Άρθρο 66 – Δικαστική επίλυση διαφορών – Διαμεσολάβηση

  1. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 67, την επίλυση κάθε διαφοράς που αναφέρεται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ή το κύρος της Σύμβασης Παραχώρησης ή των παρεπομένων συμφώνων, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. Η κατά των Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής ισχύει και στις διαφορές του παρόντος νόμου.
  2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εδρεύει η Αναθέτουσα Αρχή ή ο Αναθέτων Φορέας.
  3. Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ορίσει ως υποχρεωτική την υπαγωγή συγκεκριμένης διαφοράς στη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης του άρθρου 65, της άσκησης αγωγής ή προσφυγής ενώπιον του αρμοδίου εφετείου προηγείται υποχρεωτικά η διενέργεια της διαδικασίας εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς, διαφορετικά η άσκηση της αγωγής κηρύσσεται απαράδεκτη. Η αγωγή ή προσφυγή ενώπιον του κατά τόπο αρμόδιου εφετείου ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε επί της αιτήσεως εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς του άρθρου 65 ή, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται η προσφυγή στη διαδικασία του άρθρου 65, εντός προθεσμίας (2) μηνών από τότε που γεννήθηκε η αξίωση.
  4. Η υπόθεση συζητείται σε δικάσιμο που ορίζεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Οι διάδικοι υποχρεούνται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Αν ο φάκελος της υπόθεσης δεν αποσταλεί στο διοικητικό εφετείο από τη Διοίκηση, η συζήτηση αναβάλλεται σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση συζητείται με βάση τα στοιχεία που προσκομίζει ο  προσφεύγων, αν το ζητήσει ο ίδιος.
  5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μια δικάσιμο, ανεξάρτητα από τη δικαιοδοσία που υπάγεται η υπόθεση. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων, των μαρτύρων και εκείνων που δεν παρίστανται. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου τρεις (3) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Η απόφαση εκδίδεται το ταχύτερο και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφάσεις του διοικητικού ή πολιτικού εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές.
  6. Η αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του πολιτικού εφετείου επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 559 αριθμός 1 έως 7, 9,16, 17,19 και 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής  ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ανάλογα με το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση αναίρεσης,το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο  εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη  συζήτηση της αναίρεσης.
  7. Σε περίπτωση που η Αναθέτουσα Αρχή ή ο Αναθέτων Φορέας ασκήσει αναίρεση, με αίτηση του Παραχωρησιούχου, μπορεί μέχρι την εκδίκαση της να γίνει συμβιβασμός. Για το συμβιβασμό εκδίδεται απόφαση του αρμόδιου οργάνου της Αναθέτουσας Αρχής ή του Αναθέτοντος Φορέα. Μετά την αποδοχή αυτής από τον Παραχωρησιούχο, η Αναθέτουσα Αρχή ή ο Αναθέτων Φορέας παραιτείται από την αναίρεση.
  8. Αν ο Παραχωρησιούχος του έργου είναι ένωση ή κοινοπραξία Οικονομικών Φορέων η οποία δεν έχει περιβληθεί με ιδιαίτερη νομική μορφή, δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του παρόντος νόμου, η προσφυγή ασκείται είτε από την ίδια την ένωση ή κοινοπραξία είτε από όλα τα μέλη της, που μεταξύ τους στην περίπτωση αυτή υπάρχει αναγκαστική ομοδικία.
  9. Με τους όρους των εγγράφων της Σύμβασης Παραχώρησης ή με μεταγενέστερη έγγραφη συμφωνία μεταξύ της Αναθέτουσας Αρχής ή του Αναθέτοντος Φορέα και του Παραχωρησιούχου, μπορεί να προβλεφθεί η επίλυση διαφορών που αναφέρεται στην ερμηνεία ή την εφαρμογή ή το κύρος της Σύμβασης Παραχώρησης ή των παρεπομένων συμφώνων και υπάγονται στη δικαιοδοσία του πολιτικού εφετείου, με προσφυγή σε δικαστική μεσολάβηση ενώπιον Προέδρου Εφετών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 214Β του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση, η οποία είναι προαιρετική, μπορεί να γίνει πριν από την άσκηση της αγωγής ενώπιον του Πολιτικού Εφετείου ή και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας.
  • 11 Μαρτίου 2016, 13:03 | ΣΔ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

    66 Να προβλεφθεί η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ και μάλιστα διεθνής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν.2753/1999 ως ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΣ τρόπος δικαστικής επίλυσης της διαφοράς στις Συμβάσεις παραχώρησης, η εκτιμώμενη αξία των οποίων είναι ίση ή ανώτερη από τα κατώτερα όρια του άρθρου 8 της Οδηγίας (που σήμερα ανέρχεται στο ποσό των 5 186 000 EUR, .
    Για τις λοιπές περιπτώσεις , κάτω από το κατώφλι της Οδηγίας , θα πρέπει να οριστούν ως αρμόδια δικαστήρια τα διοικητικά για το ενιαίο της κρίσης και προς αποφυγή διχογνωμιών που έχουν ανακύψει έως σήμερα από ανάλογες περιπτώσεις υποθέσεων σε δημόσια έργα.