ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αποκλεισμός, εξαίρεση και αποχή των δικαστικών προσώπων

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Αποκλεισμός, εξαίρεση και αποχή των δικαστικών προσώπων.

Άρθρο 14.- Λόγοι αποκλεισμού. 1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον οργανισμό των δικαστηρίων και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στην σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.
2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α) όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα, β) όποιος είναι σύζυγος του κατηγορουμένου ή εκείνου που αδικήθηκε από το έγκλημα. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που κάποιος είναι συγγενής εξ αίματος με τα πρόσωπα αυτά σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή συγγενής εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Αποκλείεται επίσης εκείνος που είναι ή ήταν επίτροπος ή κηδεμόνας των ίδιων προσώπων ή που συνδέεται μαζί τους με υιοθεσία, γ) όποιος ήταν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ίδια υπόθεση, δ) όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος στην ίδια υπόθεση, ε) ο ανακριτής, στ) ο δικαστής και ο εισαγγελέας που έχουν συμπράξει στην πράξη παραπομπής του κατηγορουμένου ειδικά στην συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός εάν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα.
3. Ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις.
4. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και για τον εισαγγελέα, εκτός εάν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλον εισαγγελέα.

Άρθρο 15.- Λόγοι εξαίρεσης. Όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους.

Άρθρο 16.- Ποιοι και πότε προτείνουν την εξαίρεση. 1. Δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας.
2. Η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: α) στο στάδιο της ανάκρισης έως την παράδοση των εγγράφων από τον ανακριτή στον εισαγγελέα μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, β) στη διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος και γ) στην κύρια διαδικασία πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Γι’ αυτόν το σκοπό οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να πληροφορηθούν το όνομα του εισαγγελέα πριν από την σύνταξη της πρότασής του και τη σύνθεση του συμβουλίου από τη στιγμή που ο εισαγγελέας υποβάλλει σ’ αυτό την πρότασή του. Αν η αίτηση αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυμελούς δικαστηρίου ή περισσότερων από το ήμισυ των μελών της σύνθεσης αυτού, η κατάθεσή της γίνεται τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από την ημέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση της υπόθεσης.
3. Οι αιτήσεις εξαίρεσης κατά των δικαστικών προσώπων που συμπράττουν ή πρόκειται να συμπράξουν στην ίδια διαδικαστική ενέργεια, εφόσον στηρίζονται σε ήδη υπάρχοντες λόγους, υποβάλλονται εφάπαξ ως προς όλους τους λόγους εξαίρεσης και καθ` όλων των προσώπων αυτών πριν από τη διαδικαστική αυτή ενέργεια. Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνονται με ενιαία απόφαση. Κάθε μεταγενέστερη αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη από το ίδιο δικαστήριο ή συμβούλιο εκτός αν ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι ο λόγος εξαίρεσης ανέκυψε μεταγενέστερα. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των μελών του δικαστηρίου ή του συμβουλίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμησης ή ασκείται καταχρηστικά απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
4. Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης: α) μελών ή του εισαγγελέα ή του γραμματέα του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, που αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης κατά το άρθρο 20, β) τόσων μελών από καθένα των ποινικών τμημάτων του Αρείου Πάγου, ώστε με τα λοιπά μέλη να μην είναι δυνατή η συγκρότηση του δικαστηρίου κατά τον κανονισμό λειτουργίας του Αρείου Πάγου, γ) περισσοτέρων των πέντε αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, δ) περισσοτέρων των οκτώ δικαστών ή δύο εισαγγελέων συνολικά για κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία, όπου υπηρετούν πράγματι τουλάχιστον δώδεκα δικαστές ή τρεις εισαγγελείς αντίστοιχα, ε) περισσοτέρων των τεσσάρων δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν τουλάχιστον επτά δικαστές και περισσοτέρων των δύο όταν υπηρετούν λιγότεροι των επτά δικαστών.

Άρθρο 17.- Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαίρεσης. 1. Η αίτηση εξαίρεσης πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαίρεσης, να μνημονεύει το όνομα εκείνου του οποίου ζητείται η εξαίρεση, τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα της απόδειξής τους. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
2. Την αίτηση εξαίρεσης πρέπει να υπογράφει ό ίδιος ο αιτών ή πληρεξούσιος που έχει ειδική γι` αυτό πληρεξουσιότητα. Μεταγενέστερη προσκόμιση του εγγράφου της πληρεξουσιότητας δεν επιτρέπεται. Στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση. Σε περίπτωση μη τήρησης των πιο πάνω διατυπώσεων, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
3. Ο αιτών ή ο ειδικός για τον σκοπό αυτό πληρεξούσιός του, εγχειρίζει την αίτηση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί το πρόσωπο του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Αν ζητείται η εξαίρεση μέλους μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή μικτού ορκωτού εφετείου, η αίτηση εγχειρίζεται στον εισαγγελέα εφετών.
4. Η αίτηση για την εξαίρεση μέλους δικαστηρίου που συνεδριάζει μπορεί να υποβληθεί και με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική γι` αυτό πληρεξουσιότητα, εφαρμοζόμενης αναλόγως και της διάταξης της παραγράφου 2. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των μελών του δικαστηρίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμησης ή ασκείται καταχρηστικά, απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται.

Άρθρο 18.- Πότε η αίτηση είναι απαράδεκτη. Αν η αίτηση για εξαίρεση έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα ή παράτυπα ή αν έχει ελλείψεις στο περιεχόμενο, το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα την απορρίπτει ως απαράδεκτη μέσα σε δύο το πολύ ημέρες από την υποβολή της. Στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο δεν συμμετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση, Στην περίπτωση της παραγράφου 4 του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο στην ίδια συνεδρίαση αποφασίζει, εφόσον είναι αρμόδιο, αν η αίτηση για εξαίρεση είναι παραδεκτή. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακουστούν αυτός που ζήτησε προφορικά την εξαίρεση και οι υπόλοιποι διάδικοι που παρευρίσκονται στο δικαστήριο.

Άρθρο 19.- Κοινοποίηση της αίτησης. 1. Η αίτηση για εξαίρεση, που υποβάλλεται όπως ορίζουν τα άρθρα 16 και 17, ανακοινώνεται από τον εισαγγελέα χωρίς καμία χρονοτριβή σ’ εκείνον του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
2. Το υπό εξαίρεση πρόσωπο, έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί αμέσως το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν, αλλά και την υποχρέωση μέσα σε 24 ώρες να εκφράσει γραπτά τις απόψεις του και ταυτόχρονα να απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Πρέπει όμως να ενεργήσει τις πράξεις που δεν μπορούν ν’ αναβληθούν, αν δεν υπάρχει άλλος που έγκαιρα θα μπορούσε να τον αναπληρώσει σ` αυτές σύμφωνα με το νόμο. Σε αντίθετη περίπτωση, τιμωρείται πειθαρχικά. Οι πράξεις του όμως αυτές είναι άκυρες, αν γίνει δεκτή η αίτηση εξαίρεσης.

Άρθρο 20.- Αρμόδιο δικαστήριο. 1. Μέσα σε δύο ημέρες από την κατά το προηγούμενο άρθρο κοινοποίηση, ο εισαγγελέας εισάγει την αίτηση εξαίρεσης στο δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί, ή στο συμβούλιο αν η αίτηση αφορά ανακριτή, τον εισαγγελέα ή μέλος του δικαστικού συμβουλίου. Το δικαστήριο ή το συμβούλιο συνεδριάζοντας σύμφωνα με την διαδικασία που καθορίζεται για το καθένα, αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης. Στη σύνθεση δεν μπορεί να μετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση, αλλά αναπληρώνεται σύμφωνα με το νόμο.
2. Αν η εξαίρεση αφορά μέλος του εκ τακτικών δικαστών δικαστηρίου ή του εισαγγελέα ή ενόρκου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του μικτού ορκωτού εφετείου, αρμόδιο είναι το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο.
3. Αν το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί νόμιμα, τότε για την αίτηση εξαίρεσης αποφασίζει χωρίς καμιά χρονοτριβή, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1, το αμέσως ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο ή συμβούλιο και αν πρόκειται για εφετείο αποφασίζει το κατά το άρθρο 6 του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών συγκροτούμενο εφετείο.

Άρθρο 21.- Απόφαση. 1. Αν βεβαιωθεί η βασιμότητα του λόγου, γίνεται δεκτή η εξαίρεση και διατάσσεται εκείνος που εξαιρέθηκε να απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Αν δεν υπάρχει αναπληρωτής του, το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο παραπέμπει τη δίκη σε άλλο δικαστήριο ή συμβούλιο σύμφωνα με τις σχετικές για αρμοδιότητα κατά παραπομπή διατάξεις. Διαφορετικά, κατά τις περιστάσεις, ή απορρίπτεται η αίτηση ή διατάσσεται ο αιτών να φέρει ισχυρότερες αποδείξεις.
2. Αν απορριφθεί η αίτηση καταδικάζεται ο αιτών στην πληρωμή των εξόδων. Αν ταυτόχρονα αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι λόγοι εξαίρεσης που προβλήθηκαν, καταδικάζεται επίσης σε χρηματική ποινή πενήντα (50) έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Άρθρο 22.- Ένδικα μέσα. Η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο. Η απόφαση που απορρίπτει την εξαίρεση μπορεί να προσβληθεί με έφεση, αν και η οριστική απόφαση για την ουσία της υπόθεσης προσβάλλεται με έφεση και μόνο ταυτόχρονα μ’ αυτήν.

Άρθρο 23.- Αποχή του δικαστικού προσώπου. 1. Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14 οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το γνωστό σ` αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15, με σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας που είναι προϊστάμενος εισαγγελίας υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές τους, ενώ οι αντιεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2.
2. Τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο οφείλουν να δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι της παρ. 1.
4. Σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου αυτού το δικαστήριο συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα, χωρίς την παρουσία διαδίκων, αποφασίζει αν εκείνος που υπέβαλε τη δήλωση πρέπει να απέχει ή όχι από την άσκηση των καθηκόντων του.
5. Όταν συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης ή σοβαροί λόγοι ευπρέπειας, η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

Άρθρο 24.- Σύμπτωση αποχής και εξαίρεσης. Αν ο δικαστικός λειτουργός, ακόμη και μετά την υποβολή της αίτησης για εξαίρεση, υπέβαλε τη δήλωση αποχής που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, το δικαστήριο ως συμβούλιο αποφασίζει πρώτα για την αποχή, ανεξάρτητα αν η τελευταία στηρίζεται στους ίδιους λόγους με την αίτηση εξαίρεσης. Αν η αποχή γίνει δεκτή, η αίτηση για εξαίρεση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε. Αν όμως η αποχή απορριφθεί, η διαδικασία για την εξαίρεση προχωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα, σε οποιονδήποτε λόγο και αν στηρίζεται η αίτηση.

Άρθρο 25.- Υποχρέωση για δήλωση των ανακριτικών υπαλλήλων. Εξαίρεση των ανακριτικών υπαλλήλων. 1. Αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού ή εξαίρεσης που ορίζονται στα άρθρα 14 και 15, οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να τον αναφέρουν στον προϊστάμενό τους εισαγγελέα, χωρίς καμιά χρονοτριβή, συνεχίζοντας όμως το έργο τους.
2. Τον λόγο αποκλεισμού ή εξαίρεσης έχουν δικαίωμα να αναφέρουν και οι διάδικοι, ζητώντας τη εξαίρεση των ανακριτικών υπαλλήλων.
3. Ο εισαγγελέας, αφού ακούσει εκείνον του οποίου ζητείται η εξαίρεση, δέχεται την αίτηση, αν οι λόγοι που προβάλλονται πιθανολογείται ότι είναι βάσιμοι. Στην περίπτωση αυτή οι πράξεις που στο μεταξύ έγιναν από τον υπάλληλο, είναι έγκυρες.

Άρθρο 26.- Αποσιώπηση των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης. Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14, καθώς και κάθε ανακριτικός υπάλληλος, ο οποίος, αν και γνωρίζει ότι συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιος λόγος για να εξαιρεθεί ή να αποκλεισθεί, παραλείπει να τον αναφέρει σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του κεφαλαίου, ή, όταν ζητηθεί η εξαίρεσή του, αρνείται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται ο λόγος αυτός, τιμωρείται με πειθαρχική ποινή, χωρίς να αποκλείεται και η εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού κώδικα.

  • 11 Απριλίου 2019, 21:55 | Ι.Ζ.

    Η απαλοιφή της φράσης στο άρθρο 15 του ΚΠΔ της φράσης
    «ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορουμένους δεν μπορεί μόνος του να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση» (άρθρο 15 παρ. 2 του ισχύοντος) δεν εξυπηρετεί καθόλου την αμεροληψία της δικαioσύνης, που αποτελεί το δικαιολογητικό λόγο ύπαρξης αυτού του άρθρου, δεδομένου ότι οποιοσδήποτε επίορκος δικαστής μπορεί να διεξάγει μία τυπικά άψογη διαδικασία και παρόλα αυτά να καταλήξει στην προειλημμένη απόφασή του. Αντίθετα, η απαλοιφή της μόνο σε δυσχέρανση της διαδικασίας και σε στρεψοδικίες.
    Επίσης, δεν είναι κατανοητή η προσθήκη: «ο δικαστής και ο εισαγγελέας που έχουν συμπράξει στην πράξη παραπομπής του κατηγορουμένου ειδικά στην συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός εάν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα» δεδομένου ότι για την παραπομπή αρκούν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου ενώ για την καταδίκη πρέπει να αποδειχθεί η ενοχή του. Είναι άπειρες, σε καθημερινή βάση, οι περιπτώσεις που οι συμπράττοντες στην παραπομπή εισαγγελείς και δικαστές εκφέρουν απαλλακτική κρίση κατά την εκδίκαση της υπόθεσης μη δεσμευόμενοι, έστω και στο ελάχιστο, από την προηγούμενη κρίση-τους περί παραπομπής της υπόθεσης στο ακροατήριο.

  • 11 Απριλίου 2019, 20:42 | Ι.Ζ.

    Η απαλοιφή της φράσης στο άρθρο 15 του ΚΠΔ της φράσης
    «ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορουμένους δεν μπορεί μόνος του να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση» (άρθρο 15 παρ. 2 του ισχύοντος) δεν εξυπηρετεί καθόλου την αμεροληψία της δικαοσύνης, που αποτελεί το δικαιολογητικό λόγο ύπαρξης αυτού του άρθρου, δεδομένου ότι οποιοσδήποτε επίορκος δικαστής μπορεί να διεξάγει μία τυπικά άψογη διαδικασία και παρόλα αυτά να καταλήξει στην προειλημμένη απόφασή του. Αντίθετα, η απαλοιφή της μόνο σε δυσχέρανση της διαδικασίας και σε στρεψοδικίες.

  • 3 Απριλίου 2019, 21:42 | Αριέττα

    Ο δικαιολογητικός λόγος που περιορίζεται ο λόγος αποκλεισμού στο πρόσωπο του Δικαστή είναι η απόδοση δικαιοδοτικής κρίσης αυτού με την απόφαση του. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Εισαγγελέας προτείνει και δεν αποφασίζει.
    Από την πρακτική σκοπιά του θέματος να ληφθεί υπόψιν ότι ο αριθμός των Δικαστών στην Ελλάδα είναι τετραπλάσιος με αυτόν των Εισαγγελέων. Είναι διατεθειμένη η εκάστοτε κυβέρνηση να προβεί στην εξομοίωση των θέσεων των Εισαγγελέων με αυτές των Δικαστών ώστε να καταστεί δυνατή η υλοποίηση της νέας νομοθετικής αυτής πρότασης;
    Τέλος να ληφθεί υπόψιν ότι η υλοποίηση με τις ήδη καλυφθείσες θέσεις μόνο στην Αθήνα θα είναι δυνατή και θα προκαλέσει πλείστα προβλήματα στους Εισαγγελικούς Λειτουργούς που υπηρετούν εκτός Αθηνών.

  • 1 Απριλίου 2019, 22:59 | ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑ

    Η απαλοιφή της φράσης στο άρθρο 15 του ΚΠΔ της φράσης
    «ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορουμένους δεν μπορεί μόνος του να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση» (άρθρο 15 παρ. 2 του ισχύοντος) θα δημιουργήσει προβλήματα και θα αποτελέσει αιτία στρεψοδικίας των ποινικών δικών.

  • 13 Μαρτίου 2019, 20:59 | ΓΙΑΝΝΗΣ

    Είναι γνωστό ότι η ατιμωρησία δημιουργεί προβλήματα κοινωνικά και πολιτισμικά. Η αδιαφορία για το αν θα αποδοθεί δικαιοσύνη ή όχι θα πρέπει να μας ξυπνήσει. Η αγωγή κακοδικίας δεν πρέπει να στρέφεται κατά του Δημοσίου αλλά να μπορεί να στρέφεται μόνο κατά του δικαστή που έκανε παράβαση καθήκοντος και δεν εφάρμοσε το νόμο. Μόνο έτσι θα υπάρξουν δίκαιες αποφάσεις και θα να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη προς την ελληνική δικαιοσύνη. Το σλόγκαν «ας αθωωθεί στο δεύτερο βαθμό» δεν μπορεί να δίνει τη δυνατότητα να σε δικάζει ο δικαστής έξω από το νόμο για ίδιον συμφέρον δεδομένου ότι επικρατεί η λογική ότι ο «καταδικαστικός δικαστής» είναι και ο σωστός δικαστής.

  • 10 Μαρτίου 2019, 11:41 | Στέφανος Πάττας

    Υπάρχουν πάρα πολλές, ακόμα μορφές σχέσεων, που μπορεί να συνδέουν τον κατηγορούμενο ή τον μηνυτή, με τον δικαστή, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα μιάς δίκης. Κατανοητό ότι, όλες αυτές είναι αδύνατον να συμπεριληφθούν στις διατάξεις ενός Νόμου, πέραν των όσων αναφέρονται στα συγκεκριμένα άρθρα. Κάποιες σχέσεις, μπορεί να μην είναι καν γνωστές. Σε μία τέτοια περίπτωση τι γίνεται; Θα περιμένεις να δικαιωθείς πότε; Για το λόγο αυτό, δώστε το δικαίωμα, δεύτερης κρίσης, σε όλες τις περιπτώσεις καταδικαστικών αποφάσεων αλλά και ΑΘΩΩΤΙΚΩΝ αποφάσεων, με το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων από τους κατηγορούμενους αλλά και από κάθε μηνυτή (διάδικο ή όχι). Μπορεί στις εφέσεις αυτές, να καταβάλλεται ένα παράβολο, το οποίο όμως σε περίπτωση δικαίωσης, να επιστρέφεται. Σε κάθε περίπτωση, νομοθετείστε, όλες τις αναγκαίες διατάξεις, θεσπείστε περισσότερες ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να αποκλείεται η μεροληψία. Έτσι θα έχουμε καλύτερη απονομή του δικαίου και εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη Δικαιοσύνη.

  • 9 Μαρτίου 2019, 17:23 | Στέφανος Πάττας

    Τι γίνεται όταν ο κατηγορούμενος ή ο μηνυτής, έχει συνήγορο γιό Δικαστικού λειτουργού, ερωμένο/η, φίλο/η, κουμπάρο/α, συγχωριανό/ή, συμμαθητή, τον δικαστή, συνήγορό του ερωμένο/η του δικαστή, στην εργασία του γιό-κόρη του δικαστή και πάει λέγοντας; Είναι τόσες οι σχέσεις που δεν μπορούν να αναφερθούν στη νομοθεσία και μπορούν να επηρρεάσουν το αποτέλεσμα μιάς δίκης. Που να βρεις άκρη….. Μπορεί να μην υπάρχουν κάποια άλλα γεγονότα. Ο Θεός να σε φυλάει που θα πέσεις……. Τρέχα κακόμοιρε πολίτη εσύ, αν σου τύχει τέτοια περίπτωση, στη Δικαιοσύνη να βρεις το δίκιο σου…….Ίσως να δικαιωθείς στην άλλη ζωή……

  • 9 Μαρτίου 2019, 14:31 | ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΡΕΚΟΣ

    Ο λόγος αποκλεισμού του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού δεν νοείται να κάμπτεται από την αδυναμία συγκρότησης του επαρχιακού δικαστηρίου. Ας προβλεφθεί διακοπή ή αναβολή. Ο Δικαστής ή Εισαγγελέας που τεκμαίρεται αμάχητα ότι δεν έχει τα εχέγγυα αμεροληψίας, όταν π.χ. μετείχε στην πράξη παραπομπής του κατηγορούμενου, δεν καθίσταται αμερόληπτος επειδή δεν υπάρχει άλλος να δικάσει. Κατά τα λοιπά, το νέο άρθρο αποτελεί σαφή πρόοδο.