Άρθρο 20 Χρόνος και τρόπος μισθολογικής εξέλιξης
- Για τη μισθολογική εξέλιξη των στελεχών, όλων των κατηγοριών, από το κατώτερο στο αμέσως ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο απαιτείται υπηρεσία τριών (3) ετών στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο και δύο (2) ετών για κάθε επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο.
- Η εξέλιξη των στελεχών σύμφωνα με την παρ. 1 γίνεται με πράξη του αρμόδιου για τον διορισμό τους ή την κατάταξή τους οργάνου, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
- Ως υπηρεσία για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη αναγνωρίζεται η αναφερόμενη στην παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 4354/2015 (Α’ 176), ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές ή στις αντίστοιχες σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και ο χρόνος απόκτησης ιατρικής ειδικότητας, εφόσον η ειδικότητα αυτή αποτελεί τυπικό προσόν κατάταξης.
- Δεν αναγνωρίζονται ως υπηρεσία ο χρόνος στρατιωτικής θητείας και ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ΄ αποκοπή εργασίας, εκτός εάν ο χρόνος αυτός έχει χαρακτηριστεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκε με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
- Η αναγνώριση των υπηρεσιών της παρ. 3, πραγματοποιείται με απόφαση του αρμόδιου για τον διορισμό ή την κατάταξη ή άλλου εξουσιοδοτημένου οργάνου και τα οικονομικά αποτελέσματα ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών.
Πλοήγηση στη Διαβούλευση
- Άρθρο 20 Χρόνος και τρόπος μισθολογικής εξέλιξης
Ως αξιωματικός ειδικότητας στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή, θα ήθελα να επισημάνω ένα κρίσιμο σημείο του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, που αφορά τη μη αναγνώριση του χρόνου φοίτησης σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ως χρόνου προϋπηρεσίας για τους αξιωματικούς ειδικότητας (απόφοιτοι Πολυτεχνικών, Νομικών, Οικονομικών Σχολών).
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη δημιουργεί ουσιώδη άνιση μεταχείριση σε σχέση με τους αξιωματικούς γενικών καθηκόντων, για τους οποίους αναγνωρίζεται πλήρως ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές. Στην περίπτωση των αξιωματικών ειδικότητας, ο τίτλος σπουδών δεν αποτελεί προσωπική επιλογή, αλλά τυπικό προσόν διορισμού, που προηγήθηκε της κατάταξης και αποτέλεσε προϋπόθεση για την είσοδο στο Σώμα. Επομένως, η μη αναγνώρισή του ως προϋπηρεσίας στερείται δικαιολογητικής βάσης και νομοθετικής συνέπειας.
Πέραν του ζητήματος της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος), η διάκριση αυτή αδικεί σαφώς τους αξιωματικούς ειδικότητας, των οποίων η πανεπιστημιακή ή τεχνική κατάρτιση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της υπηρεσιακής τους ταυτότητας. Αντί να επιβραβεύεται η επιστημονική επένδυση και η εξειδίκευση, παραμένει χωρίς αναγνώριση, γεγονός που υπονομεύει την αξιοκρατία και αποθαρρύνει την περαιτέρω επιμόρφωση.
Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται να προβλεφθεί ρητά η αναγνώριση του χρόνου φοίτησης σε Α.Ε.Ι. ως χρόνου προϋπηρεσίας, για τους αξιωματικούς ειδικότητας των Σωμάτων Ασφαλείας, όταν ο τίτλος σπουδών αποτέλεσε τυπικό προσόν διορισμού.
Η πρόταση αυτή δεν επιδιώκει προνόμιο, αλλά αποκατάσταση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ αξιωματικών με διαφορετική υπηρεσιακή αφετηρία, αλλά κοινή αποστολή και ευθύνη απέναντι στο Κράτος και τους πολίτες.
Αποτελεί κατάφωρη αδικία το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται υπόψιν οι Αξιωματικοί Ειδικότητας κατά τη διαμόρφωση των νέων μισθολογικών κλιμακίων. Στον αντίποδα, για τους Αξιωματικούς Γενικών Καθηκόντων, ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές υπολογίζεται κανονικά. Να σημειωθεί ότι μέχρι το 2019 επρόκειτο για σύντομα σε διάρκεια προγράμματα σπουδών (9μηνα κατά βάση).
Επιπλέον, στο Λ.Σ. – ΕΛ. ΑΚΤ. αποτελεί προσόν κατάταξης για τους Αξιωματικούς Ειδικότητας στον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου το πτυχίο και το μεταπτυχιακό. Κάθε δε επιπλέον μεταπτυχιακό αυξάνει τη μοριοδότηση για την εισαγωγή στο Σώμα. Δηλαδή, οι Αξιωματικοί Ειδικότητας έχουν υποβληθεί σε πολυετή προγράμματα εκπαίδευσης για να αποκτήσουν εξειδίκευση και τα προσόντα κατάταξης (τουλάχιστον 8 έτη κατά μέσο όρο σπουδών).
Η νέα προτεινόμενη μισθολογική ρύθμιση βασίζει τη μισθολογική εξέλιξη αποκλειστικά στα έτη προϋπηρεσίας και όχι στον βαθμό. Επομένως, η κατάταξη στον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου δεν συνιστά πλέον επαρκή αναγνώριση/επιβράβευση της πολυετούς επιστημονικής εκπαίδευσής τους.
Προτείνεται ρητά να αναγνωριστούν ως χρόνος προϋπηρεσίας τα έτη σπουδών που απαιτούνται για την απόκτηση των τίτλων αυτών, ώστε να υπάρχει ισότητα στη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των Αξιωματικών Ειδικότητας.
Μία τέτοια ρύθμιση ανταποκρίνεται στην αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας και αναγνωρίζεται ουσιαστικά η επιστημονική και επαγγελματική αξία των στελεχών και θα αποτελούσε σημαντικό κίνητρο για την παραμονή εξειδικευμένων και υψηλής κατάρτισης αξιωματικών στο Λιμενικό Σώμα.
Η υπό διαβούλευση ρύθμιση για τη νέα μισθολογική κατάταξη των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, και ειδικότερα του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, δεν αντιμετωπίζει με δίκαιο και ισότιμο τρόπο τους Αξιωματικούς Ειδικότητας. Συγκεκριμένα, δεν προβλέπεται η αναγνώριση του χρόνου κτήσης των πανεπιστημιακών τίτλων τους ως χρόνου προϋπηρεσίας, παρότι για τους Αξιωματικούς Γενικών Καθηκόντων ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές υπολογίζεται κανονικά.
Η διάκριση αυτή δημιουργεί ανισότητα εις βάρος των Αξιωματικών Ειδικότητας και απαξιώνει την υψηλού επιπέδου επιστημονική τους κατάρτιση, η οποία αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο στην άσκηση των καθηκόντων τους από την πρώτη ημέρα υπηρεσίας. Υπενθυμίζεται ότι ο πανεπιστημιακός τίτλος δεν αποτελεί απλώς πρόσθετο τυπικό προσόν, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάταξη στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή, γεγονός που καθιστά αυτονόητη την ανάγκη αναγνώρισης του αντίστοιχου χρόνου σπουδών.
Πρόταση:
Να θεσπιστεί ρητή πρόβλεψη για την αναγνώριση του χρόνου απόκτησης των πανεπιστημιακών τίτλων των Αξιωματικών Ειδικότητας ως χρόνου προϋπηρεσίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση και η ορθολογική μισθολογική κατάταξη όλων των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Η προτεινόμενη νέα μισθολογική κατάταξη των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας και ειδικότερα του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτυφυλακής δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τους Αξιωματικούς Ειδικότητας, καθώς δεν αναγνωρίζει ως χρόνο προϋπηρεσίας τον χρόνο κτήσης των πανεπιστημιακών τους τίτλων. Αντιθέτως, για τους Αξιωματικούς Γενικών Καθηκόντων, ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές προσμετράται κανονικά.
Η διαφοροποίηση αυτή δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης μεταξύ στελεχών που υπηρετούν υπό το ίδιο καθεστώς και υποβαθμίζει την πολυετή επιστημονική εκπαίδευση και εξειδικευμένη γνώση των Αξιωματικών Ειδικότητας, η οποία αξιοποιείται άμεσα από την υπηρεσία ήδη από την κατάταξή τους. Επιπλέον, ο πανεπιστημιακός τίτλος που κατέχουν δεν αποτελεί απλώς πρόσθετο προσόν, αλλά απαραίτητο προαπαιτούμενο για την κατάταξη στο Σώμα, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο αναγκαία την αναγνώριση του χρόνου σπουδών τους.
Πρόταση:
Να προβλεφθεί ρητά η αναγνώριση του χρόνου κτήσης των πανεπιστημιακών τίτλων των Αξιωματικών Ειδικότητας ως χρόνου προϋπηρεσίας για τη μισθολογική τους κατάταξη, κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ισχύει για τον χρόνο φοίτησης των Αξιωματικών Γενικών Καθηκόντων.
Ως αξιωματικός ειδικών καθηκόντων στο Πυροσβεστικό Σώμα, ήτοι ο τίτλος σπουδών μου που αποτέλεσε απαραίτητη και βασική προϋπόθεση ώστε να μπορέσω να εκδηλώσω ενδιαφέρον στο διαγωνισμό πρόσληψής μου και αποτελεί προσόν κατάταξης στο εν λόγω σώμα, δημιουργείται εύλογη απορία για τη μη πρόβλεψη διατάξεων που αφορούν τη μισθολογική αναγνώρισή του (ή και συναφών μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων). Ως εκ τούτου απαιτείται να προσμετράται στη μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο / τίτλος σπουδών που αποτελούν ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης και να αναγνωριστούν οι εξειδικευμένες γνώσεις που προσφέρουν τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας.
Η προτεινόμενη νέα μισθολογική κατάταξη των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τους Αξιωματικούς Ειδικότητας, καθώς δεν αναγνωρίζει ως χρόνο προϋπηρεσίας τα έτη φοίτησης για την απόκτηση των πτυχίων τους. Αντίθετα, για τους Αξιωματικούς Γενικών Καθηκόντων, ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές προσμετράται κανονικά.
Αυτή η ανισότητα υποβαθμίζει την πολυετή επιστημονική εκπαίδευση των Αξιωματικών Ειδικότητας, η οποία αξιοποιείται άμεσα στην υπηρεσία τους από την πρώτη στιγμή της κατάταξής τους. Για παράδειγμα, στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή, οι Αξιωματικοί Ειδικότητας (Τεχνικοί -απόφοιτοι πολυτεχνικών σχολών-, Νομικοί, Οικονομικοί, Ιατροί, Υγειονομικοί Ειδικής Κατηγορίας) εισάγονται στον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου προσκομίζοντας το απαραίτητο πτυχίο και μεταπτυχιακό για την κατάταξή τους.
Προτείνεται ρητά να αναγνωριστούν ως χρόνος προϋπηρεσίας τα έτη σπουδών που απαιτούνται για την απόκτηση των τίτλων αυτών, ώστε να υπάρχει ισότητα στη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των Αξιωματικών Ειδικότητας. Ιδιαίτερα δε, δεδομένου ότι πλέον για τη μισθολογική εξέλιξη δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στα έτη προϋπηρεσίας, η κατάταξη στον βαθμό Ανθυποπλοιάρχου από μόνη της δεν αποτελεί πλέον επαρκή αναγνώριση της πολύχρονης επιστημονικής εκπαίδευσης τους.
Μια τέτοια ρύθμιση θα ενίσχυε τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, θα αναγνώριζε την ουσιαστική επιστημονική και επαγγελματική επένδυση των στελεχών και θα λειτουργούσε ως ισχυρό κίνητρο για την παραμονή εξειδικευμένων και επιστημονικά καταρτισμένων αξιωματικών στα Σώματα Ασφαλείας.
Η μη αναγνώριση του χρόνου στρατιωτικής θητείας και των ετών σπουδών που απαιτούνται για την απόκτηση του πτυχίου ή διπλώματος ως χρόνου προϋπηρεσίας για τα στελέχη ειδικών καθηκόντων αντίκειται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 4 του Συντάγματος.
Ο τίτλος σπουδών αποτελεί τυπικό προσόν διορισμού και συνδέεται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης, συνεπώς τα έτη φοίτησης πρέπει να αναγνωρίζονται ως χρόνος επαγγελματικής προετοιμασίας.
Αντίστοιχα, ο χρόνος στρατιωτικής θητείας, ως πραγματική υπηρεσία υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και πειθαρχικής εξάρτησης, συνιστά υπηρεσιακό χρόνο και πρέπει να προσμετράται στη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη.
Προτείνεται η σχετική τροποποίηση του άρθρου ώστε να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των κατηγοριών στελεχών και η ορθή εφαρμογή της αρχής της διοικητικής ισότητας.
Αποτελεί κατάφωρη αδικία να εξαιρούνται ακόμη και από την προώθηση μισθολογικών κλιμακίων οι αστυνομικοί που είναι τουλάχιστον κάτοχοι μεταπτυχιακών ή διδακτορικών τίτλων σπουδών. Τούτη η άνιση μεταχείριση των αστυνομικών αλλά και των στρατιωτικών κατόχων πτυχίων Α.Ε.Ι., μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων ως προς τη βαθμολογική ή μισθολογική τους εξέλιξη σε σχέση με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους είναι προδήλως αντισυνταγματική. Το γεγονός, δε, ότι διαιωνίζεται τουλάχιστον τα τελευταία 20 χρόνια μαρτυρά τις προθέσεις της νομοθετικής εξουσίας να μην παρέχει κίνητρα απόκτησης πανεπιστημιακών τίτλων στους υπηρετούντες στα Σ.Α. και τις Ε.Δ., μη κατανοώντας, έτσι, το αυτονόητο: ότι η όποια υπεραξία προκύψει θα επιστρέψει στην ίδια την κοινωνία, μέσω των υπηρεσιών που παρέχουν καθημερινά τα συγκεκριμένα στελέχη.
Η προτεινόμενη διάταξη στο Άρθρο 20 του σχεδίου νόμου περί νέου ειδικού μισθολογίου των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας παραβιάζει θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, καθόσον δεν προβλέπει την αναγνώριση του χρόνου σπουδών που απαιτήθηκε για την κατάταξη των Αξιωματικών Ειδικότητας ως προϋπηρεσία, ούτε τον λαμβάνει υπόψη στη μισθολογική τους κατάταξη και εξέλιξη.
Αντιθέτως, για τους Αξιωματικούς Γενικών Καθηκόντων, αναγνωρίζεται ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές, οδηγώντας σε ανίσχυρη διάκριση μεταξύ ομοειδών κατηγοριών στελεχών, παρά το γεγονός ότι οι Αξιωματικοί Ειδικότητας κατατάσσονται με υψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα (πτυχίο και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών) και προσφέρουν εξειδικευμένες υπηρεσίες αμέσως μετά την ένταξή τους στο Σώμα.
Η διαφοροποίηση αυτή παραβιάζει τις εξής συνταγματικές διατάξεις:
Α) Άρθρο 4 §1 και §2 ( Αρχές της Ισότητας και της Ίσης Μεταχείρισης)
«Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου»
«Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις»
Η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου επιβάλλει την ίση μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται σε όμοιες ή παρεμφερείς καταστάσεις, ενώ κάθε διαφορετική μεταχείριση πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά και εύλογα κριτήρια.
Ειδικότερα, στην περίπτωση των Αξιωματικών Ειδικότητας και Γενικών Καθηκόντων:
• Πρόκειται για στελέχη του ίδιου Σώματος (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.)
• Φέρουν τον ίδιο βαθμό κατάταξης (Ανθυποπλοίαρχος)
• Επιτελούν ισότιμες διοικητικές ή/και επιχειρησιακές αρμοδιότητες ανάλογα με την ειδίκευσή τους
Ωστόσο, το νομοσχέδιο προβλέπει διαφορετική αφετηρία μισθολογικής εξέλιξης χωρίς να υφίσταται αντικειμενική και επαρκής αιτιολόγηση. Αντιθέτως, η εξαίρεση των ετών σπουδών των Αξιωματικών Ειδικότητας ως δήθεν «εκτός υπηρεσίας» υποτιμά τη σημασία της πανεπιστημιακής και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ως προϋπόθεση για την είσοδό τους στο Σώμα.
Β) Άρθρο 5 §1 (Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας)
«Καθένας έχει δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και στη συμμετοχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας…»
Η συνταγματική προστασία της προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης επιβάλλει στον νομοθέτη να αναγνωρίζει και να ενισχύει την επιστημονική πρόοδο και τα εφόδια των πολιτών. Η μη αναγνώριση της επιστημονικής κατάρτισης ως «προσμετρήσιμης» εμπειρίας ακυρώνει το κίνητρο για σπουδές και αριστεία, ειδικά στον χώρο των Σωμάτων Ασφαλείας, όπου η επιστημονική εξειδίκευση είναι ζωτικής σημασίας.
Γ) Άρθρο 103 §7 (Αξιοκρατία στο Δημόσιο)
«Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι στην υπηρεσία του Λαού και του Κράτους. […] Οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της αποτελεσματικότητας και της αξιοκρατίας.»
Η μη προσμέτρηση των ετών σπουδών ως «χρόνου προϋπηρεσίας» πλήττει ευθέως την αρχή της αξιοκρατίας, καθώς αντιμετωπίζονται μειονεκτικά εκείνοι που επένδυσαν σημαντικά σε επιστημονική εξειδίκευση για να υπηρετήσουν στη Δημόσια Διοίκηση με ανώτερα προσόντα. Επιπλέον, αποθαρρύνεται η στελέχωση των Σωμάτων με επιστημονικά καταρτισμένα στελέχη.
Άλλωστε και η νομολογία του Συμβούλιο της Επικρατείας έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η ομοειδής εργασία ή θέση πρέπει να απολαμβάνει ίσης μεταχείρισης σε επίπεδο αμοιβών, εκτός εάν υπάρχει επαρκής δικαιολογητικός λόγος (π.χ. ΣτΕ Ολομ. 2192/2014 για μισθολογικές ρυθμίσεις στρατιωτικών και αξιωματικών ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η διαφοροποίηση υπέρ των Αξιωματικών Γενικών Καθηκόντων δεν βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα, αλλά σε τυπική ένταξη μέσω στρατιωτικών σχολών, ενώ οι Αξιωματικοί Ειδικότητας έχουν ολοκληρώσει πολύπλοκες, αναγνωρισμένες και απαιτητικές πανεπιστημιακές σπουδές.
Άρα, η αναγνώριση του χρόνου σπουδών ως προϋπηρεσίας για τους Αξιωματικούς Ειδικότητας είναι αντισυνταγματική, καθώς παραβιάζει την ισότητα, την αξιοκρατία και την αναλογικότητα. Ο νομοθέτης οφείλει να αποκαταστήσει την άνιση μεταχείριση και να διαμορφώσει ενιαίο και δίκαιο πλαίσιο μισθολογικής εξέλιξης.
Είναι επιτακτική η πρόβλεψη αναγνώρισης του απαραίτητου χρόνου φοίτησης σε Α.Ε.Ι., για τη λήψη πτυχίου ή και μεταπτυχιακού, στην περίπτωση που αυτό αποτελεί υποχρεωτικό προσόν κατάταξης σε ένα Σώμα Ασφαλείας, ως υπηρεσία για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των στελεχών. Επισημαίνεται ότι το προσωπικό Ειδικών Καθηκόντων κατατάσσεται απευθείας στο βαθμό που ορίζει η εκάστοτε νομοθεσία των Σωμάτων Ασφαλείας, προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος είναι σχετικός με την ειδικότητά του, ενώ εξαιρείται της φοίτησης σε παραγωγική σχολή Σωμάτων Ασφαλείας. Η μη αναγνώριση του απαραίτητου χρόνου φοίτησης σε Α.Ε.Ι. ως υπηρεσία για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη λειτουργεί ως αντικίνητρο για την εισαγωγή νέων Αξιωματικών και Υπαξιωματικών Ειδικών Καθηκόντων, οι οποίοι προέρχονται εξ ιδιωτών και είναι πτυχιούχοι Α.Ε.Ι., γιατί, ενώ κατατάσσονται απευθείας με έναν συγκεκριμένο βαθμό, δε θα ανήκουν στο ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο με έναν ομοιόβαθμό τους, ο οποίος είναι απόφοιτος παραγωγικής σχολής και ως εκ τούτου έχει διανύσει τουλάχιστον δύο (2) χρόνια υπηρεσίας ως Δόκιμος. Κάτι τέτοιο οδηγεί και σε άδικη μεταχείριση του υφιστάμενου προσωπικού Ειδικών Καθηκόντων, τη στιγμή που μέχρι πρότινος (ν. 4472/2017, Α΄ 74) το κατεχόμενο μισθολογικό κλιμάκιο εμφανίζει ισχυρή εξάρτηση με τον κατεχόμενο βαθμό, και με το υπό διαβούλευση σ/ν η εξάρτηση αυτή χαλαρώνει σημαντικά. Τέλος, αντί αναγνώρισης του χρόνου φοίτησης στο ακέραιο, εναλλακτικά θα μπορούσε να αναγνωριστεί ο χρόνος αυτός κατά το ήμισυ, με μέγιστο όριο τα τέσσερα (4) έτη, στην περίπτωση που και το πτυχίο και το μεταπτυχιακό ήταν υποχρεωτικά προσόντα κατάταξης.
Αν μη τι άλλο, παραβιάζονται οι κατοχυρωμένες από το Σύνταγμα αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, σε περίπτωση που δε ληφθεί κάποια μέριμνα στο προσωπικό Ειδικών Καθηκόντων, ομοίως και στο προσωπικό Γενικών Καθηκόντων, οι οποίοι διορίστηκαν με υποχρεωτικό προσόν κατάταξης το πτυχίο τους.
Το νέο ειδικό μισθολόγιο, όπως παρουσιάζεται στη διαβούλευση, φαίνεται να δίνει υπέρμετρη βαρύτητα στα έτη υπηρεσίας και όχι στον βαθμό, γεγονός που προκαλεί στρεβλώσεις και αδικίες μεταξύ κατηγοριών προσωπικού.
Ιδιαίτερα επηρεασμένοι είναι οι υπηρετούντες ειδικών καθηκόντων και οι συνάδελφοι που κατατάχθηκαν απευθείας, χωρίς φοίτηση σε σχολές τετραετούς διάρκειας. Παρότι το πτυχίο τους αποτελεί προσόν διορισμού, ο χρόνος σπουδών δεν αναγνωρίζεται ως προϋπηρεσία, σε αντίθεση με το προϊσχύον καθεστώς. Η ρύθμιση του 2017, που κατήργησε τη συνυπολογιζόμενη πανεπιστημιακή φοίτηση, δημιούργησε ανισότητες οι οποίες διευρύνονται τώρα με το νέο σύστημα, όπου ο βαθμός έχει μειωμένο μισθολογικό βάρος.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι νεότεροι συνάδελφοι των ίδιων καθηκόντων και προσόντων, που κατατάχθηκαν μετά το 2017, αμείβονται λιγότερο από εκείνους που κατετάγησαν πριν, παρότι ασκούν τα ίδια καθήκοντα και έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα. Η διαφορετική μεταχείριση, ειδικά ως προς την αναγνώριση σπουδών και στρατιωτικής θητείας, αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και δημιουργεί σοβαρές ηθικές και λειτουργικές επιπτώσεις στο προσωπικό.
Επιπλέον, το επίδομα ειδικών συνθηκών και επικινδυνότητας των Σωμάτων Ασφαλείας παραμένει χαμηλότερο κατά περίπου 60 € από το αντίστοιχο των Ενόπλων Δυνάμεων. Η διαφορά αυτή είχε κάποτε λογική βάση λόγω της μη ύπαρξης ωριαίας αποζημίωσης για νυχτερινή εργασία στις Ένοπλες Δυνάμεις. Από τη στιγμή, όμως, που η αποζημίωση αυτή πλέον ισχύει, η διατήρηση του διαφορισμού δεν δικαιολογείται και παραβιάζει την αρχή της ίσης αντιμετώπισης των ενστόλων.
Η ύπαρξη διαφορετικών επιδομάτων για προσωπικό που υπηρετεί κάτω από παρόμοιες συνθήκες δημιουργεί στην πράξη “ένστολους δύο ταχυτήτων”, κάτι που κανείς δεν επιθυμεί και που υπονομεύει την ενότητα και το αίσθημα δικαίου μέσα στα Σώματα Ασφαλείας. Η ισότιμη αναγνώριση του έργου όλων των ενστόλων αποτελεί προϋπόθεση για τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα του συνόλου.
Τέλος, παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο όπου οι απόφοιτοι τετραετών σχολών, οι οποίοι εισέρχονται σε μικρή ηλικία (π.χ. 22 ετών) με τον βαθμό του Ανθυποπυραγού, αμείβονται καθαρά υψηλότερα από έναν Υποπυραγό απευθείας κατάταξης. Ο τελευταίος, παρότι διαθέτει μεγαλύτερη ηλικία, πιθανώς περισσότερη εμπειρία και εξειδίκευση λόγω πτυχίου, λαμβάνει μικρότερες καθαρές αποδοχές εξαιτίας της μη αναγνώρισης σπουδών και της μειωμένης φορολόγησης για εργαζόμενους κάτω των 30 ετών. Η κατάσταση αυτή εντείνει την αίσθηση αδικίας και υπονομεύει την αρχή της μισθολογικής δικαιοσύνης.
Προτείνεται:
1. Να εξεταστεί η αναγνώριση του χρόνου πανεπιστημιακών σπουδών ως προϋπηρεσίας, τουλάχιστον για όσους το πτυχίο αποτελεί τυπικό προσόν κατάταξης.
2. Να υπάρξει μεταβατική ρύθμιση για τους ήδη υπηρετούντες, ώστε να αρθούν οι διαφορές μεταξύ όσων κατετάγησαν πριν και μετά το 2017.
3. Να εξισωθεί το επίδομα ειδικών συνθηκών των Σωμάτων Ασφαλείας με εκείνο των Ενόπλων Δυνάμεων, προς αποκατάσταση ίσης αντιμετώπισης.
4. Να ληφθεί υπόψη η αντίστροφη αναλογία καθαρών αποδοχών μεταξύ νεότερων και παλαιότερων υπαλλήλων, ώστε να διασφαλιστεί η αρχή της αναλογικότητας και της ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
Οι παραπάνω προτάσεις κινούνται στο πνεύμα της δίκαιης και ορθολογικής αντιμετώπισης του προσωπικού, χωρίς πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος πέραν της εξισορρόπησης των υπαρχουσών ανισοτήτων.
Η προτεινόμενη νέα μισθολογική κατάταξη των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τους Αξιωματικούς Ειδικότητας, καθώς δεν αναγνωρίζει ως χρόνο προϋπηρεσίας τα έτη φοίτησης για την απόκτηση των πτυχίων τους. Αντίθετα, για τους Αξιωματικούς Γενικών Καθηκόντων, ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές προσμετράται κανονικά.
Αυτή η ανισότητα υποβαθμίζει την πολυετή επιστημονική εκπαίδευση των Αξιωματικών Ειδικότητας, η οποία αξιοποιείται άμεσα στην υπηρεσία τους από την πρώτη στιγμή της κατάταξής τους. Για παράδειγμα, στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή, οι Αξιωματικοί Ειδικότητας (Τεχνικοί -απόφοιτοι πολυτεχνικών σχολών-, Νομικοί, Οικονομικοί, Ιατροί, Υγειονομικοί Ειδικής Κατηγορίας) εισάγονται στον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου έχοντας απαιτηθεί πτυχίο και μεταπτυχιακό για την κατάταξή τους.
Προτείνεται ρητά να αναγνωριστούν ως χρόνος προϋπηρεσίας τα έτη σπουδών που απαιτούνται για την απόκτηση των τίτλων αυτών, ώστε να υπάρχει ισότητα στη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των Αξιωματικών Ειδικότητας. Ιδιαίτερα δε, δεδομένου ότι πλέον για τη μισθολογική εξέλιξη λαμβάνονται υπόψη μόνο τα έτη προϋπηρεσίας και όχι ο βαθμός, η κατάταξη στον βαθμό Ανθυποπλοιάρχου από μόνη της δεν αποτελεί πλέον επαρκή αναγνώριση της πολύχρονης επιστημονικής εκπαίδευσης τους.
Μια τέτοια ρύθμιση θα ενίσχυε τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, θα αναγνώριζε την ουσιαστική επιστημονική και επαγγελματική επένδυση των στελεχών και θα λειτουργούσε ως ισχυρό κίνητρο για την παραμονή εξειδικευμένων και επιστημονικά καταρτισμένων αξιωματικών στα Σώματα Ασφαλείας.
Πρέπει να αναγνωρισθεί στην μισθολογική εξέλιξη και τα έτη προϋπηρεσίας το πτυχίο/τίτλος σπουδών εφόσον αποτέλεσε ΤΥΠΙΚΟ ΠΡΟΣΟΝ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ για το προσωπικό Ειδικών και Γενικών Καθηκόντων μέσω κατατακτήριων.
Πιο συγκεκριμένα στην προκήρυξη του 2021 για τους Αξιωματικούς Ειδικών Καθηκόντων οι επιτυχόντες πήραν τον βαθμό του Υποπυραγού αναγνωρίζοντας τους έτσι έμμεσα την επιστημονική και ακαδημαϊκή κατάρτιση. Με το νέο μισθολόγιο ο καθορισμός των αποδοχών βασίζεται κυρίως στα έτη πραγματικής υπηρεσίας, χωρίς να λαμβάνεται επαρκώς υπόψη ο βαθμός, έτσι ένα ήδη αναγνωρισμένο προσόν, που είχε μισθολογική αξία, τώρα ουσιαστικά καταργείται. Βάσει του νέου νόμου πολλοί όχι μόνο δεν θα δούμε αύξηση αλλά μείωση του βασικού μισθού μας. Χαρακτηριστικά σε σύγκριση με έναν νέο Ανθυποπυραγό που βγαίνει από την Σχολή Αξιωματικών έχοντας σωστά 4 χρόνια προϋπηρεσία, ο μισθός του Υποπυραγού Ε.Κ. είναι χαμηλότερος. Αν συνυπολογίσουμε και τις φορολογικές ελαφρύνσεις λόγω ηλικίας η μισθολογική διαφορα γίνεται χαοτική.
Η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, αποθαρρύνει την προσέλκυση επιστημόνων υψηλής κατάρτισης στα Σώματα Ασφαλείας και υπονομεύει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκαν οι κατηγορίες ειδικών καθηκόντων.
Η προτεινόμενη νέα μισθολογική κατάταξη των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τους Αξιωματικούς Ειδικότητας, καθώς δεν αναγνωρίζει ως χρόνο προϋπηρεσίας τα έτη φοίτησης για την απόκτηση των πτυχίων τους. Αντίθετα, ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές προσμετράται κανονικά.
Αυτή η ανισότητα υποβαθμίζει την πολυετή επιστημονική εκπαίδευση των Αξιωματικών Ειδικότητας, η οποία αξιοποιείται άμεσα από την υπηρεσία ήδη από την πρώτη ημέρα της κατάταξής τους.
Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή η μισθολογική κατάταξη των Αξιωματικών Ειδικότητας (Τεχνικοί -απόφοιτοι πολυτεχνικών σχολών-, Νομικοί, Οικονομικοί, Ιατροί, Υγειονομικοί Ειδικής Κατηγορίας) καθορίζεται από τον βαθμό που κατατάχθηκαν. Οι εν λόγω αξιωματικοί εισάγονται στο Σώμα με τον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου, έχοντας ως προϋπόθεση για την κατάταξή τους την κατοχή πανεπιστημιακού και μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών. Δεδομένου ότι, με τη νέα προτεινόμενη μισθολογική ρύθμιση, η εξέλιξη βασίζεται αποκλειστικά στα έτη προϋπηρεσίας και όχι στον βαθμό, η κατάταξη στον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου δεν συνιστά πλέον επαρκή αναγνώριση της πολυετούς επιστημονικής εκπαίδευσής τους.
Προτείνεται ρητά να αναγνωριστούν ως χρόνος προϋπηρεσίας τα έτη σπουδών που απαιτούνται για την απόκτηση των τίτλων αυτών, ώστε να υπάρχει ισότητα στη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των Αξιωματικών Ειδικότητας. Μία τέτοια ρύθμιση θα ενίσχυε την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, θα αναγνώριζε ουσιαστικά την επιστημονική και επαγγελματική αξία των στελεχών και θα αποτελούσε σημαντικό κίνητρο για την παραμονή εξειδικευμένων και υψηλής κατάρτισης αξιωματικών στα Σώματα Ασφαλείας.
Να προσμετρηθεί στη μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο/τίτλος σπουδών, εφόσον αποτελεί προσόν κατάταξης. Το 2021 το Πυροσβεστικό Σώμα προκήρυξε την πρόσληψη ιδιωτών πτυχιούχων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ως πυροσβεστικό προσωπικό Ειδικών Καθηκόντων· οι επιτυχόντες διορίστηκαν ως Αξιωματικοί (Υποπυραγοί) κατ’ αναγνώριση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο (ν. 4662/2020).
Με τον νέο νόμο, η μισθολογική κατάταξη δίνεται αποκλειστικά με τα έτη υπηρεσίας, με αποτέλεσμα αξιωματικοί που βρίσκονται σήμερα στο 3ο κλιμάκιο να τοποθετούνται στο 1ο, οδηγώντας όχι σε αναβάθμιση αλλά σε μείωση αποδοχών.
Η μη αναγνώριση του χρόνου στρατιωτικής θητείας και των ετών σπουδών που απαιτούνται για την απόκτηση του πτυχίου ή διπλώματος ως χρόνου προϋπηρεσίας για τα στελέχη ειδικών καθηκόντων αντίκειται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 4 του Συντάγματος.
Ο τίτλος σπουδών αποτελεί τυπικό προσόν διορισμού και συνδέεται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης, συνεπώς τα έτη φοίτησης πρέπει να αναγνωρίζονται ως χρόνος επαγγελματικής προετοιμασίας.
Αντίστοιχα, ο χρόνος στρατιωτικής θητείας, ως πραγματική υπηρεσία υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και πειθαρχικής εξάρτησης, συνιστά υπηρεσιακό χρόνο και πρέπει να προσμετράται στη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη.
Προτείνεται η σχετική τροποποίηση του άρθρου ώστε να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των κατηγοριών στελεχών και η ορθή εφαρμογή της αρχής της διοικητικής ισότητας.
Θα πρέπει να προσμετρηθεί στη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη το πτυχίο / ο τίτλος σπουδών που αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης στα σώματα ασφάλειας. Με τη προτεινόμενη ρύθμιση, το πτυχίο θα αναγνωρίζεται και μισθολογικά, διασφαλίζοντας δίκαιες αποδοχές για όσους διαθέτουν ακαδημαϊκά προσόντα αντίστοιχα με τις απαιτήσεις της θέσης τους.
Θα πρέπει να αναγνωριστεί ο τίτλος σπουδών (και τα αντίστοιχα έτη για την απόκτηση του) στην μισθολογική κατάταξη ειδικά στις περιπτώσεις που αυτός αποτέλεσε κύριο προσόν κατάταξης όπως συνέβη στους αξιωματικούς ειδικών καθηκόντων στο Π.Σ. (2022). Οι εν λόγω αξιωματικοί (υποπυραγοί) με την παρούσα διάταξη αμείβονται σύμφωνα με κλιμάκιο 1 (καθώς η πλειοψηφία δε διαθέτει προϋπηρεσία στο δημόσιο τομέα) ενώ ταυτόχρονα χαμηλότεροι στο βαθμό αξιωματικοί αμείβονται με το κλιμάκιο 2 όταν αποφοιτήσουν από την ακαδημία. Η μη προσμέτρηση του πτυχίου που αποτελεί κύριο προσόν κατάταξης στην μισθολογική κατάταξη αποτελεί αδικία και καταπάτηση της αρχής της ισότητας και της αναλογικότητας (αρθ. 4 και 20 του Συντάγματος αντίστοιχα).
Στο άρθρο 20 να προσμετρηθεί στη μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο/τίτλος σπουδών, εφόσον αποτελεί προσόν κατάταξης. Πρέπει να προσμετράται στη μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο/τίτλος σπουδών, εφόσον αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης. Διαφορετικά, παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρ. 4 Συντ.) και της αναλογικότητας (άρ. 25 Συντ.).
Το 2021, το Πυροσβεστικό Σώμα εξέδωσε προκήρυξη για την πρόσληψη ιδιωτών πτυχιούχων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ως πυροσβεστικό προσωπικό Ειδικών Καθηκόντων.
Σύμφωνα με την επίσημη αυτή δήλωση και το νομικό πλαίσιο που διέπει το Πυροσβεστικό Σώμα (Νόμος 4662/2020), οι επιτυχόντες αναγνωρίστηκαν ως Αξιωματικοί του Πυροσβεστικού Σώματος, διορισμένοι στο βαθμό του Υποπυραγού (δεύτερος βαθμός αξιωματικού), σε αναγνώριση της πανεπιστημιακής τους εκπαίδευσης.
Η αναγνώριση αυτή δεν ήταν τιμητική αλλά αντιπροσώπευε την θεμιτή και θεσμική εκτίμηση της εξειδικευμένης επιστημονικής τους γνώσης. Η συμβολή αυτών των αξιωματικών ενισχύει τις δυνατότητες της Υπηρεσίας, ευθυγραμμιζόμενη με τις σύγχρονες ανάγκες της δημόσιας ασφάλειας.
Ωστόσο, βάσει του νέου νόμου, αυτή η αναγνώριση φαίνεται ότι ανακαλείται. Παρόλο που οι επιτυχόντες του διαγωνισμού κατέχουν το δεύτερο βαθμό αξιωματικού και βρίσκονται μισθολογικά στο 3ο κλιμάκιο, πλέον τοποθετούνται στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο, καθώς με το νέο νόμο τα χρόνια υπηρεσίας καθορίζουν το κλιμάκιο.
Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί σαφή ασυνέπεια και αδικία:
Αντιβαίνει στη λογική απονομής του βαθμού που δόθηκε από το κράτος κατά τον διορισμό των υπαλλήλων.
Μειώνει την αξία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η οποία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη στο Σώμα.
Δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ αξιωματικών με ισότιμο βαθμό και ευθύνες.
Ως αξιωματικός Ειδικών Καθηκόντων του ΠΣ, του οποίου το πτυχίο αποτέλεσε απαραίτητο προσόν για την κατάταξη, διαπιστώνω ότι ο χρόνος σπουδών δεν προσμετράται μισθολογικά. Το 2021 το Πυροσβεστικό Σώμα προκήρυξε την πρόσληψη ιδιωτών πτυχιούχων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ως πυροσβεστικό προσωπικό Ειδικών Καθηκόντων· οι επιτυχόντες διορίστηκαν ως Αξιωματικοί (Υποπυραγοί) κατ’ αναγνώριση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο (ν. 4662/2020).
Με τον νέο νόμο, όμως, η μισθολογική κατάταξη δένει αποκλειστικά με τα έτη υπηρεσίας, με αποτέλεσμα αξιωματικοί που βρίσκονται σήμερα στο 3ο κλιμάκιο να τοποθετούνται στο 1ο, οδηγώντας όχι σε αναβάθμιση αλλά σε μείωση αποδοχών. Αυτό:
• Αναιρεί τη λογική απονομής βαθμού που έδωσε το ίδιο το κράτος κατά τον διορισμό.
• Υποβαθμίζει την αξία του πτυχίου που ήταν προϋπόθεση ένταξης.
• Παραβιάζει την ισότητα (άρθρ. 4) και την αναλογικότητα (άρθρ. 25) του Συντάγματος, δημιουργώντας άνιση μεταχείριση μεταξύ αξιωματικών ίδιου βαθμού και ευθυνών.
Αίτημα – Λύση
1. Να προσμετράται ο χρόνος σπουδών (πτυχίο/μεταπτυχιακό) στη μισθολογική εξέλιξη όταν αποτελεί προσόν κατάταξης.
2. Πλαίσιο: έως 4 έτη για πτυχίο ΑΕΙ, έως 2 έτη για μεταπτυχιακό.
3. Εφαρμογή και στους ήδη υπηρετούντες.
4. Ρήτρα μη χειροτέρευσης: καμία μείωση αποδοχών· διατήρηση προσωπικής διαφοράς όπου απαιτείται.
Προτεινόμενη διάταξη
«Ο χρόνος φοίτησης που απαιτήθηκε για την απόκτηση τίτλου σπουδών (πτυχίου ή μεταπτυχιακού), ο οποίος συνιστά τυπικό προσόν πρόσληψης ή/και κατάταξης, αναγνωρίζεται ως χρόνος προϋπηρεσίας για μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη, έως τέσσερα (4) έτη για πτυχίο ΑΕΙ και έως δύο (2) έτη για μεταπτυχιακό. Η ρύθμιση εφαρμόζεται και στο ήδη υπηρετούν προσωπικό. Δεν επιτρέπεται μείωση αποδοχών λόγω της παρούσας διάταξης· διατηρείται προσωπική διαφορά όπου απαιτείται. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.»
Πρέπει να προσμετράται στη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη το πτυχίο / ο τίτλος σπουδών που αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης.
Θα πρέπει να προσμετρηθεί ως χρόνος προϋπηρεσίας το πτυχίο ΑΕΙ/ΤΕΙ εφόσον αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης σε σώμα ασφαλείας. Χαρακτηριστικο παράδειγμα η προκήρυξη του 2021 του Πυροσβεστικού Σωματος για την πρόσληψη αξιωματικών Ειδικών Καθηκόντων στους οποίους απονεμήθηκε ο βαθμός του Υποπυραγου Ε.Κ. αναγνωρίζοντας τα χρόνια που δαπάνησαν στις σχολές τους για να αποκτήσουν το υψηλό επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης τους, το οποίο όμως με το νέο νομοσχέδιο δεν αναγνωρίζεται και οικονομικά, αφού οι περισσότεροι προσληφθεντες δεν έχουν προϋπηρεσία στο δημόσιο με αποτέλεσμα να πληρώνονται με το πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο σε αντίθεση με συναδέλφους τους που προέρχονται από παραγωγικές σχολές στους οποίους προσμετράται η φοίτηση τους στις σχολές. Πρόκειται για μια αδικία που υφίσταται από το 2017 και πρέπει άμεσα να αποκατασταθεί.
Γιατί προσμετράται μισθολογικά μονο ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές/σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και ο χρόνος απόκτησης ιατρικής ειδικότητας και όχι ο χρόνος φοίτησης των αξιωματικών και υπαξιωματικών απευθείας κατάταξης για απόκτηση τίτλου σπουδών εφόσον αποτέλεσε απαραίτητο προσόν κατάταξης? Που ειναι η ισότητα και αναλογικότητα?
Μισθολογική αναγνώριση πτυχίων κ μεταπτυχιακών.
Το Άρθρο 20, όπως διατυπώνεται, δημιουργεί σοβαρές μισθολογικές και θεσμικές αδικίες για τους αξιωματικούς ειδικών καθηκόντων και όσους προσλήφθηκαν με πτυχίο ως προσόν κατάταξης. Με την κατάργηση των άρθρων 5 και 6 του Ν.2838/2000 και του άρθρου 37 του Ν.3016/2002 μέσω του Ν.4472/2017, αφαιρέθηκε η δυνατότητα αναγνώρισης του χρόνου φοίτησης ως πραγματικής υπηρεσίας, παρά το γεγονός ότι το πτυχίο ήταν απαραίτητο για την πρόσληψη.
Η διάκριση αυτή παραβιάζει τις αρχές της ισότητας (άρθρο 4 Σ.) και της αναλογικότητας (άρθρο 20 Σ.), ενώ οδηγεί σε μειωμένες αποδοχές για τους νεότερους καταταγόμενους, οι οποίοι ξεκινούν από χαμηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επιστημονική τους επάρκεια.
Ζητείται η τροποποίηση του άρθρου ώστε να προβλέπεται ρητά η αναγνώριση του πτυχίου και του χρόνου φοίτησης ως προσόν κατάταξης και μισθολογικής εξέλιξης, όπως ίσχυε πριν το 2017, για την αποκατάσταση της ισονομίας και την ενίσχυση της αξιοκρατίας στα Σώματα Ασφαλείας.
Η μη αναγνώριση, για μισθολογική εξέλιξη, του πτυχίου που αποτέλεσε απαραίτητο προσόν κατάταξης για τους αξιωματικούς απευθείας κατάταξης ειδικών καθηκόντων στα Σώματα Ασφαλείας (μεταξύ των οποίων και στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή) εγείρει ζήτημα παραβίασης των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας (άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος αντίστοιχα).
Με το άρθρο 160 περ. δ’ του Ν. 4472/2017 καταργήθηκαν τα άρθρα 5 και 6 του Ν. 2838/2000, όπως είχαν τροποποιηθεί με το άρθρο 37 του Ν. 3016/2002. Στα καταργηθέντα άρθρα προβλεπόταν ρητά ότι «ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας θεωρείται ο χρόνος φοίτησης στα Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. και ο ελάχιστος χρόνος απόκτησης ειδικότητας, εφόσον η ειδικότητα αποτελεί τυπικό προσόν κατάταξης».
Η κατάργηση αυτών των διατάξεων οδήγησε σε άνιση μεταχείριση στελεχών που κατετάγησαν με ανώτατες σπουδές, των οποίων ο χρόνος φοίτησης πλέον δεν υπολογίζεται, σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες προσωπικού . Η διάκριση αυτή παραβιάζει την αρχή της ίσης αμοιβής για ίση προσφορά εργασίας, αποδυναμώνει το κίνητρο εισαγωγής και παραμονής επιστημόνων στα Σώματα Ασφαλείας και αντίκειται στην πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας περί αναλογικής μεταχείρισης στελεχών ομοειδών Σωμάτων.
Ως εκ τούτου, η παρ. 3 του άρθρου 120 του σχεδίου νόμου προτείνεται να τροποποιηθεί ως κάτωθι:
«Ως υπηρεσία για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη αναγνωρίζεται η αναφερόμενη στην παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 4354/2015 (Α’ 176), ο χρόνος φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές ή στις αντίστοιχες σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και ο ελάχιστος χρόνος απόκτησης ειδικότητας, εφόσον η ειδικότητα αυτή αποτελεί τυπικό προσόν κατάταξης».
Η μισθολογική αναγνώριση των κατόχων τίτλων σπουδών στην Ελληνική Αστυνομία είναι απολύτως αναγκαία, καθώς ενισχύει τόσο την επαγγελματική επάρκεια όσο και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη. Οι αστυνομικοί που έχουν ολοκληρώσει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές διαθέτουν πρόσθετες γνώσεις και δεξιότητες που αξιοποιούνται άμεσα στο υπηρεσιακό έργο (νομική κατάρτιση, διαχείριση κρίσεων, τεχνολογικές δεξιότητες, κ.λπ.). Η απουσία μισθολογικού κινήτρου αποθαρρύνει τη συνεχή επιμόρφωση και δεν συνάδει με τις αρχές της αξιοκρατίας και της διαρκούς επαγγελματικής ανάπτυξης στο Σώμα.
Άμεση θεσμοθέτηση του επιδόματος πτυχίου στα Σώματα Ασφαλείας
Η Πολιτεία οφείλει επιτέλους να αναγνωρίσει έμπρακτα την επιστημονική επάρκεια και επαγγελματική αναβάθμιση των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, θεσπίζοντας επίδομα πτυχίου για όσους κατέχουν πανεπιστημιακούς και μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών.
Είναι αδιανόητο το 2025 να εξακολουθούν τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος να εξαιρούνται από μία παροχή που εδώ και χρόνια ισχύει για σχεδόν όλους τους κλάδους του Δημοσίου. Οι αστυνομικοί, πυροσβέστες και λιμενικοί που επιμορφώνονται με προσωπικό κόστος και θυσίες — συχνά εν μέσω απαιτητικών και επικίνδυνων υπηρεσιών — δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως υπάλληλοι δεύτερης κατηγορίας.
Η κατοχή πτυχίου δεν αποτελεί τυπικό τίτλο, αλλά εργαλείο βελτίωσης του έργου, της κρίσης και της αποτελεσματικότητας των στελεχών. Η πολιτεία, αντί να αποθαρρύνει την επιστημονική κατάρτιση, θα έπρεπε να την ενισχύει με κάθε μέσο.
Η μη χορήγηση επιδόματος πτυχίου:
παραβιάζει την αρχή της ισότητας, καθώς στερεί από τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας τα δικαιώματα που απολαμβάνουν άλλοι δημόσιοι λειτουργοί,
υπονομεύει την αξιοκρατία, αφού δεν επιβραβεύει την προσπάθεια και τα προσόντα,
και αποδυναμώνει το ηθικό των στελεχών που υπηρετούν με αυταπάρνηση, επαγγελματισμό και πειθαρχία.
Ζητούμε:
Άμεση νομοθέτηση επιδόματος πτυχίου για τους αποφοίτους ΑΕΙ, μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους, με αναλογική κλιμάκωση όπως ισχύει σε άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων. (προώθηση στα μισθολογικά κλιμάκια, λ.χ. προώθηση δύο κλιμάκια για πτυχίο, προώθηση 3 κλιμάκια για μεταπτυχιακό τίτλο, κ.ο.κ). Με την επιλογή αυτή το επίδομα πτυχίου θα ενταχθεί στο βασικό μισθό ώστε να υπολογίζεται για συνταξιοδοτικούς και βαθμολογικούς σκοπούς.
Αναδρομική εφαρμογή της ρύθμισης για όσους κατέχουν ήδη τίτλους σπουδών.
Καμία σύνδεση του επιδόματος με μεταθέσεις ή αλλαγές θέσης – το πτυχίο αποτελεί προσωπικό και αντικειμενικό προσόν που πρέπει να αναγνωρίζεται ισότιμα.
Η Πολιτεία δεν μπορεί να επικαλείται “οικονομικές δυσκολίες” όταν πρόκειται για στοιχειώδη ισονομία και δικαιοσύνη. Η θεσμοθέτηση του επιδόματος πτυχίου δεν είναι προνόμιο· είναι υποχρέωση απέναντι σε ανθρώπους που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον με γνώση, επαγγελματισμό και αφοσίωση.
Η αναγνώριση της προσπάθειας και της επιστημονικής κατάρτισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας είναι ζήτημα δικαιοσύνης, αξιοπρέπειας και ισότητας.
Η ώρα των πράξεων είναι τώρα.
Θέμα: Αναγνώριση της πενταετούς υπηρεσίας Εθελοντών Πενταετούς Υπηρεσίας (ΕΠΥ) για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη των αστυνομικών
Ως πρώην Εθελοντής Πενταετούς Υπηρεσίας (ΕΠΥ) και νυν αστυνομικός, καταθέτω την ακόλουθη πρόταση επί του άρθρου 4 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου:
Η πενταετής υπηρεσία ως ΕΠΥ πρέπει να αναγνωριστεί όχι μόνο μισθολογικά αλλά και για βαθμολογική εξέλιξη, όπως συμβαίνει με την πρώτη πενταετία υπηρεσίας των Συνοριακών Φυλάκων.
Η ίδια η Πολιτεία, μέσω της προκήρυξης του 1999 για τους Συνοριακούς Φύλακες, μοριοδότησε την υπηρεσία ΕΠΥ, αναγνωρίζοντας ρητά την επαγγελματική συνάφεια και αξία της.
Επομένως, ο αποκλεισμός της σήμερα από την αναγνώριση συνιστά αντίφαση στη διοικητική πρακτική και άνιση μεταχείριση ίδιων πραγματικών περιστατικών.
⚖️ Νομική τεκμηρίωση:
Ν. 1513/1985 και Ν. 2109/1992: Οι ΕΠΥ κατατάσσονταν στις Ένοπλες Δυνάμεις με υπηρεσιακή σχέση δημοσίου δικαίου, εκτελώντας στρατιωτικά καθήκοντα με εξαρτημένα χαρακτηριστικά εργασίας (υπαγωγή σε ιεραρχία, πειθαρχία, ωράριο, κρατήσεις υπέρ ΙΚΑ).
➜ Επομένως, η υπηρεσία τους είχε τα ουσιαστικά στοιχεία εξαρτημένης εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 648 ΑΚ.
Άρθρο 4 Συντάγματος – Αρχή της Ισότητας
Ίδιες πραγματικές καταστάσεις (ΕΠΥ και πρώτοι συνοριακοί φύλακες) πρέπει να αντιμετωπίζονται όμοια από τη Διοίκηση. Η μη αναγνώριση της ΕΠΥ, όταν η επόμενη πενταετία (ως συνοριακός φύλακας) αναγνωρίζεται, συνιστά παραβίαση της ισότητας και της χρηστής διοίκησης (νομολογία ΣτΕ 1917/2012, 2852/2015).
Ν. 4354/2015, άρθρο 11 παρ. 4: Αναγνωρίζεται προϋπηρεσία που έχει διανυθεί με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, όταν υπάρχει νόμος ή απόφαση που το καθορίζει.
➜ Εφόσον η ΕΠΥ υπαγόταν σε καθεστώς κρατήσεων ΙΚΑ και είχε χαρακτηριστικά εξαρτημένης σχέσης, δύναται να θεωρηθεί αναγνωρίσιμη βάσει αυτής της διάταξης.
Αρχή συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας (ΣτΕ 527/2019, 3032/2020): Ο χρόνος προϋπηρεσίας που συνδέεται οργανικά και ουσιαστικά με τη μετέπειτα υπηρεσία στο Δημόσιο αναγνωρίζεται για λόγους χρηστής διοίκησης και ισονομίας.
📍 Ειδικό επιχείρημα:
Η πενταετία των πρώτων Συνοριακών Φυλάκων (1999–2004), που ήταν ασφαλισμένοι επίσης στο ΙΚΑ και υπηρετούσαν υπό το ίδιο νομικό καθεστώς (ορισμένου χρόνου – ΙΔΟΧ), αναγνωρίζεται ήδη πλήρως μισθολογικά και βαθμολογικά.
Η εξαίρεση των ΕΠΥ, που είχαν ίδιες ασφαλιστικές, υπηρεσιακές και λειτουργικές υποχρεώσεις, στερείται νομικής και λογικής βάσης.
Συμπέρασμα – Πρόταση:
Να προστεθεί ρητή διάταξη στο άρθρο 4 του νομοσχεδίου που να ορίζει ότι:
«Η υπηρεσία που διανύθηκε ως Εθελοντής Πενταετούς Υπηρεσίας (ΕΠΥ), σύμφωνα με τους Ν. 1513/1985 και 2109/1992, αναγνωρίζεται πλήρως για τη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας.»
Η ρύθμιση αυτή αφορά ελάχιστο αριθμό στελεχών, συνεπώς δεν επιφέρει δημοσιονομική επιβάρυνση, αλλά αποκαθιστά ισότητα, συνέπεια και θεσμική δικαιοσύνη.
Θα πρέπει να πριμοδοτηθεί με μισθολογική προαγωγή ανάλογη των λοιπών υπαλλήλων του δημοσίου ο τίτλος μεταπτυχιακού διπλώματος και διδακτορικού, κατ’ επιταγή της συνταγματικής αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Ζητάμε την αναγνώριση για τη μισθολογική κατάταξη των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας του χρόνου που διανύθηκε για την εκπλήρωση της στρατεύσιμης στρατιωτικής υποχρέωσης, καθώς και του ελάχιστου χρόνου που απαιτείται για την ολοκλήρωση προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών σε Α.Ε.Ι., εφόσον η λήψη πτυχίου ή διπλώματος αποτελεί ή αποτέλεσε τυπικό προσόν κατάταξης.
Πρέπει να προσμετράται στη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη το πτυχίο / ο τίτλος σπουδών που αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης.Με το άρ. 160 περ. δ’ του Ν.4472/2017 καταργήθηκαν τα άρθρα 5 και 6 του Ν.2838/2000 (Α’ 179), όπως αυτά είχαν τροποποιηθεί με το άρθρο 37 του Ν.3016/2002 (Α’ 110).Στα καταργηθέντα άρθρα και των δύο νόμων προβλεπόταν ρητά ότι «ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας θεωρείται και ο χρόνος φοίτησης στα Α.Ε.Ι., τα T.E.I., εφόσον η φοίτηση ή το πτυχίο αποτελεί τυπικό προσόν κατάταξής τους». Μάλιστα, στο άρθρο 37 του Ν.3016/2002 αναγνωριζόταν, πλέον της φοίτησης ή του πτυχίου, και η προϋπηρεσία ή η ειδικότητα, εφόσον αποτελεί τυπικό προσόν κατάταξης.Ζητούμε να εξεταστεί η επαναφορά των ανωτέρω διατάξεων και η αναγνώριση των εξειδικευμένων γνώσεων που προσφέρουν τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, τα οποία έχουν προσληφθεί με τον τίτλο σπουδών τους ως προσόν κατάταξης.
Θα πρέπει να προσμετράται στη μισθολογική εξέλιξη και κατάταξη ο τίτλος σπουδών που αποτέλεσε προσόν κατάταξης
Απαράδεκτο και αντισυνταγματικο! Άμεσα αναγνώριση του τίτλου σπουδών που αποτέλεσε προσόν κατάταξης!
Αποτελεί τεράστια αδικία και κατάφορη καταπάτηση της αρχής της ισότητας και της αναλογικότητας (αρθ. 4 και 20 του Συντάγματος αντίστοιχα) για τους αξ/κούς και υπαξ/κους απευθείας κατάταξης (ειδικών καθηκόντων κλπ) η μη προσμέτρηση του πτυχίου (το οποιο αποτελούσε απαραίτητο προσόν κατάταξης) στην μισθολογική κατάταξη τους!
Με την παρούσα διάταξη, πτυχιούχοι Αξ/κοι απευθείας κατάταξης ξεκινουν με κλιμάκιο 1 στο οποίο μάλιστα κάθονται 3 χρόνια ενώ, οι αντίστοιχοι προερχόμενοι από πανελλαδικές εξετάσεις, με την αποφοίτησή τους απο την ακαδημία, ξεκινουν με κλιμάκιο 2 και τον επόμενο κιολας χρόνο αποκτούν κλιμάκιο 3, ήτοι 180€ επιπλέον βασικό μισθό!!!
Ακόμα και το μοναδικό προνόμιο/κίνητρο που δινόταν σαν αντιστάθμισμα στους Αξ/κους απευθείας κατάταξης (1 βαθμός επιπλέον κατά την κατάταξη) δεν εχει πλεον κανένα μισθολογικό αντίκρισμα.
Πρέπει να προσμετράται στη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη το πτυχίο / ο τίτλος σπουδών που αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης.
Με το άρ. 160 περ. δ’ του Ν.4472/2017 καταργήθηκαν τα άρθρα 5 και 6 του Ν.2838/2000 (Α’ 179), όπως αυτά είχαν τροποποιηθεί με το άρθρο 37 του Ν.3016/2002 (Α’ 110).
Στα καταργηθέντα άρθρα και των δύο νόμων προβλεπόταν ρητά ότι «ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας θεωρείται και ο χρόνος φοίτησης στα Α.Ε.Ι., τα T.E.I., εφόσον η φοίτηση ή το πτυχίο αποτελεί τυπικό προσόν κατάταξής τους». Μάλιστα, στο άρθρο 37 του Ν.3016/2002 αναγνωριζόταν, πλέον της φοίτησης ή του πτυχίου, και η προϋπηρεσία ή η ειδικότητα, εφόσον αποτελεί τυπικό προσόν κατάταξης.
Ζητούμε να εξεταστεί η επαναφορά των ανωτέρω διατάξεων και η αναγνώριση των εξειδικευμένων γνώσεων που προσφέρουν τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, τα οποία έχουν προσληφθεί με τον τίτλο σπουδών τους ως προσόν κατάταξης.
Το άρθρο 20, όπως διατυπώνεται, αδικεί τους αξιωματικούς ειδικότητας του Λιμενικού Σώματος, καθώς δεν αναγνωρίζει τα έτη φοίτησης για την απόκτηση πτυχίου και μεταπτυχιακού τίτλου, παρότι αυτά αποτέλεσαν απαραίτητα προσόντα κατάταξης. Η παράλειψη αυτή οδηγεί στο παράδοξο φαινόμενο, με το νέο μισθολόγιο, οι αποδοχές των στελεχών αυτών να μειώνονται ή να παραμένουν στάσιμες, αντί να αντανακλούν την αυξημένη επιστημονική και επαγγελματική τους επάρκεια.
Ζητείται η ρητή πρόβλεψη στο άρθρο ότι ο χρόνος σπουδών που απαιτήθηκε για την κατάταξη (πτυχίο ή μεταπτυχιακό) προσμετράται για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των αξιωματικών ειδικότητας, ώστε να αποκατασταθεί η ίση και δίκαιη μεταχείριση σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες στελεχών.
ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟ ΠΤΥΧΙΟ/ΤΙΤΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΑ ΠΡΟΣΜΕΤΡΑΤΑΙ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΑ ΟΤΑΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΠΡΟΣΟΝ ΔΙΟΡΙΡΙΜΟΎ.
Καθίσταται αναγκαία η επανεξέταση της αναγνώρισης των ετών φοίτησης για την απόκτηση πτυχίου και/ή μεταπτυχιακού εφόσον αποτελούν απαραίτητα προσόντα για την κατάταξη στα Σώματα Ασφαλείας (π.χ. Αξιωματικοί Ειδικών Καθηκόντων) καθώς σε αντίθετη περίπτωση καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας. Οι αναμενόμενες αυξήσεις, χωρίς την αναγνώριση αυτή, επί της ουσίας εξανεμίζονται και το επιστημονικό προσωπικό για ακόμη μια φορά στερείται μισθολογικής στήριξης και κινήτρων για την ένταξή του σε αυτόν τον εργασιακό κλάδο.
Καθίσταται αναγκαία η επανεξέταση της αναγνώρισης των ετών φοίτησης για την απόκτηση πτυχίου και/ή μεταπτυχιακού εφόσον αποτελούν απαραίτητα προσόντα για την πρόσληψη/κατάταξη στα Σώματα Ασφαλείας (π.χ. Αξιωματικοί Ειδικών Καθηκόντων) καθώς σε αντίθετη περίπτωση καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας. Οι αναμενόμενες αυξήσεις, χωρίς την αναγνώριση αυτή, επί της ουσίας εξανεμίζονται και το επιστημονικό προσωπικό για ακόμη μια φορά στερείται μισθολογικής στήριξης και κινήτρων για την ένταξή του σε αυτόν τον εργασιακό κλάδο.
Από το ειδικό μισθολόγιο του 2017 μέχρι και σήμερα οι Αξιωματικοί Ειδικών Καθηκόντων έρχονται αντιμέτωποι με μία μισθολογική αδικία καθώς δεν προβλέπεται η αναγνώριση των ετών φοίτησης για την απόκτηση πτυχίου, εφόσον αυτό αποτέλεσε προσόν κατάταξης και τα έτη αυτά δεν αναγνωρίζονται μισθολογικά.
Απαιτείται να προσμετρηθεί στην μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο/τίτλος σπουδών εφόσον αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης. Διαφορετικά παραβιάζεται η συνταγματικά καταχωρημένη αρχή της ισότητας.
Για τους σκοπούς της μισθολογικής κατάταξης και εξέλιξης, αναγνωρίζονται ως τυπικά προσόντα οι τίτλοι σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, περιλαμβανομένων των ενιαίων και αδιάσπαστων τίτλων σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου (Integrated Master) και των λοιπών μεταπτυχιακών/διδακτορικών, ανεξαρτήτως χρόνου κτήσης τους (πριν ή μετά την κατάταξη), εφόσον:
α) αποτελούσαν προσόν κατάταξης ή προαγωγής ή/και
β) τεκμηριώνεται συνάφεια με τα τρέχοντα καθήκοντα ή το αντικείμενο απασχόλησης, όπως αυτή διαπιστώνεται από το αρμόδιο όργανο.
Τα οικονομικά αποτελέσματα των αναγνωρίσεων της παραγράφου 3α ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής πλήρους αιτήσεως και δικαιολογητικών, κατ’ αντιστοιχία προς τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος.
——
Η ανωτέρω λύση «πατάει» στις υφιστάμενες αρχές του Άρθρου 20 (αναγνώριση χρόνων/προσόντων και ex nunc οικονομικά αποτελέσματα), εισάγοντας μόνο τη χρονική ουδετερότητα για τους ακαδημαϊκούς τίτλους.
Είναι αναγκαίο να προσμετρηθεί στη μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο/τίτλος σπουδών, εφόσον αποτελεί ή αποτέλεσε απαραίτητο προσόν κατάταξης στα Σώματα Ασφαλείας. Ο χρόνος αυτός υπολογιζόταν μισθολογικά μέχρι την εφαρμογή του ν. 4472/2017, ενώ μετά την ισχύ του νόμου δεν αναγνωρίζεται, με αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση μεταξύ στελεχών με ίδια προσόντα και καθήκοντα.
Για τη μισθολογική εξέλιξη, είναι ορθότερο να προσμετρηθεί ο απαιτούμενος χρόνος φοίτησης για την απόκτηση του πτυχίου/ τίτλου σπουδών, εφόσον αυτό αποτέλεσε τυπικό προσόν κατάταξης στα σώματα ασφαλείας. Για παράδειγμα, οι Αξιωματικοί Ειδικών Καθηκόντων ονομάζονται κατά την πρόσληψή τους Υποπυραγοί (και αντίστοιχοι), το οποίο με το ισχύον μισθολόγιο σημαίνει 2 επιπλέον μισθολογικά κλιμάκια (Α33). Με το υπό διαβούλευση μισθολόγιο θα βρεθούν στο 1ο κλιμάκιο.
Κρίνεται αναγκαίο να προσμετρηθεί ως χρόνος προϋπηρεσίας το πτυχίο ΑΕΙ εφόσον αποτέλεσε προσόν κατάταξης στο Πυροσβεστικό Σώμα. Συγκεκριμένα, η προκήρυξη του 2021 για την πρόσληψη αξιωματικών ειδικών καθηκόντων προέβλεπε να μας απονεμηθεί ο βαθμός του Υποπυραγου Ε.Κ., αναγνωρίζοντας τα χρόνια σπουδών , όμως πρακτικά με το νέο νομοσχέδιο δεν αναγνωρίζονται τα έτη αυτά οικονομικά. Αυτό έχει σαν συνέπεια με να πληρωνόμαστε με το πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο σε αντίθεση με συναδέλφους μας που προέρχονται από παραγωγικές σχολές στους οποίους προσμετράται η φοίτηση τους στις σχολές. Να ληφθεί υπόψιν η παρούσα αλλαγή και να αποκατασταθεί η αναφυόμενη αδικία.
ΑΔΙΑΝΌΗΤΟ ΝΑ ΜΗΝ ΠΡΟΣΜΕΤΡΗΘΕΙ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΑ ΤΟ ΠΤΥΧΙΟ ΩΣ ΠΡΟΣΟΝ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΌΣ ΑΛΛΙΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΥΞΗΣΗ, ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΕΙΣ
Θα πρέπει να αναγνωριστεί, για σκοπούς μισθολογικής εξέλιξης, ο χρόνος φοίτησης σε Α.Ε.Ι./Τ.Ε.Ι. ή και σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, όταν οι σπουδές αυτές αποτελούν απαραίτητο τυπικό προσόν για την πρόσληψη ή κατάταξη στελεχών στα Σώματα Ασφαλείας.
Μέχρι την εφαρμογή του ν. 4472/2017, ο χρόνος αυτός υπολογιζόταν μισθολογικά, ενώ μετά την ισχύ του νόμου δεν αναγνωρίζεται, δημιουργώντας άνιση μεταχείριση μεταξύ στελεχών με ίδια προσόντα και καθήκοντα.
Επιπλέον, στο Π.Σ. οι αξιωματικοί Ειδικών Καθηκόντων (ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ 2021), είχαν προσληφθεί με το βαθμό του Υποπυραγού, βαθμός που συνεπαγόταν ανώτερο μισθολογικό σημείο εισόδου — αντιστοιχία περίπου δύο μισθολογικών κλιμακίων, αναγνωρίζοντας κατ’ ουσίαν την πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση. Με το νέο μισθολόγιο, κατατάσσονται απευθείας στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο, γεγονός που συνεπάγεται οικονομική υποβάθμιση και έλλειψη αναλογίας με το επίπεδο σπουδών που απαιτεί η θέση.
Η προτεινόμενη ρύθμιση θα αποκαθιστούσε την ισονομία και την αναλογικότητα μεταξύ στελεχών με όμοια προσόντα και υποχρεώσεις, ενώ θα αναγνώριζε στην πράξη την αξία των ακαδημαϊκών τίτλων που αποτελούν προϋπόθεση κατάταξης. Παράλληλα, θα ενίσχυε το αίσθημα δικαίου, την υπηρεσιακή συνέπεια και την ελκυστικότητα των θέσεων Πτυχιούχων στο πλαίσιο των Σωμάτων Ασφαλείας.
Στο άρθρο 20, προτείνεται η άμεση υιοθέτηση μέτρου για την αποκατάσταση της μισθολογικής αδικίας που προκύπτει από την εφαρμογή του Ν. 4472/2017, σχετικά με τη μισθολογική εξέλιξη των Αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος. Το μέτρο αυτό αφορά την υποχρεωτική προσμέτρηση του πτυχίου ή του τίτλου σπουδών στη μισθολογική εξέλιξη των αξιωματικών, εφόσον αυτά αποτελούν ή αποτέλεσαν προσόν κατάταξης για την ένταξη στο Σώμα. Η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι αναγκαία, καθώς σύμφωνα με την προκήρυξη του 2021 για την πρόσληψη Αξιωματικών Ειδικών Καθηκόντων του Πυροσβεστικού Σώματος, οι επιτυχόντες αναγνωρίστηκαν ως Αξιωματικοί με τον βαθμό του Υποπυραγού λόγω της πανεπιστημιακής τους εκπαίδευσης. Ωστόσο, η εφαρμογή του Ν. 4472/2017 οδήγησε σε αντιφατική κατάσταση, καθώς οι αξιωματικοί αυτοί, παρά την αναγνώριση των προσόντων τους και του βαθμού τους, τοποθετούνται στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο, με βάση τα έτη υπηρεσίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το πτυχίο ή ο τίτλος σπουδών τους.
Στο άρθρο 20 να προσμετρηθεί στη μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο/τίτλος σπουδών, εφόσον αποτελεί προσόν κατάταξης. Πρέπει να προσμετράται στη μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο/τίτλος σπουδών, εφόσον αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης. Διαφορετικά, παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρ. 4 Συντ.) και της αναλογικότητας (άρ. 25 Συντ.).
Το 2021, το Πυροσβεστικό Σώμα εξέδωσε προκήρυξη για την πρόσληψη ιδιωτών πτυχιούχων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ως πυροσβεστικό προσωπικό Ειδικών Καθηκόντων.
Σύμφωνα με την επίσημη αυτή δήλωση και το νομικό πλαίσιο που διέπει το Πυροσβεστικό Σώμα (Νόμος 4662/2020), οι επιτυχόντες αναγνωρίστηκαν ως Αξιωματικοί του Πυροσβεστικού Σώματος, διορισμένοι στο βαθμό του Υποπυραγού (δεύτερος βαθμός αξιωματικού), σε αναγνώριση της πανεπιστημιακής τους εκπαίδευσης.
Η αναγνώριση αυτή δεν ήταν τιμητική αλλά αντιπροσώπευε την θεμιτή και θεσμική εκτίμηση της εξειδικευμένης επιστημονικής τους γνώσης. Η συμβολή αυτών των αξιωματικών ενισχύει τις δυνατότητες της Υπηρεσίας, ευθυγραμμιζόμενη με τις σύγχρονες ανάγκες της δημόσιας ασφάλειας.
Ωστόσο, βάσει του νέου νόμου, αυτή η αναγνώριση φαίνεται ότι ανακαλείται. Παρόλο που οι επιτυχόντες του διαγωνισμού κατέχουν το δεύτερο βαθμό αξιωματικού και βρίσκονται μισθολογικά στο 3ο κλιμάκιο, πλέον τοποθετούνται στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο, καθώς με το νέο νόμο τα χρόνια υπηρεσίας καθορίζουν το κλιμάκιο.
Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί σαφή ασυνέπεια και αδικία:
Αντιβαίνει στη λογική απονομής του βαθμού που δόθηκε από το κράτος κατά τον διορισμό των υπαλλήλων.
Μειώνει την αξία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η οποία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη στο Σώμα.
Δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ αξιωματικών με ισότιμο βαθμό και ευθύνες.
Η μη αναγνώριση της στρατιωτικης θητειας ως χρόνος υπηρεσίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, είναι αντισυνταγματικη και άνιση, καθώς όλοι οι άντρες οι οποιοι κατατάχθηκαν με προκηρύξεις στα σώματα ασφαλείας, ειχαν απαραίτητη προϋπόθεση και υποχρέωση για την εισαγωγή τους σε αυτά, την εκπλήρωση της στρατιωτικης τους θητείας, εν αντιθέσει με τις γυναίκες οι οποιες δεν είχαν την ως ανω υποχρέωση.
Ο χρονος αυτος εως τώρα προσμετράται κανονικά σε ολους οσους εχουν υπηρετήσει στο στρατό, και σε περίπτωση που δεν μετρηθεί από εδώ και έπειτα, τοτε θα επιφέρει σημαντικες μειώσεις στο προσωπικό και όχι αυξήσεις που υποτίθεται οτι θα φέρει.
Παρακαλω οπως άρετε την μη αναγνώρισητης της στρατιωτικης θητειας στους ενστολους ως χρόνου μισθολογικης προαγωγής, διότι σε αντίθετη περίπτωσή θα είναι άνισο, αντισυνταγματικο και τουλάχιστον άδικο, επιφέροντας μαζικες διεκδικήσεις στα ενδικα μεσα.
Από το ειδικό μισθολόγιο του 2017 μέχρι και σήμερα οι Αξιωματικοί Ειδικών Καθηκόντων έρχονται αντιμέτωποι με μία μισθολογική αδικία καθώς δεν προβλέπεται η αναγνώριση των ετών φοίτησης για την απόκτηση πτυχίου, εφόσον αυτό αποτέλεσε προσόν κατάταξης και τα έτη αυτά δεν αναγνωρίζονται μισθολογικά.
Απαιτείται να προσμετρηθεί στην μισθολογική εξέλιξη το πτυχίο/τίτλος σπουδών εφόσον αποτελεί ή αποτέλεσε προσόν κατάταξης. Διαφορετικά παραβιάζεται η συνταγματικά καταχωρημένη αρχή της ισότητας.