ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΠΟΔΕΚΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ Η’ ΖΗΜΙΑΣ Άρθρο 16 Προσδιορισμός του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας (άρθρο 15 Οδηγίας 2022/2523)

1. Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας υπολογίζεται πραγματοποιώντας τις αναπροσαρμογές που ορίζονται στα άρθρα 17 έως 20 στο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος αναφοράς πριν από τυχόν αναπροσαρμογές ενοποίησης για την εξάλειψη ενδοομιλικών συναλλαγών, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.
2. Όταν δεν είναι ευλόγως εφικτός ο προσδιορισμός του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος μιας συνιστώσας οντότητας με βάση το αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή το εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος αναφοράς μπορεί να προσδιορίζεται με τη χρήση άλλου αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου ή εγκεκριμένου χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου, υπό την προϋπόθεση ότι:
α) οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί της συνιστώσας οντότητας τηρούνται βάσει αυτού του λογιστικού προτύπου,
β) οι πληροφορίες που περιέχονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς είναι αξιόπιστες και
γ) οι μόνιμες διαφορές άνω του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ που προκύπτουν σε στοιχεία εσόδων ή εξόδων ή συναλλαγές από την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή προτύπου, όταν η εν λόγω αρχή ή πρότυπο διαφέρει από το χρηματοοικονομικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, αναπροσαρμόζονται ώστε να συνάδουν με τη μεταχείριση που απαιτείται για το εν λόγω στοιχείο σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
3. Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν έχει καταρτίσει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο όπως αναφέρεται στην περ. γ) της παρ. 6 του άρθρου 4, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
4. Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στις περ. α), β) και γ) της παρ. 6 του άρθρου 4, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας που αναφέρονται στην περ. δ) της παρ. 6 του άρθρου 4 είναι εκείνες που θα είχαν καταρτιστεί αν η τελική μητρική οντότητα ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει τις εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με:
α) αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή
β) εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
5. Το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή μπορεί να υπολογίζεται με βάση τα Ε.Λ.Π. ή τα Δ.Π.Χ.Α., κατά περίπτωση, που ισχύουν για τις ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις που διαφέρουν από το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) αναπροσαρμόζεται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
6. Όταν η εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή διαδικασίας βάσει ενός συνόλου γενικά αποδεκτών αρχών λογιστικής οδηγεί σε ουσιώδη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η λογιστική μεταχείριση κάθε στοιχείου ή συναλλαγής που υπόκειται στην εν λόγω αρχή ή διαδικασία αναπροσαρμόζεται, ώστε να συνάδει με τη μεταχείριση που απαιτείται για το στοιχείο ή τη συναλλαγή βάσει των Δ.Π.Χ.Α.