ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι

Α) Πραγματογνώμονες

Άρθρο 183.- Πότε διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη. Αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται υποχρεωτικά, αν ο νόμος ρητά επιβάλλει τη διεξαγωγή της.

Άρθρο 184.- Αριθμός των πραγματογνωμόνων. Αν η πραγματογνωμοσύνη δεν μπορεί να γίνει σε εργαστήριο που ιδρύθηκε ειδικά από τον νόμο, καθώς και σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις, διορίζονται δύο ή περισσότεροι πραγματογνώμονες. Σε επείγουσες ή μικρότερης σημασίας περιπτώσεις μπορεί να διοριστεί μόνο ένας. Ο διορισμός τους σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις μπορεί να γίνει και προφορικά, επακολουθεί όμως η σύνταξη του εγγράφου.

Άρθρο 185.- Πίνακας πραγματογνωμόνων. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, καταρτίζει μέσα στο τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο πίνακα πραγματογνωμόνων κατά ειδικότητες από πρόσωπα που διαμένουν στην έδρα του και είναι κατάλληλα για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προτιμώντας δημόσιους υπαλλήλους. Στον πίνακα περιλαμβάνονται παιδοψυχίατροι, και ελλείψει αυτών, ψυχίατροι και ψυχολόγοι εξειδικευμένοι στα θέματα γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης παιδιών. Ο πίνακας υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, που έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον Οκτώβριο από το συμβούλιο των εφετών τη μεταρρύθμισή του. Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά τον Νοέμβριο. Ο πίνακας, αφού οριστικοποιηθεί, τοιχοκολλάται στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται τον Δεκέμβριο κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου συνταχθεί νέος πίνακας, ο πίνακας που συντάχθηκε το προηγούμενο έτος.

Άρθρο 186.- Εκλογή και διορισμός πραγματογνωμόνων. 1. Ο διορισμός των πραγματογνωμόνων πρέπει να γίνεται με κάθε επιμέλεια από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο, με επιλογή ανάμεσα στα πρόσωπα που αναγράφονται στον πίνακα ο οποίος έχει συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 185. Μόνο αν δεν υπάρχει τέτοιος πίνακας ή δεν περιέχει τις ειδικότητες που απαιτούνται για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης που έχει διαταχθεί, ή αν οι αναγραφόμενοι στον πίνακα δεν βρίσκονται στην περιφέρεια του οργάνου που τους διορίζει, είναι δυνατό να διοριστούν και πρόσωπα που δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα. Ο διορισμός πραγματογνωμόνων με αυτό τον τρόπο γίνεται και όταν υπάρχουν πραγματογνώμονες ειδικά διορισμένοι με νόμο, αν εκείνος που ενεργεί την ανάκριση με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών κρίνει αιτιολογημένα ότι τούτο είναι αναγκαίο. Το ίδιο δικαίωμα έχει και το δικαστήριο. Διορίζεται και ειδικός πραγματογνώμονας που δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα, αν το υποδείξουν οι πραγματογνώμονες που έχουν διοριστεί. Κατά την επιλογή των πραγματογνωμόνων το όργανο που τους διορίζει οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και την προηγούμενη απασχόληση των πραγματογνωμόνων του πίνακα και να αποφεύγει χωρίς σοβαρό λόγο να αναθέτει πραγματογνωμοσύνη στον ίδιο πραγματογνώμονα, αν υπάρχουν στον πίνακα άλλοι της ίδιας ειδικότητας που δεν διορίστηκαν στον ίδιο χρόνο. Γι’ αυτό το σκοπό τηρείται σε κάθε δικαστήριο ενιαίο βιβλίο για τους πραγματογνώμονες που διορίζονται σύμφωνα με την ειδικότητά τους.

Άρθρο 187.- Προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, και ιδίως όταν δεν είναι δυνατό να διοριστεί τακτικός πραγματογνώμονας, μπορεί να μην τηρηθούν οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου και να ανατεθεί σε ειδικό να ενεργήσει προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη. Ο πραγματογνώμονας αυτός προβαίνει στις πρώτες βεβαιώσεις, εξασφαλίζει κατά το δυνατό τη διατήρηση των αντικειμένων που πρόκειται να εξεταστούν και συντάσσει σχετική έκθεση. Αμέσως μετά διορίζεται τακτικός πραγματογνώμονας σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο.

Άρθρο 188.- Ποιοι δεν διορίζονται. 1. Δεν μπορούν να διοριστούν πραγματογνώμονες: α) όσοι δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους· β) όσοι έχουν τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση· γ) όσοι καταδικάστηκαν για κακούργημα ή πλημμέλημα που συνεπάγεται τη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων ή την έκπτωσή τους από τη δημόσια υπηρεσία, ή παραπέμφθηκαν αμετάκλητα για εγκλήματα που συνεπάγονται τέτοιες στερήσεις, καθώς και εκείνοι από τους οποίους έχει αφαιρεθεί η άδεια να ασκούν το επάγγελμά τους, όσο χρόνο διαρκούν οι στερήσεις αυτές· δ) όσοι έχουν συμπράξει με οποιονδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση της παρούσας κατάστασης του αντικειμένου της πραγματογνωμοσύνης· ε) όσοι αναφέρονται στα άρθρα 209 παρ.2 και 210 στ) σύζυγοι ή συγγενείς των διαδίκων εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό.
2. Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η πραγματογνωμοσύνη είναι άκυρη.

Άρθρο 189.- Υποχρέωση των πραγματογνωμόνων να αποδεχτούν τον διορισμό τους. Ο διοριζόμενος πραγματογνώμονας είναι υποχρεωμένος να δεχτεί την εντολή που του ανατέθηκε, αν είναι δημόσιος υπάλληλος ή ασκεί νόμιμα επιστήμη, τέχνη ή επάγγελμα που η γνώση τους κρίνεται αναγκαία για την ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Αν αδικαιολόγητα, κατά την κρίση εκείνου που τον διόρισε, δεν δεχτεί την εντολή, τιμωρείται για απείθεια κατά τις διατάξεις του ποινικού κώδικα. Όταν τελειώσει την πραγματογνωμοσύνη, έχει το δικαίωμα να πάρει τη νόμιμη αμοιβή και τα έξοδα που κατέβαλε.

Άρθρο 190.- Περιπτώσεις απαλλαγής και αντικατάστασης. 1. Αν συντρέχουν οι λόγοι που προβλέπονται στο άρθρο 188 ή κάποιος λόγος για εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 191, ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε έχει την υποχρέωση να ζητήσει την απαλλαγή του από εκείνον που τον διόρισε. Μπορεί επίσης να ζητήσει την απαλλαγή του, αν υπάρχει κάποιο άλλο σοβαρό κώλυμα, το οποίο θα εκτιμηθεί από το όργανο που τον διόρισε.
2. Εκείνος που προέβη στο διορισμό έχει το δικαίωμα με αιτιολογημένη απόφαση ή διάταξή του να αντικαταστήσει τον πραγματογνώμονα που αμελεί, όπως και εκείνον στον οποίο παρουσιάζεται μετά την αποδοχή σοβαρό κώλυμα να ενεργήσει την πραγματογνωμοσύνη.

Άρθρο 191.- Εξαίρεση πραγματογνωμόνων. Οι πραγματογνώμονες μπορούν να εξαιρεθούν για τους λόγους που αναγράφονται στο άρθρο 15 που εφαρμόζονται ανάλογα. Δεν αποτελεί όμως λόγο για εξαίρεση του πραγματογνώμονα το ότι στην ίδια υπόθεση γνωμοδότησε ο ίδιος ως πραγματογνώμονας σε άλλο θέμα.

Άρθρο 192.- Δικαίωμα εξαίρεσης. Δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση για εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και μπορούν να το ασκήσουν ωσότου οι πραγματογνώμονες αρχίσουν το έργο τους. Γι’ αυτό το λόγο εκείνος που διόρισε τους πραγματογνώμονες πρέπει σε κάθε περίπτωση να γνωστοποιήσει εγγράφως ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμά τους στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο ή αν συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 187. Η μη έγγραφη γνωστοποίηση των ονοματεπωνύμων των πραγματογνωμόνων παρέχει το δικαίωμα να ζητηθεί η εξαίρεσή τους και μετά την παράδοση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης έως την διαβίβαση της δικογραφίας από τον ανακριτή στον εισαγγελέα, αν ο διορισμός έγινε στην προδικασία ή έως την ορκωμοσία των πραγματογνωμόνων, αν ο διορισμός έγινε στο ακροατήριο.

Άρθρο 193.- Απόφαση εξαίρεσης. 1. Ως προς την αίτηση για εξαίρεση αποφαίνεται αμετάκλητα με διάταξή του εκείνος που διόρισε τον πραγματογνώμονα. Σε περίπτωση που πραγματογνώμονας διορίστηκε από το δικαστήριο, αυτό εκδίδει ιδιαίτερη απόφαση. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, διορίζεται άλλος πραγματογνώμονας.
2. Την εξαίρεση πραγματογνωμόνων που διορίστηκαν κατά την προκαταρκτική εξέταση ή κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση από τον ανακριτικό υπάλληλο, την αποφασίζει ο εισαγγελέας. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού δεν κωλύεται πάντως η ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.
3. Οι πράξεις πραγματογνωμοσύνης στις οποίες πήρε μέρος εκείνος που εξαιρέθηκε είναι αυτοδικαίως άκυρες.

Άρθρο 194.- Όρκος των πραγματογνωμόνων. Οι πραγματογνώμονες δίδουν τον ακόλουθο όρκο: «Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή μου, ότι θα διενεργήσω με πλήρη αμεροληψία και επιμέλεια και με κάθε μυστικότητα την πραγματογνωμοσύνη που μου ανατέθηκε, έχοντας μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της αλήθειας». Όσοι έχουν ήδη δώσει όρκο ως πραγματογνώμονες, δεν χρειάζεται να ορκισθούν.
2. Αν ο πραγματογνώμονας δεν δώσει τον όρκο σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η πραγματογνωμοσύνη είναι άκυρη.

Άρθρο 195.- Πώς τίθενται τα ζητήματα στους πραγματογνώμονες. 1. Εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη επισημαίνει στους πραγματογνώμονες την υποχρέωσή τους κατά το άρθρο 207 παρ. 1 εδάφιο β και καθορίζει τα ζητήματα για τα οποία κυρίως θα διεξαχθεί, έχοντας υπόψη και τις τυχόν προτάσεις των διαδίκων. Έχει επίσης το δικαίωμα να θέσει προθεσμία για την διεξαγωγή της, που μπορεί να παραταθεί σε περίπτωση ανάγκης.
2. Στους πραγματογνώμονες μπορεί να ανατεθεί σε κάθε στάδιο της ανάκρισης η λύση νέων ζητημάτων. Οι πραγματογνώμονες δεν περιορίζονται μόνο στην έρευνα των ζητημάτων που τους τέθηκαν, αν ως ειδικοί θεωρούν άξια λόγου και άλλα ζητήματα. Μπορούν επίσης να ζητήσουν διευκρινίσεις για τα ζητήματα που τους τέθηκαν.
3. Αν για την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης είναι απαραίτητη η καταστροφή ή η αλλοίωση του πράγματος που αποτελεί αντικείμενό της, οι πραγματογνώμονες οφείλουν, αν είναι δυνατό, να μην εξετάσουν και να διαφυλάξουν ένα κομμάτι του πράγματος. Πριν από την ολική ή μερική καταστροφή ή αλλοίωση του πράγματος οι πραγματογνώμονες οφείλουν να ειδοποιήσουν με τον ανακριτή τον κατηγορούμενο και τους άλλους διαδίκους, για να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που αναφέρονται στα άρθρα 191-193. Ειδοποίηση δεν γίνεται, όταν υπάρχει από την αναβολή κίνδυνος που καθορίζεται ειδικά από τους πραγματογνώμονες στην έκθεσή τους.

Άρθρο 196.- Παράσταση του οργάνου που διόρισε τους πραγματογνώμονες. Πληροφόρησή τους. 1. Εκείνος που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη, αν το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να παρευρίσκεται στη διεξαγωγή της, οπότε σχετική αναφορά γίνεται στην έκθεση. Αν την πραγματογνωμοσύνη τη διέταξε δικαστήριο, η παράσταση στη διεξαγωγή της μπορεί να ανατεθεί σε ένα από τα μέλη του ή και σε άλλον δικαστή ή ανακριτικό υπάλληλο.
2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση ή διάταξη του οργάνου που διορίζει, μπορεί να επιτραπεί στους πραγματογνώμονες, αν βεβαιώσουν ότι το έχουν απόλυτη ανάγκη, να αναγνώσουν έγγραφα της διαδικασίας ή να ζητήσουν διαμέσου του ανακριτικού υπαλλήλου που τους διόρισε ή του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση, πληροφορίες από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους.

Άρθρο 197.- Ουσιαστικές διαφωνίες. Διόρθωση και επανάληψη. 1. Αν κατά τη διάρκεια της πραγματογνωμοσύνης προκύψουν ουσιαστικές διαφωνίες μεταξύ τους, οι πραγματογνώμονες το αναφέρουν χωρίς χρονοτριβή σ’ εκείνον που τους διόρισε, ο οποίος διορίζει και άλλον ή και άλλους πραγματογνώμονες που συμπράττουν με όσους ορίστηκαν αρχικά.
2. Αν οι γνώμες των πραγματογνωμόνων διαφέρουν και πάλι μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό ή αν η γνωμοδότηση που παρέδωσαν είναι ασαφής, αόριστη ή αντιφατική ή αντίθετη σε άλλα περιστατικά που βεβαιώθηκαν στο βαθμό που χρειάζεται, διατάσσεται νέα πραγματογνωμοσύνη εφόσον οι αμφιβολίες που δημιουργήθηκαν δεν φαίνεται πιθανό πως θα εκλείψουν και μετά την τυχόν επιστροφή για διόρθωση της γνωμοδότησης στους ίδιους πραγματογνώμονες. Η νέα πραγματογνωμοσύνη γίνεται από άλλους πραγματογνώμονες, στους οποίους μπορεί να προστεθούν και ένας ή περισσότεροι από εκείνους που διορίστηκαν την πρώτη φορά.

Άρθρο 198.- Κατάρτιση και παράδοση της γνωμοδότησης. Η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων πρέπει να είναι γραπτή και αιτιολογημένη και να περιλαμβάνει επίσης αιτιολογημένη την γνώμη της μειοψηφίας, αν υπάρχει. Η γνωμοδότηση παραδίδεται στον ανακριτικό υπάλληλο ή στο δικαστήριο που διόρισε τους πραγματογνώμονες. Για την παράδοση συντάσσεται έκθεση ή γίνεται αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίασης. Κατά την κύρια διαδικασία η γνωμοδότηση μπορεί να γίνει και προφορικά, οπότε τα ουσιαστικά της σημεία καταχωρίζονται στα πρακτικά.

Άρθρο 199.- Πραγματογνωμοσύνη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή το αίσθημα αιδούς. 1. Κανένα πρόσωπο δεν είναι υποχρεωμένο να ανεχθεί την εξέταση του σώματός του από πραγματογνώμονα κατά τρόπο που θίγει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
2. Αν από την πραγματογνωμοσύνη είναι ενδεχόμενο να αισθανθεί ντροπή ο εξεταζόμενος, εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη του ανακοινώνει ότι μπορεί να ζητήσει να παρευρεθεί κατά την εξέτασή του πρόσωπο της εμπιστοσύνης του. Τέτοια αίτηση δεν είναι δεκτή, αν παρουσιάζεται ανυπέρβλητο κώλυμα να παραστεί έγκαιρα το πρόσωπο που υποδείχθηκε. Το κώλυμα μνημονεύεται ειδικά στην έκθεση που συντάσσεται.

Άρθρο 200.- Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη. 1. Σε περίπτωση πραγματογνωμοσύνης που αφορά τη διανοητική υγεία του κατηγορουμένου μπορεί ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα και σύμφωνη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, έστω και με πλειοψηφία, και αφού ακούσει τον συνήγορο, να διατάξει την εισαγωγή του κατηγορουμένου σε δημόσιο ψυχιατρείο για παρατήρηση. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, διορίζεται συνήγορος αυτεπαγγέλτως. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του μπορούν να προσφύγουν στο δικαστικό συμβούλιο κατά της διάταξης αυτής του ανακριτή μέσα σε τρεις ημέρες από την επίδοσή της και στους δύο. Η άσκηση της προσφυγής έχει πάντοτε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το συμβούλιο αποφασίζει ανέκκλητα.
2. Αν η ανάγκη ψυχιατρικής παρατήρησης προέκυψε στο ακροατήριο, τα παραπάνω τα διατάσσει το δικαστήριο ανεκκλήτως, αναβάλλοντας την συζήτηση ως το τέλος της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης.
3. Σε κάθε περίπτωση η διάρκεια της παραμονής στο ψυχιατρείο δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες. Σ` αυτό το διάστημα η προσωρινή κράτηση θεωρείται ότι έχει ανασταλεί. Ο χρόνος όμως αυτός αφαιρείται από την ποινή που επιβλήθηκε σε περίπτωση καταδίκης.
4. Η ψυχιατρική παρατήρηση μπορεί να διενεργηθεί στο δημόσιο ψυχιατρείο και από πραγματογνώμονες του πίνακα του άρθρου 185.
5. Η συνδρομή νόσου, λόγω της οποίας είναι αδύνατη η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 80, βεβαιώνεται με πραγματογνωμοσύνη, από δύο τουλάχιστον πραγματογνώμονες του πίνακα του άρθρου 185 που διορίζει το δικαστήριο.

Άρθρο 201.- Ανάλυση D.N.A. 1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid -DNA) προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος αυτού. Τη λήψη γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο διατάσσει ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ανακριτής και πρέπει να διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπεια του. Σε περίπτωση λήψης γενετικού υλικού από απόκρυφα μέρη του σώματος, είναι υποχρεωτική η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για την διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του DNA του δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος για την υπεράσπισή του. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208.
2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό. Αυτό έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση. Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης το γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, ενώ τα γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο γενετικών τύπων που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εποπτευόμενο από τον εισαγγελικό λειτουργό του άρθρου 4 του Ν. 2265/1994, μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή θέσεως της υπόθεσης στο αρχείο κατ’ άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 3, εκτός αν η σύγκρισή τους με αταυτοποίητα όμοια αποτυπώματα, που τηρούνται στο ίδιο αρχείο, αποβεί θετική, οπότε η τήρησή τους παρατείνεται μέχρι την αμετάκλητη αθώωση των προσώπων που αφορούν οι οικείες υποθέσεις. Τα στοιχεία αυτά τηρούνται για την αξιοποίηση στην διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και καταστρέφονται σε κάθε περίπτωση μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν. Η λειτουργία του αρχείου εποπτεύεται από αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, με θητεία δύο (2) ετών.
3. Η κατά την παράγραφο 2 καταστροφή του γενετικού υλικού και των γενετικών αποτυπωμάτων γίνεται παρουσία του δικαστικού λειτουργού που εποπτεύει το αρχείο. Στην καταστροφή καλείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό.
4. Όλα τα κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια, που διεξάγουν αναλύσεις D.Ν.Α στο πλαίσιο πραγματογνωμοσύνης κατόπιν παραγγελιών δικαστικών ή ανακριτικών αρχών, κοινοποιούν τα πορίσματα των αναλύσεών τους στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων της παραγράφου 2.

Άρθρο 202.- Κυρώσεις σε πραγματογνώμονες που αμελούν. 1. Ο πραγματογνώμονας που δεν παρέδωσε την έκθεσή του μέσα στην προθεσμία που του ορίστηκε, καθώς και εκείνος που έδειξε αμέλεια κατά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, τιμωρείται με πρόστιμο πενήντα έως εκατόν πενήντα (50 έως 150) ευρώ καθώς και με την πληρωμή των εξόδων και των τυχόν ζημιών.
2. Η καταδίκη σε πρόστιμο και η πληρωμή των εξόδων και ζημιών που καθορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, επιβάλλονται με διάταξη εκείνου που διόρισε τον αμελή πραγματογνώμονα, ο οποίος καλείται πριν από εικοσιτέσσερις ώρες να εμφανιστεί για να δώσει εξηγήσεις είτε ο ίδιος είτε διαμέσου του συνηγόρου του. Τις κυρώσεις της παρ. 1 επιβάλλει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών αν ο πραγματογνώμονας διορίστηκε από ανακριτικό υπάλληλο. Κατά της διάταξης που εκδόθηκε επιτρέπεται προσφυγή μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοσή της στο δικαστικό συμβούλιο, που αποφασίζει ανεκκλήτως.
3. Αν οι πραγματογνώμονες που διορίστηκαν στο ακροατήριο δεν εμφανίζονται από απείθεια για να ενεργήσουν την πραγματογνωμοσύνη, διατάσσεται η βίαιη προσαγωγή τους, που εκτελείται και κατά την διάρκεια της συνεδρίασης, και τους επιβάλλεται ποινή σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικά στο άρθρο 231. Αν κάποιος αρνηθεί να αποδεχθεί το διορισμό, εφαρμόζεται εναντίον του η διάταξη του άρθρου 189.
4. Αν ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε δείξει αμέλεια για την ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, το δικαστήριο του επιβάλλει τις ποινές που προβλέπει η παράγραφος 1, αμέσως κατά τη συνεδρίαση που έπρεπε να γίνει η πραγματογνωμοσύνη, αφού προηγουμένως ακούσει τις εξηγήσεις του υπαιτίου ή του συνηγόρου του. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο.
5. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών διαγράφει από τον πίνακα του άρθρου 185 όποιον τιμωρήθηκε σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους. Ο διαγραμμένος δεν μπορεί να περιληφθεί πάλι στον πίνακα, πριν περάσει τριετία.

Άρθρο 203.- Μάρτυρες με ειδικές γνώσεις. Αν είναι αναγκαία η κρίση προσώπων που έχουν εντελώς ειδικές γνώσεις για να διαγνώσουν κατάσταση πραγμάτων που δεν υπάρχει πια, καλούνται και εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα που έχουν τέτοιες γνώσεις και ιδίως από αυτούς που υπηρετούν στο εργαστήριο (άρθρο 184) ή που έχουν περιληφθεί στον πίνακα (άρθρο 185). Αν τα πρόσωπα αυτά δεν υπάρχουν ή αδυνατούν, η πρόσληψη γίνεται από άλλη πηγή.

Β) Τεχνικοί σύμβουλοι

Άρθρο 204.- Διορισμός τεχνικού συμβούλου. 1. Όταν διεξάγεται ανάκριση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, εκείνος που διατάσσει πραγματογνωμοσύνη γνωστοποιεί συγχρόνως στον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο ή σ’ αυτόν που υποστηρίζει την κατηγορία, σύμφωνα με το άρθρο 192 τον διορισμό των πραγματογνωμόνων, τον τόπο και το χρόνο διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και το θέμα της. Όταν διεξάγεται πραγματογνωμοσύνη από τα κατ’ άρθρο 184 εργαστήρια, γνωστοποιείται στα παραπάνω πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 192 η ανάθεσή της. Μέσα στην οριζόμενη από εκείνον που έκανε το διορισμό εύλογη προθεσμία, αυτά μπορούν να διορίσουν με δικές τους δαπάνες τεχνικό σύμβουλο, που επιλέγεται μεταξύ όσων έχουν την ικανότητα να διοριστούν σύμφωνα με τον νόμο πραγματογνώμονες στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εκείνοι που έκαναν τον διορισμό οφείλουν να ειδοποιήσουν εγγράφως αυτόν που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη για τον διορισμό του τεχνικού συμβούλου. Η διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης δεν εμποδίζεται από τη μη εμπρόθεσμη άσκηση του παραπάνω δικαιώματος.
2. Η γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παρ. 1 δεν είναι υποχρεωτική στην περίπτωση που επιβάλλεται η άμεση ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και στην περίπτωση της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης που προβλέπει το άρθρο 187. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως το διορισμό τεχνικών συμβούλων από τα πρόσωπα της παραγράφου 1.
3. Όσα προβλέπονται στην παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν η πραγματογνωμοσύνη πρόκειται να διεξαχθεί στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι εξαιτίας αυτού μπορεί να σημειωθεί αξιόλογη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Άρθρο 205.- Αριθμός τεχνικών συμβούλων. Ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, περισσότεροι από έναν, δεν μπορούν να διορίσουν συνολικά παραπάνω από δύο τεχνικούς συμβούλους. Αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται, κάθε ομάδα υπόπτων ή κατηγορουμένων που έχει κοινό συμφέρον δεν μπορεί να διορίσει περισσότερους από δύο τεχνικούς συμβούλους. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνοι που υποστηρίζουν την κατηγορία είναι περισσότεροι από έναν. Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση με διάταξή του ή το δικαστήριο με απόφασή του, μπορούν να ρυθμίζουν αμετακλήτως για κάθε περίπτωση τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου.

Άρθρο 206.- Ποιοι δεν διορίζονται. Οι διατάξεις του άρθρου 188 ως προς τους πραγματογνώμονες που δεν διορίζονται εφαρμόζονται ανάλογα και για τους τεχνικούς συμβούλους.

Άρθρο 207.- Δικαιώματα του τεχνικού συμβούλου. 1. Εκείνος που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά τις εργασίες των πραγματογνωμόνων και να λαμβάνει υπόψη του όσα έγγραφα μπορούν να έχουν υπόψη τους και οι πραγματογνώμονες ή να ζητεί πληροφορίες στις περιπτώσεις που δικαιούνται και εκείνοι (άρθρ. 196). Για το λόγο αυτό οι πραγματογνώμονες υποχρεούνται με ποινή ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης να γνωστοποιήσουν στους τεχνικούς συμβούλους τον τόπο και το χρόνο διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και το θέμα της. Επίσης ο τεχνικός σύμβουλος μπορεί να ζητήσει και να λάβει με δαπάνες εκείνου που τον διόρισε αντίγραφα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και των εγγράφων που την συνοδεύουν.
2. Έχει το δικαίωμα επίσης με γραπτή αίτησή του να ζητήσει από εκείνον που έκανε το διορισμό στην προδικασία ή το δικαστήριο στο ακροατήριο να του επιτρέψει να εξετάσει το πρόσωπο ή το πράγμα που ήταν αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης, μεριμνώντας όμως ώστε να μην προκληθεί καθυστέρηση στην ανάκριση από την εξέταση αυτή. Το όργανο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση αποφασίζει αμετάκλητα γι’ αυτήν και, αν την δεχτεί, ορίζει το χρόνο και τον τόπο της εξέτασης και έναν ή περισσότερους από τους πραγματογνώμονες ή έναν ανακριτικό υπάλληλο ή έναν δικαστή για να παρευρεθούν κατά την εξέταση αυτή.

Άρθρο 208.- Παρατηρήσεις του τεχνικού συμβούλου. Ο τεχνικός σύμβουλος παραδίδει τις γραπτές του παρατηρήσεις για την πραγματογνωμοσύνη που έγινε, είτε ο ίδιος είτε διαμέσου του συνηγόρου εκείνου που τον διόρισε, στον αρμόδιο εισαγγελέα ή στον ανακριτικό υπάλληλο, και συντάσσεται χωριστή έκθεση. Η παράδοση πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου, το αργότερο τρεις ημέρες πριν από την δικάσιμο που ορίζεται στην κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ο τεχνικός σύμβουλος που διορίστηκε στο ακροατήριο οφείλει να αναπτύξει τις παρατηρήσεις του αμέσως μετά την έκθεση των πραγματογνωμόνων, τηρουμένων των διατυπώσεων του άρθρ. 198.

  • Σχόλιο Ν4 (συνέχεια από Ν3)

    Θέλω να μου πει κάποιος πότε διερευνήθηκαν ποινικά οι Πραγματογνώμονες μεγάλων σκανδάλων που κατέλειξαν σε αθώωση των κατηγορουμένων!!!

    Οι Εισαγγελείς και το Υπουργείο Δικαιοσύνης που καθορίζουν την αμοιβή των πραγματογνωμόνων προσκομίζουν αναλυτική κατάσταση των αντιρρήσεων που έχουν με τις προτεινόμενες ώρες και ωρομίσθιο και δαπάνες του Πραγματογνώμονα ή αυθαίρετα αποφασίζουν μια μείωση της αμοιβής χωρίς να εξηγούν το παραμικρό? Με απλά λόγια τεκμηριώνουν τον τρόπο και τη μεθοδολογία που όλες οι Αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης και των Δικαστικών Αρχών μείωσαν την αμοιβή ή όχι? Μήπως βάζουν μια προεκτυπωμένη σφραγίδα σε όλες τις περιπτώσεις και γράφουν το ποσό της αμοιβής του εγκρίνουν και τίποτα άλλο? είναι σοβαρή εργασία καθορισμού της αμοιβής αυτή?

    είναι δυνατόν σοβαρός πραγματογνώμονας να δεχθεί μια τέτοια διαδικασία και αν την δέχεται και μάλιστα για εξευτελιστικές αμοιβές του 1 Ευρώ ανά ώρα τι συμβαίνει πραγματικά? Έχει από αλλού κρυφά εισοδήματα και αν ναι από ποιους???????

    · Ανάγκη Ποινικής Δίωξης Πραγματογνώμονα λόγω ενδεχόμενων πρόσθετων παράνομων ανταλλαγμάτων

    Έχουν ασκήσει διώξεις οι Εισαγγελίες κατά όλων των Πραγματογνωμόνων που αποδέχθηκαν εξαυτελιστικές μειώσεις των αμοιβών ακόμα και σε επίπεδα του 1 ευρώ ανά ώρα και μάλιστα καταβλητέα μετά από 2-3 χρόνια από την αίτηση, για ενδεχόμενη λήψη παράνομων ανταλλαγμάτων από τρίτους από τους κατηγορούμενους ώστε να συντάξουν πλημμελή έκθεση πραγματογνωμοσύνης ώστε να καταπέσει σοτ δικασήριο και να αθωωθούν ή να μην διωχθούν καν???????

    Ψάξτε όλα τα μεγάλα σκάνδαλα που οι κατηγορούμενοι έπεσαν στα μαλακά και θα καταλάβετε!!!

    Με απλά λόγια εάν ένας Πραγματογνώμονας δεχθεί να αμειφθεί ανά ώρα ενασχόλησης με 1, προσωπικά θα μου γεννούσε πολύ σοβαρά ερωτηματικά για το κίνητρο του να διενεργήσει μια τέτοια εργασία και τον κίνδυνο να έχει λάβει παράνομα ανταλλάγματα από κατηγορούμενους ή εμπλεκόμενους στις υποθέσεις αυτές, προκειμένου η Έκθεση του να καταπέσει στα πλαίσια ακόμα και της ακροαματικής διαδικασίας λόγω προβλημάτων που θα έχει φροντίσει να περιλάβει σε αυτή ύστερα βέβαια από τη λήψη τέτοιων παράνομων ανταλλαγμάτων.

    Για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξεταστεί πολύ προσεκτικά η τελική έκβαση των δικογραφιών που στηρίχθηκαν σε Εκθέσεις Πραγματογνωμόνων οι οποίοι αμείφθηκαν με αντίστοιχα ποσά ιδίως εάν στα πλαίσια της δικογραφίας η Έκθεση τους αποδείχθηκε να έχει σοβαρά προβλήματα.

    · Απαξίωση της αξίας των Εκθέσεων Πραγματογνωμοσύνη λόγω κινδύνου απόρριψης της χρήσης της για τη στήριξη σοβαρού κατηγορητηρίου

    Επίσης, εάν αποδεχθεί ένας Πραγματογνώμονας, ως ανωτέρω, ότι η αξία ανταμοιβής της εργασίας του και της συνταχθείσας με βάση αυτή έκθεσης του, είναι τελικά 1 Ευρώ ανά ώρα τότε, ευτελίζεται η αξία της Εκθέσεως καθώς αυτή φέρεται να αξίζει σχεδόν μηδέν καθιστώντας την ενδεχομένως και ανάξια να χρησιμοποιηθεί σε σοβαρές δικογραφίες και να στηρίξει το εκάστοτε κατηγορητήριο όταν για παράδειγμα ο εκάστοτε Συνήγορος Υπεράσπισης θέσει εύλογα το σχετικό παραλληλισμό. Δηλαδή ότι το κατηγορητήριο στηρίχθηκε σε κείμενα που η κάθε σελίδα τους αξίζουν όσο 6 φωτοτυπίες τους.

    Με απλά λόγια αν μια έκθεση πραγματογνωμόσύνης αξίζει 1 ευρώ ανά ώρα τότε μάλλον είναι ένα σκουπίδι για πέταμα!! Μια φωτοτυπία αξίζει 20 Λεπτά του Ευρώ η σελίδα.

    · Πρέπει να ασκηθεί Ποινική Δίωξη σε όλους τους Πραγματογνώμονες λόγω προσπάθειας Κατάχρησης Δημοσίου Χρήματος Ν 1608/1950 εάν αυτοί αποδέχθηκαν εξαιρετικά μειωμένη αμοιβή λόγω εικονικών αιτηθέντων ωρών

    Επιπλέον, πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη σε όλους τους πραγματογνώμονες εαν αυτοί με βάση την αίτηση τους ζήτησαν να αμειφθούν βάσει της αίτηση τους και των Υπεύθυνων Δηλώσεων τους με συγκεκριμένες ώρες οι οποίες όμως εν συνεχεία αποδέχθηκαν ότι ήταν εικονικές και για αυτό δέχθηκαν τις μειωμένες ώρες και αμοιβές των Εισαγγλέων και του υπουργείου γιατί ήταν ψευδείς οι ώρες και κατέληξαν να αποδεχθούν τις ουσιωδώς μικρότερες προτάσεις αμοιβής. Αυτομάτως θα πρέπει οι Εισαγγελικές Αρχές και το ΥΔΔΑΔ με βάση το άρθρο 37 και 38 του ΚΠΔ να ασκήσουν ποινική δίωξη σε ολους αυτούς του πραγματογνώμονες για προσπάθεια Κατάχρησης Δημοσίου Χρήματος και μάλιστα με τις επιβαρυντικές ίσως διατάξεις του Ν 1608/1950 και κατανοώ ότι αυτό πρέπει να γίνεται σε κάθε περίπτωση σημαντικών αποκλίσεων των αιτήσεων αμοιβών όλων των Πραγματογνωμόνων έως σήμερα με αυτές των Δικαστικών Αρχών.

    Με απλά λόγια εάν ένας Πραγματογνώμονας ποινικής δικογραφίας αποδέχεται να αμειφθεί με 1 Ευρώ την ώρα, προσωπικά θα μου γεννούσε πολύ σοβαρές αμφιβολίες και μόνο το γεγονός αυτό! Μάλιστα θα πρέπει να ελεγχθούν όλες οι Ποινικές Πραγματογνωμοσύνες που έχουν συνταχθεί και πολύ σοβαρές υποθέσεις και ιδίως όσες κατέληξαν σε αθωώσεις κατηγορουμένων παρότι η ζημιά του Δημοσίου ήταν τεράστια όπως για παράδειγμα η περίπτωση του σκανδάλου του Χρηματιστηρίου για το οποίο φήμες αναφέρουν ότι πραγματογνώμονας ήταν ο Ορκωτός ελεγκτής άλλου πολύ μεγάλου σκανδάλου που το κρατούσαν κρυφό δεκατίες!!!!!

    Θα πρέπει να δοθεί συγκεντρωτικά εντολή ελέγχου από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σε όλες τις σοβαρές υποθέσεις που συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά μικρής αμοιβής πραγματογνώμονα, τεράστια ζημιάς Δημοσίου, μετόχων ή ευρύτερου κοινού και μετέπειτα αθώωση ή σημαντικά μικρές ποινές των κατηγορουμένων.

    Επιπλέον, για όσες αμοιβές Πραγματογνωμόνων υπάρχουν υπεύθυνες δηλώσεις που έχουν υπογράψει για ώρες και αμοιβές ουσιωδώς διαφορετικές από αυτές που κατέληξαν οι Δικαστικές Αρχές τότε θα πρέπει να διερευνηθεί εάν ασκήθηκε ποινική δίωξη για υποβολή ψευδούς βεβαίωσης σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις.

    (το σχόλιο συνεχίζεται)

  • Σχόλιο Ν3 (συνέχεια από σχόλιο Ν2)

    Άρθρο 190.- Περιπτώσεις απαλλαγής και αντικατάστασης

    Ο νόμος να ορίζει ξεκάθαρα ο υποψήφιος πραγματογνώμονας ότι πρέπει να ερωτάται πριν το διορισμό καθώς έτσι θα αποφευχθεί σημαντικός χαμένος χρόνος στο πήγαινε – έλα των περιπτώσεων απαλλαγής και αντικατάστασης!!

    Πάντα εντός μιας μέρας όποτε μας ζητήθηκε απαντήσαμε αμέσως στις δικαστικές αρχές ενώ αυτές χρειάζοντας μήνες για να λάβουν και επιδόσουν μια απλή απόφαση. Ο χρόνος είναι χρήμα και για αυτό καθυστερούν οι δικάσιμες στην ελλάδα.

    Άρθρο 195.- Πώς τίθενται τα ζητήματα στους πραγματογνώμονες.

    Ο χρόνος που δίνεται στους πραγματογνώμονες βάσει της εμπειρίας μας είναι εξαιρετικά λίγος και πάντα είμαστε με το άγχος της απειλής άσκησης δίωξης εναντίον μας. Έως σήμερα όλοι οι εισαγγελικοί και ανακριτικοί λειτουργοί αποδέχθηκαν την πραγματική κατάσταση και σιωπηρώς ενέκριναν τις υπερβάσεις στους χρόνους παράδοσης των εκθέσεων. Όμως αυτό δεν είναι σωστό και πρέπει οι χρόνοι και είναι ρεαλιστικοί και επιτεύξιμοι.

    Άρθρο 196.- Παράσταση του οργάνου που διόρισε τους πραγματογνώμονες. Πληροφόρησή τους

    Ο νόμος να ορίζει ξεκάθαρα ότι ο Πραγματογνώμονας μπορεί να πέρνει αντίγραφο στοιχείων της δικογραφίας. Αντιμετωπίσαμε καταστάσεις όπου σε μεγάλες δικογραφίες εισαγγελιών που ήταν μακριά από την έδρα μας στην Αθήνα, δεν μας δόθηκε το δικαίωμα να λάβουμε αντίγραφο εγγράφων και έπρεπε να κάνουμε ολόκληρα ταξίδια για να δούμε κάτι απλό που αν μας είχε δοθεί σε φωτοτυπία θα το είχαμε ανά πάσα στιγμή! Χρησιμοποιώντας ένα φορητό scanner διπλής όψης μπορεί ένας πραγματογνώμονας να κάνει εξαιρετική δουλεία με ακρετά μικρό κόστος 24 ώρες το 24ωρο και όχι να περιμένει πότε θα ταξιδέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά όταν να είναι ανοικτή η Εισαγγελία για να διαβάσει ένα έγγραφο από τα πολλά της δικογραφίας που χρειάστηκε!!

    Άρθρο 207.- Δικαιώματα του τεχνικού συμβούλου

    Ο νόμος πρέπει να ορίζει και το δικαίωμα του Πραγματογνώμονα να αρνηθεί καταχρηστική συμπεριφορά τεχνικού συμβούλου. Μου έχει συμβεί σε υπόθεση ο τεχνικό σύμβουλος να λειτουργεί καταχρηστικά προς όφελος του πελάτη του μικρομετόχου της εμπλεκόμενης εταιρείας και μεγαλομετόχου ανταγωνιστικής, όπου ο τεχνικός σύμβουλος ζητούσε ευαίσθητες πληροφορίες πελατών και προμηθευτών, όχι για τους σκοπούς της υπόθεσης αλλά για να μάθει την εμπορική πολιτική του ανταγωνιστή του!!

    (το σχόλιο συνεχίζεται)

  • Σχόλιο Ν2 (συνέχεια σχολίου από προηγούμενο Ν1)

    Άρθρο 188.- Ποιοι δεν διορίζονται

    Να προστεθεί στο νόμο και η φράση «και όσοι δεν επιθυμούν.»

    Πραγματογνώμονας με το «στανιό» δεν γίνεται. Εάν η Ελληνική δικαιοσύνη δεν βρίσκει πραγματογνώμονες να βελτιώσει τις αμοιβές τους γιατι τους αμοίβει με εξευτελιστικές αμοιβές!!!!! Σε 6 περιπτώσεις που διενεργήσαμε Ποινικές Πραγματογνωμοσύνες και παρότι υποβάλλαμε αναλυτικές πολυσέλιδες καταστάσεις ανάλυσης των αμοιβών και των εξόδων μας, η ελληνική δικαιοσύνη και το σχετικό υπουργείο χωρίς να εξηγήσουν γιατί μείωσαν την αμοιβή μας, τελικά μας ενέκριναν αμοιβές εξευτελιστικές που έφταναν έως και κάτω του 1 Ευρώ την ώρα!!! Μάλιστα για όλες τις περιπτώσεις υποβάλλαμε ή θα υποβάλλουμε ενστάσεις και αμέσως μόλις καταλάβαμε πόσο σέβεται η Ελληνική δικαιοσύνη τους Πραγματογνώμονες ζητήσαμε τη διαγραφή μας από όλα τα Μητρώα!!

    Αλήθεια ποιος πραγματογνώμονας δέχεται να αμοιφθεί με 1 Ευρώ την ώρα???? Μήπως υπάρχουν Πραγματογνώμονες που έχουν και «ΆΛΛΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΜΟΒΕΣ» και κάποιοι κλείνουν τα μάτια τους στο φαινόμενο αυτό?

    Άρθρο 189.- Υποχρέωση των πραγματογνωμόνων να αποδεχτούν τον διορισμό τους.

    Εάν δεν έχει ερωτηθεί πριν το διορισμό του κανένας Πραγματογνώμονας να μην έχει την υποχρέωση να αποδεχθεί!! Να αλλάξει ο νόμος σχετικά.

    Επίσης, κατά το διορισμό το πρόσωπο που τον διόρισε να καθορίζει την αμοιβή και αν ο πραγματογνώμονας δεν τη δέχεται να έχει το δικαίωμα να αρνηθεί!! Εκεί να σας δω όλους!

    (το σχόλιο συνεχίζεται)

  • Καλημέρα σε όλους.

    Υποβάλλουμε τα ακόλουθα σχόλια βάσει της εμπειρίας μας ως Πραγματογνώμονες Ποινικών υποθέσεων τα τελευταία 5 περίπου χρόνια και της άνω των 20 ετών εμπειρίας στο επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή.

    Καταρχήν είναι λυπηρό ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο όπως είναι αυτό των Πραγματογνωμόνων να έχει συγκεντρώσει τρία και μόνα σχόλια. Θα θυμίσουμε την τεράστια σημασία των Πραγματογνωμόνων στο έργο της Ελληγνικής Δικαιοσύνης καθώς οι Δικαστικοί Λειτουργοί δεν είναι παντογνώστες και για το λόγο αυτό στηρίζονται και υποστηρίζονται στο έργο τους από τους Πραγματογνώμονες. Εάν η έκθεση του Πραγματογνώμονα είναι επαρκής και τεκμηριωμένη αντίστοιχα ο Εισαγγελικός Λειτουργός θα μπορέσει είτε να αρχειοθετήσει είτε να τεκμηριώσει πλήρως το κατηγορητήριο του. Εάν αντιθέτως ο Πραγματογνώμονας δεν έχει συντάξει επιστημονική έκθεση τότε είτε ένας αθώος μπορεί να κατηγορηθεί άδικα είτε ένας ακόμα και βαριά κατηγορούμενος να αθωωθεί κακώς.

    Άρθρο 185.- Πίνακας πραγματογνωμόνων.

    Γιατι πρέπει εν έτη 2019 κάθε πλημμελειοδικείο να έχει ξεχωριστό μητρώο???? Να διορθωθεί ο νόμος και να ορίζεται επιτέλους ένα πανελλαδικό μητρώο με ξεχωριστό χαρακτηριστικό εντοπιότητας εάν θέλουμε να κατατάξουμε ανά περιοχή τους πραγματογνώμονες. Είναι αδιανόητο δεκάδες δικασιτκές αρχές να κάνουν κάθε χρόνο την ίδια εργασία ενώ μπορεί αυτό να γίνει από μια κεντρική υπηρεσία.

    Γιατί ο νόμος μπαίνει σε λεπτομεέρεια και αναφέρει ειδικά ότι «Στον πίνακα περιλαμβάνονται παιδοψυχίατροι, και ελλείψει αυτών, ψυχίατροι και ψυχολόγοι εξειδικευμένοι στα θέματα γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης παιδιών.» Δεν χρειάζεται η φράση καθώς στον πίνακα μπορούν να περιλαμβάνονται όλες οι ειδικότητες.

    Ο νόμος παραβιάζει τα δικαιώματα των συμμετέχοντων και δεν αναφέρει καμία πληροφορία για το πως κάποιος μπορεί να διαγραφθεί πριν τη λήξη του έτους. Ήταν τραγική η εμπειρία μας όσον αφορά την προσπάθεια μας να διαγραφθούμε όταν συνειδητοποιήσαμε πως λειτουργεί το μητρώο, πως επιλέγονται χωρίς να ερωτηθεί από πριν κάποιος, και ιδίως πως αμοίβονται οι πραγματογνώμονες στην Ελλάδα, καθώς διαπιστώσαμε ότι η επιθυμία και αίτηση ενός πραγματογνώμονα να διαγραφθεί πριν τη λήξη του έτους δεν γίνεται σεβαστή από την ελληνική δικαιοσύνη. Εάν πεθάνει κάποιος κύριοι πότε τον διαγράφετε? Ποτέ!!! δεν υπάρχει διαδικασία και ομοίως δεν υπάρχει για κάποιον που τον έχουν ορίσει σε 10 άλλες υποθέσεις χωρίς να τον ρωτήσουν πριν και παρότι αιτείται τη διαγραφή του, όχι μόνο παραβιάζεται το δικαίωμα του να διαγραφθεί αλλά και απειλείται με ποινικη δίωξη απήθειας!!!

    Τραγικό!!! Άρα να ορίσει ξεκάθαρα ο νόμος τον τρόπο και το δικαίωμα κάποιου να διαγραφθεί και ενδιάμεσα του έτους από το μητρώο. Πραγματογνώμονες με το «στανιό» δεν γίνονται και αυτό θα λειτουργεί εις βάρος της ελληνικής δικαιοσύνης για πολύ απλά θα χάνει τους καλύτερους και αξιότερους.

    Άρθρο 186.- Εκλογή και διορισμός πραγματογνωμόνων.

    Να ορίζει ξεκάθαρα ο νόμος ότι η επιμέλεια περιλαμβάνει πριν τον ορισμό την έγγραφη επικοινωνία και ερώτημα στον Πραγματογνώμονα εάν δέχεται να οριστεί ειδάλλως ο δικαστικός να επιλέγει άλλον. Εάν η Ελληνική δικαιοσύνη δεν βρίσκει αξιόλογους πραγματογνώμονες ή όλοι αρνούνται τότε ας ψάξει τι φταίει για αυτό ειδάλλως κινδυνεύει να μείνει με πραγματογνώμονες που έχουν «ατέλειες»….

    «Κατά την επιλογή των πραγματογνωμόνων το όργανο που τους διορίζει οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και την προηγούμενη απασχόληση των πραγματογνωμόνων του πίνακα και να αποφεύγει χωρίς σοβαρό λόγο να αναθέτει πραγματογνωμοσύνη στον ίδιο πραγματογνώμονα, αν υπάρχουν στον πίνακα άλλοι της ίδιας ειδικότητας που δεν διορίστηκαν στον ίδιο χρόνο»

    Να ορίσει ο νόμος και ποινές σε όσους αδιαφορούν για το φόρτο εργασίας ενός πραγματογνώμονα στον οποίο όχι μόνο δεν τον ρωτούν εκ των προτέρων εάν δέχεται ή έχει εξαιρετικά αυξημένη απασχόληση αλλά αρνούνται να δεχθούν και τις έγγραφες εξηγήσει τους διορισμένου (χωρίς να ερωτηθεί πραγματογνώμονα). Επιπλέον, ο διορίζων να τεκμηριώνει πλήρως πότε ερώτησε γραπτώς και τι απάντηση έλαβε για την διαθεσιμότητα και αποδοχή του μελλοντικού διορισμού ειδάλλως είναι τεράστιο το κόστος χρόνου που χάνεται σε νέους διορισμούς.

    Έχω τύχει να περνάνε μήνες από τη στιγμή που συζητήθηκε μια απόφαση διορισμού μου, μετά από μήνες να μου επιδίδεται, να απαντάω την ίδια μέρα ότι αρνούμαι και να ξαναπερνάνε μήνες όπου δικαστήριο παρά το τεράστιο φόρτο εργασίας να μου απαντά ότι δεν δέχεται το διορισμό. Με απλά λόγια εάν με είχαν ρωτήσει εκ των προτέρων θα είχα εντός μιας μέρας ενημερώσει ότι δεν μπορώ να δεχθώ το διορισμό και να εκθέσω τους λόγους και η Ελληνική Δικαιοσύνη επέλεξε να χαθούν πάνω από 12 μήνες στο πήγαινε-έλα των αποφάσεων της.

    (Το σχόλιο συνεχίζεται σε επόμενο)

  • 13 Απριλίου 2019, 12:29 | ΦΙΤΣΙΑΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

    3. Κατάρτιση πινάκων πραγματογνωμόνων
    Στο άρθρο 185, συστήνεται η προτίμηση σε δημόσιους υπαλλήλους για την κατάρτιση του πίνακα των πραγματογνωμόνων. Η προτίμηση αυτή είναι άνευ ουσίας καθώς ο δημόσιος χαρακτήρας του φορέα στον οποίο απασχολείται δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για την καταλληλότητά του και την επαρκή του επιστημονική κατάρτιση για την εκτέλεση καθηκόντων εκτός του φορέα. Εξάλλου, στις περιπτώσεις πραγματογνωμόνων οι οποίοι εκτελούν εργαστηριακές αναλύσεις, όπως οι πραγματογνώμονες ανάλυσης DNA, η επιλογή δημοσίων υπαλλήλων είναι άτοπη, καθώς δε διαθέτουν οι ίδιοι εργαστήρια για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και επομένως θα πρέπει αναγκαστικά να αναθέσουν την παραπάνω εκτέλεση σε ιδιωτικούς φορείς καθώς δεν δύναται να χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό, τα αναλώσιμα, τα υλικά και τα αντιδραστήρια του Κρατικού Εργαστηρίου Ανάλυσης DNA το οποίο υπηρετεί στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας ανεξάρτητης από την επιβαλλόμενη από την Υπηρεσία για ίδιο οικονομικό όφελος.
    Η κατάρτιση του πίνακα των πραγματογνωμόνων θα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά σε προσόντα τα οποία σχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα που καλείται να εκτελέσει ο πραγματογνώμονας και στην δυνατότητα εκτέλεσης των καθηκόντων από τον ίδιο.

  • 13 Απριλίου 2019, 12:41 | ΦΙΤΣΙΑΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

    2. Επανάληψη αναλύσεων
    Στην παράγραφο 2 του άρθρου 201, αναφέρεται ότι αν η πραγματογνωμοσύνη σύγκρισης του γενετικού προφίλ ενός κατηγορούμενου με τα πειστήρια μιας υπόθεσης αποβεί θετική, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης του δείγματός του. Καθώς όμως το θετικό αποτέλεσμα προκύπτει από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης δυο διαφορετικών πραγματογνωμοσυνών, αυτής που περιλαμβάνει την ανάλυση του δείγματος του κατηγορούμενου και αυτής που περιλαμβάνει την ανάλυση του πειστηρίου, ο κατηγορούμενος οφείλει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επανάληψη της ανάλυσης όχι μόνο του δικού του δείγματος αλλά και του πειστηρίου. Με δεομένη την απόφαση της ΕΕ που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της στις 9 Δεκεμβρίου του 2009 (COUNCIL FRAMEWORK DECISION 2009/905/JHA of 30 November 2009 on Accreditation of forensic service providers carrying out laboratory activities) σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα εργαστήρια στα οποία πραγματοποιούνται αναλύσεις DNA είναι διαπιστευμένα κατά το πρότυπο ποιότητας ΕΝ ISO/IEC 17025, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την επανάληψη της ανάλυσης είτε του δικού του δείγματος είτε του πειστηρίου, σε κρατικό ή μη, εργαστήριο διαπιστευμένο κατά το πρότυπο ποιότητας ΕΝ ISO/IEC 17025.
    Ομοίως, στην παράγραφο 2 του άρθρου 207, όπου για τον διορισθέντα από τον κατηγορούμενο Τεχνικό Σύμβουλο προβλέπεται η εξέταση του βιολογικού υλικού του κατηγορούμενου, θα πρέπει να προβλέπεται και η δυνατότητα εξέτασης του πειστηρίου το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην πραγματογνωμοσύνη σύγκρισης και η εκτέλεση αναλύσεων σε εργαστήριο, διαπιστευμένο κατά το πρότυπο ποιότητας ΕΝ ISO/IEC 17025.

  • 13 Απριλίου 2019, 12:34 | ΦΙΤΣΙΑΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

    1. Εκτέλεση αναλύσεων – Διαπίστευση εργαστηρίων
    Στην παράγραφο 1 του άρθρου 201, αναφέρεται ότι η ανάλυση του γενετικού υλικού που λαμβάνεται από τον κατηγορούμενο διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Σύμφωνα με την απόφαση της ΕΕ που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της στις 9 Δεκεμβρίου του 2009 (COUNCIL FRAMEWORK DECISION 2009/905/JHA of 30 November 2009 on Accreditation of forensic service providers carrying out laboratory activities), τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα εργαστήρια στα οποία πραγματοποιούνται αναλύσεις DNA είναι διαπιστευμένα κατά το πρότυπο ποιότητας ΕΝ ISO/IEC 17025. Δηλαδή, το μοναδικό κριτήριο εγκυρότητας και αποδοχής των αποτελεσμάτων είναι η ύπαρξη διαπίστευσης κατά το πρότυπο ποιότητας ΕΝ ISO/IEC 17025 και όχι αν το εργαστήριο είναι κρατικό ή πανεπιστημιακό. Η απαίτηση αυτή διασφαλίζει τη χρήση κοινής και κοινά αποδεκτής μεθοδολογίας ώστε να μπορεί να λαμβάνει χώρα ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των μελών της ευρωπαϊκής ένωσης.
    Εξάλλου, όπως ορίζει το άρθρο 184, αν η πραγματογνωμοσύνη δεν μπορεί να γίνει σε εργαστήριο που ιδρύθηκε ειδικά από το νόμο καθώς και σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις, διορίζονται ένας ή δύο πραγματογνώμονες οι οποίοι, αν έχουν οριστεί επειδή το κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο δεν δύναται να τις εκτελέσει, θα πρέπει να απευθυνθούν σε ιδιωτικό εργαστήριο προκειμένου να εκτελέσουν εργαστηριακές αναλύσεις. Ως εκ τούτου, ο κώδικας οφείλει να θέσει ως μοναδική προϋπόθεση την εκτέλεση των αναλύσεων σε εργαστήριο διαπιστευμένο κατά το πρότυπο ποιότητας ΕΝ ISO/IEC 17025 όπως ακριβώς ορίζει και η 2009/905/JHA απόφαση της ΕΕ για τα κράτη μέλη.
    Αντίστοιχα, στην παράγραφο 4 του άρθρου 204, θα πρέπει να τροποποιηθεί η εκ νέου αναφορά των κρατικών και πανεπιστημιακών σε διαπιστευμένα εργαστήρια που διεξάγουν αναλύσεις DNA κατόπιν παραγγελίας και θα κοινοποιούν τα πορίσματα των αναλύσεων στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων.

  • 12 Μαρτίου 2019, 13:25 | ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΜΠΡΟΥΤΑΣ

    ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 201 «ΑΝΑΛΥΣΗ D.N.A» ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ…
    ΕΑΝ ΛΗΦΘΕΙ D.N.A. ΟΤΑΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΕΠΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΠΟΙΝΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΝΟΣ ΕΤΟΥΣ (ΕΑΝ ΤΕΛΙΚΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΙ ΔΕΚΤΟ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ) ΚΑΙ ΣΤΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΕΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΒ Η ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΩ ΠΡΟΒΕΙ ΣΕ ΟΡΘΟ ΝΟΜΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΑΦΡΥΤΕΡΟ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ ΤΗΝ ΛΗΨΗ D.N.A. ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ D.N.A. ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΑΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ…

    ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΕΑΝ ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΜΕ ΝΕΩΤΕΡΟ ΝΟΜΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΘΕΙ ΕΛΑΦΡΥΤΕΡΟ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ….

  • 12 Μαρτίου 2019, 12:39 | ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΜΠΡΟΥΤΑΣ

    Άρθρο 201.- Ανάλυση D.N.A. 1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid -DNA) προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος αυτού. Τη λήψη γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο διατάσσει ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ανακριτής και πρέπει να διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπεια του. Σε περίπτωση λήψης γενετικού υλικού από απόκρυφα μέρη του σώματος, είναι υποχρεωτική η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για την διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του DNA του δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος για την υπεράσπισή του. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208.

    ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΟΙ ΔΙΩΚΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΜΟΝΟΝ «ΕΠΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ».

    ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ Η ΛΗΨΗ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΝΑ ΕΠΑΦΙΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΧΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΑΙ ΕΑΝ ΕΚΤΙΜΑ ΟΤΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΥΤΗ ΘΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΕΙ ΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΟΥ.

    Η ΛΗΨΗ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΙΝΑΙ ΛΙΑΝ ΣΟΒΑΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΜΕ ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ ΔΕΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΘΙΚΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ ΜΕ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ.

  • 7 Μαρτίου 2019, 07:27 | ΦΥΡΟΓΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

    Το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις στον πίνακα του άρ.185 περιλαμβάνονται πρόσωπα που δεν το επιθυμούν και δεν έχουν αιτηθεί ή δώσει τη συναίνεσή τους σχετικά (κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι, όπως ο υποφαινόμενος), θεωρώ ότι θα πρέπει να προστεθεί σχετική ρύθμιση που να απαιτεί κάτι τέτοιο.
    Άλλωστε η υποχρεωτική ανάθεση πρόσθετων αρμοδιοτήτων που δεν περιλαμβάνονται στα καθήκοντα για τα οποία προσλήφθηκαν τα πρόσωπα αυτά (που απαιτεί μάλιστα και εργασία πέραν του υπηρεσιακού ωραρίου), συνιστά «αναγκαστική εργασία» και έρχεται σε αντίθεση με την παρ.4, άρ.22 του Συντάγματος.