ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Καθήκοντα και δικαιώματα του διευθύνοντος τη συζήτηση

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Καθήκοντα και δικαιώματα του διευθύνοντος τη συζήτηση

Άρθρο 333.- Γενική διεύθυνση της διαδικασίας. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στον εισαγγελέα να υποβάλει ερωτήσεις. Σε δίκες που αφορούν εκδίκαση κακουργημάτων ορίζει προηγουμένως έναν εκ των συνέδρων δικαστών ως εισηγητή.
2. Ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους, και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέμα. Δίνει επίσης σ’ αυτούς το λόγο για να αγορεύσουν ή, όταν το ζητήσουν, για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται. Ο ίδιος διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει πρόσθετες ερωτήσεις στους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους καθώς και στους κατηγορουμένους για ζητήματα που θεωρεί αναγκαία για την πληρέστερη διασαφήνιση της υπόθεσης και δημοσιεύει την απόφαση.
3. Όταν λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή ένας από τους διαδίκους, δίνεται ο λόγος και στους υπόλοιπους διαδίκους. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχουν το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι.

Άρθρο 334.- Ανάκληση στην τάξη. 1. Ο διευθύνων τη συζήτηση μπορεί να διακόπτει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους που έλαβαν το λόγο, όταν απομακρύνονται από το θέμα. Συνιστά επίσης στους διαδίκους και στους συνηγόρους να τηρούν το απαραίτητο μέτρο στις εκφράσεις τους και ανακαλεί στην τάξη όποιον από αυτούς χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις ή επιχειρεί προσωπικές επιθέσεις. Εξάλλου στον εισαγγελέα μπορεί να υποδεικνύει αυτό το άτοπο. Αν, παρ’ όλα αυτά, ο εισαγγελέας επιμένει σε τέτοιου είδους εκτροπή, είναι δυνατό να του αφαιρέσει το λόγο.
2. Μπορεί επίσης να απορρίπτει όλες τις προτάσεις που δεν βοηθούν καθόλου στην εξακρίβωση της αλήθειας και προκαλούν άσκοπη παράταση των συζητήσεων.

Άρθρο 335.- Επανόρθωση παραλείψεων. Προσφυγή στο δικαστήριο. 1. Ο διευθύνων τη συζήτηση μπορεί, αν το κρίνει δικαιολογημένο, να επιτρέψει σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επανορθωθεί πριν από το τέλος της διαδικασίας κάποια παράλειψη στην οποία υπέπεσε ο εισαγγελέας ή ένας από τους διαδίκους.
2. Εναντίον των διατάξεων που εκδίδονται από τον διευθύνοντα τη συζήτηση κατά τα άρθρα 141 παρ. 2, 333, 334, της παρ. 1 αυτού του άρθρου και των άρθρων 337 παρ. 2 και 359 μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο.

Άρθρο 336.- Θόρυβος και ανυπακοή. 1. Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο δημιουργηθεί θόρυβος ή εκδηλωθεί ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν ή σε διαταγές που δόθηκαν, ο διευθύνων τη συζήτηση έχει την διακριτική ευχέρεια να επιβάλει στον υπαίτιο, ύστερα από ακρόασή του, είτε χρηματική ποινή 10 έως 100 ευρώ, είτε αποβολή από το ακροατήριο, είτε κράτηση έως 24 ωρών.
2. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κατά του συνηγόρου που δημιουργεί θόρυβο ή δείχνει ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν μόνο τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 142 παρ. 1 περιπτώσεις α και β του «Κώδικα περί δικηγόρων». Αν απαγγελθεί πειθαρχική κατηγορία κατά του συνηγόρου, γίνεται αμέσως σύντομη διακοπή της συνεδρίασης, για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του.
3. Την αστυνομική εξουσία της παρ. 1 την ασκεί κατά την διάρκεια της διακοπής της συνεδρίασης ο εισαγγελέας, αν παρευρίσκεται στην αίθουσα των συνεδριάσεων.

Άρθρο 337.- Σύλληψη για ψευδή κατάθεση. 1. Αν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας γεννηθεί εναντίον ενός μάρτυρα υπόνοια ψευδούς κατάθεσης ο διευθύνων τη συζήτηση μπορεί με αίτηση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να μην απομακρυνθεί ο μάρτυρας την ημέρα αυτή από το ακροατήριο τις ώρες που συνεδριάζει το δικαστήριο και να προσέλθει την επόμενη, εφόσον συνεχίζεται η συνεδρίαση. Ο μάρτυρας που παραβιάζει την υποχρέωση του αυτή τιμωρείται με την ποινή της απείθειας κατά το άρθρο 169 ΠΚ.
2. Αν ύστερα από το τέλος της συζήτησης ο διευθύνων εκτιμά ότι δεν διαλύθηκαν οι υπόνοιες για ψευδή κατάθεση, διατάσσει τη σύλληψη του υπόπτου και την παράδοσή του στον εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας μπορεί να τον παραπέμψει αμέσως στο αρμόδιο δικαστήριο, για να δικαστεί σύμφωνα με τα άρθρα 417 κ.ε.

Άρθρο 338.- Πλαστότητα του εγγράφου. 1. Αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό την γνησιότητα αυτού και, αν παρουσιαστούν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου, ο διευθύνων τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο πράττει όσα ορίζονται στο άρθρο 39, χωρίς, με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, να ερευνήσει το βάσιμο της κατηγορίας.
2. Αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό, αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του τη δίκη ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία.

  • 14 Απριλίου 2019, 10:08 | Αντώνης Βόμβας, Πρωτοδίκης

    Άρθρο 336 παρ. 2
    Είναι σκόπιμη η πρόβλεψη της δυνατότητας επιβολής από το Δικαστήριο αυστηρότερων κυρώσεων στους (ελάχιστους) συνηγόρους που επιμένουν να μη συμμορφώνονται σε διαταγές του , ακόμη και μετά από επανειλημμένες συστάσεις και (μετά) την επιβολή των προβλεπόμενων στο υπό κρίση άρθρο του Σχεδίου πειθαρχικών κυρώσεων του άρθρου 142 παρ. 1 α’ και β’ ν. 4194/2013 (της σύστασης και της επίπληξης). Τούτο θα μπορούσε να γίνει με την πρόβλεψη της δυνατότητας επιβολής και της πειθαρχικής ποινής του προστίμου, κατ΄ άρθρο 142 παρ. 1 γ’ ν. 4194/2013, ή, σε ιδιαιτέρως σοβαρές περιπτώσεις κατ’ εξακολούθηση μη συμμόρφωσης σε συστάσεις και διαταγές του Δικαστηρίου, η οποία έχει ως συνέπεια την αδυναμία ή την παρακώλυση διεξαγωγής της δίκης (παρά την επιβολή των παραπάνω κυρώσεων), της κράτησης έως 24 ωρών.
    Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διευκρινισθεί ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείται από το Δικαστήριο κατά την επιβολή κυρώσεων και ιδίως εάν τηρούνται οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων για την πειθαρχική διαδικασία και ποιες είναι αυτές.

  • 6 Απριλίου 2019, 14:08 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

    Με την καθιέρωση Προέδρων και Προεδρευόντων στα ποινικά δικαστήρια, αποκλειστικής απασχόλησης (άρθρο 17 εδ. Β του ν. 1756/1988 περί Κώδικος Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), επιδιώχθηκε η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, ενόψει του οι Δικαστές αυτοί απασχολούνται μόνον με το αντικείμενο των ποινικών υποθέσεων. Όμως, οι Δικαστές που θα ορίζονται ως εισηγητές (σύνεδροι), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 333 παρ. 1, δεν προβλέπεται να είναι αντίστοιχης αποκλειστικής απασχόλησης, αλλά θα απασχολούνται και με όλα τα υπόλοιπα καθήκοντά τους (σύνταξη πολιτικών αποφάσεων κλπ). Ως εκ τούτου, έχω την άποψη ότι, για λόγους επιτάχυνσης στην απονομή της δικαιοσύνης και σύμμετρης κατανομής των δικαστικών καθηκόντων, η σχετική διάταξη (άρθρο 333 παρ. 1) θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση που στο αντίστοιχο δικαστήριο λειτουργεί ειδικό ποινικό τμήμα, στο οποίο υπηρετούν όλα τα μέλη της συνθέσεως (προεδρεύων και σύνεδροι). Διαφορετικά η επιβάρυνση των συνέδρων – εισηγητών με τα σχετικά επιπλέον καθήκοντα θα δυσχεράνει και ενδεχομένως θα επιβραδύνει την εκτέλεση των λοιπών καθηκόντων τους, λόγω του ήδη υπάρχοντος φόρτου εργασίας. Μάλιστα, με την ανωτέρω διάταξη (άρθρο 333 παρ. 1) αναιρείται η επιδίωξη επιτάχυνσης στην απονομή της δικαιοσύνης με την ύπαρξη Προέδρων και Προεδρευόντων στα ποινικά δικαστήρια, αποκλειστικής απασχόλησης, αφού η μελέτη των δυσχερών υποθέσεων (κακουργημάτων) θα ανατίθεται από αυτούς, κυρίως, σε άλλους Δικαστές (συνέδρους – εισηγητές).

  • 6 Απριλίου 2019, 09:05 | Χαράλαμπος Μαυρίδης

    Απόλυτα άστοχος ο θεσμός του Εισηγητή Συνέδρου, στα Πολυμελή Δικαστήρια, που αφορούν εκδίκαση κακουργημάτων, ο οποίος καθιερώνεται στα άρθρα 333 και 351 παρ. 2, ιδίως στα Δικαστήρια όπου δεν υπάρχουν ειδικά ποινικά τμήματα, όπου οι Σύνεδροι Δικαστές, όντας ήδη επιβαρυμένοι με αστικής φύσεως υποθέσεις θα επιβαρύνονται και με ποινικές. Σε καμία περίπτωση δεν θα υπάρχει επιτάχυνση της δίκης, αντίθετα, θα προκύψει, μετά βεβαιότητας, επιβράδυνση. Επιβάλλεται η απάλειψη της διάταξης

  • 1 Απριλίου 2019, 22:07 | ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑ

    Στα άρθρα 333 και 351 παρ. 2 :καθιερώνεται ο θεσμός του συνέδρου Εισηγητή στα Πολυμελή Δικαστήρια που αφορούν εκδίκαση κακουργημάτων. Από τη μία δηλαδή καταργείται το Μονομελές Εφετείο και από την άλλη θεσπίζεται ο θεσμός του εισηγητή δικαστή. Αντιφατικό και προβληματικό. Δεν μπορεί να λειτουργήσει πρακτικά ιδίως στα δικαστήρια όπου δεν υπάρχουν ειδικά ποινικά τμήματα και θα έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ποινικής δίκης. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος ανισομερούς κατανομής του αριθμού των υποθέσεων στους συνέδρους-εισηγητές, λόγω των αναβολών και της διάρκειας ορισμένων υποθέσεων. Επιπλέον υποβαθμίζεται η θέση του προεδρεύοντος δικαστή ενώ παράλληλα επιβαρύνονται οι σύνεδροι δικαστές ειδικά όπου δεν προβλέπονται ειδικά ποινικά τμήματα, οι οποίοι θα χρεώνονται και με πολιτικές υποθέσεις. .Εξάλλου, σε περίπτωση αναπλήρωσης μέλους της σύνθεσης λόγω εκτάκτου κωλύματος, ασθένειας, ανωτέρας βίας κλπ., δεν θα υπάρχει εισηγητής του αναπληρούμενου στη συγκεκριμένη υπόθεση .Τέλος, με το ισχύον καθεστώς κάθε σύνεδρος έχει το δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις για όλες τις υποθέσεις και να συμμετέχει στη διαδικασία.