Άρθρο 17 Αναπροσαρμογές για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας (άρθρο 16 Οδηγίας 2022/2523)

1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:
α) «καθαρό έξοδο φόρων»: το καθαρό άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:
αα) καλυπτόμενοι φόροι δεδουλευμένοι ως έξοδα και τρέχοντες και αναβαλλόμενοι καλυπτόμενοι φόροι που περιλαμβάνονται στα έξοδα φόρου εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των καλυπτόμενων φόρων εισοδήματος που επιβάλλονται επί του εισοδήματος το οποίο εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας,
αβ) αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που αποδίδονται σε ζημία για το οικονομικό έτος αναφοράς,
αγ) ενδεδειγμένοι εγχώριοι συμπληρωματικοί φόροι δεδουλευμένοι ως έξοδα,
αδ) φόροι που προκύπτουν σύμφωνα με τους κανόνες της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α., δεδουλευμένοι ως έξοδα και
αε) μη ενδεδειγμένοι επιστρεπτέοι φόροι καταλογισμού, δεδουλευμένοι ως έξοδα.
β) «εξαιρούμενο μέρισμα»: μέρισμα ή άλλη διανομή που εισπράττεται ή απαιτείται σε σχέση με ιδιοκτησιακή συμμετοχή, με εξαίρεση το μέρισμα ή άλλη διανομή που εισπράττεται ή οφείλεται σε σχέση με:
βα) ιδιοκτησιακή συμμετοχή που κατέχει ο όμιλος σε οντότητα, η οποία παρέχει δικαιώματα σε ποσοστό λιγότερο του δέκα τοις εκατό (10 %) επί των κερδών, του κεφαλαίου ή των αποθεματικών, ή δικαιώματα ψήφου, της εν λόγω οντότητας κατά την ημερομηνία της διανομής ή της διάθεσης (συμμετοχή χαρτοφυλακίου), και ανήκει για διάστημα μικρότερο του ενός έτους, κατά την ημερομηνία της διανομής, στην οικονομική κυριότητα της συνιστώσας οντότητας η οποία λαμβάνει ή αποκτά το μέρισμα ή άλλη διανομή, ή
ββ) ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 45.
γ) «εξαιρούμενο κέρδος ή ζημία ιδίων κεφαλαίων»: κέρδος ή ζημία που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας, που προκύπτει από:
γα) κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από μεταβολές στην εύλογη αξία ιδιοκτησιακής συμμετοχής, εξαιρουμένων των συμμετοχών χαρτοφυλακίου,
γβ) κέρδη ή ζημίες σε σχέση με ιδιοκτησιακή συμμετοχή που περιλαμβάνεται σύμφωνα με τη λογιστική μέθοδο της καθαρής θέσης και
γγ) κέρδη και ζημίες από τη διάθεση ιδιοκτησιακής συμμετοχής, εκτός από τη διάθεση συμμετοχής χαρτοφυλακίου.
δ) «συμπεριλαμβανόμενο κέρδος ή ζημία βάσει της μεθόδου αναπροσαρμογής»: καθαρό κέρδος ή ζημία, αυξημένο ή μειωμένο κατά συνδεόμενους καλυπτόμενους φόρους για το οικονομικό έτος αναφοράς, που προκύπτει από την εφαρμογή λογιστικής μεθόδου ή πρακτικής βάσει της οποίας, όσον αφορά όλα τα ενσώματα πάγια στοιχεία:
δα) προσαρμόζεται περιοδικά η λογιστική αξία των εν λόγω ενσώματων πάγιων στοιχείων στην εύλογη αξία τους,
δβ) καταγράφονται οι μεταβολές της αξίας στα λοιπά συνολικά έσοδα και
δγ) δεν αναφέρεται μεταγενέστερα το δεδουλευμένο κέρδος ή ζημία στα λοιπά συνολικά έσοδα μέσω των αποτελεσμάτων.
ε) «ασύμμετρο συναλλαγματικό κέρδος ή ζημία»: το συναλλαγματικό κέρδος ή ζημία οντότητας, της οποίας το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα και το φορολογικό λειτουργικό νόμισμα διαφέρουν, και το οποίο:
εα) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή της ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας,
εβ) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημία) μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας,
εγ) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημία) μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ τρίτου ξένου νομίσματος και του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας και
εδ) μπορεί να αποδοθεί σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ τρίτου ξένου νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας, ανεξάρτητα από το αν το εν λόγω κέρδος ή ζημία σε τρίτο ξένο νόμισμα περιλαμβάνεται στο φορολογητέο εισόδημα.
Το φορολογικό λειτουργικό νόμισμα είναι το λειτουργικό νόμισμα που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή της ζημίας της συνιστώσας οντότητας για καλυπτόμενο φόρο στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη.
Το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα είναι το λειτουργικό νόμισμα που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας.
Τρίτο ξένο νόμισμα είναι ένα νόμισμα που δεν αποτελεί ούτε το φορολογικό, ούτε το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα της συνιστώσας οντότητας.
στ) «μη επιτρεπόμενα έξοδα για παράνομες πληρωμές, πρόστιμα και ποινές»:
στα) πραγματοποιηθέντα έξοδα της συνιστώσας οντότητας για παράνομες πληρωμές που συνιστούν ποινικό αδίκημα και
στβ) πραγματοποιηθέντα έξοδα της συνιστώσας οντότητας για πρόστιμα και ποινές που ισούνται ή υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ή ισοδύναμο ποσό στο λειτουργικό νόμισμα στο οποίο υπολογίζεται το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας.
ζ) «σφάλματα προηγούμενης περιόδου και μεταβολές αρχών λογιστικής»: μεταβολή των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας στην αρχή ενός οικονομικού έτους, η οποία αποδίδεται σε:
ζα) διόρθωση σφάλματος κατά τον προσδιορισμό του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημία) σε προηγούμενο οικονομικό έτος που επηρέασε τα έσοδα ή τα έξοδα που μπορούν να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά το εν λόγω προηγούμενο οικονομικό έτος, εκτός αν η διόρθωση σφάλματος είχε ως αποτέλεσμα ουσιώδη μείωση της υποχρέωσης για καλυπτόμενους φόρους σύμφωνα με το άρθρο 26 και
ζβ) μεταβολή αρχών λογιστικής ή λογιστικής πολιτικής που επηρέασε τα έσοδα ή τα έξοδα που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
η) «δεδουλευμένη συνταξιοδοτική δαπάνη»: η διαφορά μεταξύ του ποσού της δαπάνης συνταξιοδοτικής υποχρέωσης που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) και του ποσού που καταβάλλεται ως εισφορά σε συνταξιοδοτικό ταμείο για το οικονομικό έτος αναφοράς.
2. Το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) μιας συνιστώσας οντότητας αναπροσαρμόζεται με βάση το ποσό των ακόλουθων στοιχείων για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας:
α) καθαρά έξοδα φόρων,
β) εξαιρούμενα μερίσματα,
γ) εξαιρούμενα κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων,
δ) συμπεριλαμβανόμενα κέρδη ή ζημίες βάσει της μεθόδου αναπροσαρμογής,
ε) κέρδη ή ζημίες από τη διάθεση εξαιρούμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 39,
στ) ασύμμετρα συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες,
ζ) μη επιτρεπόμενα έξοδα για παράνομες πληρωμές, πρόστιμα και ποινές,
η) σφάλματα προηγούμενων περιόδων και μεταβολές αρχών λογιστικής, και
θ) δεδουλευμένες συνταξιοδοτικές δαπάνες.
3. Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, η συνιστώσα οντότητα δύναται να αντικαταστήσει το επιτρεπόμενο ποσό έκπτωσης για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματός της στον τόπο εγκατάστασής της με το ποσό που καταγράφεται ως δαπάνη στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της για κόστος ή δαπάνη της εν λόγω συνιστώσας που καταβλήθηκε με μορφή αμοιβής βάσει μετοχών.
Όταν δεν ασκείται το δικαίωμα προαίρεσης επί μετοχών, το ποσό του κόστους ή της δαπάνης με μορφή αμοιβής βάσει μετοχών που αφαιρέθηκε από το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας για όλα τα προηγούμενα οικονομικά έτη περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο έληξε το δικαίωμα επιλογής. Όταν μέρος του ποσού του κόστους ή της δαπάνης με μορφή αποζημίωσης μετοχών καταγράφεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της συνιστώσας οντότητας σε οικονομικά έτη πριν από το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, ο υπολογισμός του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας για το εν λόγω οικονομικό έτος περιλαμβάνει ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού του κόστους ή της δαπάνης με μορφή αποζημίωσης βάσει μετοχών που έχει αφαιρεθεί για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη και του συνολικού ποσού του κόστους ή της δαπάνης με μορφή αποζημίωσης βάσει μετοχών που θα είχε αφαιρεθεί για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη, αν η επιλογή είχε πραγματοποιηθεί κατά τα εν λόγω οικονομικά έτη.
Η επιλογή ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος που πραγματοποιήθηκε και εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία για το έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή και για όλα τα επόμενα οικονομικά έτη.
Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν ανακληθεί στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών, από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται.
Κατά το οικονομικό έτος στη διάρκεια του οποίου ανακαλείται η επιλογή, το ποσό του μη καταβληθέντος κόστους ή της δαπάνης με μορφή αποζημίωσης βάσει μετοχών, το οποίο αφαιρέθηκε βάσει της επιλογής και υπερβαίνει τα χρηματοοικονομικά λογιστικά δεδουλευμένα έξοδα, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
4. Κάθε συναλλαγή ανάμεσα σε συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές δικαιοδοσίες για την οποία καταγράφεται διαφορετικό ποσό στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των δύο συνιστωσών οντοτήτων ή δεν είναι σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων προσαρμόζεται, ώστε να είναι στο ίδιο ποσό και να είναι σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων.
Ζημία από πώληση ή άλλη μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου ανάμεσα σε δύο συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία, η οποία δεν καταγράφεται σύμφωνα με την αρχή των ίσων αποστάσεων, προσαρμόζεται με βάση την αρχή αυτή, αν η εν λόγω ζημία περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
Για τον σκοπό της παρούσας, ως «αρχή των ίσων αποστάσεων» νοείται η αρχή, σύμφωνα με την οποία οι συναλλαγές μεταξύ συνιστωσών οντοτήτων καταγράφονται με βάση τις συνθήκες που θα είχαν επιτευχθεί μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων στο πλαίσιο συγκρίσιμων συναλλαγών και υπό συγκρίσιμες συνθήκες.
5. Οι ενδεδειγμένες επιστρεπτέες πιστώσεις φόρου, όπως αναφέρονται στην παρ. 39 του άρθρου 4, αντιμετωπίζονται ως εισόδημα για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας. Οι μη ενδεδειγμένες επιστρεπτέες πιστώσεις φόρου δεν αντιμετωπίζονται ως εισόδημα για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας.
6. Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, τα κέρδη και οι ζημίες από περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που υπόκεινται στη λογιστική της εύλογης αξίας ή της απομείωσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για ένα οικονομικό έτος μπορούν να προσδιοριστούν με βάση την αρχή της πραγματοποίησης για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
Τα κέρδη ή οι ζημίες που προκύπτουν από την εφαρμογή της λογιστικής της εύλογης αξίας ή της απομείωσης σε σχέση με ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.
Η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης για τον προσδιορισμό κέρδους ή ζημίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο είναι η λογιστική αξία κατά τον χρόνο απόκτησης του περιουσιακού στοιχείου ή ανάληψης της υποχρέωσης, ή κατά την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, όποια ημερομηνία εκ των δύο είναι μεταγενέστερη.
Η επιλογή ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος που πραγματοποιήθηκε αυτή και εφαρμόζεται σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία στην οποία έγινε η επιλογή, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα επιλέξει να περιορίσει την επιλογή στα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία των συνιστωσών οντοτήτων ή σε επενδυτικές οντότητες.
Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν ανακληθεί στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών, από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται.
Κατά το οικονομικό έτος ανάκλησης της επιλογής, για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των συνιστωσών οντοτήτων περιλαμβάνεται, αν η εύλογη αξία υπερβαίνει τη λογιστική αξία, ή αφαιρείται, αν η λογιστική αξία υπερβαίνει την εύλογη αξία, ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ της εύλογης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης και της λογιστικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με την επιλογή.
7. Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης σε μια δικαιοδοσία, που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην εν λόγω δικαιοδοσία από την εν λόγω συνιστώσα οντότητα σε τρίτους, που δεν είναι μέλη του ομίλου, για ένα οικονομικό έτος μπορεί να αναπροσαρμοστεί, όπως ορίζεται στην παρούσα. Για τους σκοπούς της παρούσας, τα τοπικά ενσώματα περιουσιακά στοιχεία είναι ακίνητα που βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία με τη συνιστώσα οντότητα.
Το καθαρό κέρδος που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, συμψηφίζεται με τυχόν ζημία συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης στην εν λόγω δικαιοδοσία που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο κατά το οικονομικό έτος της επιλογής και κατά τα τέσσερα (4) οικονομικά έτη που προηγούνται αυτού («πενταετής περίοδος»). Το καθαρό κέρδος συμψηφίζεται πρώτα με την ζημία, αν υπάρχει, του οικονομικού έτους της πενταετούς περιόδου στη διάρκεια του οποίου προέκυψε πρώτη φορά. Κάθε εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους μεταφέρεται και συμψηφίζεται με τυχόν ζημίες που έχουν προκύψει κατά τα επόμενα οικονομικά έτη της πενταετούς περιόδου.
Κάθε ποσό καθαρού κέρδους που παραμένει μετά την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου επιμερίζεται ισότιμα στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κάθε συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης στην εν λόγω δικαιοδοσία, η οποία έχει πραγματοποιήσει καθαρό κέρδος από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, κατά το οικονομικό έτος της επιλογής. Το εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους που κατανέμεται σε μια συνιστώσα οντότητα είναι ανάλογο προς το καθαρό κέρδος της, διαιρούμενο με το καθαρό κέρδος όλων των συνιστωσών οντοτήτων.
Αν καμία συνιστώσα οντότητα σε μια δικαιοδοσία δεν έχει πραγματοποιήσει καθαρό κέρδος από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, κατά το οικονομικό έτος της επιλογής, το εναπομείναν ποσό του καθαρού κέρδους, όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, ισοκατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα της εν λόγω δικαιοδοσίας και επιμερίζεται ισότιμα στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας καθεμίας από αυτές.
Κάθε αναπροσαρμογή δυνάμει της παρούσας για τα οικονομικά έτη που προηγούνται του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή υπόκειται σε προσαρμογές σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30. Η επιλογή ισχύει για περίοδο ενός (1) έτους από το έτος που πραγματοποιήθηκε αυτή. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα την ανακαλέσει στο τέλος του έτους.
8. Τυχόν έξοδα που σχετίζονται με χρηματοδοτική ρύθμιση, με την οποία μία ή περισσότερες συνιστώσες οντότητες παρέχουν πίστωση ή επενδύουν με άλλο τρόπο σε μία ή περισσότερες άλλες συνιστώσες οντότητες του ίδιου ομίλου («ενδοομιλική χρηματοδοτική ρύθμιση»), δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία χαμηλής φορολογίας ή σε δικαιοδοσία που θα είχε χαμηλή φορολογία, αν το έξοδο δεν είχε πραγματοποιηθεί από τη συνιστώσα οντότητα,
β) μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι, κατά την αναμενόμενη διάρκεια της ενδοομιλικής χρηματοδοτικής ρύθμισης, η ενδοομιλική χρηματοδοτική ρύθμιση θα αυξήσει το ποσό των εξόδων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας, χωρίς αυτό να οδηγήσει σε ανάλογη αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας που παρέχει την πίστωση («αντισυμβαλλόμενη οντότητα»),
γ) η αντισυμβαλλόμενη οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία, η οποία δεν είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία ή σε δικαιοδοσία, η οποία δεν θα ήταν δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, αν το σχετικό με το έξοδο εισόδημα δεν είχε αποκτηθεί από την αντισυμβαλλόμενη οντότητα.
9. Η τελική μητρική οντότητα μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει την οικεία ενοποιημένη λογιστική μεταχείριση για να εξαλείψει τα έσοδα, τα έξοδα, τα κέρδη και τις ζημίες από τις συναλλαγές μεταξύ συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία και περιλαμβάνονται σε όμιλο φορολογικής ενοποίησης για τον σκοπό του υπολογισμού του καθαρού αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων.
Η επιλογή ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος που πραγματοποιήθηκε αυτή. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν ανακληθεί στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται.
Κατά το οικονομικό έτος που πραγματοποιείται ή ανακαλείται η επιλογή, γίνονται οι κατάλληλες αναπροσαρμογές, ώστε τα στοιχεία του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας να μην λαμβάνονται υπόψη πάνω από μία φορά, ούτε να παραλείπονται, ως αποτέλεσμα της εν λόγω επιλογής ή ανάκλησης.
10. Οι ασφαλιστικές εταιρείες εξαιρούν από τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κάθε ποσό από μετακύλιση φόρων που βαρύνουν τους ασφαλισμένους για φόρους που καταβάλλει η ασφαλιστική εταιρεία αναφορικά με τις αποδόσεις στους ασφαλισμένους. Οι ασφαλιστικές εταιρείες περιλαμβάνουν στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας τυχόν αποδόσεις στους ασφαλισμένους που δεν αντικατοπτρίζονται στο οικείο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία), στον βαθμό που η αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της υποχρέωσης έναντι των αντισυμβαλλομένων αντικατοπτρίζεται στο οικείο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία).
11. Κάθε ποσό που αναγνωρίζεται ως μείωση των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας και είναι το αποτέλεσμα διανομών που πραγματοποιούνται ή οφείλονται σε σχέση με ένα χρηματοοικονομικό μέσο που έχει εκδοθεί από την εν λόγω συνιστώσα οντότητα σύμφωνα με κανονιστικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας («πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1»), αντιμετωπίζεται ως έξοδο κατά τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
Κάθε ποσό που αναγνωρίζεται ως αύξηση των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας και είναι το αποτέλεσμα διανομών που εισπράχθηκαν ή πρόκειται να εισπραχθούν σε σχέση με πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1 που κατέχεται από τη συνιστώσα οντότητα, περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.