2019, 19:37 | Κώστας Δημητρίου

    θα πρέπει η προθεσμία για άσκηση ενδίκων μέσων να γίνει ευρύτερη, ήτοι 30 ημέρες

    όσον αφορά για την έναρξη προθεσμίας για άσκηση αναίρεσης, θα πρέπει να άρχεται από της κοινοποίησης της απόφασης (όχι αποσπάσματος) στον κατηγορούμενο ή στον αντίκλητο , γιατί είναι γνωστό ότι η καθαρογραφή αποφάσεως και πρακτικών καθυστερεί πάρα πολύ (μήνες ή και χρόνια) από την έκδοσή της , ενώ είναι δύσκολο να ενημερωθεί ο κατηγορούμενος πότέ αυτή καθαρογράφηκε

    στα πλαίσια αυτά και για να μην χάνεται η συγκεκριμένη προθεσμία και να υπάρχει ασφάλεια όσον αφορά την γνώση, είναι δυνατό να προβλεφθεί ότι στο ποινικό δικαστήριο θα δηλώνεται το e-mai του πληρεξούσιου δικηγόρου στον γραμματέα της έδρας, ώστε να πρέπει να αποστέλλεται και ηλεκτρονικό μήνυμα παράλληλα με όλα τα υπόλοιπα, που αφορούν την κοινοποίηση -> ίσως αυτό συμβάλλει και μπορεί να είναι ένα είδος κοινοποίησης

  • 13 Μαρτίου 2019, 13:09 | ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΚΩΤΣΙΟΥ

    άρθρο 473. Πρέπει να προβλεφθεί ότι η προθεσμία άσκησης της αναιρέσεως άρχεται από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον κατηγορούμενο ( ή σε αντίκλητο). Είναι γνωστό ότι η καθαρογραφή μίας ποινικής αποφάσεως μπορεί να καθυστερήσει από 1 μήνα έως και 2 έτη από την έκδοσή της, με αποτέλεσμα να είναι τουλάχιστον δυσχερής η έγκαιρη ενημέρωση του κατηγορουμένου για τον χρόνο καθαρογραφής και καταχώρησής της και της εξ αυτής έναρξης της πολύ σύντομης προθεσμίας (ειδικά όταν απόφαση Δικαστηρίου τόπου ετέρου από αυτόν της κατοικίας του),με αποτέλεσμα να «χάνεται» η προθεσμία αναιρέσεως επειδή ο κατηγορούμενος δεν ενημερώθηκε εγκαίρως για την καταχώρηση της ποινικής αποφάσεως στο Ειδικό Βιβλίο. Πρέπει επομένως να προβλεφθεί μία είδους κοινοποίηση αυτής, έστω και ηλεκτρονική, ώστε να δύναται αυτός να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του.