Άρθρο 8 Υπηρεσιακή άδεια οδηγού – χειριστή Πυροσβεστικών Οχημάτων – Μηχανημάτων

  1. Οι Εθελοντές Πυροσβέστες που επιθυμούν ν’ αποκτήσουν Υπηρεσιακή άδεια οδηγού – χειριστή πυροσβεστικών οχημάτων – μηχανημάτων υποβάλλουν στην Επαγγελματική Πυροσβεστική Υπηρεσία που υπάγονται τα εξής δικαιολογητικά:
    • α. Επικυρωμένο αντίγραφο πολιτικής άδειας οδήγησης σε ισχύ.
    • β. Δύο έγχρωμες φωτογραφίες τύπου ταυτότητας.
  2. Η διαδικασία πρακτικής εξέτασης, χορήγησης και αφαίρεσης της Υπηρεσιακής αδείας οδηγού-χειριστή πυροσβεστικών οχημάτων-μηχανημάτων στους Εθελοντές Πυροσβέστες, πραγματοποιείται με βάση τα ισχύοντα για τους μόνιμους πυροσβεστικούς υπαλλήλους.
  3. Η Υπηρεσιακή άδεια οδηγού-χειριστή πυροσβεστικών οχημάτωνμηχανημάτων ανακαλείται στις εξής περιπτώσεις:
    • α. Εάν ο οδηγός εγκαταλείψει άτομο που τραυμάτισε, οδηγώντας οποιοδήποτε όχημα.
    • β. Εάν προκαλέσει με το υπηρεσιακό όχημα δύο σοβαρά τροχαία ατυχήματα με υπαιτιότητά του, σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.
    • γ. Για λόγους υγείας που δεν επιτρέπουν την εκτέλεση των καθηκόντων του οδηγού.
    • δ. Με την απώλεια της ιδιότητας του Εθελοντή Πυροσβέστη.
    • ε. Όταν για οποιαδήποτε λόγο παύσει να ισχύει η πολιτική άδεια οδήγησης.
  4. Η Υπηρεσιακή άδεια οδήγησης ανακαλείται από το Διοικητή της Επαγγελματικής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που τη χορήγησε.
  5. Ζητήματα που προκύπτουν ύστερα από τροχαία ατύχημα στα οποία εμπλέκονται εθελοντές πυροσβέστες – οδηγοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ρυθμίζονται σύμφωνα με τα ισχύοντα για το μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό.
  • 8 Ιουλίου 2011, 12:09 | Γ,Γιαννιτσιώτης

    Η παράγραφος 3β πρέπει να διατυπωθεί ως εξής:
    β) Εάν προκαλέσει με οποιοδήποτε όχημα σοβαρό τροχαίο ατύχημα με υπαιτιότητά του, σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.
    Επίσης πρέπει να προστεθεί στην παρ. 3ε το ακόλουθο:
    ε) Όταν για οποιαδήποτε λόγο παύσει να ισχύει η πολιτική άδεια οδήγησης ή σε περίπτωση αφαίρεσής της για οιονδήποτε λόγο και για το χρονικό διάστημα που αυτή του έχει αφαιρεθεί.

    Στην παράγραφο 4 πρέπει να προστεθεί: ή από την αμέσως ιεραρχικά ανώτερη αυτού Αρχή.