Άρθρο 32 Λόγοι διαγραφής

1. Το σήμα διαγράφεται, ολικά ή μερικά, με απόφαση της διοικητικής επιτροπής σημάτων ή των αρμόδιων δικαστηρίων στις εξής περιπτώσεις:
α. εάν, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την ημερομηνία της πράξης καταχώρισης του σήματος, ο δικαιούχος δεν κάνει ουσιαστική χρήση αυτού, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 17, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί ή αν διακόψει τη χρήση του σήματος για πέντε (5) συνεχή έτη,
β. εάν, συνεπεία της συμπεριφοράς ή αδράνειας του δικαιούχου, το σήμα έχει καταστεί κοινόχρηστο ή συνήθης εμπορική ονομασία του προϊόντος ή της Υπηρεσίας για το οποίο έχει καταχωρισθεί,
γ. εάν, λόγω της χρήσης του σήματος από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεση αυτού για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία τούτο έχει καταχωρισθεί, ενδέχεται να παραπλανηθεί το κοινό, ιδίως ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών,
δ. εάν καταχωρίσθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του παρόντος νόμου.

2. Το σήμα δε διαγράφεται:
α. εάν, παρά την ύπαρξη προγενέστερου αντιτασσόμενου σήματος, συντρέχουν λόγοι διαγραφής του προγενέστερου λόγω μη χρήσης του σήματος, κατά το εδάφιο α της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,
β. εάν ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος ανέχθηκε εν γνώσει του τη χρήση μεταγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωρισθεί για περίοδο πέντε (5) συνεχών ετών, εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος έγινε με κακή πίστη,
γ. εάν ο λόγος απαραδέκτου λόγω παράβασης του άρθρου 3 δεν υφίσταται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης διαγραφής.

3. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου α της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το σήμα δε διαγράφεται:
α. εάν ο δικαιούχος του σήματος αποδείξει ότι η μη χρήση αυτού οφείλεται σε εύλογη αιτία,
β. εάν ο δικαιούχος του σήματος, στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της λήξης της πενταετίας μη χρήσης του και της υποβολής της αίτησης διαγραφής, προέβη σε έναρξη ή επανάληψη της ουσιαστικής χρήσης του. Πάντως, η έναρξη ή επανάληψη της χρήσης εντός περιόδου τριών (3) μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης διαγραφής, η οποία δεν αρχίζει να τρέχει νωρίτερα από τη συμπλήρωση της συνεχούς πενταετίας μη χρήσης, δε λαμβάνεται υπόψη, εάν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έναρξη ή την επανάληψη της χρήσης έλαβαν χώρα, αφού ο δικαιούχος έλαβε γνώση του γεγονότος, ότι είναι πιθανή η υποβολή αίτησης διαγραφής.

4. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ως χρήση του σήματος νοείται και κάθε ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 17 παρ. 2 του παρόντος νόμου.

5. Σε αίτηση διαγραφής υπόκειται και εθνικό σήμα για το οποίο έχει γίνει δεκτή από το Γραφείο Εναρμόνισης στην Εσωτερική Αγορά αίτηση αρχαιότητας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού 207/2009/ΕΚ του Συμβουλίου, ακόμη και αν έχει προηγηθεί παραίτηση από το προγενέστερο αυτό εθνικό σήμα ή μη ανανέωση της προστασίας του.

6. Η αίτηση διαγραφής υποβάλλεται από κάθε πρόσωπο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον. Δε νομιμοποιείται να ζητήσει διαγραφή για τους λόγους του άρθρου 4 του παρόντος νόμου εκείνος, ο οποίος τους είχε προβάλει κατά τη διαδικασία καταχώρισης, εφόσον αυτοί κρίθηκαν κατ’ αντιδικία με το δικαιούχο του σήματος από τη διοικητική επιτροπή σημάτων ή τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας. Τα επιμελητήρια και οι ενώσεις καταναλωτών του ν.2251/1994 ή μέλη τους μπορούν να υποβάλλουν αίτηση διαγραφής μόνο στις περιπτώσεις του άρθρου 3 του παρόντος νόμου και στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

7. Η αίτηση διαγραφής για λόγους απαραδέκτου του άρθρου 3 ασκείται καθ’ όλη τη διάρκεια της προστασίας του σήματος. Σε περίπτωση που το σήμα απωλέσει τη διακριτικότητά του ή καταστεί περιγραφικό ή κοινόχρηστο, η διαγραφή ασκείται μετά πάροδο δεκαετίας από την καταχώριση του σήματος. Εάν το σήμα καταχωρίσθηκε κατά παράβαση του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, η αίτηση διαγραφής υποβάλλεται στη διοικητική επιτροπή σημάτων εντός προθεσμίας επτά ετών που αρχίζει από την καταχώριση του σήματος, εκτός αν έχει κατατεθεί κακόπιστα.

8. Σε περίπτωση διαγραφής λόγω μη χρήσης η διοικητική επιτροπή σημάτων ή τα αρμόδια δικαστήρια μπορούν να αντιστρέψουν το βάρος απόδειξης.

9. Τα αποτελέσματα της απόφασης για διαγραφή του σήματος αρχίζουν όταν αυτή καταστεί τελεσίδικη. Για τη χρήση του σήματος πριν από τη διαγραφή του δε γεννάται αξίωση για αποζημίωση, εκτός εάν η διαγραφή ασκείται για λόγους κακόπιστης κατάθεσης του σήματος. Για τη χρήση του σήματος πριν από τη διαγραφή του δε χωρεί έγκληση.

10. Όταν γνωστοποιηθεί στην Υπηρεσία του άρθρου 5 παρ. 1 απόφαση, με την οποία διατάσσεται η διαγραφή του σήματος, ο αριθμός της απόφασης και το διατακτικό της σημειώνεται στο βιβλίο σημάτων. Όταν η ανωτέρω απόφαση καταστεί τελεσίδικη, το σήμα διαγράφεται από το βιβλίο σημάτων. Εάν απορριφθεί αμετάκλητα η αίτηση διαγραφής, γίνεται από την ανωτέρω Υπηρεσία σχετική μνεία στο βιβλίο σημάτων, με αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου.

11. Το δικόγραφο της αίτησης διαγραφής κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος στον αντίκλητο του δικαιούχου τριάντα (30) ημέρες πριν την ορισθείσα πρώτη συζήτηση ενώπιον της διοικητικής επιτροπής σημάτων. Πρόσθετοι λόγοι σε αίτηση διαγραφής κατά εθνικού σήματος κοινοποιούνται με επιμέλεια του αιτούντος στον αντίκλητο του δικαιούχου δέκα (10) ημέρες πριν τη συζήτηση ενώπιον της διοικητικής επιτροπής σημάτων.

12. Με την κατάθεση αίτησης διαγραφής και τυχόν πρόσθετων λόγων η Υπηρεσία του άρθρου 5 παρ. 1 συντάσσει πράξη κατάθεσης.

  • 20 Μαΐου 2011, 19:08 | ypoian4

    Άρθρο 32 παρ. 10
    Εάν ο αιτών την αναίρεση της τελεσιδίκου αποφάσεως που διατάσσει τη διαγραφή, δεν προνοήσει να ζητήσει ειδικώς τη ανάκληση της «διοικητικής πράξεως διαγραφής της καταχωρήσεως» του σήματος (που είναι και ζήτημα αν μπορεί να σωρρεύσει και αυτό το αίτημα) και συνεπώς ουδέν διαλάβει η σχετική Απόφαση του ΣτΕ, ανακύπτει θέμα ποιά η νομική σημασία της Αποφάσεως του ΣτΕ.
    Ουδέν προβλέπεται περί αναβιώσεως του εν των μεταξύ διαγραφέντος σήματος.
    Και είναι ζήτημα εάν η ως άνω «διοικητική πράξη της διαγραφής» μπορεί να θεωρηθεί «συμπροσβαλλομένη» της προσβαλλομένης διά της αιτήσεως αναιρέσεως τελεσιδίκου αποφάσεως. Ασφαλώς και δεν είναι.
    Και να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ (ΣτΕ 896/2008), ΔΕΝ χωρεί αίτηση αναστολής εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων κατά των οποίων ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως, ως μη προβλεπομένη από τον νόμο περί ΣτΕ .
    Συνεπώς ακυρώνεται στην πράξη ολόκληρη η δικαιοδοσία του ΣτΕ προκειμένου περί του κατ’ εξοχήν περιουσιακού στοιχείου των επιχειρήσεων, που είναι τα σήματά τους, άγουσα εμμέσως πλήν σαφέστατα σε απαλλοτρίωση του σημαντικωτάτου περιουσιακού στοιχείου, που είναι το «σήμα».
    Οσο μεγαλύτερη δε επένδυση κάνει ο επιχειρηματίας για την κυκλοφορία και τη διαφήμιση του προιόντος του υπό συγκεκριμένο σήμα, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος να το σφετερισθεί ο τυχαίος αντίδικος.
    Να σημειωθεί, ότι εάν μετά την «διαγραφή» και ενώ η αίτηση διαγραφής είναι εκκρεμής στο ΣτΕ, συμπέσει ημερομηνία ανανεώσεως του σήματος, είναι αδύνατη η ανανέωση του διαγραφέντος σήματος.
    Αρα και αν ακόμη η Απόφαση του ΣτΕ αποφανθεί κατά της αιτήσεως διαγραφής και ακόμη και αν διατάξει την ανάκληση της διοικητικής πράξεως διαγραφής του σήματος, το σήμα ήδη θα έχει αυτοδικαίως διαγραφεί λόγω μη ανανεώσεως.
    Πέραν αυτού στο διάστημα από της «διαγραφής» του σήματος, λόγω της «τελεσιδικίας» της αποφάσεως, μέχρι και της «απορρίψεως» από το ΣτΕ της αιτήσεως διαγραφής, θάχει γεμίσει η αγορά από κυκλοφορία προιόντων φερόντων το διαγραφέν (συνήθως παγκοίνως γνωστό) σήμα, ώστε ουσιαστικώς το σήμα να έχει καταστεί κοινόχρηστο και άχρηστο για τον δικαιούχο.
    Ουδεμία άμυνα προβλέπεται, ούτε είναι δυνατή στο ενδεχόμενο αυτό.
    Η διαγραφή συνιστά «οιονεί απαλλοτρίωση δικαιώματος». Υπό την έννοιαν αυτή είναι αυτονόητη η εξάντληση απάντων των στη διάθεσή του δικαιούχου ενδίκων μέσων, κυρίως ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, για την οποίαν είναι εντεταλμένα τα ανώτατα Δικαστήρια.

    Αναγραφή στα λεξικά κ.λ.π..

    Ο Κανονισμός ΕΟΚ 0207/2009: Κοινοτικό σήμα στο άρθρο 10 αυτού προβλέπει:
    «Αν η ανατύπωση κοινοτικού σήματος σε λεξικό, εγκυκλοπαίδεια ή παρόμοιο έργο αναφοράς δημιουργεί την εντύπωση ότι αποτελεί την κοινή ονομασία των προιόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το σήμα, ο εκδότης, μετά από αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, μεριμνά ώστε κατά την επομένη έκδοση του έργου το αργότερο, η ανατύπωση του σήματος να συνοδεύεται από ένδειξη ότι πρόκειται για καταχωρημένο σήμα».
    Η πολύ χρήσιμη αυτή διάταξη είναι ενδεδειγμένο να περιληφθεί και στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο.

    Θάνος Μασούλας
    Δικηγόρος

  • 20 Μαΐου 2011, 13:29 | ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ

    Χρειάζεται πολύ προσοχή στον τρόπο που γίνεται η προσέγγιση του ζητήματος της προστασίας των συναλλασσομένων στα πολιτικά δικαστήρια από σήματα προφανώς διαγραπτέα. Η κανόνας της δέσμευσης των πολιτικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αποφάσεις της ΔΕΣ είναι σοφός και απολύτως αναγκαίος για την στοιχειώδη προστασία των σηματούχων. Η διαδικασία για την καταχώριση του σήματος είναι μακρά (περίπου 2 έτη). Στο πλαίσιο αυτής υπάρχει δημοσιότητα μέσω του Δελτίου Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας όπου δημοσιεύονται όλα τα σήματα που προορίζονται για καταχώριση. Δίνεται επίσης η δυνατότητα Τριτανακοπής σε οποιονδήποτε τρίτο θεωρεί ότι ένα σήμα δεν πρέπει να καταχωρηθεί. Αυτά εξυπηρετούν επαρκώς και επιτυχώς την ανάγκη προστασίας των συναλλασσομένων από σήματα που έχουν εσφαλμένα γίνει κατ’ αρχήν δεκτά από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων. Όμως, από τη στιγμή που ένα σήμα καταχωρηθεί οριστικά δέχεται πολύ υψηλές επενδύσεις (διαφημιστική δαπάνη) από το δικαιούχο του για να γίνει γνωστό και αναγνωρίσιμο. Αυτές οι επενδύσεις σε διαφήμιση είναι πολυδάπανες και διαρκείς. Γι’ αυτό το καταχωρημένο σήμα δεν πρέπει να είναι ανοιχτό σε παρεμπίπτοντα έλεγχο από τα πολιτικά δικαστήρια. Διαφορετικά, κάθε φορά που ο σηματούχος θα προσφεύγει στα πολιτικά δικαστήρια για την προστασία του σήματός του, θα είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο τα πολιτικά δικαστήρια να ακυρώσουν το σήμα του. Το πρόβλημα μεγιστοποιείται από το ότι η ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας είναι χαμηλή και η εξειδίκευση σε ζητήματα δικαίου των σημάτων ανεπαρκής. Γι’ αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα των σηματούχων να διατηρηθεί πιστά ο κανόνας ότι το σήμα που καταχωρήθηκε οριστικά δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τα πολιτικά δικαστήρια, παρά μόνο μέσα από τη διαδικασία της διαγραφής του από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, καθώς και ότι η διαγραφή αυτή επέρχεται μόνο με την αμετάκλητη απόφαση. Τα συμφέροντα και οι αναγκαιότητες που εξυπηρετεί η ρύθμιση αυτή είναι πολύ σημαντικότερα από τις μάλλον σπάνιες περιπτώσεις εσφαλμένης καταχώρισης σημάτων που είναι π.χ. περιγραφικά, κλπ. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να ανατρέψουμε ολόκληρο το σύστημα του σήματος, για να θεραπεύσουμε κάποιες στατιστικά σπάνιες περιπτώσεις. Η πρόταση για την κατάργηση του κανόνα της δέσμευσης των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις της ΔΕΣ είχε υποβληθεί στο 1ο νομοσχέδιο του 2006-7 για την αναθεώρηση του νόμου των σημάτων, μαζί με την κατάργηση του διοικητικού προελέγχου κατά την κατάσθεση. Τότε οι προτάσεις αυτές είχαν αποδοκιμαστεί σφοδρά και ήταν ο κύριος λόγος που εγκαταλείφθηκε τότε και ορθά το νομοσχέδιο αυτό. Δεν νομίοζω πως χρειάζεται να επανάλθουμε και πάλι στη συζήτηση αυτή.

  • 20 Μαΐου 2011, 10:08 | iakovos venieris

    Από τις υπάρχουσες παρατηρήσεις επί του Σ/Ν περί σημάτων επισημαίνεται πολύ εύστοχα από τον κ. Σουφλερό η ανάγκη προστασίας των συναλλασσομένων από διαγραπτέα σήματα ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Σε αυτές τις παρατηρήσεις ορθώς διαπιστώνεται ότι η υπάρχουσα πρόβλεψη του άρθρου 18 παρ. 2 Σ/Ν οδηγεί σε επίλυση του θέματος προστασίας του προγενέστερου σηματούχου έναντι του μεταγενέστερου διαγραπτέου σήματος.
    Ωστόσο, θα τολμούσα να ζητήσω την προστασία όλων των συναλλασσομένων, όχι μόνο του προγενέστερου δικαιούχου σήματος (κατά άρθρο 18 παρ. 2) καθώς αυτή δεν αρκεί!

    Σε αυτό το νομικό θέμα υπάρχουν τα εξής δεδομένα:

    – Το άρθρο 32 του Σ/Ν αναφέρεται σε επέλευση των αποτελεσμάτων διαγραφής του σήματος μόνο μετά από τελεσίδικη απόφαση (παρ. 9 άρθρου 32)
    – Το άρθρο 31 του Σ/Ν (παλαιού 32) απαγορεύει στα πολιτικά δικαστήρια να επέμβουν εκεί που είναι αρμόδια τα διοικητικά δικαστήρια και η ΔΕΣ.
    – Η ερμηνεία της τελευταίας διάταξης οδηγεί τη νομολογία πολιτικών δικαστηρίων στην άρνηση προστασίας κάποιου προσώπου έναντι διαγραπτέου σήματός, αν δεν έχει τελεσιδίκως διαγραφεί το συγκεκριμένο σήμα (ΕφΑθ 2461/2006 ΕΕμπΔ 2006 σ. 740, ΠΠρΑθ 585/2010 ΕΕμπΔ 2010 σ. 180, ΠΠρΑθ 3613/2010 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσσ 32082/2000 Αρμ 2002 σ. 717, ΜΠρΑθ 16591/1999 ΕΕμπΔ 1999 σ. 816).

    Μάλιστα η νομολογία αυτή απαγορεύει ακόμα και τον παρεμπίπτοντα έλεγχο, παρακάμπτοντας τα άρθρα 2 και 284 ΚΠολΔ λόγω της παραπάνω διάταξης. Η νομολογία (πλην της μοναδικής ΠΠρΑθ 7440/1999 ΕΕμπΔ 2000 σ. 573) ερμηνεύει το άρθρο 31 (παλαιό 32) ως απαγόρευση παροχής προστασίας από τα πολιτικά δικαστήρια ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που το σήμα είναι εξόφθαλμα και προκλητικά διαγραπτέο (π.χ. καταφανώς κοινόχρηστο ή περιγραφικό σήμα ή σήμα-αντιγραφή σήματος φήμης από το εξωτερικό που έχει καταχωρηθεί, αλλά έχει παρέλθει η προθεσμία τριτανακοπής και απομένει ως μέσο προστασίας μόνο η διαγραφή κλπ.).

    Η στάση αυτή της νομολογίας παραβλέπει α) την ανάγκη προστασίας των συναλλασσομένων αλλά και καταναλωτών από προφανώς διαγραπτέα σήματα β) την απίστευτα χρονοβόρα (έως αρνησιδικίας) καθυστέρηση των δικαστηρίων να κρίνουν ίσως και μετά από 12 χρόνια, αν τελικώς πρέπει να διαγραφεί ένα σήμα.

    Λύση υπάρχει εκ του Γενικού Διοικητικού Δικαίου!! Και αυτή η λύση προκύπτει χωρίς να αλλοιώνεται η εφαρμογή του άρθρου 31 του Σ/Ν (παλαιού 32) και η διάκριση εξουσιών πολιτικών-διοικητικών δικαστηρίων! Αλλά (όπως θα φανεί από την παρακάτω ανάλυση), η ΔΕΣ πεισματικά θα αρνηθεί την εφαρμογή των διατάξεων του Γενικού Διοικητικού Δικαίου. Κατά την ταπεινή μου άποψη χρειάζεται συμπλήρωση του άρθρου 32 παρ. 9 ή του άρθρου 14, σύμφωνα με όσα επιβάλλονται εκ του Γενικού Διοικητικού Δικαίου.

    Τολμώ να παραθέσω κάποιες σκέψεις από σχετική μελέτη μου δημοσιευμένη στο ΧρΙΔ 2007. Η καταχώρηση ενός σήματος αποτελεί ατομική διοικητική πράξη (ενδεικτικώς Μαρίνος, Δίκαιο σημάτων αρ. 317, Αντωνόπουλος, Βιομηχανική ιδιοκτησία αρ. 574, Σελέκος, σε Ν. Ρόκα, άρθρα 14-15 αρ. 10 με παραπομπές και οι δύο). Η εισαγωγή του δικαιώματος για την διαγραφή εισάγεται εκ της αρχής της νομιμότητας και της υποχρέωσης της Διοίκησης να ανακαλεί μη νόμιμες διοικητικές πράξεις (διαγραφή=ανάκληση). Η εκδούσα διοικητική αρχή ανακαλεί την πράξη καταχώρησης (διαγράφει το σήμα) και αίρει τις συνέπειες της καταχώρησης (δυνατότητα χρήσης και απαγόρευση προσβολών). Αυτό γίνεται με μια νέα διοικητική πράξη, την πράξη ανάκλησης, η οποία στην περίπτωση των σημάτων είναι η διοικητική πράξη διαγραφής (απόφαση της ΔΕΣ επί αίτησης διαγραφής).

    Στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο αναγνωρίζεται το δικαίωμα της Διοίκησης να ανακαλεί (και όχι η υποχρέωσή της, ΣτΕ 1501/2008 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2632/2006 ΝΟΜΟΣ). Με την ανάκληση της διοικητικής πράξης της η εκδούσα αρχή (εδώ ΔΕΣ) ανατρέπει τις έννομες συνέπειες της διοικητικής της πράξης, δηλαδή το κύρος, την ισχύ και την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης. Κατά συνέπεια ανατρέπεται και το απόλυτο δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος (Λιακόπουλος, Βιομηχανική ιδιοκτησία,2000 σ. 362).

    Εφόσον αναγνωρίζεται το δικαίωμα της Διοίκησης στο μείζον (ανάκληση), προκύπτει αβίαστα και το δικαίωμα της Διοίκησης στο έλασσον (αναστολή ισχύος). Η θεωρία και η νομολογία έχει ασχοληθεί σε ικανοποιητικό βαθμό με το ζήτημα της προσωρινής προστασίας έναντι ισχύος διοικητικών πράξεων (Λαζαράτο, Η προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, 2002, και Σκουρή, Η προσωρινή δικαστική προστασία στις διοικητικές διαφορές, 3η και 4η έκδοση). Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη η επέκταση της προσωρινής προστασίας που παρέχεται στις διοικητικές διαφορές μπορεί να παρασχεθεί και με διοικητική αναστολή των διοικητικών πράξεων (Σκουρής, Η δικαστική αναστολή της εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων, 3η έκδοση, σ. 40). Ερευνητέο είναι το νομοθετικό έρεισμα για την διοικητική αναστολή των διοικητικών πράξεων.
    Ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2717/1999), που περιλαμβάνει γενικές ρήτρες για τα δικαιώματα έναντι της διοίκησης, στο άρθρο 26 προβλέπει ρητώς, πως όταν ασκηθεί δ ι ο ι κ η τ ι κ ή προσφυγή, η α ρ μ ό δ ι α για την ε ξ έ τ α σ η τ η ς διοικητική αρχή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου ή και αυτεπαγγέλτως, να α ν α σ τ ε ί λ ε ι την εκτέλεση της διοικητικής πράξης, ωσότου αποφανθεί για την προσφυγή.

    Συνεπώς υπάρχει νομοθετική διάταξη που επιτρέπει στη Διοίκηση (εδώ ΔΕΣ) να αναστείλει την εκτέλεση της διοικητικής πράξης καταχώρισης. Έτσι η Διοίκηση δεν ανακαλεί την καταχώριση αλλά επιφυλάσσεται και προσωρινώς μέχρι την ανάκληση-διαγραφή αναστέλει τα έννομα αποτελέσματα της καταχώρησης (απόλυτες εξουσίες ιδιωτικού δικαιώματος, απαγόρευση τρίτων). Έτσι παρέχεται προστασία στους τρίτους από την ίδια την Διοίκηση ως αποκλειστικώς αρμοδίας, χωρίς την παρέμβαση των πολιτικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 31 Σ/Ν.

    Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής: αν κάποιος ενδιαφερόμενος τώρα απευθυνθεί στη ΔΕΣ με βάση το άρθρο 26 του ΚωδΔιαδ (Ν. 2717/1999), και ζητήσει πριν την οριστική διαγραφή την αναστολή ισχύος-εκτελεστότητας της καταχώρησης:
    – Ή ποτέ δεν θα λάβει απάντηση (σιωπηρή άρνηση)
    – Ή θα απορριφθεί άμεσα η αίτησή του χωρίς καν να γίνει χρήση του άρθρου 26 ΚωδΔιαδ Ν. 2717/1999 παρά την αντίθετη υποχρέωση της Διοίκησης.

    Συνεπώς, από τα παραπάνω προκύπτει:
    α) η ανάγκη προστασίας από το διαγραπτέο σήμα και τις αρνητικές εξουσίες που αυτό παρέχει (απαγόρευση χρήσης κατά των τρίτων)
    β) η ανάγκη προστασίας των τρίτων μέχρι την τελεσίδικη διαγραφή του σήματος
    γ) η ανάγκη ενσωμάτωσης στο Σ/Ν των γενικών αρχών και των διατάξεων του διοικητικού δικαίου προς την παραπάνω κατεύθυνση.

    Κατά την ταπεινή μου άποψη ωφέλιμη θα ήταν η πρόσθεση διάταξης ή εδαφίου στο άρθρο 32 παρ. 9 που θα ορίζει:
    «Μέχρι την τελεσίδικη διαγραφή του σήματος, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων ή τα διοικητικά δικαστήρια αναστέλλουν την ισχύ της καταχώρησης, αν πιθανολογείται η διαγραφή και η διατήρηση των αποτελεσμάτων καταχώρησης προκαλεί δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη στον αιτούντα».

  • 19 Μαΐου 2011, 23:41 | Άλκηστις-Ειρήνη Μαλάμη

    Δεν υπάρχει κανένας λόγος διαφοροποίησης μεταξύ των σχετικών (άρθρο 4) και απόλυτων (άρθρο 3) λόγων απαραδέκτου ως λόγος διαγραφής.
    ΔΕΝ είναι δυνατόν να ΜΗΝ υπάρχει προθεσμία και να μπορεί κανείς ανά πάσα στιγμή να κάνει αίτηση για τη διαγραφή σήματος λόγω απόλυτου απαραδέκτου.
    Η εξαίρεση για την μη ύπαρξη προθεσμίας άσκησης αίτησης διαγραφής όταν υπάρχει κακή πίστη επιβάλλεται από την Πρώτη Οδηγία του Συμβουλίου της 21.12.1988 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ιδ. 11η (προτελευταία) σκέψη του προοιμίου και άρθρο 9 παράγραφος 1 της Οδηγίας).
    Όμως, η μη ύπαρξη προθεσμίας άσκησης αίτησης διαγραφής στην περίπτωση των απόλυτων λόγων ακυρότητας του άρθρου 3 ΑΠΟ ΤΙ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ;

    Επίσης, για ποιό λόγο μειώθηκε στο μισό ο χρόνος (10ετία αντί 20ετία) που πρέπει να περάσει για την άσκηση αίτησης διαγραφής σε περίπτωση που το σήμα απωλέσει τη διακριτικότητά του ή καταστεί περιγραφικό ή κοινόχρηστο, η διαγραφή ασκείται μετά πάροδο δεκαετίας από την καταχώριση του σήματος

  • 19 Μαΐου 2011, 22:01 | Άλκηστις-Ειρήνη Μαλάμη

    Κατά ευρωπαϊκή (σίγουρα) ίσως και κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, το νομοσχέδιο παρατείνει την προθεσμία άσκησης διαγραφής για παράβαση του άρθρου 4 από πέντε σε ΕΠΤΑ χρόνια από την καταχώριση. Κάποιες χώρες προβλέπουν και τριετή παραγραφή. Δεν βλέπουμε τον λόγο ύπαρξης της αλλαγής αυτής. Το μόνο αποτέλεσμα της θα είναι ΑΡΝΗΤΙΚΟ και θα προσφέρει ανασφάλεια στις συναλλαγές.
    Το Νομοσχέδιο βασίστηκε σε οικονομικά ή άλλα στοιχεία από την εφαρμογή του Ν. περι σημάτων από το 1994 έχρι και σήμερα τα οπιοία επιβάλουν την αλλαγή αυτή από την δοκιμασμένη διάρκεια της 5ετίας;;

  • 16 Μαΐου 2011, 19:01 | ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ

    Στην παρ. 7: Το ισχύον σήμερα αρ. 17 παρ. 6 του ν. 2239/94 προβλέπει ότι η διαγραφή λόγω καταχώρισης κατά παράβαση των όρων των αρ. 3 και 4 (σχετικά και απόλυτα απαράδεκτα) ασκείται εντός προθεσμίας 5 ετών από την καταχώριση του σήματος, εκτός αν πρόκειται για κατάθεση με κακή πίστη οπότε η διαγραφή είναι απρόθεσμη και μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε. Επίσης η ίδια παράγραφος ορίζει ότι διαγραφή για το λόγο ότι το σήμα έγινε κοινόχρηστο δεν μπορεί να ασκηθεί πριν την πάροδο εικοσαετίας από την κατάθεση. Το νομοσχέδιο ανατρέπει όλα αυτά με τρόπο που πλήττει καταλυτικά την ασφάλεια και βεβαιότητα δικαίου που συνοδεύει το δικαίωμα στο σήμα. Έτσι, το νομοσχέδιο προβλέπει απρόθεσμη διαγραφή οποτεδήποτε και ανεξάρτητα από το πόσα χρόνια θα περάσουν από την καταχώριση του σήματος στην περίπτωση που ο λόγος διαγραφής θα ανάγεται στα απόλυτα απαράδεκτα του αρ. 3. Ιδίως μάλιστα στην περίπτωση που η διαγραφή ζητείται για το λόγο ότι το σήμα περιέπεσε σε κοινόχρηστο, η προθεσμία περιορίζεται από 20 χρόνια από την κατάθεση που είναι σήμερα σε δέκα χρόνια από την καταχώριση. Στην περίπτωση που ο λόγος της διαγραφής ανάγεται στα σχετικά απαράδεκτα του αρ. 4, η προθεσμία της διαγραφής επιμηκύνεται από 5 χρόνια σε 7. Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα και μόνο αποτέλεσμα: γίνονται πιο αβέβαια και πιο ανασφαλή και απρόβλεπτα τα δικαιώματα που παρέχει το δικαίωμα στο σήμα. Δηλ. έλλειμμα ασφάλειας δικαίου. Το σήμα στο οποίο ο σηματούχος επενδύει καθημερινά εκατομμύρια για διαφήμιση αφήνεται στην «ορθή κρίση» της ΔΕΣ, της οποίας είναι γνωστό ότι η ποιότητα των αποφάσεων υποβαθμίζεται χρόνο με το χρόνο. Αξίζει να σημειωθούν τα εξής: Σε πάρα πολλές περιπτώσεις το αν και πότε συντρέχουν τα απαράδεκτα του αρ. 3 είναι από τα πλέον διαφιλονικούμενα και εριζόμενα ζητήματα. Το ισχύον δίκαιο δίνει ευρύτατη προθεσμία 5 ετών από την καταχώριση του σήματος για την άσκηση αίτησης διαγραφής. Μετά ταύτα όμως παρέχει στέρεα εξασφάλιση στο σηματούχο ότι τα δικαιώματά του δεν θα αμφισβητηθούν. Γιατί με το νομοσχέδιο η αβεβαιότητα αυτή του σηματούχου πρέπει να είναι απεριόριστη, όσο χρόνια κι αν περάσουν από την καταχώριση του σήματος; Και ποια έννοια έχει η καταχώριση, αν δεν παρέχει αυτή την ασφάλεια δικαίου; Και χωρίς την ασφάλεια του δικαίου πώς θα επενδύσει ο σηματούχος σε διαφήμιση; Και γιατί οι οποιοιδήποτε τρίτοι πρέπει να μπορούν να αμφισβητήσουν τη καταχώριση του σήματος οποτεδήποτε; Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα σε σχέση με τα σήματα για τα οποία προβάλλεται ο λόγος ότι περιέπεσαν σε κοινόχρηστα. Σήματα που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα είναι μόνο τα σήματα πολύ μεγάλης φήμης, όπως λ.χ. τα σήματα XEROX, WALKMAN, ΧΛΩΡΙΝΗ, κλπ. Η απόλυτη επιτυχία ενός σήματος είναι να γίνει τόσο γνωστό και αναγνωρίσιμο, ώστε το κοινό να τα ταυτίζει με το προϊόν. Αυτή βέβαια η διαδικασία προϋποθέτει εκατοντάδες εκατομμύρια για διαφήμιση και πολύ μακρά χρήση. Το πότε, πώς και με ποιες προϋποθέσεις το σήμα φήμης μεταπίπτει σε κοινόχρηστο είναι από τα πλέον δυσχερή νομικά και αποδεικτικά ζητήματα και η κρίση επ’ αυτού δεν είναι ποτέ εύκολη και χωρίς αμφιβολίες. Ο σημερινός νόμος προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται αίτηση διαγραφής για αυτό το λόγο πριν περάσει 20 ετία από την κατάθεση. Το νομοσχέδιο περιορίζει την προθεσμία αυτή σε 10 ετία από την καταχώριση. Αποτέλεσμα: και πάλι ανασφάλεια δικαίου για τους σηματούχος και εν τέλει υποβάθμιση της αξιοπιστίας και της πρακτικής χρησιμότητας του Ελληνικού σήματος και της ανταγωνιστικότητάς του έναντι του Κοινοτικού. Αλλά και στην περίπτωση της διαγραφής για τους λόγους των σχετικών απαραδέκτων του αρ. 4, δηλ. ένεκα προγενέστερων δικαιωμάτων που δεν ελήφθησαν υπόψιν, ενισχύεται και πάλι η ανασφάλεια του δικαίου. Οι δικαιούχοι προγενέστερων σημάτων προστατεύονται ήδη επαρκώς με τον υποχρεωτικό προέλεγχο που ασκεί η Υπηρεσία, τους παρέχεται η δυνατότητα να ενημερώνονται μέσω του ειδικού Δελτίου Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας για τα νεότερα σήματα που κατατίθενται και μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή. Αν μολαταύτα δεν κάνουν τίποτα από όλα αυτά ο σημερινός νόμος τους δίνει και προθεσμία 5 ετών από την καταχώριση να ζητήσουν τη διαγραφή του σήματος. Το νομοσχέδιο την προθεσμία αυτή την επεκτείνει από 5 σε 7 χρόνια. Ποιοι είναι οι λόγοι που υπαγορεύουν κάτι τέτοιο;