ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Μάρτυρες

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μάρτυρες

Άρθρο 209.- Υποχρέωση για μαρτυρία. 1. Αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί, εκτός από τις εξαιρέσεις που ρητά αναγράφονται στον κώδικα.
2. Όποιος διενεργεί ανάκριση ή και το δικαστήριο μπορεί να μην εξετάσει κάποιο μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί.

Άρθρο 210.- Μη εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο ακροατήριο. Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης ή υποβοήθησαν το έργο της ανάκρισης κατά το άρθρο 248 παρ. 4 στην ίδια υπόθεση· β) όσοι έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν για την ίδια πράξη, ωσότου αμετακλήτως κριθεί η ενοχή τους· γ) όσοι κηρύχθηκαν αμετακλήτως ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται, και αν ακόμη δεν τους επιβλήθηκε ποινή.

Άρθρο 211.- Μαρτυρία συγκατηγορουμένου. Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου.

Άρθρο 212.- Επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων. 1. Η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξεταστούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία: α) τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 371 του ΠΚ, β) οι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους, εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός με αίτηση της δικαστικής αρχής ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως τους εξουσιοδοτήσει σχετικά.
2. Η απαγόρευση της παρ. 1 περίπτωση α΄ ισχύει, ακόμη και αν τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση να τηρήσουν το επαγγελματικό απόρρητο από μέρους εκείνου που τους το εμπιστεύθηκε.
3. Οι παραπάνω μάρτυρες έχουν υποχρέωση να δηλώσουν σ` αυτόν που εξετάζει, δίδοντας τον όρκο του άρθρου 219 ότι, αν κατέθεταν, θα παραβίαζαν τα απόρρητα που μνημονεύονται στην παρ. 1. Ψευδής δήλωση τιμωρείται με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 224 του ΠΚ ποινές. Η κατά την παρ. 1 ακυρότητα επέρχεται ανεξάρτητα από το αν έγινε ή όχι η δήλωση του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου.

Άρθρο 213.- Κλήτευση των μαρτύρων. 1. Στην προδικασία και στο ακροατήριο οι μάρτυρες κλητεύονται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα και ώρα. Η κλήση υπογράφεται από τον εκπρόσωπο της αρχής που καλεί και από τον γραμματέα, και φέρει την επίσημη σφραγίδα της. Επίσης πρέπει να περιέχει συνοπτική ένδειξη της υπόθεσης για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας, να μνημονεύει την δικαστική αρχή στην οποία αυτός καλείται και να αναγράφει περιληπτικά τις συνέπειες που προβλέπονται αν ο μάρτυρας δεν εμφανιστεί. Η κλήση επιδίδεται στο μάρτυρα, σύμφωνα με τα άρθρα 155-162, είκοσι τέσσερις ώρες τουλάχιστον πριν από την ημέρα για την οποία καλείται, αν πρόκειται για την προδικασία, και σύμφωνα με τις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 166, αν πρόκειται για το ακροατήριο.
2. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την ανάκριση οι μάρτυρες μπορούν να κληθούν στην προδικασία και προφορικά. Προφορική κλήτευση στο ακροατήριο μπορεί να γίνει μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος την επιτρέπει ρητά. Η βεβαίωση της κλήτευσης γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 165 παρ. 1.
3. Στο στάδιο της προδικασίας μπορεί και αυθόρμητα να προσέλθει κάποιος για να εξετασθεί ως μάρτυρας. Το γεγονός όμως αυτό πρέπει να μνημονεύεται στην έκθεση της εξέτασής του.
4. Αν ο εισαγγελέας, ο ανακριτής ή ο ανακριτικός υπάλληλος δεν εξετάσει, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, τον μάρτυρα ή τον κατηγορούμενο που κλήτευσε και αυτός εμφανίστηκε την ημέρα και την ώρα που είχε οριστεί, τιμωρείται πειθαρχικά.
5. Οι διατάξεις του άρθρου 156 παρ.4 του κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως και σ’ αυτόν που υποστηρίζει την κατηγορία.
6. Η κλήτευση μαρτύρων τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν αναγραφεί στην έκθεση κατάθεσης και έχουν λάβει κωδική ονομασία, καθώς και η κλήτευση μάρτυρα ο οποίος έχει μετεγκατασταθεί, γίνεται διαμέσου της υπηρεσίας προστασίας μαρτύρων της Ελληνικής Αστυνομίας. Η βεβαίωση της ταυτότητάς τους καθώς και η κατάθεση των ανωτέρω μαρτύρων στο ακροατήριο γίνεται μόνο με τεχνικά μέσα διαμέσου της υπηρεσίας προστασίας μαρτύρων.

Άρθρο 214.- Εξέταση Προέδρου της Δημοκρατίας. 1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξετάζεται κατά την προδικασία στην κατοικία του, και όταν καλείται στο ακροατήριο, εξετάζεται πρώτος και κατόπιν μπορεί να αποχωρήσει, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

Άρθρο 215.- Εξέταση υπουργών, αρχιερέων και όσων δεν μπορούν να εμφανιστούν. 1. Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, ο πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των αναγνωρισμένων κομμάτων της Βουλής, οι υπουργοί και οι αρχιερείς εξετάζονται κατά την προδικασία στην κατοικία τους. Το εδάφιο β του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως.
2. Στην κατοικία τους εξετάζονται οι μάρτυρες που λόγω ασθένειας ή γήρατος δεν μπορούν να εμφανιστούν, οπότε η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο, εφόσον η εμφάνισή τους στο ακροατήριο είναι ανέφικτη.
3. Αν η κατηγορία αφορά πλημμέλημα, δημόσιοι γενικά υπάλληλοι και υπάλληλοι σιδηροδρομικών, ατμοπλοϊκών και αεροπορικών επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου, καθώς και ναυτικοί ναυτολογημένοι σε εμπορικά πλοία, δεν καλούνται να εμφανιστούν στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.
4. Μάρτυρες κρατούμενοι σε φυλακές και σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα τα οποία βρίσκονται έξω από την έδρα του δικαστηρίου δεν κλητεύονται στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.

Άρθρο 216.- Εξέταση πρεσβευτών και μαρτύρων στο εξωτερικό. 1. Οι πρεσβευτές και οι άλλοι διπλωματικοί υπάλληλοι ξένου κράτους που είναι επιφορτισμένοι με διπλωματική αποστολή, εξετάζονται στην κατοικία τους.
2. Οι μάρτυρες που διαμένουν στο εξωτερικό, εξετάζονται στις επιτόπιες προξενικές αρχές. Αν αυτό είναι ανέφικτο, εξετάζονται από τις ανακριτικές αρχές του τόπου της διαμονής τους, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα προς το Υπουργείο της Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας και την τήρηση των διεθνών συνθηκών και εθίμων.

Άρθρο 217.- Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του. Επίσης καλείται να δηλώσει αν τυχόν είναι συγγενής με τον κατηγορούμενο ή με όποιον αδικήθηκε και, αν υπάρχει ανάγκη, του υποβάλλονται ερωτήσεις για κάθε περιστατικό που θα μπορούσε να διαφωτίσει εκείνον που διεξάγει την εξέταση για τις σχέσεις του μάρτυρα με τα παραπάνω πρόσωπα και για το βαθμό αξιοπιστίας της μαρτυρίας του.

Άρθρο 218.- Προστασία μαρτύρων. 1. Κατά την ποινική διαδικασία για τις πράξεις της συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση της παραγράφου 1 του άρθρου 187 του ΠΚ ή σε τρομοκρατική οργάνωση της παραγράφου 2 του άρθρου 187Α του ΠΚ και για συναφείς πράξεις, μπορεί να λαμβάνονται μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των ουσιωδών μαρτύρων, των προσώπων που κατά το άρθρο 187Γ του ΠΚ βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων ή των οικείων τους.
2. Κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323, 323Α , 323Β και 351 του Π.Κ., καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α’) , μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4, για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ι’ και ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.3386/2005, των οικείων του θύματος ή των ουσιωδών μαρτύρων, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 του Π.Κ.
3. Σε υποθέσεις σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα, ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ’ άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στους ιδιώτες κατ’ άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων ή, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, και στους οικείους των προαναφερθέντων προσώπων, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης.
4. Μέτρα προστασίας είναι η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας του, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητάς, καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα ανάκλησής της, των δημοσίων υπαλλήλων, που αποφασίζονται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις από τους αρμόδιους Υπουργούς, ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η υπουργική απόφαση μπορεί να προβλέπει τη μη δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και άλλους τρόπους διασφάλισης της μυστικότητας της πράξης. Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν περιορίζουν την ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο μάρτυρας το ζητήσει εγγράφως ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους .
5. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο ο μάρτυρας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας, καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος του μάρτυρα, αν τούτο ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από ένα διάδικο ή και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του κώδικα.
6. Αν δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου.

Άρθρο 219.- Όρκος των μαρτύρων στο ακροατήριο. 1. Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξετασθεί στο ακροατήριο, να δώσει τον ακόλουθο όρκο: «Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή μου, ότι θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε».
2. Ο άλαλος μάρτυρας που γνωρίζει να γράφει, ορκίζεται γράφοντας και υπογράφοντας τον άνω όρκο. Αν δεν ξέρει να γράφει, δίδει τον όρκο της προηγούμενης παραγράφου, με την βοήθεια διερμηνέα.
3. Οι κληρικοί ή οι ιερωμένοι δεν ορκίζονται. Αντί γι’ αυτό δίνουν κατά την παράγραφο 1 διαβεβαίωση στην ιεροσύνη τους, σύμφωνα με τους κανονισμούς από τους οποίους διέπονται.

Άρθρο. 220.- Όρκος μαρτύρων στην προδικασία. 1. Στην προδικασία οι μάρτυρες δίνουν πάντοτε τον όρκο της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου, τηρώντας τις διατάξεις των άρθρων 221 και 222.
2. Αν κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης ο ανακριτής θεωρεί πιθανώς αδύνατη την εμφάνιση κάποιου μάρτυρα στο ακροατήριο, οφείλει να καλέσει τους διαδίκους ή τους συνηγόρους τους να παραστούν στην εξέταση του μάρτυρα. Η κλήση πρέπει να γίνει μέσα στην προθεσμία που κρίνει ο ανακριτής αναγκαία για την εμφάνισή τους.

Άρθρο 221.- Εξέταση χωρίς όρκο. Χωρίς όρκο εξετάζονται στην ανάκριση και στην κύρια διαδικασία, όσοι: α) κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την ανάκριση ή του δικαστηρίου δεν συμπλήρωσαν το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους∙ β) έχουν προφανώς εξασθενημένη τη διάνοια∙ γ) στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα εξαιτίας καταδίκης· δ) επιδιώκουν ως υποστήριζοντες την κατηγορία στο ποινικό δικαστήριο απαιτήσεις για αποζημίωση· ε) δικαιούνται χρηματική αμοιβή για την καταμήνυση.

Άρθρο 222.- Μάρτυρες συγγενείς του κατηγορουμένου. Σύζυγος και συγγενείς εξ αίματος του κατηγορουμένου έως και τον τρίτο βαθμό, έχουν δικαίωμα να αρνηθούν τη μαρτυρία τους και στην προδικασία και στο ακροατήριο. Η διάταξη εφαρμόζεται και όταν μόνο ένας από τους κατηγορουμένους που μαζί δικάζονται έχει την παραπάνω σχέση με τον μάρτυρα. Όταν κατηγορείται ανήλικος, η μαρτυρία των συγγενών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου είναι υποχρεωτική.

Άρθρο 223.- Πώς εξετάζονται οι μάρτυρες. 1. Ο μάρτυρας εξετάζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 239, και δεν του απευθύνονται ερωτήσεις για προσωπικές κρίσεις παρά μόνο όταν αυτές συνδέονται αναπόσπαστα με τα γεγονότα που καταθέτει.
2. Όταν ο μάρτυρας καταθέτοντας δεν απομακρύνεται από το θέμα, δεν πρέπει να διακόπτεται.
3. Στον μάρτυρα απευθύνονται ερωτήσεις αφού τελειώσει την κατάθεσή του και αν είναι αναγκαία η συμπλήρωσή της.
4. Ο μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να καταθέσει περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη.
5. Παραπειστικές ερωτήσεις δεν επιτρέπεται να απευθύνονται στους μάρτυρες.

Άρθρο 224.- Πώς έμαθε ο μάρτυρας όσα καταθέτει. Ο μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πώς έμαθε όσα καταθέτει. Αν πρόκειται για γεγονότα που άκουσε από άλλους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατονομάσει ταυτόχρονα και εκείνους από τους οποίους τα άκουσε, εκτός αν στο νόμο ορίζεται διαφορετικά.
2. Αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεσή του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

Άρθρο 225.- Εξετάσεις και αναγνωρίσεις που γίνονται κατ` αντιπαράσταση. 1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ο καθένας χωριστά. Πάντως επιτρέπεται, όταν αυτό είναι αναγκαίο, να εξετάζονται κατ` αντιπαράσταση προς τον κατηγορούμενο ή άλλο μάρτυρα.
2. Ο μάρτυρας, όταν πρόκειται να αναγνωρίσει πρόσωπα ή πράγματα, προσκαλείται προηγουμένως να τα περιγράψει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.

Άρθρο 226.- Διατυπώσεις των μαρτυρικών καταθέσεων. 1. Οι μάρτυρες έχουν δικαίωμα να υπαγορεύουν στην ανάκριση τις καταθέσεις τους, αν κατά την κρίση εκείνου που εξετάζει, δεν υπάρχουν λόγοι που να επιβάλλουν το αντίθετο. Στην έκθεση πρέπει να γίνεται μνεία της υπαγόρευσης και, αν δεν γίνει υπαγόρευση, όσα κατατέθηκαν θα πρέπει να αναγραφούν, αν είναι δυνατό, κατά λέξη. Ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να χρησιμοποιεί σημειώσεις, εκτός αν πρόκειται για λογιστικά ζητήματα ή αν αυτός που διεξάγει την ανάκριση ή το δικαστήριο το επιτρέψει για ειδικούς λόγους.
2. Αν ο μάρτυρας είναι κάτω των δεκαοκτώ ετών, εκείνος που τον ανακρίνει καταγράφει κατά λέξη στην έκθεση και τις ερωτήσεις που του απευθύνει.

Άρθρο 227. Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας.- 1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδ. α΄, 324, 336, 337 παρ. 3, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 29 παράγραφοι 5 και 6 και 30 του Ν. 4251/2014, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψης τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων.
2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου, μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς δια του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη.
3. Οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου.
4. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.
5. Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου, η γραπτή κατάθεσή του αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο.
6. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. Οι ερωτήσεις τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου.
7. Η διάταξη του άρθρου 239 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και επί ανηλίκων θυμάτων των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή νομαρχιών.

Άρθρο 228.- Μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας. 1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α και 351 του ΠΚ, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208.
2. Ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος προετοιμάζει τον παθόντα για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντα και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση παρίσταται ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος και ο παθών μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφαση του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. Η παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως.
3. Η κατάθεση του παθόντα συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του παθόντα αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.
4. Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της , η γραπτή κατάθεση του παθόντα αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο.
5. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του παθόντα, αν δεν έχει εξεταστεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξεταστεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του παθόντα γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές.
6. Η διάταξη του άρθρου 239 παράγραφος 2 εφαρμόζεται ανάλογα και επί ενήλικων θυμάτων των αναφερομένων στην παράγραφο 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή περιφερειών.

Άρθρο 229.- Μάρτυρες κουφοί και άλαλοι. 1. Αν ένας κουφός ή άλαλος ή κωφάλαλος πρόκειται να εξεταστεί ως μάρτυρας ή ως κατηγορούμενος, η εξέτασή του γίνεται ως εξής: όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις δίνονται στον κουφό, αφού καταγραφούν από τον γραμματέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου, ενώ οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν προφορικά. Στον άλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς. Στον κωφάλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται γραπτώς και αυτός απαντά με τον ίδιο τρόπο. Στο ακροατήριο οι γραπτές απαντήσεις που δόθηκαν από τον άλαλο ή από τον κωφάλαλο, αφού μονογραφηθούν από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία.
2. Αν ο κουφός ή ο άλαλος ή ο κωφάλαλος δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την ανάκριση ή διευθύνει την συζήτηση , διορίζει έναν ή δύο διερμηνείς, που, αν είναι δυνατό, επιλέγονται κατά προτίμηση μεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται με τον κουφό, τον άλαλο ή τον κωφάλαλο. Κατά τα άλλα, τηρούνται αν είναι δυνατό, οι διατάξεις του κώδικα που αναφέρονται στους διερμηνείς.

Άρθρο 230.- Αποζημίωση των μαρτύρων. 1. Οι μάρτυρες αποζημιώνονται για τα έξοδα της πορείας και της διαμονής τους, εκτός αν κατοικούν στον τόπο όπου βρίσκεται η αρχή ενώπιον της οποίας καλούνται να εμφανιστούν ή σε απόσταση έως πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτόν. Η αποζημίωση προσδιορίζεται από την αρχή που τους καλεί όταν εκδίδει την κλήση. Κάτω από την κλήση σημειώνονται με αριθμούς και ολογράφως τα χιλιόμετρα για την μετάβαση του μάρτυρα και τα δικαιώματα που πρέπει να του καταβληθούν για την πορεία και την αποζημίωση ημεραργιών σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής διατίμησης. Ύστερα από την εξέταση του μάρτυρα, ή αν αυτή θεωρήθηκε περιττή και μετά τη διαπίστωση του γεγονότος, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση και που ενώπιόν του κλήθηκε και εμφανίσθηκε ο μάρτυρας, αναγράφει κάτω από την πράξη προσδιορισμού των δικαιωμάτων τις λέξεις «θεωρήθηκε – εκτελεστή» και υπογράφει. Υπογράφει επίσης ο γραμματέας που ήταν παρών όταν εμφανίσθηκε ο μάρτυρας· στη συνέχεια η κλήση καταχωρίζεται από το γραμματέα στο βιβλίο που τηρεί γι` αυτό το σκοπό και παραδίδεται στο δικαιούχο, στον οποίο καταβάλλεται αμέσως το προσδιορισμένο ποσό από τον αρμόδιο για την πληρωμή υπάλληλο.
2. Αν δεν εκδόθηκε γραπτή κλήση ή αυτή που εκδόθηκε χάθηκε, εκδίδεται από εκείνον που διενεργεί την ανάκριση ή διευθύνει την συζήτηση με την προσυπογραφή του οικείου γραμματέα γραπτή εντολή πληρωμής, που περιέχει το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, στην δίκη του οποίου κλήθηκε ο μάρτυρας, την ημέρα της εμφάνισης, τα χιλιόμετρα της μετάβασης, τις ημεραργίες και το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για τα δικαιώματα πορείας και για την αποζημίωση των ημεραργιών.

Άρθρο 231.- Λιπομαρτυρία στην ανάκριση ή στο ακροατήριο. 1. Εκείνος που καλεί τον μάρτυρα, αν η κλήση είναι νόμιμη (άρθρ. 213) και ο μάρτυρας δεν εμφανίζεται, εκδίδει εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής. Αν αυτός που καλεί είναι εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο πενήντα έως εκατό (50-100) ευρώ και στην πληρωμή των τελών. Στην ίδια ποινή υπόκειται και ο μάρτυρας που εμφανίστηκε, αρνείται όμως, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, την μαρτυρία του ή τον όρκο της μαρτυρίας του, με την επιφύλαξη και της βαρύτερης ποινής κατά τον ποινικό κώδικα.
2. Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που κλητεύθηκε νόμιμα στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως σε πρόστιμο εκατό έως διακοσίων (100-200) ευρώ καθώς και στην πληρωμή των τελών της αποφάσεως, ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης. Αν η απουσία του μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, που καταδικάσθηκε κατά τον τρόπο αυτόν αποτελέσει λόγο αναβολής της δίκης, καταδικάζεται επί πλέον στις δαπάνες που προκλήθηκαν από την αναβολή και οι οποίες εκκαθαρίζονται και ορίζονται σ` αυτήν την απόφαση. Αν καταδικάστηκαν περισσότεροι, ο καθένας ενέχεται να πληρώσει εξ ολοκλήρου όλες τις δαπάνες.
3. Το δικαστήριο, αν πειστεί ότι ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας επίτηδες απουσίασε για να αναβληθεί ή να ματαιωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, τον καταδικάζει επιπλέον και στην ποινή για απείθεια που ορίζεται στον ποινικό κώδικα.
4 . Θεωρούνται λιπομάρτυρες και τιμωρούνται με τις ίδιες ποινές και οι μάρτυρες που, μολονότι εμφανίστηκαν, αρνούνται χωρίς νόμιμο λόγο να δώσουν τον όρκο του άρθρου 219 ή να καταθέσουν, με την επιφύλαξη να τους επιβληθούν και βαρύτερες ποινές προβλεπόμενες από τον ποινικό κώδικα.
5. Διατάσσεται συγχρόνως και η βίαιη προσαγωγή κατά τη νέα δικάσιμο του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα που δεν εμφανίστηκε. Η βίαιη προσαγωγή μπορεί να διαταχθεί και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν είναι δυνατό (άρθρα 353 και 375).
6. Αν ωσότου αρχίσει η διαδικασία στο ακροατήριο, ανακλήθηκε νόμιμα η έγκληση και συνεπώς έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη, οι λιπομάρτυρες δεν τιμωρούνται από το δικαστήριο.

Άρθρο 232.- Ανάκληση της καταδίκης για λιπομαρτυρία. 1. Αν εκείνος που καταδικάστηκε για λιπομαρτυρία παρουσιαστεί για να εξεταστεί και αποδείξει ότι από κάποιο νόμιμο κώλυμα δεν εμφανίστηκε την ημέρα που είχε οριστεί, η καταδίκη ανακαλείται από αυτόν που την επέβαλε. Νόμιμα κωλύματα είναι οι περιπτώσεις ανώτερης βίας ή άλλων εμποδίων, που αιτιολογούνται ειδικά στην ανακλητική απόφαση.
2. Ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας που καταδικάστηκε σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 231 μπορεί να ασκήσει ανακοπή ο ίδιος ή με πληρεξούσιο κατά της καταδικαστικής απόφασης μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοσή της σ’ αυτόν. Στην περίπτωση αυτή συντάσσεται έκθεση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Στην έκθεση πρέπει να αναφέρεται για ποιο νόμιμο λόγο δεν εμφανίστηκε. Νόμιμα κωλύματα είναι μόνο περιπτώσεις ανώτερης βίας ή άλλων ανυπέρβλητων εμποδίων. Η έκθεση για την ανακοπή μπορεί να συνταχθεί και ενώπιον του γραμματέα του ειρηνοδικείου της κατοικίας ή της διαμονής εκείνου που ασκεί την ανακοπή. Σ’ αυτή την περίπτωση ο γραμματέας έχει υποχρέωση να στείλει την έκθεση την ίδια μέρα στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή διαφορετικά, τιμωρείται πειθαρχικά.
2. Ο εισαγγελέας φροντίζει να εισαχθεί για συζήτηση η ανακοπή στην ίδια δικάσιμο με την κύρια υπόθεση για την οποία καλείται ο μάρτυρας να εμφανιστεί. Η ανακοπή εκδικάζεται, ακόμη και αν αναβληθεί εκ νέου η κύρια δίκη. Αν αυτή περατώθηκε ήδη ή έπαυσε η διαδικασία με άλλο τρόπο, η ανακοπή εισάγεται για εκδίκαση αφού κλητευθεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 166 παρ. 1).
3. Όποιος ασκεί την ανακοπή εμφανίζεται αυτοπροσώπως και οφείλει να αποδείξει ότι απουσίασε εξαιτίας του νόμιμου κωλύματος που αναφέρεται στην ανακοπή. Αν αποδειχθεί αυτό, η ανακοπή, αφού ακουστεί ο εισαγγελέας, γίνεται δεκτή και εξαφανίζεται η σχετική απόφαση. Η ανακοπή απορρίπτεται αν δεν αποδειχθεί η ύπαρξη νόμιμου κωλύματος, καθώς επίσης και στην περίπτωση που δεν εμφανίζεται εκείνος που την άσκησε. Μπορεί επίσης το δικαστήριο, στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 231, να δεχτεί εν μέρει την ανακοπή και να επιβάλει μόνο πρόστιμο. Τα ανωτέρω γίνονται πάντοτε στην ίδια συνεδρίαση, και δεν επιτρέπεται αναβολή σε καμία περίπτωση. Η απόφαση αυτή, καθώς και αυτή που απορρίπτει την ανακοπή, δεν προσβάλλονται σε καμιά περίπτωση ούτε με ανακοπή, ούτε με άλλο ένδικο μέσο. Αν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή αν απορριφθεί αυτή που ασκήθηκε, η απόφαση εκτελείται.
4. Και αν δεν γίνει ανακοπή, το δικαστήριο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως ανακαλεί την καταδικαστική του απόφαση εν όλω ή εν μέρει σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3, αν πειστεί ότι εξαιτίας κάποιου από τα κωλύματα της παρ. 1 δεν εμφανίστηκε ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας που καταδικάστηκε. Η απόφαση μετά την εκτέλεσή της δεν επιτρέπεται να ανακληθεί.

  • 13 Απριλίου 2019, 16:57 | ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ & ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

    ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (Σχολιασμός-Πρόταση Γιάννη Κοτζαμανίδη, Δικηγόρου Θεσσαλονίκης, μέλους Δ.Σ. Ενωσης)
    (Προσθήκη άρθρου 211Β στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας)

    Α.- ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

    Σε ό,τι αφορά τους λόγους που επιβάλλουν την συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση και την προσθήκη της διατάξεως του άρθρου 211Β στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με περιεχόμενο το οποίο εν σχεδίω παρατίθεται κατωτέρω, θα πρέπει να τονισθούν τα ακόλουθα:

    Α1.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

    Είναι γνωστή η, δυστυχώς, σταδιακά διευρυνόμενη πρακτική ορισμένων αστυνομικών οργάνων, να υποκαθιστούν τα στοιχειωδώς απαραίτητα και αναγκαία για την θεμελίωση της κατηγορίας αποδεικτικά στοιχεία, με την εύκολη και δικονομικά απαράδεκτη λύση της ΜΑΡΤΥΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΈΝΟΥ σε βάρος του … εαυτού του !!!

    Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται όλο και πιο συχνά το φαινόμενο, μετά την σύλληψη κάποιου προσώπου, ως δράστη ή ως υπόπτου τέλεσης συγκεκριμένης ποινικά κολάσιμης πράξης, από τους αστυνομικούς που συμμετέχουν στη σύλληψη του ή τον συνοδεύουν ως φρουροί, μέχρι τον τόπο κράτησης του, να εμφανίζονται, ως γενόμενες, διαλογικές συζητήσεις μαζί του, στα πλαίσια των οποίων φέρεται να ομολογεί το σύνολο των επί μέρους στοιχείων της κατηγορίας και των πραγματικών περιστατικών, που αφορούν τα διερευνώμενα εγκλήματα.

    Ακολούθως, οι εν λόγω άτυπες «δηλώσεις» και «ομολογίες» του κατηγορουμένου, ενσωματώνονται αυτούσιες στις προανακριτικές καταθέσεις των ως άνω αστυνομικών οργάνων, καθιστάμενες η μοναδική ουσιαστική βάση της γνώσης τους σχετικά με κρίσιμα γεγονότα και στοιχεία των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο εγκλημάτων.

    Τις καταθέσεις τους αυτές επαναλαμβάνουν οι εν λόγω μάρτυρες αστυνομικοί ενώπιων του Ανακριτή και στο ακροατήριο του αρμοδίου Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο τις περισσότερες φορές, τις αποδέχεται, ως νόμιμες και παραδεκτές, κηρύσσοντας ένοχο τον κατηγορούμενο, έστω και αν αυτός, στις επίσημες απολογίες του, τόσο στην προδικασία, όσο και στο ακροατήριο αρνείται ρητά και κατηγορηματικά την κατηγορία.

    Πρόκειται για μεθόδευση, η οποία, για τους λόγους που πιο κάτω θα αναπτυχθούν, εκθέτει ανεπανόρθωτα το δικαιϊκο μας σύστημα και προσβάλλει βάναυσα το νομικό μας πολιτισμό.

    Πρέπει, δε, να τονισθεί ότι, όπως αναλυτικά πιο κάτω θα αναφερθεί, η συγκεκριμένη αύτη μεθόδευση αποδοκιμάζεται έντονα και από αυτήν την ίδια την κορυφαία ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας (POLICENET), χαρακτηρίζοντας την «χωροφυλακίστικη» πρακτική.

    Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να εξαλειφθεί οριστικά το επαχθές αυτό, για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, άγος, αναγκαία και απαραίτητη παρίσταται, κατά την άποψή μας, μια συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, κατά το πρότυπο των άρθρων 211 και 211 Α ΚΠΔ.

    Α2.- ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

    Τεκμηριώνοντας, λοιπόν, από νομική άποψη την παραπάνω θέση και άποψη, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω, περαιτέρω, τα ακολουθά:

    I.- Όπως είvαι γvωστό, κατά την εξέταση του συλληφθέντος ως δράστη ή ως υπόπτου κατά το στάδιο της προανάκρισης, ΑΥΤΟΣ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ, προκειμένου να αποφεύγεται το τέχνασμα της μαρτυροποίησης και να μην παραβιάζονται τα δικαιώματα σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικώτερης έκφρασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α.

    Τούτο, δε, διότι, όπως επίσης είναι γνωστό, κατά το άρθρο 105 ΚΠΔ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του Ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ, Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΟΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 273 ΚΑΙ 274 ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΕΧΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 103 ΚΑΙ 104 ΚΠΔ.

    Η κατά παράβαση του ανωτέρω άρθρου εξέταση είναι ΑΚΥΡΗ και δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν.

    Κατά τα άλλα, εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ, που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση και στο οποίο ορίζεται, ότι «αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας».

    Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 ΚΠΔ με τον παραπάνω Ν. 2408/1996, σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του Νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται, κυρίως, στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο εξέτασή του, γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των Αστυνομικών Οργάνων.

    Έτσι, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΥΛΛΗΦΘΕΙ ΩΣ ΔΡΑΣΤΗΣ ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες, ότι ενέχεται στην πράξη, για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, ΝΑ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ Ο,ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΘΕ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της «μαρτυροποίησης» και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα.

    Με την δεύτερη, δε, παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά, ότι η, κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου, εξέταση του δράστη, που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν, εφαρμοζομένης, κατά τα άλλα, της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31ΚΠΔ.

    Σε διαφορετική περίπτωση, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα κατ’ αρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ και 510 παρ. 1 στοιχ. α’ ΚΠΔ.

    (Βλ. παρακαλώ σχετικά ΑΠ 403/2008 Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
    II.- Τις ανωτέρω σκέψεις και παραδοχές της η Θεωρία και η Νομολογία θεμελιώνει στο εξής, ειδικώτερα, αναλυτικό σκεπτικό:

    1.- Εφ’ όσον εκείνος, που συνελήφθη, ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ, ΜΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ, γι’ αυτό του αποδίδονται άμεσα οι εναντίον του κατηγορίες δεν μπορεί να αποτελέσει μάρτυρα (και μάλιστα μάρτυρα εναντίον του εαυτού του ή συγκατηγορούμενου του) σε καμμία απολύτως περίπτωση.

    Οποιαδήποτε δήλωση κάνει το συγκεκριμένο πρόσωπο, που είναι ήδη κατηγορούμενος, προς τα Όργανα της Αστυνομίας, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΑΡΤΥΡΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ, είτε τα συγκεκριμένα Όργανα της Αστυνομίας έχουν, είτε δεν έχουν την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου.

    Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η πιο πάνω δήλωση, που το ανωτέρω πρόσωπο, που είναι ήδη κατηγορούμενος, κάνει προς τα Όργανα της Αστυνομίας, πρέπει να λαμβάνεται και να δίνεται με τις εγγυήσεις που ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει για την απολογία του κατηγορούμενου και, μάλιστα, με την εγγύηση της δυνατότητας του κατηγορούμενου να ασκήσει το δικαίωμα του στην σιωπή και στην μη αυτοενοχοποίηση και το δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο.

    2.- «Απολογία» του κατηγορουμένου δεν είναι μόνον οι δηλώσεις, που κάνει όταν εξετάζεται επίσημα, ως κατηγορούμενος, αλλά και ΟΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΟΤΑΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΣΤΕΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ.

    Η έννοια της απολογίας είναι λειτουργική έννοια.

    Οποιαδήποτε δήλωση του κατηγορουμένου, ΟΠΟΤΕ ΚΑΙ ΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ, εφ’ όσον ήδη, με και από την σύλληψη του, έχει προσλάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, συνιστά λειτουργικά (από την άποψη της δικονομικής λειτουργίας της) ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ.

    Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είναι αναγκαίο να του γνωστοποιούνται οι εναντίον του κατηγορίες και να του δίδεται, προηγουμένως, η δυνατότητα να κάνει χρήση όλων των δικαιωμάτων του.

    3.- Εφ’ όσον τα λεγόμενα του ήδη κατηγορουμένου δεν μπορούν να αποτελέσουν, πλέον, μαρτυρία, αλλά, αποκλειστικά και μόνον, απολογία κατηγορουμένου, αποκλείεται άλλο πρόσωπο, για παράδειγμα Αστυνομικός που συμμετέχει στην σύλληψη του ή είναι μαζί του μετά την σύλληψη του και τον συνοδεύει ως Αστυνομικός που συμπαρίσταται για την φρούρηση του κατηγορουμένου, να μεταφέρει και καταθέσει τα λεχθέντα από τον ήδη κατηγορούμενο ως «εξ ακοής μάρτυρα».

    Κι αυτό γιατί όσα λέει ο κατηγορούμενος είναι πλέον λειτουργικό περιεχόμενο όχι μαρτυρίας, που μπορεί να αναπαραχθεί από εξ ακοής μάρτυρα, αλλά απολογίας.

    Ο ήδη κατηγορούμενος, που πρέπει, αμέσως μετά την σύλληψή του, να του έχει γνωστοποιηθεί οποιαδήποτε εναντίον του κατηγορία, ΔΕΝ ΣΥΖΗΤΕΙ ΟΥΤΕ ΔΙΑΛΕΓΕΤΑΙ ΑΝΕΙΜΕΝΩΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ, ΠΑΡΑ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟΛΟΓΕΙΤΑΙ.

    Το να καταθέτει ο μάρτυρας Αστυνομικός, ως «εξ ακοής μάρτυρας», όσα «άκουσε» να λέει, να δηλώνει ή να αφηγείται ο κατηγορούμενος κατά την σύλληψή του ή αμέσως μετά από αυτήν ή κατά την μεταγωγή του στο Αστυνομικό Τμήμα, είναι ένα σύνηθες φαινόμενο της πράξης.

    Όμως ο μάρτυρας Αστυνομικός, όπως και οποιοσδήποτε μάρτυρας, μπορεί να μεταφέρει και να καταθέσει στο ακροατήριο, ως «μάρτυρας εξ ακοής», ΜΟΝΟ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΛΛΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΜΑΡΤΥΡΑΣ.

    Δεν μπορεί, όμως, να καταθέσει ως «μάρτυρας εξ ακοής» ΟΣΑ ΑΚΟΥΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΔΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ, διότι οι οποιεσδήποτε δηλώσεις του ήδη κατηγορουμένου, μετά από την σύλληψή του, όπως τονίσθηκε, αποτελούν ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑ.

    4.- Συνεπώς, δεν είναι δυνατό οι δηλώσεις του κατηγορούμενου, που συνιστούν απολογία, να μετατραπούν και μεταστραφούν σε μαρτυρία, την οποία μεταφέρει και καταθέτει στο Δικαστήριο ο Αστυνομικός ως «μαρτυράς εξ ακοής» και, μάλιστα, μαρτυρία εναντίον του κατηγορουμένου ή συγκατηγορουμένου του.

    Κι αυτό γιατί έτσι ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΝΤΑΙ, ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και, μάλιστα, το δικαίωμα στην σιωπή και στην μη αυτοενοχοποίηση, το δικαίωμα στην απολογία, δηλαδή το δικαίωμα να απολογηθεί ως κατηγορούμενος, όταν και εφ’ όσον είναι ήδη κατηγορούμενος, καθώς και το δικαίωμα να κάνει, πριν από την απολογία του, χρήση όλων των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, που προβλέπονται από τον ΚΠΔ.

    5.- Σύμφωνα, με τα παραπάνω, εάν άλλο πρόσωπο και, μάλιστα, Αστυνομικός, καταθέσει, είτε στην διαδικασία στο ακροατήριο, είτε στην προδικασία ως «εξ ακοής» μάρτυρας, όσα άκουσε από τον ήδη κατηγορούμενο μετά από την σύλληψή του και πριν από την επίσημη εξέτασή του ως κατηγορουμένου, είτε έχει γίνει άμεση ενημέρωση του κατηγορούμενου για την κατηγορία, είτε, κατά μείζονα λόγο, αν δεν έχει γίνει άμεση ενημέρωσή του για οποιαδήποτε εναντίον του κατηγορία, επέρχεται ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (διαδικασίας στο ακροατήριο ή προδικασίας), εφ’ όσον η κατάθεση αυτή αναγνωσθεί στο ακροατήριο ή ληφθεί με οποιονδήποτε τρόπο υπ’ όψιν στο ακροατήριο ή στην προδικασία, δεδομένου ότι πρόκειται για ανάγνωση ή λήψη υπ’ όψιν μη συννόμως ληφθείσας απολογίας.

    Αυτή η απόλυτη ακυρότητα θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α’ ΚΠΔ για τις αποφάσεις και το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α’ ΚΠΔ για τα βουλεύματα.

    6.- Σε ακολουθία, λοιπόν, όλων των ανωτέρω, είναι προφανές, ότι η οποιαδήποτε δήλωση του κατηγορουμένου που καταθέτει ο «εξ ακοής μάρτυρας» συνιστά, στην πραγματικότητα, μια απολογία που έχει υφαρπασθεί (υφαρπαγείσα απολογία) και, συνεπώς, μια απολογία που έχει ληφθεί παρανόμως.

    Μετά ταύτα, πρόδηλο είναι το γεγονός, ότι όταν ο μάρτυρας Αστυνομικός καταθέτει όσα του δήλωσε ο κατηγορούμενος ή ο συγκατηγορούμενος του κατηγορουμένου, δεν υφίσταται μαρτυρία του μάρτυρα Αστυνομικού, αλλά, αποκλειστικά και μόνον, άκυρη απολογία του ίδιου του κατηγορούμενου, η οποία δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν και δεν έχει κανένα απολύτως ουσιαστικό περιεχόμενο.

    (Βλ., αναλυτικά, και στα σχόλια του Γ. Συλίκου υπό την ΕφΠατρ 225/2006 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2006 σελ. 436 και επ.).

    ΙΙΙ.- Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί, ότι, κατ’ ορθή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 211 ΚΠΔ, θα έπρεπε, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, να απαγορεύεται να εξετάζονται, ως μάρτυρες, στο ακροατήριο, οι αστυνομικοί που ενήργησαν με τον προπεριγραφέντα τρόπο.

    Κι’ αυτό γιατί υποβάλλοντας (άτυπα) προφορικές ερωτήσεις στον συλληφθέντα κατηγορούμενο και αξιοποιώντας τις αντίστοιχες απαντήσεις του, ως περιεχόμενο των καταθέσεων τους ή άλλων (διαβιβαστικών κλπ.) εγγράφων, είναι προφανές, ότι ασκούν, υπό την λειτουργική έννοια του όρου, ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ.

    Με δεδομένο, όμως, ότι πάγια πλέον η Νομολογία έχει περιορίσει την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου, μόνο στο πρόσωπο εκείνου, που υπογράφει την σχετική έκθεση εξετάσεως κατηγορουμένου καθίσταται προβληματική η επίκληση και ευδοκίμηση της ανωτέρω δικονομικής ακυρότητας.

    ΙV.- Όπως προαναφέρθηκε, απολύτως σύμφωνη με όλα τα παραπάνω είναι και η άποψη και της κορυφαίας ιστοσελίδας της Ελληνικής Αστυνομίας (POLICENET), η οποία, αναφερόμενη στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα, αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

    «Απαγορεύεται, κατά το 211ΚΠΔ, η ανάγνωση κατάθεσης αστυνομικού που μεταφέρει στη διαδικασία στο ακροατήριο όσα άκουσε ως εξ΄ ακοής μάρτυρας και, ιδίως, ως ο εξετάσας ατύπως και προφορικώς μάλιστα τον κατηγορούμενο μετά τη σύλληψη του και μάλιστα «μέχρι που πήγαν στο τμήμα», μεταφέρει αποκλειστικά άκυρη κατάθεση κατηγορουμένου και συγκατηγορουμένου, διότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας του μάρτυρα αστυνομικού είναι στην περίπτωση αύτη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία κατηγορουμένου και συγκατηγορουμένου μετά τη σύλληψη, που είναι όμως άκυρη, διότι έπρεπε να εξετασθούν ως τέτοιοι δηλ. ως κατηγορούμενοι και να συνταχθούν και οι σχετικές ανακριτικές εκθέσεις όπως ο νόμος επιτάσσει, αφού διαφορετικά επέρχεται «μαρτυροποιήση» του κατηγορουμένου.

    Άρα η «χωροφυλακίστικη» καθημερινή πρακτική να μεταφέρει ο αστυνομικός με ένορκη κατάθεση του όσα άκουσε από τον κατηγορούμενο ΔΕΝ βρίσκει έρεισμα στο Νόμο»
    Β.- ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

    Με δεδομένο το γεγονός, ότι η εκ μέρους της Νομολογίας, ομόφωνη αποδοχή και υιοθέτηση της ανωτέρω, κατά το μάλλον ή ήττον αυτονόητα ορθής και τεκμηριωμένης, άποψης, εμφανίζεται αμφίβολη, εν όψει, κυρίως, της θεωρητικά και νομικά μη αποδεκτής σκοπιμότητας της υποχώρησης των θεμελιωδών δικονομικών και ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, χάριν της αποτελεσματικής δίωξης του εγκλήματος, έστω και με αμφισβητούμενης εγκυρότητας αποδεικτικά μέσα, αναγκαία και επιβεβλημένη παρίσταται, κατά τη γνώμη μας, η σχετική νομοθετική παρέμβαση της Πολιτείας.

    Μια νομικά ορθή και προσήκουσα, με βάση τα παραπάνω, νομοθετική ρύθμιση, θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο:

    «ΑΡΘΡΟ 211 Β ΚΠΔ: Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας απαγορεύεται η ανάγνωση στο ακροατήριο κατάθεσης αστυνομικού ή άλλου διωκτικού οργάνου που μεταφέρει όσα πληροφορήθηκε ως εξ ακοής μάρτυρας απ’ τον ίδιο τον κατηγορούμενο και, ιδίως, ως εξετάσας, ατύπως και προφορικώς, τον κατηγορούμενο, μετά την σύλληψη του ως δράστη ή ύποπτο ποινικά κολάσιμης πράξης. Σε κάθε περίπτωση, δε, η μαρτυρική κατάθεση αστυνομικού ή άλλου διωκτικού οργάνου με το πιο πάνω περιεχόμενο δεν μπορεί να στηρίξει την καταδίκη του κατηγορουμένου»

  • 21 Μαρτίου 2019, 18:43 | ENA

    Αιτιολογικό:
    -Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας είναι αριθμητικά μη επαρκές ακόμα και ως προς την κύρια αποστολή του, που είναι η Αστυνόμευση. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια καταργήθηκαν χιλιάδες οργανικές θέσεις Αστυνομικών και οι προσλήψεις Αστυνομικών έχουν ουσιαστικά σταματήσει!
    -Καθόσον η κύρια αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας είναι η Αστυνόμευση, επακόλουθο είναι καθημερινά το προσωπικό της να επιδίδεται σε εκατοντάδες συλλήψεις παραβατών του Νόμου. Με το ισχύον νομικό πλαίσιο για κάθε σύλληψη πολίτη, είναι υποχρεωτική και η αντίστοιχη μαρτυρία του Αστυνομικού υπαλλήλου που τον έχει συλλάβει. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται η μαρτυρία πολλών Αστυνομικών.
    -Αποτέλεσμα είναι σε καθημερινή βάση να απασχολούνται εκτός των καθηκόντων του εκατοντάδες Αστυνομικοί σε μαρτυρικές καταθέσεις σε δίκες. Οι Αστυνομικοί αυτοί, προέρχονται από Υπηρεσίες που ασχολούνται κατ’ εξοχήν με το έργο της Αστυνόμευσης και με αυτόν τον τρόπο τους στερείται ο Έλληνας πολίτης!
    -Υπολογίζεται ότι για μαρτυρίες σε δικαστήρια απασχολείται κατά μέσο όρο το 3% του Αστυνομικού προσωπικού των μάχιμων Αστυνομικών. Αν υπολογίσουμε το Αστυνομικό προσωπικό που καλείται να καλύψει την υπηρεσία που θα εκτελούσαν οι Αστυνομικοί που είναι μάρτυρες σε δίκες, αλλά και τις κατά περίπτωση αποζημιώσεις που λαμβάνουν αυτοί όταν οι εν λόγω δίκες είναι εκτός της έδρας των Υπηρεσιών τους, το χρηματικό κόστος για την Ελληνική Αστυνομία είναι τεράστιο.
    -Το χρηματικό κόστος αυτό καλύπτεται από το Υπουργείο μας και στερεί από τον Έλληνα πολίτη, κονδύλια που θα χρησιμοποιούντο για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας.
    Πρόταση:
    Προτείνουμε όπως τα άρθρα 215 & 230 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιηθούν ως ακολούθως,
    Άρθρο 215.- Εξέταση υπουργών, αρχιερέων και όσων δεν μπορούν να εμφανιστούν.
    Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, ο πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των αναγνωρισμένων κομμάτων της Βουλής, οι υπουργοί και οι αρχιερείς εξετάζονται κατά την προδικασία στην κατοικία τους. Το εδάφιο β του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως.
    2. Στην κατοικία τους εξετάζονται οι μάρτυρες που λόγω ασθένειας ή γήρατος δεν μπορούν να εμφανιστούν, οπότε η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο, εφόσον η εμφάνισή τους στο ακροατήριο είναι ανέφικτη.
    3. Αν η κατηγορία αφορά πλημμέλημα, δημόσιοι γενικά υπάλληλοι, Αστυνομικοί υπάλληλοι και υπάλληλοι σιδηροδρομικών, ατμοπλοϊκών και αεροπορικών επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου ή δεν είναι απαραίτητη η μαρτυρία τους, καθώς και ναυτικοί ναυτολογημένοι σε εμπορικά πλοία, δεν καλούνται να εμφανιστούν στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν και μόνο η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.
    4. Μάρτυρες κρατούμενοι σε φυλακές και σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα τα οποία βρίσκονται έξω από την έδρα του δικαστηρίου δεν κλητεύονται στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας, στην οποία θα αναφέρεται το είδος του επιδιδομένου εγγράφου και ο λόγος για τον οποίο αυτό επιδίδεται.

    Άρθρο 230.- Αποζημίωση των μαρτύρων.

    1. Οι μάρτυρες αποζημιώνονται για τα έξοδα της πορείας και της διαμονής τους, εκτός αν κατοικούν στον τόπο όπου βρίσκεται η αρχή ενώπιον της οποίας καλούνται να εμφανιστούν ή σε απόσταση έως πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτόν. Η αποζημίωση προσδιορίζεται από την αρχή που τους καλεί όταν εκδίδει την κλήση. Κάτω από την κλήση σημειώνονται με αριθμούς και ολογράφως τα χιλιόμετρα για την μετάβαση του μάρτυρα και τα δικαιώματα που πρέπει να του καταβληθούν για την πορεία και την αποζημίωση ημεραργιών σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής διατίμησης. Ύστερα από την εξέταση του μάρτυρα, ή αν αυτή θεωρήθηκε περιττή και μετά τη διαπίστωση του γεγονότος, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση και που ενώπιων του κλήθηκε και εμφανίσθηκε ο μάρτυρας, αναγράφει κάτω από την πράξη προσδιορισμού των δικαιωμάτων τις λέξεις «θεωρήθηκε – εκτελεστή» και υπογράφει. Υπογράφει επίσης ο γραμματέας που ήταν παρών όταν εμφανίσθηκε ο μάρτυρας· στη συνέχεια η κλήση καταχωρίζεται από το γραμματέα στο βιβλίο που τηρεί γι` αυτό το σκοπό και παραδίδεται στο δικαιούχο, στον οποίο καταβάλλεται αμέσως το προσδιορισμένο ποσό από τον αρμόδιο για την πληρωμή υπάλληλο.
    2. Η ανωτέρω αναφερόμενη διαδικασία εφαρμόζεται και για τους Αστυνομικούς Υπαλλήλους που καλούνται ως μάρτυρες για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
    ΕΝΑ (Πανελλήνιος συνδικαλιστικός συνδυασμός στη Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων-ΠΟΑΣΥ)

  • 9 Μαρτίου 2019, 12:22 | αλεξιου βασιλειος

    σχετικα με το αρθρο 211,δεν θα επρεπε να ασκειται ποινικη διωξη μονο με την μαρτυρια η την απολογια συγκατηγορουμενου για την ιδια πραξη.ετσι χιλιαδες συμπολιτες μας θα απεφευγαν την αδικη φυλακιση και την οικονομικη και κοινωνικη καταστροφη.σε καθε περιπτωση ποινικη διωξη πρεπει να ασκειται μονο με αποδεικτικα στοιχεια και οχι με ενδειξεις η αποχρωσες ενδειξεις,και μια απο αυτες να ειναι το ποινικο μητρωο.βλεπουμε καθημερινα σχεδον στα ποινικα δικαστηρια να καταδικαζονται αθωοι πολιτες μονο και μονο επειδη ειχαν βεβαρημενο ποινικο μητρωο.ευχαριστω πολυ

  • 7 Μαρτίου 2019, 17:39 | ΠΑΤΤΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

    Πρέπει οι μάρτυρες [φυσικά όπως και οι κατηγορούμενοι, (γι αυτούς βλέπω εφαρμόζεται)], να εξετάζονται με σεβασμό της προσωπικότητάς τους, από τους δικαστές, εισαγγελείς και συνηγόρους, να αποφεύγονται φράσεις απαξιωτικές, ειρωνίες, αυταρχικές συμπεριφορές, κάθε προσπάθεια εκφοβισμού τους και ΚΥΡΙΩΣ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΤΑΙ Η ΗΡΕΜΙΑ ΤΟΥΣ,ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΘΥΜΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΕΣΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΆ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Και να λαμβάνεται υπόψη ότι όλοι οι μάρτυρες δεν μπορεί να είναι ρήτορες, υπάρχει πιθανώς απειρία από δίκες και δεν έχουν νομικές γνώσεις. Για τέτοιες περιπτώσεις και μάλιστα αδικαιολόγητες, να τιμωρούνται πειθαρχικά οι υπεύθυνοι. Έχω εμπειρία από δίκες και όταν ο μάρτυρας αντιληφθεί ότι το δικαστήριο μεροληπτεί, από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται κατά την εξέτασή του, θεωρεί προηλειμμένη την απόφασή του και είναι αδιανόητο να θυμηθεί τα γεγονότα κάτω από έντονο στρες και να συνεχίσει την κατάθεσή του. Είναι εφικτό να γίνει η εξέτασή του, αποτελεσματικά, με τον ανάλογο σεβασμό. Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους, που υπάρχει μεγάλη απροθυμία, μαρτύρων να δεχθούν να καταθέσουν σε δίκες. Πολλές φορές σε γεγονότα ή εγκληματικές ενέργειες, δεν εμφανίζεται κανένας μάρτυρας, ακόμα και αν ήταν αυτόπτης. Είναι ανάγκη, νομοθέτησης ανάλογης ρύθμισης στο Κεφάλαιο αυτό.