Άρθρο 39 Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (άρθρο 35 Οδηγίας 2022/2523)

1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:
α) «αναδιοργάνωση»: η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, αν:
αα) το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση είναι, συνολικά ή κατά σημαντικό μέρος, συμμετοχικοί τίτλοι που εκδίδονται από την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα ή από πρόσωπο που συνδέεται με την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα ή, σε περίπτωση εκκαθάρισης, συμμετοχικοί τίτλοι της «οντότητας στόχου» ή, αν δεν παρέχεται αντάλλαγμα, όταν η έκδοση συμμετοχικού τίτλου δεν θα είχε οικονομική σημασία,
αβ) το κέρδος ή η ζημία της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν υπόκειται σε φόρο, εν όλω ή εν μέρει και
αγ) οι φορολογικοί νόμοι της δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα απαιτούν από την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα να υπολογίζει το φορολογητέο εισόδημα μετά τη διάθεση ή την απόκτηση χρησιμοποιώντας τη φορολογική βάση της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας στα περιουσιακά στοιχεία, με αναπροσαρμογή για κάθε μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία από τη διάθεση ή την απόκτηση.
β) «μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία»: το μικρότερο ποσό μεταξύ του κέρδους ή της ζημίας της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας που προκύπτει σε σχέση με αναδιοργάνωση που υπόκειται σε φόρο στον τόπο εγκατάστασης της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας και του οικονομικού λογιστικού κέρδους ή ζημίας που προκύπτει σε σχέση με την αναδιοργάνωση.
2. Η συνιστώσα οντότητα που διαθέτει περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις («εισφέρουσα συνιστώσα οντότητα») περιλαμβάνει το κέρδος ή τη ζημία που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της.
Η συνιστώσα οντότητα που αποκτά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις («αποκτώσα συνιστώσα οντότητα») προσδιορίζει το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της βάσει της λογιστικής αξίας των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται κατά την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.
3. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 2, όταν η διάθεση ή η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων πραγματοποιείται στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης:
α) η εισφέρουσα συνιστώσα οντότητα εξαιρεί από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της κάθε κέρδος ή ζημία που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση, και
β) η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα προσδιορίζει το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της με βάση τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση.
4. Κατά παρέκκλιση των παρ. 2 και 3, αν η διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων πραγματοποιείται στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης η οποία έχει ως αποτέλεσμα, για την εισφέρουσα συνιστώσα οντότητα, μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία:
α) η εισφέρουσα συνιστώσα οντότητα περιλαμβάνει το κέρδος ή τη ζημία από τη διάθεση στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας ανάλογα με την έκταση του μη αποδεκτού κέρδους ή ζημίας και
β) η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα προσδιορίζει το οικείο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μετά την απόκτηση χρησιμοποιώντας τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση, με αναπροσαρμογή σύμφωνα με τους τοπικούς φορολογικούς κανόνες της αποκτώσας συνιστώσας οντότητας για να δικαιολογήσει το μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία.
5. Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, αν μια συνιστώσα οντότητα απαιτείται ή επιτρέπεται να αναπροσαρμόζει τη βάση των περιουσιακών στοιχείων της και το ποσό των υποχρεώσεών της στην εύλογη αξία για φορολογικούς σκοπούς στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται, η εν λόγω συνιστώσα οντότητα μπορεί:
α) να περιλαμβάνει στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας ένα ποσό κέρδους ή ζημίας σε σχέση με κάθε οικείο περιουσιακό στοιχείο και υποχρέωση, το οποίο:
αα) ισούται με τη διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας, για χρηματοοικονομικούς λογιστικούς σκοπούς, του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης ακριβώς πριν από την ημερομηνία του γεγονότος που προκάλεσε τη φορολογική αναπροσαρμογή («γενεσιουργό γεγονός») και της εύλογης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης αμέσως μετά το γενεσιουργό γεγονός και
αβ) μειώνεται ή αυξάνεται κατά το μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία που προκύπτει σε σχέση με το γενεσιουργό γεγονός,
β) να χρησιμοποιεί, για χρηματοοικονομικούς λογιστικούς σκοπούς, την εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης αμέσως μετά το γενεσιουργό γεγονός για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα οικονομικά έτη που λήγουν μετά το γενεσιουργό γεγονός και
γ) να περιλαμβάνει το καθαρό σύνολο των ποσών που προσδιορίζονται στην περ. α) στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
γα) το καθαρό σύνολο των εν λόγω ποσών περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο συμβαίνει το γενεσιουργό γεγονός ή
γβ) ποσό ίσο με το καθαρό σύνολο των εν λόγω ποσών διαιρούμενο διά πέντε (5) περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο συμβαίνει το γενεσιουργό γεγονός και σε καθένα από τα αμέσως επόμενα τέσσερα (4) οικονομικά έτη, εκτός αν η συνιστώσα οντότητα αποχωρήσει από τον όμιλο πολυεθνικών επιχειρήσεων ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας σε ένα οικονομικό έτος εντός της συγκεκριμένης περιόδου, περίπτωση κατά την οποία το υπόλοιπο ποσό συμπεριλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στο εν λόγω οικονομικό έτος.