Άρθρο 36

Το άρθρο 339 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και οι ένορκες βεβαιώσεις.»

  • 20 Μαρτίου 2011, 00:23 | Κολιντζίκης Δημήτριος

    Διατηρώ πολύ σοβαρές επιφυλάξεις( θα έλεγα αντιρρήσεις) για την «αναβάθμιση» και αναγόρευση των ενόρκων βεβαιώσεων σε αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, ισάξιο και ισοδύναμο των άλλων. Η δικαστηριακή εμπειρία καταδεικνύει ότι οι ένορκες βεβαιώσεις, έτσι όπως διενεργούνται σήμερα( ετοιμάζονται στα γραφεία των δικηγόρων και απλά προσυπογράφονται από τον βεβαιούντα, χωρίς δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων από τον προσκαλούμενο- καθ’ ου) κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στην αποκάλυψη της αλήθειας. Γι’ αυτό και ή θα πρέπει να αναγνωριστούν ως επικουρικό αποδεικτικό μέσο, αν παραμείνουν ως έχουν σήμερα, ή θα πρέπει να αλλάξει η φυσιολογία τους, με κύρια συστατικά στοιχεία, αφενός την απαγόρευση προετοιμασίας τους, εκτός του αρμοδίου οργάνου, όπου αυτές δίνονται, αλλά θα συντάσσονται, αποκλειστικώς και μόνο με την υποβολή ερωτήσεων τόσο από τον καλούντα όσο και από τον προσκαλούμενο- καθ’ ου, οπότε μπορούν να θεωρούνται ισότιμο αποδεικτικό μέσο, με τα άλλα αποδεικτικά μέσα.

  • 13 Μαρτίου 2011, 12:01 | Αντώνης Μπιλίσης

    ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

    Για το ζήτημα των ενόρκων βεβαιώσεων που αναγορεύονται σε «επώνυμο» αποδεικτικό μέσο, η θέση μας είναι ΟΧΙ. Για ν’ αποτελέσει η ένορκη βεβαίωση αυτοτελές αποδεικτικό μέσο (που σημαίνει ότι με την αποκλειστική επίκληση του περιεχομένου της θα είναι δυνατόν να αιτιολογείται η απόφαση, χωρίς αναφορά σε άλλα αποδεικτικά μέσα) θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η υποχρέωση αυτού που καταθέτει ν’ απαντά σ’ έγγραφες ερωτήσεις. Ειδικότερα:

    Από μόνη της η προτεινόμενη αλλαγή στο καθεστώς των ενόρκων βεβαιώσεων και η προσθήκη της υποχρέωσης αυτού που καταθέτει ν’ αναφέρει την πηγή γνώσης του, όχι μόνο δεν θα βελτιώσουν το δίκαιο της απόδειξης, αλλά θα δημιουργήσει σοβαρότατο πρόβλημα αναξιοπιστίας στην πολιτική δίκη διότι θ’ αρχίσουμε να βλέπουμε αποφάσεις που θα στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στις ένορκες βεβαιώσεις. Για να λέμε δε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, είναι λίγα τα εχέγγυα αξιοπιστίας που έχουν καταθέσεις που γράφονται στα δικηγορικά γραφεία από τους Δικηγόρους που υποκύπτουμε συνήθως στον πειρασμό της «στρογγυλοποίησης» των περιστατικών υπέρ της εκδοχής που εξυπηρετεί των εντολέα μας. Γι’ αυτόν τον αυτονόητο λόγο, δικαίως τα Δικαστήρια τις βλέπουν με καχυποψία.

    Μόνον αν υποχρεούται αυτός που καταθέτει ν’ απαντήσει σε ερωτήσεις του αντιδίκου αυτού που τον κλήτευσε, δημιουργείται η προϋπόθεση που αναβαθμίζει την ένορκη βεβαίωση σε πράγματι χρήσιμο μέσο για την απόδειξη. Αυτό μπορεί να γίνει χωρίς απασχόληση Δικαστή με την εισαγωγή διάταξης που θα υποχρεώνει αυτόν που έδωσε την ένορκη βεβαίωση να εμφανιστεί, εντός προθεσμίας από τη δόση της, σε δικαστικό γραμματέα,σε συμβολαιογράφο, σε διαπιστευμένο δικηγόρο ή σε διαμεσολαβητή και ν’ απαντήσει σε έγγραφες ερωτήσεις που τους έχει παραδώσει ο Δικηγόρος του αντιδίκου. Στο γραφείο που θα γίνεται η διαδικασία θα παρίσταται μόνον ο ερωτών και ο εξεταζόμενος και αυτή θα μαγνητοσκοπείται ή απλώς θα ηχογραφείται με σύγχρονο μηχανικό μέσο. Προ της ενάρξεως της διαδικασίας θα παραδίδεται στον μάρτυρα έγγραφο στο οποίο θ’ αναφέρεται ρητά σε ποιες ερωτήσεις δικαιούται ν’ αρνηθεί την απάντηση. Η απομαγνητοφώνηση θα γίνεται με δαπάνη του επισπεύδοντος την εξέταση διαδίκου ο οποίος θα πληρώνει ειδικό τέλος της τάξεως των 10 Ευρώ για την κάλυψη των εξόδων απομαγνητοφώνησης όταν αυτή θα γίνεται από δικαστικό γραμματέα, καθώς και αμοιβή στον συμβολαιογράφο ή το δικηγόρο που θα προσδιοριστεί επακριβώς. Το κείμενο της απομαγνητοφώνησης θα υπογράφεται από αυτόν που διενήργησε την εξέταση και μαζί με το κείμενο της ένορκης βεβαίωσης θα συγκροτούν το αποδεικτικό μέσο. Το συνολικό κόστος της διαδικασίας θα υπολογίζεται στα δικαστικά έξοδα σε βάρος του ηττώμενου διαδίκου. Χωρίς την εισαγωγή του θεσμού αυτού οι ένορκες βεβαιώσεις παρά την εισαχθησόμενη «επωνυμία» τους θα παραμείνουν ανυπόληπτο αποδεικτικό μέσο και ας μη τρέφουμε αυταπάτες.

    Τέλος, πρέπει κάθε διάδικος να μπορεί εξετάζει με τον ίδιο τρόπο τον αντίδικό του, ώστε να περιορίζεται ο «καλλωπισμός» των ισχυρισμών του που συνήθως υπάρχει στα δικόγραφα. Η εξέταση του διαδίκου είναι καίριας σημασίας και για την πολιτική δίκη διότι ο δικαστής έχει την ευκαιρία να ελέγξει το περί δικαίου φρόνημά του. Κι αυτό προκύπτει από την εμπειρία της ποινική δίκης όπου εξετάζεται πάντοτε ως πρώτος μάρτυρας ο εγκαλών και πάμπολλες φορές ξεκαθαρίζεται αμέσως η υπόθεση.