Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας της πειθαρχικής δικαιοσύνης, καθώς και διαμόρφωση ενός σύγχρονου πλαισίου που διέπει τη δημόσια διοίκηση και την πειθαρχική διαδικασία.
Άρθρο 2
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος Μέρους είναι, ιδίως, α) η τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26) και ειδικότερα: αα) η σύσταση ενός νέου πειθαρχικού οργάνου με τη συμμετοχή λειτουργών από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αβ) η αξιοποίηση ψηφιακών τεχνολογιών στην πειθαρχική διαδικασία, αγ) η προσθήκη της δυνατότητας πειθαρχικής συνδιαλλαγής στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας και αδ) ειδικότερες ρυθμίσεις που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και β) η τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων.
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΙΡΕΤΩΝ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ
Δ/νση: Λ. Συγγρού 80-88, 7ος όροφος
email: info@osyape.gr
http://www.osyape.gr
τηλ. προέδρου: 6932442294 – τηλ. γραμματέα: 6972600911
Αθήνα 7 /7/2025
Αριθμ. Πρωτ.:190
Για το σχέδιο νόμου περί αναμόρφωσης του πειθαρχικού
δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. με το νομοσχέδιο που δημοσιοποιήθηκε για την αναμόρφωση του
πειθαρχικού δικαίου των δημόσιων υπαλλήλων, κάνει ακόμα ένα βήμα στην προσπάθεια
επιβολής στους εργαζόμενους του φόβου, της εξάρτησης και της υποταγής.
Βαφτίζει πειθαρχικά παραπτώματα ενέργειες και δράσεις που συνδέονται με
την κοινωνική, πολιτική και συνδικαλιστική δράση των δημοσίων υπαλλήλων,
βάζοντας στο ίδιο καζάνι των πειθαρχικών παραπτωμάτων και των πειθαρχικών
ποινών, τα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, με στόχο την ανεμπόδιστη
εφαρμογή της γνωστής πολιτικής της, της στήριξης δηλαδή της κερδοφορίας των
επιχειρηματικών ομίλων, των απευθείας αναθέσεων με την προώθηση συγκεκριμένων
συμφερόντων, της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίηση τομέων του δημοσίου, της διάλυσης
ή υποβάθμιση δημόσιων δομών κλπ.
Η κυβέρνηση με τις διαμορφωμένες πολιτικές συνθήκες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο
διεθνές επίπεδο, αλλά και την κάλυψη που έχει από τα μέσα ενημέρωσης, αντιλαμβάνεται ότι η
χειραγώγηση των υπαλλήλων πρέπει να αποτελεί προτεραιότητά της, προκειμένου να συνεχίσει
να υπηρετεί ανεμπόδιστα και ακόμα πιο εντατικά την κερδοφορία του κεφαλαίου και την
προσαρμογή των επιλογών του στην πολεμική οικονομία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, διευρύνονται τα πειθαρχικά παραπτώματα και πλέον
εντάσσονται στην κατηγορία αυτή δράσεις ή ενέργειες που έχουν σχέση με την κοινωνική,
πολιτική, συνδικαλιστική δραστηριότητα των δημοσίων υπαλλήλων και όχι μόνο με την
συμπεριφορά τους, στο χώρο εργασίας. Εξισώνει τα πειθαρχικά υπηρεσιακά παραπτώματα, με
τα παραπτώματα του ποινικού δικαίου και μια απλή καταδίκη έξι μηνών με αναστολή, που
μπορεί να προέκυψε από προσωπικές διαφορές ή από μια συμμετοχή σε ένα συλλαλητήριο,
οδηγεί αυτόματα σε αργία του υπαλλήλου. Αποτελεί τη φυσική συνέχεια των καθημερινών
πειθαρχικών διώξεων κατά συναδέλφων, καθώς και των εκφρασμένων κυβερνητικών
προθέσεων για κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο.
Αναλυτικότερα, με το νέο νομοσχέδιο:
2
Η «αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη έκθεσης αξιολόγησης», είχε ενταχθεί και
διατηρηθεί στον υπαλληλικό κώδικα, ως πειθαρχικό αδίκημα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Ωστόσο, η κυβέρνηση, στην προσπάθεια της να επιβάλει καθολικά την αντιδραστική
αξιολόγηση το μετατρέπει σε ιδιώνυμο πειθαρχικό αδίκημα, αυστηροποιεί τις ποινές στην
αρχή με χρηματική ποινή τουλάχιστον 2 μηνών αποδοχών και στη συνέχεια με την ποινή της
οριστικής παύσης – απόλυσης στην περίπτωση αποχής από την αξιολόγηση για δύο συνεχόμενες
αξιολογικές περιόδους.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ., εξισώνει με την ίδια πειθαρχική ποινή τον συνάδελφο που σέβεται τις
συλλογικές αποφάσεις και απέχει από την αξιολόγηση, με αυτούς που π.χ.: διαπράττουν κατά
της γενετήσιας ελευθερίας ή της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Η αποχή
από την αξιολόγηση σε εφαρμογή των αποφάσεων των συνδικαλιστικών μας
οργάνων δεν είναι παράβαση καθήκοντος – δεν είναι πειθαρχικό παράπτωμα.
Αποτελεί άσκηση του συνδικαλιστικού και συνταγματικού δικαιώματος στην απεργία.
Παράλληλα, διευρύνεται και αυστηροποιείται το πλαίσιο ποινών:
Εισάγονται νέες ποινές, ( πχ. η αφαίρεση έως 4 μισθολογικών κλιμακίων και η στέρηση
μισθολογικής εξέλιξης έως και 5 έτη.)
Αυξάνονται τα πρόστιμα αποδοχών που μπορούν να επιβάλουν οι πειθαρχικά
προϊστάμενοι (π.χ. αύξηση του προστίμου του υπουργού από αποδοχές 3 μηνών σε 5
μήνες, κλπ.).
Προστίθενται νέα αδικήματα για τα οποία μπορεί να επιβληθεί η ποινή της οριστικής
παύσης – απόλυσης (π.χ. άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια
της υπηρεσίας!). Ταυτόχρονα, διατηρείται η «ανάξια» ή «αναξιοπρεπής» συμπεριφορά
εντός ή εκτός υπηρεσίας, η «παράβαση υποχρέωσης εχεμύθειας», ως λόγοι οριστικής
παύσης – απόλυσης, παραπτώματα που έχουν αξιοποιηθεί κατά κόρον για να
ποινικοποιηθεί η συνδικαλιστική δράση.
Ενισχύονται σημαντικά οι περιπτώσεις για τις οποίες μπορούν να επιβληθούν εξοντωτικά
οικονομικά πρόστιμα που μπορούν να φτάσουν έως και 30.000 ευρώ ή ακόμη και
100.000 ευρώ!
Διευρύνονται οι περιπτώσεις για θέση υπάλληλου σε αυτοδίκαιη αργία από τη Διοίκηση
χωρίς τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου (π.χ. σύλληψη, επιβολή περιοριστικών
όρων αντί προσωρινής κράτησης, κλπ.). Είναι γνωστό ότι πολλοί συνάδελφοι έχουν
συλληφθεί στο πλαίσιο της ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης! Δεν θα
επιτρέψουμε να επιβληθεί μια τέτοια διαδικασία σε συνάδελφο που διώκεται ποινικά για
πολιτική – συνδικαλιστική δράση!
Καταργείται η συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων στα
Πειθαρχικά Συμβούλια, απομακρύνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί από αυτά και
προβλέπεται, αποκλειστική σύνθεσή τους με μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
3
δηλαδή διορισμένους συμβούλους του Δημοσίου, σαν ένα άλλο σώμα πραιτοριανών που θα
κάνει γρήγορα και αποτελεσματικά τη δουλειά.
Οι Νομικοί Σύμβουλοι, δηλ. οι δικηγόροι του κράτους που έχουν ως αποστολή να
υπερασπίζονται το Δημόσιο ως εργοδότη, θα έχουν την αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάζουν
τις πειθαρχικές διώξεις του Δημοσίου εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς την παρουσία
εκπροσώπου των εργαζομένων. «Γιάννης κερνάει … Γιάννης πίνει» Το μόνο που απομένει στο
νομοσχέδιο ως εκπροσώπηση των εργαζομένων είναι η δυνατότητα να παραστεί, χωρίς
δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος τριτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης,
προκειμένου να τοποθετηθεί ενώπιον τον Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από αίτηση του
διωκόμενου υπαλλήλου.
Καταργείται η δυνατότητα άσκησης ένστασης κατά των αποφάσεων των
Πειθαρχικών Συμβουλίων, δηλαδή ένα θεμελιώδες δικαίωμα νομικής προστασίας των
δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι, οι συνάδελφοι θα αναγκάζονται να στρέφονται στη δαπανηρή,
ψυχοφθόρα και χρονοβόρα διαδικασία της δικαστικής προσφυγής. Παράλληλα, προβλέπονται
περιπτώσεις που ο υπάλληλος δεν έχει ούτε δικαίωμα δικαστικής προσφυγής (επιβολή ποινής
αποδοχών έως 1 μήνα), δηλαδή καταργείται κάθε δικαίωμα δικαστικής προστασίας.
Εισάγεται ο θεσμός της πειθαρχικής συνδιαλλαγής. Στη διαδικασία αυτή, ο διωκόμενος
υπάλληλος καλείται να ομολογήσει την ενοχή του, με αντάλλαγμα την επιβολή μικρότερης
ποινής. Σε αυτόν τον ανέντιμο εκβιασμό θα υποκύψουν πολλοί συνάδελφοι που άδικα θα
παραπεμφθούν, και δικαιολογημένα δεν θα έχουν καμία εμπιστοσύνη στη διαδικασία της
πειθαρχικής διαδικασίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με το νομοσχέδιο
Αλλάζει ο τρόπος κοινοποιήσεων στο διωκόμενο, που αφορά τον τρόπο αποστολής της
κλήσης σε απολογία, του παραπεμπτηρίου, ειδοποιήσεων κλπ καθώς οι επιδόσεις θα γίνεται με
email και θα θεωρείται ότι ο διωκόμενος υπάλληλος το έλαβε 3 εργάσιμες ημέρες από την
αποστολή του, ανεξάρτητα από το εάν έχει απαντήσει ο ίδιος ότι έλαβε γνώση ή όχι. Με αυτόν
τον τρόπο εισάγεται μία αδιανόητη υποχρέωση των υπαλλήλων να έχουν συνεχή πρόσβαση στα
e-mail τους, εκτός της εργασίας τους και κατά τη διάρκεια της άδειας τους, κατά παράβαση
κάθε έννοιας εργασιακού δικαιώματος εργάσιμου χρόνου.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με το νομοσχέδιο εκσυγχρονίζει και επιταχύνει την πειθαρχική
δικαιοσύνη για τους δημοσίους υπαλλήλους για να επέλθει η κάθαρση από τα γνωστά φαινόμενα
διαφθοράς, να «τιμωρηθούν οι επίορκοι», κλπ.
Η πραγματικότητα όμως, όπως διαμορφώνεται από τα γεγονότα, είναι διαφορετική. Σε κάθε
σκάνδαλο που αποκαλύπτεται, η δομή των εμπλεκόμενων είναι ίδια. Πολιτικά πρόσωπα,
μεγαλοστελέχη φορέων και οργανισμών, υπηρεσιακά στελέχη πολλαπλών αποχρώσεων.
Σε κάθε περίπτωση το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, αντιμετωπίζει ήδη με σκληρές ποινές, όπως
είναι η οριστική απόλυση, τα πραγματικά σοβαρά αδικήματα όπως: πλαστογραφίες, διαφθορά,
εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας κ.ά.. Προφανώς δεν χρειαζόταν νέος νόμος για να
αντιμετωπίσει τα φαινόμενα διαφθοράς, που επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης έχουν
4
πολλαπλασιασθεί. Επομένως το νομοσχέδιο αυτό, δεν στοχεύει στους επίορκους. Θωρακίζει
έναν πειθαρχικό μηχανισμό που θα λειτουργεί ως φόβητρο για όσους τολμούν να σηκώνουν
κεφάλι, να διεκδικούν, να αντιστέκονται, να μη σιωπούν.
Είναι αποκαλυπτικές οι ήδη υπάρχουσες περιπτώσεις πειθαρχικών διώξεων συναδέλφων, που
αποδεικνύουν πως ο στόχος δεν είναι οι «επίορκοι», αλλά όσοι αντιστέκονται. Όπως η
πειθαρχική δίωξη του προέδρου και της γραμματέα του Συλλόγου της Π.Ε. Έβρου για
ανακοίνωση του Σωματείου, όπου εκφράστηκε η διαφωνία σε ιδιωτικοποίηση αρμοδιότητας,
καθώς και πολλές άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στους χώρους της παιδείας και της υγείας.
Με την αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των δημόσιων υπαλλήλων, η κυβέρνηση δίνει
πλήρη ελευθερία στην αυθαιρεσία της διοίκησης.
Δεν δεχόμαστε ένα πειθαρχικό δίκαιο που αντιμετωπίζει τη συνδικαλιστική δράση, το
απεργιακό δικαίωμα, το δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε συναδέλφου να ασκεί κριτική κλπ. ως
εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Καλούμε τους Συλλόγους και όλους τους συναδέλφους
σε ετοιμότητα, για να μην καταθέσει η Κυβέρνηση της ΝΔ
αυτό το απαράδεκτο σχέδιο νόμου.
ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΑΝΟΥΤΣΑΚΟΥ ΒΕΤΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
Α) Με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προβλέπεται η κατάργηση των υφιστάμενων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων και η ίδρυση του Ενιαίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, οργάνου με πλήρη αρμοδιότητα εξέτασης όλων των πειθαρχικών υποθέσεων, αποτελούμενου αποκλειστικά από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ). Η εν λόγω ρύθμιση εισάγει έναν ενιαίο βαθμό κρίσης, με μόνη δυνατότητα προσφυγής των υπαλλήλων ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, γεγονός που ενδέχεται να περιορίσει τις δυνατότητες επανεξέτασης της υπόθεσης σε διοικητικό επίπεδο και παράλληλα να επιβαρύνει τη διοικητική Δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για περαιτέρω διοικητικές καθυστερήσεις και την επίτευξη του δεδηλωμένου σκοπού του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου.
Το ισχύον πειθαρχικό δίκαιο προβλέπει σύνθεση των συμβουλίων που διασφαλίζει, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, εγγυήσεις αμεροληψίας και θεσμικής ισορροπίας. Ειδικότερα, τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια συγκροτούνται από πέντε μέλη, εκ των οποίων δύο εκλέγονται από τους συναδέλφους του διωκόμενου υπαλλήλου, ενώ η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού και νομικού συμβούλου ενισχύει τη νομική τεκμηρίωση της κρίσης. Το δευτεροβάθμιο όργανο περιλαμβάνει εκπροσώπους της διοίκησης και των εργαζομένων, επιτρέποντας την επανεξέταση της υπόθεσης υπό συνθήκες θεσμικής σύνθεσης και αναλογικής συμμετοχής.
Αντιθέτως, το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προβλέπει την ανασυγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων κατά τρόπο που απομειώνει τις θεσμικές εγγυήσεις αμεροληψίας και πολυφωνίας, καθώς αντικαθιστά τον δικαστή και τους δύο εκλεγμένους εκπροσώπους των εργαζομένων με στελέχη του Ν.Σ.Κ. Η σύσταση ενός ενιαίου σώματος 50 πειθαρχικών ελεγκτών του Ν.Κ.Σ. που υπάγεται ιεραρχικά στο κράτος και είναι αρμόδιο για τη νομική του υποστήριξη, αποδυναμώνει τις εγγυήσεις δίκαιης κρίσης.
Β) Το σχέδιο νόμου εισάγει τον θεσμό της «πειθαρχικής συνδιαλλαγής», παρέχοντας στον διωκόμενο υπάλληλο τη δυνατότητα να αποδεχθεί την αποδιδόμενη πειθαρχική ευθύνη, προκειμένου να του επιβληθεί ηπιότερη ποινή, χωρίς να απαιτείται πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης και χωρίς την ενεργό συμμετοχή συλλογικού οργάνου. Η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να εγείρει ζητήματα συμβατότητας με το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα αποτελεσματικής υπεράσπισης, καθώς μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα παραίτησης από τα ανωτέρω δικαιώματα υπό τον φόβο αυστηρότερων κυρώσεων. Η απουσία ανεξάρτητου διαμεσολαβητικού μηχανισμού και τυπικών εγγυήσεων ελέγχου ενδέχεται να περιορίσει τη διαφάνεια της διαδικασίας.
Γ) Επιπλέον, παρατηρείται εξομοίωση πειθαρχικών παραπτωμάτων διαφορετικής φύσεως και βαρύτητας. Η ταύτιση αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου — όπως υπεξαίρεση, διαφθορά, πλαστογραφία ή πράξεις κατά της γενετήσιας ελευθερίας — με ενέργειες που σχετίζονται με συνδικαλιστική ή πολιτική δράση — όπως απείθεια, άρνηση αξιολόγησης, κριτική προς την προϊσταμένη αρχή ή συμμετοχή σε συλλογικές διεκδικήσεις — ενδέχεται να περιορίσει την άσκηση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως η συνδικαλιστική ελευθερία και η ελευθερία της έκφρασης, παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας. Η χρήση αόριστων και διασταλτικά ερμηνεύσιμων εννοιών, όπως «αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη συμπεριφορά», «κακόβουλη άσκηση κριτικής», σε συνδυασμό με τη δυνατότητα επιβολής της βαρύτερης πειθαρχικής κύρωσης, ήτοι της οριστικής παύσης, δημιουργεί ένα θεσμικά επικίνδυνο πλαίσιο διώξεων για ενέργειες που σχετίζονται με τη θεμιτή συνδικαλιστική δράση και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των συναδέλφων.
Δ) Η προβλεπόμενη διεύρυνση, μέσω του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, των περιπτώσεων αυτοδίκαιης αργίας υπαλλήλων — χωρίς προηγούμενη κρίση ή γνώμη του αρμόδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου — εγείρει ζητήματα συνταγματικής τάξης. Συγκεκριμένα, εισάγεται η δυνατότητα άμεσης θέσης υπαλλήλου σε αργία όχι μόνο σε περιπτώσεις προσωρινής κράτησης (όπως ήδη προβλέπεται), αλλά και σε περιπτώσεις επιβολής περιοριστικών όρων ή ακόμη και απλής σύλληψης, δηλαδή στο αρχικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Η εφαρμογή της αυτοδίκαιης αργίας σε πρώιμα στάδια της ποινικής διαδικασίας εγείρει σοβαρά ερωτήματα συμβατότητας με το τεκμήριο αθωότητας και ενδέχεται να δημιουργήσει συνθήκες υπηρεσιακής αβεβαιότητας.
Ε) Το σχέδιο νόμου εισάγει νέο πειθαρχικό πλαίσιο με αυστηρότερες κυρώσεις, θεσμοθετώντας πλέγμα κλιμακωτών και βαρύτερων ποινών σε σχέση με το ισχύον δίκαιο. Προβλέπεται επιβολή χρηματικών προστίμων έως και 100.000 ευρώ, τόσο ως αυτοτελείς διοικητικές κυρώσεις όσο και ως συνοδευτικά μέτρα σε περιπτώσεις παύσης, υποβιβασμού ή στέρησης βαθμολογικής εξέλιξης. Παράλληλα, επεκτείνεται η δυνατότητα αφαίρεσης έως τεσσάρων μισθολογικών κλιμακίων, ενώ εισάγεται η στέρηση του δικαιώματος προαγωγής ή χορήγησης μισθολογικού κλιμακίου για χρονικό διάστημα έως και πέντε έτη, καθώς και η απαγόρευση ανάθεσης καθηκόντων ευθύνης. Οι ρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις ως άνω προτεινόμενες ρυθμίσεις, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην υπηρεσιακή πορεία και τις αποδοχές των υπαλλήλων.
Ως βασικός στόχος του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου δηλώνεται εξαρχής «η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας» της πειθαρχικής δικαιοσύνης, το οποίο επί της αρχής μάς βρίσκει σύμφωνους. Δεν προκύπτει όμως από κανένα στοιχείο ότι η συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων στα σημερινά Πειθαρχικά Συμβούλια έχει καθυστερήσει τη λειτουργία τους. Η ίδια η αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο αναφέρει ότι «ο βασικός λόγος των καθυστερήσεων εντοπίζεται στον τρόπο συγκρότησης των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων, στα οποία προεδρεύουν δικαστές ή εισαγγελείς, των οποίων η συμμετοχή σε πειθαρχικά όργανα δεν αποτελεί βασικό και κύριο, αλλά παράλληλο καθήκον.» Επομένως, ο αποκλεισμός των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων από τα Πειθαρχικά Συμβούλια σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται.
Περαιτέρω, η διαμόρφωση κρίσης για τη λήψη Απόφασης επί πειθαρχικής υπόθεσης απαιτεί, στο συλλογικό όργανο που αποφασίζει, να συμμετέχουν πέραν των στελεχών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (πράγμα που εξάλλου συμβαίνει και σήμερα) οπωσδήποτε και οι αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων στην Υπηρεσία του διωκόμενου υπαλλήλου με πλήρη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος της ψήφου. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του πειθαρχικού δικαίου είναι σημαντικό να υπάρχει συμμετοχή των εργαζομένων που διασφαλίζεται με τη συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων τους. Μόνο έτσι επιτυγχάνονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκπλήρωση δικαιοσύνης και διαφάνειας που είναι αναγκαίες κατά τη λήψη αποφάσεων από τα Πειθαρχικά Συμβούλια. Η συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων στα Πειθαρχικά Συμβούλια ενισχύει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων στα Πειθαρχικά Συμβούλια και συντελεί στην προστασία από αυθαίρετες διώξεις.
Η μη συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων στα Πειθαρχικά Συμβούλια θα οδηγήσει νομοτελειακά στην αύξηση του πλήθους αυθαίρετων διώξεων και κατά συνέπεια σε μεγάλη ταλαιπωρία των αυθαιρέτως διωκόμενων υπαλλήλων και την εμφάνιση σημαντικών καθυστερήσεων στις σχετικές διαδικασίες, σε αντίθεση με τον βασικό στόχο της νομοθέτησης.
Εξάλλου, είναι άξια απορίας η βούληση επιστροφής στην ανάλογη νομοθέτηση του Ν.4057/2012, που επιβλήθηκε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ο οποίος είχε αφαιρέσει τη συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων στα Πειθαρχικά Συμβούλια, καθώς η εμπειρία από τη νομοθέτηση αυτή αποδεικνύει ότι η μη συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων ουδόλως βοήθησε «στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας» λήψης αποφάσεων από τα Πειθαρχικά Συμβούλια.
Λόγοι δημοκρατίας, δικαιοσύνης και διαφάνειας επιβάλουν να συμπεριλαμβάνονται στη σύνθεση των Πειθαρχικών Συμβουλίων οι αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων της Υπηρεσίας από την οποία προέρχεται ο εκάστοτε διωκόμενος υπάλληλος. Η συμπερίληψη αυτή είναι συμβατή και με τον προτεινόμενο από το παρόν νομοσχέδιο τρόπο συγκρότησης των Κλιμακίων των Πειθαρχικών Συμβουλίων.
Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαία η αντίστοιχη με τις ανωτέρω παρατηρήσεις τροποποίηση των προβλέψεων των άρθρων 17 επ. του παρόντος.
Άρθρο 134 – Κλήση σε απολογία
Το διάστημα των πέντε (5) ημερών εκτιμώ ότι θα πρέπει να αναφέρεται σε εργάσιμες ημέρες για την προστασία του υπαλλήλου, προκειμένου να αποκλειστεί περίπτωση κακόβουλου πειθαρχικώς προϊστάμενου κατά την οποία:
Επιδίδει κλήση σε απολογία το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης, οπότε ο υπάλληλος έχει στη διάθεσή του μόνο μία εργάσιμη ημέρα για την αναζήτηση στοιχείων από την Υπηρεσία και για την αυθημερόν σύνταξη και κατάθεση της απάντησής του.
Περιφερειακή ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Συνδικαλιστική παράταξη στο Δ.Σ. της Ο.Σ.Υ.Α.Π.Ε.
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΙΡΕΤΩΝ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ
Για ένα πειθαρχικό δίκαιο με δημοκρατικές εγγυήσεις – Όχι στην επιστροφή του αυταρχισμού
Η Περιφερειακή ΣΥΜΜΑΧΙΑ εκφράζει την έντονη αντίθεσή της στο περιεχόμενο του νέου Πειθαρχικού Δικαίου των Δημοσίων Υπαλλήλων, όπως αυτό εισάγεται μέσω του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών. Το σχέδιο αυτό δεν συνιστά εκσυγχρονισμό, αλλά επιστροφή σε λογικές που παραπέμπουν σε αυταρχικά διοικητικά σχήματα και υπονομεύουν βασικές συνταγματικές εγγυήσεις.
Το νέο πειθαρχικό πλαίσιο οδηγεί σε ένα καθεστώς εσωτερικής πειθαρχικής τρομοκρατίας, όπου η απόλυτη εξουσία συγκεντρώνεται στον εκάστοτε πολιτικό/διοικητικό προϊστάμενο, χωρίς λογοδοσία, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, χωρίς προστασία για τον εργαζόμενο.
Επαναφέρει διάταξη κατά την οποία η ποινή της αργίας δεν επιβάλλεται με τελεσίδικη απόφαση, αλλά αυτόματα με την άσκηση πειθαρχικής δίωξης, θίγοντας το τεκμήριο αθωότητας. Αντίκειται στη νομολογία του ΣτΕ (π.χ. ΣτΕ 3315/2014, όπου κρίθηκε ότι η επιβολή ποινής χωρίς δυνατότητα υπεράσπισης είναι αντισυνταγματική). Παραβιάζει το άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος για την αρχή της αναλογικότητας.
Ο όρος «ενδεχόμενη βλάβη του δημοσίου συμφέροντος» είναι νομικά αόριστος, ανοίγοντας τον δρόμο για καταχρηστικές πειθαρχικές διώξεις. Η έννοια «αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς» εκτείνεται και εκτός υπηρεσίας, χωρίς σαφή οριοθέτηση, επαναφέροντας το σχήμα του απόλυτου πειθαρχικού ελέγχου της προσωπικής ζωής.
«Η προσθήκη της δυνατότητας πειθαρχικής συνδιαλλαγής στο πλαίσιο της πειθαρχικής -διοικητικής διαδικασίας» δεν συνάδει με την λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα και επιφυλάξεις ως προς τρόπο και τις συνθήκες που θα εφαρμοστεί. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συνδέεται και να συγχέεται με την εφαρμογή της δυνατότητας αυτής στην ποινική διαδικασία, καθώς πρόκειται για διαφορετικές εξουσίες δικαστικής -εκτελεστικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η κατάργηση των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων στα πειθαρχικά συμβούλια, αποδυναμώνει καταρχήν την ίδια τη λειτουργία του συλλογικού οργάνου, καθώς οι αιρετοί εκπρόσωποι με την θεσμική ιδιότητα του μέλους του παρείχαν έγκυρη ενημέρωση προς τα υπόλοιπα μέλη, για ενδουπηρεσιακά ζητήματα δομής και λειτουργίας του φορέα.
Επιπλέον σε κάθε όργανο ή σώμα που επιβάλλει ποινή κατόπιν δίωξης ,εν προκειμένω πειθαρχικής, ο ρόλος της εκπροσώπησης –«υπεράσπισης» του διωκόμενου κρίνεται επιβεβλημένος ηθικά και δεοντολογικά. Όπως άλλωστε ίσχυε μέχρι τώρα, ο αριθμός των αιρετών εκπροσώπων ανερχόταν στα δύο εκ των πέντε μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της αναλογίας και να μην αλλοιώνεται η συγκρότηση του Συμβουλίου, σε θέματα απαρτίας και πλειοψηφίας.
Η κατάργηση λοιπόν των αιρετών εκπροσώπων δημιουργεί σαφέστατο ρήγμα στην τήρηση της αρχής αμεροληψίας και δίκαιης κρίσης.
Η κατάργηση του δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με τη σύσταση ενιαίου Συμβουλίου με την δυνατότητα υποβολής ένστασης μεν ,ενώπιον αρμόδιου Κλιμακίου του ίδιου συμβουλίου δε, έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση του θεμελιώδους δικαιώματος επανεξέτασης και επανεκτίμησης των δεδομένων από ανώτερου βαθμού συλλογικό όργανο .
Πρόκειται περί πρωτοείσακτης πρακτικής, που αναιρεί βασικές δικονομικές αρχές και αυτονόητα δικαιώματα .
Προσδίδεται λοιπόν ρόλος αυθεντίας με την μορφή του αλάθητου, σε ένα πειθαρχικής δικαιοδοσίας όργανο, το οποίο αποκτά υπερεξουσίες που αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας αλλά και της ιεραρχίας, ως προς την κλίμακα άσκησης της πειθαρχικής δικαιοδοσίας.
Αυτό γίνεται ακόμα επαχθές για τον εργαζόμενο, δεδομένου ότι το ενιαίο πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί πλέον να επιβάλει εξοντωτικά πρόστιμα χωρίς δευτεροβάθμιο έλεγχο.
Το αναφαίρετο δικαίωμα του διωκόμενου να προσφύγει δικαστικά, που εμφανίζεται πλέον ως μόνη επιλογή μετά την κατάργηση του δευτεροβάθμιου οργάνου, συνεπάγεται πέραν όλων των άλλων την σημαντική οικονομική επιβάρυνση του υπαλλήλου, αλλά και χρονοβόρα εξέλιξη της κρινόμενης υπόθεσης.
Με διάταξη του ίδιου νομοσχεδίου αποσυνδέεται πλήρως η ποινική από την πειθαρχική δίκη και παύει δυνατότητα προσωρινής αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας (σε ειδικές περιπτώσεις) έως ότου ολοκληρωθεί η ποινική. Καταργείται λοιπόν μια διάταξη που λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας υπέρ του εργαζομένου, κρινόμενος καταρχήν από τον φυσικό του δικαστή.
Σαφώς υπάρχουν και πολλά ακόμα σημεία ελεγχόμενα ως προς την τήρηση των αρχών ουσιαστικού δικαίου, όπως η Διεύρυνση πειθαρχικών παραπτωμάτων βάσει απλών ενδείξεων έναντι αποδείξεων για την παραπομπή του υπαλλήλου με πλήρη υπονόμευση του τεκμηρίου αθωότητας αλλά και άλλα διαδικαστικά ζητήματα.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για νομοσχέδιο κόλαφο για τα κεκτημένα δικαιώματα όχι μόνο τα εργασιακά αλλά και εκείνα που αφορούν τις ασπίδες προστασίας του διωκόμενου, ως πολίτη αλλά και ως διοικούμενου.
Η επίκληση της «ταχύτητας» δεν δικαιολογεί την κατάλυση θεμελιωδών δικαιωμάτων – σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, η επιτάχυνση δεν μπορεί να επιτυγχάνεται με υπονόμευση της δίκαιης διαδικασίας.
Η Περιφερειακή ΣΥΜΜΑΧΙΑ δηλώνει την αντίθεση της στο προτεινόμενο σχέδιο Νόμου, καταθέτει τις παρατηρήσεις της και καλεί την κυβέρνηση, να προσέλθει σε διάλογο, για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων του Δημοσίου και των υπηρεσιών των Ο.Τ.Α., δίνοντας λύση σε προβλήματα που εδώ και χρόνια ταλανίζουν τους υπαλλήλους.
Ένα Πειθαρχικό Δίκαιο, που μοναδικό σκοπό έχει να καλύψει τα προβλήματα, να μετακυλήσει τις ευθύνες και να οδηγήσει τελικά τους υπαλλήλους στην απόλυτη εξάρτηση από την διοικητική ή πολιτική ηγεσία κάθε φορέα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό από τους εργαζομένους, οι οποίοι δηλώνουν την πλήρη αντίθεση τους στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης και ζητούν την καθιέρωση ενός πλαισίου με δικαιοκρατικές εγγυήσεις, λειτουργική αυτοτέλεια και απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα του υπαλλήλου και του πολίτη.
Για την Περιφερειακή ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Τα μέλη στο ΔΣ της ΟΣΥΑΠΕ
Βαζούρας Δημήτριος (Αντιπρόεδρος) – τηλ. 694 450 1075
Δεγαΐτη Βασιλική – τηλ. 693 714 2444
Ευστρατίου Χαράλαμπος – τηλ. 694 557 5454
Λυριστής Μιχαήλ – τηλ. 694 497 7101
Για το Πειθαρχικό Δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων είναι αναγκαίο, για λόγους διαφάνειας και αποφυγή παράνομων διώξεων από υπάλληλο που έχει στη δικαιοδοσία του να προβεί σε πειθαρχικό έλεγχο υφισταμένου του, να καθορίζεται ρητώς στο παρόν νομοσχέδιο προς διαβούλευση πως ενημερώνεται ο ατομικός φάκελος του υπαλλήλου που διώκεται και μάλιστα όπου αυτός νομίμως διατηρείται. Αυτό να αφορά τόσο την αθωωτική ή μη απόφαση του πειθαρχικού οργάνου όσο και την τυχόν απόφαση περικοπής μισθού ή απόλυσης και φυσικά τη διεξαγωγή οποιασδήποτε πειθαρχικής διαδικασίας ασκείται σε τρίτον. Από την στιγμή που οι προϊστάμενοι αξιολογούν τους υφισταμένους τους θα πρέπει να υπάρχει η απαραίτητη και άμεση πρόσβαση αυτών στους ενημερωμένους ατομικούς φακέλους των τελευταίων.
Τέλος, να αναγράφεται ότι η πειθαρχική διαδικασία διάγετε ατελώς.
Ως εκπαιδευτικός και δημόσιος υπάλληλος, μελετώντας το σχέδιο νόμου για το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, εκφράζω την έντονη ανησυχία μου για δύο βασικούς άξονες που διατρέχουν τις διατάξεις του: την έκθεση των υπαλλήλων σε ανεξέλεγκτες καταγγελίες και την πιθανή ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης.
Ειδικότερα, η απουσία επαρκών δικλείδων ασφαλείας κατά των αβάσιμων ή κακόβουλων καταγγελιών δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας. Υπάρχει ο κίνδυνος οι δημόσιοι υπάλληλοι να βρεθούν εύκολα στο στόχαστρο εκδικητικών ενεργειών ή ψευδών κατηγοριών, χωρίς να προβλέπονται επαρκή φίλτρα για την αρχική αξιολόγηση της βασιμότητας των καταγγελιών. Αυτό όχι μόνο υπονομεύει το αίσθημα δικαίου, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε χρονοβόρες και ψυχοφθόρες διαδικασίες για υπαλλήλους που είναι αθώοι.
Παράλληλα, με βρίσκει απόλυτα αντίθετη το ενδεχόμενο ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης. Φοβάμαι ότι το νομοσχέδιο περιέχει διατάξεις που, μέσω της ευρείας ερμηνείας πειθαρχικών παραπτωμάτων, μπορούν να πλήξουν θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα, όπως αυτ7ό της συνδικαλιστικής ελευθερίας και της ελευθερίας έκφρασης. Η συμμετοχή σε νόμιμες συνδικαλιστικές δράσεις και η άσκηση κριτικής στην εκπαιδευτική ή διοικητική πολιτική δεν πρέπει να θεωρούνται πειθαρχικό παράπτωμα.
Είναι επιτακτική ανάγκη το νομοσχέδιο να διασφαλίζει πλήρως την προστασία των δημοσίων υπαλλήλων από καταχρηστικές καταγγελίες και να κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα στη συνδικαλιστική δράση, χωρίς να αφήνει περιθώρια για ερμηνείες που θα περιορίζουν τις δημοκρατικές ελευθερίες.
21 Ιουλίου; Τι μας θυμίζει άραγε;
το νομοσχέδιο είναι τιμωρητικό, αντιδραστικο κ οπισθοδρομικό, οδηγεί σιγά σιγά στην άρση της μονιμότητας, κ έμμεσα στη δημιουργία πελατειακων σχέσεων. Χαρακτηριστικη είναι η απουσία αιρετών εκπροσώπων(!?!) εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια καθώς κ το β’ βαθμιο συμβούλιο εξέτασης επίσης υπάρχει ταυτοπροσωπεια κατήγορου κ υπερασπιστη.
Δεν πρόκειται για μια απλή αυστηροποίηση των πειθαρχικών ποινών των δημοσίων Υπαλλήλων αλλά για ένα απαράδεκτο, κυνικό και αντεργατικό σχέδιο, που στόχο έχει να ενισχύσει το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας μέσα στους χώρους δουλειάς, να ποινικοποιήσει την συνδικαλιστική και πολιτική δράση, με στόχο να προχωράει η αντιλαϊκή πολιτική «άνευ αντιρρήσεως».
Και αυτό, όπως και όλα τα τελευταία νομοσχέδια που γίνονται νόμοι του κράτους ντύνονται με όμορφες λέξεις και φανταστικές στοχοθεσιες για να κρύψουν την πραγματικότητα. Φυσικά και πρόκειται για ακόμη μια προσπάθεια χειραγώγησης και αν ελευθερίας. Αυτά όμως τα ξέρετε. Προς τι η διαβούλευση;
Διαφωνώ με το νομοσχέδιο και συντασσομαι με την ανακοίνωση του σωματείου μου, της ΟΛΜΕ, στις 10/07/25 που αφορά το θέμα.
Απαράδεκτο νομοσχέδιο, τιμωρητικό, αντιδραστικό, οπισθοδρομικό.Καταργεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συνδικαλιστικής δράσης και της συμμετοχής σε νόμιμη απεργία που έχει προκηρυχθεί από την ΟΛΜΕ και στη συνέχεια από την ΑΔΕΔΥ. Η αξιολόγηση αυτή στο εξωτερικό, όπου εφαρμόστηκε απέτυχε (βλ. Αγγλία, Γαλλία). Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του δημόσιου σχολείου και η αποτροπή των εκπαιδευτικών να εργαστούν σε αυτό. Δεν είναι τυχαίο που η πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας συντάσσεται με τις διαμαρτυρίες και απεργίες των εκπαιδευτικών τονίζοντας τον αντιπαιδαγωγικό χαρακτήρα της αξιολόγησης, που φέρνει την κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών, την ώρα που η υγιής τάση στο εξωτερικό είναι ΕΝΑ σχολείο για όλους.
Απαράδεκτο νομοσχέδιο
Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των άρθρων 1 και 2 του Μέρους Α’ του προτεινόμενου νομοσχεδίου, διατυπώνουμε την κατηγορηματική αντίθεσή μας στην ψήφισή του για τους ακόλουθους ουσιαστικούς λόγους:
—
1. Παρέμβαση στη θεσμική ανεξαρτησία της πειθαρχικής διαδικασίας
Η πρόβλεψη για συμμετοχή λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στα νέα πειθαρχικά όργανα συνιστά σαφή μετατόπιση της πειθαρχικής δικαιοσύνης προς την εκτελεστική εξουσία. Η στενή σύνδεση του Νομικού Συμβουλίου με την κυβέρνηση καθιστά πιθανή τη χειραγώγηση πειθαρχικών ελέγχων για πολιτικούς ή διοικητικούς σκοπούς.
—
2. Κίνδυνος καταστρατήγησης εγγυήσεων υπεράσπισης
Η επιτάχυνση των διαδικασιών χωρίς επαρκείς ρυθμίσεις διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, της πλήρους πρόσβασης στον πειθαρχικό φάκελο και της νομικής υποστήριξης, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα δικαιώματα υπεράσπισης των υπαλλήλων και ενδέχεται να οδηγήσει σε αυθαίρετες ποινές.
—
3. Ψηφιακός αποκλεισμός και τεχνολογική ανισότητα
Η χρήση ψηφιακών μέσων στην πειθαρχική διαδικασία χωρίς πρόβλεψη για την καθολική πρόσβαση και την τεχνική υποστήριξη των υπαλλήλων μπορεί να δημιουργήσει ανισότητες και να στερήσει από εργαζόμενους το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής στη διαδικασία.
—
4. Θεσμοθέτηση πειθαρχικής συνδιαλλαγής – Υπονόμευση της διαφάνειας
Η δυνατότητα συνδιαλλαγής στο πλαίσιο πειθαρχικών διαδικασιών ανοίγει τον δρόμο για συμβιβασμούς χωρίς ουσιαστικό έλεγχο και υπονομεύει την έννοια της ισονομίας. Η απουσία ξεκάθαρων κανόνων και ελέγχων επιτρέπει την εύνοια ή την πίεση προς συγκεκριμένους υπαλλήλους, γεγονός που αποδυναμώνει το κύρος της δημόσιας διοίκησης.
—
5. Αοριστία διατάξεων και αδιαφάνεια προθέσεων
Οι γενικόλογες αναφορές σε «ειδικότερες ρυθμίσεις για την υπηρεσιακή κατάσταση» δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα ή σαφείς προβλέψεις, αφήνοντας περιθώριο αυθαιρεσίας στην εφαρμογή του νόμου και δυσχεραίνοντας τον κοινοβουλευτικό και κοινωνικό έλεγχο.
—
Συμπέρασμα – Αιτιολόγηση Απόρριψης
Το προτεινόμενο πλαίσιο, παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις εκσυγχρονισμού, δεν πληροί τις αρχές της ισότητας, της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας της διοίκησης. Εισάγει επικίνδυνες τομές χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, ενισχύει τη συγκεντρωτική διοικητική εξουσία και αποδυναμώνει τον θεσμό της πειθαρχικής δικαιοσύνης.
Κατόπιν των ανωτέρω, ζητείται η απόρριψη του Μέρους Α’ στο σύνολό του και η εκ νέου κατάρτιση πλαισίου πειθαρχικής μεταρρύθμισης με βάση:
Τη θεσμική ανεξαρτησία των οργάνων.
Τη διασφάλιση των υπαλληλικών δικαιωμάτων.
Την ισότιμη πρόσβαση όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων.
Και μόνο το γεγονός ότι εξισώνεται η συμμετοχή σε απεργία – αποχή με αλλά πάρα πολύ σοβαρά και ντροπιαστικά παραπτώματα, και φυσικά η προσπάθεια κατάργησης του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην απεργία, δείχνει ότι αυτή η κυβέρνηση θέλει έναν δημόσιο υπάλληλο και δη εκπαιδευτικό να είναι ένας φοβισμένος δούλος των ακαταδίωκτων κυβερνητικών, αντί να είναι υπηρέτης του λαού. Θέλουν ο δημόσιος υπάλληλος να εξυπηρετεί την κυβέρνηση αντί την κοινωνια. Ζούμε τα πιο σκοτεινά χρόνια της αντιπολίτευσης, μια ευγενική χορηγία της υπερχρεωμένης σε τραπεζικά δάνεια και με ρεκορ σκανδάλων ΝΔ.
Για ποιο λόγο καταργείται το τεκμήριο της αθωότητας;
Για ποιο λόγο θα τίθεται ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα χωρίς να έχει τελεσιδικησει η υπόθεση της καταγγελίας του;
Η μόνη εξήγηση είναι για να βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση τρόμου και βορρά στις ενδεχόμενες κακοπροαίρετες διαθέσεις του καθενός. Αυτό δε νομίζω να θεωρείται δημοκρατία. Θυμίζει τακτικές επταετίας.
Θα έπρεπε να είστε περισσότερο προσεκτικοί όταν νομοθετείτε επηρεάζοντας άμεσα ανθρώπινες ζωές και αξιοπρέπειες. Το όφελος στους πολίτες δεν είναι προφανές με το να καταγγέλουν για οποιοδήποτε δικό τους λόγο, ίσως και ανυπόστατο τον όποιο δημόσιο υπάλληλο συναντούν και συναλλάσσονται, ειδικά εκπαιδευτικούς.
Για ποιο λόγο καταργείται το τεκμήριο της αθωότητας;
Για ποιο λόγο θα τίθεται ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα χωρίς να έχει τελεσιδικησει η υπόθεση της καταγγελίας του;
Η μόνη εξήγηση είναι για να βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση τρόμου και βορρά στις ενδεχόμενες κακοπροαίρετες διαθέσεις του καθενός. Αυτό δε νομίζω να θεωρείται δημοκρατία. Θυμίζει τακτικές επταετίας.
Θα έπρεπε να είστε περισσότερο προσεκτικοί όταν νομοθετείτε επηρεάζοντας άμεσα ανθρώπινες ζωές και αξιοπρέπειες. Το όφελος στους πολίτες δεν είναι προφανές με το να καταγγέλουν για οποιοδήποτε δικό τους λόγο, ίσως και ανυπόστατο τον όποιο δημόσιο υπάλληλο συναντούν και συναλλάσσονται, ειδικά εκπαιδευτικούς.
17 Ιουλίου 2025, 18:53 | Κωνσταντίνος ΛημνιωτηςΜόνιμος ΣύνδεσμοςΓια ποιο λόγο καταργείται το τεκμήριο της αθωότητας;
Για ποιο λόγο θα τίθεται ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα χωρίς να έχει τελεσιδικησει η υπόθεση της καταγγελίας του;
Η μόνη εξήγηση είναι για να βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση τρόμου και βορρά στις ενδεχόμενες κακοπροαίρετες διαθέσεις του καθενός. Αυτό δε νομίζω να θεωρείται δημοκρατία. Θυμίζει τακτικές επταετίας.
Θα έπρεπε να είστε περισσότερο προσεκτικοί όταν νομοθετείτε επηρεάζοντας άμεσα ανθρώπινες ζωές και αξιοπρέπειες. Το όφελος στους πολίτες δεν είναι προφανές με το να καταγγέλουν για οποιοδήποτε δικό τους λόγο, ίσως και ανυπόστατο τον όποιο δημόσιο υπάλληλο συναντούν και συναλλάσσονται, ειδικά εκπαιδευτικούς.
το νομοσχέδιο είναι τιμωρητικό, αντιδραστικο κ οπισθοδρομικό, οδηγεί σιγά σιγά στην άρση της μονιμότητας, κ έμμεσα στη δημιουργία πελατειακων σχέσεων. Χαρακτηριστικη είναι η απουσία αιρετών εκπροσώπων(!?!) εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια καθώς κ το β’ βαθμιο συμβούλιο εξέτασης»
Απαράδεκτο νομοσχέδιο. Μόνο σε καθεστωτικές κυβερνήσεις έχουν θεσπιστεί παρόμοια νομοσχέδια. Αναιρείται το δικαίωμα Συμμετοχής σε μια νόμιμη απεργία Που έχει προκηρύσσει η Διδασκαλική ομοσπονδία. Η εφαρμογή της τιμωρητικής αξιολόγησης στο εξωτερικό και η εντατικοποίηση των ποινών της είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή και κατάρρευση του εκπαιδευτικού συστήματος όπως για παράδειγμα στη Γαλλία. Το αποτέλεσμα Ήταν η αποτροπή των εκπαιδευτικών να εργαστούν στα δημόσια σχολεία. Για το λόγο αυτό άνθισε ιδιωτική εκπαίδευση. Δεν είναι τυχαίο που η πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας συντάσσεται με τις διαμαρτυρίες και απεργίες των εκπαιδευτικών τονίζοντας την Αντιπαιδαγωγική και αντιεκπαιδευτική Σημασία της αξιολόγησης που έχει ήδη θεσπιστεί.
Θα ήθελα να εκφράσω τις σοβαρές μου επιφυλάξεις και ανησυχίες σχετικά με ορισμένες διατάξεις του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου για την αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων. Θεωρώ ότι ορισμένα σημεία του κινδυνεύουν να υπονομεύσουν βασικές αρχές δικαίου και να επηρεάσουν αρνητικά το εργασιακό περιβάλλον στο Δημόσιο.Πιο συγκεκριμένα, με προβληματίζει ιδιαίτερα η πρόβλεψη για τη θέση σε μακρόχρονη διαθεσιμότητα με την απλή απαγγελία κατηγορίας, πριν καν την οριστική απόφαση πειθαρχικού οργάνου. Αυτή η διάταξη, κατά την άποψή μου, θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και ενδέχεται να οδηγήσει σε αδικίες και σε δυσμενείς συνέπειες για τους υπαλλήλους, ακόμα και σε περιπτώσεις αβάσιμων καταγγελιών. Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται η προστασία των εργαζομένων μέχρι την πλήρη και αμετάκλητη διαλεύκανση των υποθέσεων.Επιπλέον, εκφράζω την ανησυχία μου για την αυθαίρετη διεύρυνση των πειθαρχικών αδικημάτων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης. Η πρόβλεψη ότι η άρνηση στην αξιολόγηση μπορεί να μετατραπεί σε πειθαρχικό αδίκημα με απειλή απόλυσης, δημιουργεί την αίσθηση ενός καταναγκαστικού πλαισίου, αντί ενός συστήματος που προωθεί τη βελτίωση και την συνεργασία. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η αξιολόγηση θα είναι ένα αναπτυξιακό εργαλείο και όχι ένα μέσο πίεσης ή εκφοβισμού.Τέλος, θεωρώ κρίσιμη την πρόβλεψη για την κατάργηση της συμμετοχής αιρετών εκπροσώπων και δικαστών από τα πειθαρχικά συμβούλια και την αντικατάστασή τους από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αυτή η αλλαγή εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των πειθαρχικών οργάνων. Είναι ζωτικής σημασίας τα πειθαρχικά συμβούλια να διαθέτουν μια σύνθεση που να εγγυάται την αντικειμενικότητα και να προστατεύει τα δικαιώματα των υπαλλήλων, αποφεύγοντας κάθε πιθανότητα ελέγχου από τη διοίκηση.
Το νομοσχέδιο είναι τιμωρητικό, αντιδραστικό κ οπισθοδρομικό, οδηγεί σιγά σιγά στην άρση της μονιμότητας, κ έμμεσα στη δημιουργία πελατειακών σχέσεων. Χαρακτηριστική είναι η απουσία αιρετών εκπροσώπων(!?!) εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια καθώς κ το β’ βάθμιο συμβούλιο εξέτασης.
Μόνο θλίψη για την κατάντια του συντάγματος.
Πάντα αναρωτιώμουν πως κοιμάστε τα βράδια.Μάλλον ήσυχα εσείς και σε άλλη χώρα από δω και πέρα εμείς.
Απαραδεκτο νομοσχεδιο, αντισυνταγματικες επιταγες
«το νομοσχέδιο είναι τιμωρητικό, αντιδραστικό και οπισθοδρομικό, οδηγεί σιγά σιγά στην άρση της μονιμότητας, και έμμεσα στη δημιουργία πελατειακών σχέσεων. Χαρακτηριστικη είναι η απουσία αιρετών εκπροσώπων, εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια καθώς και το β’ βαθμιο συμβούλιο εξέτασης»
το νομοσχέδιο έχει χαρακτήρα τιμωρητικό, είναι αντιδραστικό κ οπισθοδρομικό, οδηγεί στην άρση της μονιμότητας κ στη δημιουργία πελατειακών σχέσεων. Χαρακτηριστική είναι η απουσία αιρετών εκπροσώπων εργαζομένων !!!από τα πειθαρχικά συμβούλια καθώς κ το β’ βαθμιο συμβούλιο εξέτασης.
Το νομοσχέδιο είναι τιμωρητικό, αντιδραστικο κ οπισθοδρομικό, οδηγεί σιγά σιγά στην άρση της μονιμότητας και έμμεσα στη δημιουργία πελατειακων σχέσεων. Χαρακτηριστικη είναι η απουσία αιρετών εκπροσώπων, εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια καθώς και το β’ βαθμιο συμβούλιο εξέτασης.
Ας ξεκινήσει η αξιολόγηση από τα υψηλά στελέχη αρχικά που εκμεταλευονται τη θέση τους και παρανομούν. Ας γίνει άρση της βουλευτικής ασυλίας που παρανομούν συνεχώς χωρίς συνέπειες…
Get Plus
You said:
Το νομοσχέδιο που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση αποτελεί μια ακόμα απόπειρα αυταρχικής παρέμβασης στον δημόσιο τομέα, και είναι μια ακόμα προσπάθεια εκβιασμού των εκπαιδευτικών με τον μανδύα της «εκσυγχρονιστικής μεταρρύθμισης». Κρύβονται ρυθμίσεις που υπονομεύουν την ανεξαρτησία, την αντικειμενικότητα και τη θεσμική προστασία των δημοσίων υπαλλήλων. Φτιαξε το παραπάνω κειμενο σαν να το εχει γραψει που δεν τα παει καλά με τα νομικά … Και να μην φαίνεται οτι ειναι αποτελεσμα ai
αα) Η εισαγωγή μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στα πειθαρχικά όργανα δεν αποτελεί ωμή κρατική παρέμβαση. Το ΝΣΚ είναι θεσμός που υπερασπίζεται το Δημόσιο – δεν είναι ούτε ανεξάρτητο, ούτε ουδέτερο. Έτσι, αντί για αντικειμενική κρίση, εισάγεται ο κίνδυνος προκατειλημμένων αποφάσεων και πολιτικών διώξεων με τον μανδύα της «πειθαρχίας». Αποτελεί μια προσπάθεια φίμωσης των εκπαιδευτικών. Γεγονός που αποτελεί παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, κατά παράβαση του Συντάγματος. αβ)Ψηφιακή «αναβάθμιση» – εργαλείο επιτάχυνσης διώξεων
Δεν πρόκειται για ενίσχυση διαφάνειας, αντιθέτως ζημιώνεται σημαντικά το δικαίωμα του καθενός να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να συμμετάσχει σε διαφανείς διαδικασίες. αγ)»πειθαρχική συνδιαλλαγή» – «παζάρι ποινών». Αντί για σταθερούς και σαφείς κανόνες, ανοίγει η πόρτα για «συμβιβασμούς» πίσω από κλειστές πόρτες. Ενισχύεται η αδιαφάνεια στις πειθαρχικές διαδικασίες. Η «πειθαρχική συνδιαλλαγή» είναι πολύ ασαφείς και δεν ορίζει κανένα κριτήριο και αυτό θα λειτουργήσει σε βάρος του εργαζόμενου που δεν συνδιαλέγεται απο θέση ισχύος, όπως ο εκάστοτε προϊστάμενος. αδ) Μια πρόταση που ενισχύει και προωθεί ακόμα περισσότερο την αδιαφάνεια καθώς προμηνύει θεσμικές αλλαγές χωρίς κανέναν θεσμικό έλεγχο. Ο νόμος βρίθει αλλαγών που προμηνύουν αλλαγές με αδιαφανείς διαδικασίες. Παράλληλα επενδύει στην καλλιέργεια του φόβου ως βασικό μέσο πειθάρχισης και λογοκρισίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι η συνταγματικότητα του νόμου είναι προς αμφισβήτηση καθώς αγνούνται θεμελειώδης αρχές του κράτους δικαίου.
ChatGPT said:
Ορίστε μια εκδοχή του κειμένου σου, πιο απλή και άμεση, σαν να τη γράφει κάποιος που δεν έχει νομικές γνώσεις ή εξειδίκευση, αλλά έχει ισχυρή άποψη και έντονη ανησυχία για όσα συμβαίνουν. Το ύφος είναι ανθρώπινο, αυθόρμητο και δεν μοιάζει προϊόν AI:
Αυτό το νομοσχέδιο που έχει βγει στη διαβούλευση, είναι ακόμα μία προσπάθεια να ασκήσουν έλεγχο και πίεση στον δημόσιο τομέα, ειδικά στους εκπαιδευτικούς. Μας το παρουσιάζουν σαν «μεταρρύθμιση» και «εκσυγχρονισμό», αλλά στην πραγματικότητα κρύβει ρυθμίσεις που χτυπάνε ευθέως τα δικαιώματά μας, την ανεξαρτησία μας και την ασφάλεια που (υποτίθεται πως) έχουμε ως δημόσιοι υπάλληλοι.
αα) Τοποθέτηση μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στα πειθαρχικά όργανα
Μας λένε πως αυτό γίνεται για να υπάρχει τάξη, αλλά στην ουσία πρόκειται για κρατική παρέμβαση. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους υπερασπίζεται το Δημόσιο – δεν είναι ουδέτερο, ούτε ανεξάρτητο. Αντί να έχουμε αντικειμενικές αποφάσεις, κινδυνεύουμε να δούμε προκατειλημμένες κρίσεις, που μπορεί να εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες. Είναι σαν να μας λένε «μη μιλάτε πολύ», αλλιώς… πειθαρχικό. Αυτό δεν είναι δημοκρατία, ούτε σέβεται τη διάκριση των εξουσιών.
αβ) Ψηφιακή «αναβάθμιση» – ή αλλιώς, fast track διώξεις
Δε μιλάμε για περισσότερη διαφάνεια. Το αντίθετο. Κάνουν πιο εύκολη και γρήγορη τη διαδικασία να στοχοποιηθεί κάποιος, χωρίς να έχει τον χρόνο και τα μέσα να υπερασπιστεί τον εαυτό του όπως πρέπει.
αγ) «Πειθαρχική συνδιαλλαγή» – δηλαδή παζάρι πίσω από κλειστές πόρτες
Αντί να υπάρχουν καθαροί και συγκεκριμένοι κανόνες, μας λένε να τα «βρίσκουμε» με τον προϊστάμενο. Ποιος έχει τη δύναμη σε αυτή την περίπτωση; Όχι ο εργαζόμενος. Έτσι ανοίγει η πόρτα σε πιέσεις, εκβιασμούς, και αποφάσεις που δε θα βασίζονται σε κανένα ξεκάθαρο κριτήριο.
αδ) Γενικά, το όλο πλαίσιο μυρίζει αδιαφάνεια και αυθαιρεσία
Το νομοσχέδιο ανοίγει τον δρόμο για θεσμικές αλλαγές χωρίς να υπάρχει κανένας ουσιαστικός έλεγχος. Μας φοβίζουν, μας τρομοκρατούν, μας λογοκρίνουν. Κι όλα αυτά, χωρίς καν να ξέρουμε τι ακριβώς έρχεται.
Τέλος, είναι σίγουρο ότι όλα αυτά δεν είναι καν συνταγματικά. Το νομοσχέδιο φαίνεται να παραβιάζει βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Να αποσυρθεί άμεσα ο αντισυνταγματικός νόμος.
Συμφωνώ απόλυτα με τον ΓΣ Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων σε Ερευνητικά Κέντρα κια Ιδρύματα: Το παρόν νομοσχέδιο είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ και το μόνο που φέρνει είναι αυταρχικοποίηση και περιστολή δημοκρατικών ελευθεριών στον δημόσιο τομέα. Βαφτίζει πειθαρχικά παραπτώματα ενέργειες και δράσεις που συνδέονται με την κοινωνική, πολιτική και συνδικαλιστική δράση των δημοσίων υπαλλήλων, βάζοντας στο ίδιο καζάνι των πειθαρχικών παραπτωμάτων και των πειθαρχικών ποινών, τα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Είναι η φυσική συνέχεια του πογκρόμ πειθαρχικών διώξεων κατά συνδικαλιστών, καθώς και των εκφρασμένων κυβερνητικών προθέσεων για κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο. Προσπαθεί να επιβάλει σιγή νεκροταφείου στους χώρους εργασίας και υποταγή των εργαζόμενων, για να μη διαταραχθεί η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων και να γίνει πιο “αποτελεσματικό” το κράτος στην υλοποίηση των στρατηγικών του επιλογών και την προσαρμογή του στην πολεμική οικονομία. H κυβέρνηση ουδόλως ασχολείται με την υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των δημοσίων υπηρεσιών, την απαξίωση των κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών, τις ρουσφετολογικές πρακτικές και την οικονομική εξαθλίωση των δημοσίων υπαλλήλων. Αντιθέτως, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα αυστηρά ελεγχόμενο πλαίσιο λειτουργίας του δημοσίου με μοχλό ένα αναβαθμισμένο πειθαρχικό δίκαιο ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης και του απεργιακού δικαιώματος, και κατάργησης μέσω πειθαρχικών μέτρων του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος στη μονιμότητα. Τα πειθαρχικά συμβούλια μετατρέπονται σε ιδιότυπα υπηρεσιακά δικαστήρια ενω μια σειρά άλλων ρυθμίσεων δημιουργούν ένα πλαίσιο αυστηρής πειθάρχησης και τιμωρίας, κάτω από τον μανδύα της δήθεν αξιολογησης.
υ.γ. «απορίας» άξιο ότι υπάρχει κάποιος που γράφει ότι το νομοσχέδιο κινείται σε ορθή κατεύθυνση…..
Τοποθέτηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Εργαζομένων Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας στη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο: Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, σύσταση Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων και λοιπές διατάξεις
Η κυβέρνηση, με το νέο σχέδιο νόμου για το πειθαρχικό δίκαιο στο Δημόσιο, επιλέγει τον δρόμο του φόβου και της πειθάρχησης απέναντι στους εργαζόμενους που αγωνίζονται και διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Ακόμα περισσότερο η κυβέρνηση επιχειρεί αφενός διά της πλαγίας οδού, την κατάργηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων αφετέρου την αποδυνάμωση της ανεξαρτησίας του κατά την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών έναντι ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.
Ειδικότερα με το συγκεκριμένο νομοθέτημα:
1. Καταργείται η συμμετοχή των δύο αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων με δικαίωμα ψήφου στα πειθαρχικά συμβούλια, καταλύοντας με αυτό το τρόπο κάθε έννοια συλλογικού ελέγχου και υπεράσπισης των εργαζομένων. Τα νέα πειθαρχικά συμβούλια θα στελεχώνονται από τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του κράτους και αποκλείονται από τη σύνθεσή τους και οι δικαστές (όπως ίσχυε μέχρι τώρα) οι οποίοι μέχρι τώρα διατελούσαν Πρόεδροι των Πειθαρχικών. Ως «εκπροσώπηση» των εργαζομένων παρουσιάζεται η δυνατότητα να παραστεί, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος τριτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, προκειμένου να τοποθετηθεί ενώπιον τον Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από αίτηση του διωκόμενου υπαλλήλου, χωρίς όμως να έχει ουσιαστική παρέμβαση στη διαδικασία. Πρόκειται περί εμπαιγμού καθώς νομικοί που έχουν ως εργοδότη το κράτος θα αποφασίζουν μόνοι τους εντελώς για την τύχη δημοσίων υπαλλήλων χωρίς αντίλογο, επί της ουσίας.
2. Καταργούνται τα δευτεροβάθμια Πειθαρχικά συμβούλια καθώς και το δικαίωμα υποβολής ένστασης και κρίσης των αποφάσεων, αναγκάζοντας όσους αδικούνται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη εμπλεκόμενοι σε μια πολυδάπανη χρονοβόρα και εν τέλη εξαντλητική διαδικασία.
3. Εισάγεται ως ιδιώνυμο αδίκημα η άρνηση υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης προβλέποντας ακόμα και την ποινή της οριστικής παύσης –απόλυσης σε περίπτωση αποχής από την αξιολόγηση για δύο συνεχόμενες αξιολογικές περιόδους. Πρόκειται, αναμφισβήτητα για μία περαιτέρω ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης και έκφρασης, λαμβάνοντας υπόψη ότι την απόφαση αποχής – απεργίας από την αξιολόγηση λαμβάνουν δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα και η απεργία αποτελεί δικαίωμα.
4. Καταργείται το τεκμήριο της αθωότητας και η αρχή της αναλογικότητας καθώς αρκεί η σύλληψη και η επιβολή περιοριστικών όρων, για πλήθος αδικημάτων για να τεθεί ένας εργαζόμενος στο καθεστώς της αυτοδίκαιης αργίας. Έτσι ο υπάλληλος οδηγείται στην απαξίωση και στην εξαθλίωση, ακόμη και αν τελικά αποδειχτεί ότι είναι αθώος. Θα μπορούσε κάλλιστα στην κατηγορία αυτή να συμπεριληφθεί μια ενδεχόμενη σύλληψη υπαλλήλου στο πλαίσιο συνδικαλιστικής ή πολιτικής δράσης και η μετατροπή των κατηγοριών σε βάρος του πχ για «αντίσταση κατά της αρχής» ή ακόμη και αδικήματα που αφορούν διαφορές προσωπικού ή οικογενειακού χαρακτήρα.
5. Προστίθενται νέα αδικήματα όπως η άσκηση εργασίας ή έργου χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας. Ταυτόχρονα διευρύνεται το «αξιόποινο» σειράς δημόσιων ή υπηρεσιακών στάσεων κάτω από τη γενική και εξαιρετικά αόριστη και αναχρονιστική κατηγορία της «αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας», κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να συμπεριλαμβάνονται η πολιτική δράση, η προστασία του Δημοσίου συμφέροντος από πράξεις ή παραλήψεις της Διοίκησης, η συνδικαλιστική δράση προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων εργαζομένων, η συμμετοχή σε δράσεις και διαδηλώσεις για μείζονα άλλα ζητήματα, πχ αντιπολεμικό κίνημα, αλλά ακόμα και πλευρές της προσωπικής ζωής των εργαζομένων.
6. Εισάγονται νέες ποινές όπως η αφαίρεση έως 4 μισθολογικών κλιμακίων και η στέρηση μισθολογικής εξέλιξης έως και 5 έτη. Επίσης αυξάνονται τα πρόστιμα που μπορούν να επιβάλλουν τα μονοπρόσωπα πειθαρχικά όργανα χωρίς καμία ανάμιξη πειθαρχικού συμβουλίου, (όπως Διευθυντές, Διοικητές Οργανισμών, Υπουργός, Γενικοί Γραμματείς κλπ) π.χ. αυξάνεται το πρόστιμο του υπουργού από αποδοχές 3 μηνών σε 5 μήνες. Αυξάνονται οι περιπτώσεις για τις οποίες μπορούν να επιβληθούν οικονομικά πρόστιμα, τα οποία αγγίζουν ακόμη και τα όρια της εξόντωσης αφού φτάνουν ακόμη και το ποσό των 100.000 ευρώ!
7. Εισάγεται επίσης η έννοια «πειθαρχικής συναλλαγής», δηλαδή ο διωκόμενος υπάλληλος να έχει τη δυνατότητα υπογραφής «ομολογίας ενοχής» για να του επιβληθεί μικρότερη ποινή. Πρόκειται για διαδικασία εξευτελισμού τόσο της ίδιας της έννοιας των πειθαρχικών συμβουλίων όσο και των υπαλλήλων, των οποίων η αξιοπρέπεια προσβάλλεται βάναυσα.
8. Μάλιστα, πλέον καταργείται η έννοια της φυσικής επίδοσης της οποιασδήποτε καταγγελίας και εισάγεται η επίδοση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και μάλιστα ο υπάλληλος θεωρείται δεδομένο ότι έχει ενημερωθεί όταν παρέλθουν 3 ημέρες από την αποστολή του μηνύματος, ακόμη και αν πχ βρίσκεται σε άδεια.
Ως Σύλλογος Εργαζομένων Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας διεκδικούμε:
• Να αποσυρθεί τώρα το σχέδιο νόμου για το νέο πειθαρχικό.
• Εκδημοκρατισμό του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα έπειτα από διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων προκειμένου να εξαλειφθούν αντιδραστικοί και γενικόλογοι όροι ελέγχου της συμπεριφοράς ακόμη και ΕΚΤΟΣ εργασίας.
• Να παραμείνει και να διευρυνθεί η συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων στα πειθαρχικά όργανα.
• Να σταματήσει κάθε ποινικοποίηση, έμμεση ή άμεση, της συνδικαλιστικής δράσης και της ελεύθερης έκφρασης.
Στο εν λόγω νομοσχέδιο προβλέπεται και η ίδρυση ενός Ν.Π.Ι.Δ. με τον τίτλο «Ελληνικό Κέντρο Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων». Σχετικά με αυτές τις διατάξεις διαπιστώσαμε ορισμένα ζητήματα όσον αφορά τη σκοπιμότητα ίδρυσης, τη λειτουργία και τη στελέχωση του φορέα.
Συγκεκριμένα:
1.Υποτίθεται ότι σκοπός του φορέα είναι η παροχή εμπειρογνωμοσύνης στην ημεδαπή και η εξαγωγή εθνικής τεχνογνωσίας στην αλλοδαπή, στο πλαίσιο της εκτέλεσης ή συμμετοχής στην υλοποίηση έργων μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα στον τομέα της δημόσιας διοίκησης.
Ωστόσο είναι η ίδια η κυβέρνηση της ΝΔ που έχει εκχωρήσει κρίσιμα στάδια του σχεδιασμού και της υλοποίησης δημόσιων πολιτικών και προγραμμάτων σε ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες μεταξύ άλλων αναλαμβάνουν να συντάξουν σχέδια κοινών υπουργικών αποφάσεων, προσκλήσεις ενδιαφέροντος, οδηγούς προς τους πολίτες με ερωτήσεις και απαντήσεις, να συγκεντρώσουν την ισχύουσα νομοθεσία, να καθορίζουν και να παρακολουθούν χρονοδιαγράμματα καθώς και να κοστολογούν σημαντικές παραμέτρους έργων και προγραμμάτων όπως κριτήρια επιλεξιμότητας.
Αυτή η επιλογή έχει οδηγήσει σε μία πρωτοφανή απώλεια τεχνογνωσίας και αποειδίκευσης καθώς και σε σπατάλη δημόσιων πόρων.
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα ποια ανάγκη εξυπηρετεί η ίδρυση του συγκεκριμένου φορέα όταν την ίδια στιγμή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και να επεκταθεί το πετυχημένο παράδειγμα της Μονάδας Εμπειρογνωμόνων Απασχόλησης, Κοινωνικής Ασφάλισης, Πρόνοιας και Κοινωνικών Υποθέσεων (ΜΕΚΥ) αλλά και του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ);
2. Βάσει ποιας λογικής και ποιων κριτηρίων θα έχουν τη δυνατότητα να εγγράφονται στο Μητρώο Εμπειρογνώμων στελέχη του ιδιωτικού τομέα; Διαπιστώνουμε ότι όπως με τους ιδιώτες μάνατζερ στον ΕΦΚΑ για ακόμα μία φορά η κυβέρνηση απαξιώνει το υψηλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της δημόσιας διοίκησης.
3. Σύμφωνα με το άρθρο 84 η θέση του Γενικού Διευθυντή θα μπορεί να στελεχώνεται από στελέχη του ιδιωτικού τομέα. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρει το άρθρο 85 οι αποδοχές του Γενικού Διευθυντή θα καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών και το ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου. Επιπλέον όπως αναφέρεται στο άρθρο 86 Για την ανάθεση έργου ή προγράμματος σε εμπειρογνώμονες μόνιμους πολιτικούς υπαλλήλους ή υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου εκδίδεται απόφαση του Γενικού Διευθυντή, ύστερα από εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Διεθνούς Συνεργασίας και Μεταρρυθμίσεων του Κέντρου, με την οποία καθορίζονται και οι αποδοχές τους. Οι ως άνω αποδοχές δεν δύνανται να υπερβαίνουν κατ’ έτος τις ετήσιες αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου. Πρόκειται για μία νέα περίπτωση αδιαφάνειας και πελατειακών σχέσεων καθώς απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά σε μία δομημένη διαδικασία ανάθεσης έργων ή προγραμμάτων σε εμπειρογνώμονες. Με άλλα λόγια μία ακόμα ευκαιρία να μοιραστούν δημόσιοι πόροι με αδιαφανή και αυθαίρετα κριτήρια. Από τη μία πλευρά η κυβέρνηση αρνείται να επαναφέρει το 13ο και 14ο μισθό και από την άλλη θα παρέχει υπέρογκες αμοιβές σε ιδιώτες μάνατζερ και εμπειρογνώμονες. Σε αυτή την περίπτωση το επιχείρημα περί δημοσιονομικού κόστους δεν ισχύει;
4. Καταληκτικά διαπιστώνουμε την τάση η ρύθμιση κρίσιμων νομοθετικών ζητημάτων να πραγματοποιείται μέσω υπουργικών αποφάσεων οι οποίες βασίζονται σε εξουσιοδοτικές διατάξεις, παρακάμπτοντας με αυτό τον τρόπο την κοινοβουλευτική διαδικασία και τη δημόσια διαβούλευση. Αυτή η πρακτική αντιτίθεται σε δύο από τις βασικές αρχές της καλής νομοθέτησης, τη διαφάνεια και τη δημοκρατική νομιμοποίηση,
Ως Σύλλογος Εργαζομένων Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας διεκδικούμε:
• Απόσυρση των διατάξεων που προβλέπουν σύσταση ν.π.ι.δ. «Ελληνικό Κέντρο Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων»
• Εφαρμογή ενιαίου μισθολογίου με αυξήσεις και επαναφορά 13ου και 14ου μισθού
• Δραστικό περιορισμό των αναθέσεων έργων και προγραμμάτων σε ιδιωτικές εταιρείες
• Κατάργηση κάθε διάταξης που προβλέπει την στελέχωση των θέσεων ευθύνης από ιδιώτες και μετακλητούς
• Αξιοποίηση των υφιστάμενων μονάδων εμπειρογνωμόνων και δημιουργία νέων ανά υπουργείο ή τομέα πολιτικής οι οποίες θα στελεχώνονται με μόνιμο και σταθερό προσωπικό. Διαμόρφωση πλαισίου για το συντονισμό και τη συνεργασία αυτών των μονάδων για την επίλυση σύνθετων-διυπουργικών ζητημάτων δημόσιας πολιτικής
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας
Θεωρώ ότι το νέο νομοσχέδιο περί αναμόρφωσης του Πειθαρχικού πλαισίου Δημοσίων υπαλλήλων, που τίθεται προς Δημόσια διαβούλευση είναι ιδιαιτέρως αυστηροποιημένο,σκληρό και εγείρει ανησυχίες και επιφυλάξεις για το «περί δικαίου αίσθημα», όσον αφορά ορισμένες διατάξεις του.
Σαφώς και συμφωνώ με το κομμάτι των μεταρρυθμίσεων γενικότερα σε τομείς, όπου υπάρχουν διαχρονικές παθογένειες με πολλή προσοχή όμως, ώστε να μην υπάρξουν αδικίες και πλάνες με κάποιους να στοχοποιούνται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι!
Κατ’ αρχάς καταστρατηγείται το τεκμήριο της αθωότητας με την απαγγελία μιας απλής καταγγελίας, όπου μπορούν να υπάρχουν παρασκηνιακά έτερα δόλια κίνητρα και να υφίσταται εντελώς αβάσιμη, εντούτοις όμως ο υπάλληλος να τίθεται σε μακροχρόνια διαθεσιμότητα μέχρι την οριστική και τελεσίδικη απόφαση των αρμοδίων οργάνων.
Επίσης, με ανησυχεί η αντικατάσταση των αιρετών εκπροσώπων εργαζομένων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων από όργανα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς το άμεσο εργασιακό περιβάλλον του υπαλλήλου αναγνωρίζει άμεσα το προφίλ και το αποτύπωμά του κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, οπότε πιστεύω ότι η εκδίκαση της υπόθεσής του θα είναι πλέον αντικειμενική και δίκαιη.
Άλλωστε, πρέπει να υπάρχει μια διαβάθμιση των ποινών, που ήδη υπάρχουν στον υφιστάμενο υπηρεσιακό πειθαρχικό κώδικα.
Όσον αφορά το κομμάτι της Στοχοθεσίας – Αξιολόγησης, συμφωνώ ότι πρέπει να υφίσταται, όμως ως εργαλείο βελτίωσης και ανάπτυξης και όχι ως μοχλός πίεσης και φόβου, είναι μεγάλη υπερβολή και αδικία να φτάνουμε στο σημείο της απόλυσής του εργαζόμενου για αυτόν το λόγο, αίροντας έμμεσα και τη συνταγματικότητα της μονιμότητας των Δημοσίων υπαλλήλων, που δεν τη θεωρώ θέσφατο ή άλλοθι, αλλά θεωρώ πολύ εκτεθειμένο τον εργαζόμενο σε πυρά που εξαπολύονται συχνά άδικα, αφού συνδιαλλέγεται καθημερινά με διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, πολλοί σπό αυτούς ξεσπούν άδικα στους υπαλλήλους και έρχονται προϊδεαζόμενοι να δημιουργήσουν προβλήματα – και δυστυχώς το φαινόμενο αυτό έχει επιδεινωθεί μετά την πίεση των χρόνων της Πανδημίας, που έχει βγάλει στο προσκήνιο πολύ επιθετικές και βίαιες συμπεριφορές (και το αναφέρω από την πλευρά του Επαγγελματία υγείας σε Δημόσιο νοσοκομείο, που αυτή την περίοδο της Πανδημίας υπερβάλλαμε εαυτόν μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες, δυσμενείς και εξουθενωτικές συνθήκες μην εμπίπτοντας καν στο αυτονόητο καθεστώς των Βαρέων κι Ανθυγιεινών – ΒΑΕ, που ως καλώς διέπει τον ιδιωτικό τομέα του χώρου μας, όπως και τα δώρα και επιδόματα αδείας, που τα τελευταία δυστυχώς έχουν καταργηθεί στο Δημόσιο τομέα από τα χρόνια έναρξης της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, αλλά συνεχίζουμε να βιώνουμε μια απαξίωση σε όλα τα επίπεδα και εάν δε δοθούν σοβαρά κίνητρα κι απολαυές στο νοσηλευτικό Προσωπικό των Δημοσίων νοσοκομείων σε λίγο θα
μείνουν όρθια μόνο τα κτίρια χωρίς έμψυχο Δυναμικό, ο μέσος όρος ηλικίας έχει ανέβει πολύ επικίνδυνα, όπως και τα παρελκόμενα σοβαρά προβλήματα υγείας, αντίθετα και εύλογα οι αντοχές και τα σωματικά και ψυχικά αποθέματα έχουν μειωθεί, – ανθεί και στο χώρο μας το brain drain διπλωματούχων νοσηλευτών με μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές και παρατηρείται ένα μαζικό κύμα φυγής και από νεοδιορισθέντες.
Επιπλέον,θεωρώ ότι δεν πρέπει να ποινικοποιηθείη συνδικαλιστική δράση, αλλά να επιδιωχθεί η ανάπτυξη του υγιούς συνδικαλισμού,που δε θα εκφράζεται μονομερώς και θα είναι απαλλαγμένος από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και θα εκφράζει τα αιτήματα και τους προβληματισμούς όλων των εργαζόμενων.
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι μέσα στο μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον που βιώνουμε σαφώς και πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις με γνώμονα όμως τον εκσυχρονισμό,τη βελτίωση και τη δημοκρατικότητα και όχι να γίνουν αλλαγές που θα διαταράσσουν το ήδη εύθραυστο εργασιακό περιβάλλον και τις σχέσεις πολιτών και Δημοσίων υπαλλήλων/λειτουργών, οι οποίοι θα λειτουργούν σε ένα κλίμα αβεβαιότητας, ανασφάλειας και φόβου!!!
Οψόμεθα…
Θεωρώ ότι το νέο νομοσχέδιο περί αναμόρφωσης του πειθαρχικού πλαισίου Δημοσίων υπαλλήλων,που τίθεται προς Δημόσια διαβούλευση είναι ιδιαιτέρως αυστηροποιημένο και εγείρει ανησυχίες και επιφυλάξεις για το περί δικαίου αίσθημα,όσον αφορά ορισμένες διατάξεις του.Σαφώς και συμφωνώ με το κομμάτι των μεταρρυθμίσεων γενικότερα σε τομείς,όπου υπάρχουν παθογένειες με πολλή προσοχή όμως,ώστε να μην υπάρξουν αδικίες και πλάνες με κάποιους να στοχοποιούνται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι!
Κατ’αρχάς καταστρατηγείται το τεκμήριο της αθωότητας με την απαγγελία μιας απλής καταγγελίας,όπου μπορούν να υπάχουν παρασκηνιακά έτερα δόλια κίνητρα και να υφίσταται εντελώς αβάσιμη,παρόλα αυτά όμως ο υπάλληλος τίθεται σε μακροχρόνια διαθεσιμότητα μέχρι την οριστική και τελεσίδικη απόφαση σχετικά με την εκδίκαση της υποθέσεως του.
Επίσης,με ανησυχεί αντικατάσταση των αιρετών εκπροσώπων εργαζομένων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων από όργανα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,καθώς το άμεσο εργασιακό περιβάλλον του υπαλλήλου αναγνωρίζει άμεσα τα συν και τα πλην του όπως και το προφίλ και το αποτύπωμά του κατά τη διάρκεια ρου εργασιακού του βίου,οπότε πιστεύω ότι η εκδίκαση θα είναι πλέον αντικειμενική και δίκαιη.Άλλωστε πρέπει να υπάρχει μια διαβάθμιση των ποινών,που ήδη υπάρχουν στον υφιστάμενο υπηρεσιακό κώδικα.
Όσον αφορά το κομμάτι της Στοχοθεσίας-Αξιολόγησης,συμφωνώ ότι πρέπει να υφίσταται,όμως ως εργαλείο βελτίωσης και ανάπτυξης και όχι ως μοχλός πίεσης και φόβου,είναι μεγάλη υπερβολή και αδικία να φτάνουμε στο σημείο της απόλυσής του για αυτό το λόγο,αίροντας έμμεσα και τη συνταγματικότητα της μονιμότητας των Δημοσίων υπαλλήλων,που δεν τη θεωρώ θέσφατο ή άλλοθι,αλλά θεωρώ εκτεθειμένο τον εργαζόμενο σε πυρά που εξαπολύονται συχνά άδικα,αφού συνδιαλλέγεται καθημερινά με διαφορετικούς τύπους ανθρώπων,πολλοί σπό αυτούς ξεσπούν άδικα στους υπαλλήλους και έρχονται προϊδεαζόμενοι να δημιουργήσουν προβλήματα (και δυστυχώς το φαινόμενο αυτό έχει επιδεινωθεί μετά την πίεση των χρόνων της Πανδημίας,που έχει βγάλει στο προσκήνιο πολύ επιθετικές και βίαιες συμπεριφορές!!(και το αναφέρω από την πλευρά του επαγγελματία υγείας σε Δημόσιο νοσοκομείο,που αυτή την περίοδο της Πανδημίας υπερβάλλαμε εαυτόν μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες και εξουθενωτικές συνθήκες μην εμπίπτοντας καν στο αυτονόητο καθεστώς των Βαρέων κι Ανθυγιεινών-ΒΑΕ,αλλά συνεχίζουμε να βιώνουμε μια απαξίωση σε όλα τα επίπεδα,εάν δε δοθούν κίνητρα στο νοσηλευτικό Προσωπικό των Δημοσίων νοσοκομείων σε λίγο θα
μείνουν μόνο τα κτίρια και οι ασθενείς!!)
Εν κατακλείδι,θεωρώ ότι μέσα στο μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον που βιώνουμε σαφώς και πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις με γνώμονα όμως τον εκσυχρονισμό,τη βελτίωση και τη δημοκρατικότητα και όχι να γίνουν αλλαγές που θα διαταράσσουν το ήδη εύθραυστο εργασιακό περιβάλλον και τις σχέσεις εργαζομένων και πολιτών,οι οποίοι θα λειτουργούν σε ένα κλίμα αβεβαιότητας,ανασφάλειας και φόβου!!!
Οψόμεθα…
Ι. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις.
Παρατήρηση 1η
Το υπό κρίση νομοσχέδιο, δυστυχώς ακολουθεί πιστά τη δομή των προγενέστερων νόμων (4057/2012, ν.3528/2007), με αποτέλεσμα να διατηρείται η ίδια έλλειψη λογικής αλληλουχίας μεταξύ των διατάξεων, που επί σειρά ετών έχει ταλαιπωρήσει τη δημόσια διοίκηση, δυσχεραίνοντας σημαντικά τόσο την κατανόηση των διατάξεων όσο και την εφαρμογή των ρυθμίσεών του.
Είναι αναμφισβήτητο, ότι το Πειθαρχικό Δίκαιο απευθύνεται σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, ασχέτως κατηγορίας και εκπαιδεύσεως και ως εκ τούτου οφείλει να είναι απλό, συνεκτικό και απόλυτα κατανοητό, κατά τρόπο, ώστε αφενός ο Δημόσιος υπάλληλος να είναι σε θέση να γνωρίζει τις υποχρεώσεις αλλά και τα δικαιώματα του και αφετέρου να μην καταλείπεται κανένα περιθώριο δυσερμηνείας, παρερμηνείας ή διατύπωσης διαφορετικών νομικών απόψεων.
Για παράδειγμα, το άρθρο 116 του ισχύοντος (αλλά και του προτεινόμενου σχεδίου) προβλέπει τα πειθαρχικά όργανα ενώ το άρθρο 126 ρυθμίζει το προγενέστερο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας, που είναι η διενέργεια Ενόρκου Διοικητικής Εξετάσεως. Το άρ. 113 προβλέπει τη λήξη της πειθαρχικής ευθύνης, τη στιγμή, που η διαδικασία και ο τρόπος επιβολής των πειθαρχικών ποινών προβλέπεται σε μεταγενέστερα άρθρα.
Όσο και εάν η παρατήρηση αυτή φαίνεται εκ πρώτης όψεως καθαρά τεχνική, στην πραγματικότητα αποτελεί κομβικής σημασίας αξίωση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος η ορθή νομοθέτηση σε όλες της τις εκφάνσεις.
Παρατήρηση 2η
Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, καταργούνται τα πειθαρχικά συμβούλια, που λειτουργούν ήδη και πλέον δημιουργείται ένα πειθαρχικό συμβούλιο υπό την μορφή σώματος, στην πραγματικότητα, που στελεχώνεται από 50 εκπροσώπους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Κατ’ αρχήν πρέπει να τονιστεί, ότι η νομολογία αντιμετωπίζει με ευρύτητα την παρ. 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο έκφραση της μονιμότητας είναι η διενέργεια υπηρεσιακών μεταβολών (απόλυση, μετάθεση κλπ.) μόνο κατόπιν γνώμης συμβουλίου, που συγκροτείται τουλάχιστον κατά τα 2/3 από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους. Έτσι, η νομολογία έχει δεχτεί ως κρίσιμο στοιχείο την αντικειμενικότητα των μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αποδεχόμενη, ότι πέραν των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων που απολαύουν της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας στο ποσοστό των δύο τρίτων των μελών του μπορούν να συναριθμούνται δικαστές, που απολαύουν κατά το Σύνταγμα ισοβιότητας και μέλη του ΝΣΚ ή και μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού των Πανεπιστημίων, που είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί (αντί πολλών ΣτΕ 327/2012, 474/1991, 585/2008, 274/2007 κα).
Η εν λόγω νομολογία, βεβαίως, αφορούσε στη συμμετοχή των εν λόγω δημοσίων λειτουργών, μαζί με τα λοιπά μέλη της συνθέσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου και θα αποτελέσει, προφανώς, ζήτημα, που θα κριθεί από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το γεγονός δηλαδή ότι πλέον τα εν λόγω Πειθαρχικά Συμβούλια, απαρτίζονται μόνο από έμμισθους δημόσιους λειτουργούς, ήτοι μέλη του κύριου προσωπικού του ΝΣΚ.
Σε κάθε περίπτωση, βεβαίως, η εν λόγω σύνθεση, εγείρει ένα πρόσθετο νομικό ζήτημα, το οποίο είναι βέβαιο, ότι θα απασχολήσει τη νομολογία στα επόμενα χρόνια και συνδέεται με την αρχή της αμεροληψίας, ως αρχή διοικητικής οργάνωσης.
Συγκεκριμένα, η αρχή της αμεροληψίας αποτελεί έκφανση της συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου (ΣτΕ 2318/2007, 2364/2006, 1582/2010, 915/2014, 1237/2017, 1181/2019) και της δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΣτΕ 894/2007, 2522/2000), συνιστά δε και γενική αρχή του διοικητικού δικαίου. Αποτελεί έννοια συνώνυμη της δικαιοσύνης, της ευθύτητας και της αντικειμενικότητας, του μη επηρεασμού της γνώμης ή κρίσης από υποκειμενικούς παράγοντες (Χ. Τσιλιώτη, Η αρχή της αμεροληψίας της Διοίκησης και ο αποκλεισμός της συμμετοχής στο πειθαρχικό συμβούλιο του εισηγητή ή του προσώπου, που άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά πειθαρχικώς διωκομένου. Με αφορμή τις ΣτΕ 3407/2008 και ΣτΕ 3035/2009 (Γ’ Τμήμα επταμ.), ΘΠΔΔ 2011, σ.588 επ). Επιπλέον η αρχή της αμεροληψίας συνδέεται με τις αρχές της ισότητας, της ουδετερότητας και της ανεξαρτησίας. Η μεροληπτική διοικητική δράση παραβιάζει εξ ορισμού την αρχή της ισότητας των διοικουμένων. Σε επίπεδο διοικητικών οργάνων η ανεξαρτησία συνδέεται με την όψη της αντικειμενικής (θεσμικής) αμεροληψίας και προς ενίσχυση τούτου σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας τα διοικητικά όργανα οφείλουν «να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης» (ΣΕ 1976, 2050/1972, ΣΕ 869, 876, 1525, 2088, 2660, 3163, 3213, 3557/1977). Η αρχή της αμεροληψίας αντιμετωπίζεται υπό διττή έννοια: ως αρχή διοικητικής οργάνωσης και ως αρχή διοικητικής δράσης (Β. Τζέμος εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Οργανωτικό Διοικητικό Δίκαιο, 2013, σελ. 25 επ.). Ως αρχή Διοικητικής οργάνωσης οριοθετεί τις νομοθετικές επιλογές προς αποτροπή του ενδεχόμενου σώρευσης αλληλοεμπλεκόμενων αρμοδιοτήτων στο ίδιο διοικητικό όργανο ενώ ως αρχή διοικητικής δράσης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα τον δεοντολογικό κανόνα, να εδράζουν την κρίση τους σε αντικειμενικά δεδομένα.
Το άρ. 100Α του Συντάγματος προβλέπει: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων, που υπηρετούν σε αυτό. Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανήκουν ιδίως η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου και η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό. Στο κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 88 παράγραφοι 2 και 5 και 90 παράγραφος 5».
Σε εφαρμογή της ως άνω διατάξεως εξεδόθη ο νόμος 4831/2021 «Οργανισμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) και κατάσταση των λειτουργών και των υπαλλήλων του και άλλες διατάξεις». Σύμφωνα με το άρ. 3 του ως άνω νόμου προβλέπεται «Το ΝΣΚ αποτελεί ενιαία ανώτατη Αρχή του Κράτους, υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα. Αποστολή του, σύμφωνα με το άρθρο 100Α του Συντάγματος, είναι ιδίως, η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου, η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό. Στα μέλη του ΝΣΚ, που είναι μόνιμοι ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι παρ. 2 και 5 του άρθρου 88 και η παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος».
Το άρ. 4 του ιδίου ως άνω νόμου περιγράφει τις αρμοδιότητες του ΝΣΚ ως εξής: «1. Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανήκει η νομική υποστήριξη του Κράτους και ιδίως: α) η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση ενώπιον των εθνικών, ενωσιακών και διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, καθώς και ενώπιον των εθνικών και διεθνών διαιτητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, β) η έκδοση γνωμοδοτήσεων σε ερωτήματα της Διοίκησης, γ) η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, δ) ο δικαστικός και εξώδικος συμβιβασμός του Δημοσίου, (..) 2. Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανήκει επίσης η νομική υποστήριξη των Ανεξάρτητων Αρχών και Ν.Π.Δ.Δ., όπως αυτό προβλέπεται στον παρόντα ή σε ειδικές διατάξεις. (..)».
Εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι το ΝΣΚ αποτελεί ενιαία Ανώτατη Αρχή του Κράτους, στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται πρωτίστως η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου, των ανεξάρτητων αρχών και των ΝΠΔΔ ενώπιον των εθνικών, κοινοτικών και διεθνών δικαστηρίων. Ο θεσμικός, συνεπώς, ρόλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν είναι άλλος από την υπεράσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου, το οποίο ωστόσο, αποτελεί ταυτόχρονα τόσο τον εργοδότη όσο και τον φορέα άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας εις βάρος των δημοσίων υπαλλήλων. Όπως αποτυπώνεται σε άρθρο του Προέδρου του ΝΣΚ (Ο ρόλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και οι σύγχρονες προκλήσεις του Ιωάννη – Κωνσταντίνου Χαλκιά) «Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ), το οποίο ιδρύθηκε το 1882 είναι ο «δικηγόρος» του Δημοσίου, που το εκπροσωπεί σε όλα τα Δικαστήρια, εθνικά, ενωσιακά και διεθνή (..)».
Η αποκλειστική στελέχωση των Πειθαρχικών Συμβουλίων με μέλη του κύριου Προσωπικού του ΝΣΚ, συνεπάγεται, ότι κριτές των πειθαρχικών υποθέσεων καθίστανται, πρόσωπα, που ανήκουν στο ενιαίο σώμα, που εκπροσωπεί δικαστικά τα συμφέροντα του Δημοσίου και τα οποία είναι «δικηγόροι» του Δημοσίου, όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Εξάλλου, πρόκειται περί των ιδίων προσώπων, τα οποία σε περίπτωση προσβολής μίας πειθαρχικής αποφάσεως, θα φέρουν την ευθύνη της εκπροσώπησης του Δημοσίου και μάλιστα, χωρίς να καταλείπεται σε αυτούς η δυνατότητα να προβούν σε εξωδικαστική ή συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, σε περίπτωση, που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους κρίνουν, ότι τα προβαλλόμενα εκ μέρους του πειθαρχικώς διωκόμενου είναι βάσιμα.
Υπό την έννοια αυτή, εγείρεται ζήτημα παράβασης της συνταγματικής αρχής της αμεροληψίας ως αρχής διοικητικής οργάνωσης του Δημοσίου, επί του οποίου είναι βέβαιο, ότι θα υπάρξει νομολογία του ΣτΕ τα επόμενα χρόνια.
Παρατήρηση 3η
Η Πειθαρχική συνδιαλλαγή, όπως περιγράφεται στο προτεινόμενο σχέδιο αποτελεί έναν νέο θεσμό, που φαίνεται, ότι ακολουθεί το μοντέλο της ποινικής συνδιαλλαγής, που ήδη ισχύει στον χώρο του ποινικού δικαίου. Όπως κάθε νέος θεσμός, η ίδια η πρακτική του εφαρμογή αναμένεται να κρίνει την επιτυχία του αλλά και τον τρόπο εφαρμογής του. Πλην όμως, αποτελεί κατ’ αρχήν ένα θετικό βήμα τόσο για την επιτάχυνση της πειθαρχικής διαδικασίας όσο και για την προστασία των εργαζομένων, οι οποίοι δύνανται μέσω της διαδικασίας αυτής να αποφύγουν την επιβολή εξαιρετικά δυσμενών ποινών, όπως αυτή της προσωρινής παύσης, αποδεχόμενοι την τέλεση του πειθαρχικού αδικήματος και αποκαθιστώντας τις συνέπειες της πράξεως τους.
Θα ήταν χρήσιμο βεβαίως, ο εν λόγω θεσμός να επεκταθεί στο πλαίσιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου και στα αδικήματα, τα οποία δύνανται να επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσεως, προκειμένου να αντιμετωπίζεται ενιαία η πειθαρχική διαδικασία και να παρέχεται μία «δεύτερη ευκαιρία» σε υπαλλήλους, που έχουν υποπέσει μεν σε πειθαρχικό παράπτωμα πλην όμως, αναγνωρίζουν το σφάλμα τους και έχουν άρει πλήρως τις συνέπειες των πράξεων τους.
ΙΙ. Επί των επιμέρους άρθρων του προτεινόμενου νομοσχεδίου
Άρθρο 5
Στο εν λόγω άρθρο ενώ προβλέπεται η διαδικασία ανάκλησης του διορισμού, δεν καθορίζεται σαφώς η σχέση της ανακλήσεως με την τυχόν ασκηθείσα πειθαρχική δίωξη, καθώς στην περίπτωση διορισμού, που προκλήθηκε με δόλιο τρόπο από τον υπάλληλο, η χρήση παράνομων μεθόδων για την επίτευξη του διορισμού, μπορεί παράλληλα να συνιστά και πειθαρχικό παράπτωμα. Ανακύπτει, λοιπόν, το ζήτημα, εάν πέραν της ανακλήσεως διορισμού, μπορεί να επιβληθεί εις βάρος του υπαλλήλου και ποινή όπως αυτή της οριστικής παύσης. Η σημασία του ζητήματος αυτού είναι πολλαπλή, αφού η μεν ανάκληση διορισμού αίρει τις συνέπειες αυτού αναδρομικά, η δε επιβολή ποινής οριστικής παύσεως, διακόπτει την υπαλληλική σχέση για το μέλλον. Επιπροσθέτως, στην περίπτωση της ανάκλησης διορισμού, οι αποδοχές, που καταβλήθηκαν στο χρονικό διάστημα, που ο υπάλληλος εργάστηκε δύνανται να αναζητηθούν ενώ σε περίπτωση οριστικής παύσης, η διακοπή της μισθοδοσίας επέρχεται από την έκδοση της απόφασης. Επιβάλλεται η πρόβλεψη, ότι τυχόν πειθαρχική δίωξη, που έχει εκκινήσει συνεχίζεται και σε περίπτωση ανάκλησης του διορισμού και τυχόν ποινή, που θα επιβληθεί μετατρέπεται σε πρόστιμο.
Άρθρο 7 παρ.1 περ. δ και άρθρο 8 παρ. 1 περ. α)
Με την προσθήκη της περ. ε στο άρ. 103 παρ.1 ΥΚ, προβλέπεται πλέον ως λόγος αυτοδίκαιης αργίας η αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο για τα αδικήματα του άρ. 8 παρ. 1 α του ΥΚ ενώ με το αμέσως επόμενο άρθρο (104 ΥΚ) προβλέπεται ως λόγος δυνητικής αργίας η άσκηση ποινικής διώξεως για τα ίδια αδικήματα. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει στο εξής αποτέλεσμα: μόλις ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα του άρ. 8 παρ. 1α ο υπάλληλος θα τίθεται σε δυνητική αργία και εφόσον παραπεμφθεί στο ακροατήριο (και μάλιστα σε σύντομο χρόνο, καθώς πρόκειται περί πλημμελημάτων) και ενώ ήδη βρίσκεται σε δυνητική αργία, θα τίθεται σε αυτοδίκαιη. Επισημαίνεται, ότι η παρ. δ δεν υπήρχε στον ισχύοντα ΥΚ. Προτείνεται η απαλοιφή της παρ. δ) όπως προστίθεται στο σχέδιο ή η απαλοιφή της παρ. 1 α του επόμενου άρθρου (104 ΥΚ).
Άρθρο 8 παρ. 6
Εν προκειμένω προβλέπεται μετάθεση, χωρίς αίτηση του υπαλλήλου και χωρίς γνωμοδότηση υπηρεσιακού συμβουλίου, πράγμα, που εγείρει ζητήματα αντίθεσης της διατάξεως αυτής προς το άρ. 103 παρ.4 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει «4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, που κατέχουν οργανικές θέσεις … δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ….Υπηρεσιακού Συμβουλίου …». Επιπροσθέτως, δεν προβλέπεται ο τρόπος αντιμετώπισης περιπτώσεων, που κατά το άρ. 67 ΥΚ εξαιρούνται γενικά από μεταθέσεις, όπως άτομα με ποσοστό αναπηρίας άνω του 50%.
Άρθρο 9 παρ. 5.
Για τη μετάθεση υπαλλήλου απαιτείται κενή οργανική θέση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 67 ΥΚ. Εάν στο εν λόγω άρθρο δεν προβλεφθεί η δυνατότητα να μετατίθεται ο υπάλληλος ασχέτως υπάρξεως κενής οργανικής θέσεως, τότε η ως άνω ρύθμιση (αν και αποκαταστατική) έχει πολύ περιορισμένη εφαρμογή.
Άρθρο 10 παρ. 1 ζα
Στην ως άνω διάταξη πρέπει να προστεθεί «και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων Υπουργικών Αποφάσεων» καθώς ο μεν νόμος 4808/2021 εφαρμόζεται στο Δημόσιο αλλά το άρ. 22 παρ. 4 αυτού προβλέπει «4. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών δύνανται να ορίζονται τα αρμόδια όργανα και να εξειδικεύονται τα μέτρα, που δύνανται να ληφθούν στο πλαίσιο πρόληψης και αντιμετώπισης φαινομένων βίας και παρενόχλησης στον δημόσιο τομέα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια». Η απόφαση, που έχει εκδοθεί είναι η ΔΙΔΑΔ/Φ.64/946/οικ.858/2023 (Β 343) «Πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία σε φορείς του Δημοσίου». Συνεπώς, είτε θα γίνει αναφορά στην ως άνω Υπουργική Απόφαση είτε θα γίνει αναφορά στις κατ’ εξουσιοδότηση του ν.4808/2021 εκδιδόμενες Υπουργικές Αποφάσεις. Ορθότερο είναι να γίνει αναφορά στις κατ’ εξουσιοδότηση, γιατί η υφιστάμενη απόφαση μπορεί να τροποποιηθεί ή να αλλάξει. Επισημαίνεται, ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα πρέπει να περιγράφονται με σαφήνεια.
Άρθρο 11 παρ. 5
Στην παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου πέραν των άλλων αρχών και κανόνων του Ποινικού Δικαίου, που εφαρμόζονται στο πειθαρχικό δίκαιο πρέπει ρητά να προβλεφθεί η εφαρμογή των κανόνων συρροής των πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Ο Ποινικός (όπως και Πειθαρχικός) Κώδικας προβλέπουν κατ’ αρχήν την περίπτωση, που ένα αδίκημα τελείται με μία και μόνο πράξη. Δεν είναι σπάνιο, ωστόσο, μία πράξη να πληροί την αντικειμενική υπόσταση περισσότερων αδικημάτων ή ο δράστης να έχει τελέσει περισσότερες πράξεις, που να συνιστούν περισσότερα αδικήματα. Για την ορθή αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών, στο ποινικό Δίκαιο προβλέπονται οι κανόνες συρροής. Συγκεκριμένα,
Πραγματική συρροή υπάρχει όταν τα περισσότερα αδικήματα πραγματώθηκαν με περισσότερες πράξεις.
Κατ’ ιδέαν συρροή υπάρχει όταν τα περισσότερα εγκλήματα πραγματώθηκαν με μία και μόνο πράξη.
Αληθινή συρροή υπάρχει τόσο σε περίπτωση πραγματικής όσο και κατ’ ιδέαν συρροής, όταν η κοινωνική απαξία όλης της συμπεριφοράς του δράστη μπορεί να καλυφθεί μόνο με το συνδυασμό των διατάξεων, που το προβλέπουν.
Φαινομένη συρροή ή συρροή νόμων υπάρχει επίσης τόσο σε περίπτωση πραγματικής όσο και κατ’ ιδέαν συρροής όταν η κοινωνική απαξία της συμπεριφοράς του δράστη εμφανίζεται μεν να είναι πολυδιάστατη και έτσι να συνιστά πολλά εγκλήματα, ωστόσο καλύπτεται πλήρως από το ένα από αυτά.
Πρακτική σημασία της διάκρισης σε φαινομένη και σε αληθινή
Σε περίπτωση, που υπάρχει φαινόμενη συρροή ο δράστης ευθύνεται για την τέλεση ενός μόνο εγκλήματος ενώ σε περίπτωση που η συρροή είναι αληθινή ο δράστης ευθύνεται για την τέλεση περισσοτέρων εγκλημάτων.
Πρακτική σημασία της διάκρισης σε πραγματική και σε κατ’ ιδέαν συρροή
Αλλιώς γίνεται η επιμέτρηση της ποινής όταν η συρροή είναι πραγματική και αλλιώς όταν είναι κατ’ ιδέαν.
Αυτό, που συνήθως αντιμετωπίζεται στην πράξη είναι να ασκείται πειθαρχική δίωξη για ένα και μόνο αδίκημα, στο οποίο αποδίδονται πολλαπλοί χαρακτηρισμοί, πχ συμπερίληψη πλαστού δικαιολογητικού στον υπηρεσιακό φάκελο και αναξιοπρεπής συμπεριφορά εντός και εκτός υπηρεσίας. Η πράξη, ωστόσο, που αποδίδεται στον υπάλληλο είναι μία και δεν μπορεί να έχει περισσότερους χαρακτηρισμούς. Το ζήτημα καθίσταται έτι δυσχερέστερο, όταν για τον ένα χαρακτηρισμό, που αποδίδεται στο αδίκημα προβλέπεται ποινή οριστικής παύσεως ενώ για τον άλλο χαρακτηρισμό προβλέπεται ηπιότερη ποινή. Έτσι, ενώ υφίσταται ειδικό αδίκημα, το οποίο περιγράφει την πράξη, που αποδίδεται στον υπάλληλο, αυτή λαμβάνει πολλαπλούς χαρακτηρισμούς με αποτέλεσμα ο υπάλληλος να διώκεται σαν να έχει τελέσει δύο αδικήματα με μία πράξη.
Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η ρητή πρόβλεψη εφαρμογής των κανόνων συρροής και στο Πειθαρχικό Δίκαιο, καθώς με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται τόσο η ενότητα της εννόμου τάξεως, όσο και η δίκαιη τιμώρηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Άρθρο 12 παρ. 1
Οι δύο ποινές στην περ. στ και ζ ταυτίζονται (η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου κατ’ αναπλήρωση ή με ειδικές διατάξεις για διάστημα από ένα (1) έως πέντε (5) έτη). Συνεπεία αυτού, θα πρέπει είτε τα άρθρα να συμπτυχθούν είτε να αφαιρεθεί από το ένα εκ των δύο εδαφίων.
Άρθρο 14 παρ. 2 και 3
Η φράση «δεν ασκεί επιρροή επί της διακοπείσας παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος» είναι ακατάληπτη. Προτείνεται η αναδιατύπωση της «δεν αναιρούν την διακοπή της παραγραφής του πειθαρχικού αδικήματος». Εναλλακτικά μπορεί να αναδιατυπωθεί όλη η φράση «Η διακοπή της παραγραφής του πειθαρχικού αδικήματος δεν αναιρείται από την έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος ή αμετάκλητης ποινικής απόφασης, με την οποία παύει η ποινική δίωξη ή κηρύσσεται αθώος ο υπάλληλος».
Στην παρ. 3 «3. Η κλήση σε απολογία ή η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο με την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου (..)»
Η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο και η έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου ταυτίζονται και συνεπεία αυτού μία εκ των δύο πρέπει να αφαιρεθεί.
Άρθρο 19 παρ. 6
Η φράση «Αν τα ανωτέρω όργανα ..» προτείνεται να αντικατασταθεί από την φράση «ο Υπουργός ή ο επικεφαλής του φορέα» καθώς στην πράξη σημειώνεται το φαινόμενο, κατώτεροι πειθαρχικοί προϊστάμενοι να παραπέμπουν την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, παρακάμπτοντας πλήρως την αρμοδιότητα των ενδιάμεσων προϊσταμένων και πρωτίστως του Υπουργού ή του επικεφαλής του φορέα.
Άρθρο 21 παρ. 1
Δεν είναι σαφές, πως γίνεται η κατανομή των υποθέσεων σε Κλιμάκια. Εν ολίγοις, θα είναι Κλιμάκια ανά ομάδες υπηρεσιών (π.χ. Υπουργεία, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, Δήμοι κλπ.) ή θα μπορούν να επιλαμβάνονται υποθέσεων ανάλογα με την χρέωση, που θα γίνεται από τον Συντονιστή. Φρονώ, ότι ορθότερο είναι να κατανέμονται ανά Ομάδα Υπηρεσιών, καθώς η alacart χρέωση των υποθέσεων, εγείρει ζητήματα αντίθεσης προς το Σύνταγμα, όπως στην αμέσως επόμενη παρατήρηση εκτίθεται. Πέραν αυτού, η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να περιέχει έστω σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο της ρυθμίσεως, που καλείται να εκδώσει το διοικητικό όργανο.
Άρθρο 22
Η αρμοδιότητα του Ειδικού Πενταμελούς Κλιμακίου, δεν μπορεί να καθορίζεται από αόριστες έννοιες, όπως «θίγουν σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας και προκάλεσαν δημόσιο αίσθημα». Εύλογα αναρωτιέται κανείς, με ποιο κριτήριο καθορίζεται τι θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας; Ποιος το κρίνει;
Εξάλλου, σύμφωνα με την νομολογία, (ΣτΕ 2580/1985, 307/1989, 4185/1996) τα πειθαρχικά συμβούλια επιβάλλεται να έχουν πάγια συγκρότηση, υπό την έννοια, ότι έχουν αρμοδιότητα να κρίνουν κάθε υπόθεση, που παραπέμπεται στο Συμβούλιο κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που διατηρείται η ιδιότητα τους ως μέλη και δεν επιτρέπεται να λειτουργούν με την ευκαιρία μίας συγκεκριμένης περίπτωσης. Σε αντίθετη περίπτωση, παραβιάζεται το άρθρο 2 του Συντάγματος, που αφορά στην προστασία της αξίας του ανθρώπου, το άρθρο 5 του Συντάγματος που αφορά στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και σταδιοδρομίας εκάστου πολίτη και η αρχή του κράτους δικαίου στην οποία απέβλεπε το Σύνταγμα (Ι. Συμεωνίδη, Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων στην εποχή των Μνημονίων, σελίδα 51-52).
Άρθρο 32
Η εκτίμηση, ότι τα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τον φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο είναι μία κρίση, που μπορεί πολλαπλώς να αμφισβητηθεί. Η περίπτωση α’ παραγνωρίζει τελείως το γεγονός, ότι εάν κριθεί, ότι τα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος του να εξετάσει μάρτυρες, εφόσον σε κανένα άλλο στάδιο της διαδικασίας δεν του δόθηκε το δικαίωμα αυτό (πχ μέσω ΕΔΕ). Πρέπει να υπάρξει η εξής διατύπωση: «Κατ’ εξαίρεση, είναι υποχρεωτική η πειθαρχική ανάκριση, όταν ο διωκόμενος δηλώνει, ότι επιθυμεί την εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι δεν έχουν εξεταστεί σε οποιοδήποτε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας».
Άρθρο 35 παρ. 2
Η παράταση για 2 ακόμα ημέρες και συνολικά η προθεσμία για υποβολή απολογίας σε 7 ημέρες είναι υπερβολικά σύντομη, δεδομένου, ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος πρέπει να λάβει πριν την απολογία αντίγραφο του πειθαρχικού φακέλου, που πολλές φορές είναι ογκώδης. Προτείνεται είτε η προθεσμία των πέντε ημερών να εκκινεί από την λήψη αντιγράφου του πειθαρχικού φακέλου είτε και μάλλον αυτό είναι ορθότερο, να επιτρέπεται η παράταση για άλλες 5 ημέρες (Σύνολο δέκα ημέρες αντί για επτά).
Άρθρο 39 παρ. 2
Ο ad hoc ορισμός μέλους του Συμβουλίου, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα, όπως εκτέθηκε στην 11η κατ’ άρθρο παρατήρηση. Η πρόταση πρέπει να αναδιατυπωθεί «Ειδικά για τα Τριμελή Κλιμάκια, όταν γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσης τόσο του τακτικού όσο και αναπληρωματικού μέλους, με απόφαση του Συντονιστή η υπόθεση χρεώνεται σε άλλο Κλιμάκιο του Συμβουλίου».
«3. Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 114, αποκλείεται να μετάσχει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ο ανακριτής ή αυτός, που συμμετείχε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά την πρώτη κρίση.».
Η παραπομπή στο άρ. 114 παρ. 4 είναι εσφαλμένη και ήταν εσφαλμένη ήδη από τον ν. 4057/2012. Προτείνεται η απαλοιφή της φράσης «Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 114»
Άρθρο 43 παρ. 2
Με το άρθρο αυτό διαμορφώνονται τρεις κατηγορίες δικαστικών προσφυγών:
1) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που επιβάλλουν ποινή υποβιβασμού ή οριστικής παύσης, προσβάλλονται με υπαλληλική προσφυγή.
2) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που κρίνουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό προσβάλλονται με προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο, εφόσον επιβάλλουν ποινή μεγαλύτερη της έγγραφης επίπληξης και προστίμου έως ενός μηνός.
3) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που εκδίδονται κατόπιν ενστάσεως ή εκδίδονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και επιβάλλουν ποινή μικρότερη του προστίμου αποδοχών ενός μήνα, προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης.
Οι δύο πρώτες προσφυγές είναι προσφυγές ουσίας, πράγμα που συνεπάγεται, ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την υπόθεση τόσο στις τυπικές της παραλείψεις όσο και στην ουσία της.
Η τρίτη κατηγορία είναι καθαρά ακυρωτική και δεν μπορεί να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως.
Μετά τη διεύρυνση των ποινών, που μπορούν να επιβάλλουν οι πειθαρχικοί προϊστάμενοι αλλά και δεδομένης της δυνατότητας, όταν ασκείται ένσταση υπέρ της διοικήσεως να επιβληθεί βαρύτερη ποινή, από αυτήν, που επέβαλε ο πειθαρχικός προϊστάμενος, φρονώ, ότι η παρ. 2 πρέπει να διαμορφωθεί ως εξής: «2. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή, πλην της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου αποδοχών έως και ενός (1) μηνός, με την επιφύλαξη της παρ. 1.»
Με τον τρόπο αυτό, θα δύναται να ασκηθεί προσφυγή ουσίας ενιαία για όλες τις αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων, ανάλογα με το είδος της ποινής, που επιβάλλουν, με εξαίρεση την ποινή της επίπληξης και του προστίμου μέχρι και ενός μηνός, που εκεί δικαιολογείται η διαφοροποίηση, λόγω της ηπιότητας της ποινής.
Άρθρο 47 παρ.2
Είναι σημαντικό το γεγονός, ότι πλέον μπορεί να υποβάλλει παραίτηση υπάλληλος εις βάρος του οποίου εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη, καθώς μέχρι τώρα τέτοια δυνατότητα δεν αναγνωρίζονταν, χωρίς στην πραγματικότητα να συντρέχει κανένας ουσιαστικός λόγος. Συνεπεία αυτού, δεκάδες υπάλληλοι παρέμεναν σε κατάσταση «αλυτρωτισμού» αναμένοντας να εκδικαστεί μια πειθαρχική υπόθεση, που διαρκούσε χρόνια.
Άρθρο 67
Κατά τα παγίως δεκτά γενόμενα από την νομολογία, οι διαφορές, που έχουν ως υποκείμενη σχέση, σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υπάγονται στα Πολιτικά Δικαστήρια. Πρέπει να προστεθεί διάταξη, η οποία να προβλέπει ρητά τα ένδικα βοηθήματα, που μπορούν να ασκηθούν σε περίπτωση πειθαρχικής ποινής εις βάρος αορίστου χρόνου εργαζόμενων.
Συγκεκριμένα προτείνεται η προσθήκη φράσης :
«Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου έχουν οι ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή, πλην της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου αποδοχών έως και ενός (1) μηνός».
Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ενιαία κρίση των πειθαρχικών υποθέσεων και η δυνατότητα άσκησης προσφυγής ουσίας, που κρίνει πέραν των τυπικών, την ουσία της πειθαρχικής υποθέσεως.
Το νομοσχέδιο αυτό αφαιρεί κάθε δημοκρατική αρχή και προωθεί την απολυταρχική τιμωρία.
Αν θέλετε να προωθήσετε τη δικαιοσύνη και την αξιοκρατία στο δημόσιο, μπορείτε να ξεκινήσετε έναν δημόσιο διάλογο, να βάλουμε όλα τα θέματα στο τραπέζι και να προκύψουν οι νέες παρεμβάσεις μέσα από Δημοκρατικές διαδικασίες ενεργητικής ακρόασης και αλληλοκατανόησης.
Δεν είναι αυτός τρόπος να οικοδομήσετε έναν ΥΓΙΗ εκσυγχρονισμό.
Εκτός κι αν είναι ακόμα ένα δείγμα του τι θεωρείται/θεωρείτε ΝΕΑ Δημοκρατία.
Στο νομοσχέδιο ωστόσο επιλέγεται η ανα-συγκρότηση των α’βάθμιων συμβουλίων προς το χειρότερο, δηλαδή με μειωμένες εγγυήσεις αμεροληψίας αφού ο δικαστής (κατά τεκμήριο αμερόληπτος) και οι δύο εκλεγμένοι εκπρόσωποι της πλευράς του διωκόμενου που εξισορροπούσαν με τον σύμβουλο του ΝΣΚ και τον διευθυντή, που εκπροσωπούσαν την πλευρά της Διοίκησης (=εργοδοσίας), αντικαθίστανται πλέον από μην έχοντας καμία εγγύηση αμεροληψίας, στελέχη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο εξ ορισμού συνιστά τον δικηγόρο του Κράτους, τα συμφέροντα του οποίου (όπως τα ορίζει η κυβέρνηση ή ο εκάστοτε υπουργός) οφείλουν να υποστηρίζουν. Η σύγχρονη στο πεδίο της Ανάπτυξης Προσωπικού (HBR’S 2021), απαίτηση για εξασφάλιση κανόνων “διαδικαστικής δικαιοσύνης”, συναντά εδώ την πλήρη άρνησή της! Οχι συνεπώς, εκσυγχρονισμός του πλαισίου δεν γίνεται αλλά αντίθετα, έχουμε έναν σαφή αναχρονισμό, με έκπτωση και αυτών ακόμη των υφιστάμενων εγγυήσεων (εξισορρόπηση εκατέρωθεν πλευρών υπό την προεδρία ενός δικαστικού)! Η σύσταση ενός σώματος 50 πειθαρχικών ελεγκτών, εντός ενός μεροληπτικού (υπέρ του οριζόμενου από την κυβέρνηση επιδιώξιμου σκοπού) σώματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, χωρίς καμία διασφάλιση εγγύησης αμεροληψίας, συνιστά μέγιστη κατάπτωση των ποιοτικών όρων της πειθαρχικής διαδικασίας
«το νομοσχέδιο είναι τιμωρητικό, αντιδραστικο κ οπισθοδρομικό, οδηγεί σιγά σιγά στην άρση της μονιμότητας, κ έμμεσα στη δημιουργία πελατειακων σχέσεων. Χαρακτηριστικη είναι η απουσία αιρετών εκπροσώπων(!?!) εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια καθώς κ το β’ βαθμιο συμβούλιο εξέτασης»
Το νομοσχέδιο είναι τιμωρητικό, αντιδραστικο κ οπισθοδρομικό, οδηγεί σιγά σιγά στην άρση της μονιμότητας, κ έμμεσα στη δημιουργία πελατειακων σχέσεων. Χαρακτηριστικη είναι η απουσία αιρετών εκπροσώπων εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια καθώς κ το β’ βαθμιο συμβούλιο εξέτασης»
Για ποιο λόγο καταργείται το τεκμήριο της αθωότητας;
Για ποιο λόγο θα τίθεται ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα χωρίς να έχει τελεσιδικησει η υπόθεση της καταγγελίας του;
Η μόνη εξήγηση είναι για να βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση τρόμου και βορρά στις ενδεχόμενες κακοπροαίρετες διαθέσεις του καθενός. Αυτό δε νομίζω να θεωρείται δημοκρατία. Θυμίζει τακτικές επταετίας.
Θα έπρεπε να είστε περισσότερο προσεκτικοί όταν νομοθετείτε επηρεάζοντας άμεσα ανθρώπινες ζωές και αξιοπρέπειες. Το όφελος στους πολίτες δεν είναι προφανές με το να καταγγέλουν για οποιοδήποτε δικό τους λόγο, ίσως και ανυπόστατο τον όποιο δημόσιο υπάλληλο συναντούν και συναλλάσσονται, ειδικά εκπαιδευτικούς.
Το παρόν νομοσχέδιο είναι απαράδεκτο και το μόνο που φέρνει είναι αυταρχικοποίηση και περιστολή δημοκρατικών ελευθεριών στον δημόσιο τομέα. Βαφτίζει πειθαρχικά παραπτώματα ενέργειες και δράσεις που συνδέονται με την κοινωνική, πολιτική και συνδικαλιστική δράση των δημοσίων υπαλλήλων, βάζοντας στο ίδιο καζάνι των πειθαρχικών παραπτωμάτων και των πειθαρχικών ποινών, τα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Είναι η φυσική συνέχεια του πογκρόμ πειθαρχικών διώξεων κατά συνδικαλιστών, καθώς και των εκφρασμένων κυβερνητικών προθέσεων για κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο. Προσπαθεί να επιβάλει σιγή νεκροταφείου στους χώρους εργασίας και υποταγή των εργαζόμενων, για να μη διαταραχθεί η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων και να γίνει πιο “αποτελεσματικό” το κράτος στην υλοποίηση των στρατηγικών του επιλογών και την προσαρμογή του στην πολεμική οικονομία. H κυβέρνηση ουδόλως ασχολείται με την υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των δημοσίων υπηρεσιών, την απαξίωση των κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών, τις ρουσφετολογικές πρακτικές και την οικονομική εξαθλίωση των δημοσίων υπαλλήλων. Αντιθέτως, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα αυστηρά ελεγχόμενο πλαίσιο λειτουργίας του δημοσίου με μοχλό ένα αναβαθμισμένο πειθαρχικό δίκαιο ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης και του απεργιακού δικαιώματος, και κατάργησης μέσω πειθαρχικών μέτρων του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος στη μονιμότητα. Τα πειθαρχικά συμβούλια μετατρέπονται σε ιδιότυπα υπηρεσιακά δικαστήρια ενω μια σειρά άλλων ρυθμίσεων δημιουργούν ένα πλαίσιο αυστηρής πειθάρχησης και τιμωρίας, κάτω από τον μανδύα της δήθεν αξιολογησης.
Απαράδεκτο νομοσχέδιο. Μόνο σε καθεστωτικές κυβερνήσεις έχουν θεσπιστεί παρόμοια νομοσχέδια. Αναιρείται το δικαίωμα Συμμετοχής σε μια νόμιμη απεργία Που έχει προκηρύσσει η Διδασκαλική ομοσπονδία. Η εφαρμογή της τιμωρητικής αξιολόγησης στο εξωτερικό και η εντατικοποίηση των ποινών της είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή και κατάρρευση του εκπαιδευτικού συστήματος όπως για παράδειγμα στη Γαλλία. Το αποτέλεσμα Ήταν η αποτροπή των εκπαιδευτικών να εργαστούν στα δημόσια σχολεία. Για το λόγο αυτό άνθισε ιδιωτική εκπαίδευση. Δεν είναι τυχαίο που η πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας συντάσσεται με τις διαμαρτυρίες και απεργίες των εκπαιδευτικών τονίζοντας την Αντιπαιδαγωγική και αντιεκπαιδευτική Σημασία της αξιολόγησης που έχει ήδη θεσπιστεί.
Θα ήθελα να εκφράσω τις σοβαρές μου επιφυλάξεις και ανησυχίες σχετικά με ορισμένες διατάξεις του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου για την αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων. Θεωρώ ότι ορισμένα σημεία του κινδυνεύουν να υπονομεύσουν βασικές αρχές δικαίου και να επηρεάσουν αρνητικά το εργασιακό περιβάλλον στο Δημόσιο.
Πιο συγκεκριμένα, με προβληματίζει ιδιαίτερα η πρόβλεψη για τη θέση σε μακρόχρονη διαθεσιμότητα με την απλή απαγγελία κατηγορίας, πριν καν την οριστική απόφαση πειθαρχικού οργάνου. Αυτή η διάταξη, κατά την άποψή μου, θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και ενδέχεται να οδηγήσει σε αδικίες και σε δυσμενείς συνέπειες για τους υπαλλήλους, ακόμα και σε περιπτώσεις αβάσιμων καταγγελιών. Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται η προστασία των εργαζομένων μέχρι την πλήρη και αμετάκλητη διαλεύκανση των υποθέσεων.
Επιπλέον, εκφράζω την ανησυχία μου για την αυθαίρετη διεύρυνση των πειθαρχικών αδικημάτων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης. Η πρόβλεψη ότι η άρνηση στην αξιολόγηση μπορεί να μετατραπεί σε πειθαρχικό αδίκημα με απειλή απόλυσης, δημιουργεί την αίσθηση ενός καταναγκαστικού πλαισίου, αντί ενός συστήματος που προωθεί τη βελτίωση και την συνεργασία. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η αξιολόγηση θα είναι ένα αναπτυξιακό εργαλείο και όχι ένα μέσο πίεσης ή εκφοβισμού.
Τέλος, θεωρώ κρίσιμη την πρόβλεψη για την κατάργηση της συμμετοχής αιρετών εκπροσώπων και δικαστών από τα πειθαρχικά συμβούλια και την αντικατάστασή τους από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αυτή η αλλαγή εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των πειθαρχικών οργάνων. Είναι ζωτικής σημασίας τα πειθαρχικά συμβούλια να διαθέτουν μια σύνθεση που να εγγυάται την αντικειμενικότητα και να προστατεύει τα δικαιώματα των υπαλλήλων, αποφεύγοντας κάθε πιθανότητα ελέγχου από τη διοίκηση.
Ένα απαράδεκτο νομοσχέδιο! Βάλατε βιτρίνα τους εκπαιδευτικούς, τους χλευάσατε, τους εξουθενώσατε, τους στείλατε πειθαρχικά. Ο στόχος σας όμως είναι παραπέρα, σε άτομα που ξεσκεπάζουν τα σκάνδαλά σας! Ασχολίαστα τα τρία τελευταία σχόλια ότι ο νόμος είναι σε σωστό δρόμο. Καταστρέψατε την Ελλάδα και συνεχίζετε στην ίδια πορεία. Ανθέλληνες! Διώξατε και συνεχίζετε να διώχνετε τους Έλληνες στο εξωτερικό.
Απαράδεκτο το νομοσχέδιο! Οι εκπαιδευτικοί τιμωρούνται επειδή απεργούν ή τολμούν να εκφράσουν διαφορετική άποψη από αυτή της κυβέρνησης!
Η νομική καταπίεση είναι ολοκληρωτική.Πλεον δεν υπάρχει πίστη στον επωφελή χαρακτήρα των νόμων και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη.Οι εκπαιδευτικοί διώκονται γιατί απεργούν.
Το νομοσχέδιο κινείται προς την ορθή κατεύθυνση.
Σημειώστε όμως αντίστοιχες τροποποιήσεις να κάνετε και προς άλλες ομάδες δημοσίων υπαλλήλων, όπως δικαστικοί υπάλληλοι.
Κινείται στη σωστή κατεύθυνση
Το νομοσχέδιο κινείται προς την ορθή κατεύθυνση
Το νομοσχέδιο κινείται προς την ορθή κατεύθυνση
Το νομοσχέδιο κινείται προς την ορθή κατεύθυνση, ωστόσο μπορεί να βελτιωθεί σε μια σειρά από προβλέψεις του. Παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 105 «Μετάταξη αποσπασμένων υπαλλήλων στους φορείς όπου υπηρετούν» του σχεδίου, όπου προβλέπεται η μετάταξη μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων στις υπηρεσίες όπου είναι αποσπασμένοι.
Η διάταξη αυτή δίνει το σχετικό δικαίωμα αποκλειστικά και μόνο σε όσους υπηρετούν με απόσπαση σε οποιοδήποτε φορέα της Γενικής
Κυβέρνησης της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), εξαιρουμένων των ιδιαίτερων γραφείων των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών, των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων και της Προεδρίας της Κυβέρνησης(όπου ακολουθείται άλλη σχετική διαδικασία).
Δεν θα έπρεπε η εν λόγω πρόβλεψη να επικαιροποιηθεί έτσι ώστε να αφορά και φορείς της Κεντρικής Διοίκησης/Δημόσιου/ Κράτους/ δηλαδή και την περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), για λόγους εξ ορθολογισμού των αναγκών σε προσωπικό και αποφυγής των γραφειακών επιβαρύνσεων που προκύπτουν από τις διαδικασίες των συνεχών αποσπάσεων προκειμένου να καλύπτονται οι υπηρεσιακές ανάγκες;
Σε αυτή την κατηγορία Φορέων, ένα ικανό μέρος των κενών οργανικών θέσεων και των αναγκών σε προσωπικό, καλύπτονται μέσω αποσπάσεων της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143) είτε μέσω κινητικότητας είτε μέσω ειδικών διατάξεων, γεγονός αντιπαραγωγικό μιας και παράγει δυσλειτουργίες, περιοδική κάλυψη μόνιμων αναγκών, γραφειοκρατική επιβάρυνση λόγω των διαδικασιών, ομηρία στους αποσπασμένους υπαλλήλους, λειτουργικά προβλήματα στους φορείς υποδοχής λόγω του ότι πολλές φορές, με την λήξη των αποσπάσεων και με τη μη δυνατότητα ανανέωσης αναγκάζονται να αποσπούν και εν συνεχεία να επιμορφώνουν νέους υπαλλήλους με ότι αυτό συνεπάγεται.