Άρθρο 4 Ορισμοί (άρθρο 3 Οδηγίας 2022/2523)

 

Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:
1. «Οντότητα»: κάθε νομικό μόρφωμα που καταρτίζει χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς ή κάθε νομικό πρόσωπο.
2. «Συνιστώσα οντότητα»:
α) κάθε οντότητα που ανήκει σε όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και
β) Κάθε μόνιμη εγκατάσταση κύριας οντότητας, η οποία ανήκει σε όμιλο ΠΕ που αναφέρεται στην περ. α).
3. «Όμιλος»:
α) σύνολο οντοτήτων που συνδέονται μέσω ιδιοκτησίας ή ελέγχου, όπως ορίζεται από το αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο κατά την έννοια της παρ. 25 για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων από την τελική μητρική οντότητα, συμπεριλαμβανομένης κάθε οντότητας που μπορεί να έχει εξαιρεθεί από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας αποκλειστικά για λόγους μεγέθους ή σημασίας της οντότητας, προκειμένου να περιληφθεί ή μη στην ενοποίηση, κατά την έννοια του εφαρμοζόμενου αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου ή επειδή κατέχεται προς πώληση ή
β) οντότητα που έχει μία ή περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ανήκει σε άλλο όμιλο, όπως ορίζεται στην περ. α).
4. «Όμιλος πολυεθνικών επιχειρήσεων»: οποιοσδήποτε όμιλος, ο οποίος περιλαμβάνει τουλάχιστον μία οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση, η οποία δεν βρίσκεται στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας.
5. «Εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας»: κάθε όμιλος του οποίου όλες οι συνιστώσες οντότητες είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος.
6. «Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις»:
α) οι οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται από μια οντότητα σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο, στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, το εισόδημα, οι δαπάνες και οι ταμειακές ροές της εν λόγω οντότητας και των οντοτήτων στις οποίες κατέχει ελέγχουσα συμμετοχή εμφανίζονται ως εάν να επρόκειτο για ενιαία οικονομική οντότητα,
β) για τους ομίλους της περ. β) της παρ. 3, οι οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται από μια οντότητα σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο,
γ) όταν η τελική μητρική οντότητα καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις των περ. α) ή β), οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με αποδεκτό χρηματοοικονομικό πρότυπο, οι οικονομικές καταστάσεις που προσαρμόζονται ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού,
δ) όταν η τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις, όπως περιγράφεται στις περ. α), β) ή γ), οι οικονομικές καταστάσεις που θα είχαν καταρτιστεί αν η τελική μητρική οντότητα ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με:
δα) αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή
δβ) άλλο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο και υπό τον όρο ότι οι εν λόγω οικονομικές καταστάσεις προσαρμόζονται ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
7. «Οικονομικό έτος»: η λογιστική περίοδος για την οποία η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της ή, αν η τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, το ημερολογιακό έτος.
8. «Υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα»: οντότητα που υποβάλλει δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 48.
9. «Κρατική οντότητα»: οντότητα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) αποτελεί μέρος κυβέρνησης ή ανήκει εξ ολοκλήρου σε κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης κάθε πολιτικής υποδιαίρεσης ή τοπικής αρχής αυτής,
β) δεν ασκεί εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει ως κύριο σκοπό:
βα) να επιτελεί κυβερνητική λειτουργία ή
ββ) να διαχειρίζεται ή να επενδύει τα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω κυβέρνησης ή δικαιοδοσίας μέσω της πραγματοποίησης και κατοχής επενδύσεων, της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και συναφών επενδυτικών δραστηριοτήτων για τα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω κυβέρνησης ή δικαιοδοσίας,
γ) λογοδοτεί σε κυβέρνηση για τις συνολικές επιδόσεις της και υποβάλλει ετησίως στοιχεία στην εν λόγω κυβέρνηση και
δ) με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της περιέρχονται σε κυβέρνηση και, εφόσον διανέμει καθαρά κέρδη, τα εν λόγω καθαρά κέρδη διανέμονται αποκλειστικά στην εν λόγω κυβέρνηση, και κανένα μερίδιό τους δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη.
10. «Διεθνής οργανισμός»: κάθε διακυβερνητικός οργανισμός, συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών οργανισμών ή υπηρεσία ή όργανο που ανήκει εξ ολοκλήρου σε αυτόν, ο οποίος πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις,
β) έχει συνάψει με τη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένος, ισχύουσα συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία, για παράδειγμα ρυθμίσεις που παρέχουν προνόμια και ασυλίες στα γραφεία ή τις εγκαταστάσεις του οργανισμού στη δικαιοδοσία και γ) η νομοθεσία ή τα έγγραφα που διέπουν τη λειτουργία του δεν επιτρέπουν να καταλήγει το εισόδημά του προς όφελος ιδιωτών.
11. «Μη κερδοσκοπικός οργανισμός»: οντότητα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί στη δικαιοδοσία φορολογικής κατοικίας της:
αα) αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς, εκπαιδευτικούς ή άλλους παρόμοιους σκοπούς ή
αβ) ως επαγγελματική οργάνωση, σύνδεσμος επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας,
β) ουσιαστικά όλο το εισόδημα από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην περ. α) απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στη δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της,
γ) δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων,
δ) τα έσοδα ή τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας δεν επιτρέπεται να διανέμονται ή να χρησιμοποιούνται προς όφελος ιδιώτη ή μη φιλανθρωπικής οντότητας, εκτός αν η διανομή ή η χρήση αυτή γίνεται:
δα) στο πλαίσιο της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της οντότητας,
δβ) ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή για τη χρήση ιδιοκτησίας ή κεφαλαίου ή
δγ) ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η οντότητα και
ε) με την παύση των δραστηριοτήτων, την εκκαθάριση ή τη διάλυση της οντότητας, όλα τα περιουσιακά στοιχεία της πρέπει να διανεμηθούν ή να επιστραφούν σε μη κερδοσκοπικό οργανισμό ή στην κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε κρατικής οντότητας, της δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της οντότητας ή σε οποιαδήποτε πολιτική υποδιαίρεση αυτής,
στ) δεν ασκεί εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με τους σκοπούς για τους οποίους ιδρύθηκε.
11α. «Καλυπτόμενος φόρος»: ο φόρος που καταβλήθηκε.
12. α) «Οντότητα μετακύλισης φόρου» (flow-through entity): οντότητα στον βαθμό που είναι φορολογικά διαφανής όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε, εκτός αν έχει φορολογική κατοικία και υπόκειται σε καλυπτόμενο φόρο επί του εισοδήματος ή των κερδών της σε άλλη δικαιοδοσία. Οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται ότι είναι:
αα) μια φορολογικά διαφανής οντότητα όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της, εφόσον είναι φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της,
αβ) μια αντίστροφη υβριδική οντότητα όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της, εφόσον δεν είναι φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της.
Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, ως «φορολογικά διαφανής οντότητα» νοείται μια οντότητα, της οποίας το εισόδημα, οι δαπάνες, τα κέρδη ή οι ζημίες αντιμετωπίζονται από τη νομοθεσία μιας δικαιοδοσίας σαν να προέρχονταν ή να πραγματοποιούνταν από τον άμεσο ιδιοκτήτη της εν λόγω οντότητας κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή του σε αυτή την οντότητα. Μια ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση που αποτελεί συνιστώσα οντότητα αντιμετωπίζεται σαν να κατέχεται μέσω μιας φορολογικά διαφανούς δομής, αν η εν λόγω ιδιοκτησιακή συμμετοχή κατέχεται έμμεσα μέσω μιας αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων.
β) Μία συνιστώσα οντότητα που δεν έχει φορολογική κατοικία και δεν υπόκειται σε καλυπτόμενο φόρο ή ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο με βάση τον τόπο διοίκησής της, τον τόπο ίδρυσής της ή παρόμοια κριτήρια αντιμετωπίζεται ως οντότητα μετακύλισης φόρου και φορολογικά διαφανής οντότητα όσον αφορά τα έσοδα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της, εφόσον:
βα) οι ιδιοκτήτες της βρίσκονται σε δικαιοδοσία που αντιμετωπίζει την οντότητα ως φορολογικά διαφανή,
ββ) ο τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της δεν είναι στη δικαιοδοσία στην οποία ιδρύθηκε και
βγ) το εισόδημα, οι δαπάνες, τα κέρδη ή οι ζημίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε μόνιμη εγκατάσταση.
13. «Μόνιμη εγκατάσταση»:
α) τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε δικαιοδοσία στην οποία αντιμετωπίζεται ως μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με εφαρμοστέα Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.), υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία φορολογεί το εισόδημα που της αναλογεί, σύμφωνα με διάταξη παρόμοια με το άρθρο 7 της Πρότυπης Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) επί του εισοδήματος και του κεφαλαίου (OECD Model Convention on Income and Capital)
β) αν δεν υπάρχει εφαρμοστέα Σ.Α.Δ.Φ., τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε δικαιοδοσία, η οποία φορολογεί σε καθαρή βάση το εισόδημα που αναλογεί στην εν λόγω εγκατάσταση κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που φορολογεί τους φορολογικούς κατοίκους της,
γ) αν μια δικαιοδοσία δεν διαθέτει σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών, τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε αυτήν τη δικαιοδοσία και θα αντιμετωπιζόταν ως μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με το πρότυπο σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. επί του εισοδήματος και του κεφαλαίου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία θα είχε το δικαίωμα να φορολογήσει το εισόδημα που θα μπορούσε να αποδοθεί στην εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 7 της πρότυπης σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. , ή
δ) τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που δεν περιγράφεται στις περ. α) έως γ), μέσω του οποίου διεξάγονται δραστηριότητες εκτός της δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται η οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η δικαιοδοσία αυτή απαλλάσσει από τη φορολογία το εισόδημα που προκύπτει από τις εν λόγω δραστηριότητες.
14. «Τελική μητρική οντότητα»:
α) μια οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχουσα συμμετοχή σε οποιαδήποτε άλλη οντότητα και η οποία δεν ανήκει, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλη οντότητα με ελέγχουσα συμμετοχή σε αυτήν, ή
β) η κύρια οντότητα ενός ομίλου όπως ορίζεται στην περ. β) της παρ. 3.
15. «Ελάχιστος φορολογικός συντελεστής»: δεκαπέντε τοις εκατό (15 %).
16. «Συμπληρωματικός φόρος»: ο συμπληρωματικός φόρος που υπολογίζεται για δικαιοδοσία ή συνιστώσα οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 28.
17. «Φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών»: σύνολο φορολογικών κανόνων, πλην ενδεδειγμένου κανόνα συμπερίληψης εισοδήματος (Κ.Σ.Ε.), βάσει των οποίων ένας άμεσος ή έμμεσος μέτοχος αλλοδαπής οντότητας ή η κύρια οντότητα μόνιμης εγκατάστασης υπόκειται σε φορολογία επί του μεριδίου του στο σύνολο ή σε μέρος του εισοδήματος που αποκτά η εν λόγω αλλοδαπή συνιστώσα οντότητα, ανεξάρτητα από το αν το εν λόγω εισόδημα διανέμεται στον μέτοχο.
18. «Ενδεδειγμένος Κανόνας Συμπερίληψης Εισοδήματος – Κ.Σ.Ε. (Income Inclusion Rule – IIR)»: σύνολο κανόνων που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και:
α) είναι ισοδύναμο με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, στις «Φορολογικές προκλήσεις που προκύπτουν από την ψηφιοποίηση της οικονομίας – Παγκόσμιοι πρότυποι κανόνες κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης (δεύτερος πυλώνας – Pillar II)» («πρότυποι κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α.»), σύμφωνα με τους οποίους η μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας υπολογίζει και καταβάλλει το μερίδιο του συμπληρωματικού φόρου που της αναλογεί όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου με χαμηλή φορολόγηση,
β) η εφαρμογή και η διαχείρισή του γίνονται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, με τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α..
19. «Συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση»:
α) συνιστώσα οντότητα ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκεται σε δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία ή
β) συνιστώσα οντότητα χωρίς εθνικότητα η οποία, σε σχέση με ένα οικονομικό έτος, έχει αποδεκτό εισόδημα και πραγματικό φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
20. «Ενδιάμεση μητρική οντότητα»: συνιστώσα οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως τελική μητρική οντότητα, μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα, μόνιμη εγκατάσταση ή επενδυτική οντότητα.
21. «Ελέγχουσα συμμετοχή»: η ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε οντότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο κάτοχος της συμμετοχής υποχρεούται ή θα ήταν υποχρεωμένος να ενοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, το εισόδημα, τις δαπάνες και τις ταμειακές ροές της οντότητας με πλήρη (γραμμή προς γραμμή) ενοποίηση, σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο. Μια κύρια οντότητα θεωρείται ότι κατέχει τις ελέγχουσες συμμετοχές στις μόνιμες εγκαταστάσεις της.
22. «Μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα»: συνιστώσα οντότητα, η οποία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, και για την οποία ποσοστό άνω του είκοσι τοις εκατό (20 %) της ιδιοκτησιακής συμμετοχής στα κέρδη της κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν αποτελούν συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και δεν χαρακτηρίζεται ως τελική μητρική οντότητα, μόνιμη εγκατάσταση ή επενδυτική οντότητα.
23. «Ιδιοκτησιακή συμμετοχή»: κάθε συμμετοχή που παρέχει δικαιώματα επί των κερδών, του κεφαλαίου ή των αποθεματικών μιας οντότητας ή μιας μόνιμης εγκατάστασης.
24. «Μητρική οντότητα»: τελική μητρική οντότητα, η οποία δεν είναι εξαιρούμενη οντότητα, ενδιάμεση μητρική οντότητα ή μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα.
25. «Αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο»: τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ ή ΔΠΧΠ), όπως εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (L 243), και οι γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές της Αυστραλίας, της Βραζιλίας, του Καναδά, των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών μελών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, του Χονγκ Κονγκ (Κίνα), της Ιαπωνίας, του Μεξικού, της Νέας Ζηλανδίας, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της Ινδίας, της Νότιας Κορέας, της Ρωσίας, της Σιγκαπούρης, της Ελβετίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
26. «Εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο»: σε σχέση με μια οντότητα, ένα σύνολο γενικά αποδεκτών αρχών λογιστικής που επιτρέπονται από εγκεκριμένο λογιστικό φορέα στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η εν λόγω οντότητα. Για τον σκοπό του παρόντος ορισμού, ως «εγκεκριμένος λογιστικός φορέας» νοείται ο φορέας που διαθέτει νομική εξουσία σε δικαιοδοσία για τον καθορισμό, τη θέσπιση ή την αποδοχή λογιστικών προτύπων για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.
27. «Ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού»: όσον αφορά την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή διαδικασίας βάσει ενός συνόλου γενικά αποδεκτών αρχών λογιστικής, εφαρμογή που έχει ως αποτέλεσμα συνολική διακύμανση των εσόδων ή εξόδων άνω των εβδομήντα πέντε εκατομμυρίων (75.000.000) ευρώ σε ένα οικονομικό έτος σε σύγκριση με το ποσό που θα είχε προσδιοριστεί με την εφαρμογή της αντίστοιχης αρχής ή διαδικασίας βάσει των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧA ή τα ΔΠΧΠ, όπως εγκρίθηκαν από την Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 1606/2002).
28. «Ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος»: συμπληρωματικός φόρος που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και:
α) προβλέπει τον προσδιορισμό των πλεοναζόντων κερδών των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στην εν λόγω δικαιοδοσία σύμφωνα με τους κανόνες της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α., και την εφαρμογή του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή στα εν λόγω πλεονάζοντα κέρδη για τη δικαιοδοσία και τις συνιστώσες οντότητες σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523, ή όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α., και
β) η εφαρμογή και η διαχείριση του γίνονται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α.
29. «Καθαρή λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων»: ο μέσος όρος της αρχικής και της τελικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, αφού ληφθούν υπόψη οι σωρευμένες αποσβέσεις, προβλέψεις και απομειώσεις, όπως καταγράφονται στις οικονομικές καταστάσεις.
30. «Επενδυτική οντότητα»:
α) οργανισμός επενδύσεων ή φορέας επενδύσεων σε ακίνητα,
β) οντότητα που ανήκει τουλάχιστον κατά ενενήντα πέντε τοις εκατό (95 %), άμεσα σε οντότητα της περ. α) ή μέσω αλυσίδας τέτοιων οντοτήτων της περ. α), και η οποία δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελός τους, ή
γ) οντότητα που κατά τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατό (85 %) της αξίας της ανήκει σε οντότητα της περ. α), υπό την προϋπόθεση ότι ουσιαστικά το σύνολο των εισοδημάτων της προέρχεται από μερίσματα ή κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας για τους σκοπούς του παρόντος.
31. «Οργανισμός επενδύσεων»: οντότητα ή μόρφωμα που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει σχεδιαστεί για τη συγκέντρωση χρηματοοικονομικών ή μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων από διάφορους επενδυτές, ορισμένοι από τους οποίους είναι μη συνδεδεμένοι,
β) πραγματοποιεί επενδύσεις σύμφωνα με καθορισμένη επενδυτική πολιτική,
γ) παρέχει στους επενδυτές τη δυνατότητα να μειώσουν το κόστος συναλλαγών, έρευνας και ανάλυσης ή να κατανείμουν τους κινδύνους σε συλλογικό επίπεδο,
δ) έχει σχεδιαστεί πρωτίστως για να παράγει εισόδημα ή κέρδη από επενδύσεις ή να προστατεύει από συγκεκριμένο ή γενικό γεγονός ή αποτέλεσμα,
ε) οι επενδυτές του έχουν δικαίωμα απόδοσης από τα περιουσιακά στοιχεία του οργανισμού ή το εισόδημα που αποκτήθηκε από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, βάσει της συνεισφοράς τους,
στ) υπόκειται, το ίδιο ή ο διαχειριστής του, στο ρυθμιστικό καθεστώς για τους οργανισμούς επενδύσεων, περιλαμβανομένων των κατάλληλων κανονιστικών διατάξεων για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για την προστασία των επενδυτών, στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένο και
ζ) τελεί υπό τη διαχείριση επαγγελματιών διαχειριστών οργανισμών επενδύσεων για λογαριασμό των επενδυτών.
32. «Φορέας επενδύσεων σε ακίνητα»: οντότητα ευρείας συμμετοχής, η οποία κατέχει κυρίως ακίνητη περιουσία, είτε στην κυριότητά της, είτε στην κυριότητα των κατόχων συμμετοχών της, και υπόκειται σε ενιαίο επίπεδο φορολογίας, με ανώτατο όριο αναβολής πληρωμών ενός (1) έτους.
33. «Συνταξιοδοτικό ταμείο»:
α) οντότητα που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί σε δικαιοδοσία, αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό τη διαχείριση ή την παροχή συνταξιοδοτικών παροχών και επικουρικών ή παρεπόμενων παροχών σε φυσικά πρόσωπα, εφόσον:
αα) η εν λόγω οντότητα ρυθμίζεται ως τέτοια από την εν λόγω δικαιοδοσία ή από μία από τις πολιτικές υποδιαιρέσεις ή τοπικές αρχές της ή
αβ) οι εν λόγω παροχές εξασφαλίζονται ή κατ’ άλλον τρόπο προστατεύονται από τις εθνικές νομοθεσίες και χρηματοδοτούνται από ομάδα περιουσιακών στοιχείων που τηρούνται από μόρφωμα διαχείρισης ή καταπιστευματοδόχο, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των αντίστοιχων συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας, ή
β) οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών.
34. «Οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών»: οντότητα που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος των οντοτήτων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 33 ή την άσκηση δραστηριοτήτων που είναι παρεπόμενες των ρυθμιζόμενων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 33, υπό την προϋπόθεση ότι η οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών ανήκει στον ίδιο όμιλο με τις οντότητες που ασκούν τις εν λόγω ρυθμιζόμενες δραστηριότητες.
35. «Δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία»: όσον αφορά όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας σε οποιοδήποτε οικονομικό έτος, κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας όπου ο όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας έχει αποδεκτό εισόδημα και υπόκειται σε πραγματικό φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
36. «Αποδεκτό εισόδημα ή ζημία»: το καθαρό χρηματοοικονομικό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας που προσαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στα Κεφάλαια Γ΄, ΣΤ΄ και Ζ΄.
37. «Μη ενδεδειγμένος επιστρεπτέος φόρος καταλογισμού»: κάθε φόρος, εκτός από τον ενδεδειγμένο φόρο καταλογισμού, ο οποίος οφείλεται ή καταβάλλεται από συνιστώσα οντότητα, και:
α) επιστρέφεται στον πραγματικό δικαιούχο μερίσματος που διανέμεται από τη συνιστώσα οντότητα σε σχέση με το εν λόγω μέρισμα ή πιστώνεται από τον πραγματικό δικαιούχο έναντι φορολογικής υποχρέωσης διαφορετικής από τη φορολογική υποχρέωση που αφορά το εν λόγω μέρισμα ή
β) επιστρέφεται στη διανέμουσα εταιρεία κατά τη διανομή μερίσματος σε μέτοχο.
38. «Ενδεδειγμένος φόρος καταλογισμού» νοείται ο καλυπτόμενος φόρος που αποδίδεται ή καταβάλλεται από συνιστώσα οντότητα, συμπεριλαμβανομένης μόνιμης εγκατάστασης, και επιστρέφεται ή πιστώνεται στον πραγματικό δικαιούχο του μερίσματος που διανέμει η συνιστώσα οντότητα ή, σε περίπτωση καλυπτόμενου φόρου που αποδίδεται ή καταβάλλεται από μόνιμη εγκατάσταση, μερίσματος που διανέμει η κύρια οντότητα, στον βαθμό που η επιστροφή είναι πληρωτέα ή που η πίστωση παρέχεται από δικαιοδοσία διαφορετική από τη δικαιοδοσία που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους και αφορά:
α) σε πραγματικό δικαιούχο του μερίσματος που υπόκειται σε φόρο με ονομαστικό συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή επί του ληφθέντος μερίσματος σύμφωνα με το εγχώριο δίκαιο της δικαιοδοσίας που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους στη συνιστώσα οντότητα, ή
β) σε φυσικό πρόσωπο, το οποίο είναι ο πραγματικός δικαιούχος του μερίσματος και έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους στη συνιστώσα οντότητα, και το οποίο υπόκειται σε φόρο με ονομαστικό συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον κανονικό φορολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται στο σύνηθες εισόδημα, ή
γ) σε κρατική οντότητα, διεθνή οργανισμό, εγκατεστημένο μη κερδοσκοπικό οργανισμό, εγκατεστημένο συνταξιοδοτικό ταμείο, εγκατεστημένη επενδυτική οντότητα που δεν ανήκει στον όμιλο ΠΕ ή στον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας, ή εγκατεστημένη εταιρεία ασφάλισης ζωής, στον βαθμό που το μέρισμα εισπράττεται σε σχέση με δραστηριότητες εγκατεστημένων συνταξιοδοτικών ταμείων και φορολογείται με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που εφαρμόζεται για μέρισμα που εισπράττεται από συνταξιοδοτικό ταμείο.
Για τους σκοπούς της περ. γ):
γα) ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή ένα συνταξιοδοτικό ταμείο είναι εγκατεστημένο σε μια δικαιοδοσία αν έχει συσταθεί στην εν λόγω δικαιοδοσία και η διαχείρισή του ασκείται στην εν λόγω δικαιοδοσία,
γβ) μια επενδυτική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε μια δικαιοδοσία αν έχει συσταθεί και ρυθμίζεται στην εν λόγω δικαιοδοσία,
γγ) μια εταιρεία ασφάλισης ζωής είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται.
39. «Ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου»:
α) επιστρεπτέα πίστωση φόρου σχεδιασμένη κατά τρόπο ώστε να είναι πληρωτέα σε συνιστώσα οντότητα ως πληρωμή τοις μετρητοίς ή ως ισοδύναμο μετρητών εντός τεσσάρων (4) ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η συνιστώσα οντότητα δικαιούται να λάβει την επιστρεπτέα πίστωση φόρου σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας που χορηγεί την πίστωση ή
β) αν η πίστωση φόρου επιστρέφεται εν μέρει, το μέρος της επιστρεπτέας πίστωσης φόρου που είναι πληρωτέο σε συνιστώσα οντότητα ως πληρωμή τοις μετρητοίς ή ως ισοδύναμο μετρητών εντός τεσσάρων (4) ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η συνιστώσα οντότητα δικαιούται να λάβει τη μερική επιστρεπτέα πίστωση φόρου.
Μια ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου δεν περιλαμβάνει κανένα ποσό φόρου που μπορεί να πιστωθεί ή να επιστραφεί βάσει ενδεδειγμένου φόρου καταλογισμού ή μη ενδεδειγμένου επιστρεπτέου φόρου καταλογισμού.
40. «Μη ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου»: πίστωση φόρου που δεν αποτελεί ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου, αλλά είναι επιστρεπτέα εν όλω ή εν μέρει.
41. «Κύρια οντότητα»: η οντότητα που περιλαμβάνει στις οικονομικές της καταστάσεις το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας μόνιμης εγκατάστασης.
42. «Συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια»: συνιστώσα οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας.
43. «Επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής»: σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών, το οποίο:
α) επιβάλλει φόρο εισοδήματος επί των κερδών μόνο όταν τα κέρδη αυτά διανέμονται ή θεωρείται ότι διανέμονται σε μετόχους ή όταν η εταιρεία βαρύνεται με ορισμένες μη επιχειρηματικές δαπάνες,
β) επιβάλλει φόρο με συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και
γ) ίσχυε την ή πριν από την 1η Ιουλίου 2021.
44. «Ενδεδειγμένος κανόνας υποφορολογημένων κερδών (Κ.Υ.Κ.) (Undertaxed Profit Rule – UTPR)»: σύνολο κανόνων που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και:
α) είναι ισοδύναμο με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α., σύμφωνα με τους οποίους μια δικαιοδοσία εισπράττει το μερίδιο που της αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο ενός ομίλου ΠΕ που δεν χρεώθηκε βάσει του Κ.Σ.Ε. όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ με χαμηλή φορολόγηση,
β) η διαχείρισή του γίνεται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, στους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α.
45. «Ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα»: η συνιστώσα οντότητα, εκτός της τελικής μητρικής οντότητας, η οποία έχει οριστεί από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται στο άρθρο 46 για λογαριασμό του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας.
46. «Πληρωτέος ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος»: το ποσό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου των συνιστωσών οντοτήτων μιας δικαιοδοσίας για ένα οικονομικό έτος το οποίο δεν περιλαμβάνει ποσά, τα οποία:
α) αμφισβητούνται, άμεσα ή έμμεσα, από τον όμιλο ΠΕ μέσω δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών, ή
β) κρίνεται από την ίδια δικαιοδοσία ότι δεν μπορούν να εισπραχθούν από αυτή, ούτε η νομοθέτηση της υποχρέωσης για καταβολή τους είναι εφικτή, λόγω συνταγματικών περιορισμών, κανόνων δικαίου που κατισχύουν ή ειδικών συμφωνιών που περιορίζουν τη φορολογική υποχρέωση του ομίλου ΠΕ.