ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο

Άρθρο 339.- Έναρξη της εκδίκασης. 1. Μόλις αρχίσει η εκδίκαση οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους, καθώς και οι μάρτυρες που κλητεύθηκαν, κάθονται στις ορισμένες γι’ αυτούς θέσεις ή έδρες.
2. Οι κατηγορούμενοι που κρατούνται προσωρινά παρίστανται χωρίς χειροπέδες και μόνο φυλάσσονται. Όταν αρχίσει η εκδίκαση κάθε υπόθεσης, η συζήτηση εξακολουθεί χωρίς διακοπή ωσότου απαγγελθεί η απόφαση. Ο διευθύνων δεν μπορεί να διακόψει τη συζήτηση παρά μόνο κατά τα αναγκαία διαλείμματα για αναψυχή των δικαστών, των ενόρκων, των συνηγόρων, των μαρτύρων, των κατηγορουμένων και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο κώδικας.

Άρθρο 340.- Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου. 1. Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, μπορεί επίσης να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Στα κακουργήματα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο σε όσους κατηγορούμενους δεν έχουν από πίνακα που καταρτίζει τον Ιανουάριο κάθε έτους το διοικητικό συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο δικαστής ανηλίκων, όταν ο ανήλικος κατηγορείται για πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. Για το σκοπό αυτόν κατά την έναρξη της συνεδρίασης ο πρόεδρος του δικαστηρίου διακριβώνει για το σύνολο των υποθέσεων, εάν οι κατηγορούμενοι στερούνται συνηγόρου υπεράσπισης. Οι υποθέσεις στις οποίες διορίζεται συνήγορος κατά τα παραπάνω, εκδικάζονται υποχρεωτικά σε συνεδρίαση μετά από διακοπή, προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα ο διορισθείς συνήγορος. Η δικάσιμος μετά από τη διακοπή αυτή δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες.
Ο συνήγορος μπορεί να διορίζεται και πριν από τη συνεδρίαση, αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, ακόμα και με απλή επιστολή προς τον εισαγγελέα. Αν κρατείται στις φυλακές, το αίτημά του διαβιβάζεται από τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης. Ο εισαγγελέας διορίζει συνήγορο από τον πίνακα και θέτει στη διάθεσή του τη δικογραφία.
Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί την υπεράσπισή του από το διορισμένο συνήγορο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει σε αυτόν άλλο συνήγορο από τον ίδιο πίνακα. Σε περίπτωση νέας άρνησης του κατηγορουμένου, το δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της υπόθεσης του κακουργήματος χωρίς διορισμό συνηγόρου.
2. Σε δίκες για κακούργημα, οι οποίες λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να έχουν μακρά διάρκεια, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει με την ίδια, διαδικασία στον κατηγορούμενο που δεν έχει συνήγορο δύο (2) ή τρεις (3) συνηγόρους από τον ίδιο πίνακα. Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αρνηθεί την υπεράσπισή του από τον συνήγορο ή τους συνηγόρους που διορίστηκαν από τον πρόεδρο, μπορεί όμως με αιτιολογημένη αίτησή του να ζητήσει από το δικαστήριο την ανάκληση του διορισμού ενός (1) μόνο συνηγόρου, οπότε η υπεράσπιση συνεχίζεται από τους λοιπούς, εφόσον είχαν διοριστεί περισσότεροι από ένας.
Σε δίκες για κακούργημα με μακρά διάρκεια η μη εμφάνιση ή μη παράσταση ή με οποιονδήποτε τρόπο μη εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από πληρεξούσιο δικηγόρο στις επόμενες της εναρκτήριας συνεδριάσεις του δικαστηρίου δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης. Σε περίπτωση δικαιολογημένης παραίτησης του πληρεξουσίου δικηγόρου ή ανάκλησης της προς αυτόν εντολής εφαρμόζονται αναλόγως τα εδάφια α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου.
3. Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. Η δήλωση γίνεται κατά τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι’ αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.
4. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί.
5. Ο αιτών την ακύρωση της διαδικασίας, την ακύρωση απόφασης, την αναστολή εκτέλεσης απόφασης λόγω ασκηθείσας έφεσης ή αναίρεσης και τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, διοριζόμενο κατά τους όρους της παραγράφου 2. Για το παραδεκτό των ως άνω αιτήσεων δεν απαιτείται να υποβληθεί ο αιτών στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Άρθρο 341.- Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί πλημμελημάτων. 1. Αν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε εγκαίρως να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης (άρθρο 349), μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας που πραγματοποιήθηκε χωρίς την παρουσία του ή την εκπροσώπησή του από συνήγορο. Η αίτηση υποβάλλεται στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την έκδοσή της και αναφέρει τους λόγους ανώτερης βίας ή το ανυπέρβλητο κώλυμα. Νέα αίτηση για ακύρωση της ίδιας διαδικασίας είναι απαράδεκτη σε οποιουσδήποτε λόγους και αν στηρίζεται.
2. Η αίτηση αυτή επιτρέπεται μόνο για πλημμελήματα για τα οποία εκδόθηκε ανέκκλητη απόφαση και δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Μπορεί όμως ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις υποβληθεί η αίτηση για ακύρωση, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης, ωσότου εκδικαστεί η αίτηση. Σε περίπτωση μη χορηγήσεως της αναστολής, ο αϊτών δύναται να προσφύγει στο δικαστικό συμβούλιο μέσα σε δύο ημέρες. Η αίτηση για ακύρωση εισάγεται, χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Το δικαστήριο όμως είναι δυνατό να αναβάλει την συζήτηση για την αίτηση σε μεταγενέστερη ορισμένη δικάσιμο, αν προβάλλονται λόγοι ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια, εξαιτίας των οποίων εκείνος που υπέβαλε την αίτηση δεν μπορεί να εμφανιστεί στην συζήτηση της αίτησης για ακύρωση. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται και διατάσσεται η νέα συζήτηση της υπόθεσης στην ίδια ή σε άλλη ρητή δικάσιμο κατά την οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί .Κατά της απόφασης που εκδίδεται δεν του επιτρέπεται για κανένα λόγο αίτηση ακύρωσης.

Άρθρο 342.- Λήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου. Ο διευθύνων τη συζήτηση ρωτά τον κατηγορούμενο για το ονοματεπώνυμό του, τον τόπο γέννησης και κατοικίας του, την ηλικία, το όνομα των γονέων, το επάγγελμα και, αν χρειάζεται, για κάθε στοιχείο που μπορεί να καθορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την ταυτότητά του, συνιστώντας να προσέχει την κατηγορία και τη σχετική συζήτηση.

Άρθρο 343.- Θέση επί της κατηγορίας. Ενημέρωση του κατηγορουμένου. Ο διευθύνων τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να διατυπώσει συνοπτικά τη θέση του επί της κατηγορίας, παράλληλα δε τον πληροφορεί ότι έχει το δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του, καθώς και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου.

Άρθρο 344.- Έναρξη συζήτησης. Μετά τη λήψη των στοιχείων της ταυτότητας του κατηγορουμένου, τη νομιμοποίηση του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας και των συνηγόρων τους, ο εισαγγελέας απαγγέλλει με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία. Κατόπιν ο διευθύνων τη συζήτηση υποδεικνύει τη δυνατότητα συνδιαλλαγής, εφόσον αυτή προβλέπεται, και ζητεί από τον κατηγορούμενο να διατυπώσει τη θέση του απέναντι στην κατηγορία, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα ότι θα απολογηθεί αφού τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία. Στη συνέχεια ο διευθύνων τη συζήτηση εκφωνεί τον κατάλογο των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων που κλητεύθηκαν.

Άρθρο 345.- Συνάφεια – Συμμετοχή. Μετά τις ενέργειες των προηγούμενων άρθρων, το δικαστήριο αποφασίζει για τυχόν περιπτώσεις συνάφειας ή συμμετοχής ή χωρισμού της δίκης σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 128-131.

Άρθρο 346.- Αποχώρηση του κατηγορουμένου. 1. Η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την πρόοδο της διαδικασίας. Επιτρέπεται όμως στο συνήγορο του κατηγορουμένου να παραστεί αντί γι’ αυτόν. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ή την αναβολή της δίκης ή την διακοπή της για οκτώ το πολύ ημέρες. Σε δίκες για κακούργημα ο πρόεδρος πρέπει πάντοτε να διορίσει στον κατηγορούμενο που αποχώρησε για οποιονδήποτε λόγο συνήγορο για να παρίσταται αντί γι’ αυτόν στη δίκη, αν αποχώρησε και ο συνήγορός του που είχε αρχικά διοριστεί.

Άρθρο 347.- Απομάκρυνση του κατηγορουμένου που θορυβεί. 1. Αν ο κατηγορούμενος δυσχεραίνει τη διεξαγωγή της δίκης, διαταράσσοντας με απρεπή συμπεριφορά την τάξη του δικαστηρίου και επιμένει σ’ αυτό παρά τη νουθεσία του προέδρου και την προειδοποίηση ότι θα απομακρυνθεί από τη συνεδρίαση, αν δεν συμμορφωθεί, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απομάκρυνσή του προσωρινά ή για όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο επιτρέπει στο συνήγορό του να παραστεί για εκείνον ως το τέλος της διαδικασίας. Με την ίδια απόφαση μπορεί να διαταχθεί και η κράτηση του κατηγορουμένου που θορυβεί (άρθρο 336 παρ. 1).
2. Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να διατάξει την επάνοδο του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε ο γραμματέας του διαβάζει περιληπτικά τα όσα έγιναν κατά την απουσία του. Το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να διατάξει την επάνοδο, όταν πρόκειται να απολογηθεί ο κατηγορούμενος. Δεν εμποδίζεται πάντως να διατάξει να απομακρυνθεί πάλι ο κατηγορούμενος, αν εμφανιστεί η περίπτωση της παρ. 1.

Άρθρο 348.- Ασθένεια του κατηγορουμένου. Αν εξαιτίας σοβαρής διαταραχής της υγείας του κατηγορουμένου γίνεται δυσχερής η περαιτέρω παρουσία του στη δίκη, το δικαστήριο, αφού διαπιστωθεί η κατάσταση αυτή με αυτοψία ή βεβαιωθεί από γιατρό, διατάσσει ή τη διακοπή της δίκης για οκτώ το πολύ ημέρες ή την αναβολή της. Μπορεί επίσης να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να εκπροσωπηθεί από τον συνήγορό του, αν το ζητήσει. Αν και πάλι υπάρχει η ίδια νοσηρή κατάσταση ή αν αυτή που εμφανίσθηκε για πρώτη φορά πρόκειται να διαρκέσει επί μακρό χρόνο, αφού το γεγονός αυτό βεβαιωθεί από γιατρό, το δικαστήριο συνεχίζει τη διεξαγωγή της δίκης, επιτρέποντας την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από τον συνήγορό του. Στα κακουργήματα εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 346.

Άρθρο 349.- Αναβολή της δίκης. 1. Το δικαστήριο μπορεί, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Το σημαντικό αίτιο μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε ακόμη και όταν αφορά το πρόσωπο του διορισμένου κατ’ άρθρο 340 παρ. 2 πληρεξουσίου δικηγόρου. Ο σοβαρός λόγος υγείας αποδεικνύεται με ιατρική πιστοποίηση.
2. Η απόφαση που δέχεται τους λόγους αναβολής πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αναφέρει ότι ο λόγος της αναβολής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης.
3. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία το δικαστήριο ανακοινώνει στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτήν κλητεύονται μόνο οι απόντες. Αν ο λόγος αναβολής αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεώς του.
4. Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή.

  • 14 Απριλίου 2019, 13:57 | ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΙΠΛΟΣ

    Το δικαστήριο ήταν εκεί μα η δικαιοσύνη ήταν απέξω

    Κάπως έτσι το είχε γράψει ο Δ. Σαββόπουλος στο “Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο” στην μακρινή δεκαετία του ΄80.

    Από τότε η κοινωνία προχώρησε ,άλλα διορθώθηκαν άλλα έμειναν ίδια. Και πρέπει να αλλάξουν.

    Σήμερα που οι αλλαγές του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Ποινικού Κώδικα είναι σε εξέλιξη είναι ευκαιρία να τεθούν δύο ζητήματα που αφορούν την ουσία της απονομής της δικαιοσύνης στην χώρα μας,που μοιάζουν διαφορετικά αλλά λειτουργούν συνδυαστικά και αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης και την εφαρμογή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

    1) Συνήγοροι σε όλες τις δίκες – Κανένας νομικά ανυπεράσπιστος σε δικαστήριο

    Στα πλαίσια της ισονομίας και της ίσης δικονομικής μεταχείρισης έχει προβλεφτεί να διορίζει το κράτος συνηγόρους στους οικονομικά αδύναμους κατηγορούμενους και πολύ σωστά.

    ΟΜΩΣ

    Αυτό δεν γίνεται για δίκες που αφορούν ήδη κρατούμενους που ζητούν διακοπή ποινής

    Επιπλέον σε αυτές τις δίκες ο κρατούμενος δεν μετάγεται στο δικαστήριο με πάγια απόφαση του Κέντρου Επιχειρήσεων Μεταγωγών αν βρίσκετε σε φυλακή εκτός έδρας του δικαστηρίου.

    -Γίνεται δηλαδή ένα δικαστήριο στο οποίο δεν παραβρίσκεστε με ευθύνη του κράτους ο αιτών την διακοπή κρατούμενος
    -Αν είναι οικονομικά αδύναμος -που μετά από χρόνιο στην φυλακή πως να μην είναι;- δεν έχει και συνήγορο.
    Και στο δικαστήριο αυτό παίζετε η τύχη του.

    Ξέρετε τι γίνετε σε αυτές τις περιπτώσεις;

    Απορρίπτονται οι αιτήσεις με διαδικασία ψεκάστε σκουπίστε τελειώσατε.

    Αυτή είναι μια διάκριση ταξική (δεν έχεις λεφτά δεν δικάζεσαι σωστά),παραβιάζει ευθέως την ίση δικονομική μεταχείριση και αποτελεί παραβίαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

    Κάτι ανάλογο γίνεται και στις δίκες για συγχώνευση ποινών όταν ο καταδικασθείς δεν είναι κρατούμενος .Με τα ίδια αποτελέσματα.

    Να οριστεί λοιπόν ρητά στο άρθρο 91 της Ποινικής Δικονομίας η υποχρέωση της πολιτείας να διορίζει συνήγορο σε ΟΛΕΣ τις δίκες και να μην παραπέμπει σε διατάξεις που και εύκολα αλλάζουν αλλά και ήδη προβλέπουν εξαιρέσεις.

    2) ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΉ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ

    Ο Αυτεπάγγελτος Διορισμός Συνηγόρου για τους οικονομικά αδύναμους κατηγορούμενους με έξοδα του κράτους είναι θέμα που ακουμπά στην ισότητα των πολιτών απέναντι στην δικαιοσύνη,και σε βασικά Ανθρώπινα Δικαιώματα.

    Όμως ο τρόπος διορισμού τους από το δικαστήριο αφήνει πολύ λίγο χρόνο προετοιμασίας στον διορισμένο συνήγορο και η πολύ μικρή αμοιβή προσελκύει κατά κανόνα νέους δικηγόρους χωρίς πολύ δουλειά και εμπειρία,και σε λίγες μόνο περιπτώσεις κοινωνικά ευαίσθητους δικηγόρους που το θεωρούν υποχρέωση τους.

    Αυτοί είναι οι λίγες φωτεινές εξαιρέσεις.

    Για αυτό στην πράξη καταργείται το διακαιώματα του κατηγορουμένου σε μια δίκαιη δίκη λόγω της τσαπατσουλιάς που επικρατεί.

    Αυτή η απαράδεκτη κατάσταση έχει παγιωθεί στην φράση

    «είτε χωρίς συνήγορο είτε με διορισμένο το ίδιο και το αυτό».
    Το κράτος πληρώνει και τα δημόσια χρήματα δεν πιάνουν τόπο.

    Είναι επιτακτική ανάγκη εκτός από το να διορίζονται συνήγοροι σε όλες τις σοβαρές δίκες να αλλάξει ριζικά και το σύστημα διορισμού συνηγόρων .

    ΜΙΑ ΠΡΌΤΑΣΗ

    Νομίζω ότι μια εξαιρετική ιδέα είναι να απεμπλακούν οι δικηγορικοί σύλλογοι από την διαδικασία επιλογής και να εμπλακούν οι Νομικές Σχολές.
    Θα είναι εξαιρετική πρακτική για τους φοιτητές της Νομικής σε πραγματικές συνθήκες.

    Επίσης θα ήταν εξαιρετική αναβάθμιση για τον χρόνο άσκησης των ασκούμενων που συνήθως κάνουν δουλειά γραφείου στα δικηγορικά γραφεία περιμένοντας απλώς να περάσει ο χρόνος να συνδεθεί η υπεράσπιση τέτοιων υποθέσεων με κάποιον τρόπο ως ποινή ή επιβράβευση που μεγαλώνει η μειώνει τον χρόνο άσκησης.

    Και στις δύο φυσικά περιπτώσεις εννοείται ότι την δουλειά της προετοιμασίας της υπεράσπισης θα την κάνουν φοιτητές ή και ασκούμενοι αλλά την ευθύνη της παρουσίασης στα δικαστήρια θα έχουν οι καθηγητές των φοιτητών και οι δικηγόροι που έχουν τον ασκούμενο..

    Έτσι εξυπηρετούνται δύο ανάγκες κοινωνικές ανάγκες

    Και ο οικονομικά αδύναμος κατηγορούμενος έχει σοβαρή συνηγορία αλλά και εμπλουτίζεται η εκπαιδευτική διαδικασία φοιτητών και ασκούμενων με πρακτική εφαρμογή σε πραγματικές συνθήκες.

    Γιώργος Διπλός

    Πηγή: http://anemosantistasis.blogspot.com/2019/03/blog-post_232.html#ixzz5l49Tesar

  • 14 Απριλίου 2019, 10:41 | Αντώνης Βόμβας, Πρωτοδίκης

    Άρθρο 349
    Η προτεινόμενη διάταξη δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση ενός εκ των σημαντικότερων ζητημάτων που συνδέονται με την καθυστέρηση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ήτοι τις αναβολές της εκδίκασης των υποθέσεων στο ακροατήριο κατά το άρθρο 349 του ισχύοντος ΚΠΔ, αντιθέτως δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επίταση του προβλήματος: Ειδικότερα:
    1. Ο προτεινόμενος περιορισμός των προϋποθέσεων αναβολής της δίκης θα οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστέρηση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, διότι: α) Καταργείται ο ανώτατος περιορισμός σε δύο των αναβολών. β) Καταργείται η πρόβλεψη ότι η ύπαρξη σοβαρών λόγων υγείας πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, η οποία διασφαλίζει, σε κάποιο βαθμό, τη βασιμότητα του αιτήματος περί αναβολής λόγω προβλήματος υγείας.
    Συνεπώς, σκόπιμο είναι να διατηρηθούν οι ως άνω δύο προβλέψεις του υφιστάμενου άρθρου 349 ΚΠΔ.
    Σε κάθε περίπτωση, χρήσιμη θα ήταν η επαναφορά της παρ. 3 του άρθρου 349 ΚΠΔ, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη της παραγράφου αυτής με το άρθρο 11 παρ. 8 του Ν. 1941/1991, που προέβλεπε ότι η ιατρική βεβαίωση θα πρέπει να αναφέρει ότι έχει εκδοθεί για δικαστική χρήση και ότι ο ασθενής λόγω συγκεκριμένης ασθένειας δεν μπορεί να εμφανισθεί στο δικαστήριο.
    2. Η προτεινόμενη διάταξη δεν αντιμετωπίζει σημαντικά ζητήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή στην πράξη της υφιστάμενης διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ, ήτοι:
    α) Δεν αντιμετωπίζεται το ζήτημα της ύπαρξης λόγων αναβολής που έχουν προκύψει πριν τη δικάσιμο. Σε προγενέστερες μορφές της διάταξης (βλ. την αρχική μορφή της παρ. 1 του άρθρου 349 ΚΠΔ, όπως ίσχυε μέχρι την εφαρμογή του νόμου 3090/2002, καθώς και την προσθήκη της παρ. 8 με την παρ.6 άρθρου 33 Ν.4055/2012) είχε προβλεφθεί ότι τέτοιοι λόγοι πρέπει να προτείνονται, με ποινή απαραδέκτου, πριν τη δικάσιμο και να αποφασίζει για αυτούς δικαστικό συμβούλιο. Η πρόβλεψη αυτή είναι σκόπιμο να επαναφερθεί, διότι θα απήλλασσε το Δικαστήριο (επιβαρύνοντας βέβαια ως ένα βαθμό τη λειτουργία των δικαστικών συμβουλίων) από την ανάλωση μεγάλου μέρους του χρόνου κάθε συνεδρίασης για την εξέταση των αιτημάτων αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ που προβάλλονται από τους διαδίκους, με συνέπεια να είναι εφικτή η εκδίκαση περισσοτέρων υποθέσεων ανά δικάσιμο.
    β) Σε συνάφεια με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, δεν υφίσταται οποιαδήποτε πρόβλεψη για το συχνότατο στη δικαστηριακή πραγματικότητα φαινόμενο να προβάλλεται ως λόγος αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ η εκτέλεση από το συνήγορο (επιλογής ενός διαδίκου) άλλων επαγγελματικών του καθηκόντων και δη η παράστασή του ενώπιον διαφορετικού Δικαστηρίου (οποιασδήποτε δικαιοδοσίας ή βαθμού) για διαφορετικό εντολέα του κατά τη συγκεκριμένη δικάσιμο, αν και τη συγκεκριμένη επαγγελματική υποχρέωση την έχει αναλάβει μετά τη γνωστοποίηση στο διάδικο ή το συνήγορο της συγκεκριμένης δικασίμου, στην οποία υποβάλλεται το αίτημα αναβολής.
    γ) Η πρόβλεψη ότι η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας, εισαχθείσα για πρώτη φορά στη διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ με την παρ. 6 του άρθρου 34 Ν.2172/1993, προβαίνει σε μία αφηρημένη και εκ των προτέρων στάθμιση αφενός μεν του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (και δικαιώματος σε δίκαιη δίκη) σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο όλων των εμπλεκομένων στην ποινική δίκη πολιτών αφετέρου δε του δικαιώματος άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δικηγόρων, υπέρ του δεύτερου. Είναι σκόπιμo να εξετασθεί το ενδεχόμενο συναφούς τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 349 του Σχεδίου, ώστε να περιορισθεί η δυνατότητα επίκλησης της αποχής των δικηγόρων ως νομίμου λόγου αναβολής (π.χ. για συγκεκριμένα αδικήματα μεγαλύτερης εγκληματικής απαξίας, όπως για όλα τα αδικήματα που απειλούνται με ποινές φυλάκισης μεγαλύτερη του ενός έτους). Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, θα πρέπει να υπάρξει ρητή μνεία ότι η δήλωση από το συνήγορο της αποχής από τα καθήκοντά του αποκλειστικά και μόνο λόγω της εκδίκασης της υπόθεσης μετά από διακοπή, κατ’ επίκληση σχετικών αποφάσεων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων ή της Ολομέλειας αυτών, όπως συμβαίνει στην τρέχουσα δικαστηριακή πραγματικότητα, δεν συνιστά νόμιμο λόγο αναβολής, δεδομένου ότι η συζήτηση της υπόθεσης μετά από διακοπή εξυπηρετεί προδήλως το σκοπό της αμεσότερης απονομής δικαιοσύνης.
    δ) Δεν γίνεται καμία αναφορά στο ζήτημα της πρακτικής των Δικαστηρίων της αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ λόγω ωραρίου γραμματέως.

  • 12 Μαρτίου 2019, 19:25 | Στέφανος Πάττας

    Οι συχνές αναβολές των δικών, είναι ένας ακόμα λόγος, που αγανακτούν οι πολίτες (παθόντες και μάρτυρες). Υπέρ του κατηγορουμένου, να δίδεται μία μόνο αναβολή και αν επικαλείται λόγους υγείας, μόνο μετά από γνωμάτευση ιατρού Κρατικού Νοσοκομείου. Οι ιδιώτες ιατροί, πολύ εύκολα χορηγούν τέτοιες γνωματεύσεις. Σε κάθε άλλη περίπτωση, απλά να διακόπτεται η δίκη για την επόμενη ημέρα ή άλλη ημερομηνία, σε μικρό χρονικό διάστημα. Πρέπει να σκεφθεί ο νομοθέτης και την αγωνία ( άγχος, στρες,κ.λ.π) του θύματος, να βρει σύντομα το δίκιο του.

  • 12 Μαρτίου 2019, 15:33 | ΠΗΤΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

    Σχετικά με τα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα.

    Επειδή σε πολλές περιπτώσεις απουσιάζει αυτός που υπέβαλε την έγκληση , προτείνω:

    Στα κατ’έγκληση διωκόμενα αδικήματα, εάν κατά την έναρξη της συνεδρίασης δεν παρίσταται ο εγκαλών, το Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη την υποβληθείσα έγκληση και καταδικάζει τον εγκαλούνται στα δικαστικά έξοδα.

    Με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί και κάποια αποσυμφόρηση των πινακίων.

  • 8 Μαρτίου 2019, 00:06 | Κορκολης κωνσταντινος

    Όσον αφορά το άρθρο 349 περί αναβολής της δίκης γίνεται ανεπιτρεπτα ελαστικοτερο αφού δεν περιορίζει σε μια φορά τη δυνατότητα των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης τους αλλά για όσες φορές κρινεται ότι έχουν πρόβλημα υγειας ή κώλυμα συμμετοχής οι συνήγοροι τους.Και ενώ είναι γνωστό ότι γίνεται κατάχρηση αυτής της δυνατότητας με αποτελεσμα και να παρελκυεται η απονομή της Δικαιοσύνης, αλλά και να προσφέρεται η δυνατότητα επιλογής της έδρας με την οποία θέλει να δικασθεί ένας κατηγορουμενος «forum shopping»είναι απορίας άξιον πως προτείνεται μια τέτοια αλλαγή ενώ αντιθέτως έπρεπε να αυστηροποιηθει περισσότερο το πλαίσιο που διεπει τη δυνατότητα αναβολής μιας δίκης. Το άρθρο όπως προτείνεται ευνοεί μόνο τους δικηγόρους και τους κατηγορούμενους και βέβαια πλήττει τους μηνυτες- θύματα των εγκληματικων πράξεων.