Άρθρο 15 Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από ψυχικώς ασθενείς

Στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 (Α΄ 137), περί της μη εφαρμογής των γενικών και ειδικών διατάξεων που προβλέπουν τη διακοπή ή περικοπή της σύνταξης αναπηρίας ή της σύνταξης λόγω θανάτου και των προνοιακών ή άλλων επιδομάτων στους συνταξιούχους που αναλαμβάνουν εργασία για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, και η περ. 1.α. διαμορφώνεται ως εξής:

«1.α. Γενικές και ειδικές διατάξεις που προβλέπουν διακοπή ή περικοπή της σύνταξης αναπηρίας ή της σύνταξης λόγω θανάτου και των προνοιακών ή άλλων επιδομάτων όταν ο δικαιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται, δεν έχουν εφαρμογή στους δικαιούχους με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία, με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, εφόσον η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή η αυτοαπασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης και η κρίση αυτή πιστοποιείται με γνωμάτευση μονάδας ψυχικής υγείας, η οποία θα ισχύει για τρία (3) έτη, του αντίστοιχου Τομέα Ψυχικής Υγείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2716/1999 (Α’ 96). Οι δικαιούχοι του πρώτου εδαφίου, οι οποίοι έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα έχει ενταχθεί στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) πριν και μετά από την έναρξη ισχύος του άρθρου 20 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), περί απασχόλησης των συνταξιούχων, δύνανται να αξιοποιήσουν τον διανυθέντα χρόνο ασφάλισής τους για προσαύξηση της καταβαλλόμενης μηνιαίας σύνταξης ή απονομή δεύτερης κύριας σύνταξης γήρατος, αναπηρίας ή λόγω θανάτου, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.».

  • Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη:
    • την παρ. 6 του Άρθρου 21 του Συντάγματος της χώρας, σύμφωνα με την οποία «τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας», συνταγματικές επιταγές και απαιτήσεις της εθνικής μας νομοθεσίας, όπως :
    • τον ν.4488/2017, ο οποίος αναφέρει στο άρθρο 68 «Νομοπαραγωγική διαδικασία, ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων και παραγωγή επίσημων στατιστικών για τα ΑμεΑ» τα εξής: «1. Κατά το στάδιο της νομοπαραγωγικής διαδικασίας τα αρμόδια όργανα συνεκτιμούν τα δικαιώματα των ΑμεΑ, όπως αυτά περιγράφονται στη Σύμβαση και κατά τη διάρκεια της κατάρτισης σχεδίων νόμου, συνεργάζονται με το Συντονιστικό Μηχανισμό του άρθρου 69 και με το Κεντρικό Σημείο Αναφοράς του άρθρου 70 και τελούν σε διαβούλευση με αναγνωρισμένες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του αναπηρικού κινήματος, με άτομα και με ομάδες ατόμων που έχουν εύλογο ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των ΑμεΑ […]»
    • τον ν.4074/2012 (ΦΕΚ 88 Α΄/11.04.2012), με τον οποίο η χώρα μας κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία μαζί με το προαιρετικό πρωτόκολλο που τη συνοδεύει, γεγονός που συνεπάγεται την εφαρμογή της σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο,

    η Ε.Σ.Α.μεΑ. προτείνει τα εξής:
    Στον τίτλο του άρθρου αυτού κρίνεται απαραίτητη η διόρθωση του όρου «ψυχικώς ασθενείς» με τον όρο «άτομα με ψυχική ή νοητική αναπηρία»
    Επιπρόσθετα, κρίνεται απαραίτητη η επέκταση του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 (ΦΕΚ Α΄137) -σύμφωνα με το οποίο δεν διακόπτεται για 3 έτη το επίδομα ή η σύνταξη σε δικαιούχους με ψυχική ή νοητική αναπηρία που αναλαμβάνουν εργασία- σε όλα τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση με ποσοστό 50% και άνω που αναλαμβάνουν εργασία, χωρίς μάλιστα τον περιορισμό των 3 ετών.

  • Επί της τιτλοφόρησης του συγκεκριμένου άρθρου, πρέπει να επαναδιατυπωθεί ο όρος «ψυχικώς ασθενείς» στο επιστημονικά και δικαιωματικά δέον και παραδεκτό, με τη χρήση του όρου «άτομα με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία» και με ταυτόχρονη μνεία στο άρθρο του νομοθετήματος που τροποποιείται (άρθρο 23 ν.4488/2017).

    Υπενθυμίζουμε πως η υιοθετούμενη ορολογία που αφορά στους/στις δικαιούχους του άρθρου 23 του ν.4488/2017 έχει, έστω με σημαντική χρονική υστέρηση, πρόσφατα ορθώς αναθεωρηθεί με τις διατυπώσεις του άρθρου 56 του ν.4950/2022 (Φ.Ε.Κ. 128/τ.Α’/02.07.2022). Συνεπώς, εκτιμάται ως ασυμβίβαστο και εκτός των ορίων του ανεκτού, οι διατυπώσεις που έχουν ήδη αποκατασταθεί, έστω σταδιακά, στο περιεχόμενο του οικείου πρωτογενούς ρυθμιστικού πλαισίου, να εξακολουθούν να εντοπίζονται και να διαπερνούν τις τιτλοφορήσεις του.